ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΟΥΧΛΙΩΤΙΣΣΑΣ



Στην αγκαλιά της Παναγιάς Μουχλιώτισσας

Είχα ξεχυθεί στα στενά της Πόλης και συγκεκριμένα στην λεγόμενη ιστορική χερσόνησο για αμέτρητες ώρες περπατήματος. Αν και έχω περπατήσει σε τούτα τα μέρη ξανά και ξανά κάτι απροσδιόριστο με σπρώχνει πάντα στο να πηγαίνω στους ίδιους δρόμους, στα ίδια σοκάκια, στις ίδιες γειτονιές. Είναι σαν να προσπαθώ να απορροφήσω την Πόλη μέσα μου, σαν να θέλω να αποτυπώσω όσες πιο πολλές μυρωδιές, εικόνες και λοιπά ερεθίσματα βαθειά στο κορμί μου.

Χωμένος λοιπόν με τις ώρες στα σοκάκια βρέθηκα στο Φανάρι στα σύνορα με το Φάτιχ. Ο καιρός μουντός, παγωμένος και με έναν αέρα που πραγματικά έτσουζε. Δε θα ήταν άσχημα να κάνω ένα διαλλειματάκι, σκέφτηκα, να ξεφύγω λιγάκι από την βαρυχειμωνιά. Εκεί κοντά μου ήταν η εκκλησία της Παναγίας της Μουχλιώτισσσας. Εμένα μου φαινόνταν πάντα σαν ερειπωμένη, αλλά γυροφέρνοντάς την μια φορά, είδα μια πορτούλα με κουδουνάκι και σκέφτηκα πως ίσως καταφέρω να μπω μέσα να την δω.

Χτύπησα και μετά από λίγο ακούστηκαν βήματα στον αυλόγυρο και μια κύρια μου άνοιξε. Δεν μιλούσε ούτε μια λέξη ελληνικά, μα βλέποντάς με, ρώτησε: Yunanlımısın; Χαμογελώντας, απάντησα καταφατικά και με άφησε να μπω στην αυλή. Στην Πόλη σαν καταλάβουν πως δεν είμαι Τούρκος, το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στον νού τους, είναι να με ρωτήσουν αν είμαι Έλληνας. Πολλές φορές μου απαντάνε με μερικές ελληνικές λέξεις χωρίς εγώ καν να έχω ανοίξει το στόμα μου. Στην σημερινή περίπτωση πάντως δεν χωράει καμία δεύτερη σκέψη. Ποιός άλλος θα έτρεχε μεσ’ στο καταχείμωνο, να χτυπάει πόρτες στις εκκλησίες, εκτός από Έλληνα; Έφερε τα κλειδιά και μου άνοιξε την εκκλησία, αφήνοντας με να απολαύσω τον τόσο ιδιαίτερο αυτόν χώρο. 

Η ημερομηνία κατασκευής της εκκλησίας αυτής χάνεται στα ίχνη των αιώνων. Οι πληροφορίες λένε για το 1285 αλλά νέες έρευνες μιλάνε και για παλαιότερα! Το σίγουρο είναι πως χτίστηκε στην θέση παλαιοτέρων ναών όπως αρχικά ήταν ο ναός της Αγίας Ευστολίας και μετέπειτα επίσης της Θεοτόκου. Ο γύρω χώρος περιελάμβανε ανέκαθεν μοναστήρι. Φυσικά από τότε ο χώρος άλλαξε πάρα πολύ, μιας και το μέρος γνώρισε αρκετές φυσικές καταστροφές και πυρκαγιές. Κατά την Άλωση το μοναστήρι καταστράφηκε αλλά ο ναός παρέμεινε. Δωρήθηκε από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ ως ανταμοιβή για την κατασκευή του Fatıh Camıi το 1471 και έτσι δεν ακολούθησε την μοίρα των υπολοίπων εκκλησιών. Είναι μία (εγώ συνολικά ξέρω μόνον δύο) από τις εκκλησίες που ποτέ δε μετατράπηκε σε τζαμί, μα η μοναδική που Λειτουργεί ακόμα. Έπειτα από αρκετές ανακατασκευές και διορθώσεις πήρε την σημερινή μορφή της.

Για την ονομασία της Παναγιάς του Μουχλίου υπάρχουν κάμποσες εκδοχές.
 Η πρώτη εκδοχή λέει ότι η λέξη μουχλιών είναι διαλεκτική εκδοχή της σλαβικής λέξης: Μογγόλων. Η ιδρύτρια της Μονής, Μαρία Παλαιολογίνα, είχε παντρευτεί τον διάδοχο των Μογγόλων. Αρχικά πήγαινε να παντρευτεί τον ηγεμόνα των Μογγόλων. Αυτός πέθανε προτού εκείνη φτάσει εκεί και έτσι παντρεύτηκε τον γιό του! Όταν δολοφονήθηκε και αυτός, η Παλαιολογίνα, αλλιώς Κυρά ή Δέσποινα των Μογγόλων, επέστρεψε στην Πόλη και ίδρυσε το Μοναστήρι.
Οι Τούρκοι το λένε
Kanlı kilise,δηλαδή εκκλησία του αίματος λόγω του κόκκινου χρώματός της. Ίσως πάλι το ”ματωμένη εκκλησία” να οφείλεται και στην ιστορία της Παλαιολογίνας.
Η άλλη εκδοχή έχει να κάνει με το χωριό Μουχλίο στην Πελοπόννησο. Κάτοικοι από εκείνα τα μέρη εγκαταστάθηκαν μαζικά στην περιοχή του Φαναριού κατά το 1245.
Μπήκα στο εσωτερικό του ναού και ήταν σαν να βούτηξα σε μια τρύπα στον χρόνο. Πήρα μια μικρή γεύση από
 έναν χώρο 700 ετών και βάλε. Όλα ήταν τόσο λιτά, τόσο σκοτεινά, τόσο ”φθαρμένα” από τον χρόνο μα συνάμα τόσο περιποιημένα και καθαρά. Ένας ναός ταπεινός μα τόσο ”ουράνιος”.
 

Σε μιά γωνιά ανακάλυψα και κάτι σκαλοπατάκια που κατέβαιναν αρκετά κάτω στο εσωτερικό του ναού. Δεν με άφησαν όμως να κατέβω. Ίσως να πρόκειται για παλιό Άγιασμα ή κάτι άλλο. Τι να κάνω όμως, πάνω απ’ όλα σεβασμός στους κανόνες του κάθε ναού.

Παντού υπήρχαν τοιχογραφίες με τα σημάδια του χρόνου πάνω τους, με ποιό σημαντική την αναπαράσταση της Αποκαλύψεως. Σημαντικές επίσης είναι και οι τέσσερις Εικόνες που κοσμούν τον ναό. Πόσο σημαντικό κειμήλιο του Χριστιανισμού και της Πόλης να είναι τούτο εδώ το μέρος, δύσκολο να το υπολογίσει κανείς. 

Στην Παναγιά την Μουχλιώτισσα είδα για πρώτη φορά ένα ίσως ξεχασμένο είδος διακόσμησης. Πίσω και πάνω από το Ιερό της εκκλησίας υπάρχει μια τεράστια τοιχογραφία που αναπαριστά την Παναγία με τον Χριστό. Δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσει ολόκληρη στον φωτογραφικό μου φακό. Ήταν κάτι που με εντυπωσίασε, γιατί δεν έχω δεί σε καμμία άλλη εκκλησία αψίδα να είναι έτσι ζωγραφισμένη. Ίσως να είναι διακοσμητική συνήθεια περασμένων αιώνων. 

Τελικά έχω το προτέρημα να παίρνω κάθε μέρα πάντα κάτι θετικό. Μέσα από την περιπλάνηση στα σοκάκια η Παναγιά Μουχλιώτισσα άνοιξε την ”αγκαλιά” της, απέφυγα για λίγο το τσουχτερό κρύο και μου ζέστανε το κορμί. Περισσότερο απ’ όλα όμως μου ζέστανε την καρδιά. Κατηφόρησα προς τον Κεράτιο ξέροντας πως ζω ακόμα μία υπέροχη μέρα στην Πόλη. 

tixamperiaapothnpolh.blogspot.com

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΘΥΜΙΑΖΕ ΣΤΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΛΑΥΡΑ

Η Παναγία θυμίαζε στη Μεγίστη Λαύρα

Ο γέρο-Θεόφιλος, αδελφός της Μονής αυτής, σε μια πνευματική συζήτηση που είχαμε, πριν από 40 περίπου χρόνια, μου είπε τα εξής: «Αδελφέ πάτερ Ανδρέα, επειδή και συ είσαι εξαρτηματικός αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, κι εδώ έβαλες μετάνοια για να γίνεις μοναχός και επομένως σαν παράδελφος μου, που είσαι, σου λέγω, πως πρέπει πάντοτε να είμαστε προσεκτικοί και νηφάλιοι. Η προσευχή με την υπακοή πρέπει αδελφές να είναι ενωμένες, όπως είναι οι φτερούγες στα πουλιά, για να μπορεί ο άνθρωπος να έχει πνευματική προκοπή και να πετάει με το νου του, από τα γήινα στα ουράνια.

