ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

ΚΩΣΤΑΣ ΒΡΑΧΝΟΣ: ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ ΒΙΟΣ

Αθεολόγητος βίος
Κώστας Βραχνός, απόφοιτος Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολής 

Μια παράλογη αγνωμοσύνη χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές και εν γένει αναπτυγμένες κοινωνίες: βαφτίζοντας αρετή τη διαρκή εξέγερση κατά πάντων και την επανάσταση χωρίς αιτία, απορρίπτουν και καταρρίπτουν οτιδήποτε κατεστημένο χωρίς να το γνωρίζουν εις βάθος, κατά κανόνα ταυτίζοντας το σύνολό του με την πιο αδύναμη και νοσηρή του πτυχή και ιστορία. Προπάντων, όμως, αγνοώντας ότι στη συγκεκριμένη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων (αξίες, θεσμοί, κανόνες, ήθη, παραδόσεις, ιερά και όσια) οφείλουν την ίδια τη δυνατότητά τους όχι μόνο να μπορούν να την αμφισβητούν και να τη μάχονται αλλά εν τινί τρόπω να υπάρχουν κιόλας αξιοπρεπώς. Είναι γνωστό, φερ’ ειπείν, πως χωρίς τη χριστιανική καθιέρωση της απόλυτης αξίας του προσώπου, της ελευθερίας της βούλησης αλλά και της αδελφότητας των θνητών δύσκολα θα φτάναμε στις διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντούτοις, ανάμεσα στους επιγόνους του Διαφωτισμού συναντάμε σήμερα τους πλέον δογματικούς και φανατικούς σκοταδιστές.

Σε γενικές γραμμές, σε αυτές εδώ τις περιοχές της οικουμένης, το σύνολο σχεδόν των όρων που μετερχόμαστε, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχει χριστιανική ή εκχριστιανισμένη προέλευση. Βλέπουμε, αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε ιουδαιοχριστιανικά, καθότι ο χριστιανισμός στη βαθιά, οντολογική του διάσταση περιλαμβάνει στην ουσία ολόκληρη την γκάμα των αντιληπτικών, διανοητικών, συναισθηματικών, αξιακών και πραξιακών μας δεδομένων και δυνατοτήτων, εντός των οποίων φυσικά κατέχουν πρωταγωνιστικό και αντιρροπιστικό ρόλο και οι αμέτρητες εκδηλώσεις απόκλισης, άρνησης, αποκήρυξης, απέχθειας, υπονόμευσης ή καταπολέμησής του. Κατά τον μεγάλο Unamuno «είμαστε όλοι τέκνα ενός εκκοσμικευμένου χριστιανικού πολιτισμού και φέρουμε τον χριστιανισμό, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, στο μεδούλι της ψυχής μας. Μέχρι και οι άθεοι ανάμεσά μας είναι χριστιανοί». Κάτι που η βιαστική και προκατειλημμένη ματιά δεν αντιλαμβάνεται ούτε υποψιάζεται, αλλά που η μεθοδική και αμερόληπτη ανακαλύπτει αμέσως, όχι δίχως μια κάποια έκπληξη.

Παρά τη σημαντική ανθρωπολογική αλλοίωση που επέφεραν οι κατά τα άλλα αναπόφευκτες εξελίξεις σε επίπεδο κοσμοειδώλου, πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης αλλά και αυτοεικόνας· παρά την επέλαση της εκκοσμίκευσης ως βίαιης πριμοδότησης και κατίσχυσης του λογικού έναντι του ανορθολογικού και του ενδοκοσμικού εις βάρος του υπερβατικού, ακόμη δεν συντελέστηκε εξάλειψη του πολιτισμικού μας γονιδιώματος. Κάποιοι φοβούνται πως με τους τρέχοντες ρυθμούς είναι ζήτημα δεκαετιών. Ο Novalis, από τους πρώτους που διαισθάνθηκαν το πρόβλημα, σημειώνει στο προφητικό Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη: «Να εκμηδενιστεί εντελώς εκείνη η αθάνατη αίσθηση (του αοράτου) είναι αδύνατον, να θολώσει μόνο μπορεί, να παραλύσει, να εκτοπιστεί από άλλες αισθήσεις». Άλλοι, όπως ο M. Eliade, διαπιστώνουν απλή μεταμφίεση του «ιερού» υπό τη μορφή του μύθου σε σύγχρονες, ενίοτε αδιόρατες εκδηλώσεις του «βέβηλου». Αισιόδοξη διαπίστωση, αν δεχτούμε ότι ο εκκολαπτόμενος, μελλοντικός άνθρωπος παραμείνει ενεργός στις επιδιώξεις του και δεν γίνει απαθής. Διότι ο μεγάλος εχθρός της ανθρωπότητας είναι η μεταφυσική και θρησκευτική αδιαφορία από απάθεια. Μπορεί, όμως, τελικά ο ψυχορραγών homo metaphysicus –ή μάλλον animal metaphysicum– να ψοφήσει πλάι στον νεκρό Θεό του; Καταπώς φαίνεται, ναι. Και μπορεί να πεθάνει χωρίς να πεθάνει μαζί και ο homo sapiens; Σε καμία περίπτωση. Το θρησκευτικό, δηλαδή το ουσιωδώς πνευματικό υπόβαθρο κάθε ανθρώπου και κάθε κοινωνίας είναι ο εγκέφαλος (όχι με την έννοια μόνο των νοητικών λειτουργιών) κάθε οργανισμού. Η καρδιά δύναται να λειτουργήσει και με μηχανική υποστήριξη. Αλλά αν πεθάνει το πνεύμα, δεν μιλάμε πλέον για άνθρωπο. Η λήθη του Θεού, λέει ο καθολικός θεολόγος Karl Rahner, ισοδυναμεί με «ανάστροφη εξέλιξη», επιστροφή στο ζώο, αφού «ο άνθρωπος υπάρχει ως τέτοιος μόνο όταν λέει “Θεός”, τουλάχιστον ως ερώτηση». Διότι η θρησκεία και η θρησκευτικότητα (σημ.: ανεξαρτήτως πίστεως!) δεν ανήκουν μαζί με τη μαγεία, τα παραμύθια και τις δεισιδαιμονίες σε κάποια ανώριμη φάση της εξέλιξης του είδους αλλά στη δομή της ανθρώπινης συνείδησης. Αφορούν δε κάτι τόσο θεμελιώδες ώστε με βάση αυτές (σημ.: το ενδιαφέρον γι’ αυτές) μετράται ακριβώς η ποιοτική στάθμη προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων και, σε τελική ανάλυση, τόσο πρωτεύον ώστε η καλλιέργειά τους (σημ.: η μέριμνα για ό,τι πραγματεύονται) θα όφειλε να συνιστά την επιτακτικότερη προτεραιότητα κάθε ατόμου και κάθε συλλογικότητας. Η μόνη αληθινή ανάπτυξη και ωρίμαση τόσο σε οντογενετική όσο και σε φυλογενετική κλίμακα έγκειται στην επιμέλεια της μεταφυσικής αίσθησης, του μυστηριακού αισθητηρίου, του θρησκευτικού αισθήματος, της θεολογικής ευαισθησίας.

Απέραντο και υπεραπαιτητικό θέμα. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν το θρησκευτικό αίσθημα αποτελεί μετεξέλιξη της μεταφυσικής αίσθησης (A. Schopenhauer), η μεταφυσική υποπροϊόν της θρησκείας (F. Nietzsche) ή όπως βεβαιώνει ο Max Scheler αν το θρησκευτικό προηγείται του μεταφυσικού· αν υπάρχει το «θρησκευτικό ένστικτο», που μας πληροφορεί για το ιερό (R. Otto) και αν, τελικά, η έννοια «ιερό» υπερισχύει της έννοιας «Θεός» (N. Söderblom)· αν το αίνιγμα του θανάτου οδηγεί στη θρησκευτικότητα (E. B. Tylor) ή αν πράγματι αυτός «δεν συνιστά τόσο το αντικείμενο της μεταφυσικής σκέψης όσο το υπαρξιακό της κίνητρο» (E. Fink). Όλα λίγο-πολύ αληθεύουν. Εκείνο, όμως, που δεν χωρά καμία αβεβαιότητα είναι πως ο στοχασμός και η πίστη –αν υποθέσουμε πως χωρίζονται– γεννώνται και συναρτώνται με την αμφιθυμική εμπειρία του Μυστηρίου (ως θάμβος, απορία, ανημπόρια, τρόμος, αγωνία κ.ά.) καθώς επίσης και ότι, όπως προείπαμε, αυτή η συνάρτηση αποτελεί το κατεξοχήν ειδοποιό και διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως προς τα έτερα ζώα αλλά και ως προς τους συνανθρώπους του. Ο Schopenhauer, κατά τον οποίο η συνείδηση του θανάτου μαζί με την οδύνη και την αθλιότητα της ζωής «δίνουν την πιο δυνατή ώθηση στον φιλοσοφικό στοχασμό και τις μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου», εξετάζοντας τη «μεταφυσική ανάγκη των ανθρώπων», τονίζει: «Όσο πιο χαμηλά στέκει ένας άνθρωπος από διανοητική άποψη, τόσο λιγότερο αινιγματώδες θεωρεί το Είναι ως τέτοιο».Ό,τι ισχύει για το μεμονωμένο άτομο ισχύει και για την κοινωνία, τη χώρα ή τον λαό.

Το ότι αποκλείεται «να στερέψουν οι πηγές της μεταφυσικής σκέψης» (Π. Κονδύλης) ή να εκριζωθεί αυτό το σχετικό όργανο, δεν θα πει ότι δεν μπορεί να ατροφήσει. Και όταν ατροφεί, το σώμα πάσχει και νοσεί, διατελεί σε θανατηφόρα κρίση. «Η κρίση είναι, κατά βάθος, κρίση θρησκευτικότητας ή, μάλλον, αθρησκευτικότητας, είναι μια κρίση θρησκευτική» φώναζε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Unamuno. «Όλες οι πολιτικές κρίσεις συνιστούν στην ουσία θρησκευτική κρίση», φώναζε την ίδια εποχή και η αδελφή ψυχή, N. Berdyaev. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι δύο αυτοί σοφοί έζησαν από τα μέσα την Ιστορία και γνώριζαν όσο λίγοι πολιτική. Γράφει κάπου ο Ισπανός: «Η οικονομική και υλική ζωή δεν είναι αντίθετη στην πνευματική ζωή, ούτε μπορεί να είναι ξεκομμένη πλήρως από αυτή και αφηρημένη (…) Ολόκληρη η υλική ζωή δεν είναι παρά η εκδήλωση της πνευματικής ζωής όπου βρίσκονται οι ρίζες της (…) μπορεί να θεωρείται ως παράγωγο της πνευματικής».

Ας σταχυολογήσουμε και ας ακούσουμε για μια στιγμή τούς δύο βοώντες εν τη ερήμω:

«Το υπερκόσμιον και μεταφυσικόν δεν εισέρχεται έξωθεν εις τον άνθρωπον, αλλά αναδύεται εξ αυτού από το εσώτατον βάθος (…) Η γηραιά Ευρώπη πρόδωσε το παρελθόν της. Το αρνήθηκε. Ο αστικός πολιτισμός, ο αντιθρησκευτικός, κατανίκησε την παλιά ιερή της κουλτούρα (…) Η φοβερώτερη μορφή αθεΐας σίγουρα δεν είναι αυτή που εμφανίζεται στον στρατευμένο και παράφορο αγώνα εναντίον της ιδέας του Θεού και εναντίον αυτού του ίδιου του Θεού, αλλά αυτή που εμφανίζεται στην αθεΐα της πρακτικής ζωής, στην αδιαφορία και στην ψυχρότητα (…) Η παράφορη εξέγερση και η πάλη κατά του Θεού μπορεί να οδηγήσουν σε περισσότερο φως και σε υψηλότερη μορφή θρησκευτικής σκέψης (…) Η αγανάκτηση που οι χριστιανοί δείχνουν έναντι των αθεϊστών και της στρατευμένης αθεΐας συχνά είναι ευτελής, διότι είναι οι δικές τους παραμορφωμένες αντιλήψεις για τον Θεό και ο δικός τους άθεος βίος, που προκαλούν αυτή την αθεΐα (…) Δεν είναι χριστιανός αυτός που είναι αυτοϊκανοποιημένος και περιφρονεί τους άλλους, για τους οποίους το πρόβλημα του Θεού είναι βασανιστικό (…) Ο άθεος μπορεί να είναι καλύτερος από αυτόν που επαναλαμβάνει “Κύριε, Κύριε” (…) Η μοίρα της κουλτούρας εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση των εργατικών μαζών, από το αν θα εμπνευστούν από τη χριστιανική πίστη ή τον αθεϊστικό υλισμό (…) Το πρόβλημα περί Θεού είναι το αιώνιο πρόβλημα, το πρόβλημα όλων των εποχών, είναι πάντα το πρώτο και κυριότερο, αλλά το πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα του ανθρώπου, περί της σωτηρίας του ανθρώπινου προσώπου από την αποσύνθεση, περί της αναγνώρισης και της αποστολής του ανθρώπου, περί της απάντησης των βασικών προβλημάτων της κοινωνίας και του πολιτισμού υπό το φως της χριστιανικής περί ανθρώπου ιδέας (…) Ο πεσιμισμός περικλείει ένα υγιές στοιχείο, στρέφει τον άνθρωπο προς την υπεργήινη ζωή» (N. Berdyaev).

«Απ’ την κατάσταση του πνευματικού περιβάλλοντος της κοινωνίας εξαρτάται ο ερεθισμός του μυστηρίου μες στο μυστήριο της ψυχής μας (…) Ένας λαός μπορεί να παρακμάζει πνευματικά, ενώ προοδεύει στην οικονομία, τη βιομηχανία, το εμπόριο ακόμα και την επιστήμη και τις τέχνες (…) Είναι αναγκαίο για την πνευματική ζωή να επανακάμψουν οι μεταφυσικές ανησυχίες (…) Ένας λαός ο οποίος δεν μιλάει για τίποτε άλλο παρά για δουλειές και απολαύσεις είναι ένας λαός εντός του οποίου θα φυτρώσει και θα ριζώσει η θλιβερή απαισιοδοξία, όχι αυτή της πείνας αλλά η χειρότερη, της βαρυστομαχιάς (…) Ενόσω μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για την ατομική μοίρα και το πέραν του τάφου, μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για τα κοινωνικά ζητήματα. Η δυστυχία εμποδίζει να κοιτάξουμε τον ουρανό (…) Για κάθε λαό το ζωτικό του πρόβλημα, ζωής και θανάτου, είναι να βρει τη δική του θρησκεία, εκείνη που εκφράζει ή ορίζει το πνεύμα του και ικανοποιεί τις διανοητικές και συναισθηματικές του ανάγκες (…) Ποια θρησκεία; Εκείνη όλων των θρησκευόμενων ανθρώπων, που είναι ίσως στο βάθος η ίδια, του αιωνίου ερωτήματος. Διότι να είσαι θρησκευόμενος θα πει να το θέτεις, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται απάντηση, και άθρησκος να το αποφεύγεις (…) Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, εφόσον κάνουν τους λαούς που τις ομολογούν να ζουν πνευματικά, εφόσον τους παρηγορούν που έπρεπε να γεννηθούν για να πεθάνουν, και για κάθε λαό η πιο αληθινή θρησκεία είναι η δική του, εκείνη που τον έφτιαξε» (Unamuno). Βέβαια, δεν έχουν πάντα οι –έστω και ανορθόδοξοι– πιστοί το μονοπώλιο παρόμοιων διαγνωστικών. Θεολογικά αντανακλαστικά συναντάμε σε κάθε ενδοσκοπικό και ευαίσθητο ον. Ο J. L. Borges δεν ήταν που έγραψε πως «κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος είναι ένας θεολόγος, και για κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητη η πίστη»; Αρκεί, πράγματι, ένα minimum πνευματικής κατάρτισης και, φυσικά, υπαρξιακής κινητικότητας. Ο E. Ionesco, που διέθετε και τα δύο στον ανώτατο βαθμό, υπογράμμισε: «Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμική ζωή χωρίς τη μεταφυσική και το θρησκευτικό αίσθημα».

Ο ραγδαίος αποχριστιανισμός της Δύσης δεν θα ήταν κάτι τόσο ανησυχητικό εάν μαζί με την πίστη στο δόγμα και τη μετοχή στη λατρεία δεν μειωνόταν και γενικώς η (προ)διάθεση προς το ιερό, το μυστήριο, το θείο, εάν δεν επέφερε γενικευμένη αποϊεροποίηση. Απεναντίας, θα μπορούσε ν’ αποτελεί ακόμα και αναγκαία φάση μιας καθαρτικής, εξυγιαντικής, σωτήριας κρίσης εντός των κόλπων της επίσημης θρησκείας, που ως βασικός υπεύθυνος εκφυλίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει προοδευτικώς τον ρόλο και το κύρος της. Από μία άποψη, το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, έτσι όπως αυτό εξελίχθηκε, μπορεί να αναχθεί σε αμιγώς ενδοεκκλησιαστικά αίτια. Μια χριστιανική, δηλαδή μια χρηστή πνευματικά, ποιμαντικά, πολιτικά και κοσμικά συμπεριφορά πολύ δύσκολα θα προκαλούσε την αντίδραση που προκλήθηκε, η δε πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έπαιρνε τη μορφή επιχείρησης υπέρβασης ή/και απαλοιφής του φιλοσοφικού ή θεολογικού Απολύτου, οδηγώντας στον σημερινό homo indifferens. Στην πραγματικότητα, τα πεπραγμένα της θεσμικής Εκκλησίας, ως μοναδικού «εκπροσώπου του θείου», η προδοτική ταύτισή της με τη φαύλη πολιτική και οικονομική εξουσία, η αέναη δογματική ομφαλοσκόπηση και η εγκατάλειψη του καταφρονεμένου και αγωνιούντος ανθρώπου, προξένησαν δικαιολογημένο odium theologicum. «Αυτό που αρχικά ήταν προσωπικό μίσος κατά της καθολικής πίστης μεταβλήθηκε αργά αλλά σταθερά σε μίσος κατά της Βίβλου, κατά της χριστιανικής πίστης και τελικά αυτής της ίδιας της θρησκείας», ειδοποιούσε ο Novalis.

Παράλληλα, μέσα στην κατακλυσμιαία δυναμική της εμμένειας, η φιλοσοφία απομακρύνθηκε από τα μεταφυσικά ζητήματα, αφήνοντάς τα στη δικαιοδοσία της θεολογίας, η οποία εξελίχθηκε από προνομιακό σε αποκλειστικό σχεδόν «διαχειριστή» τους, πλάι στην τέχνη, που όταν δεν θερμαίνεται από αυτήν, καταλήγει αργά ή γρήγορα στην άδοξη ανάφλεξη. Την ίδια στιγμή, η θεολογία, στην ανάγκη της να νομιμοποιήσει την ύπαρξη και το κύρος της, ταυτίστηκε και αφέθηκε να ταυτιστεί με το δόγμα και κυρίως την πίστη, με αποτέλεσμα να εμπεδωθεί η παρανόηση ότι η θεολογική βίωση και εξέταση των αιωνίων ερωτημάτων προαπαιτεί ομολογιακής φύσεως διαπιστευτήρια. Έτσι, με τη σταδιακή αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία αλλά και της λατρευτικής ζέσης εντός του θρησκεύματος συρρικνώθηκε και ο ύστατος –τώρα που οι τέχνες έγιναν στην πλειονότητά τους «ψυχαναλυτικές»– χώρος εμπερίστατης διαπραγμάτευσης και ευρείας καλλιέργειας της ανθρώπινης μεταφυσικότητας.

Όμως, η θρησκεία (κατά κανόνα, η πάτρια) προσφέρεται για τον θνητό και φθαρτό και αδαή και ανεπαρκή άνθρωπο όχι ως ένα αλάνθαστο ούτε καθ’ όλα «αποτελεσματικό», πάντως, ως το καλύτερο δυνατό και άμεσα διαθέσιμο μέσο προσανατολισμού εντός του αγνώστου της εγκόσμιας περιπέτειας: φίλτρο ερμηνείας, πηγή έμπνευσης, μοντέλα αναφοράς, γνώμονα ηθικής, άξονα οργάνωσης, πρότυπο συμβίωσης, καταφύγιο παρηγορίας, δεξαμενή ελπίδας, χορηγό νοήματος. Το μόνο, ουσιαστικά, «όπλο» έναντι της θνητότητας και του θανάτου. Σ’ αυτήν και δι’ αυτής εκφράζεται από καταβολής κόσμου και με τον πλέον εξελιγμένο τρόπο η θεμελιωδέστερη διάσταση και ανάγκη του ανθρώπου, η μεταφυσική, εκείνη που σχετίζεται με το μυστήριο του υπάρχειν και που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και να ευδοκιμήσει παρά σε αρχαία, παγκόσμια, δοκιμασμένα, πλούσια, ολοκληρωμένα συστήματα, και όχι επιμέρους πολιτικές ιδεολογίες ή επιστημονικές θεωρίες που διεκδικούν οικουμενικότητα, αντιποιώντας απεγνωσμένα την αρχή της. Όπως είπαμε, έχουμε να κάνουμε με μια δομική ιδιότητα. Υπό αυτή την έννοια, η φθίση ή η απουσία της συνεπάγεται βαρύτατες επιπτώσεις στην ψυχοδομή του ατόμου και το κλίμα της εποχής. Το άγχος, το οποίο χαρακτηρίζει τον σημερινό άνθρωπο και τις σημερινές κοινωνίες, η αίσθηση ανασφάλειας, σύγχυσης, θυμού, αποπροσανατολισμού, βιασύνης, απληστίας, στέρησης, απελπισίας, αδικίας, κενού και έλλειψης νοήματος, όλα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με την παραμέληση της παραπάνω σταθεράς, με την απώλεια «ενός πνευματικού κέντρου, μιας απάντησης έστω και συμβολικής ή έμμεσης στο ερώτημα της ύπαρξης της ζωής», που λέει ο λουθηρανός φιλόσοφος P. Tillich. Ειδικότερα, στο κομβικό θέμα του θανάτου, βλέπουμε πόσο στον σύγχρονο κόσμο «άδειασε από θρησκευτική σημασία, εξομοιώθηκε με το μηδέν, με αποτέλεσμα ο σύγχρονος άνθρωπος να παραλύσει από την αγωνία» (M. Eliade). O C.G. Jung, σε έναν απολογισμό της όλης ερευνητικής και θεραπευτικής δραστηριότητάς του, θα επισημάνει ότι από όλους τους ενήλικες ασθενείς του «ούτε ένας δεν υπήρξε που το πρόβλημά του σε τελική ανάλυση να ήταν η εύρεση μιας θρησκευτικής οπτικής της ζωής (…) όλοι αρρώστησαν επειδή έχασαν εκείνο που όλες οι ζωντανές θρησκείες προσφέρουν πάντοτε στους ακολούθους τους». Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και ο Eliade: «Η υπαρξιακή κρίση είναι, σε τελική ανάλυση, “θρησκευτική”, καθώς στα αρχαϊκά επίπεδα του πολιτισμού, το είναι συγχέεται με το ιερό (…) συνεπώς, η θρησκεία αποτελεί την υποδειγματική λύση κάθε υπαρξιακής κρίσης». Εκεί που η νεωτερικότητα βλέπει απλώς ένα άρρωστο παρελθόν που ξεπεράστηκε, εκεί ακριβώς βρίσκεται η μοναδική δυνατότητα μιας κάποιας ίασης, αφού ο «ανεπίκαιρος» θεολογικός «ανορθολογισμός» αποδεικνύεται απείρως πιο καίριος κι ωφέλιμος απ’ ό, τι το αντιπνευματικό πνεύμα των καιρών έχει ορίσει.

Κλείνοντας την περιδιάβασή μας, ας επιστρέψουμε στην αρχική παρατήρηση περί αγνωμοσύνης, αν και εν προκειμένω θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για τραγική ειρωνεία. Όλοι γνωρίζουμε την ευμενή στάση μεγάλου μέρους της αριστεράς απέναντι σε ορισμένους ολοκληρωτισμούς (π.χ. έμπρακτος κομμουνισμός, δηλαδή κομμουνισμός, καθώς δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ και πουθενά ο «ορθός» κομμουνισμός) και ανελεύθερα πολιτισμικά μοντέλα οργάνωσης βίου (π.χ. πολιτικό ισλάμ, δηλαδή ισλάμ, καθώς δεν υφίσταται μη πολιτικό ισλάμ) ή τις ολοένα και εντονότερες αιτιάσεις της περί «δικτατορίας» ή «αστυνομοκρατίας». Αν υπήρχε η στοιχειώδης γνώση ή, καλύτερα, η παραμικρή βιωματική εμπειρία των υπερασπιζόμενων και καταγγελλόμενων πραγματικοτήτων, επί παραδείγματι, να είχε ζήσει κανείς ως ελευθερόφρων στο ανατολικό μπλοκ, ως γυναίκα στο Πακιστάν ή ως αντιφρονών στη Χιλή του Pinochet, η τοποθέτηση θα ήταν εντελώς διαφορετική, ενώ θα γλίτωνε και ο δημόσιος λόγος ικανό μέρος από τη συστηματική του απαξίωση εξαιτίας της κατάχρησης των διαφόρων σχημάτων λόγου. Ομοίως, στη χριστιανική ή χριστεπώνυμη Εσπερία, οι αδιαφορούντες για τα θρησκευτικά δεν φαντάζονται πόσο θρησκευτικά είναι τα προβλήματά τους, όσο δε για τους περιφρονητές και τους συκοφάντες της χριστιανοσύνης, ούτε κι αυτοί υποψιάζονται πόσο το δικαίωμα αλλά και η ικανότητά τους να χλευάζουν και να κατηγορούν θεμελιώνονται εν πολλοίς πάνω σε προϋποθέσεις και στοιχεία εκείνου που ανυποψίαστοι και περήφανοι κατηγορούν και χλευάζουν.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί πως δεν κινδυνεύουν με πλήρη μαρασμό και αφανισμό όλες οι θρησκείες με τους κάθε λογής πιστούς τους. Η απίσχνανση του θρησκευτικού αισθήματος στις ποικίλες εκφάνσεις της, από την απάθεια έως την απαξίωση και την αποκαθήλωση των πάντων, αποτελούν φαινόμενα σχεδόν αποκλειστικά των χριστιανικών κοινωνιών (εξαιρέσεις η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα). Έξω απ’ τις χώρες του πολιτικώς/οικονομικώς/τεχνολογικώς αναπτυγμένου κόσμου, και ειδικότερα στον αποκαλούμενο «τρίτο κόσμο», οι θρησκείες διατηρούν τις δυνάμεις και την επιρροή τους, ιδιαίτερα δε στα μουσουλμανικά κράτη και στις μουσουλμανικές κοινότητες εντός μη μουσουλμανικών κρατών παρατηρούνται τάσεις ριζοσπαστικοποίησης, επέκτασης και επεκτατισμού. Σημειωτέον, το ισλάμ δεν γνώρισε ούτε μπορεί να γνωρίσει Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμό, δημοκρατία, γενικώς όλα τα καλά και τα κακά της εκκοσμίκευσης. Δεν ανέχεται τη δυσπιστία, απαγορεύει την έσωθεν ή έξωθεν κριτική και τιμωρεί με θάνατο την έσωθεν και έξωθεν ασέβεια και βλασφημία. Παρ’ όλα αυτά, σημαντική μερίδα χριστιανών και αριστερών που ελεεινολογούν την παρακμή της πίστης και το τέρας του καπιταλισμού, αντιστοίχως, κοιτάζουν με ευμένεια το μουσουλμανικό παράδειγμα, εκφράζοντας κατανόηση προς απαράδεκτες θεσμικές αξιώσεις των μουσουλμάνων αλλά και επιείκεια ή συμπάθεια προς τους παράφρονες της ισλαμικής βίας/τρομοκρατίας. Στο όνομα της χαμένης πίστης και της αποικιοκρατικής ενοχής ή της γενικής παρακμής εξαίρεται αλόγιστα και αδιακρίτως το ασύμβατο με τη δυτική θεμελίωση ισλάμ, εκεί που θα έπρεπε να αναζητούνται συγκλονιστικά παραδείγματα στη μεγαλειώδη ινδική πνευματικότητα (ινδουισμός, βουδισμός, τζαϊνισμός). Οι θρησκείες και οι παραδόσεις, μολονότι αντανακλούν, δημιουργούν, διαμορφώνουν και υπηρετούν τις εκάστοτε ανάγκες του κάθε λαού, σαφώς διαφέρουν αξιολογικώς μεταξύ τους (κάποιες, αναντίρρητα, είναι πνευματικότερες ή ειρηνικότερες από κάποιες άλλες) και κάθε σοβαρός μελετητής του αντικειμένου γνωρίζει την ιστορία, τον πλούτο, την επίδραση, τη συμβολή και τις οφειλές της καθεμιάς. Ωστόσο, αυτό που σήμερα πρωτίστως θα έπρεπε να ενδιαφέρει είναι ο βαθμός θεσμικής και βιοτικής συμβατότητας κι εναρμόνισης των ανθρωπολογικών και πολιτικοκοινωνικών μοντέλων που αυτές προτείνουν, δηλαδή ενσαρκώνουν, κάτι όχι και πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί. Εφόσον, βέβαια, αποφασίσουμε να δράσουμε προς γενικό όφελος με γνώμονα την πραγματικότητα, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την ειρήνη, και μπορέσουμε επιτέλους ν’ απαλλαγούμε από ολέθριες ιδεολογικές στρεβλώσεις, προκαταλήψεις και φαντασιώσεις της άγνοιας και της μόδας («ισλαμοφοβία», «διαφορετικότητα», «πολυπολιτισμικότητα» κ.ά.). Εδώ η νοσούσα, αυτοϋπονομευτική, εν τέλει, αυτοκτονική μοίρα της Εσπερίας καθρεφτίζεται εύγλωττα στις επιθέσεις στο Charlie Hebdo (και, προπαντός, στη μερική ή πλήρη δικαιολόγησή τους), στον φετφά κατά του S. Rushdie, στις ύβρεις κατά του M. Houellebecq, στις διώξεις του Thilo Sarrazin, ή, παρ’ ημίν, στις κατηγορίες εις βάρος της γενναίας Σώτης Τριανταφύλλου, και γενικώς σε κάθε λόγο ή ενέργεια που αμφισβητεί, αναθεωρεί και απεμπολεί επί δυτικού εδάφους τα κορυφαία ανθρωπιστικά και πολιτειακά κατορθώματα και κεκτημένα της Δύσης.

alopsis.gr

ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ 20ου ΑΙΩΝΟΣ- ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΗΜΟΥ

Αθωνικοί Γέροντες 20ου Αιώνος
Διδαχές Ερήμου

  ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

Έχει λεχθεί όσον αφορά τον Αβά Αγάθωνα, ένα πατέρα της ερήμου του 4ου αιώνα, ότι κάποιοι μοναχοί ήρθαν και τον βρήκανε έχοντας ακούσει για τη μεγάλη του διάκριση. Θέλοντας να δουν άμα θα μπορούσε να χάσει την ψυχραιμία του τού είπανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που λέγεται ότι είναι πόρνος και υπερήφανος» «Ναι, είναι αλήθεια». Συνέχισαν, «εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που πάντα λέει ανοησίες;» «Εγώ είμαι.» Μετά τον ρωτήσανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας ο αιρετικός;» αλλά σε αυτό απάντησε «Δεν είμαι αιρετικός.» Οπότε τον ρώτησαν, «πες μας γιατί αποδέχτηκες οτιδήποτε πετάξαμε εναντίον σου, αλλά αρνήθηκες την τελευταία αυτή προσβολή» Απάντησε «Τις πρώτες κατηγορίες τις παίρνω για τον εαυτό μου γιατί αυτό είναι καλό για την ψυχή μου. Αλλά η αίρεση είναι διαχωρισμός από το Θεό. Δεν επιθυμώ να αποχωριστώ από το Θεό». Με αυτό το ρητό εντυπωσιάστηκαν από τη διάκρισή του και επέστρεψαν φωτισμένοι.  

ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑΣ

Κάποιος μοναχός συκοφαντήθηκε για πορνεία. Μη μπορώντας ο μοναχός αυτός την αδικία, έφυγε από το μοναστήρι του και πήγε στον Αββά Αντώνιο. Μετά από λίγο ήλθαν στον Αββά Αντώνιο μοναχοί από το μοναστήρι για να δουν τον μοναχό και να τον πάρουν πίσω. Άρχισαν λοιπόν να τον ελέγχουν και να επιμένουν ότι έπραξε την αμαρτία, ενώ εκείνος επέμενε ότι δεν έκανε τέτοια αμαρτία.

Συμπτωματικά έτυχε να βρίσκεται εκεί ο Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και βλέποντας την φιλονικία είπε αυτή τη παραβολή. Είδα –είπε- στη όχθη ενός ποταμού κάποιον άνθρωπο να έχει μπει στη λάσπη μέχρι τα γόνατα και ήλθαν κάποιοι να τον βοηθήσουν. Δίνοντας όμως το χέρι τους να τον τραβήξουν τον βύθισαν στη λάσπη μέχρι το λαιμό. Ακούγοντας την παραβολή αυτή ο Αββάς Αντώνιος λέει στους άλλους για τον Αββά Παφνούτιο.

Να ένας αληθινός άνθρωπος, που μπορεί να βοηθήσει και να σώσει ψυχές. Ακούγοντας αυτά οι μοναχοί συγκινήθηκαν και ζήτησαν συγγνώμη από το αδελφό που είχε συκοφαντηθεί. Και αφού τους παρακάλεσαν οι αββάδες τον πήραν και πάλι στο κοινόβιο. 

ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ

Κάποτε διηγήθηκε ο Αββάς Αρσένιος μία ιστορία: Καθόταν ένας γέροντας στο κελί του και άκουσε μία φωνή να του λέει « έλα, να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων». Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Τον πήγε λοιπόν σε κάποιο τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα που έκοβε ξύλα από τα οποία είχε φτιάξει ένα μεγάλο φορτίο. Προσπαθούσε στη συνέχεια να σηκώσει το φορτίο αλλά δεν μπορούσε. Αντί όμως να αφαιρέσει βάρος, έκοβε ξύλα και τα πρόσθετε στο φορτίο.

Αυτό το έκανε συνέχεια. Προχωρώντας πιο πέρα του έδειξε άλλον άνθρωπο να στέκεται σ΄ ένα λάκκο και να βγάζει νερό, το οποίο το μετέφερνε σε μια δεξαμενή τρύπια, ώστε το νερό να ξαναγυρίζει στο λάκκο. Έλα του είπε να σου δείξω και άλλον. Τότε βλέπει ένα Ναό και δύο άνδρες πού κάθονταν πάνω στα άλογά τους και κρατούσαν ο καθένας πλαγιαστά ένα ραβδί. Ήθελαν όμως να περάσουν από τη πόρτα του Ναού αλλά δεν μπορούσαν εξ αιτίας του ραβδιού που κρατούσαν πλαγιαστά.

Από υπερηφάνεια δεν ίσιωνε κανένας το ραβδί του και γι’αυτό έμεναν και οι δύο εμπρός στη πόρτα του Ναού. Αυτοί είναι –είπε η φωνή- που κάνουν τους δίκαιους αλλά έχουν υπερηφάνεια και οι οποίοι δεν υποχωρούν ώστε να διορθώσουν τους εαυτούς τους και να ακολουθήσουν το ταπεινό δρόμο του Χριστού. Γι’αυτό μένουν εκτός της Βασιλείας του Θεού. Αυτός που έκοβε ξύλα είναι ο άνθρωπος που έχει πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει προσθέτει στις υπάρχουσες αμαρτίες και άλλες. Όσο για εκείνον που αντλούσε νερό, πρόκειται για τον άνθρωπο που κάνει βέβαια καλά έργα αλλά επειδή τα έργα του έχουν και πονηρία, γι’αυτό χάνει και αυτά. Πρέπει λοιπόν κάθε άνθρωπος με σωφροσύνη να πράττει κάθε έργο του ώστε να μην κοπιάζει μάταια. 

ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

Κάποιος αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο και του είπε: Πες μου Αββά, τι να κάνω για να σωθώ; Ο γέροντας του είπε: Πήγαινε στο κοιμητήριο και βρίσε τους νεκρούς. Πράγματι ο αδελφός πήγε στο κοιμητήριο, έβρισε τους νεκρούς, τους λιθοβόλησε και επέστρεψε στο γέροντα και του το είπε. Τον ρώτησε ο γέροντας σου είπαν τίποτα οι νεκροί και αυτός απάντησε. Όχι. Του λέει ο γέροντας. Πήγαινε πάλι αύριο στο κοιμητήριο και αυτή τη φορά να εγκωμιάσεις τους νεκρούς.

Ο αδελφός πήγε τη επομένη στο κοιμητήριο και έλεγε προς τους νεκρούς. Είστε απόστολοι, άγιοι και δίκαιοι. Αφού έκανε και αυτό επέστρεψε στο Αββά Μακάριο και του το ανέφερε. Ο γέροντας τον ρώτησε: Δεν σου απάντησαν τίποτα; Ο αδελφός είπε. Όχι. Τότε τού λέει ο γέροντας. Είδες όσο και αν τους έβρισες δεν σου είπαν τίποτα, και όσο επίσης τους εγκωμίασες πάλι δεν σου απήντησαν τίποτα. Έτσι και συ αν θέλεις να σωθείς γίνου νεκρός. Ούτε τη αδικία των ανθρώπων ούτε τα εγκώμια τους να λογαριάζεις όπως οι νεκροί και μ’ αυτό το τρόπο θα σωθείς. 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Υπήρχε κάποιος πολύ ευλαβής  κοσμικός, ο οποίος πήγε στο Αββά Ποιμένα. Τον ίδιο καιρό πήγαν και άλλοι αδελφοί στο γέροντα, ζητούντες απ’ αυτόν να ακούσουν πνευματικές νουθεσίες. Λέγει τότε ο γέροντας στο ευλαβή εκείνο κοσμικό. Πες στους αδελφούς κάποια νουθεσία. Αυτός όμως παρακαλούσε λέγοντας· «συγχώρεσέ με Αββά, εγώ ήλθα για να μάθω». Αλλά μετά από πίεση του γέροντα είπε· «Εγώ είμαι ένας κοσμικός άνθρωπος πού μεταπουλάω χόρτα.

Τα μεγάλα δεμάτια χόρτα που παίρνω τα λύνω και τα κάνω μικρότερα. Με το τρόπο αυτό αγοράζω  χοντρικά και πουλάω λιανικά. Έτσι δεν ξέρω να σάς μιλήσω από τις γραφές, θα  πω όμως μία παραβολή. Κάποιος άνθρωπος είπε στο φίλο του· «Επειδή έχω την επιθυμία να δω τον Βασιλέα, έλα μαζί μου». Του απαντά ο φίλος του· «Θα έρθω μαζί σου μέχρι το μισό δρόμο». Αφού πήγαν μέχρι τα μισά του δρόμου λέει σε άλλο φίλο του· «Έλα εσύ τώρα να με πάς στο Βασιλιά» και εκείνος του απάντησε· «Θα σε πάω μέχρι το παλάτι του Βασιλιά». Τότε λέει σε κάποιο τρίτο φίλο του· «Έλα μαζί μου στο Βασιλιά», και αυτός απάντησε· «Θα έρθω και θα σε πάω στο παλάτι, θα σου συμπαρασταθώ, θα μιλήσω και θα σε παρουσιάσω στο Βασιλέα».

Τον ρώτησαν λοιπόν πια η σημασία της παραβολής και εκείνος αποκρίθηκε. «Ο πρώτος φίλος είναι η άσκηση πού οδηγεί μέχρι το δρόμο, ο δεύτερος φίλος είναι η αγνότητα η οποία φθάνει μέχρι τον ουρανό και ο τρίτος φίλος είναι η ελεημοσύνη που σε φέρνει απευθείας μέχρι το Βασιλέα Θεό. Έτσι, μορφωθέντες οι αδελφοί από τη παραβολή έφυγαν. 

ΠΕΡΙ ΑΚΑΚΙΑΣ

Κάποιος μοναχός διηγόταν για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι από την πολλή χάρη πού τον περιέβαλλε, είχε φθάσει σε μεγάλη ακακία. Και εξιστόρησε το εξής περιστατικό. Αυτός (ο Αββάς Ιωάννης) έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου. Κάποτε χρειάστηκε και πήρε από κάποιον αδελφό ένα νόμισμα και αγόρασε λινάρια για να εργασθεί. Ήλθε τότε κάποιος αδελφός και τον παρακάλεσε λέγοντας·  χάρισε μου Αββά λίγα λινάρια για να φτιάξω ένα λέβητα. Ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε λινάρια με χαρά. Ήλθε και άλλος αδελφός και τον παρακάλεσε όπως ο προηγούμενος λέγοντας· δώσε μου λίγα λινάρια Αββά για να φτιάξω ένα προσόψιο. Ο Αββάς Ιωάννης έδωσε και σ’ αυτόν με χαρά όπως και στον προηγούμενο.  Παρόμοια με τούς προηγούμενους ήλθαν και άλλοι αδελφοί πού ζήτησαν λινάρια, στους οποίους έδωσε ο Αββάς με ευχαρίστηση.

Κάποια στιγμή ήλθε και εκείνος πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζήτησε. Του λέγει τότε ο Αββάς· θα πάω να στο φέρω, αλλά μη έχοντας από που να το δώσει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο πού ήταν εφημέριος, προκειμένου να τον παρακαλέσει να του δώσει το νόμισμα, ώστε να το επιστρέψει στον αδελφό πού το χρωστούσε. Πηγαίνοντας λοιπόν προς τον Αββά Ιάκωβο, βρήκε καταγής ένα νόμισμα αλλά δεν το άγγιξε και βάζοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του.

Ήλθε και πάλι ο δανειστής στον Αββά Ιωάννη ενοχλώντας τον για το νόμισμα. Του απάντησε ο γέροντας· μη στεναχωριέσαι για την καθυστέρηση φροντίζω γι’ αυτό. Πάλι λοιπόν βγήκε από το κελί του προς αναζήτηση του νομίσματος και βρήκε ξανά το νόμισμα στο δρόμο εκεί πού το πρωτοείδε. Δεν το πήρε όμως αλλά κάνοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του. Και τρίτη φορά Ήλθε ο αδελφός πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζητούσε. Τότε του είπε ο γέροντας· αυτή τη φορά να είσαι σίγουρος ότι θα στο δώσω. Σηκώθηκε για μία φορά ακόμη και διερχόμενος από το ίδιο δρόμο βρήκε και πάλι το νόμισμα χάμω.

Κάνοντας λοιπόν μετάνοια το πήρε και πήγε στο Αββά Ιάκωβο λέγοντας του· Αββά, ερχόμενος σε σένα βρήκα αυτό το νόμισμα στο δρόμο. Κάνε λοιπόν αγάπη και πες το στην ενορία μήπως κάποιος το έχασε, και αν βρεθεί ο απολέσας τούτο, δός του το. Πράγματι ο Αββάς Ιάκωβος πηγαίνοντας στην ενορία το είπε σε τρεις συνάξεις αλλά δεν βρέθηκε κανένας πού να το είχε χάσει. Τότε είπε ο Αββάς Ιωάννης στον Αββά Ιάκωβο· αφού λοιπόν κανένας δεν το έχασε δός το στον τάδε αδελφό διότι του χρωστώ, αφού ερχόμενος σε σένα για να δείξεις την αγάπη σου ώστε να επιστρέψω το χρέος μου το βρήκα στο δρόμο. Θαύμασε τότε ο Αββάς Ιάκωβος, πως αφού χρωστούσε και βρήκε το νόμισμα δεν το πήρε αμέσως αλλά το έδωσε.

Και το επί πλέον αξιοθαύμαστο σχετικά με τον Αββά Ιωάννη είναι ότι εάν κάποιος ερχόταν πού χρειαζόταν κάτι απ’  αυτόν, δεν το έδινε ο ίδιος αλλά έλεγε στο αδελφό· πήγαινε μόνος σου και πάρε ότι χρειάζεσαι, και όταν το επέστρεφε του έλεγε· βάλε το πάλι κει απ’ όπου το πήρες. Αν πάλι δεν το επέστρεφε ο δανειστής δεν του έλεγε ποτέ τίποτε. 

ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ

Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον μαθητή του Αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή. Ήταν κάποτε σ’ ένα μέρος μνήματα και κατοικούσε εκεί μία ύαινα. Είδε ο γέροντας ο Αββάς Παύλος εκεί τριγύρω βολβούς και είπε στον υποτακτικό του Αββά Ιωάννη, να πάει εκεί και να του φέρει βολβούς.

Του είπε όμως ο Αββάς Ιωάννης· τι να κάνω όμως γέροντα όσον αφορά την ύαινα. Αστειευόμενος ο γέροντας του είπε· αν έλθει κατ’ επάνω σου, δέστην και φέρε την εδώ. Έτσι, πήγε ο αδελφός εκεί. Πράγματι, μόλις έφθασε εκεί ο Αββάς Ιωάννης, όρμησε η ύαινα κατ’ επάνω του, και αυτός σύμφωνα με το λόγο του γέροντα προσπάθησε να την πιάσει. Η ύαινα όμως έφυγε, ο δε Αββάς Ιωάννης έτρεχε πίσω της λέγοντας· στάσου, ο Αββάς μου είπε να σε δέσω. Κάποια στιγμή έπιασε την ύαινα και την έδεσε.

Ο γέροντας όμως πού τον περίμενε στεναχωριόταν. Κάποια στιγμή Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης έχοντας δεμένη την ύαινα, γεγονός πού όταν το είδε ο γέροντας θαύμασε. Θέλοντας όμως να ταπεινώσει τον Ιωάννη τον χτύπησε στη πλάτη λέγοντας του· παλαβέ, τρελό σκύλο έφερες εδώ; Και αμέσως ο γέροντας έλυσε την ύαινα και την άφησε ελεύθερη. 

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Διηγήθηκε κάποτε ο Αββάς Ιωάννης των κελιών, λέγοντας. Υπήρξε μία πόρνη στην Αίγυπτο πολύ όμορφη και πάρα πολύ πλούσια, την οποία <> οι άρχοντες της πόλης. Μία μέρα λοιπόν, βρέθηκε αυτή η πόρνη στην Εκκλησία και θέλησε να μπει μέσα. Ο υποδιάκονος όμως πού βρισκόταν στη πόρτα της Εκκλησίας δεν της επέτρεπε την είσοδο λέγοντας της· δεν είσαι άξια να μπεις στον οίκο του Θεού, διότι είσαι ακάθαρτη.

Άρχισε λοιπόν μία διαμάχη μεταξύ του υποδιακόνου και της πόρνης. Την φασαρία πού γινόταν στη πόρτα της Εκκλησίας, την άκουσε ο Επίσκοπος και πήγε εκεί. Τότε λέγει η πόρνη στον Επίσκοπο. Δεν με αφήνει να μπω στην Εκκλησία. Της απάντησε ο Επίσκοπος· δεν σου επιτρέπετε η είσοδος, διότι είσαι ακάθαρτη. Αυτή λοιπόν αισθάνθηκε τότε κατάνυξη και είπε στον Επίσκοπο· Δεν θα πορνεύσω ξανά. Της λέει ο Επίσκοπος· θα με βεβαιώσεις ότι δεν θα πορνεύσεις ξανά, αν φέρεις εδώ τα χρήματά σου.

Αμέσως η πόρνη έφυγε και επέστρεψε με όλα τα χρήματά της τα οποία έδωσε στον Επίσκοπο. Τότε ο Επίσκοπος παρέλαβε τα χρήματα και τα έκαψε. Μετά απ’ αυτό η πόρνη μπήκε στην Εκκλησία με συντριβή καρδιάς και δάκρυα μετανοίας, και έλεγε· Αλλοίμονο! Εάν εδώ σ’ αυτόν το κόσμο μου έγινε αυτό, τι έχω να πάθω στο άλλον κόσμο. Έτσι μετανόησε η πόρνη και έγινε σκεύος εκλογής. 

ΠΕΡΙ ΣΟΦΙΑΣ

Κάποτε συνομιλούσαν κάποιοι γέροντες με τον Αββά Αντώνιο, ήταν δε μαζί του και ο Αββάς Ιωσήφ. Θέλοντας ο Αββάς Αντώνιος να τούς δοκιμάσει, είπε κάποιο εδάφιο από την Αγία Γραφή και άρχισε να ερωτά από τον νεότερο προς τον αρχαιότερο, τι σήμαινε το συγκεκριμένο αγιογραφικό χωρίο.

Τότε, καθένας από τούς πατέρες εκείνους απαντούσε κατά την προσωπική του δυνατότητα. Ο Αββάς Αντώνιος αποκρίνετο σε καθέναν λέγοντας· <>. Μετά από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ· <>. Ο Αββάς Ιωσήφ του απήντησε· <>. Τότε, τούς είπε ο Αββάς Αντώνιος· <>. 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ

Ο Αββάς Σπυρίδων πού ήταν βοσκός, διεκρίνετο από τόση ευσέβεια πού αξιώθηκε να γίνει και ποιμένας ανθρώπων διότι είχε κληρωθεί επίσκοπος μιας πόλεως της Κύπρου πού ονομάζετο Τριμυθους. Λόγω της ταπεινότητάς του ταυτόχρονα με τα Επισκοπικά του καθήκοντα συνέχιζε να ποιμένει πρόβατα. Ένα βράδυ ήλθαν κρυφά στο μαντρί κλέπτες και προσπαθούσαν να κλέψουν τα πρόβατα. Ο Θεός όμως πού φρόντιζε για την σωτηρία του ποιμένα έσωσε και τα πρόβατα.

Διότι από κάποια αόρατη δύναμη οι κλέπτες δέθηκαν στο μαντρί! Αφού ξημέρωσε ήλθε και ο βοσκός στα πρόβατα, ο οποίος βλέποντας τούς κλέπτες δεμένους πισθάγκωνα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τότε προσευχήθηκε και έλυσε τούς κλέπτες. Αφού τούς ενουθέτησε και τούς συμβούλευσε ότι είναι προτιμότερο με τίμιους κόπους να φροντίζουν για την ζωή τους παρά με αδικίες, τούς άφησε ελεύθερους χαρίζοντας τους ένα κριάρι και χαριτολογώντας τούς είπε· λάβετε αυτό για να μην θεωρηθή ότι ξενυχτήσατε άδικα. 

athonikoigerontes.blogspot.com 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ- ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΝ ΓΛΥΤΩΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

 Γέρων Ευλόγιος του Φανερωμένου
Οι προσευχές του υποτακτικού τον γλύτωσαν από την κόλαση 

To 1901 Γέρων (του Κελλίου Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου πλησίον των Καρυών) Παχώμιος, γερασμένος και ασθενής, στην επιθανάτια κλίνη έβλεπε δαίμονες. Ο Γέροντας Ευλόγιος στάθηκε συμπαραστάτης και παρηγορητής του όταν, κατά τις ανεξερεύνητες κρίσεις του Θεού, προσευχόμενος είδε την ψυχή του να πορεύεται στην κόλαση, πρόσπεσε με θερμά δάκρυα στη μεσιτεία της Παναγίας για την ψυχή του Γέροντός του. Μη μπορώντας να αντέξει την απώλειά του, δανείστηκε χρήματα για να κάνουν λειτουργίες ιερείς και να προσευχηθούν ασκητές επί σαρανταήμερο για την ψυχή του. Την τεσσαρακοστή ημέρα εμφανίστηκε χαρούμενος μπροστά του ο Γέρων Παχώμιος και τον ασπάστηκε, ευχαριστώντας τον για την σωτηρία του. Προς χάρη του η Θεοτόκος, τον είχε απαλλάξει από την κόλαση. 

ΠΗΓΗ : "ΠΡΩΤΑΤΟΝ",  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1984, αριθ. 11, σελ.  κ.ε.

ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΗΝΟΣ: ΤΟ ΛΑΔΟΦΑΝΑΡΟ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ!

 Το Λαδοφάναρο της κόλασης
Διηγείται ο μακαριστός Γέρων Μάρκελλος Καρακαλληνός

Ήταν ένας δόκιμος μοναχός ό όποιος -όπως όλοι οι νέοι στη αρχή- είχε δυσκολίες. Αποφάσισε λοιπόν -κρυφά από τον ηγούμενο και τούς άλλους πατέρας- να φύγει από το μοναστήρι η πρόνοια όμως του Θεού πού δεν ήθελε να τον αφήσει να εμπλακεί ξανά με τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του τον προλαμβάνει και τη νύκτα πριν την ημέρα πού θα σηκωνόταν αξημέρωτα να φύγει, του δείχνει ένα τρομερό όραμα:  

Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε.  

 Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.  

- Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;  

- Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.  

Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά πού έχουμε εδώ στο μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους διαδρόμους.  

Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει.  

- Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου. 

- Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιού σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.  

Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω! Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε!  

Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.  

- Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;  

- Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε!

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

ΜΕΓΑ ΣΠΗΛΑΙΟ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Μέγα Σπήλαιο: Ιστορίες
και θησαυροί της αρχαιότερης Μονής της Ελλάδας

Σκαρφαλωμένη σε μια απόκρημνη πλαγιά, η Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου αποτελεί ένα μνημείο πνευματικότητας και ιστορίας. Ιδρυμένη το 362 μ.Χ. από τους Θεσσαλονικείς μοναχούς Συμεών και Θεόδωρο, η Μονή φέρει τον τίτλο της αρχαιότερης στην Ελλάδα, μαγνητίζοντας πλήθος προσκυνητών.

Ο λόγος για το Μέγα Σπήλαιο, το ιστορικό μοναστήρι των Καλαβρύτων που αποτελεί πνευματική όαση για τους πιστούς και ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας.

Η Μονή βρίσκεται 10 χλμ. βορειανατολικά των Καλαβρύτων κοντά στο δρόμο που ενώνει την Εθνική Οδό Πατρών – Αθηνών με τα Καλάβρυτα, και είναι κτισμένη στο άνοιγμα ενός μεγάλου φυσικού σπηλαίου (απ΄ όπου και το όνομα της) της οροσειράς του Χελμού, επάνω από την απότομη χαράδρα του Βουραϊκού ποταμού, σε υψόμετρο περίπου 900 μέτρων, καθώς και σε κοντινή απόσταση και ψηλότερα του χωριού Κάτω Ζαχλωρού.

Το οκταώροφο συγκρότημα της Μονής κόβει την ανάσα σε συνδυασμό με το εντυπωσιακό τοπίο της περιοχής. Το καθολικό της Μονής σκαμμένο στο βράχο, είναι ναός σταυροειδής, εγγεγραμμένος με δύο νάρθηκες. Ο κυρίως ναός έχει τοιχογραφίες του 1653, αξιόλογα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ στο νάρθηκα οι τοιχογραφίες ανάγονται στις αρχές του 19ου αιώνα.

Η ιστορία της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου αρχίζει με το θαυμαστό τρόπο της ανεύρεσης της Ιεράς Εικόνας. Δύο αδελφοί από την Θεσσαλονίκη, Συμεών και Θεόδωρος, διακρινόμενοι για την μόρφωση και την ευσέβειά τους, αφού ασκήθηκαν στα όρη Όλυμπος, Όσσα και Πήλιο, μετέβησαν στο Άγιο Όρος για να γνωρίσουν φωτισμένους ησυχαστές και άνδρες της ερήμου. Από εκεί πήγαν στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσουν όλα τα μέρη που περπάτησε ο Σωτήρας μας.  Ενώ οι δύο αδελφοί βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, είδαν ο καθένας ξεχωριστά μια οπτασία με την εντολή να μεταβούν στην Αχαΐα και να βρουν την Ιερή Εικόνα της Παναγίας από μαστίχα και κερί, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά.

Ύστερα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το 362 μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το χωριό Γαλατά (Ζαχλωρού). Όταν την πλησίασαν, η Ευφροσύνη τους προσκύνησε με σεβασμό και ανέφερε τα ονόματά τους. Στην συνέχεια, τους οδήγησε στο σπήλαιο που βρισκόταν η αναζητούμενη Ιερή Εικόνα, την οποία είχε ανακαλύψει νωρίτερα η ίδια «Θεία Βουλή», και με την οδηγία ενός τράγου από το κοπάδι της, που πήγαινε στο σπήλαιο για να πιει νερό από την πηγή που βρισκόταν εκεί. Η πηγή αυτή του σπηλαίου – μαρμάρινη κατόπιν – αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα, ενώ η Ευφροσύνη τιμάται ως Αγία.

Η Ιερή Εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν δίπλα στην πηγή και φυλασσόταν από ένα φοβερό δράκο, ο οποίος σκοτώθηκε από κεραυνό όταν επιτέθηκε στους δύο μοναχούς που προσπαθούσαν να καθαρίσουν το ιερό χώρο από την πυκνή βλάστηση. Ακολούθως, οι δύο μοναχοί κατασκεύασαν μικρό ναό και μερικά μικρά κελιά με την συνδρομή του πλήθους των πιστών, που συνέρρεαν δια να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Αρκετοί μάλιστα από τους πιστούς παρέμεναν για άσκηση. Σιγά – σιγά η Μονή έγινε μία από τις πλέον «πολυμονάχους Μονάς» και γνώρισε μεγάλη ακμή και αίγλη.

Ο αρχικός ναός σωζόταν μέχρι το 1934, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στην περιουσία της Μονής περιλαμβάνονταν ακίνητα στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη, και μεγάλες εκτάσεις στην Αχαΐα και την Ηλεία, τα λεγόμενα “Μετόχια”. Η Μονή καταστράφηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές από πυρκαγιές, το 840, το 1400, το 1640 και το 1934. Πάντοτε όμως η Αγία Εικόνα σωζόταν με τρόπο θαυμαστό. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γέρων φέρεται να ξανάχτισε το μοναστήρι το 1285 μετά από καταστροφική πυρκαγιά.

Το Μέγα Σπήλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Το 1770 ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος επικεφαλής ενόπλων πολιόρκησε τα Καλάβρυτα.

Τότε ο ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου με άλλους μοναχούς και με τον σταυρό ανά χείρας πήγε στα Καλάβρυτα όπου μεσολαβώντας κατόρθωσε να παύσει η πολιορκία και να αποχωρήσουν ασφαλείς οι Τουρκικές οικογένειες. Χάρη σ’ αυτή την πράξη του ηγουμένου, όταν κατόπιν κατεστάλη η επανάσταση και ορδές Αλβανών λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, η Μονή κατόρθωσε να διασωθεί και ταυτόχρονα να σώσει και πολλές ζωές Ελλήνων.

Κατά την Επανάσταση του 1821 η Μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αλλά και κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών και παρότι δέχτηκε πολλές επιθέσεις, ποτέ δεν κατακτήθηκε. Το γεγονός που ξεχώρισε ήταν η απόκρουση της επέλασης του Ιμπραήμ τον Ιούνιο του 1827.

Την 21η Ιουνίου οι Οθωμανοί Σαμή Εφέντης και Σεχνετζίπ Εφέντης, υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ, κάλεσαν τους μοναχούς να του παραδώσουν το Μοναστήρι γράφοντας μεταξύ άλλων: «Ηγούμενε θέλει στοχασθής τούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει έυγη σε κεφάλι, λοιπόν σαν φρόνιμος όπου είσαι στοχάσου βαθιά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος».

Την 22 Ιουνίου δόθηκε η ιστορική απάντηση του τότε ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον διότι είμεθα ωρκισμένοι εις την πίστιν μας, ή να ελευθερωθούμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της Πατρίδος μας. … αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής… θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. …».

Και πραγματικά ο στρατός του Ιμπραήμ που είχε και την υποστήριξη Ελλήνων προσκυνημένων υπό τον Νενέκο, αναγκάσθηκε να αποσυρθεί μετά από σκληρή μάχη στις 24 Ιουνίου, χάρη στη γενναία άμυνα από τους Πετμεζαίους και τον Φωτάκο. Το μοναστήρι όπου είχαν βρει καταφύγιο και πολλοί άμαχοι, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να το καταλάβουν και μετά την σύγκρουση είχαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες εν αντιθέσει με το ελληνικό στρατόπεδο. Μετά την έκβαση της μάχης που ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες, οι κατακτητές αποχώρησαν από την ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων.

Στο Σχολαρχείο που λειτουργούσε στη Μονή φοίτησε το 1895 ο τότε Γεώργιος Παρασκευόπουλος, ο οποίος αγιοκατατάχθηκε (Άγιος Γερβάσιος των Πατρών) στις 16 Νοεμβρίου 2023, μετά από απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου.

Στους νεότερους χρόνους, η Μονή καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγά της. Το Δεκέμβριο του 1943 τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής λεηλάτησαν το μοναστήρι και εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς αλλά και μοναχούς. Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση «Ψηλός Σταυρός». Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.

Παρ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες, η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, μετά από κάθε καταστροφή ή πυρκαγιά ανεγειρόταν καλύτερη. Tο 1979 ανέλαβε την Ηγουμενία της Μονής ο μακαριστός Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Θεοδωρόπουλος (εκοιμήθη 24/11/2012). Τότε η Μονή από «ιδιόρρυθμος» έγινε «Κοινόβιος», ώστε απερίσπαστοι οι μοναχοί να υπηρετούν την Παναγία, στην υπηρεσία της οποίας έταξαν τους εαυτούς τους.

Η εικόνα της Παναγίας Μεγαλοσπηλαιωτίσσης: Εξέχουσα θέση μεταξύ των ιερών κειμηλίων της Μονής κατέχει η Θαυματουργή Ιερή Εικόνα της «Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας», που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά (μία εκ των τριών που δημιούργησε και σώζονται μέχρι σήμερα). Εκτιμάται ότι μαζί με το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων την χάρισε ο Απόστολος Λουκάς στο πνευματικό του τέκνο, τον ηγεμόνα της Αχαΐας Θεόφιλο. Εκείνος δε την κληροδότησε στους απογόνους του. Κατά την εποχή των διωγμών, αυτοί την έκρυψαν στο Σπήλαιο. Όταν αυτοί πέθαναν ή φονεύθηκαν διά την Πίστη τους, παρέμεινε στο Σπήλαιο μέχρι που ανακαλύφθηκε κατά θαυμαστό τρόπο από την Αγία Ευφροσύνη. Είναι ανάγλυφη, πάχους τριών πόντων και πλασμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες. Φέρει εσθήτα χρωματισμένη και χρυσά διαγράμματα. Από τις πολλές πυρκαγιές έχει αμαυρωθεί.

Το σώμα της είναι εστραμμένο δεξιά, με κεκλιμένη την κεφαλή προς τον Υιόν της, κρατώντας τον στο δεξί χέρι (Δεξιοκρατούσα), ο οποίος με το αριστερό του χέρι κρατεί ελαφρά την αριστερή παλάμη της Μητρός Του, ενώ με το δεξιό κρατεί το Ευαγγέλιο. Δεξιά και αριστερά της κηρόπλαστης εικόνας παρίστανται, μετά φόβου άγγελοι. Στις τέσσερις γωνίες της εικόνας βρίσκονται δεξιά εξαπτέρυγα Σεραφείμ και αριστερά πολυόμματα Χερουβείμ.

Παράλληλα, στο Κειμηλιαρχείο της Μονής υπάρχουν πολλά ιερά κειμήλια: σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, διάφοροι σταυροί ευλογίας, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες κ.α. Ανακαινίσθηκε εκ βάθρων από τους αδελφούς Αδραβιδιώτη.

Επιπλέον, στο παρεκκλήσιο των Κτιτόρων Συμεών Θεοδώρου και Ευφροσύνης, υπάρχουν πολλές λειψανοθήκες με Ιερά Λείψανα πολλών Αγίων, οι τίμιες Κάρες των ιδρυτών της Μονής καθώς και τμήμα του ιερού Λειψάνου του Αγίου Χαραλάμπους (άφθαρτο αριστερό χέρι σε στάση ευλογίας)

Η πρόσβαση στη Μονή σήμερα είναι εύκολη: στην Εθνική οδό Αθηνών – Πατρών, μετα την Ακράτα στην έξοδο της Πούντας ακολουθούμε το δρόμο προς Καλάβρυτα. Μετά από 25 χιλ. φθάνουμε στη Ιερά Μονή. Επίσης από το Διακοπτό με το εντυπωσιακό τρενάκι, τον οδοντωτό, διασχίζοντας το απείρου κάλλους φαράγγι του Βουραϊκού, φτάνει ο επισκέπτης στα Καλάβρυτα και από εκεί με ταξί σε δέκα λεπτά βρίσκεται στη Ιερά Μονή.

Τέλος, η Ιερά Μονή εορτάζει καί πανηγυρίζει κατά τις εξής ημερομηνίες: Την 15η Αυγούστου (Κοίμησις Υπεραγίας Θεοτόκου). Την 14η Σεπτεμβρίου (Ύψωσις Τιμίου Σταυρού) καθώς και την 18η Οκτωβρίου (Εορτή Αγίου Ενδόξου καί Αποστόλου Λουκά καί των Κτιτόρων Συμεών, Θεοδώρου και Ευφροσύνης, όπου τελείται Ιερά Αγρυπνία). 

pronews.gr