Μᾶς
λέγουν οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας ὅτι ρίζα κάθε ἁμαρτίας εἶναι o ἐγωϊσμός. Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος o Διάλογος τήν ὀνομάζει βασίλισσα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὅσο πιό πολύ ὑπερηφανευόμαστε, ὅσο πιό πολύ
κυνηγᾶμε τή δόξα καί τόν ἔπαινο καί τήν τιμή, τόσο πιό τιποτένιοι εἴμαστε ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους, ἐνῶ στούς ταπεινούς δίνει
τή χάρη του» (Παροιμ. 3,34).
Ὁ ἐγωϊσμός εἶναι τό ἐμπόδιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν
καί ἡ αἰτία ὅλων τῶν παραπτωμάτων. Γιά τή θεραπεία τοῦ ἐγωϊσμοῦ
παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτομε σέ ἄλλες μεγάλες ἁμαρτίες, πράγμα ποὺ δέν θά ἐπέτρεπε
ὁ πάνσοφος Γιατρός τῶν ψυχῶν μας, ἄν αὐτός δέν ἦταν ἡ χειρότερη ἀπ’ ὅλες.
Ἔτσι, ὅταν ὁ βασιλιάς Δαβίδ καυχήθηκε – ὅπως δείχνουν τά λόγια του, «ἐγώ, βυθισμένος στά πλούσια ὑλικά ἀγαθά, εἶπα: «Δέν θά μετακινηθῶ ποτέ ἀπό τούτη τήν εὐτυχία»» (Ψαλμ. 29,7) – ὁ Κύριος, γιά νά τόν θεραπεύσει, τόν ἄφησε κι’ ἔπεσε σέ μοιχεία καί φόνο. Ὅπως καί ὁ ἅγιος Πέτρος ὑπερηφανεύτηκε ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς ἀποστόλους ὅτι ὅλοι θά χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Αὐτόν καί θά διασκορπιστοῦν, κι’ ἐκεῖνος μέ αὐτοπεποίθηση βεβαίωσε: «Κι’ ἄν ὅλοι χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Ἐσένα, ἐγώ ὅμως ὄχι» (Μάρκ. 14,29). Γιά τήν ἔπαρσή του ἐκείνη, ὁ Κύριος παρεχώρησε νά Τόν ἀρνηθεῖ τρεῖς φορές, κι’ ἔτσι νά ταπεινωθεῖ, νά κλάψει καί νά μετανοήσει (Μάρκ. 14,66-72).
Ἀλλά καί τόσοι μεγάλοι ἀσκητές τῆς ἐρήμου, ποὺ ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά δαιμόνια, ποὺ ἔκαναν σημεῖα καί τέρατα, ἔπεσαν μέ θεία παραχώρηση σέ βαριά παραπτώματα, ἀκόμα καί σέ φόνους καί σέ πορνεῖες, ὅπως διαβάζουμε στό Γεροντικό, στό Λαυσαϊκό, στά Συναξάρια καί σέ ἄλλα πατερικά βιβλία. Ἀκόμη καί συκοφαντίες καί δυστυχίες καί βάσανα πολλά βρίσκουν συχνά τόν ἄνθρωπο, ἀκόμα καί σωματικές ἀρρώστιες, γιά νά τόν λυτρώσουν ἀπό τήν ἔπαρση. Εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστ. Παύλου: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύομαι» (Β’ Κορ. 12,7).
Τό γεγονός, λοιπόν, ὅτι o Θεός ἐπιτρέπει νά βροῦν τόν ἄνθρωπο τέτοιες συμφορές γιά νά τσακιστεῖ ἡ σκληροτράχηλη ὑπερηφάνειά του, φανερώνει πὼς αὐτή εἶναι τό μεγαλύτερο, τό χειρότερο πάθος. Καί δέν εἶναι μόνο τό χειρότερο, μά καί τό πιό γερά ριζωμένο μέσα μας. Γι’ αὐτό, ὅταν μέ ἀγώνα σκληρό καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἀρετές νικήσουν τίς κακίες καί διώξουν ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά ἐλαττώματα, μόνο ἡ ὑπερηφάνεια μένει ἀνυπότακτη καί ἐπιμένει νά πολεμάει τόν ἄνθρωπο ὡς τό θάνατό του. Αὐτό ἔπαθε ὁ φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς, ποὺ κατόρθωσε πολλές ἀρετές, καί ἔχοντας ὑπερήφανη πεποίθηση στήν εὐσέβειά του, κατακρίθηκε ὁ ταλαίπωρος (Λουκ. 18,9-19).
Ἀλλά γιατί, ἀλήθεια ὑπερηφανευόμαστε καί καμαρώνομε καί ἐξουθενώνομε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ νομίζομε πὼς εἶναι τάχα κατώτεροί μας; Γιά τή σοφία μας; Γιά τήν ἀρετή μας; Γιά τά πλούτη μας; Γιά τήν ὀμορφιά μας; Ὅλ’ αὐτά ὅμως, καί ὅσα ἄλλα ἔχομε, δέν εἶναι παρά εὐεργετήματα καί δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα θά δώσομε λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅσο πιό χαρισματοῦχοι εἴμαστε, τόσο πιό αὐστηρά θά κριθοῦμε. Ἔτσι, ἄν στή ζωή αὐτή ἀξιωθήκαμε νά ἔχομε περισσότερα ἀγαθά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀγαθά ὑλικά ἤ πνευματικά, ὀφείλουμε νά ταπεινωνόμαστε πιό πολύ καί νά εὐγνωμονοῦμε τό Θεό ποὺ μᾶς εὐεργέτησε.
Μόνο οἱ ἁμαρτίες καί οἱ πτώσεις εἶναι δικές μας. Ἄν θέλομε γι’ αὐτές νά καυχιώμαστε, δείχνομε τήν ἀφροσύνη καί τήν ἀγνωσία μας. Ἄν εἴμαστε ὅμως λογικοί ἄνθρωποι, θά βλέπομε τήν ἀναξιότητα καί τήν ἀθλιότητά μας, καί θά συντριβόμεθα ταπεινωμένοι.
Ἄς μήν ξεχνᾶμε ἐπίσης, πὼς ὁ ἐγωϊστής ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή κολάζεται, μά καί στήν παροῦσα μισεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιατί δέν ὑπάρχει πιό ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶναι συνεχῶς ἀνήσυχος. Πασχίζει νά προβληθεῖ καί νά συγκεντρώνει ἐπάνω του τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ κόσμου. Ἄν δέν τόν τιμήσουν, ταράζεται καί θλίβεται. Βρίσκεται συχνά σέ φιλονικίες καί διαμάχες μέ τούς ὁμοίους του, ποὺ ζηλεύουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ζητάει ὅλο καί μεγαλύτερη δόξα. Ἀντίθετα τόν ταπεινό ὅλοι τόν ἀγαποῦν, ἀκόμα κι’ ἄν ἔχει ἄλλα ἐλαττώματα. Αὐτός νικάει τόν κακό μέ τήν ὑπομονή, τόν ὀργίλο μέ τήν πραότητα, τόν ἐγωϊστή μέ τήν ταπείνωση.
Ὁ Θεός ὑψώνει ἐκείνους ποὺ ταπεινώνονται, ὄχι ἐκείνους ποὺ ποθοῦν τά μεγαλεῖα. Ὕψωσε τόν Ἰακώβ πάνω ἀπό τόν Ἠσαῦ (Γεν. 27-28), τόν Ἰωσήφ πάνω ἀπό τούς ἀδελφούς του (Γεν. 37-41), τόν τελώνη πάνω ἀπό τόν Φαρισαῖο (Λουκ. 18,14), τόν φτωχό Λάζαρο πάνω ἀπό τόν πλούσιο (Λουκ. 16,19-31). Κατεξοχήν ὅμως ὕψωσε ὁ Θεός Πατέρας τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ταπεινώθηκε ἑκούσια πιό πολύ ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Θεός ἀθάνατος καί παντοδύναμος καί ἀνενδεής Ἐκεῖνος, καταδέχθηκε νά ἐναθρωπήσει μέ ἄκρα ταπείνωση, νά γεννηθεῖ σέ σπήλαιο, νά σπαργανωθεῖ σέ φάτνη ἀλόγων ζώων, νά ζήσει μέσα στή φτώχεια καί τήν ἀφάνεια, νά καταφρονηθεῖ, νά νίψει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, νά χλευαστεῖ, νά μαστιγωθεῖ, καί τελικά νά ὑποστεῖ, ὄντας ὁλότελα ἀθῶος, τόν μαρτυρικό σταυρικό θάνατο, καί ὅλ’ αὐτά γιά μᾶς τούς ἐνόχους καί ἁμαρτωλούς, γιά τή σωτηρία καί τή λύτρωσή μας.
Ἄς μιμηθοῦμε τόν Κύριό μας, νά μισήσουμε τόν ἐγωϊσμό καί νά ποθήσουμε τήν ταπείνωση. Νά ἐπιδιώκομε τή συναναστροφή μέ ἀνθρώπους ἄσημους καί ταπεινούς, καί νά μή μεγαλοπιανόμαστε. Πάντοτε νά ζητᾶμε τήν τελευταία θέση. Στήν ἐνδυμασία, στή διατροφή, σ’ ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, νά ἀποφεύγομε τά περιττά καί ἐξεζητημένα. Μόνο τά ἀπαραίτητα νά ἔχομε. Καί γενικά, ὅσο μποροῦμε, νά μιμούμεθα πάντοτε τόν Κύριο, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ποὺ πολιτεύθηκαν μέ βαθειά ταπείνωση. Γιατί, ὅπως τά καρπερά δένδρα, ὅσο περισσότερο εἶναι φοφτωμένα μέ καρπούς, τόσο χαμηλότερα κλίνουν πρός τή γῆ τά κλωνάρια τους, ἔτσι καί οἱ πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀποκτοῦν τίς εὐεργεσίες καί δωρεές Του, τόσο ταπεινώνονται, γνωρίζοντας πὼς αὐτό εἶναι τό χρέος τους, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅταν κάνετε ὅλα ὅσα σᾶς προστάξει ὁ Θεός, νά λέτε: «Εἴμαστε ἀνάξιοι δοῦλοι, κάναμε αὐτό ποὺ ὀφείλαμε νά κάνουμε».» (Λουκ. 17,10).
Ἄν ἡ θεία μεγαλοσύνη ταπεινώθηκε τόσο, «μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8) πῶς τολμάει νά ὑψηλοφρονεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία; Ὁ Ἄβελ μᾶς δίδαξε τήν ἀθωότητα, ὁ Ἐνώχ τήν καθαρότητα, ὁ Νῶε τήν μεγαλοψυχία καί τήν ἐλπίδα, ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπακοή καί τή φιλοξενία, ὁ Ἰακώβ τή μακροθυμία, ὁ Ἰωσήφ τήν ἁγνεία, ὁ Μωϋσῆς τήν πραότητα, ὁ Ἰώβ τήν ὑπομονή, ὁ Δαβίδ τήν ἀγάπη στούς ἐχθρούς, ὁ Ἠλίας τόν ἔνθεον ζῆλον καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τήν ταπείνωση «Διδαχθεῖτε ἀπό τό δικό μου παράδειγμα, γιατί εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί οἱ ψυχές σας θά βροῦν ἀνάπαυση» (Ματθ. 11,29). Ὅλες τίς ἀρετές μᾶς τίς διδάσκει o Κύριος, σ’ αὐτήν ὅμως μᾶς παρακινεῖ περισσότερο, γιατί εἶναι τό δοχεῖο, τό θησαυροφυλάκιο τῶν ἄλλων ἀρετῶν.
Πηγή: Περιοδικό Ὅσιος Νίκων (agiazoni.gr)
Ἔτσι, ὅταν ὁ βασιλιάς Δαβίδ καυχήθηκε – ὅπως δείχνουν τά λόγια του, «ἐγώ, βυθισμένος στά πλούσια ὑλικά ἀγαθά, εἶπα: «Δέν θά μετακινηθῶ ποτέ ἀπό τούτη τήν εὐτυχία»» (Ψαλμ. 29,7) – ὁ Κύριος, γιά νά τόν θεραπεύσει, τόν ἄφησε κι’ ἔπεσε σέ μοιχεία καί φόνο. Ὅπως καί ὁ ἅγιος Πέτρος ὑπερηφανεύτηκε ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς ἀποστόλους ὅτι ὅλοι θά χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Αὐτόν καί θά διασκορπιστοῦν, κι’ ἐκεῖνος μέ αὐτοπεποίθηση βεβαίωσε: «Κι’ ἄν ὅλοι χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Ἐσένα, ἐγώ ὅμως ὄχι» (Μάρκ. 14,29). Γιά τήν ἔπαρσή του ἐκείνη, ὁ Κύριος παρεχώρησε νά Τόν ἀρνηθεῖ τρεῖς φορές, κι’ ἔτσι νά ταπεινωθεῖ, νά κλάψει καί νά μετανοήσει (Μάρκ. 14,66-72).
Ἀλλά καί τόσοι μεγάλοι ἀσκητές τῆς ἐρήμου, ποὺ ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά δαιμόνια, ποὺ ἔκαναν σημεῖα καί τέρατα, ἔπεσαν μέ θεία παραχώρηση σέ βαριά παραπτώματα, ἀκόμα καί σέ φόνους καί σέ πορνεῖες, ὅπως διαβάζουμε στό Γεροντικό, στό Λαυσαϊκό, στά Συναξάρια καί σέ ἄλλα πατερικά βιβλία. Ἀκόμη καί συκοφαντίες καί δυστυχίες καί βάσανα πολλά βρίσκουν συχνά τόν ἄνθρωπο, ἀκόμα καί σωματικές ἀρρώστιες, γιά νά τόν λυτρώσουν ἀπό τήν ἔπαρση. Εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστ. Παύλου: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύομαι» (Β’ Κορ. 12,7).
Τό γεγονός, λοιπόν, ὅτι o Θεός ἐπιτρέπει νά βροῦν τόν ἄνθρωπο τέτοιες συμφορές γιά νά τσακιστεῖ ἡ σκληροτράχηλη ὑπερηφάνειά του, φανερώνει πὼς αὐτή εἶναι τό μεγαλύτερο, τό χειρότερο πάθος. Καί δέν εἶναι μόνο τό χειρότερο, μά καί τό πιό γερά ριζωμένο μέσα μας. Γι’ αὐτό, ὅταν μέ ἀγώνα σκληρό καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἀρετές νικήσουν τίς κακίες καί διώξουν ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά ἐλαττώματα, μόνο ἡ ὑπερηφάνεια μένει ἀνυπότακτη καί ἐπιμένει νά πολεμάει τόν ἄνθρωπο ὡς τό θάνατό του. Αὐτό ἔπαθε ὁ φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς, ποὺ κατόρθωσε πολλές ἀρετές, καί ἔχοντας ὑπερήφανη πεποίθηση στήν εὐσέβειά του, κατακρίθηκε ὁ ταλαίπωρος (Λουκ. 18,9-19).
Ἀλλά γιατί, ἀλήθεια ὑπερηφανευόμαστε καί καμαρώνομε καί ἐξουθενώνομε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ νομίζομε πὼς εἶναι τάχα κατώτεροί μας; Γιά τή σοφία μας; Γιά τήν ἀρετή μας; Γιά τά πλούτη μας; Γιά τήν ὀμορφιά μας; Ὅλ’ αὐτά ὅμως, καί ὅσα ἄλλα ἔχομε, δέν εἶναι παρά εὐεργετήματα καί δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα θά δώσομε λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅσο πιό χαρισματοῦχοι εἴμαστε, τόσο πιό αὐστηρά θά κριθοῦμε. Ἔτσι, ἄν στή ζωή αὐτή ἀξιωθήκαμε νά ἔχομε περισσότερα ἀγαθά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀγαθά ὑλικά ἤ πνευματικά, ὀφείλουμε νά ταπεινωνόμαστε πιό πολύ καί νά εὐγνωμονοῦμε τό Θεό ποὺ μᾶς εὐεργέτησε.
Μόνο οἱ ἁμαρτίες καί οἱ πτώσεις εἶναι δικές μας. Ἄν θέλομε γι’ αὐτές νά καυχιώμαστε, δείχνομε τήν ἀφροσύνη καί τήν ἀγνωσία μας. Ἄν εἴμαστε ὅμως λογικοί ἄνθρωποι, θά βλέπομε τήν ἀναξιότητα καί τήν ἀθλιότητά μας, καί θά συντριβόμεθα ταπεινωμένοι.
Ἄς μήν ξεχνᾶμε ἐπίσης, πὼς ὁ ἐγωϊστής ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή κολάζεται, μά καί στήν παροῦσα μισεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιατί δέν ὑπάρχει πιό ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶναι συνεχῶς ἀνήσυχος. Πασχίζει νά προβληθεῖ καί νά συγκεντρώνει ἐπάνω του τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ κόσμου. Ἄν δέν τόν τιμήσουν, ταράζεται καί θλίβεται. Βρίσκεται συχνά σέ φιλονικίες καί διαμάχες μέ τούς ὁμοίους του, ποὺ ζηλεύουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ζητάει ὅλο καί μεγαλύτερη δόξα. Ἀντίθετα τόν ταπεινό ὅλοι τόν ἀγαποῦν, ἀκόμα κι’ ἄν ἔχει ἄλλα ἐλαττώματα. Αὐτός νικάει τόν κακό μέ τήν ὑπομονή, τόν ὀργίλο μέ τήν πραότητα, τόν ἐγωϊστή μέ τήν ταπείνωση.
Ὁ Θεός ὑψώνει ἐκείνους ποὺ ταπεινώνονται, ὄχι ἐκείνους ποὺ ποθοῦν τά μεγαλεῖα. Ὕψωσε τόν Ἰακώβ πάνω ἀπό τόν Ἠσαῦ (Γεν. 27-28), τόν Ἰωσήφ πάνω ἀπό τούς ἀδελφούς του (Γεν. 37-41), τόν τελώνη πάνω ἀπό τόν Φαρισαῖο (Λουκ. 18,14), τόν φτωχό Λάζαρο πάνω ἀπό τόν πλούσιο (Λουκ. 16,19-31). Κατεξοχήν ὅμως ὕψωσε ὁ Θεός Πατέρας τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ταπεινώθηκε ἑκούσια πιό πολύ ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Θεός ἀθάνατος καί παντοδύναμος καί ἀνενδεής Ἐκεῖνος, καταδέχθηκε νά ἐναθρωπήσει μέ ἄκρα ταπείνωση, νά γεννηθεῖ σέ σπήλαιο, νά σπαργανωθεῖ σέ φάτνη ἀλόγων ζώων, νά ζήσει μέσα στή φτώχεια καί τήν ἀφάνεια, νά καταφρονηθεῖ, νά νίψει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, νά χλευαστεῖ, νά μαστιγωθεῖ, καί τελικά νά ὑποστεῖ, ὄντας ὁλότελα ἀθῶος, τόν μαρτυρικό σταυρικό θάνατο, καί ὅλ’ αὐτά γιά μᾶς τούς ἐνόχους καί ἁμαρτωλούς, γιά τή σωτηρία καί τή λύτρωσή μας.
Ἄς μιμηθοῦμε τόν Κύριό μας, νά μισήσουμε τόν ἐγωϊσμό καί νά ποθήσουμε τήν ταπείνωση. Νά ἐπιδιώκομε τή συναναστροφή μέ ἀνθρώπους ἄσημους καί ταπεινούς, καί νά μή μεγαλοπιανόμαστε. Πάντοτε νά ζητᾶμε τήν τελευταία θέση. Στήν ἐνδυμασία, στή διατροφή, σ’ ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, νά ἀποφεύγομε τά περιττά καί ἐξεζητημένα. Μόνο τά ἀπαραίτητα νά ἔχομε. Καί γενικά, ὅσο μποροῦμε, νά μιμούμεθα πάντοτε τόν Κύριο, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ποὺ πολιτεύθηκαν μέ βαθειά ταπείνωση. Γιατί, ὅπως τά καρπερά δένδρα, ὅσο περισσότερο εἶναι φοφτωμένα μέ καρπούς, τόσο χαμηλότερα κλίνουν πρός τή γῆ τά κλωνάρια τους, ἔτσι καί οἱ πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀποκτοῦν τίς εὐεργεσίες καί δωρεές Του, τόσο ταπεινώνονται, γνωρίζοντας πὼς αὐτό εἶναι τό χρέος τους, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅταν κάνετε ὅλα ὅσα σᾶς προστάξει ὁ Θεός, νά λέτε: «Εἴμαστε ἀνάξιοι δοῦλοι, κάναμε αὐτό ποὺ ὀφείλαμε νά κάνουμε».» (Λουκ. 17,10).
Ἄν ἡ θεία μεγαλοσύνη ταπεινώθηκε τόσο, «μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8) πῶς τολμάει νά ὑψηλοφρονεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία; Ὁ Ἄβελ μᾶς δίδαξε τήν ἀθωότητα, ὁ Ἐνώχ τήν καθαρότητα, ὁ Νῶε τήν μεγαλοψυχία καί τήν ἐλπίδα, ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπακοή καί τή φιλοξενία, ὁ Ἰακώβ τή μακροθυμία, ὁ Ἰωσήφ τήν ἁγνεία, ὁ Μωϋσῆς τήν πραότητα, ὁ Ἰώβ τήν ὑπομονή, ὁ Δαβίδ τήν ἀγάπη στούς ἐχθρούς, ὁ Ἠλίας τόν ἔνθεον ζῆλον καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τήν ταπείνωση «Διδαχθεῖτε ἀπό τό δικό μου παράδειγμα, γιατί εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί οἱ ψυχές σας θά βροῦν ἀνάπαυση» (Ματθ. 11,29). Ὅλες τίς ἀρετές μᾶς τίς διδάσκει o Κύριος, σ’ αὐτήν ὅμως μᾶς παρακινεῖ περισσότερο, γιατί εἶναι τό δοχεῖο, τό θησαυροφυλάκιο τῶν ἄλλων ἀρετῶν.
Πηγή: Περιοδικό Ὅσιος Νίκων (agiazoni.gr)
Ευχαριστώ τον φίλο Γρηγόριο Θεολόγο για τα διαλεγμένα άρθρα,βίντεο και άλλα , που αναρτεί κάθε μέρα .Είναι ωφέλιμα και ουσιώδη .
ΑπάντησηΔιαγραφή