Γι’ αυτό να προσέχεις μου είπε, όταν πηγαίνεις στην εκκλησία για να προσευχηθείς ή να ψάλλεις: α) να μην παίρνεις ποτέ ψηλά τα ίσια και να μην ψάλλεις με άτακτες φωνές, β) και όταν μπαίνεις στην εκκλησία για να προσευχηθείς, θα πρέπει κάθε έννοια, κάθε φροντίδα και μέριμνα, που σε αποσπά και χωρίζει από τη προσευχή, να την αφήνεις έξω από την πόρτα της εκκλησίας, αν θέλεις να δέχεται ο Θεός την προσευχή και την ψαλμωδία σου, και να έχεις μισθό αιώνιο και όχι κατάκριση. Και αντί να ωφελείσαι από τη προσευχή σου, να ζημιώνεις και να βλάπτεσαι από την απροσεξία σου. Για να βεβαιωθείς πως αυτά που σου λέγω είναι αλήθεια, άκουσε τι μου διηγήθηκε ο γέρο-Κορνήλιος, που κι αυτός τα είχε ακούσει, από ένα πολύ ενάρετο Γέροντα του Μοναστηριού μας, το γέρο-Ηλιόδωρο, ο οποίο έζησε πριν περίπου 150 χρόνια.

Ο γέρο-Ηλιόδωρος ήταν παραγουμενιάρης και υπηρετούσε τον ηγούμενο της Μονής, όταν το Μοναστήρι μας ήταν ακόμη κοινόβιο, αυτός έλεγε, πως σε μια ολονύκτια αγρυπνία, βρισκότανε στο ιερό και ετοίμαζε τα θυμιατά, για να θυμιάσουν οι ιερείς και διάκονοι, όταν αρχίναγε η εννάτη ωδή που ψάλλεται η «Τιμιωτέρα των Χερουβείμ…».

Από τη θέση εκείνη, του ιερού, ο γέρο-Ηλιόδωρος, κάθε μέρα όταν αρχίναγε ο ψάλτης το «Αινούμεν, ευλογούμεν και προσκυνούμεν τον Κύριον», έβλεπε με τα μάτια της ψυχής, σαν όραμα, μια μαυροφορεμένη, μεγαλόπρεπη γυναίκα, που τη συνόδευαν δύο Άγγελοι με ολόχρυσο θυμιατό στο χέρι και θυμίαζε το ναό. Περνούσε σε από τα στασίδια των μοναχών και θυμίαζε μέχρι που τελείωνε η «Τιμιωτέρα» και η εννάτη ωδή.

Μια μέρα, ο ψάλτης, πήρε πολύ ψηλά ίσια στις «Καταβασίες» και την ημέρα εκείνη, η γυναίκα αυτή, που δεν ήταν άλλη παρά, η Έφορος και προστάτης των μοναχών και του Αγιώνυμου Όρους, Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, δε φάνηκε να θυμιάσει, όπως έκανε κάθε μέρα, επειδή τα ψηλά ίσια διώχνουν την κατάνυξη και την ευλάβεια.

Άλλη μέρα πάλι, στην Αγρυπνία μετά το Απόδειπνο, ο ευλογημένος αυτός Ηλιόδωρος, βλέπει την Παναγία να θυμιάζει όλο το Ναό. Πήγαινε στα στασίδια των μοναχών, μερικά από τα οποία δεν είχαν μοναχούς και η Παναγία τα θυμίαζε, και πολλά στασίδια που είχανε μοναχούς δεν τα θυμίαζε. Τούτο κίνησε την περιέργεια του Γέροντα Ηλιόδωρου και γεννήθηκε η απορία μέσα του, γιατί άραγε τα στασίδια που έχουν μοναχούς δεν τα θυμιάζει και θύμιαζε τα στασίδια που δεν είχαν μοναχούς;

Με δάκρυα ο ενάρετος αυτός μοναχός, παρακάλεσε την Παναγία να πληροφορήσει την απορία του αυτή. Οπόταν μετά τριήμερη προσευχή παρουσιάστηκε στον ύπνο του, η Παναγία και του είπε : «Ηλιόδωρε, μάθε πως τα στασίδια που είναι άδεια τα θυμιάζω γιατί, οι μοναχοί που κάθονται σ΄ αυτά και παρακολουθούν τις ιερές προσευχές και ακολουθίες, βρίσκονται σε υπηρεσίες και διακονήματα της Μονής, αλλά ΄κει που είναι και εργάζονται, έχουν συνέχεια το νου τους, στην κοινή προσευχή, που γίνεται δω στο Ναό, από τους άλλους αδερφούς, κι έτσι συμπροσεύχονται κι εκείνοι, απ’ εκεί που βρίσκονται. Αυτοί είναι εκείνοι που και οι ιερείς μνημονεύουν και λένε στις δεήσεις τους : «και υπέρ των δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων πατέρων και αδελφών ημών…», αυτούς κι εγώ τους βλέπω παρόντες, με το νου, και τους θυμιάζω σαν να βρίσκονται στα στασίδια τους. Αυτοί έχουν διπλό μισθό. Ενώ πολλοί από τους μοναχούς, που κάθονται στα στασίδια τους και δεν προσεύχονται νοερά, με τους άλλους αδελφούς, αλλά, άλλοτε συζητούν μεταξύ τους, άλλοτε σκέπτονται άσχετα με την προσευχή πράγματα, άλλοτε κατακρίνουν, άλλοτε ζηλεύουν, που οι άλλοι ψάλλουν και δοξολογούν τον Ύψιστον , και αντί να δοξολογούν κι αυτοί μαζί τους, το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Του, αυτοί κάνουν το αντίθετο, επιφέρουν κρίσεις εναντίον των αδελφών τους, αλλά και πολλές φορές σκέπτονται πονηρά και αμαρτωλά πράγματα. Οι μοναχοί αυτοί, καίτοι βρίσκονται στις θέσεις τους και κάθονται στα στασίδια τους, δεν υπολογίζονται με τους παρόντες, αλλά θεωρούνται ως απόντες και επειδή δεν προσεύχονται καθαρά, δεν τους αξίζει να τους θυμιάσω, διότι το θυμίαμα σημαίνει τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, που δεν κατοικεί στους ανθρώπους αυτούς, αλλά τους αποστρέφεται.

«Γι’ αυτό θα πρέπει, αυτά που είδες, κι αυτά που σου είπα, να τα κάμεις γνωστά σε όλους τους μοναχούς και σε όλους τους χριστιανούς, και να τα γράψεις, για να μαθαίνουν όλοι, πώς πρέπει, όταν μπαίνουν στην εκκλησία, αλλά και πάντοτε όταν προσεύχονται, να έχουν το νου τους και την καρδιά τους συγκεντρωμένα στο Θεό, τον οποίον πρέπει να δοξολογούμε  και να ευχαριστούμε, για τα καλά που μας χαρίζει, αλλά και για τα κακά, που, κατά Θεία παραχώρηση μας συμβαίνουν. Πρέπει για όλα αυτά, να ευχαριστούμε τον Θεό μέσα στην εκκλησία Του, όπως λέγει και το Πνεύμα το Άγιον στην Αγία Γραφή : «εν τω Ναώ αυτού – Θεού εισερχόμενος – πας τις λέγει δόξαν».

«Μεγάλη και ασυγχώρητη αμαρτία είναι, όταν κουβεντιάζουμε στην εκκλησία, κατά την ώρα της προσευχής, διότι περιφρονούμε κατά πρόσωπο το Θεό και λυπούμε το Πνεύμα το Άγιον, πράγμα το οποίον εγγίζει το κρίμα της βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος, αμαρτία η οποία δεν συγχωρείται «ούτε εν τω παρόντι ούτε εν τω μέλλοντι αιώνα» (Ματθ. 12, 32). Γι΄ αυτό προτιμότερο θα ήταν, οι άνθρωποι αυτοί, να μην πηγαίνουν στην εκκλησία, παρά να πηγαίνουν, και να καταφρονούν την εντολή του Θεού και να γίνονται αιτία σκανδάλων μέσα στην εκκλησία του Θεού».

ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σ. 206 κ.ε.