ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Π. ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΣΤΡΕΒΛΗ ΚΑΙ ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ Κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Ἐν Πειραιεῖ 11-2-2019

Η ΣΤΡΕΒΛΗ ΚΑΙ ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ  
ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ κ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

(Ἀπάντηση σέ κείμενο τοῦ Γραφείου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Τιράνων Ἀλβανίας)
Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

Στίς 7-2-2019 τό Γραφεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Τιράνων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας δημοσίευσε κείμενο μέ τίτλο «Δύο παράδοξες ‘’πρωτοτυπίες’’ ἐκκλησιαστικῆς δεοντολογίας»[1]

Στό ἐν λόγῳ κείμενο γίνεται μία ἀνεπιτυχής προσπάθεια σχολιασμοῦ δύο ἄλλων κριτικῶν κειμένων˙ α) τοῦ κειμένου τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς μέ θέμα : «Ὅταν ἡ κριτική «βαπτίζεται» ὡς συκοφαντία καί ὕβρη! (Ὀφειλομένη ἀπάντηση σέ δημοσίευμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀλβανίας)»[2], καί β) τοῦ κειμένου τῆς ἐλαχιστότητός μας μέ θέμα : «Οἰκουμενιστικά λεχθέντα καί πραχθέντα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου»[3].

Στό παρόν κείμενό μας θά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς ἀναφορές, πού κάνει τό κείμενο τοῦ Γραφείου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Τιράνων, μόνο στήν ἐλαχιστότητά μας στίς τελευταῖες σελίδες του. Τίς ὑπόλοιπες ἀναφορές, πού ὑπάρχουν στό κείμενο γιά τό Γραφεῖο ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τίς ἀφήνουμε πρός ἀναίρεσιν ἀπό τό ἴδιο τό Γραφεῖο.

1. Ἀνυπόστατες κατηγορίες, ἐλλείψει ἐπιχειρημάτων, καί ἀνασκευή τους

Ἐκ προοιμίου ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι στό ἐν λόγῳ κείμενο συναντᾶται ἡ γνωστή, συχνή καί προσφιλής στούς οἰκουμενιστικούς κύκλους μέθοδος, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ὅταν δέν ὑπάρχουν θεολογικά καί ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα, γιά νά ἀντικρουσθεῖ ὁ ἄλλος, ἐκτοξεύονται ἐναντίον του ἀνυπόστατοι χαρακτηρισμοί, ὕβρεις, συκοφαντίες καί πολλή λάσπη, γιά νά ἐξουθενωθεῖ καί νά πληγεῖ τό κῦρος του.
Αὐτό συμβαίνει καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά τόν συντάκτη τοῦ κειμένου ὁ γράφων «ξεπέρασε σέ ὑβριστικό μένος τούς συντάκτες τοῦ «Γραφείου» (ἐννοεῖται : τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς), «κατηγορεῖ τόν Ἀρχιεπίσκοπό μας μέ ἐπιπολαιότητα καί θρασύτητα», «εἰρωνεύεται τήν ἀκλόνητη πεποίθηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου (ἐννοεῖται περί τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης), ἀποκαλῶντας την ὑποτιμητικά «ἀγαπολογία», «ἐνοχλεῖται ἀπό τήν εὐρύτατη ἐκτίμηση καί τόν σεβασμό τῶν Χριστιανῶν ἀνά τήν ὑφήλιο γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπό μας καί ἐκσφενδονίζει δηλητήριο, γιά νά τόν πλήξει», εἶναι «ὄψιμος κατήγορος» (ἐννοεῖται τοῦ Ἀρχιεπισκόπου) καί «ζηλωτής κληρικός» καί «ἐπιχειρεῖ νέα θρασεία προσβολή». Ἐπίσης, «τό ἀλαζονικό ὕφος» τοῦ γράφοντος «εἶναι ἀνατριχιαστικό. Ἀκολουθεῖ τήν ἡδονιστική τάση τῶν ἀντιεξουσιαστῶν νά κατασκευάζουν ὄρους μέ ἀρνητικές συναρτήσεις (π.χ. ἀγαπολογία, οἰκουμενιστές) καί νά τίς ἐκτοξεύουν σάν βόμβες μολότοφ ἐναντίον ὅσων διαφωνοῦν μαζί τους καί τούς στοχοποιοῦν».Ἐπιπροσθέτως, ὁ γράφων εἶναι «ἐκκλησιαστικός ἀντιεξουσιαστήςζῶντας στό στενό φαρισαϊκό περιβάλλον του, καί εἶναι φυσικό νά μήν συμφωνεῖ μέ τά ἀνοίγματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου, μέ τίς ἀπόψεις του περί ἀγάπης, πού δέν γνωρίζει σύνορα».Ταυτοχρόνως, ὁ γράφων εἶναι «ἐκκλησιαστικός ἀντιεξουσιαστής, πού ὄχι μόνο δέν προσέφερε «ποτήριον ὕδατος ζῶντος» (ἐννοεῖται στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας), ἀλλά ἀποδελτίωνε ἀποσπασματικές φράσεις ἀπό τίς χιλιάδες σελίδες βιβλίων, συνεντεύξεων καί μηνυμάτων του (ἐννοεῖται τοῦ Ἀρχιεπισκόπου) καί κατά τήν πρακτική τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν τόν «φακέλωνε», ὥστε ἐν καιρῷ νά τόν πλήξει». Τέλος, ὁ γράφων«ἀντιεξουσιαστής» διακατέχεται ἀπό «φαντασιώσεις», ὅπως ἡ σύγκληση «Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία, θά καταδικάσει τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης»

Τά παραπάνω δείχνουν ὅτι ὁ ἐπιβαλλόμενος ἔλεγχος ἐπί θεμάτων πίστεως, πού ἀσκήθηκε, μέσῳ τῶν κειμένων τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί τῆς ἐλαχιστότητός μας, πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας, ἔπιασε τόπο καί ἐνόχλησε. Ὁ τελευταῖος, ἀντί νά ὀδηγηθεῖ πρός τήν μετάνοια καί τήν ἀποκήρυξη τῆς κακοδοξίας, ὁδηγήθηκε, διά τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου, στήν ἀνωτέρω περιγραφεῖσα ἀντίδραση, πίσω ἀπό τήν ὁποία ὑποβόσκει βεβαίως ὁ ἑωσφορικός ἐγωϊσμός καί κατ’ἐπέκτασιν ὁ ἀρχέγονος ἐχθρός Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὁ βύθιος δράκων καί μισόκαλος Διάβολος, ὁ ὁποῖος ὑποκινεῖ τόν συγκρητισμό, μέ τόν ὁποῖο ὀδηγεῖ τούς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτως ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος, στήν αἰώνια ἀπώλεια.
Οἱ ἀνωτέρω χαρακτηρισμοί ἀποτελοῦν ἀπτό δεῖγμα καί καταστάλαγμα τῆς «ὑπερεκχειλίσεως» τῆς «ἀγάπης» τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου. Μιά «ἀγάπη», πού χωράει ὅλους τούς ἀμετανοήτους καί κατεγνωσμένους αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους, ἀλλά δέν ἔχει χῶρο γιά τούς ἀδελφούς Ὀρθοδόξους, πού ἀνθίστανται στήν ἱσοπέδωση τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Μιά «ἀγάπη», πού διαλέγεται μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀλλά ποτέ μέ τούς Ὀρθοδόξους. «Ἀγάπη» πρός τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς, ἀλλά μῖσος πρός «τά μωρά καί ἀσθενῆ τοῦ κόσμου, ἅ ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τούς σοφούς καί τά ἰσχυρά καταισχύνῃ»[4]. Μιά «ἀγάπη» ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ὀρθῆς πίστεως. Μιά ἀγάπη σκοπιμοτήτων, φιλοδοξιῶν καί αὐτοπροβολῆς. Οὐσιαστικά, μιά δαιμονική «ἀγάπη», μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία.
Πολλοί ὁμιλοῦν καί ψάχνουν νά βροῦν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, τό πῶς καί τό γιατί τοῦ φαινομένου τῆς βίας καί τοῦ φονταμενταλισμοῦ τῆς θρησκείας. Πλέον εἶναι φανερό ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τόν ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό χῶρο, τά φαινόμενα τῆς βίας, τοῦ ρατσισμοῦ, τοῦ φονταμενταλισμοῦ, τῆς ἀκρότητος, τοῦ ἀκρίτου καί οὐ κατ’ἐπίγνωσιν ζηλωτισμοῦ δέν πρέπει νά ἀναζητοῦνται ἄλλου, παρά μόνο στούς ἡγετικούς οἰκουμενιστικούς κύκλους, ὅπου καί ἐμφωλεύουν.          
Γίνεται κατανοητό βεβαίως ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου, γράφοντας τά ἀνωτέρω, τελεῖ ἐν τρικυμίᾳ. Ὅμως, τόν παρακαλοῦμε καί συνάμα τόν προκαλοῦμε νά προσκομίσει πραγματικές καί ἀπτές ἀποδείξεις πρός ἐπιστηριγμό τῶν ἰσχυρισμῶν του καί νά μᾶς ὑποδείξει - ἄν ὑπάρχει - ἔστω καί μία ὕβρη μέσα στό κείμενό μας. Εἰδάλλως, καθίσταται ἐμπαθής καί δεινός συκοφάντης καί ὑποπίπτει στό ἀδίκημα τῆς συκοφαντικῆς δυσφημίσεως. Ἡ ἐλαχιστότητά μας στό κείμενό της οὐδόλως χρησιμοποίησε τέτοιο ὑβρεολόγιο. Γνωρίζουμε βέβαια ὅτι γιά τούς ἐμφορουμένους ἀπό τό πνεῦμα τοῦ συντάκτου ἡ χρησιμοποίηση λέξεων, ὅπως «αἵρεση», «παναίρεση», «αἱρετίζων», «αἱρετικός», «παναιρετικός», «οἰκουμενισμός», «οἰκουμενιστής», «συγκρητισμός», «συγκρητιστής» κ. ἄ., ἀποτελεῖ ὕβρη. Ἡ ἀντίληψή τους, ὅμως, αὐτή πόρρω ἀπέχει ἀπό τήν πραγματικότητα, διότι ὅλες αὐτές οἱ λέξεις εἶναι θεολογικοί ὅροι καί ἀποτελοῦν ὁρολογία τῆς Θεολογίας.
Ὄντως, ἡ ἐλαχιστότητά μας, μέ τήν ἄκτιστη Χάρι τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι «ζηλωτής κληρικός», μέ τήν διευκρίνιση ὅτι εἶναι «κατ’ἐπίγνωσιν ζηλωτής» καί ὄχι «οὐ κατ’ἐπίγνωσιν». Ξεχνάει ἤ ἀγνοεῖ ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός μας εἶναι Θεός ζηλωτής˙ «Ἐγώ γάρ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου, Θεός ζηλωτής»[5]. Ὁ Προφήτης Ἠλίας ἀποκαλεῖται κι αὐτός ζηλωτής : «Τόν ζηλωτήν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος…»[6]. Καί ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Μέγας Παῦλος ἀποκαλύπτει ὅτι «περισσοτέρως ζηλωτής ὑπῆρξε τῶν πατρικῶν του παραδόσεων»[7].
Τά γραφόμενα τοῦ συντάκτου περί «δηλητηρίου», «ἡδονιστικῆς τάσεως», «βομβῶν μολότοφ»,«στοχοποιήσεως», «ἐκκλησιαστικοῦ ἀντιεξουσιαστή», «στενοῦ φαρισαϊκοῦ περιβάλλοντος», «μυστικῶν ὑπηρεσιῶν», «φακελώματος» καί «φαντασιώσεων», ἄς τά ἀπευθύνει πρῶτα στόν ἑαυτό του καί τούς σύν αὐτῷ, κοιτάζοντας τούς ἑαυτούς τους στόν καθρέπτη.

Πάντως, εὐχαριστοῦμε θερμῶς καί ἐκ βάθους καρδίας τόν συντάκτη τοῦ κειμένου γιά τό ἀνυπόστατο, συκοφαντικό καί ὑβριστικό παραλήρημά του ἐναντίον τῆς ἐλαχιστότητός μας. Ἀσφαλῶς, δέν μνησικακοῦμε ἐναντίον του καί τόν συγχωροῦμε ἐκ μέσης καρδίας, κατά τόν λόγο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀποκλειστικοῦ καί μοναδικοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ μας˙ «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθαι ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς»[8]. Ἡ ἀντίθεσή μας φυσικά δέν εἶναι καθόλου προσωπική, ἀλλά καθαρῶς θεολογική.

2. Περιεκτική ἐκκλησιολογία, κατά τά βατικάνεια καί προτεσταντικά πρότυπα

Πέραν τῶν ἀνωτέρω, διαπιστώνεται ἐπιπροσθέτως ὅτι ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου πάσχει ἀπό ἀνεπάρκεια, ἔλλειψη καί ἄγνοια ἁγιογραφικῆς καί ἁγιοπατερικῆς θεολογικῆς παιδείας καί γνώσεως, σχετικῶς μέ τά θέματα πού θίγει.      
Ὁ ἀνωτέρω ἰσχυρισμός μας θά γίνει καταφανής, κατά τόν σχολιασμό τῶν κατωτέρων σημείων τοῦ κειμένου του.
Λέγει στό κείμενό ὁ συντάκτης : «…Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος κατακρίνεται γιά τίς φράσεις : «Καί οἱ μή Χριστιανοί, οἱ ἐθνικοί, οἱ ἀλλόθρησκοι, ἀνήκουν ἀοράτως στήν Ἐκκλησία. Εἶναι τά ἔθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ) ἐν τῷ Χριστῶ» (Ἐφεσ. 3, 6). (Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος, Ἴχνη ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ ὑπερβατικοῦ, ἐκδ. Ἀκρίτας, 2004, σσ. 423-424). Ὅμως, αὐτές οἱ φράσεις δέν εἶναι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀλλά τοῦ διακεκριμένου Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Ἰωάννου Καρμίρη, ὅπως δηλώνεται στήν ἀναλυτική παραπομπή ὑποσημειώσεως τῆς σελ. 424. Θά ἦταν κουραστικό γιά τόν ἀναγνώστη, ἀλλά καί ἀνώφελο, νά συνεχίσουμε νά σχολιάζουμε ὅσα ἀναφέρει ὁ συντάκτης τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου».
Ἡ φράση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου «καί οἱ μή Χριστιανοί, οἱ ἐθνικοί, οἱ ἀλλόθρησκοι, ἀνήκουν ἀοράτως στήν Ἐκκλησία» ἀναπτύσει μία περιεκτική Ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἐπεκτείνει τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας πέραν τῶν κανονικῶν της ὁρίων καί ἀπηχεῖ α) τήν βατικάνεια ἐκκλησιολογίακαί β) τήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία περί ἀοράτου ἐκκλησίας.
Κατά τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, οἱ μή Χριστιανοί, οἱ ἐθνικοί (εἰδωλολάτρες) καί οἱ ἀλλόθρησκοι φυσικά καί δέν ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δέν ἀποτελοῦν ἐπ’οὐδενί λόγῳ μέλη της, διότι δέν πιστεύουν στήν Ἁγία Τριάδα, οὔτε στόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό καί τήν σωτηριώδη οἰκονομία Του, δέν εἶναι κατηχημένοι ὀρθόδοξα, οὔτε βαπτισμένοι μέ τό ὀρθόδοξο βάπτισμα, δέν μετέχουν τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Δεσπότου Κυρίου καί συνεπῶς δέν μποροῦν νά ἔχουν αἰώνια ζωή καί σωτηρία. Ἡ ἔνταξη στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλά ἀσφαλῶς ἐμπροϋπόθετη. Χρειάζεται μετάνοια, ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν καί τῶν αἱρέσεων, ὀρθόδοξη πίστη, κατήχηση, βάπτισμα καί τήρηση τοῦ θείου θελήματος.     
α) Ἡ εἰκόνα τῆς «ἐκκλησίας» τῆς αἱρετικῆς λατινικῆς ἐκκλησιολογίας, μετά τήν Β΄ Βατικάνεια ψευδοσύνοδο, μπορεῖ νά γίνει κατανοητή μ΄ἕνα σύστημα ἕξι ὁμόκεντρων κύκλων, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν «ἐκκλησία» ὅλων τῶν βαπτισμένων καί τῶν ἀβαπτίστων, σύμφωνα μέ τόν παπικό «κληρικό» Charles Morerod. Στό κέντρο τῶν κύκλων βρίσκεται ὁ Παπισμός, ὡς ἡ συγκεκριμένη ἱστορική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμέσως μετά ἀπ’αὐτόν τόν πυρήνα εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀκολουθούμενη ἀπό τόν Μονοφυσιτισμό, τόν Ἀγγλικανισμό καί τόν Προτεσταντισμό. Οἱ ὁμόκεντροι κύκλοι τῆς Ἐκκλησίας προεκτείνονται σέ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα, ἀκόμη καί στούς δικαίους μεταξύ τῶν ἀβαπτίστων, στόν βαθμό πού αὐτοί λαμβάνουν τήν χάρη, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀφετηρία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάντοτε ὀρατό (μολονότι ὄχι πάντοτε ἀναγνωρίσιμο ὡς τέτοιο) καί οἱ μή Παπικοί ἀνήκουν σ’αὐτό σέ ποικίλους βαθμούς[9].
β) «Σύμφωνα μέ τήν Αὐγουσταία Ὁμολογία, οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες δέχονται ὅτι ἡ «ἐκκλησία» εἶναι κυρίως ἀόρατη κοινωνία ἁγίων, στήν ὁποία διδάσκεται σωστά τό Εὐαγγέλιο καί τελοῦνται σωστά τά μυστήρια, καί ἀπαρτίζεται ἀπό ἐκλεκτά μέλη ὅλων τῶν ὀρατῶν «ἐκκλησιῶν» ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ «ἐκκλησία» αὐτή συγκροτεῖται ὡς καθίδρυμα διοργανωμένο ἱεραρχικά, ἀλλά εἶναι διασκορπισμένη σ’ὅλη τήν οἰκουμένη. Τά μέλη της, ὡς ἐκλεκτοί καί ἅγιοι, δέν εἶναι γνωστοί ἐξωτερικῶς, εἶναι ὅμως γνωστοί στόν Χριστό, μέ τόν Ὁποῖο εἶναι ἑνωμένοι, καί ἀποτελοῦν ἔτσι τό μυστικό σῶμα τῶν ἁγίων. Οἱ τέσσερεις ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας (Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική), πού ἀναφέρονται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως, μποροῦν ν’ἀποδοθοῦν μόνο στήν ἀόρατη «ἐκκλησία», πού εἶναι ἡ ἐμπειρική «ἐκκλησία», γιατί αὐτή ἀπαρτίζεται ἀπό ἐκλεκτούς καί ἀσεβεῖς, πού ἀποτελοῦν ἑτερογενῆ στοιχεία.
Ἡ ἄποψη τῶν Προτεσταντῶν γιά ἀόρατη «ἐκκλησία» δέν βρίσκει θεμελίωση οὔτε στήν Ἁγία Γραφή, οὔτε στήν Παράδοση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ παραβολές τῆς σαγήνης καί τῶν ζιζανίων δείχνουν ἀπερίφραστα ὅτι ἡ ὁρατή πλευρά τῆς Ἐκκλησίας περιλαμβάνει καί καλούς καί κακούς. Ἡ λεγομένη ἀόρατη «ἐκκλησία» τῶν Προτεσταντῶν ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι καί οἱ ἐκλεκτοί, ἐνόσω ζοῦν στή γῆ, εἶναι ὁρατά μέλη τῆς ὀρατῆς Ἐκκλησίας καί ἔρχονται σέ ὁρατή καί αἰσθητή κοινωνία μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους, μέσῳ τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, λοιπόν, εἶναι ταυτόχρονα ἀόρατη καί ὀρατή. Οἱ δύο αὐτές πλευρές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προσδιορίζουν τόν θεανθρώπινο χαρακτήρα της.
Ὀρισμένοι Προτεστάντες, ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Ἐγέλου, ὑποστήριξαν τήν ἄποψη γιά τήν ἰδανική «ἐκκλησία» καί τούς κλάδους τῶν «ἐκκλησιῶν». Σύμφωνα μέ τήν θεωρία αὐτή ἡ ἰδανική «ἐκκλησία» εἶναι ἡ μία ἀληθινή «ἐκκλησία» τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀόρατη καί δέν ἀντιστοιχεῖ σέ καμμιά ἱστορική «ἐκκλησία», ἐπειδή καμμιά ἀπ’αὐτές δέν ἔχει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλά μέρος μόνο τῆς ἀληθείας. Ἑπομένως, οἱ διάφορες «ἐκκλησίες», παρά τίς διαφορές τους, κατέχουν ἵσα δικαιώματα ὑπάρξεως, παρέχουν ἐξίσου τήν σωτηρία καί κινοῦνται ἐξελικτικά στήν ἰδέα τῆς μιᾶς «ἐκκλησίας». Ἡ θεωρία αὐτή γιά ἀντίθεση τῆς ἰδανικῆς «ἐκκλησίας» καί τῶν ἐμπειρικῶν «ἐκκλησιῶν» βασίζεται στήν ἐγελιανή ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν ἰδέα καί τήν πραγματικότητα.
