Βλαδίμηρος Λόσκυ: Τα αίτια της
πτώσεως της Δύσεως
είναι κυρίως και πρωτίστως
δογματικά
Ο δεύτερος προσδιορισμός του θέματός
μας περιορίζει θα λέγαμε τον χώρο: η χριστιανική Ανατολή ή ακριβέστερα η
Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής θα είναι το πεδίο των μελετών μας περί της
μυστικής θεολογίας. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο περιορισμός αυτός είναι
κάτι τεχνητό. Πράγματι, το σχίσμα μεταξύ χριστιανικής Ανατολής και Δύσεως
χρονολογείται από των μέσων του 11ου αιώνος. Οτιδήποτε προηγείται
χρονικώς, αποτελεί κοινό θησαυρό αδιαίρετο των δύο διαιρεμένων τμημάτων. Η
Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα ήταν αυτή που είναι, αν δεν είχε τον Άγιο Κυπριανό,
τον Άγιο Αυγουστίνο, τον Μέγα Γρηγόριο, όπως και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν
μπορεί να αγνοήσει τον Άγιο Αθανάσιο, τον Άγιο Βασίλειο, τον Κύριλλο
Αλεξανδρείας. Επομένως, όταν θέλει κάποιος να μιλήσει περί της μυστικής
θεολογίας της Ανατολής ή της Δύσεως, τοποθετείται πάνω στα ίχνη της μιας εκ των
δύο παραδόσεων, οι οποίες παραμένουν μέχρις ενός σημείου δυο τοπικές παραδόσεις
της μιας Εκκλησίας και μαρτυρούν μία και μόνη χριστιανική αλήθεια, αλλά οι
οποίες στη συνέχεια διαιρούνται και δίνουν τόπο σε δυο διαφορετικές δογματικές
θέσεις, ασυμβίβαστες σε πολλά σημεία.
Μπορούμε να αποφανθούμε περί των δύο
παραδόσεων, τοποθετoύμενοι
επί ουδετέρου εδάφους, εξ ίσου ξένου προς την μία όσο και προς την άλλη; Θα
ήταν σαν να κρίναμε τον χριστιανισμό εξωχριστιανικά, αρνούμενοι δηλαδή εκ των
προτέρων να κατανοήσουμε, οποιοδήποτε και αν ήταν το αντικείμενο, το οποίο
έχουμε την πρόθεση να μελετήσουμε. Η αντικειμενικότητα δεν συνίσταται επ`
ουδενί στην τοποθέτηση εκτός του θέματος, αλλά αντιθέτως, στην εξέταση του
θέματος καθ` εαυτού και δι` αυτού του ιδίου. Υπάρχουν περιοχές, όπου εκείνο το
οποίο καλείται «αντικειμενικότητα» είναι αδιαφορία και στις οποίες αδιαφορία
σημαίνει το ακατάληπτο. Πρέπει επομένως, αν θέλουμε να μελετήσουμε την μυστική
θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μέσα από την υπάρχουσα κατάσταση της
δογματικής αντιθέσεως μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, να εκλέξουμε μεταξύ των δύο
δυνατών θέσεων: ή να τοποθετηθούμε επί του δυτικού δογματικού εδάφους και να
εξετάσουμε την ανατολική παράδοση διά μέσου της δυτικής, δηλαδή να κρίνουμε την
ανατολική, ή καλύτερα, να παρουσιάσουμε την παράδοση αυτή υπό το δογματικό φως
της Ανατολικής Εκκλησίας. Η τελευταία αυτή θέση είναι για μας η
μόνη δυνατή.
Θα μας προβάλουν ίσως
την αντίρρηση, ότι η δογματική έριδα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως υπήρξε τυχαία,
ότι δεν διεδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο, ότι επρόκειτο μάλλον περί δύο
διαφορετικών ιστορικών κόσμων, των οποίων ήταν πεπρωμένο συντομότερα ή αργότερα
να διαιρεθούν, για να ακολουθήσει ο καθένας τον δικό του δρόμο` ότι η δογματική
διαμάχη υπήρξε το πρόσχημα, για να διασπαστεί οριστικά η εκκλησιαστική ενότητα,
η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίστατο ήδη προ πολλού. Τέτοιες γνώμες, οι οποίες
ακούγονται πολύ συχνά, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, οφείλονται σε
διανόηση καθαρά λαϊκή, σε μια γενική συνήθεια να εξετάζεται η ιστορία της
Εκκλησίας κατ` εκείνες τις μεθόδους, οι οποίες μειώνουν την θρησκευτική της
φύση. Για τον «ιστορικό» της Εκκλησίας ο θρησκευτικός συντελεστής εξαφανίζεται
αντικαθιστάμενος από άλλους, όπως είναι η πάλη των πολιτικών ή κοινωνικών
συμφερόντων, ο ρόλος των εθνικών ή των πολιτιστικών συνθηκών, θεωρουμένων ως
αποφασιστικών δυνάμεων στη ζωή της Εκκλησίας. Ένας τέτοιος θεωρείται λίαν
κακοήθης, όταν επικαλείται αυτούς τους συντελεστές ως αληθινές αιτίες, οι
οποίες κατευθύνουν την εκκλησιαστική ιστορία. Ένας χριστιανός ιστορικός,
αναγνωρίζοντας την σπουδαιότητα αυτών των συνθηκών, δεν μπορεί επ` ουδενί να
τις δεχθεί, παρά μόνο ως εξωτερικές σ` αυτό το «είναι» της Εκκλησίας` δεν
μπορεί να μην δει την Εκκλησία ως ένα αυτόνομο σώμα, υποταγμένο, όχι σε κάποιον
άλλον νόμο, εκτός αυτού του προορισμού του κόσμου. Αν παρατηρήσουμε με προσοχή
το δογματικό θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο διαίρεσε την
Ανατολή και την Δύση, δεν μπορούμε να το εκλάβουμε ως τυχαίο φαινόμενο στην
ιστορία της Εκκλησίας. Εξ επόψεως θρησκευτικής είναι η μόνη υπολογίσιμη αιτία
στην αλληλουχία των γεγονότων, τα οποία κατέληξαν στην διαίρεση. Αν και
ίσως συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες, ο δογματικός αυτός προσδιορισμός υπήρξε για
τους μεν, όπως και για τους δε, πνευματικός αγώνας, μια ενσυνείδητη λήψη θέσεως
στον τομέα της πίστεως.
Εάν φθάνει συχνά κάποιος
στο σημείο να μειώνει την σπουδαιότητα του δογματικού γεγονότος, το οποίο
διεδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη των δύο παραδόσεων, αυτό
οφείλεται σε κάποια αδιαφορία έναντι του δόγματος, το οποίο θεωρείται ως κάποιο
είδος εξωτερικό και αφηρημένο. Λέγεται, ότι εκείνο το οποίο υπολογίζεται είναι
η πνευματικότητα` η δογματική διαφορά δεν αλλάζει τίποτε. Εν τούτοις,
πνευματικότητα και δόγμα, μυστικισμός και θεολογία είναι ενωμένα αδιάσπαστα στη
ζωή της Εκκλησίας. Όσον αφορά στην Ανατολική Εκκλησία, όπως έχουμε πει, δεν
διακρίνει καθαρά μεταξύ θεολογίας και μυστικισμού, μεταξύ του χώρου της κοινής
πίστεως και αυτού της προσωπικής εμπειρίας. Επομένως, αν θέλουμε να μιλήσουμε
περί μυστικής θεολογίας της ανατολικής παραδόσεως, δεν θα
μπορέσουμε να χειριστούμε το θέμα αλλιώς, παρά εντός των δογματικών
πλαισίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Θεσσαλονίκη, Εκκλ. Ίδρυμα «Ευαγγ. Μάρκος», Εκδοση Δ΄. (Σελ. 8-11).
Απόδοση στην νεοελληνική-επιμέλεια:
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 24-1-2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου