Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σεραπίωνα, ὅτι ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἑνὸς πουλιοῦ.
Δὲν ἀπόκτησε ποτὲ κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ οὔτε ἔμεινε σὲ κελί, ἀλλὰ τυλιγμένος ἕνα σεντόνι καὶ κρατώντας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο τριγυρνοῦσε ἔtσι σὰν νὰ μὴν εἶχε σῶμα.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβρισκαν νὰ κάθεται στὸν δρόμο ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ νὰ κλαίει γοερὰ καὶ τὸν ρωτοῦσαν:
«Γέροντα, γιατί κλαῖς ἔτσι;»
«Ὁ Κύριός μου, μοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ πλούτη του, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ ἔχασα, γι᾿ αὐτὸ θέλει νὰ μὲ τιμωρήσει».
Ἐκεῖνοι, σὰν τὸν ἄκουγαν, νόμιζαν ὅτι μιλάει γιὰ χρυσάφι καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἔριχναν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν:
«Ἀδελφέ, δέξου το αὐτὸ καὶ φάε, ὅσο γιὰ τὰ πλούτη ποὺ ἔχασες, ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σοῦ τὰ στείλει».
Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρινόταν: «Ἀμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου