ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑ ΠΑΝΤΟΤΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΑΣ;

 Γιατί δεν απαντά πάντοτε η Παναγία στις προσευχές μας; 

Πολλοί χριστιανοί, και από αυτούς που συμμετέχουν πολύ συχνά στη Λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, θέτουν το εξής ερώτημα: Γιατί δεν απαντάει πάντοτε η Παναγία μας, στις θερμές και επίμονες παρακλήσεις που τις κάνουμε.

Την απάντηση μας την δίνει ένας από τους στίχους της Παρακλήσεως .«Κάθε πιστός, λέει, λαμβάνει το δώρημα, δηλ. την απάντηση, ανάλογα με το συμφέρον της αιτήσεως».

Ζητούμε πολλά, πάρα πολλά από την Παναγία μας. Όμως όλα τα αιτήματά μας δεν είναι προς το συμφέρον μας. Εμείς, σαν άνθρωποι που είμαστε έχουμε μάτι περιορισμένο. Μάτι που βλέπει μόνο το παρόν. Γι’ αυτό ζητούμε πράγματα που στην πρώτη όψη τους φαίνονται σωστά και δίκαια, στην ουσία τους είναι ψεύτικα και επιζήμια. Δεν συντελούν δηλ. στην σωτηρία μας.

Για παράδειγμα θα αναφέρω ένα γεγονός μέσα από την Αγ. Γραφή. Οι Ισραηλίτες ζήτησαν από τον Θεό να τους γλιτώσει από την αιχμαλωσία των Αιγυπτίων και την φτώχεια. Ο Θεός τους άκουσε και τους δώρισε την ελευθερία και πολλά αγαθά. Οι Ισραηλίτες όμως απ’ όλα βλάφτηκαν. Αφού γεύθηκε όλα τα αγαθά του Θεού ο λαός του Ισραήλ, στην συνέχεια απέρριψε τον αληθινό Θεό και άρχισε να προσκυνάει τα είδωλα. Να λοιπόν γιατί δεν λαμβάνουμε πάντοτε την απάντηση που θέλουμε στις Παρακλήσεις μας. Γιατί δεν είναι πάντα προς το αιώνιο συμφέρον μας. Ο Ι. Χρυσόστομος λέει ότι όταν δεν μας απαντάει ο Θεός, τότε μας δίνει την ωραιότερη απάντηση. Γιατί τότε έχει να μας δώσει στον Ουρανό κάτι πολύ ανώτερο από αυτό που ζητούμε εδώ στη γη.

Γι’ αυτό να δείξουμε εμπιστοσύνη στον Θεό, και στην Παναγία Μητέρα Του και να ζητούμε μόνον «Τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών…» Αμήν.

ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ! ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

 ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

Κάποιος ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», διηγείται (δήθεν για κάποιον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα όμως για τον ίδιο τον εαυτό του), ότι την ώρα που προσευχόταν με την Ευχή ήρθε σε έκσταση και είδε τότε άπειρο πλήθος δαιμόνων –που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας– να του επιτίθενται, γεμάτοι λύσσα. Οι διαθέσεις τους ήταν πραγματικά φονικές. Αγριεμένοι, ορμούσαν απ’ όλες τις πλευρές για να τον κατασπαράξουν. 

Έντρομος αυτός, έτρεξε προς την Εκκλησία.
–Πού να καταφύγω; αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού παρά στον φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα πανάχραντα Μυστήρια. Θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκύτατης Παναχράντου Μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Έχοντας αυτά στον νου και στον λογισμό του, τρέχοντας έφθασε έντρομος μέσα στον Ναό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του τέμπλου σαν ζωντανούς, κατάστεπτους με βασιλική δόξα. Το θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά κι από τον ήλιο. Όλο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή ακτινοβολία. Τα πάντα εκεί, στολίζονταν λαμπροφόρα. Οι καντήλες, τα μανουάλια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό δεσποτικό, το Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Άγια Πρόθεση, τα πάντα ήταν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα! Και, προπαντός, οι αγιογραφίες γύρω–γύρω στους τοίχους του Ναού: παρούσα, λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη, όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία. 

Ο ασκητής εκείνος και ιερέας, δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπο της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου! Μόνο προσκύνησε. Άγγιξε ή δεν άγγιξε το χέρι του Κυρίου που με ευμένεια του προτάθηκε για ασπασμό.
Με φόβο και δέος, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας. Ασπάσθηκε το παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την ατενίσει στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά, είδε το θείο Βρέφος καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θείο αυτό σύμπλεγμα, όσο ταιριαστή είναι η ομορφιά και η ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα. Ομορφιά κι ευωδία, μαζί! 

Η Κυρία Θεοτόκος κοίταζε αυτόν τον ιερομόναχο με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος έλαβε θάρρος από αυτό και ρώτησε:
–Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία και Μητέρα του Χριστού μου, πώς να γλυτώσω από τους εχθρούς δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, του απάντησε:
–Με το Όνομα του Υιού Μου και με το Όνομα το δικό Μου θα μπορέσεις να νικάς και να εξολοθρεύεις τους δαίμονες. Και εδώ μέσα στον Ναό που βρίσκεσαι και έξω στο κελλί σου, είτε εργάζεσαι είτε ησυχάζεις, παντού και πάντοτε, το όνομα του Υιού Μου και το Όνομα το δικό Μου να επικαλείσαι! 

Ο ασκητής ιερομόναχος, με μεγάλη ευλάβεια, έβαλε αμέσως μια στρωτή εδαφιαία μετάνοια, βγήκε έξω από την μικρή εκκλησία και φώναξε με όλη του την δύναμη:
–Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!
–Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!

Κι αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι και δειλοί δαίμονες, εξαφανίστηκαν όλοι τους από μπροστά του σαν αστραπή… 

«Ανωνύμου τινός Αγιορείτου Ησυχαστού “Απελπισμένου” επικληθέντος»:
«Νηπτική Θεωρία»,  Λόγος 1ος, σελ. 29–31, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη».

ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ;

Ποια η σημασία των Παρακλήσεων του Δεκαπενταύγουστου;

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια περίοδος του Εκκλησιαστικού έτους, κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθιά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Επί δεκαπέντε ημέρες, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δειλινού και τα πλήθη των πιστών πάνε να ψάλλουν τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.

Ανάλογη κατάνυξη έχει βέβαια και η περίοδος των Χαιρετισμών της Παναγίας.

Αλλά ενώ στους Χαιρετισμούς κυριαρχεί ο υμνολογικός τόνος, η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης», στους Παρακλητικούς Κανόνες του Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος είναι το πένθος και η οδύνη της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού που ζητά παράκληση και παρηγοριά από την Παναγία.

Οι Παρακλητικοί Κανόνες, ο Μικρός και ο Μέγας λέγονται αλλιώς η Μικρή και η Μεγάλη Παράκληση, επειδή διά των ύμνων αυτών οι πιστοί παρακαλούν την Παναγία να ακούσει και να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους.

Ψάλλονται, εναλλάξ, δηλαδή την μία μέρα ψάλλεται η Μεγάλη και την άλλη η Μικρή.
Μόνο κατά τους εσπερινούς των Σαββάτων και της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου δεν ψάλλονται οι Παρακλήσεις και τούτο επειδή το περιεχόμενό τους είναι πένθιμο και ικετευτικό και δεν συμφωνεί προς το χαρμόσυνο ύφος των εορταστικών ύμνων της δεσποτικής εορτής, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα μας.

Εκτός, όμως, από την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου η Μικρή, ιδίως, Παράκληση ψάλλεται συχνά, «εν πάση περιστάσει και θλίψει ψυχής», είτε στους ιερούς Ναούς, είτε και κατ’ οίκον, από τους πιστούς, οι οποίοι επιθυμούν να ικετεύσουν δι’ αυτής την Θεοτόκο και να επικαλεσθούν την μεσιτεία Της.

Η διάκριση των Παρακλήσεων σε Μικρή και Μεγάλη οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον στην έκταση, το μέγεθος των τροπαρίων. Τα τροπάρια, δηλαδή, της Μικρής Παρακλήσεως είναι μικρότερα και συντομώτερα από εκείνα της Μεγάλης.