Ἡ ἄποψη αὐτή, πού δικαιολογεῖ ἄριστα τήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία, εἶναι θεολογικά ἀπαράδεκτη, γιατί καταστρέφει τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας καί γενικότερα στρέφεται κατά τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Χριστός ἵδρυσε τήν ὀρατή Ἐκκλησία. Γι’αὐτό καί πολεμήθηκε τόσο ἀπό Ὀρθοδόξους ὅσο καί ἀπό Παπικούς καί Ἀγγλικανούς θεολόγους»[10].
Ἡ ἀνωτέρω προτεσταντική θεωρία περί ἀοράτου «ἐκκλησίας» υἱοθετήθηκε α) ἀπό τό«Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, πρόεδρος τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ὁ Ἀλβανίας Ἀναστάσιος (2006), ὅπως φαίνεται ἀπό τό καταστατικό κείμενό του «Δήλωση» τοῦ Τορόντο[11] τοῦ 1950, καί β) ἀπό τήν σύναξη μιᾶς μειοψηφίας ἐπισκόπων στὴν Κρήτη (ἀπό τούς 14 Προκαθημένους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν συμμετεῖχαν οἱ 10 καί ἀπό τούς 810 Ἱεράρχες, πού ὑπάρχουν παγκοσμίως, συμμετεῖχαν μόνο οἱ 152, καί ὄχι οἱ 300, ὅπως λανθασμένα γράφει ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου), ἡ ὁποία βεβαίως δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ οὔτε Σύνοδος, οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, ὅπως τήν ἀποκαλεῖ ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου, ἀλλάληστρική καί οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἦταν ἀπολύτως ἐλεγχόμενη ἀπό τήν Ἀμερική, τήν CIA καί τίς μυστικές ὑπηρεσίες, στήν ὁποία συμμετεῖχε καί ὑπέγραψε τά ἀντορθόδοξα κείμενά της καί ὁ Ἀλβανίας Ἀναστάσιος.
Τὸ ἐπίσημο τελικό κακόδοξο κείµενο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης µὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον»[12] εἶναι στὸ σύνολό του προβληματικό, ἀπαράδεκτο, αἱρετικό καί γι’αὐτό ἀπορριπτέο. Αὐτό ὀφείλεται, μεταξύ ἄλλων, καί στό ὅτι, ὄχι μόνο ἀγνοεῖ καὶ δὲν λαµβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τὴν ἀποκτηθεῖσα ἀρνητικὴ ἐµπειρία ἀπὸ τοὺς διεξαχθέντες καὶ διεξαγοµένους Θεολογικοὺς Διαλόγους µὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀπὸ τὴν συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ «Π.Σ.Ε.», ἀλλά ἀντιθέτως ἐπαινεῖ τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς καί στό Συμβούλιο, ὅπως γράφεται στίς παραγράφους 16, 17, 18, 19 καί 21.
Ἡ συµµετοχή τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου, στὸ «Π.Σ.Ε.», ἀπομειώνει κατ᾽ἀρχὴν τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐπειδή γίνεται ἕνα µικρὸ µέρος µέσα στὸ συνονθύλευµα αὐτὸ τῶν κατεγνωσμένων ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους ἑκατοντάδων προτεσταντικῶν αἱρέσεων µὲ τὶς ἀπίστευτες δογµατικὲς ἐκτροπὲς καὶ διδασκαλίες, καί τῶν ἐπίσης κατεγνωσμένων αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν Ἀντιχαλκηδονίων, πράξη γιὰ τὴν ὁποία θρηνοῦν οἱ ἐν οὐρανῷ παλαιοὶ καὶ νέοι Ἅγιοι.
Τὸ κακόδοξο κείμενο τῆς Κρήτης στὴν παράγραφο 19 ἀναφέρεται ἐπαινετικὰ στὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό «Π.Σ.Ε.». Ἐδῶ οἱ συντάξαντες καί ὑπογράψαντες τό κείμενο μνημόνευσαν θετικὰ τὴν «Δήλωση» τοῦ Τορόντο. Ἔγραψαν : «Ἔχουν (οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) βαθεῖαν τὴν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Ὁ τίτλος τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Τορόντο ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἔπρεπε νὰ μὴ γίνει δεκτός ἀπὸ τοὺς τότε Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, διότι εἰσηγεῖται τὴν ἀόρατη μία «ἐκκλησία» καὶ τὶς ὁρατὲς ἄλλες «ἐκκλησίες», ποὺ ἐξ ἴσου ἀποτελοῦν τὴν Μία «Ἐκκλησία», καί ἑπομένως ἀναγνωρίζει τὴν ἴδια ἐκκλησιαστικότητα στὶς ὁρατές «ἐκκλησίες»-μέλη τῆς ἀόρατης «ἐκκλησίας».

3. Παρερμηνεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου


Ὁ Μακαριώτατος δέν παραθέτει ὁλόκληρο τόν 6ο στίχο ἀπό τό 3ο κεφάλαιο τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόν κολοβώνει, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν παρερμηνεύει, γιά νά ἐξάγει τό συμπέρασμα πού θέλει.  Γράφει : «Εἶναι τά ἔθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ) ἐν τῷ Χριστῶ», ἐνῶ ὁλόκληρος ὁ 6ος στίχος εἶναι :«Εἶναι τά ἔθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ) ἐν τῷ Χριστῶ διά τοῦ Εὐαγγελίου», δηλ. «Ἀποκαλύφθηκε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι τά ἔθνη, ἑνωμένα σ’ἕνα πνευματικό σῶμα μέ τούς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς, εἶναι συγκληρονόμα καί συμμέτοχα στήν περί λυτρώσεως ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Ἀποκτοῦν δέ τέτοια προνόμια τά ἔθνη διά τῆς ἑνώσεώς τους μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν πίστη τους στό Εὐαγγέλιο»[13].

Ἑρμηνεύοντας ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν παραπάνω στίχο, λέγει : «Δέν ἀποκαλύφθηκε αὐτό τό μυστήριο σέ ἄλλες γενεές, τό νά εἶναι δηλαδή καί τά ἔθνη συγκληρονόμα μαζί μέ τούς Ἰουδαίους καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας καί τῆς ὑποσχέσεως, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ. Γιατί, μετεῖχαν μέν οἱ Ἰσραηλίτες τῆς ἐπαγγελίας αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔθνος ἅγιο πού ἦταν. Μετεῖχαν δέ μαζί μέ τούς Ἰουδαίους τῆς ἰδίας ἐπαγγελίας καί οἱ ἐθνικοί, οἱ λογιζόμενοι ἀκάθαρτοι. Ἀλλά, μέ ποιό τρόπο μετεῖχαν αὐτῆς; «Ἐν τῷ Χριστῶ», διά μέσου τῆς πίστεως στόν Χριστό, ἡ ὁποία πίστη προξενήθηκε σ’αὐτούς διά μέσου τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ἀρκέσθηκε δέ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά ὀνομάσει τά ἔθνη συγκληρονόμα μόνο καί συμμέτοχα, ἀλλά, γιά νά φανερώσει τήν πολλή καί ὑπερβολική συγγένεια καί ἕνωση, πού ἔλαβαν τά ἔθνη μέ τούς Ἰουδαίους, τά ὀνόμασε καί σύσσωμα, ἐπειδήοἱ ἐθνικοί καί οἱ ἅγιοι Ἰουδαῖοι ἕνα σῶμα ἔγιναν καί οἱ δύο, τό ὁποῖο συγκροτεῖται ἀπό μία Κεφαλή, τόν Χριστό»[14].

Ἑπομένως, δέν εὐοδοῦται οὔτε εὐνοεῖται οὐδόλως ἡ ἐσφαλμένη θεωρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὅτι«καί οἱ μή Χριστιανοί, οἱ ἐθνικοί, οἱ ἀλλόθρησκοι, ἀνήκουν ἀοράτως στήν Ἐκκλησία».


4. Περί τοῦ Ἰω. Καρμίρη

Ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου διευκρινίζει ὅτι «αὐτές οἱ φράσεις δέν εἶναι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀλλά τοῦ διακεκριμένου Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Ἰωάννου Καρμίρη, ὅπως δηλώνεται στήν ἀναλυτική παραπομπή ὑποσημειώσεως τῆς σελ. 424».

Ὁ ἰσχυρισμός τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου ὅτι οἱ φράσεις εἶναι τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Ἰω. Καρμίρη καί ὄχι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, δέν ἔχει ἀπολύτως καμμία σημασία, δέν προσφέρει τίποτα καί ἀσφαλῶς δέν καθιστᾶ τόν Ἀρχιεπίσκοπο ἄμοιρο εὐθυνῶν, διότι πλήρως καί εὐχαρίστως τίς ἀποδέχεται, τίς υἱοθετεῖ καί τίς προβάλει. Ἄν ὁ τελευταῖος εἶχε ὀρθό δογματικό κριτήριο, θά ἔπρεπε νά τίς εἶχε ἀπορρίψει, λόγῳ τῆς ἀντορθοδοξίας τους. Αὐτό καταδεικνύει γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἀδογματικότητα καί τήν στρεβλή καί ἀντορθόδοξη ἐκκλησιολογία, πού διακατέχει τόν Ἀρχιεπίσκοπο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δείχνει ἀδικαιολόγητη καί τυφλή ἐμπιστοσύνη στόν ἀείμνηστο καθηγητή Ἰω. Καρμίρη. Ὅμως, οἱ Ὀρθόδοξοι διδαχθήκαμε νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, ὄχι σέ καθηγητές τῆς Ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, ὅσο διακεκριμένοι κι ἄν εἶναι, ἀλλά μόνο στούς ἐμπειρικούς θεολόγους καί ὄντως Καθηγητές, καθοδηγητές καί ποδηγέτες, τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Ἰω. Καρμίρης δέν εἶναι Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν κατέχει τό ἀλάθητο, τήν αὐθεντία καί φυσικά στήν συγκεκριμένη περίπτωση σφάλλει. Βεβαίως, πρέπει νά λεχθεῖ ὅτι ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Ἰω. Καρμίρης ὑπῆρξε πράγματι διακεκριμένος θεολόγος καί προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν Ἐκκλησία μέ τό θεολογικό του ἔργο. Ἔχει κάνει, ὅμως, κι αὐτός ὡς ἄνθρωπος κάποια θεολογικά σφάλματα. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος ἔχει ἐπισημάνει ὁρισμένα στήν «Εἰσαγωγή» ἑνός πρωΐμου ἔργου τοῦ καθηγητοῦ Ἰω. Καρμίρη, τῆς ἐκδόσεως στήν ἑλληνική γλῶσσα τῆς SummaTheologica τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου[15]. Ἀκόμη, ὁ καθηγητής Καρμίρης στό ἔργο του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία» (1973), ἀντιθέτως πρός ὅ,τι ὀρθόδοξα ἔγραφε στά προγενέστερα ἔργα του «Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία καί αἱ σχέσεις αὐτῆς πρός τάς ἑτεροδόξους Ἐκκλησίας καί τήν Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν» (1949) καί «Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (1960), ἀναπτύσει μία περιεκτική Ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἐπεκτείνει τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας πέραν τῶν κανονικῶν της ὁρίων. Γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι χρήσιμο νά μή θεωροῦνται ὅλες οἱ ἀπόψεις τῶν ἀειμνήστων καθηγητῶν a priori ὀρθές, πρίν μάλιστα συγκριθοῦν μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐν προκειμένῳ, ἡ γνώμη του περί τοῦ ὅτι «καί οἱ μή Χριστιανοί, οἱ ἐθνικοί, οἱ ἀλλόθρησκοι, ἀνήκουν ἀοράτως στήν Ἐκκλησία» δέν βρίσκεται σύμφωνη μέ τήν ὁμόφωνη συνοδική καί πατερική παράδοση, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ περί τοῦ ἀντιθέτου[16].   Πολλῷ μᾶλλον ὅταν οὐδείς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, οὔτε οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οὔτε βεβαίως καί ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, δέν διακατέχονταν ἀπό μιά τέτοια νοοτροπία, σάν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου. Ἀντιθέτως, οἱ Ἅγιοί μας διώχθηκαν, βασανίσθηκαν φρικωδῶς καί μαρτύρησαν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό μή Χριστιανούς, ἐθνικούς καί ἀλλοθρήσκους.

5. Θεολογία καί ἀκαδημαϊκή θεολογική ἐπιστήμη


Δοθείσης εὐκαιρίας, ἄς ποῦμε λίγα λόγια γιά τό θέμα τοῦ πῶς δεῖ θεολογεῖν.
Ἡ θεοπτία διακρίνεται ἀπό τήν θεολογία. Ἡ εἴσοδος τῆς διαλεκτικῆς φιλοσοφικῆς μεθόδου στόν χῶρο τῆς θεοπτίας-θεογνωσίας κρίνεται ὡς ἐπικίνδυνη καί δαιμονική. Ἡ θεολογία δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀκαδημαϊκή θεολογική ἐπιστήμη καί δέν ἔχει ὡς τρόπο ἐργασίας τό «ἀριστοτελικῶς» θεολογεῖν. Ἡ θεολογία δέν εἶναι τό «ἀριστοτελικῶς» θεολογεῖν, δηλ. ἡ διαλεκτική μέθοδος τῶν ἀντιησυχαστῶν. Ἡ θεοπτία δέν εἶναι τό «ἀποδεικτικῶς» θεολογεῖν, δηλ. ἡ μέθοδος τῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων. Ἀκόμη, τό «ἀριστοτελικῶς» θεολογεῖν δέν ταυτίζεται μέ τήν χρήση συλλογισμῶν καί ἄλλων σχετικῶν λογικῶν μεθόδων.
Ἡ μέν θεοπτία εἶναι ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ἡ δέ θεολογία εἶναι λόγος, πού ἀποκαλύπτει στήν Ἐκκλησία τήν πίστη τῶν θεοπτῶν περί τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ θεοπτία ὑπερέχει τῆς θεολογίας, τόσο τῆς καταφατικῆς ὅσο καί τῆς ἀποφατικῆς[17].
 Στά κατηγορήματα τοῦ «ἀριστοτελικῶς» καί τοῦ «ἁλιευτικῶς» δέν ὑπόκειται ἡ θεοπτία, ἀλλά ἡ θεολογία. Τό «ἁλιευτικῶς» νοεῖται ὡς κατάθεση μέν ἀπό τούς θεόπτες τῆς θείας ἐμπειρίας τους(«ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν… ὅ ἐθεασάμεθα»[18]), ὡς πιστότητα δέ στήν θεολογία τῶν θεοπτῶν ἀπό τούς θεολόγους, πού δέν εἶναι θεόπτες, ἀλλά ἕπονται αὐτῶν. Τό «ἀριστοτελικῶς» νοεῖται ὡς ἀνατροπή καί διαστροφή τῆς ἐμπειρίας τῶν θεοπτῶν μέ τήν προβολή δαιμονιώδους «θεολογίας», τῆς «τεχνολογίας» ἤ «πιθανολογίας». Ὁ ὄρος «ἀριστοτελικῶς» ἔχει ἀρνητική ἔννοια[19] σέ κάθε περίπτωση, πού ὁ θεολογικός λόγος δέν ταυτίζεται μέ τήν Ἀποστολική Πίστη ἤ δέν τήν ἀναδεικνύει. Τόν 14ο αἰῶνα ἡ ἔννοια τοῦ «ἀριστοτελικῶς» ἀποδίδεται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ μέ τό «στοχαστικῶς» ἤ «διαλεκτικῶς».
Ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογική ἐπιστήμη εἶναι διαφορετική λειτουργία ἀπό τήν θεοπτία καί τήν θεολογία. Τιθεμένη στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπόκειται στίς κατηγορίες τοῦ «ἁλιευτικῶς» καί τοῦ «ἀριστοτελικῶς», ἀναλόγως τοῦ φρονήματος τοῦ ἀκαδημαϊκῶς θεολογοῦντος˙ ἐάν δηλαδή αὐτός σκοπεύει νά ἀναδείξει τήν θεολογία τῶν θεοπτῶν θεολόγων ἤ ἐάν ἐπιδίδεται στήν προσπάθεια νά συναγάγει συμπεράσματα διαφορετικά ἀπό ἐκεῖνα τῶν θεοπτῶν. Ἡἀκαδημαϊκή θεολογική ἐπιστήμη εἶναι θεολογία, ὅταν γίνεται «ἁλιευτικῶς-ἀποδεικτικῶς».
Ἡ θεολογία τῶν θεοπτῶν ἀποτελεῖ πάντοτε τό κριτήριο γιά τόν ἔλεγχο τῆς γνησιότητος τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, κατά τόν ἀντιαιρετικό τους ἀγῶνα, χρησιμοποίησαν συλλογισμούς καί ἄλλες λογικές μεθόδους, οἱ ὁποῖες τούς ἐξυπηρετοῦσαν στήν προσπάθειά τους νά ἀποδείξουν στούς αἱρετικούς τήν πλάνη. Ἐν τούτοις, ἡ χρησιμοποίηση τῶν συλλογισμῶν δέν συνιστᾶ«ἀριστοτελικῶς» θεολογεῖν.
Συνοψίζοντας τά ἀνωτέρω, λέμε ὅτι τό «ἀριστοτελικῶς», τόσο στήν θεολογία ὅσο καί στήνἀκαδημαϊκή θεολογική ἐπιστήμη, ἀποτελεῖ ἔκπτωση ἀπό τήν Ἀλήθεια[20].    
   

Ἐπίλογος


Τέλος, ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου, μέ τήν φράση του «θά ἦταν κουραστικό γιά τόν ἀναγνώστη, ἀλλά καί ἀνώφελο, νά συνεχίσουμε νά σχολιάζουμε ὅσα ἀναφέρει ὁ συντάκτης τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου», ἀποδεικνύει γι’ἀκόμη μία φορά τήν ἀδυναμία ἐκφορᾶς σοβαρῶν θεολογικῶν καί ἐπιστημονικῶν ἐπιχειρημάτων καί ἀποδείξεων πρός ἀναίρεση τοῦ ἀπολύτως τεκμηριωμένου καί ἐμπεριστατωμένου κειμένου τῆς ἐλαχιστότητός μας. Βεβαίως οὔτε κουβέντα γιά τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές τοῦ Μακαριωτάτου μέ τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους καί τήν καταφανῆ προώθηση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ πνεύματος ἐκ μέρους του.                





[1] https://orthodoxalbania.org/alb/index.php/el/lajme-2/blog/6852-2019-02-07-18-18-44

[2] https://www.katanixis.gr/2019/01/blog-post_490.html
[3] https://www.katanixis.gr/2019/02/blog-post_0.html
[4] Α΄ Κορ. 1, 27.
[5] Ἔξ. 20, 5.
[6] Ἀπολυτίκιον Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, Καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου (17 Ἰανουαρίου).
[7] Γαλ. 1, 14.
[8] Ματθ. 5, 44.
[9] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ ΧΙΡΣ, Ἡ ἐκκλησιολογική ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Μιά ὀρθόδοξη διερεύνηση τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, ἐκδ. Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσ/κης 2014, σσ. 189-202..
[10] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική θεολογία καί πνευματικότητα, Σημειώσεις ἀπό τίς Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, ἔκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/κη, σσ. 40-41 καί «Ἡ θεολογική ταυτότητα τοῦ Προτεσταντισμοῦ», ἐν Οἰκουμενισμός˙ Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις. Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν ΑΠΘ, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσ/κη 2008, σσ. 859-870.  
[11] Περιοδικόν Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Ὀρθοδοξία», ἔτος κε΄, Αὔγουστος 1950, τεῦχος 8, σσ. 319-332, https://www.oikoumene.org/en/resources/documents/central-committee/1950/toronto-statement
[12] https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR
[13] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΤΣΑΡΑΣ, Ἡ Καινή Διαθήκη. Κείμενο - Ἑρμηνευτική ἀπόδοσις, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ἡ Ζωή», Ἀθῆναι 2007, σ. 697.
[14] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1990, σσ. 410-411.
[15] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Ἡσυχία καί θεολογία, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 2004, σσ. 392-208.
[16] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ-ΚΑΨΑΝΗΣ, «Περί τῆς ‘’Ὀρθοδοξίας’’ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων», ἐν  Ὁ Θεολογικός διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων (παρελθόν – παρόν – μέλλον). Μιά ἁγιορειτική συμβολή, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2018, σσ. 690-691.
[17] Τοῦ ἰδίου, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκαλος τῆς θεώσεως, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σσ. 49-62.
[18] Α΄ Ἰω. 1, 1.
[19] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Γ΄ εἰρηνικός λόγος, §ιβ΄.
[20] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ-ΚΑΨΑΝΗΣ, «Περί τῆς ‘’Ὀρθοδοξίας’’ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων»…, σσ. 686-688.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου