ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος- Κυριακή Θ’ Ματθαίου

(Ματθ. 14, 22-34)

Eπιλεγμένα αποσπάσματα από τον υπομνηματισμό του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Θ΄Ματθαίου (ομιλία Ν΄ από το υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)

«Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλουςκαὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. (: Και αμέσως ο Ιησούς, για να μην παρασυρθούν οι μαθητές Του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά [μετά από το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων] τους ανάγκασε να εισέλθουν στο πλοίο και να περάσουν πριν από Αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου Αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού. Και αφού διέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος, για να προσευχηθεί μόνος και απερίσπαστος. Κι όταν άρχισε να νυκτώνει, ήταν μόνος Του εκεί. Το πλοίο όμως βρισκόταν πλέον στο μέσο της λίμνης και κλυδωνιζόταν πολύ από τα κύματα, διότι ήταν αντίθετος ο άνεμος)» [Ματθ. 14, 22-27] [ερμην. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].

Για ποιο λόγο ανεβαίνει στο όρος; Για να μας διδάξει ότι είναι καλό πράγμα η ερημιά και η μόνωση όταν πρέπει να επικοινωνήσουμε με τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν βέβαια καταφεύγει συχνά στις ερήμους και εκεί πολλές φορές διανυκτερεύει προσευχόμενος για να μας διδάξει να επιδιώκουμε την απόλυτη ησυχία κατά την προσευχή και από τον χρόνο και από τον τόπο. Διότι η έρημος είναι μητέρα της ησυχίας και τόπος γαλήνης και λιμάνι που μας απαλλάσσει από κάθε θόρυβο.

Και ο μεν Ιησούς για τον λόγο αυτόν ανέβαινε εκεί στο όρος, οι μαθητές Του όμως κλυδωνίζονται και πάλι από τη θαλασσοταραχή και υποφέρουν από την κακοκαιρία όπως και σε κάποια προηγούμενη φορά [πρβλ. Ματθ. 8, 23-27: «Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ; (: Και όταν μπήκε στο πλοίο, Τον ακολούθησαν οι δώδεκα μαθητές Του. Και ιδού έγινε θύελλα ισχυρή, αναταραχή και τρικυμία μεγάλη στη θάλασσα, ώστε το πλοίο να σκεπάζεται από τα κύματα. Ο Ιησούς όμως κοιμόταν. Και προσήλθαν έντρομοι οι μαθητές κοντά Του και Τον ξύπνησαν λέγοντας• “Κύριε σώσε μας, χανόμαστε”. Και λέγει προς αυτούς• “ω ολιγόπιστοι, γιατί είστε τόσο δειλοί;” Τότε, αφού σηκώθηκε όρθιος, διέταξε με εξουσία και επέπληξε τους ανέμους και την θάλασσα και αμέσως έγινε γαλήνη μεγάλη. Και οι άνθρωποι που είδαν και άκουσαν το καταπληκτικό αυτό γεγονός, θαύμασαν και έλεγαν με έκσταση• τι άνθρωπος είναι αυτός, αφού και οι άνεμοι και η θάλασσα υποτάσσονται σε αυτόν;’’)»]. Αλλά τότε το πάθαιναν αυτό έχοντας τον Ιησού μαζί τους μέσα στο πλοίο, ενώ τώρα ήσαν τελείως μόνοι τους. Διότι ήρεμα και σιγά- σιγά τούς εισάγει και τους καθοδηγεί στα μεγάλα πνευματικά θέματα και στο να αντιμετωπίζουν τα πάντα με γενναιότητα. Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν, όταν συνέβη για πρώτη φορά να κινδυνεύσουν, ήταν μεν παρών, αλλά όμως κοιμόταν, ώστε αμέσως να τους προσφέρει την βοήθειά Του. Τώρα όμως για να τους κάνει να δείξουν μεγαλύτερη υπομονή, δεν κάνει ούτε αυτό, αλλά φεύγει από κοντά τους και ενώ βρίσκονται στο μέσο της θαλάσσης, επιτρέπει να σηκωθεί η θαλασσοταραχή, ώστε να μην ελπίζουν από πουθενά να σωθούν, και όλη τη νύκτα τους αφήνει να θαλασσοδέρνονται, για να διεγείρει, κατά τη γνώμη μου, την καρδιά τους που ήταν πνευματικώς νεκρή, ευρισκόμενη ακόμη σε νάρκη. Διότι τέτοιος είναι ο φόβος τον οποίο δημιουργεί η θαλασσοταραχή μαζί με τη νύκτα. Μαζί όμως με τη σύγχυση στην οποία τους άφησε για λίγο να βρίσκονται, αύξησε και την επιθυμία τους ακόμη περισσότερο για τον Ίδιο που και άλλη φορά τους είχε σώσει, καθώς επίσης και να Τον ενθυμούνται συνεχώς.

Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν παρουσιάστηκε αμέσως σε αυτούς. Διότι λέγει: ««τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης (: Κατά δε τα χαράματα, το τέταρτο τρίωρο της νυκτός, κατά τον χρόνο που η τετάρτη βάρδια των φρουρών ανελάμβανε υπηρεσία [δηλ. μεταξύ των ωρών 3-6 π.μ.], ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητές περπατώντας επάνω στη θάλασσα)» [Ματθ. 14, 25], με σκοπό να τους διδάξει να μη ζητούν ταχεία απαλλαγή από τις συμφορές που τους βρίσκουν, αλλά να αντιμετωπίζουν τα δυσάρεστα γεγονότα με γενναιότητα. Μόλις λοιπόν ήλπισαν ότι θα απαλλαγούν από τη θαλασσοταραχή, τότε και πάλι έγινε μεγαλύτερος ο φόβος τους. Διότι λέγει ο Ευαγγελιστής: «καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν (: Όταν όμως Τον είδαν οι μαθητές να περιπατεί επάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν και έλεγαν ότι είναι φάντασμα και από τον φόβο έκραξαν δυνατά)». Και πράγματι αυτό κάνει πάντοτε, όταν δηλαδή πρόκειται να τους απαλλάξει από τον φόβο και τη δοκιμασία, τότε επιτρέπει να περιπέσουν σε κάποια δυσκολότερη και φοβερότερη, πράγμα που βέβαια συνέβη και τότε. Διότι μαζί με τη θαλασσοταραχή και η εμφάνιση του Κυρίου που περπατούσε επάνω στην τρικυμισμένη θάλασσα, τούς φόβισε πάρα πολύ και μάλιστα όχι λιγότερο από την τρικυμία. Για τον λόγο αυτόν ούτε το σκοτάδι διέλυσε, ούτε και τους φανερώθηκε αμέσως, για να τους εξασκήσει, όπως προανέφερα, με την παράταση αυτή του φόβου τους, και για να τους διδάξει να είναι καρτερικοί.

Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση του Ιώβ. Διότι όταν επρόκειτο να τον ελευθερώσει από τον φόβο και τον πειρασμό, ακριβώς τότε επέτρεψε να γίνει χειρότερο το τέλος της συμφοράς του. Δεν εννοώ τον θάνατο των παιδιών του και τα λόγια της γυναίκας του, αλλά τους χλευασμούς των υπηρετών του και των φίλων του. Και όταν πάλι επρόκειτο να απαλλάξει τον Ιακώβ από τις ταλαιπωρίες του στην ξένη χώρα, επέτρεψε να δημιουργηθεί και να γίνει μεγάλος θόρυβος. Καθόσον ο πεθερός του, αφού τον συνέλαβε τον απειλούσε με θάνατο και ύστερα από εκείνον δεν άργησε να έλθει ο αδελφός του που παραλίγο να τον φόνευε [πρβλ. Γεν. κεφ. 31-32]. Διότι επειδή δεν είναι δυνατόν οι δίκαιοι να δοκιμάζονται και επί πολύ χρόνο και με μεγάλες δοκιμασίες, για τον λόγο αυτόν όταν πρόκειται να απαλλαγούν από τις δοκιμασίες, θέλοντας να τους ωφελήσει σε μεγαλύτερο βαθμό, αυξάνει τις δοκιμασίες. Πράγμα που έκανε και στην περίπτωση του Αβραάμ στέλνοντας σε αυτόν την τελευταία δοκιμασία, δηλαδή τη θυσία του παιδιού του [πρβ. Γέν. 22, 1 κ.ε.]. Διότι με τον τρόπο αυτόν οι δυσβάστακτες δοκιμασίες γίνονται υποφερτές, όταν αποστέλλονται στο τέλος της δοκιμασίας, και είναι πλέον πολύ κοντά η απαλλαγή από αυτές. Το ίδιο λοιπόν και τότε έκανε ο Χριστός και δεν φανέρωσε προηγουμένως τον εαυτό Του, αλλά τότε μόνο, όταν οι μαθητές Τον φώναξαν δυνατά. Διότι όσο περισσότερο μεγάλωνε η αγωνία τους, τόσο περισσότερο επιζητούσαν την παρουσία Του.

Στη συνέχεια, λέγει ο ευαγγελιστής, μόλις φώναξαν δυνατά, «εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε (: αμέσως μίλησε ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε• “θάρρος, εγώ είμαι• μη φοβείσθε”)» [Ματθ. 14, 27]. Τα λόγια αυτά διέλυσαν τον φόβο τους και τους έδωσαν θάρρος. Επειδή δηλαδή αρχικά δεν Τον ανεγνώρισαν όταν Τον είδαν, και εξαιτίας του παράδοξου βαδίσματός Του επάνω στην θάλασσα και εξαιτίας της ώρας που συνέβη αυτό, για τον λόγο αυτόν φανερώνει τον εαυτό Του σε αυτούς με τη φωνή Του.

Τι έκανε λοιπόν ο Πέτρος που ήταν ενθουσιώδης σε όλες του τις ενέργειες και πάντοτε εκδηλωνόταν πριν από τους άλλους μαθητές; «Κύριε», λέγει, «εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα (:“Κύριε, εάν είσαι Εσύ, διάταξέ με να έλθω προς Εσένα περιπατώντας επάνω στα νερά”)». Δεν Του είπε να προσευχηθεί και να παρακαλέσει τον Πατέρα Του, αλλά Του είπε: «κέλευσον (:διάταξε)». Είδες πόσο μεγάλος ήταν ο ενθουσιασμός του; Πόσο μεγάλη η πίστη του; Μολονότι βέβαια πολλές φορές εξαιτίας αυτού του ενθουσιασμού του ζητούσε πράγματα που υπερέβαιναν το μέτρο. Καθόσον και στην περίπτωση αυτήν ζήτησε πολύ μεγάλο πράγμα, αλλά αυτό το έκανε από αγάπη και μόνο και όχι προς επίδειξη. Διότι δεν είπε «Πρόσταξέ με να βαδίσω επάνω στα ύδατα», αλλά τι; «Πρόσταξέ με να έλθω προς Εσένα». Διότι κανείς δεν αγαπούσε τόσο πολύ τον Ιησού. Το ίδιο έκανε και μετά την Ανάσταση· δεν θέλησε και τότε να πάει στον τάφο μαζί με τους άλλους μαθητές, αλλά έτρεξε να πάει πριν από αυτούς. Και δε δείχνει με αυτό μόνο την αγάπη του, αλλά και την πίστη του. Διότι δεν πίστεψε απλά και μόνο ότι ο Ιησούς μπορεί να περιπατεί επάνω στη θάλασσα, αλλά ότι και σε άλλους μπορεί να μεταδώσει αυτήν τη δυνατότητα. Η επιθυμία του λοιπόν είναι να βρεθεί πλησίον Του το ταχύτερο.

«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; (: Ο δε Κύριος του είπε• “έλα”. Κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο και περιπάτησε επάνω στα νερά, για να έλθει στον Ιησού. Όταν όμως είδε τον άνεμο ισχυρό, φοβήθηκε, κλονίστηκε η πίστη του, άρχισε να βυθίζεται και φώναξε δυνατά λέγοντας• “Κύριε, σώσε με”). Αμέσως δε ο Ιησούς άπλωσε το χέρι Του, τον έπιασε και του είπε• ‘’ολιγόπιστε, γιατί κλονίστηκες στην πίστη και δείλιασες;”». [Ματθ. 14, 28-31].

Αυτό το θαύμα είναι πιο παράδοξο από το προηγούμενο, γι’ αυτό δε και γίνεται μετά από εκείνο. Αφού δηλαδή ο Ιησούς απέδειξε ότι είναι εξουσιαστής της θάλασσας, στη συνέχεια επιτελεί και το πιο αξιοθαύμαστο θαύμα. Διότι τότε μεν, επιτίμησε μόνο τους ανέμους, τώρα όμως και ο Ίδιος βαδίζει επάνω στα ύδατα και σε άλλον παρέχει τη δυνατότητα να πράξει το ίδιο, πράγμα που εάν από την αρχή πρόσταζε να γίνει, οπωσδήποτε δε θα το δεχόταν ο Πέτρος με τον ίδιο τρόπο επειδή δε θα είχε ακόμη αποκτήσει τόση μεγάλη πίστη.
Γιατί όμως ο Χριστός το επέτρεψε να γίνει αυτό; Διότι, εάν του έλεγε ότι δεν μπορεί να βαδίσει επάνω στη θάλασσα, ο Πέτρος, επειδή ήταν ορμητικός, θα είχε αντιρρήσεις. Για τον λόγο αυτό τον πείθει με τα γεγονότα, ώστε στο μέλλον να είναι πιο σώφρονας. Αλλά και έτσι δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του πάνω στην επιφάνεια. Αφού λοιπόν, κατέβηκε από το πλοίο, κλυδωνίζεται, επειδή φοβήθηκε. Και τον κλυδωνισμό προκάλεσε η τρικυμία, τον φόβο όμως τον δημιούργησε ο άνεμος. Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι: «ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον (: Όταν πλέον πείσθηκαν οι μαθητές ότι Αυτός είναι ο διδάσκαλος, έσπευσαν να Τον πάρουν στο πλοίο. Και αμέσως μόλις Τον πήραν, το πλοίο έφθασε στην ξηρά, όπου πήγαιναν)» [Ιω. 6, 21]. Ώστε όταν επρόκειτο να προσεγγίσουν την ξηρά, τότε ο Ιησούς ανέβηκε στο πλοίο.

Αφού λοιπόν κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο, βάδιζε προς τον Ιησού, χαρούμενος όχι τόσο επειδή περπατούσε πάνω στη θάλασσα, αλλά επειδή ερχόταν κοντά στον Κύριο. Και ενώ είχε νικήσει το σπουδαιότερο, επρόκειτο να κακοπαθήσει από το μικρότερο, εννοώ την ορμή του αέρος και όχι τη θάλασσα. Πραγματικά τέτοια είναι η ανθρώπινη φύση, πολλές φορές, δηλαδή, επιτυγχάνει τα μεγάλα και αποτυγχάνει στα ελάχιστα. Όπως έγινε στον Ηλία με την Ιεζάβελ, τον Μωυσή με τον Αιγύπτιο και τον Δαυίδ με τη Βηρσαβεέ. Έτσι, λοιπόν, και ο Πέτρος. Ενώ ήταν ακόμη φοβισμένος, πήρε το θάρρος να πατήσει επάνω στα κύματα, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή του ανέμου, αν και βρισκόταν κοντά στον Χριστό.

Έτσι, δεν τον ωφελεί καθόλου το ότι βρίσκεται κοντά στον Χριστό τοπικώς, εάν δεν είναι κοντά Του με την πίστη. Το γεγονός αυτό φανέρωνε και τη διαφορά μεταξύ του Διδασκάλου και του μαθητή και έδινε παρηγοριά και στους άλλους μαθητές. Διότι εάν αγανάκτησαν για τους δύο αδελφούς που ζήτησαν τα πρωτεία, πολύ περισσότερο θα αγανάκτησαν εδώ, επειδή δεν είχαν λάβει το άγιο Πνεύμα. Μετά τη δωρεά του αγίου Πνεύματος, όμως, δε συμπεριφέρονται έτσι. Διότι σε κάθε περίπτωση παραχωρούν τα πρωτεία στον Πέτρο και στις ομιλίες προς τον λαό, αυτόν προβάλλουν, αν και ήταν ο πιο αμόρφωτος από τους άλλους.

Και γιατί δε διέταξε ο Ιησούς τους ανέμους να σταματήσουν, αλλά άπλωσε ο Ίδιος το χέρι Του και τον έπιασε; Διότι χρειαζόταν και η πίστη του Πέτρου. Επειδή, όταν δεν γίνεται ό,τι εξαρτάται από εμάς, τότε παύει και η βοήθεια του Θεού. Για να του δείξει, λοιπόν, ότι δεν τον παρέσυρε η δύναμη του ανέμου, αλλά η δική του ολιγοπιστία, λέγει: «ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; (: ‘’ολιγόπιστε, γιατί κλονίστηκες στην πίστη και δείλιασες;”)» [Ματθ. 14, 31]. Ώστε εάν δεν του έλειπε η πίστη, θα μπορούσε με ευκολία να αντιμετωπίσει και τον άνεμο. Για τον λόγο αυτόν, ακριβώς, αφού τον έπιασε από το χέρι, άφησε τον άνεμο να φυσά, για να του αποδείξει ότι καθόλου δεν μπορεί να τον βλάψει ο άνεμος, όταν η πίστη του είναι σταθερή και αμετακίνητη. Και όπως το μικρό πουλάκι, που προ ολίγου πέταξε από τη φωλιά του και κινδυνεύει να πέσει στη γη, το παίρνει στα φτερά της η μητέρα του και το επαναφέρει στη φωλιά, έτσι έκανε και ο Χριστός.

«καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος (: Και όταν ανέβηκαν αυτοί στο πλοίο, κόπασε ο άνεμος)». Προηγουμένως [Ματθ. 8, 27] έλεγαν: «Τι άνθρωπος είναι αυτός, διότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουν σε αυτόν;». Τώρα όμως δεν λέγουν τα ίδια. «οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ (: Οι μαθητές, που ήσαν στο πλοίο)», λέγει ο ευαγγελιστής, «ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ (: ήλθαν, γονάτισαν με σεβασμό προς Αυτόν και είπαν• “αληθινά Εσύ είσαι Υιός του Θεού”)». Βλέπεις με ποιον τρόπο σιγά σιγά τους ανέβαζε υψηλότερα; Πραγματικά, από το γεγονός ότι βάδισε ο Ίδιος επάνω στη θάλασσα και από το ότι και σε άλλον έδωσε την εντολή να κάνει το ίδιο και τον έσωσε όταν κινδύνευσε, αυξήθηκε κατά πολύ η πίστη αυτών. Τότε, βέβαια, επιτίμησε τη θάλασσα, τώρα όμως, δεν την επιτιμά, αλλά με άλλον τρόπο αποδεικνύει περισσότερο τη δύναμή Του. Γι’ αυτό και έλεγαν: «Αληθινά, είσαι Υιός του Θεού». Τι λοιπόν; Τους μάλωσε επειδή είπαν αυτόν τον λόγο; Όχι βέβαια, αλλά αντίθετα, και επιβεβαίωσε τους λόγους τους, με το να θεραπεύει με μεγαλύτερη εξουσία όσους ασθενείς βρίσκονταν κοντά Του και όχι όπως προηγουμένως.

«Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ. καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν (: Και αφού διέσχισαν τη θάλασσα, ήλθαν στη χώρα της Γεννησαρέτ. Οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου μόλις τον αντελήφθησαν, έστειλαν αγγελιοφόρους σε όλη την περιοχή εκείνη, για να αναγγείλουν την έλευσή Του, και Του έφεραν όλους τους ασθενείς. Τον παρακαλούσαν δε να τους επιτρέψει, έστω και να αγγίξουν μόνο την άκρη από το εξωτερικό ιμάτιό Του• και όσοι το άγγιξαν, θεραπεύθηκαν τελείως)» [Ματθ. 14, 34-36]. Πραγματικά, δεν πήγαιναν κοντά Του, όπως προηγουμένως, που Τον καλούσαν στα σπίτια και ζητούσαν να αγγίξει με το χέρι Του τους ασθενείς και να δώσει εντολή για τη θεραπεία· τώρα Τον πλησιάζουν με υψηλότερο φρόνημα και με μεγαλύτερη ευσέβεια και με μεγαλύτερη πίστη ζητούν και επιτυγχάνουν τη θεραπεία. Διότι η αιμορροούσα γυναίκα που με βαθιά πίστη είχε αναζητήσει τη θεραπεία της απλά και μόνο με το άγγιγμα του ενδύματός Του, τους δίδαξε όλους να φιλοσοφούν.

Για να δείξει επίσης ο ευαγγελιστής ότι για πολύ χρόνο παρέμεινε στα μέρη εκείνα λέγει ότι «Όταν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου Τον αντιλήφθηκαν έστειλαν απεσταλμένους σε όλη την περιοχή εκείνη για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους της περί της αφίξεώς Του και Του έφεραν όλους τους ασθενείς». Και όμως, η μακρά παραμονή Του σε αυτούς όχι μόνο δεν παρέλυσε την πίστη τους, αλλά την έκανε μεγαλύτερη και την κράτησε σε ακμή.

Ας αγγίξουμε λοιπόν και εμείς το άκρο του ενδύματός Του. Ή μάλλον, εάν θέλουμε, Τον έχουμε ολόκληρο κοντά μας. Διότι και το σώμα Του έχει παρατεθεί τώρα μπροστά μας. Όχι μόνο το ένδυμα, αλλά και το σώμα. Όχι να το αγγίξουμε μόνο, αλλά να το φάγουμε και να χορτάσουμε. Για τον λόγο αυτόν ας Τον πλησιάσουμε με πίστη, καθένας μας που υποφέρει από κάποια ασθένεια. Διότι εάν εκείνοι, που άγγιξαν το άκρο του ενδύματός Του, πήραν τόσο μεγάλη δύναμη, πόση θα λάβουμε εμείς που Τον έχουμε ολόκληρο;

Αλλά το να πλησιάσουμε τον Χριστό με πίστη, δεν σημαίνει να λάβουμε μόνο τη Θεία Κοινωνία, αλλά να τη δεχτούμε με καθαρή την καρδιά και να βρισκόμαστε σε τέτοια ψυχική διάθεση, σαν να βαδίζουμε προς τον Ίδιο τον Χριστό. Διότι τι σημασία έχει, αν δεν ακούμε τη φωνή Του; Βλέπεις τον Ίδιο να σου προσφέρεται. Ή μάλλον ακούς και τη φωνή Του, αφού σου ομιλεί διαμέσου των ευαγγελιστών. Πιστέψτε λοιπόν ότι και τώρα εκείνο το δείπνο γίνεται στο οποίο και ο ίδιος παρευρισκόταν. Διότι αυτό δε διαφέρει σε τίποτε από εκείνο. Ούτε βέβαια, αυτό μεν το παραθέτει άνθρωπος, ενώ εκείνο ο Κύριος, αλλά και το ένα και το άλλο το παρασκευάζει ο Ιησούς. Συνεπώς, όταν θα δεις τον ιερέα να σου το προσφέρει, να μην έχεις τη γνώμη ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά να πιστεύεις ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Διότι όπως όταν βαπτίζεσαι, δεν είναι ο ιερέας που σε βαπτίζει, αλλά ο Θεός που σου αγγίζει το κεφάλι με αόρατη δύναμη, και ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε κανείς άλλος δεν τολμά να πλησιάσει και να σε αγγίξει, κατά όμοιο τρόπο και τώρα.

Πραγματικά, όταν ο Θεός αναγεννά κάποιον, η δωρεά είναι αποκλειστικά και μόνο του Θεού. Δε βλέπεις εκείνους που υιοθετούν εδώ στη γη ότι δεν αναθέτουν τη διαδικασία της υιοθεσίας στους δούλους τους, αλλά προσέρχονται οι ίδιοι στο δικαστήριο; Κατά όμοιο τρόπο και ο Θεός δεν ανέθεσε στους αγγέλους τη διαχείριση της δωρεάς Του, αλλά παρευρίσκεται ο Ίδιος και μας συμβουλεύει και μας λέγει: «καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς (: Και κανέναν επάνω στη γη να μην τον ονομάσετε ‘’πατέρα σας’’ με κύρος και εξουσία απεριόριστη και απόλυτη. Διότι ένας είναι ο Πατέρας σας, εκείνος που είναι στους ουρανούς)» [Ματθ. 23, 9]. Και το λέγει αυτό όχι για να μην αποδίδεις τις πρέπουσες τιμές στους γονείς σου, αλλά για να θέσεις επάνω από όλα Εκείνον που σε δημιούργησε και σε συμπεριέλαβε στα παιδιά Του. Διότι εκείνος που έδωσε το σπουδαιότερο, δηλαδή προσέφερε θυσία τον εαυτό Του, πολύ περισσότερο δε θα απαξιώσει να σου δώσει και το σώμα Του.

Ας ακούσουμε, λοιπόν, ιερείς και όλοι οι υπόλοιποι Χριστιανοί, πόσο μεγάλη δωρεά λάβαμε. Ας το ακούσουμε και ας νιώσουμε φρίκη. Μας έδωσε το δικαίωμα να χορτάσουμε με τις αγίες Του σάρκες, πρόσφερε τον ίδιο τον εαυτό Του να θυσιαστείΠοια απολογία θα έχουμε, όταν ενώ τρεφόμαστε με την τροφή αυτού του είδους διαπράττουμε τόσο μεγάλες αμαρτίες; Όταν, ενώ τρώγουμε αμνό, γινόμαστε λύκοι; Όταν ενώ τρώγουμε πρόβατο, αρπάζουμε όπως οι λέοντες; Διότι το μυστήριο αυτό μας δίνει εντολή όχι μόνο να είμαστε τελείως καθαροί από αρπαγή, αλλά και από την απλή έχθρα. Διότι το μυστήριο αυτό είναι μυστήριο ειρήνης. Δεν επιτρέπει να το ανταλλάσουμε με χρήματα. Πραγματικά, εάν ο Κύριος δε λυπήθηκε τον εαυτό Του για εμάς, ποιας τιμωρίας είμαστε άξιοι εμείς, όταν ενδιαφερόμαστε για τα χρήματα και αδιαφορούμε για την ψυχή μας, χάριν της οποίας ο Ιησούς θυσίασε τον εαυτό Του; Στους μεν Ιουδαίους ο Θεός καθόρισε τις ετήσιες εορτές για να θυμούνται τις ευεργεσίες που τους έκανε, ενώ σε εσένα σου τις υπενθυμίζουν κάθε ημέρα, όπως μπορεί να πει κανείς, τα μυστήρια αυτά.

Συνεπώς, να μην ντρέπεσαι τον σταυρό. Διότι αυτά είναι για εμάς τα άξια σεβασμού, αυτά είναι τα μυστήριά μας. Με αυτό το δώρο κοσμούμαστε, με αυτό δοξαζόμαστε. Και αν πω ότι ο Θεός εξέτεινε τον ουρανό, άπλωσε τη γη και τη θάλασσα και απέστειλε τους αγγέλους, δε θα πω τίποτε το ισάξιο με αυτό. Διότι αυτό είναι το αποκορύφωμα όλων των αγαθών, ότι δηλαδή, ο Θεός προσέφερε τον ίδιο τον Υιό Του, για να σώσει τους δούλους Του που απομακρύνθηκαν από κοντά Του.

Γι’ αυτό ας μην πλησιάζει στην τράπεζα αυτήν κανένας Ιούδας, κανένας Σίμων μάγος [αυτός είχε προσπαθήσει να εξαγοράσει από τον Απόστολο Πέτρο το αποστολικό χάρισμα της μεταδόσεως των δωρεών του Αγίου Πνεύματος και να εμπορευτεί τη Θεία Χάρη, προκειμένου να κερδίσει χρήματα: βλ. Πραξ. 8, 9-25 εξ.]. Διότι και οι δύο χάθηκαν από τη φιλαργυρία τους. Ας αποφύγουμε λοιπόν το βάραθρο αυτό και ας μην νομίζουμε ότι είναι αρκετό για τη σωτηρία μας, το να προσφέρουμε δηλαδή στην Αγία Τράπεζα χρυσό και στολισμένο με πολύτιμους λίθους ποτήριο, ενώ από την άλλη απογυμνώνουμε χήρες και ορφανά με την τρομερή φιλαργυρία μας. Εάν όμως θέλεις να τιμήσεις τη θυσία του Υιού του Θεού, να προσφέρεις την ψυχή σου, για την οποία θυσιάστηκε ο Χριστός. Αυτήν να κάνεις χρυσήΕάν αυτή, όμως, είναι χειρότερη από το μολύβι και από το όστρακο, ποια είναι η ωφέλεια, και αν ακόμη το σκεύος είναι από χρυσό;

Ώστε 
ας μη φροντίζουμε μόνο το πώς θα προσφέρουμε στην εκκλησία χρυσά σκεύη, αλλά το πώς η προσφορά μας θα προέρχεται από δίκαιους κόπους και πλούτη. Διότι εκείνες οι προσφορές είναι πιο πολύτιμες και από το χρυσάφι, οι οποίες δεν είναι προϊόντα πλεονεξίας. Δεν είναι βέβαια χρυσοχοείο, ούτε αργυροκοπείο η εκκλησία, αλλά πανήγυρη αγγέλων. Για τον λόγο αυτό και ψυχές χρειαζόμαστε αγαθές. Διότι και ο Θεός για τις ψυχές τα προσφέρει όλα αυτά. Δεν ήταν, βέβαια, αργυρή τότε η τράπεζα εκείνη, ούτε το ποτήριο χρυσό, με το οποίο έδωσε ο Χριστός το Αίμα Του στους μαθητές Του. Αλλά ήσαν τίμια και φρικτά εκείνα, επειδή ήσαν πλήρη από το άγιο Πνεύμα.

Θέλεις να το τιμήσεις το σώμα του Χριστού; Να μην αδιαφορήσεις όταν είναι γυμνός. Ούτε να Τον τιμήσεις εδώ στον ναό με μεταξωτά ενδύματα, και έξω να Τον περιφρονήσεις, όταν θα βασανίζεται από το ψύχος και τη γυμνότητα. Διότι εκείνος που είπε «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου (: λάβετε και φάτε· αυτό είναι το Σώμα μου)» [Ματθ. 26, 26] και επιβεβαίωσε με τον λόγο Του το πράγμα, ο Ίδιος θα πει: «ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με (: Διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, δίψασα και δεν μου δώσατε λίγο νερό να ξεδιψάσω)» [Ματθ. 25, 42] και «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε (: “αλήθεια σας λέγω• εφόσον δεν κάματε τα καλά αυτά σε έναν από αυτούς, που ο κόσμος θεωρεί πολύ μικρούς, ούτε σε εμένα τα κάνατε”)» [Ματθ. 25, 45]. Το σώμα Του λοιπόν, δε χρειάζεται ενδύματα, αλλά καθαρή ψυχή, η δε καθαρή ψυχή απαιτεί μεγάλη φροντίδα.

Ας μάθουμε, λοιπόν, να φιλοσοφούμε και να τιμάμε τον Χριστό, όπως Αυτός θέλει. Διότι για εκείνον που τιμάται η πιο ευχάριστη τιμή είναι εκείνη που ο ίδιος επιθυμεί και όχι εκείνη που εμείς νομίζουμε ότι επιζητεί. Επειδή και ο Πέτρος νόμιζε ότι τιμά τον Χριστό με το να Τον εμποδίσει να νίψει τα πόδια των μαθητών. Η πράξη του όμως δεν ήταν τιμή, αλλά τελείως το αντίθετο. Έτσι και εσύ να τιμάς τον Ιησού με την τιμή που ο Ίδιος καθόρισε, δηλαδή, με το να ξοδεύεις τα πλούτη σου στους πτωχούς. Πραγματικά, ο Θεός δε χρειάζεται χρυσά σκεύη, αλλά ψυχές χρυσές.

Και αυτά τα λέω όχι για να σας εμποδίσω να κατασκευάζετε αφιερώματα χρυσά στον Θεό, αλλά τα λέγω, επειδή έχω την αξίωση μαζί με αυτά, και μάλιστα πριν από αυτά, να κάνετε ελεημοσύνη. Διότι ο Θεός τα δέχεται αυτά, αλλά πολύ περισσότερο δέχεται τα έργα της ελεημοσύνης. Πραγματικά, με τα αφιερώματα στους ναούς θα ωφεληθεί μόνο αυτός που προσφέρει, ενώ με την ελεημοσύνη ωφελείται και αυτός που τη λαμβάνει. Στην πρώτη περίπτωση πιθανόν να θεωρηθεί ότι η προσφορά είναι αφορμή φιλοδοξίας, ενώ στη δεύτερη το παν προέρχεται από την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία. Διότι ποια η ωφέλεια, όταν η τράπεζα του Χριστού είναι γεμάτη από χρυσά ποτήρια, ενώ ο Ίδιος πεθαίνει από την πείνα;

Πρώτα να χορτάσεις αυτόν που πεινά, και ύστερα στόλισε και την τράπεζά του με αφθονία. Φτιάχνεις χρυσό ποτήριο και δεν προσφέρεις ένα ποτήριο κρύο νερό; Και ποια η ωφέλεια; Χρυσοποίκιλτα τραπεζομάντηλα κατασκευάζεις για την Αγία Τράπεζά του και στον Ίδιο δεν δίνεις ούτε τα αναγκαία ενδύματα; Και ποιο το κέρδος από αυτά; Διότι πες μου, σε παρακαλώ, εάν δεις κάποιον, που δεν έχει ούτε την απαραίτητη για να συντηρηθεί τροφή, και τον αφήσεις μόνο του να αντιμετωπίσει την πείνα, αλλά παράλληλα, στολίσεις την αγία Τράπεζα με άργυρο, άραγε θα σου χρωστάει ευγνωμοσύνη ο Κύριος ή θα αγανακτήσει πολύ εναντίον σου; Τι λοιπόν; Εάν βλέπεις έναν άνθρωπο, που φορεί κουρέλια και παγώνει από το κρύο, και δεν του δώσεις ενδύματα, αλλά κατασκευάζεις χρυσούς κίονες για τον ναό, ισχυριζόμενος ότι το κάνεις προς τιμή του, δε θα νομίσει ότι τον ειρωνεύεσαι και τον περιπαίζεις και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο; Το ίδιο να σκέπτεσαι και για τον Χριστό, όταν περιφέρεται άστεγος και ξένος και ζητεί στέγη. Εσύ όμως παραλείπεις να Τον υποδεχτείς και καλλωπίζεις το έδαφος και τους τοίχους και τα κιονόκρανα. Και απλώνεις αργυρές αλυσίδες ανάμεσα στις λαμπάδες, ενώ δε θέλεις ούτε να δεις τον ίδιο που είναι δεμένος στη φυλακή.

Αυτά τα λέγω όχι για να σας αφαιρέσω την προθυμία σας για τις προσφορές αυτές, αλλά για να σας προτρέψω μαζί με αυτά να πράττετε και εκείνα ή μάλλον να προτάσσετε εκείνα από αυτά. Διότι κανένας δεν κατηγορήθηκε ποτέ, επειδή δεν έπραξε αυτά, ενώ για εκείνα και με τη γέενα διατυπώθηκε απειλή και με το άσβεστο πυρ και με την τιμωρία με τους δαίμονες. Συνεπώς, να μην αδιαφορείς για τον αδελφό σου που βασανίζεται, ενώ στολίζεις τον οίκο του Θεού, διότι αυτός είναι πιο σπουδαίος ναός από εκείνον. Πραγματικά, αυτά τα κειμήλια θα μπορέσουν να τα αρπάξουν βασιλείς άπιστοι, τύραννοι και ληστές. Όσα όμως θα προσφέρεις στον αδελφό σου που πεινά και είναι ξένος και γυμνός, ούτε ο διάβολος δε θα μπορέσει να τα διαρπάξει, αλλά θα φυλαχτούν σε θησαυροφυλάκιο ασύλητο.

Τότε γιατί λέγει ο ίδιος ο Ιησούς «τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε (: Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας και μπορείτε, όποτε θέλετε να τους βοηθάτε, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε μαζί σας)» [Ματθ. 26, 11]; Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει περισσότερο να ελεούμε, επειδή δεν Τον έχουμε πάντοτε να πεινά, παρά μόνο κατά τη διάρκεια της παρούσης ζωής μας.

Εάν όμως επιθυμείς να μάθεις εξ ολοκλήρου το νόημα των λόγων αυτών, μάθε ότι αυτά δεν τα είπε προς τους μαθητές Του, αν και εκ πρώτης όψεως έτσι φαίνεται, αλλά τα είπε αποβλέποντας στην αδυναμία της πόρνης γυναίκας που είχε περιλούσει με πολυτίμητο μύρο τα πόδια του Ιησού. Επειδή δηλαδή εκείνη βρισκόταν σε πνευματικά ατελή κατάσταση ακόμη και οι μαθητές την έφεραν σε αδιέξοδο, ο Ιησούς λέγει τους λόγους αυτούς για να την ενισχύσει και να της δώσει θάρρος. Πραγματικά, για να δείξει ότι αυτά τα έλεγε για να την παρηγορήσει, πρόσθεσε: «
τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ (: “γιατί στενοχωρείτε την γυναίκα; Διότι αυτή έκανε σε εμένα ένα καλό και αξιέπαινο έργο’’)» [Ματθ. 26, 10]. Ότι επίσης Τον έχουμε πάντοτε κοντά μας το απέδειξε, όταν είπε: «διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν (: Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλες τις εντολές, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρις ότου λάβει τέλος ο αιώνας αυτός. Αμήν. (Θα είναι μαζί μας πάντοτε διότι αυτός είναι ο Εμμανουήλ, του οποίου το όνομα σημαίνει: Ο Θεός μαζί μας)» [Ματθ. 28, 20]. Από όλα αυτά γίνεται φανερό, ότι για τίποτε άλλο δεν τα έλεγε αυτά, παρά για να μην καταμαράνει η επιτίμηση των μαθητών την πίστη της γυναίκας που βλάστησε μόλις εκείνη τη στιγμή.

Αλλά τώρα ας μην ασχολούμαστε με τα λόγια αυτά που ειπώθηκαν τότε για κάποιο σκοπό, αλλά αφού αναγνώσουμε όλους τους νόμους και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που κάνουν λόγο για την ελεημοσύνη, να δείξουμε μεγάλη προθυμία για την αρετή αυτήν. Διότι αυτή απαλείφει τις αμαρτίες: «Πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται (: Πλην όμως δώστε τα υπάρχοντά σας ελεημοσύνη και ιδού όλα θα σας γίνουν καθαρά και το φαγητό, το οποίο θα τρώγετε, έστω και αν προηγουμένως δεν πλυθείτε)» [Λουκ. 11, 41]. Αυτή είναι ανώτερη από τη θυσία: «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν (: Διότι εγώ προτιμώ την προς εμένα αγάπη σας και όχι τις τυπικές θυσίες)» [Ωσηέ, 6, 6]. Αυτή ανοίγει τον ουρανό: «αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (: “οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό προς τον Θεό, για να σε ενθυμείται συνεχώς’’)» [Πραξ. 10, 4]. Αυτή είναι πιο αναγκαία και από την παρθενία: διότι έτσι εκδιώχτηκαν από τον νυμφώνα οι ανόητες παρθένοι και δι’ αυτής εισήλθαν οι φρόνιμες [πρβλ. Ματθ. 25, 8].

Αυτά λοιπόν αφού κατανοήσουμε καλά, ας σπείρουμε με γενναιοδωρία, για να θερίσουμε με αφθονία και για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν. 

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία Ν΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11, σελίδες 338-363.

• Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 66, σελ. 191 -203 (ή: 92- 98του PDF) .

• https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLNGl0aDRXWHNiUDg/view

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

alopsis.gr

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 Το καντῆλι τῆς Παναγίας

ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ»

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός

Ὁ πάπα – Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός (1827 – 1927) ἀνήκει στίς πιό χαριτωμένες  καί σεβάσμιες προσωπικότητες τοῦ Ἁγ. Ὅρους. Ἐπί ὀγδόντα χρόνια ἔζησε τήν πιό σκληρή ἀσκητική ζωή στά Κατουνάκια καί ἔγινε δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ πάπα – Ἰγνάτιος ἀπέκτησε ἕναν ὑποτακτικό ταλαντοῦχο, τόν πατέρα Νεόφυτο, νέο μέ ὑπέρμετρο ἀσκητικό ζῆλο. Κάποια νύχτα ὁ πάπα – Νεόφυτος ἄκουσε ἕνα σιγανό χτύπημα στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καθώς καί μιά ἁπαλή γυναικεία φωνή: «Σήκω, παιδί μου. Κατέβα στήν ἐκκλησία, γιατί τό καντηλάκι μου ἔσβησε».

Πετάγεται ἀμέσως ἀπό τόν ὕπνο, κατεβαίνει μέ ἀγωνία στόν ναό τῆς ἐρημικῆς τους καλύβης καί βρίσκει σβησμένο τό καντηλάκι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τό ἄναψε κατασυγκινημένος, ἔκανε μιά  θερμή προσευχή καί ἐπέστρεψε στό κελλί του.

Τό περιστατικό αὐτό συνέβη καί σέ ἑπόμενες νύχτες. «Προόδευσα», ἄρχισε νά σκέπτεται τότε ὁ ἀρχάριος ὑποτακτικός. «Φαίνεται ὅτι ἀνέβηκα ψηλά. Ἡ Δέσποινα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς μ’ ἐπισκέπτεται. Ἀκούω τήν ἀγγελική φωνή Της. Ἀνάβω τό σβησμένο καντηλάκι Της.  Πόσο εὐτυχισμένος νιώθω!».

Αὐτά σκεπτόταν, ἐνῶ ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφανείας δέν ἔπαυε νά τόν τοξεύει μέ τά πυρφόρα βέλη του καί νά τόν σπρώχνει στήν καταστροφή.

Μερικές φορές ὁ πατήρ Νεόφυτος ἐνίωθε τήν συνείδησή του νά διαμαρτύρεται, ἄκουε καί ἕναν ἄλλον ἁπαλό λογισμό πού τόν συμβούλευε ν’ ἀνακοινώσει, ὅπως εἶχε καθῆκον, τό ἐπεισόδιο στόν γέροντά του. Ἀλλ’ ἀπέκρουσε τόν σωτήριο αὐτό λογισμό. «Γιατί νά τό πῶ στόν γέροντα; Ἁμαρτία εἶναι νά τήν ἐξομολογηθῶ; Ἅγιο περιστατικό εἶναι, καί ὅσο πιό μυστικά καί σιωπηλά τό ζῶ, τόσο διατηρεῖται ἡ ἱερότης του».

Ὁ διακριτικός πάπα – Ἰγνάτιος κάποια ἀδιόρατα σημεῖα ἀντιλήφθηκε στήν συμπεριφορά τοῦ ὑποτακτικοῦ του καί δέν ἀδιαφόρησε. Κάθε τόσο τοῦ ὑπενθύμιζε: «Παιδί μου, Νεόφυτε, πρόσεχε. Ὅ,τι σου συμβαίνει στήν πνευματική σου ζωή νά μοῦ τό ἀνακοινώνεις». Καί μιά μέρα τόν ἀνάγκασε στήν ἐξομολόγηση νά ἐξιστορήσει μέ λεπτομέρειες ὅλη τήν ὑπόθεση. Μέ τήν βάθεια διάκριση καί τήν ἔκτακτη ποιμαντική πού διέθετε, τοῦ ἀνέλυσε τά συμβάντα καί τοῦ ἀπέδειξε πώς εἶχε πέσει στήν παγίδα τοῦ διαβόλου. Τόν ρώτησε:

-          Τί αἰσθήματα κυριαρχοῦσαν μέσα σου, ὅταν ἀναβες τό σβησμένο καντήλι;

-          Χαρά καί ἱκανοποίηση, πού ἀξιώνομαι μιᾶς τέτοιας εὐλογίας!

-          Καί τί ἄλλο ἀκόμη;

-          Ναί, καί κάτι ἄλλο. Κάποια μυστική ταραχή καί ἀνησυχία νά μή μάθει τίποτε ὁ γέροντας.

-          Αὐτό τό τελευταῖο μαρτυρεῖ ὁλοφάνερα τήν παρουσία τοῦ διαβόλου.

Τοῦ εἶπε πολλά γιά τίς πλεκτάνες τοῦ ἐχθροῦ καί στό τέλος παρετήρησε:

-          Ἄντε, πλανεμένε! Σέ ξεγέλασε ὁ διάβολος. Ἔχει ἀνάγκη ἡ Παναγιά ἀπό μένα καί ἀπό σένα; Ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν βοήθειά σου; Πρόσεξε! Ἄν ξαναχτυπήσει ἡ πόρτα  τοῦ κελλιοῦ σου, δέν θά σηκωθεῖς ν ἀνάψης τό καντῆλι, καί εἶμαι ἐγώ ὑπεύθυνος.

Τά φτερά τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ κόπηκαν! Ποτέ δέν περίμενε τόσο ἄδοξο τέλος στήν “ὑψηλή” ἐκείνη ὑπόθεση. Ἀργότερα βέβαια εὐγνωμονοῦσε τόν γέροντά του, πού τόν γλύτωσε ἀπό τήν παγίδα τοῦ ἐχθροῦ. Τώρα ὅμως ἦταν περίλυπος. Εἶχε καί μιά ἀπορία: Θά ξαναχτυποῦσε ἄραγε ἡ πόρτα; Ἀλλά ποῦ τέτοιο πρᾶγμα!

Μόλις τά σκοτεινά σχέδια τοῦ διαβόλου ἦλθαν στό φῶς τῆς διακρίσεως τοῦ   παπα–Ἰγνατίου, διαλύθηκαν σάν καπνός!

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ: ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΟΥΝ ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΨΑΛΛΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

  
Παρακλήσεις: Τι συμβολίζουν οι δύο Κανόνες
που ψάλλονται την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μία περίοδος του Εκκλησιαστικού έτους, κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθιά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Επί δεκαπέντε μέρες, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δειλινού και τα πλήθη των πιστών σπεύδουν με βαθιά κατάνυξη να ψάλλουν τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα δοξολογώντας την μητέρα του Χριστού με κυρίαρχο τόνο τα συναισθήματα του πένθους και της οδύνης, της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού, που ζητά την παρηγοριά από την Παναγία.

Η Μικρή και η Μεγάλη Παράκληση ψάλλονται, εναλλάξ, δηλαδή την μία μέρα ψάλλεται η Μεγάλη και την άλλη η Μικρή, για να αποφεύγεται η μονοτονία. Μόνο κατά τους εσπερινούς των Σαββάτων και της εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου δεν ψάλλονται οι Παρακλήσεις στην Παναγία και αυτό επειδή το περιεχόμενο τους είναι πένθιμο και ικετευτικό και δεν συμφωνεί προς το χαρμόσυνο ύφος των εορταστικών αυτών ύμνων. Εκτός, όμως, από την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου η Μικρή, ιδίως, Παράκληση ψάλλεται συχνά, «εν πάση περιστάσει και θλίψει ψυχής», είτε στους ιερούς Ναούς, είτε και κατ’ οίκον, από τους πιστούς, οι οποίοι επιθυμούν να ικετεύσουν δι’ αυτής την Θεοτόκο και να επικαλεσθούν την μεσιτεία Της.

Οι Παρακλήσεις στην Παναγία (Μικρή και η Μεγάλη Παράκληση) είναι ακολουθίες που έχουν συγκινήσει και συγκινούν κατά τρόπο μοναδικό τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων μέσα στους αιώνες. Κανείς δεν αμφιβάλλει για την θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας στη ζωή μας, που είναι «η ακαταίσχυντος προστασία μας» και «η αμετάθετος ελπίδα μας». Αν και «μετέστη εκ γης προς ουρανόν», δεν εγκατέλειψε την γη μας. Διαβιβάζει διαρκώς τις θερμές παρακλήσεις και ικεσίες μας «προς τον Υιόν και Θεόν της». Δεν παραβλέπει τις παρακλητικές φωνές μας, δεν αδιαφορεί, καταλαβαίνει τον πόνο και την αγωνία μας και «προφθαίνει εις βοήθειαν μας».
Η διάκριση των Παρακλήσεων σε Μικρή και Μεγάλη οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον στην έκταση, το μέγεθος των τροπαρίων. Τα τροπάρια, δηλαδή, της Μικρής Παρακλήσεως είναι μικρότερα και συντομότερα από εκείνα της Μεγάλης.

Η Μικρή Παράκληση είναι ποίημα κάποιου αγνώστου υμνογράφου, ο οποίος κατ’ άλλους μεν ονομάζονταν Θεοστήρικτος και ήταν Μοναχός, κατ’ άλλους δε Θεοφάνης.

Όπως φαίνεται, όμως, πρόκειται περί του ιδίου προσώπου το οποίο έγινε Μοναχός και από Θεοφάνης μετονομάσθηκε σε Θεοστήρικτο. Η Μεγάλη Παράκληση είναι έργο του Θεοδώρου του Β’, του Δουκός, Βασιλέως της Νικαίας, του επονομαζόμενου Λασκάρεως, ο οποίος έζησε περί τα μέσα του 13ου αιώνος και είναι πολύ μεταγενέστερες του Θεοστηρίκτου, του Μοναχού.

Ταυτόχρονα με τις Παρακλήσεις στην Παναγία, από 1 Αυγούστου μέχρι και 14 Αυγούστου νηστεύουμε προς τιμήν της Παναγίας και για την ψυχή μας, αυστηρά, υπακούοντας στην εντολή του Θεού για την νηστεία και διότι μαζί με την προσευχή είναι τα πιο ισχυρά όπλα των χριστιανών στην πάλη κατά του κακού και της αμαρτίας.

newsbomb.gr

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Η ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ

 Η ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ

Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Τριπόταμος Τήνου. Οι γονείς της Νικόλαος και Ελένη Βιδάλη είχαν τρία ακόμη παιδιά. Ή οικογένεια της ήταν αρκετά πλούσια. Είχαν πολλά ελαιόδεντρα του τούς απέδιδαν αρκετά κέρδη από την πώληση τού λαδιού και τών ελαιών. Γι’ αυτό ό πατέρας της ήταν γνωστός με το όνομα Λαδογιάννης. Ή μητέρα της ήταν επίσης από πλούσια οικογένεια. Το 1896 έδωσε 6.000 δραχμές μετρητά, με τα όποια αγόρασε σπίτι στην χώρα για την κόρη της Ειρήνη.

Το κατά κόσμο όνομά της ήταν Ευαγγελία. Ήταν τελειόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου με άριστα, όπως και τά περισσότερα κορίτσια της εποχής. Διακρινόταν για την φιλομάθεια, την ευστροφία, την σοφία και την σεμνότητά της.

 Στο Κεχροβούνι κατοίκησε από 13 χρόνων. Γερόντισσά της ήταν ή μοναχή Θεοφανώ Νικολαΐδου από την Κωνσταντινούπολη, ή όποια και της έδωσε το όνομά της. Ή αγία εκείνη ψυχή -τύπος πραότητας και ανεξικακίας- της μετέδωσε όλη την μοναχική πείρα τών συγχρόνων της μοναχών και τις βάσεις για να προχωρήσει σταθερά την μοναχική της πορεία. Μαζί πέρασαν 30 χρόνια μεστά από αγιασμό, ώσπου ή Γερόντισσά της κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 7 Απριλίου του 1915.

Ή αδελφή Θεοφανώ ήταν ένας άνθρωπος πράος, άκακος, σεμνός και αγαπητός από όλη την αδελφότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο έφτασε ως το αξίωμα της Ηγουμένης όταν διαδέχθηκε την Ηγουμένη Θεοδοσία Καρδίτση μετά το θάνατό της το 1933. Την διαδέχθηκε και κατά τον τρόπο της Αγάπης, της θυσίας, της διακονίας...

Ήταν πολύ ελεήμων. Από το υστέρημα της χώριζε ένα χρηματικό ποσό ή δώρα της αγάπης της, όπως τρόφιμα και ρούχα, τα έκανε δεματάκια και τα έκρυβε στις γλάστρες της αυλής τού κελιού της. Έγνεφε με το δάκτυλο από το μπαλκονάκι της και τα έπαιρναν εκείνοι που περίμεναν την κίνηση της σπλαγχνικής καρδιάς της. Αυτή ή πράξη γινόταν πάντοτε κρυφά αποφεύγοντας επιμελώς να ακούει τις ευχαριστίες των ανθρώπων...

Τα διακονήματά της ήταν ή ψαλτική και ή διακονία στο 'Ιερό Βήμα, μία διακονία πού την προσέφερε με ιδιαίτερη αυταπάρνηση υπομονή και πάντοτε με σιωπή. Για τούς Λειτουργούς τού Ύψιστου έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό. ’Έλεγε χαρακτηριστικά: «Μετά το Ευαγγέλιο ό Ιερέας γίνεται πυρφόρος Άγγελος». Στις ήμερες της κτίσθηκε το παρεκκλήσι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας. Στην ευθύνη της είχε και το εξωκκλήσι τού Αγίου Ίωάννου τού Θεολόγου.

Έτρεφε μεγάλη αγάπη για την Παναγία. Γι’ αυτό και αξιώθηκε πολλές φορές να την δει.

Κάποτε περίμενε στην ουρά μέ τις άλλες αδελφές μέ την στάμνα στο χέρι για να πάρει νερό από το παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατωγιώτισσας και είδε την Παναγία να ξεκόβει από την ουρά των μοναχών και να μπαίνει στο Ναό...

Άλλη φορά είδε την Παναγία σαν κοριτσάκι να προχωρά μέ την πομπή τών Παρθένων έτσι όπως εμφανίζεται στην παράσταση τών Είσοδίων και να περνά μέ χάρη από το κελί της.

Στην Κατοχή, και ενώ ήταν λυπημένη για την κατάσταση στο μοναστήρι μέ την φτώχεια και τις στερήσεις, είδε την Παναγία πού της είπε επιτακτικά: «Μην ανησυχείς, παιδί μου, εγώ θα θρέφω τις καλογριές σου».

Όταν ήταν Ηγουμένη, ανέβηκε στο μοναστήρι για να προσκυνήσει μία κυρία, ή όποια ήθελε να δώσει χρήματα για την ενίσχυση τών αδελφών. Την ώρα πού έφτασε στο μοναστήρι, συνέπεσε να έχει έλθει ένας ψαράς από την χώρα, ό όποιος άπλωσε την πραμάτεια του στο πλατύσκαλο κάτω από το Ηγουμενείο. Το κρύο ήταν πολύ, ό αέρας φυσούσε μανιασμένος. Οι μοναχές είχαν πέσει πάνω από τά καλάθια, ποιά θα πρωτοπάρει. Ή εικόνα αυτή επηρέασε την καλή της θέληση και μονολόγησε: «Σ’ αυτές τις φαγάνες να δώσω τά χρήματά μου; Μη γένοιτο». Έτσι προσκύνησε και έφυγε. Το βράδυ, αφού έπεσε να κοιμηθεί, άκουσε κτυπήματα στην πόρτα τού ξενοδοχείου και άνοιξε. 

Μπροστά της είδε μια ωραιότατη κυρία, ή οποία επιβλητικά και αυστηρά της είπε: «Αυτό πού ήθελες να κάνεις το πρωί, να το πραγματοποιήσεις, γιατί σε περιμένει μεγάλη τιμωρία». «Και ποιά είσαι εσύ κυρία μου» της άπαντά, «και πώς ξέρεις τί σκέπτομαι εγώ;».

«Είμαι ή Μάνα των φαγάνων» της αποκρίθηκε και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα το πρωί, αμέσως μόλις ξημέρωσε, ανέβηκε στο μοναστήρι και αφού διηγήθηκε με δέος το περιστατικό, έδωσε διπλά χρήματα από όσα είχε πρόθεση να δώσει αρχικά. Πάντοτε, όταν διηγιόταν το γεγονός αυτό, ή Γερόντισσα Θεοφανώ έκλαιγε...

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ!

 

π. Συμεών Κραγιόπουλος
Η μοναδικότητα της εορτής της Μεταμορφώσεως

Εορτάζουμε τη μεγάλη δεσποτική εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Όπως γνωρίζουμε, όχι μόνο υπάρχουν ή και κτίζονται ναοί αφιερωμένοι στη Μεταμόρφωση, αλλά και μοναστήρια επίσης αφιερώνονται στη Μεταμόρφωση του Κυρίου, γιατί βαθύτερα η κάθε ανθρώπινη ψυχή αυτό επιθυμεί, να μεταμορφωθεί. Το έργο του Θεού αυτό είναι: Τρέχει να βρει τον αμαρτωλό άνθρωπο, για να τον μεταμορφώσει· δηλαδή να κάνει τον άνθρωπο ό,τι είναι και ο ίδιος ο Θεός. Δεν υπάρχει άλλο ανώτερο και υψηλότερο από το να γίνει κανείς όπως είναι ο Χριστός. Αυτό δεν είναι απλώς μια επιδίωξη. Ο σκοπός για τον οποίο έγινε ο άνθρωπος, είναι να θεωθεί· αυτή είναι η μεταμόρφωση του ανθρώπου.

Γι’ αυτό ήρθαμε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, γι’ αυτό υπάρχουμε, γι’ αυτό έκανε και κάνει ο Θεός ό,τι κάνει, γι’ αυτό υπάρχει η Εκκλησία, και αυτήν την ώρα που είμαστε εδώ, είμαστε ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό. Οπωσδήποτε σφάλλει κανείς, πέφτει σε πλάνη, όταν αναζητεί οτιδήποτε άλλο. Αυτός είναι ο τελικός σκοπός του κάθε ανθρώπου, δηλαδή αυτός είναι ο τελικός σκοπός που ο Θεός έκανε τον άνθρωπο. Και βαθύτερα η ψυχή του κάθε ανθρώπου, η κάθε ανθρώπινη ψυχή αυτό ποθεί, αυτό ζητεί, και όλα τ’ άλλα πρέπει να υπηρετούν αυτόν τον σκοπό, να ενωθεί κανείς με τον Θεό, να περάσει μέσα του ο Θεός, να τον διαποτίσει, να τον λαμπρύνει, να τον μεταμορφώσει, να τον θεώσει.

Ο Κύριος έκανε αυτήν την χάρι στους μαθητάς, να τους δείξει πώς είναι ο ίδιος, και πώς θα γίνουν και αυτοί. Η χάρις αυτή είναι για όλους μας. Τα έδειξε ο Κύριος στους μαθητάς πριν από τον θάνατο, διότι όταν θα φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο, όλοι θα τα δούμε αυτά, αν μας αξιώσει ο Θεός, αλλά πριν το τέλος αυτού του κόσμου, δεν βλέπουμε. Ακόμη και τον αναστάντα Κύριο που είδαν οι Απόστολοι, τον είδαν όπως τον ήξεραν, και όχι διαφορετικότερο. Ο Κύριος βέβαια κρυβόταν και δεν άφηνε να τον αναγνωρίσουν, γι’ αυτό τον έβλεπαν σαν κηπουρό (Ιω. 20:15), τον έβλεπαν σαν ψαρά (Ιω. 21:4-7), τον έβλεπαν σαν συνοδοιπόρο στον δρόμο (Λουκ. 24:16)· όμως τίποτε περισσότερο. Μετά φανερωνόταν ότι είναι ο Κύριος, όπως τον γνώριζαν.

Όμως στο όρος Θαβώρ ο Κύριος παρουσιάσθηκε στους μαθητάς εν τη δόξη του, όπως θα τον βλέπουν όλοι οι σεσωσμένοι αιωνίως. Ο Χριστός που είναι Θεός και άνθρωπος, παρουσιάσθηκε στους μαθητάς, όπως ακριβώς θα είναι ο κάθε άνθρωπος που δέχεται την Χάρι του Θεού, που κοινωνεί με τον Θεό, που θεώνεται. Θέλησε λοιπόν ο Κύριος να κάνει αυτήν την χάρι στους μαθητάς, να τους δείξει πώς είναι ο ίδιος και πώς θα γίνουν και εκείνοι. Διότι οι μαθηταί άκουγαν τη διδασκαλία του Χριστού, έβλεπαν να θαυματουργεί, οπωσδήποτε έβλεπαν ότι δεν είναι όπως οι άλλοι άνθρωποι, ενέπνεε σ’ αυτούς σεβασμό, αλλά ωστόσο όμως ήταν ένας άνθρωπος.

Ποτέ ο Χριστός δεν άφησε να αποκαλυφθεί, να φανερωθεί η δόξα του· μόνο εκεί στο όρος Θαβώρ, αυτήν την λίγη ώρα, άφησε να φανεί στους μαθητάς του. Καθώς όμως ο Χριστός τους έκανε να μπορούν να δουν τη δόξα του, έδειξε τι θα γίνει και ο κάθε άνθρωπος που ενώνεται με τον Χριστό, πόσο θα είναι δοξασμένος ο άνθρωπος, και όπως λέει αλλού, «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος» (Ματθ. 13:43). Βέβαια χρησιμοποιεί εικόνες που γνωρίζουμε, γιατί δεν ξέρουμε τίποτε λαμπρότερο από τον ήλιο. Όπως λέει για τον Χριστό ότι «τα ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (Λουκ. 17:2), όπως το φως του ηλίου, έτσι και οι δίκαιοι θα λάμψουν ως ο ήλιος. Αυτό το φανέρωσε ο Κύριος εκεί στο όρος Θαβώρ.

Απ’ αυτής της απόψεως, το γεγονός αυτό και επομένως και η εορτή αυτή είναι μοναδική. Από μια πλευρά, νομίζω, δεν είναι δύσκολο να πούμε ότι αυτό το γεγονός, αυτή η όλη παρουσία του Κυρίου, η Μεταμόρφωσή του ενώπιον των μαθητών, είναι πέρα απ’ αυτόν τον κόσμο. Και αυτή ήταν η μοναδική φορά που τον είδαν έτσι οι μαθηταί, άλλη φορά δεν τον είδαν. Ακόμη και αναστημένο, όπως είπαμε, τον έβλεπαν όπως τον ήξεραν. Βέβαια οπωσδήποτε ήταν κάτι άλλο, αλλά και εκεί ο Κύριος δεν άφηνε να φανεί η δόξα του.

Είναι λοιπόν μεγάλη η σημερινή γιορτή και πολύ μεγάλο αυτό το γεγονός, και μακάριος, θα έλεγα, είναι ο χριστιανός εκείνος, ο οποίος, πώς να πούμε, θα συνεπαρθεί από την εορτή αυτή, από το γεγονός αυτό του Χριστού, και θα αγαπήσει, θα ποθήσει αυτήν τη μεταμόρφωση. Μακάριος εκείνος, ο οποίος αυτό καθεαυτό το γεγονός του Χριστού, αυτό το παράδοξο και μοναδικό γεγονός του Χριστού, που ενεφανίσθη ενώπιον των μαθητών εν όλη τη δόξη αυτού, θα το επιθυμήσει, θα το προσέξει και θα στραφεί προς αυτό.

Είναι μακάριος εκείνος, ο οποίος θα προσέξει το γεγονός αυτό της Μεταμορφώσεως, θα στρέψει την ψυχή του προς αυτό το γεγονός, προς τον μεταμορφωθέντα Κύριο, προς το ότι ο Κύριος, ως Θεός, φανέρωσε αυτήν την πραγματικότητα στους Αποστόλους. Να στραφεί κανείς προς αυτό το γεγονός, να το ποθήσει και να μη λυπηθεί να στερηθεί ό,τι και αν χρειάζεται, για να γίνει κοινωνός αυτής της πραγματικότητος, δηλαδή να γίνει κοινωνός του Χριστού, που θεώνει τον άνθρωπο.

Αν δεν έρθει μέσα σου ο Χριστός να σε μεταμορφώσει, είσαι παλαιός άνθρωπος· τελείωσε. Δεν γίνεται αλλιώς. Ή είναι μέσα σου ο Χριστός, οπότε είσαι καινούργιος άνθρωπος, ή δεν είναι ο Χριστός μέσα σου και είσαι παλαιός άνθρωπος, όσο και αν άλλη εικόνα παρουσιάζεις.

Ο Θεός αυτό θέλει να δει, ότι τον αγαπούμε, τον ποθούμε, τον θέλουμε, ότι ταπεινοφρονούμε, μετανοούμε και κλαίμε, ότι τον παρακαλούμε και με όλους τους τρόπους δείχνουμε ότι αυτόν θέλουμε. Γι’ αυτό έκανε τα πάντα, γι’ αυτό μας δημιούργησε, γι’ αυτό έγινε άνθρωπος, και υπάρχει η Εκκλησία, γι’ αυτό υπάρχει ο κόσμος και εξακολουθούμε να υπάρχουμε, για να μας μεταμορφώσει, για να μας θεώσει. 

[Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου», τόμος Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 1998, σελ. 35 (αποσπάσματα)]

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ

 Το συγκλονιστικό όραμα του Αγίου Μάρκου
(Ο Άγιος Μάρκος, η Παναγία και η γύφτισσα)

Στην πανώρια αυτή περιοχή της Βίγλας, που έχει πολύ ανοιχτόν ορίζοντα προς όλες τις κατευθύνσεις και βλέπει τα απέραντα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγου, τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθε και αρκετά χρόνια εφησύχαζε, ο νηπτικώτατος πατήρ και διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης, ο οποίος δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές της νηπτικής θεωρίας και πρακτικής καρδιακής προσευχής.

Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους έλαμπε ο απλός και αγαθός Μάρκος, ο οποίος στην τοποθεσία αυτή αξιώθηκε να δει θαυμάσιο και υπερφυσικό όραμα : Στο υψηλότερο και πιο θεαματικό μέρος της «βίγλας», είδε σε ζωντανή εικόνα το τελευταίο μεγαλυνάριο, που ψάλλομε στο τέλος του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της Παναγίας που λέγει :

«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν δεσπότην.»

Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο και χρυσόκτιστο πύργο, πάνω στον οποίον ήταν ολοφώτεινος και ηλιοστάλακτος θρόνος. Επί του θρόνου αυτού, σα Βασίλισσα ουρανού και γης κάθονταν η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, φέρουσα στην αγκαλιά της, τον Υιόν και Θεόν Της, Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.

Στον πύργο αυτόν, γύρω-γύρω σαν τείχος, ήταν δώδεκα ολόχρυσοι θρόνοι, επί των οποίων κάθονταν οι δώδεκα άγιοι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι, μαζί με τα Αγγελικά Τάγματα και τους αγιορείτες Πατέρες, υμνούσαν, ευλογούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο της δόξης και Θεόν, τιμώντες ταυτόχρονα με ύμνους και μεγαλυνάρια, την Παναγία Μητέρα, του Υιού και Λόγου του Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δε από όλους αυτούς ήταν άπειρο πλήθος Μοναχών και χριστιανών, που δοξολογούσαν κι αυτοί το Θεό και την μητέρα του Χριστού και θαύμαζαν τη δόξα και χάρη της Παναγίας Θεοτόκου και εμακάριζαν την«αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».

Και εφόσον γίνονταν αυτά στο ανατολικό μέρος, ο άγιος Μάρκος, γύρισε δυτικά και βλέπει μακριά και σε μεγάλη απόσταση, από την Παναγία, μια τσιγγάνα – γύφτισσα – η οποία έκανε διάφορα αστεία και κωμικά νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα και διάφορες άλλες ασχήμιες και ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν και κει μαζευτεί μερικοί άνθρωποι, που περιεργάζονταν, και χάζευαν και διασκέδαζαν με τις επιδείξεις και άσεμνες σκηνές που έκανε η γύφτισσα.

Τότε με φρίκη, παρατήρησε, ο άγιος Μάρκος, πως λίγοι-λίγοι από τους χριστιανούς, αλλά κι από τους Μοναχούς ακόμη, οι οποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία και υμνολογούσαν το Θεό, άφηναν το χώρο του χρυσού εκείνου πύργου, που υμνολογούσαν το Θεό Άγγελοι και Άγιοι, και νικώμενοι από σατανική περιέργεια, γύριζαν προς το μέρος εκείνο της τσιγγάνας, πήγαιναν κοντά της, τους άρεσαν οι επιδείξεις της, κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά και δειλά-δειλά να φεύγουν όλοι από τη θεία ομήγυρη και λαμπρή εκείνη δόξα της Παναγίας και να πηγαίνουν κοντά στη γύφτισσα, φοβερό και τρομερό όραμα, αλλά αληθινά προφητικό.

Η Παναγία έμεινε μόνη, με τους Αγγέλους και τους Αγίους και με λίγους καλούς Μοναχούς και πιστούς χριστιανούς, με τους οποίους ακατάπαυστα υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο της δόξης. Με λύπη της δε πολλή έβλεπε τους άλλους πού έφευγαν και προτιμούσαν να ιδούν τα έσχη και να ακούσουν τα αδιάντροπα τραγούδια της πόρνης τσιγγάνας, παρά να μένουν και με την Παναγία και τους Αγίους να δοξολογούν τον Κύριο.

Ο άγιος Μάρκος, όσο στην αρχή χάρηκε, που είδε την Παναγία να αστράφτει περισσότερο από τον ήλιο, και τους αγίους Αποστόλους, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων, που προσευχόντουσαν και δοξολογούσαν το Θεό, τόσο λυπήθηκε περισσότερο και τον κατάλαβε φόβος και τρόμος, σαν είδε τους ανόητους εκείνους ανθρώπους και καλογήρους ακόμη να εγκαταλείπουν τη Βασίλισσα των Αγγέλων και να προτιμούν μια βρωμερή, ακάθαρτη και κατά πάντα βέβηλη πόρνη γυναίκα.Να προτιμούν τα ανήθικα ρυπαρά και τραγούδια, από τους θείους ύμνους και την ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και να πηγαίνουν κοντά στα όργανα του σατανά!

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΤΟ ΠΟΝΗΡΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΚΟΥ

 O μοναχός Ιάκωβος, το πονηρό δαιμόνιο και η Παναγία του Κύκκου

Ο μοναχός Ιάκωβος είχε μέσα του για αρκετά χρόνια πονηρό δαιμόνιο. Για να βρει τη θεραπεία του, ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να προσπέσει στην Αγία Εικόνα και να την προσκυνήσει...

Με θερμή πίστη ανέβηκε σε ένα ζώο και ξεκίνησε για το ιερό μοναστήρι μαζί με άλλους χριστιανούς. Βγαίνοντας από τη Λευκωσία, οι συνοδοιπόροι του Ιάκωβου άκουσαν μία φωνή να λέει:
“Ιάκωβε, πού σκοπεύεις να πας; Γύρισε πίσω και μην προχωρείς”.

Αυτό έγινε δύο η τρεις φορές. Η φωνή γινόταν ακουστή, χωρίς να βλέπουν κανένα, διότι μιλούσε από μέσα του το δαιμόνιο. Οι άλλοι φοβήθηκαν και ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Βλέποντας τον άνθρωπο να είναι ήσυχος και να μην ταράσσεται καθόλου, πήραν θάρρος. Με ελπίδα στην Υπεραγία Θεοτόκο και επικαλούμενοι το όνομα Της, συνέχισαν τον δρόμο μέχρι που έφτασαν στα μέσα περίπου.

Τότε άκουσαν πάλι τον δαίμονα να μιλά και να ενοχλεί τον Ιάκωβο με τα εξής λόγια:
“Ιάκωβε, τι κακό σου έκανα; Τόσα χρόνια βρίσκομαι μαζί σου και τώρα θέλεις να πας στην Παναγία του Κύκκου, για να με εκδιώξεις; Ή, μήπως νομίζεις ότι αυτή η εικόνα είναι σαν τις εικόνες, που ιστορείτε εσείς; Μέχρι τώρα δεν σε έριξα ούτε σε γκρεμό, ούτε σε νερό ή σε φωτιά, και συ θέλεις να μου κάνεις κακό; Γνώριζε πως δεν θα σε αφήσω να προσκυνήσεις την αγία εικόνα”.

Όταν έφθασαν στην πύλη του ιερού μοναστηριού, κατέβηκαν από τα ζώα και διηγήθηκαν όσα συνέβησαν στον δρόμο. Κατέβηκε από το ζώο και ο Ιάκωβος και κάθισε κάτω. Οι πατέρες της Μονής του έλεγαν: “Πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσεις, όπως κάνουν και οι άλλοι”.
Προσπάθησε τότε δύο και τρεις φορές να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Με τη συνεργία του δαίμονα έγινε τόσο βαρύς και ασήκωτος, όπως μία μεγάλη ακίνητη πέτρα. Προσπάθησαν πολλοί μαζί να τον σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κουνήσουν.

Έμεινε έτσι στην πύλη τρεις ημέρες. Με μεγάλο κόπο και βία έφθασε αργότερα μέχρι την πύλη της εκκλησίας, αλλά εκεί πάλι τον εμπόδιζε ο δαίμονας, και δεν τον άφησε να μπει. Παρόλο που τον έσπρωχναν και άλλοι, αυτός έμεινε ακίνητος.

Στην πύλη έμεινε όρθιος μερικές ώρες και μετά με μεγάλη δυσκολία μπήκε στην εκκλησία και, αφού ήρθε μπροστά από την Εικόνα, προσκύνησε. Ο δαίμονας, επειδή φοβήθηκε τη δύναμη της Αειπαρθένου, τον έριξε κάτω, τον τάραξε με δύναμη και τον έκανε να σπαρταρά.

Ύστερα έφυγε αμέσως από μέσα του, κλαίγοντας για τη συμφορά του με αυτά τα λόγια: “Φεύγω, διότι με καταδιώκει η δύναμη της Αγίας Εικόνας, η οποία προέρχεται από τη Θεοτόκο”. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε πάνω υγιής και σώφρων, αναπέμποντας ύμνους και ευχαριστίες στη Θεομήτορα. Μετά από τη θεραπεία αυτή ιστόρησε στην Κύπρο πάρα πολλές εικόνες.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ, ΕΣΤΕΙΛΕΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ!

 Γυναίκα μου, έστειλες την Παναγία στο σπίτι μας!

Ήλθε κρατώντας μια λαμπάδα σαν τον κορμό μικρού δένδρου! Ήταν πλημμυρισμένος χαρά κι ευγνωμοσύνη. Μαζί του είχε έλθει και η ευσεβής γυναίκα του.

Πριν μερικές εβδομάδες, πιστοί από το Αγρίνιο με τον π. Θεόκλητο είχαν έρθει στην Βαρνάκοβα, για να προσκυνήσουν και να κάνουν και Θεία Λειτουργία. Μαζί τους είχε έλθει και η σύζυγος του κυρίου Σωτήρη, κατά προτροπή του ιδίου.

- Ήμουν άρρωστος από πολύ καιρό και οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν τί έχω. Έφθασα στο σημείο να μην έχω κουράγιο να οδηγήσω το αυτοκίνητο, να πάω να ψωνίσω για τα παιδιά μου, διηγήθηκε πολύ συγκινημένος την ημέρα που ήλθε και πρόσθεσε:

Εγώ έστειλα την γυναίκα μου στην Παναγιά, για να προσευχηθεί και να βοηθηθώ, γιατί κόντευα ν' απελπιστώ. Καθώς λοιπόν ήμουν ξαπλωμένος με πόνους και στα κακά μου χάλια, κατά τις εννέα το πρωί, ένοιωσα ξαφνικά μια αλαφράδα και μαζί χαρά! Αμέσως κατάλαβα! Η Παναγία έστειλε τη Χάρι Της. Έκανα τον Σταυρό μου και δοκίμασα να σηκωθώ. Το κατάφερα χωρίς πόνους.

Ένοιωθα δύναμη και ευεξία. Ντύθηκα, πλύθηκα, χτενίστηκα και περίμενα τη γυναίκα μου γεμάτος συγκίνησι και χαρά. Ήρθε κατά το μεσημέρι. Όταν με είδε σηκωμένο και υγιή, άρχισε να κλαίει από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό.

Την άλλη μέρα πήγα στην αγορά του Αγρινίου και αγόρασα την πιο μεγάλη λαμπάδα. Με κοιτούσαν καλά καλά. Εμένα όμως δεν με ένοιαζε τίποτε. Ήθελα να ανέβω, αν ήταν δυνατό, κάπου ψηλά και να φωνάξω τις ευχαριστίες μου στον Θεό και στην Παναγιά. Να τ' ακούσουν όλοι οι άνθρωποι για να πιστέψουν!

Από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (και η Παράκλησή Της)»
ΙΕΡΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ-ΚΟΙΝΟΒ.
ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ, 2005

ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Το ελάφι της Παναγίας

Το μοναστήρι της Παναγίας του Μεσοβουνιού ήταν κρυμμένο, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, πίσω από ένα ψηλό βουνό, στ’ αριστερά του δρόμου που πάει από τον θεσσαλικό κάμπο στην Άρτα.

Το μονοπάτι του επικίνδυνο. Μόνο κατσίκια και ντόπιοι χωρικοί μπορούσαν να το περάσουν. Όλοι μιλούσαν για την παλιά δόξα της μονής και για την αίγλη της. Στα μαύρα χρόνια όμως της σκλαβιάς ήταν και αυτό βουτηγμένο στη φτώχεια.

Πανηγύριζε κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Γινόταν το πιο λαμπρό πανηγύρι της περιοχής της Αργιθέας. Κι είχαν το έθιμο οι μοναχοί να σφάζουν ένα μοσχάρι, να το βράζουν στα καζάνια του μαγειρείου και μετά την εκκλησία να το μοιράζουν σαν ευλογία στους πιστούς.

Το πανηγύρι της χρονιάς είχε σταματήσει να γίνεται με λαμπρότητα εδώ και χρόνια. Το μοναστήρι δεν είχε ούτε ένα σφαχτό να προσφέρει. Κι αυτό το πράγμα έθλιβε πολλούς. Το θεωρούσαν γρουσουζιά, καθώς και περιφρόνηση της Παναγίας.

– Τι να κάνουμε; τους απαντούσε ο ηγούμενος. Ούτε κοκόρι δεν έχει απομείνει.

Ανάμεσα σ’ αυτούς που θλίβονταν ήταν κι ένας γέροντας μοναχός, ασπρογένης, που πλησίαζε τα ογδόντα.

«Κάνε, Παναγιά μου, το θαύμα σου!» ικέτευε μέρα-νύχτα τη Θεοτόκο. «Κάνε ένα οποιοδήποτε θαύμα, για να δείξεις στον λαό σου πώς βρίσκεσαι κοντά του, για να μη χάσουν την πίστη τους σ’ εσένα». 

*** 

Ξημέρωνε η εορτή της Κοιμήσεως. Ο γέροντας μοναχός ησύχαζε στο κελλί του, όταν ξαφνικά ένα όραμα τον συντάραξε. Πριν σημάνει ο όρθρος, σηκώθηκε και κίνησε για τον ηγούμενο. Χτύπησε δυνατά την πόρτα.

– Τι σ’ έφερε τέτοια ώρα εδώ, ευλογημένε;

– Γέροντά μου, είδα όραμα ζωντανό και θείο. Πριν από λίγο φωτίστηκε το κελλί μου από ένα άπλετο φως. Προτού καλά-καλά συνέλθω, βλέπω όρθια μπροστά μου την Παναγία. Με κοίταζε αυστηρά, αλλά και με αγάπη. Φαινόταν πονεμένη, αλλά και γεμάτη γαλήνη. Την ακούω τότε να μου λέει: «Να πεις στον ηγούμενο και στους αδελφούς να γιορτάσουν φέτος πανηγυρικά τη μνήμη μου. Γιατί το χειρότερο απ’ όσα έχασε τούτος ο λαός είναι η πίστη του. Να συνάξουν τα χωριά για χάρη μου, κι εγώ θα είμαι μαζί τους». Αμέσως κατόπιν εξαφανίστηκε.

Ο ηγούμενος άκουσε το όραμα με προσοχή, αλλά και με δισταγμό. Ύστερα ξεκίνησε για την εκκλησία.

Από το κοντινό χωριό είχαν έρθει αρκετοί προσκυνητές. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το όραμα του μοναχού, και σύντομα έγινε γνωστό και στ’ άλλα χωριά της περιοχής. Η αγιότητα της ζωής του ήταν μια αξιόπιστη μαρτυρία. Ακόμα κι ο δεσπότης τον είχε για παράδειγμα.

Μερικοί πλησίασαν τον ηγούμενο και τον παρακαλούσαν να εκτελέσει τη βούληση της Θεοτόκου, αφού την είχε κάνει γνωστή μ’ ένα τόσο ζωντανό τρόπο.

Μια βδομάδα λοιπόν μετά την απόδοση της Κοιμήσεως, στην εορτή της αποτομής του Τιμίου Προδρόμου, μοναχοί και χωρικοί άκουσαν από το στόμα του ηγούμενου τη χαρμόσυνη είδηση:

– Με τη χάρη και την ευλογία της Παναγίας, το μοναστήρι μας θα κάνει φέτος λαμπρό πανηγύρι, τέτοιο που για πολλά χρόνια δεν έχει γίνει. Γνωρίζετε όμως πως οι καιροί είναι δύσκολοι και το μοναστήρι φτωχό. Γι’ αυτό δεν θα έχουμε αυτή τη φορά σφαχτό. Θα συναχθούμε όμως για να γιορτάσουμε.

Το νέο φτερούγισε αμέσως σε βουνά και κάμπους, μαθεύτηκε σ’ όλα τα γύρω χωριά. Επί τέλους θα ζούσαν και πάλι το λαμπρό πανηγύρι της Παναγίας. Θα έσμιγαν και πάλι κάτω από τη χάρη της. Δεν μπορούσε παρά να ήταν για καλό. Ίσως ξημέρωνε ο Θεός καλύτερες ημέρες για το γένος και για όλους.

Από την παραμονή κιόλας της γιορτής, όλο το πλάτωμα δεξιά στη μονή άρχισε να γεμίζει κόσμο. Ομάδες-ομάδες κατέφθαναν οι προσκυνητές από τα γύρω χωριά, μες από τις απόκρημνες πλαγιές και τα δάση. Ήρθαν κι όλοι οι ιερείς των χωριών κι έγινε μια λειτουργία μεγαλόπρεπη.

Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στις πλαγιές, γιατί δεν χωρούσε στον μικρό ναό. Η ακολουθία θ’ αργούσε πολύ. Στο τέλος θα έβγαιναν λαμπροφορεμένοι εννέα ιερείς με την εικόνα της Παναγίας για την αρτοκλασία.

Ξαφνικά, ενώ όλοι κάθονταν και περίμεναν, ακούνε από την πλαγιά του δασωμένου λόφου μια ταραχή. Γυρίζουν τότε και βλέπουν ένα ελάφι να πλησιάζει θαρρετά και με βήμα γοργό. Ήταν τόσο αναπάντεχο, που κανείς δεν σκέφθηκε να κάνει κάτι.

Εκείνο, σαν να τ’ οδηγούσε αόρατο χέρι, πέρασε μες από τον κόσμο και δρασκέλισε τη μεγάλη αυλόπορτα. Ύστερα, σαν να ήταν ζωντανό της μονής που γνώριζε τα κατατόπια, προχώρησε κατευθείαν για το μαγειρείο. Εδώ στάθηκε.

Ο καλόγερος που βρισκόταν εκεί και διακονούσε τους προσκυνητές δεν ήξερε τι να κάνει. Πρώτα-πρώτα του έδωσε νερό. Το ελάφι ήπιε με την ψυχή του. Αφού ξεδίψασε, ξάπλωσε σε μια γωνιά και τέντωσε τον λαιμό του με τέτοιο τρόπο, σαν να προσφερόταν μόνο του για μια θυσία.

– Δώρο της Παναγίας! είπαν οι γεροντότεροι. Το είχε άλλωστε μηνύσει με τον γέροντα μοναχό.

Ειδοποιήθηκε αμέσως ο ηγούμενος. Συμφώνησε κι αυτός πως έπρεπε να σφάξουν το ελάφι και να το μοιράσουν στον κόσμο σαν ευλογία της Παναγίας.

Έτσι κι έγινε. Εκείνη τη χρονιά όλοι οι προσκυνητές πήραν το μεσημέρι τη μερίδα τους. Έζησαν ένα ολοφάνερο θαύμα. Το είδαν εκατοντάδες μάτια. Τ’ ομολόγησαν εκατοντάδες στόματα. Το νέο σαν κεραυνός ηλέκτρισε τα χωριά των Αγράφων.

Από τότε, κάθε χρονιά ανήμερα της Παναγίας, στις 8 Σεπτεμβρίου, ερχόταν πάντα ένα ελάφι μπροστά στην πύλη της μονής. Κανείς δεν το έβλεπε από πριν να τριγυρνά στα βουνά. Εκείνο όμως πάντα ερχόταν στην ημέρα του, στην ώρα του, στον τόπο του, στη χάρη της. Δροσιζόταν, ξεκουραζόταν κι ύστερα ξάπλωνε χάμω και πρόσφερε τον λαιμό του στο μαχαίρι. 

*** 

Ύστερα από χρόνια οι τούρκοι έφυγαν από τη χώρα. Πέθαναν κι οι μοναχοί που πρωτοαντίκρυσαν το θαύμα. Πήραν άλλοι τη θέση τους. Το θαύμα ωστόσο συνεχιζόταν.

Κάποια χρονιά, στο πανηγύρι, το ελάφι δεν έλεγε να φανεί. Τελείωσε ο όρθρος, μπήκαν στη λειτουργία κι ο κόσμος άρχισε ν’ ανησυχεί.

– Οι αμαρτίες μας φταίνε! έλεγαν οι προσκυνητές.

– Οι άνθρωποι άρχισαν πάλι να ξεστρατίζουν, να χάνουν την πίστη τους, συμπλήρωναν άλλοι.

Μόλις όμως άρχισε το Χερουβικό, νάτο πάλι το ελάφι. Το πλήθος ανακουφίστηκε. Ο καλόγερος, που περίμενε με το μαχαίρι στο χέρι, ανέπνευσε. Το ελάφι, σαν να τα είχε χαμένα, κοίταξε δεξιά-ζερβά φοβισμένο, κι ύστερα τράβηξε για το μοναστήρι. Έφθασε στην πύλη ιδρωμένο και λαχανιασμένο. Ο καλόγερος κι οι μάγειροι το άρπαξαν αμέσως και το έσφαξαν. Μόλις που θα πρόφταιναν να το ετοιμάσουν για το μεσημέρι.

– Το ελάφι δεν θα ξανάρθει, είπε ένας εκατόχρονος τσοπάνος. Φανήκαμε σκληρόκαρδοι. Κοιτάξαμε μόνο την ευκολία μας. Δεν τ’ αφήσαμε να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει, αλλά τ’ οδηγήσαμε αμέσως στη σφαγή. Αμαρτήσαμε.

Κανείς δεν πρόσεξε τα λόγια του γέροντα. Όταν όμως την άλλη χρονιά το ελάφι δεν φάνηκε καθόλου, τότε κατάλαβαν πως έφταιξαν. Από τότε το ελάφι δεν ξαναφάνηκε. 

*** 

Πέρασαν χρόνια. Ήρθαν άλλοι αντίχριστοι, που κατέστρεψαν τη μονή και ξεκλήρισαν τους μοναχούς. Σήμερα δεν απομένει τίποτε από το παλιό μεγαλόπρεπο μοναστήρι, παρά μόνο ο μικρός ναός και η ερειπωμένη κουζίνα.

Κι όμως, κάθε χρονιά, στις 8 Σεπτεμβρίου, τα χωριά της Αργιθέας συνάζονται εκεί και πανηγυρίζουν τη χάρη της. Και περιμένουν να ξαναφανεί το ελάφι όπως τα παλιά χρόνια – θαύμα της Παναγίας του Μεσοβουνιού στο σκλαβωμένο γένος. 

Πηγή: (Από το βιβλίο: Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 183.