Η Μικρή Παράκληση είναι ποίημα κάποιου αγνώστου υμνογράφου, ο οποίος κατ’ άλλους μεν ονομάζονταν Θεοστήρικτος και ήταν Μοναχός, κατ’ άλλους δε Θεοφάνης. Όπως φαίνεται, όμως, πρόκειται περί του ιδίου προσώπου, το οποίο έγινε Μοναχός και από Θεοφάνης μετονομάσθηκε σε Θεοστήρικτο.

Η Μεγάλη Παράκληση είναι έργο του Θεοδώρου του Β , του Δουκός, Βασιλέως της Νικαίας, του επονομαζομένου Λασκάρεως, ο οποίος έζησε περί τα μέσα του 13ου αιώνος και είναι πολύ μεταγενέστερος του Θεοστηρίκτου, του Μοναχού.

Οι δύο Παρακλήσεις, πλην του Κανόνος, περιλαμβάνουν στην Ακολουθία τους και Ψαλμούς, δεήσεις υπέρ των ζώντων πιστών, υπέρ των οποίων τελούνται, και Ευαγγελική περικοπή.

Το περιεχόμενό τους είναι ικετευτικό, συγκινεί τους πιστούς, διδάσκει και προτρέπει αυτούς να προστρέχουν με θάρρος και εμπιστοσύνη πάντοτε προς την Κυρία Θεοτόκο, την Μεγάλη Μητέρα τους, για να βρίσκουν παρηγοριά και να λαμβάνουν βοήθεια στις ανάγκες του.

Προς την Κυρία Θεοτόκον ας ψάλλουμε και εμείς με πίστη και εκ βάθους καρδίας τις ιερές Παρακλήσεις και μαζί με τους ιερούς υμνωδούς, ας επαναλαμβάνουμε: «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν, ην έχομεν, και δεινών συμφορών και βλάβης και κινδύνων και πειρασμών ημάς λύτρωσαι, αμετρήτω σου ελέει», με την ακράδαντη βεβαιότητα ότι «δεν θα παρίδει την πενιχράν δέησίν μας, τον κλαυθμόν και τα δάκρυα και τους στεναγμούς μας, αλλά θα πληρώσει τας αιτήσεις μας», για να δοξάζουμε Αυτήν μετά πόθου πάντοτε. 

ekklisiaonline.gr

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

ΕΤΣΙ ΜΕ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ ΜΟΥ!

 Έτσι με κατάντησαν τα δάκρυα της μάννας μου!

Αυτό το γεγονός το εδιηγείτο η Γερόντισσα Ξένη, η οσία πρώτη Ηγουμένη της Μονής του αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, η οποία ήταν τυφλή. Τυφλή κατά την σωματική όραση, αλλά φωτισμένη και με οξεία πνευματική όραση. Αποδεικνύει δε ότι οι ψυχές των κεκοιμημένων λυπούνται όταν οι συγγενείς αντί να δοξολογούν τον Θεό, σκληρύνονται και λυπούνται υπερβολικά. 

Αυτή λοιπόν η αγιασμένη μοναχή είχε μια αδελφή στην Αθήνα, η οποία είχε έξι κορίτσια και ένα αγόρι, που την εποχή εκείνη ήταν οκτώ περίπου ετών. Η μητέρα του αλλά και όλοι οι συγγενείς το υπεραγαπούσαν και διότι ήταν μονάκριβο αλλά και γιατί ήταν πολύ καλό παιδάκι. Ένα σωστό αγγελάκι.

Με τον εμφύλιο πόλεμο (1948) και τα λεγόμενα Δεκεμβριανά, όπου εγίνοντο μάχες και μέσα στις πόλεις, σ’ έναν βομβαρδισμό το αγοράκι, ενώ γύριζε από το σχολείο, σκοτώθηκε. Έτσι αυτό το επίγειο αγγελούδι διάνυσε γρήγορα την επίγεια ζωή του για να βρεθεί κοντά στον Θεό σαν ουράνιο πλέον αγγελούδι.

Η μητέρα πόνεσε πολύ. Αφήνοντας δε τον εαυτό της έρμαιο του πόνου, έπεσε στην εφάμαρτη υπερβολή και στην απελπισία, ενώ σαν χριστιανή Ορθόδοξη ήξερε ότι το παιδάκι της ήταν στην χαρά του Ουρανού.

Αυτή η συμπεριφορά των συγγενών έχει πολλές φορές αποδειχθεί πως ενοχλεί τις ψυχές που βρίσκονται κοντά στον Θεό, οι οποίες χαίρονται μόνον όταν οι επίγειοι συγγενείς δοξολογούν τον Ουράνιο Πατέρα, τον χορηγό της αιώνιας μακαριότητας και Ευεργέτη των ανθρώπων, είτε βρίσκονται στον πρόσκαιρο κόσμο είτε στον αληθινό. 

Έτσι λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση το αγοράκι εμφανίστηκε στον ύπνο της μεγαλύτερης αδελφής του, η οποία ήταν πράγματι μία ενάρετη και πιστή κοπελίτσα. Είδε λοιπόν το αγοράκι στον τάφο μέσα σε νερά.

- Αδελφούλη μου, του είπε με λαχτάρα, γιατί είσαι μέσα στα νερά;

Κι εκείνο με παράπονο αλλά και με κάποια αγανάκτηση της είπε:

- Έτσι με κατάντησαν τα δάκρυα της μάννας μου!

Όταν πληροφορήθηκε βέβαια αυτά η μητέρα του, συναισθάνθηκε το λάθος της, ζήτησε συγχώρηση από τον Θεό και γαλήνεψε. Δεν ήθελε επ’ ουδενί να πικραίνει το αγγελάκι της αλλά προ πάντων τον Θεό. 

Συνέβη όμως και το εξής, το οποίο καλό είναι να το έχουμε υπ’ όψιν μας. Στο παιδάκι αυτό δεν έκαναν τα καθιερωμένα από την Εκκλησία μας μνημόσυνα, γιατί πίστευαν ότι δεν εχρειάζοντο, επειδή ήταν μικρό. Η σκέψη αυτή όμως είναι λανθασμένη. Η κάθε ψυχούλα, ανεξαρτήτως ηλικίας, θέλει τις προσφορές της ενώπιον του Θεού και τις προσευχές. Κυρίως όμως μερίδιο από την Θεϊκή Βασιλική Τράπεζα του Χριστού, όταν γίνεται η Θεία Λειτουργία, όταν γίνεται η μνημόνευσή της στην αγία Πρόθεση.

Φάνηκε λοιπόν πάλι ο μικρούλης σ’ αυτή την καλή του αδελφούλα, η οποία τον είδε ότι βρισκόταν σε μία λαμπρή ουράνια τράπεζα μαζί με άλλα παιδάκια, αλλά δεν είχε εκείνος μπροστά του πιάτο με φαγητό! Η αδελφή του τον ρώτησε το γιατί και τότε της είπε:

- Εσείς δεν μου στείλατε φαγητό και μ’ αφήσατε νηστικό!

Η κοπέλας το είπε στην μητέρα της και έκαναν τα απαραίτητα μνημόσυνα. Τότε η αδελφή του τον ξαναείδε σ’ εκείνη την τράπεζα, αλλά αυτή τη φορά να τρώει ευχαριστημένος από ένα πλούσιο πιάτο με φαγητό που είχε μπροστά του. 

Έτσι, για μια ακόμη φορά βγαίνει το συμπέρασμα πως και τα μικρά κεκοιμημένα παιδάκια θέλουν τα μνημόσυνά τους. 

Πηγή: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - Ουράνια μηνύματα - Θαυμαστά γεγονότα»

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕ, ΜΕΤΡΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΑΣΤΡΑ;

«Εὐλογημένε, μετριοῦνται τά ἄστρα;!»

Ἡ ἀλήθεια γιά τό Δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος ξεπερνᾶ τίς νοητικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. (Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἀναφερώμεθα σ᾿ αὐτό, τό ὁποῖο πιστεύουμε.) Δέν μπορεῖ τό πεπερασμένο καί περιορισμένο μυαλό μας νά χωρέση τό ἄπειρο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅμως Τόν τιμοῦμε, Τόν προσκυνοῦμε, Τόν λατρεύουμε. εἶναι ὁ Ἕνας Τριαδικός Θεός μας, ὁ Δημιουργός μας.

   Αὐτή ἡ διδασκαλία γιά τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, γιά τό ἀπρόσιτον τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀδιαίρετο φύσι Του, γιά τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν τριῶν Προσώπων, ἀπασχολοῦσαν μέρα – νύχτα ἕναν διάσημο Ἡγούμενο σ᾿ ἕνα μοναστήρι.
     Ἔνα βράδυ, λοιπόν, μέ ἔναστρο πεντακάθαρο οὐρανό, ὁ Ἡγούμενος, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τή μελέτη, ἀπό τό στοχασμό καί ἀπό τήν ἔρευνα, πού ἔκανε γύρω ἀπό τά πράγματα, πού ἀφοροῦσαν τά Πρόσωπα τῆς Ἀγίας Τριάδος, βγῆκε ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί περπατοῦσε, ἀπολαμβάνοντας τήν ἡσυχία τῆς νύχτας καί λέγοντας τήν εὐχούλα, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

    Περπατῶντας, ὅμως, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μοναστήρι καί ὕστερα ἀπό μισή ὥρα περίπου συνάντησε ἕνα μαντρί μέ πρόβατα.
     «Τί παράξενο! ἔχουμε τόσο κοντά στό μοναστήρι μαντρί μέ πρόβατα καί δέν τό ξέρω;» εἶπε μέσα του. Πρόσεξε ὅμως καί τόν τσοπάνη τοῦ κοπαδιοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε κάτι περίεργο: σήκωνε τό χέρι του πρός τόν οὐρανό, δείχνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί ὕστερα ἔσκυβε καί κάτι σκάλιζε κάτω στό χῶμα. Αὐτό τό ἔβλεπε νά τό κάνη συνέχεια καί γιά ἀρκετή ὥρα. Πλησίασε ὁ Ἡγούμενος περίεργος καί τόν ρώτησε:

– Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί κάνεις ἐδῶ, μέσ᾿ στή νύχτα;

– Ἄ, λέγει, πάτερ μου, μετράω τ᾿ ἄστρα! Καί γράφω κάτω στό χῶμα πόσα μέτρησα. Ὕστερα σηκώνω ξανά τό χέρι μου καί πάλι μετράω: ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα… Μετράω ἑκατό – διακόσια καί τά ξαναγράφω. Καί στό τέλος θά κάνω πρόσθεσι!

– Εὐλογημένε, τοῦ λέει, μετριοῦνται τά ἄστρα;! Αὐτά εἶναι ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων… Μπορεῖς νά τά μετρήσης τά ἄστρα;

– Μά καί οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, πού ἐσύ μετρᾶς καί ψάχνεις, μετριοῦνται; Χωρᾶνε στό μυαλό, πάτερ μου;

Καί εὐθύς ἀμέσως καί ὁ τσοπάνης καί τό μαντρί ἐξαφανίστηκαν ἀπό μπροστά του! Μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί ταπεινωμένος ὁ Ἡγούμενος γύρισε στό μοναστήρι. «Καλά νά πάθω – ἔλεγε – καλά νά πάθω!»
Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ δέν μετρῶνται, δέν ἐρευνῶνται, δέν ἀνακαλύπτονται μέ τό μυαλό, ἀλλά ἀποκαλύπτονται μέσα στόν καθαρό καί φωτισμένο νοῦ, ἐντός τῆς «κεκαθαρμένης καί τεταπεινωμένης καρδίας». Καί ἄν θέλουμε νά κάνουμε κάποια ἑρμηνεία σέ ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά τήν κάνουμε πάντοτε μέ βάσι τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά αὐθαιρετοῦμε, ὅπως κάνουν οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί.
Ἡ προσκύνησις, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἱερή καί ἁγία κληρονομιά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βάσις καί τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως!

Ο Άγιος Ραφαήλ, Ενημερωτικό φυλλάδιο, Αύγουστος 2014, σελ. 2.