Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Αν δεν υπάρχη ανδρικό φρόνημα δεν υπάρχει προκοπή. Ανδρισμός είναι όταν δίνεσαι ολόκληρος με εμπιστοσύνη στον Θεό. Αυτός που έχει ανδρισμό, έχει και αγάπη και ο Θεός το υπολογίζει.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Παρασκευή 9 Μαΐου 2025
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΥΝΗΘΩΣ ΤΟΝ ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΘΕΣΗ!
Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Τον δίκαιο άνθρωπο συνήθως οι άλλοι τον σπρώχνουν στην τελευταία θέση ή ακόμη του παίρνουν και την θέση. Τον αδικούν, τον πατούν, «πατούν επί πτωμάτων», έτσι δεν λέγεται; Αλλά, όσο οι άνθρωποι τον σπρώχνουν προς τα κάτω, τόσο ο Θεός τον ανεβάζει προς τα άνω σαν τον φελλό.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη»,
Σελ. 52
Πέμπτη 8 Μαΐου 2025
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

Από
τον βίο του αγίου Αρσενίου
Έλεγαν για τον αββά Αρσένιο ότι το βράδυ του Σαββάτου,
καθώς θα ξημέρωνε Κυριακή, άφηνε τον ήλιο να δύει πίσω του και ύψωνε τα χέρια
του στον ουρανό και προσευχόταν, μέχρι την ώρα που ο ήλιος ανέτελλε και φώτιζε
το πρόσωπό του· και τότε καθόταν.
Ο αββάς Δανιήλ έλεγε: «Μια φορά με κάλεσε ο αββάς
Αρσένιος και μου είπε· “Ανάπαυσε τον πατέρα σου ώστε, όταν φύγει προς τον
Κύριο, να τον παρακαλέσει για χάρη σου, και να βρεις καλό”».
Κάποιος από τους πατέρες πήγε στον αββά Αρσένιο, και
μόλις χτύπησε την πόρτα, ο γέροντας άνοιξε νομίζοντας ότι είναι ο υποτακτικός
του. Όταν είδε ότι είναι άλλος, έπεσε κάτω με το πρόσωπο στη γη. Εκείνος του
είπε: «Σήκω, αββά, να σε ασπαστώ». Ο γέροντας του απάντησε: «Δεν σηκώνομαι, αν
δεν φύγεις». Και ενώ εκείνος τον παρακαλούσε πολλή ώρα, δεν σηκώθηκε, ώσπου
έφυγε.
Έλεγαν για κάποιον αδελφό που είχε έρθει στη Σκήτη για να δει τον αββά Αρσένιο, ότι πήγε στην εκκλησία και παρακαλούσε τους κληρικούς να συναντήσει τον αββά Αρσένιο. Εκείνοι του έλεγαν: «Ξεκουράσου λίγο, αδελφέ, και θα τον δεις», αυτός όμως είπε: «Δεν βάζω τίποτε στο στόμα μου, αν δεν τον συναντήσω». Έστειλαν λοιπόν μαζί του έναν αδελφό για να τον οδηγήσει, επειδή το κελλί του ήταν μακριά. Εκεί χτύπησαν την πόρτα, μπήκαν μέσα, και αφού ασπάστηκαν τον γέροντα, κάθισαν και έμεναν σιωπηλοί. Στη συνέχεια ο αδελφός από την εκκλησία είπε: «Εγώ φεύγω, προσευχηθείτε για εμένα». Και ο αδελφός ο ξένος, βλέποντας ότι ο γέροντας δεν του μιλούσε, απάντησε στον αδελφό: «Έρχομαι και εγώ μαζί σου», και έφυγαν και οι δύο. Τότε ο ξένος παρακάλεσε τον αδελφό λέγοντας: «Πήγαινέ με και στον αββά Μωυσή, που προηγουμένως ήταν ληστής». Όταν πήγαν σε αυτόν, τους δέχτηκε με χαρά, και αφού τους περιποιήθηκε, τους έστειλε στο καλό. Ο αδελφός λοιπόν που τον οδήγησε, τον ρώτησε: «Δες, σε πήγα και στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιος από τους δύο σου άρεσε;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Εμένα πάντως μου άρεσε ο Αιγύπτιος».
Όταν τα άκουσε αυτά κάποιος από τους πατέρες,
προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, εξήγησέ μου πώς γίνεται αυτό, ο ένας να
αποφεύγει τους ανθρώπους για το όνομά σου και ο άλλος να τους αγκαλιάζει για το
όνομά σου». Του παρουσιάστηκαν τότε σε όραμα δύο πλοία μεγάλα στον ποταμό, και
είδε τον αββά Αρσένιο και το Πνεύμα του Θεού να πλέουν ήσυχα στο ένα, και στο
άλλο να πλέουν ο αββάς Μωυσής και οι άγγελοι του Θεού που τον έτρεφαν με μέλι
και κερήθρα. (*)
Έλεγε ο αββάς Δανιήλ: «Όταν ήταν στα τελευταία του, ο
αββάς Αρσένιος μας έδωσε εντολή λέγοντας· “Μη φροντίσετε να κάνετε ελεημοσύνες
για χάρη μου. Γιατί αν έκανα εγώ για τον εαυτό μου κάποιο έργο αγάπης, αυτό θα
βρω”».
(*) Κατά τον Ευεργετινό το όραμα έδειχνε ότι
«και οι δύο είχαν πολύ μεγάλη αξία μπροστά στον Θεό, ωστόσο η σιωπή του
Αρσενίου ήταν ανώτερη από τη φιλοξενία του Μωυσή, αφού τον πρώτο συντρόφευε το
άγιο Πνεύμα, ενώ τον Μωυσή άγγελοι του παντοκράτορα Θεού» (τ. Δ’, υπόθ. Ε’, σ.
62).
Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 37 (§§ 30, 35, 37-39).
Τετάρτη 7 Μαΐου 2025
ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ
ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ...
Κάποτε ο διάβολος το έριξε στο εμπόριο. Άνοιξε ένα
μεγάλο κατάστημα, ένα σούπερ - μάρκετ, όπως θα λέγαμε σήμερα. Και κάθε μέρα
διαφήμιζε και πουλούσε τα προϊόντα του.
Ανάμεσα στα εμπορεύματά του, υπήρχε και ένα εργαλείο με πολύ παράξενο και προκλητικό σχήμα. Επάνω στο εργαλείο αυτό ο διάβολος είχε βάλει μία πινακίδα που έλεγε: ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ.
Πολλοί από τους πελάτες του ενδιαφέρθηκαν να το αγοράσουν, το παράξενο αυτό εργαλείο. Αλλά ο διάβολος έμεινε άκαμπτος και ανυποχώρητος. Μην κάνετε κουβέντα! έλεγε. Ότι άλλο θέλετε, μπορώ να το πουλήσω. Αυτό όχι! Αυτό είναι το πιο χρήσιμο, από όσα έχω. Και είναι πραγματικά παράξενο. Με αυτό κατορθώνω, εκείνα που δεν θα μπορούσα να κατορθώσω με κανένα άλλο τρόπο. Μην κάνετε λοιπόν συζήτηση. Γιατί πουλώντας το εργαλείο αυτό, εγώ το έκλεισα το μαγαζί μου!...
Ποιο ήταν αυτό το εργαλείο; Ένας που θέλησε να το περιεργασθεί λίγο καλύτερα, διάβασε το όνομά του! Το έλεγαν: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ.. Και πράγματι. Όταν στην καρδιά ενός ανθρώπου ριζώσει ο λογισμός, ότι δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει παράδεισος, τότε ο άνθρωπος είναι ικανός για όλα! Γι' αυτό και ο κύριος αγώνας μας πρέπει να είναι, να αχρηστέψουμε το όπλο αυτό του διαβόλου. Πως όμως θα το αχρηστέψουμε;
Ας δούμε, τι μας λέξει ο άγιος Θεοφάνης ο έγκλειστος: Η έλλειψη πίστης στον Θεόν προέρχεται από τον εχθρό μας. Αυτός χτίζει έναν τοίχο ανάμεσα σε μας και στον Θεό. Με σκοπό να μας χωρίσει για πάντα από τον Θεό! Αυτόν τον τοίχο τον γκρεμίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση. Ο διάβολος αυτό το ξέρει. Και για αυτό αγωνίζεται με όλες τους τις δυνάμεις, να μη μας αφήσει να στραφούμε με πίστη στον Χριστό.
Πως; Άλλοτε σπέρνει μέσα στην ψυχή μας αμφιβολίες. Άλλοτε μας κάνει να σκεπτόμαστε, ότι εμάς δεν θα μας συγχωρήσει ο Χριστός! Οι χειρότερες παγίδες του διαβόλου είναι η αμφιβολία και η απελπισία.
Αν λοιπόν θέλετε να σωθείτε, φυλαχθείτε από αυτές, όσο πιο πολύ μπορείτε! Μη πιστεύετε ποτέ σε τέτοιους λογισμούς!.... Και αν ο διάβολος δεν σας παραδίδει το όπλο του αυτό, αρπάχτε το με τη βία!... Διώχτε και καταφρονήστε τους λογισμούς αυτούς.
Μην ξεχνάτε ποτέ ότι: Ο Κύριος θέλει την σωτηρία όλων μας. Και συνεπώς και την δική σας. Μας προσκαλεί κοντά του όλους μας. Και το ενδιαφέρον σας για τη σωτηρία σας αυτό δείχνει: ότι ο Χριστός σας φωνάζει: "Δεύτε προς με.... καγώ αναπαύσω υμάς". Μη νομίζετε, ότι το ενδιαφέρον σας αυτό προέρχεται από σας τους ίδιους; Όχι ο Κύριος το έσπειρε αυτό στην ψυχή σας. Και αφού Αυτός το έσπειρε, δεν επιτρέπεται να αμφιβάλλουμε, ότι θα μας χαρίσει αυτό, στο οποίο ο ίδιος μας καλεί.
Πλησιάστε λοιπόν με θάρρος. Και μην αφήνετε τον εχθρό,
να σπέρνη στην ψυχή σας ζιζάνια αμφιβολίας και απιστίας. Ούτε να σας λέει, ότι
δεν πρόκειται να σωθείτε. Μην τον πιστεύετε. Τον πλάνο. Τον ψεύτη. Μην ξεχνάτε,
ότι "ο Θεός θέλει πάντας σωθήναι". Και έχει άνα πόθο. Να ελεεί.
Να ελεεί. Να ελεεί.
ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟΤΕ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
"Θυμάμαι τότε να πλησιάζει την ψυχή μου ο Ίδιος ο
Ιησούς Χριστός"
Γέροντα, ξέρετε να μάς πείτε κάποια θαυμαστή εμπειρία
γιά την άλλη ζωή;
–Τί να σάς πω; Τί σχέση έχω εγώ με τον ουρανό. Εκεί
ανήκουνε μονάχα οι ταπεινοί, πού ’ναι σαν πρόβατα, μα εγώ ομοιάζω με κατσίκι,
έτσι βουτηγμένος στην υπερηφάνεια πού είμαι.
Όμως, αφού το ζητάτε, θά σάς αναφέρω ότι μου μετέφερε
πρόσφατα ένα καλό παιδί από τα μέρη σας, στην Αργολίδα, εκεί στ’ Άνάπλι, και
είναι δάσκαλος και τον λένε Αλέξανδρο. Αυτά, λοιπόν, τού είχε έκμυστηρευθεί ό
πατέρας του. ό κυρ- Άναστάσης, λίγο πριν φύγει για δεύτερη φορά από τα
πρόσκαιρα στα 84 του χρόνια:
«’Ήμουνε τότε επτά χρόνων και τα θυμάμαι όλα σαν να
’γιναν σήμερα. ’Άν και πέρασαν εβδομήντα χρόνια σχεδόν, τέτοια πράγματα δεν
ξεχνιούνται. Μα και ’γώ δεν έπρεπε να το πω σε κανέναν, έπρεπε να το φυλάξω το
ακριβό μυστικό… Όμως δεν μπορούσα να κρύψω τέτοια πράγματα, τόσο βαθιά μίλησαν
μες στην ψυχή και τη ζωή μου. Μόλις είδαν οι γονείς και οι μεγάλες αδελφές μου
ότι πέθανα, ετοιμάσανε τα πρεπούμενα. Είχαν φέρει και την κάσα, τα πάντα, γιά
να μου κάνουν την κηδεία. Θυμάμαι τότε να πλησιάζει τήν ψυχή μου ό Ίδιος ό
Ιησούς Χριστός. Φορούσε έναν λευκό μανδύα, σαν κι αυτόν πού Τού ζωγραφίζουν τήν
Ανάσταση, και πάνω στον μανδύα είχε έναν μεγάλο, κόκκινο σταυρό.
Μού χαμογελούσε. ’Ώ, δεν χόρταινες να βλέπεις το
πρόσωπό Του, τόσο φωτεινό και γλυκό ήταν. Μου μίλησε σαν καλός πατέρας και
πιάνοντάς με από το χέρι με γύρισε στα μέρη, όπου είχα πάει και τρέξει σαν
παιδί. Όλους τούς τόπους τους ξαναείδα. Μην θαρρείς όμως πώς είχα πάει και πολύ
μακριά. Εκείνα τα χρόνια μέχρι την Αθήνα το πολύ είχα φτάσει…
Ύστερα, μόλις αποτελειώσαμε να γυρνάμε, ξεκινήσαμε να
πετούμε προς τα πάνω γιά ώρα πολλή μέσα στους ουρανούς και στα σύννεφα. Μετά
φτάσαμε σε ένα πολύ μεγάλο κτίριο, που αστραποβολούσε σαν από μάρμαρο. Εκεί έξω
κάθονταν δυο δαιμονάκια, κατάμαυρα με κάτι μορφές όπως οι μαϊμούδες, σαν τα
τέρατα, που δείχνουν στην τηλεόραση, και προσπαθούσαν με χαιρεκακία να αρπάξουν
καμιά ψυχή, που έφτανε εκεί. Εγώ, όμως, είχα τον ’Ίδιον τον Χριστό δίπλα μου
και δεν φοβόμουν καθόλου. Μπήκαμε αμέσως μέσα και τότες είδα κάτι σαν
δικαστήριο, που κρίνονταν οι ψυχές. Εκεί βρίσκονταν και όλοι οι πεθαμένοι
γειτόνοι, μα κάποιους συγγενείς, που είχανε φύγει πρόσφατα και δεν είχανε
περάσει ακόμη σαράντα μέρες, δεν τους είδα εκεί. Τότε πετάχτηκαν τα ταγκαλάκια
και άρχισαν να με κατηγορούν γιά τις αμαρτίες μου. Έ, παιδί ήμουν τότε, τί
αμαρτίες να είχα κάμει; Ναί, τώρα θυμάμαι…
Κάποτες είχα ακούσει τον πατέρα μου να λέει τη μητέρα
μου «τρελή» και έτσι και ’γώ μία φορά την είπα «τρελή», μα όχι με κακία. Τότε
πρόσεξα κάτι σαν μπαλάντζα να κατεβαίνει και τα δαιμόνια να γελούνε μαζί μου.
Μα και πάλι κάτι με παρηγορούσε, πού έβλεπα τον Ιησού Χριστό κοντά μου και ήταν
όλο χαμογελαστός σε όποιον άνθρωπο μιλούσε εκεί πέρα. Μα και ’κεΐνοι, οι
πεθαμένοι γείτονες, άρχισαν τότες να με υπερασπίζονται, ώσπου τελικά γλύτωσα
από τούτη τήν αγωνία και αισθάνθηκα μία λύτρωση. Μετά με πήρε ό Κύριος πάλι από
το χέρι και πήγαμε μαζί σε ένα σκοτεινό μέρος, πού δεν το φώτιζε ήλιος, γιά να
μού δείξει κάτι.
’Ήταν εκεί ένας ψηλός, πέτρινος τοίχος και μία
σιδερένια, κατάμαυρη πύλη και άπ’ έξω κάτι φοβεροί και σιχαμεροί ’ξαπωδοί να
φυλάνε τήν πόρτα. Εντός των τοίχων ήτανε μία απέραντη, μαύρη θάλασσα, κάτι σαν
βούρκος, και μέσα βρίσκονταν βουτηγμένοι μέχρι τον λαιμό τους διάφοροι άνθρωποι
λογής-λογής, άσπροι-μαύροι, μικροί-μεγάλοι, γυναίκες και παιδιά. Όλοι φωνάζανε
«βοήθεια», άλλοι λιγότερο και άλλοι πιο πολύ και δυνατά. Εκειδά πράγματι
φοβήθηκα, έτρεμα, μα μού είχε παραγγείλει ό Χριστός να κρατώ καλά τον μανδύα
Του και δεν θά πάθω τίποτα.
Έτσι και έκανα, ώσπου φύγαμε επιτέλους από εκεί.
Αμέσως μετά ταξιδέψαμε γιά τον ίδιο τον Παράδεισο! Τί ομορφιά και γαλήνη ήταν
αύτή. Ένα απέραντο, καταπράσινο λιβάδι, πού δεν το χόρταινε το μάτι σου, με
πολύχρωμα, μυριάδες λουλούδια. Και ’κεΐ μέσα πολλά παιδάκια να τρέχουνε ανέμελα
και χαρούμενα και όλα να γελούνε, σαν αγγελάκια ήταν. Τόση ευτυχία πως, χωρούσε
μέσα τους! Τούτος ό τόπος μ’ αρέσει πολύ και θά ’θελα να καθίσω και να μείνω
για πάντα, αλλά μετά πήγαμε σε ένα άλλο μέρος, σι άλλη τάξη, έντός τού ίδιου
τού Παραδείσου, το ίδιο ώραιόθωρο και φωτεινό. Είδα εκεί πολλά γυναίκες, πού
ήταν ντυμένες σαν καλόγριες και. όλο ψέλνανε, ψέλνανε και ήταν τόσο χαρούμενες
και γελαστές.
Εκεί, ήταν και μία Καλόγρια, πού ξεχώριζε από όλες τις
άλλες, είχε ένα μεγαλείο και μία λάμψη πάνω της, πού σ’ έπιανε δέος άμα την
έβλεπες, σαν Ηγουμένη τους θά ’λεγα πω ήταν. Μόλις μάς είδαν, τρέξαν και
προσκύνησαν τον Χριστό και Εκείνος τις εύλογούσε. Μετά στράφηκαν προς εμένα και
με αγκάλιαζαν με στοργή ως καλές μητέρες. Εκείνη ή Ηγουμένη μάλιστα, μου
φέρθηκε με περίσσια αγάπη κι όλο στεκόταν δίπλα μου».
Ό Αλέξανδρος, ό δάσκαλος από τ’ Άνάπλι, μου είπε πώς
ρώτησε τότε τον κυρ-Άναστάση αν μιλούσαν καθόλου αναμεταξύ τους οι ψυχές. Και ό
ηλικιωμένος πατέρας του, του απάντησε:
«Όχι, μονάχα ψέλνανε, δεν θέλανε τα λόγια, γιατί οι
ψυχές τους μιλούσαν μεταξύ τους και όλες δοξολογούσαν τον Θεό».
Μετά ρώτησε ό δάσκαλος αν ήταν μέρα ή νύχτα στον
Παράδεισο.
«Μέρα», απάντησε ό κυρ-Άναστάσης. «Ήταν μονάχα μία
ατελείωτη, φωτεινή ήμέρα, δίχως σκοτάδι και ούτε ζέστη έκανε, άλλ’ ούτε και
κρύο. Μία τέλεια ομορφάδα, τόσο ώραία ήταν, πού Τού ζήτησα με κλάματα τού
Χριστού να με αφήσει να ζήσω εκεί αιώνια. Μα, Εκείνος μού απάντησε πώς δεν έχει
έρθει άκόμα ή ώρα αύτή και τότες άρχίσαμε το ταξίδι της επιστροφής.
Πήγαν να πεθάνουν από τον τρόμο τους όλοι, σαν είδαν
ξαφνικά να ξυπνάω ως από ύπνο και να σηκώνομαι τόσο απλά. Οι περισσότεροι με
παγωμένο αίμα λάκισαν και φύγαν κατά τις γύρω γειτονιές από τήν τρομάρα τους,
μόνο οι γονείς και οι άδελφάδες μου μείνανε εκεί με άνοικτό το στόμα σαν
αποσβολωμένοι, μα και χαρούμενοι κιόλας, πού ξαναγύρισα στή ζωή.
Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και ακόμη τα αναθυμούμαι
κι όποτε πάει να λυγίσει ή πίστη μου, τα καλώ στή σκέψη μου και παίρνω δύναμη».
Τρομερό όπλο, λοιπόν, ή αγία πίστη. Να πιστεύει ό άνθρωπος στον Χριστό και στή
βασιλεία Του.
Τί μακάριοι είμαστε, που βαπτισθήκαμε χριστιανοί ορθόδοξοι και κοινωνάμε το Σώμα και το Αιμα Του και γινόμαστε έτσι συγγενείς έξ αίματος με τον Ίδιο τον Θεό. Μα σήμερα, δυστυχώς, οι άνθρωποι γίνανε σαν τους σκούληκες και κοιτάνε μονάχα μέσ’ στή γη και στή λάσπη κι όχι στον καθάριο και φωτεινό ουρανό για να ευφρανθεί ή ψυχή τους κοντά στον Χριστό μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ. ΠΑΤΗΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
ΤΑΜΠΑΚΗΣ