Ενθυμούμαι, μία φορά που η θλίψη προσπαθούσε να εξαντλήσει την ψυχή μου, είχα καθίσει εκεί στη γωνία και προσπαθούσα να μη σκέφτομαι, αλλά να προσεύχομαι. Όταν σκεφτόμουν, ταραζόμουν, όταν προσευχόμουν, γαλήνευα.
Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Ενθυμούμαι, μία φορά που η θλίψη προσπαθούσε να εξαντλήσει την ψυχή μου, είχα καθίσει εκεί στη γωνία και προσπαθούσα να μη σκέφτομαι, αλλά να προσεύχομαι. Όταν σκεφτόμουν, ταραζόμουν, όταν προσευχόμουν, γαλήνευα.
Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης.
ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ: ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΠΩΣ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Η ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΣΑΣ ΑΝΑΘΕΣΑΤΕ ΤΟ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ!
Να προσέχετε πως θα περάσει η κάθε ημέρα. Το μέλλον σας αναθέσατέ το στη Θεία Πρόνοια. Θα βοηθήσει ο Θεός. Ό,τι είναι θέλημα Θεού θα γίνει. Μη σκέφτεστε και μη βάζετε βάρος στο νου σας για το μέλλον.
Όσιος Ιερώνυμος της Αίγινας: Μὴ θυμώνετε. Θὰ σᾶς εἰρωνευθοῦν, θὰ ὑποφέρετε. Ἐσεῖς μὴ φοβάσθε. Σᾶς προσφέρουν δηλ. πιπέρι, νὰ δίδετε ζάχαρη. Ἐγὼ πιπέρι δὲν ἔχω νὰ σκέπτεσθε, ζάχαρη ἔχω, ζάχαρη δίδω.
ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ: «ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΝ ΜΑΣ, ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΕ ΤΟΝ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΘΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ!»
Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία.
Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Δια πολλούς λόγους την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις. Ημέρα να μη πέραση χωρίς προσευχήν, αλλά και προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ.
Ή προσευχή πώς πηγαίνει; Εγώ, πολλές ημέρες κρεβάτι δεν βλέπω. Και όταν αρχίζω, γλυκαίνομαι και δεν θέλω να τελειώσω.
Όταν κάμνετε προσευχήν, να λέτε: Πιστεύω…. εις ένα Θεόν… Πατέρα… Παντοκράτορα… Ποιητήν Ουρανού και γης…. δηλ. να μη τα λέγετε, γρήγορα και σας παίρνει ό πονηρός τον λογισμόν, άλλα αργά, για να τα νοιώθετε τα λόγια.
Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν. θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει ή Εκκλησία μας, δηλ. Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, άλλα ενίοτε αφήνετε τα και δι” ολίγον. Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε και μόνοι σας στο τον Χριστό μας. Άπλα και από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: «Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ημέρα μου πνευματικά, άλλα με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, Έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.» Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις.
Όπως αν δεν εργασθείς μισθό δεν παίρνεις, Έτσι και χωρίς κόπο, προσπάθειες, επιμέλεια, προσευχήν κλπ. χαρίσματα Ούτε Έρχονται, Ούτε πνευματικές αγίες γεύσεις.
Αν στο μαγκάλι δεν προσθέσουμε κάρβουνα, ή φωτιά θα σβήσει. Προσοχή να μη σβήσει ή φωτιά. Και δεν θα σβήσει αν δεν κόψης την προσευχή.
Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνο κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματα σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει ή φωτιά, δηλ. ό πόθος δια τον Θεόν. Και τότε έρχονται και τα δάκρυα.
Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αίτιες πού θα σου φέρνουν δάκρυα.
Μια ψυχή, δεκατέσσερις ώρες, συνεχώς, έκλαιγε από κατάνυξιν. Έλεγε: Τα μάτια μου είναι μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν.
Το «Πιστεύω» να μη περνάει ημέρα πού να μη το πεις. Είτε στην ακολουθία είτε χωριστά.
Θεολόγος είσαι και πανδρεύθηκες; Ό θεολόγος πρέπει να ανακατώνει το βάθος της θαλάσσης! Πώς δεν σε αιχμαλώτισε ή Θεολογία! Όταν άρχισες να την σπουδάζεις, είχες εις τον νουν σου να παντρευθής, ή μετά έμπλεξες! (όντως είχε γίνει το δεύτερο).
Εάν έχεις φόβο Κυρίου, έμαθες θεολογία. Εάν δεν έχεις φόβον Κυρίου τέχνη έμαθες δια να ζήσης.
Ταπείνωση, δάκρυα, προσευχή και καθαρή ψυχή. Δεν έρχονται δάκρυα, όταν δεν πέρασε κανείς καλά, πνευματικά την ημέρα του.
Όταν βρεθείς σε δύσκολες στιγμές, το «Πιστεύω» να λες. Αργά και να το αισθάνεσαι. Κάθε μία λέξη του να φθάνει βαθιά στην καρδιά σου, όχι τυπικά και ξηρά. Εγώ, το λέγω πολλές φορές την ημέρα, 5-6 και περισσότερες.
Αν αφήνεις παράθυρο, θα μπει το φως. Αν όλα είναι κλειστά, από που θα μπει φως και ας είναι άφθονο έξω. Έτσι και εις τα πνευματικά: Άνοιξε την καρδιά σου στο Χριστόν μας, παρακάλεσε Τον και Εκείνος θα βοηθήσει!
Μη λες «ό Χριστός» αλλά «ό Χριστός μας».
Το Ψαλτήρι καθημερινή μου τροφή το έχω. Να το αγαπάς πολύ και να το διαβάζεις.Έστω “ένα ή δύο ψαλμούς την ημέρα. Και όταν έχεις λύπη, όταν έχεις πειρασμόν, διάβαζε με προσοχήν και αγάπην το Ψαλτήρι και θα νιώθεις μεταβολή μέσα σου.
Η καλύτερη μουσική είναι ή Βυζαντινή. Πολύ την αγαπώ.
Να θεωρείς την Εκκλησία ως Ιατρείο. Διατί πηγαίνει κανείς εις το Ιατρείο; Δια να θεραπευθεί. Να λέγεις, Διατί ήλθα εδώ; (εις την Εκκλησιά) και να παρακαλείς τον Χριστό μας, την Παναγίαν μας και τους Αγίους μας!
Κάθε ημέρα, στην Βηθλεέμ βρίσκομαι. Μπορείς σωματικά να είσαι όπου αναγκαστικά είσαι υποχρεωμένος να είσαι. “Αλλά με τον νουν σου, όπου εσύ θέλεις. Τον νουν σου δεν εξουσιάζει κανείς.
Όποτε χρειασθείς, οπότε θέλεις ή έχεις κάποιον λύπην, να έρχεσαι εδώ και όποια ώρα νάνε, εγώ θα σε δέχομαι! Αν εγώ πού είμαι άνθρωπος αμαρτωλός σε λυπάμαι και σου λέγω έτσι, πόσον μάλλον ό Χριστός μας, πού είναι Φιλάνθρωπος, πού μας αγαπάει με αγάπην πού δεν μπορούμε να την κατανοήσομε. Οποια ώρα νάνε και για ότι έχεις, θα καταφεύγεις στον Χριστόν μας, στην προσευχήν, και Εκείνος θα σε λυπάται και θα σε ακούει και θα σε βοηθά.
Γέροντα, συχνά δεν προλαβαίνω να κάνω προσευχή στο σπίτι και προσεύχομαι καθ” όδόν κλπ. Μήπως δεν πρέπει; «Στην ανάγκη δεν πειράζει Ό Θεός είναι παντού, είναι Πνεύμα! Όταν πεινάς, μόνο στο τραπέζι τρως; Δεν τρως και όρθια και τρέχοντας και δουλεύοντας; Αρκεί τον νουν σου να έχεις στα λόγια της προσευχής».
Ημέρα πού θα πέραση και δεν ένοιωσες τον Χριστό μας στην καρδία σου, δια της προσευχής, αναγνώσεως Ψαλτηρίου, Ευαγγελίου, κλπ., κλπ., να θεωρείς ότι απώλεσες αύτη την μέρα!
Να παρακαλείς με δάκρυα, όπως ή Μαρία Μαγδαληνή και να λέγεις: Χριστέ μου, μη με εγκατάλειψης! Χριστέ μου μη με αφήνεις μόνο, Χριστέ μου γλυκύτατε, μη πάρεις την ψυχήν μου αν δεν γίνω όλος Σος!
Μετά το Απόδειπνο, να πεις: «Κύριε μου, με βλέπεις πώς είμαι! Κατάνυξιν δεν έχω. Δεν ημπορώ να προσευχηθώ όπως πρέπει. Αδυναμίες έχω πολλές! Δεν αγωνίζομαι ακόμη όπως Εσύ θέλεις. τι θα γίνη αυτή ή κατάστασης; Βοήθησε με Κύριε!» Να του ομιλείς σαν να είναι μπροστά σου, έτσι Όπως ομιλείς σε εμένα.Όσο κόβεις σχέσεις από τα κοσμικά, τόσο ελευθερώνεται ο νούς σου και καθαρίζει και προσεύχεσαι καλύτερα. Εγώ, θυσιάζω από τον εαυτόν μου για όποιον προσεύχομαι!
Θα παρακαλέσω τον Θεόν δι” εσάς, δηλ. θα κάμω προσευχήν άλλα να ξέρετε, «ένα χέρι κρότο δεν κάνει». Εγώ παρακαλώ για σας, άλλα να παρακαλείται και εσείς.
Απόδειξης αγάπης προς τον Σωτήρα μας, είναι τα δάκρυα κατά την ώραν της προσευχής.
Το χτίσιμο με ξηρούς λίθους δεν είναι καλό. Χρειάζεται ή λάσπη χρειάζεται και ό ασβέστης. Έτσι και ή προσευχή χωρίς δάκρυα δεν είναι προσευχή. Χρειάζονται δάκρυα, αλλιώς ωφέλεια δεν μένει από την προσευχήν. Σε κάθε προσευχή πρέπει να έχετε ένα κόμπο δάκρυ. Και όταν σας έλθη κατάνυξη, μη το λέτε πουθενά γιατί είναι θείον δώρον μήπως και το χάσετε!
Χαιρέτησε την Χάριν! Όταν αισθάνεσαι κατάνυξιν, είναι επειδή σε επισκέπτεται ή Χάρις του Θεού. Χαιρέτησε την και αγκάλιασε την, δηλ. ζήσε την επίσκεψιν της Στοργής του Θεού εκείνη την ώραν και ταπεινά ευχαρίστησε τον Θεόν δια το δώρον αυτό και παρακάλεσε Τον να μη σε εγκαταλείψει ποτέ!
"Πήρα τα βουνά, ήρθα να δω τι κάνεις.."
Ένα πρωινό, μόλις είχε ξημερώσει κι είχα τελειώσει τον Όρθρο, άκουσα ένα διακριτικό κτύπημα στη θύρα.
Πηγαίνοντας ν’ ανοίξω σκεπτόμουν ποιος να ‘ταν πρωί-πρωί. Αντίκρισα σκυφτό τον Γέροντα Παΐσιο.
Ευλογημένε, μου λέει, πως τακτοποιήθηκες; Αδύνατος, κοντός, πρόχειρα ντυμένος, μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο. Χάρηκα έκτακτα για την απρόσμενη επίσκεψη.
Πέρασε διστακτικά μέσα. Ανέβηκε να προσκυνήσει το εκκλησάκι. Κατέβηκε στο κάτω μεγάλο δωμάτιο. Ήταν τότε σχεδόν άδειο. Δυο καρέκλες κι ένα τραπέζι. Κάτι του πρόσφερα. Στερεωμένος, μου είπε.
Μου μίλησε για τους παλαιούς εδώ Γέροντες. Ήταν εργατικοί, φιλακόλουθοι, ενάρετοι.
Σήμερα, λίαν πρωί, είχα δύο κρούσματα μου ‘πε.
Ήλθε ένας μεσόκοπος να γίνει υποτακτικός μου. τον ρώτησα αν έχει οικογένεια.
Έχει δυο παιδιά στο Δημοτικό, μου ‘πε.
Του λέω: Θα τελειώσουν το Δημοτικό, το Γυμνάσιο, το Λύκειο, το Πανεπιστήμιο, θα τα παντρέψεις και μετά θα έλθεις να σου πω που θα μονάσεις, γιατί εγώ δεν βαστώ μοναχούς. Έτσι κάνουμε παιδιά και τα παρατάμε και πάμε για μοναχοί;
Η δεύτερη περίπτωση χειρότερη της πρώτης. Ήλθε ένας άλλος και μου λέει: Γέροντα, βρήκα μια γυναίκα πιο πνευματική της γυναίκας μου και ήλθα να πάρω την ευλογία σου… Παλάβωσε ο κόσμος!
Πήρα τα βουνά.. Ήλθα να δω τι κάνεις.
Δεν κάθισε πολύ. Χάρηκα πολύ. Μετέφερε ευλογία, χαρά, ειρήνη.
Όπως τότε στη Σιμωνόπετρα, όπου έμεινε δυο μέρες και δυο νύχτες δίπλα απ’ το κελλί μου και μου δώρισε το πλεχτό σκουφάκι του, μόλις που πήγαινα να του το ζητήσω για ευλογία…
Τη δεύτερη νύχτα συνταράχθηκε το κελλί από μια απρόσμενη επίσκεψη.
Ήλθε μέσα στη νύχτα να κτυπήσει τη θύρα μου, να μου ζητήσει τάχα την ώρα, να με ρωτήσει σε πόση ώρα αρχίζει η ακολουθία, να με γαληνέψει.
Το πρωί μου εξήγησε.. Το ταγκαλάκι δεν κοιμόταν.
Πάντα θα θυμάμαι τη σύναξη, όπου μας μίλησε για γεροντάκια του Θεού, θεατές του ακτίστου φωτός, μοναχές χαρισματούχες, αγώνες μακρούς, δάκρυα και αγρυπνίες, εικόνες, άγια λείψανα και θαύματα.
Κανείς δεν έφθασε στον Θεό άκοπα, όπως λέει και ο αββάς Ισαάκ.
Πρέπει ν’ απομακρύνουμε το κοσμικό πνεύμα από τον μοναχισμό.
Ο ιδρώτας είναι το λουτρό και το μύρο του μοναχού!
Η προσευχή είναι το κύριο έργο του μοναχού, ανώτερη και από την ιεραποστολή και τη φιλανθρωπία. Η προσευχή χαρίζει αιώνια ανάπαυση στις ψυχές των κεκοιμημένων.
Πιο πολύ να προσευχόμαστε για τους αγαπητούς κεκοιμημένους αδελφούς μας, αδελφοί μου. Αιωνία η μνήμη αυτών.
Μον. Μωϋσή Αγιορείτου (†), από το βιβλίο «Αγιορείτικο Μεσονυκτικό»
Εάν κάποιος δεν σου συμπεριφέρεται καλά, εσύ να του συμπεριφέρεσαι με καλοσύνη. Όλη η υπόθεση θέλει ταπείνωση.
Ας πούμε ένα παράδειγμα: Σου λέγει κάποιος πως η δουλειά σου δεν είναι καλή. Να του πεις: “Ευχαριστώ, που με συμβουλεύεις. Βοήθησε με να γίνω καλύτερος. Λέγε μου τα λάθη μου, για να τα διορθώσω”.
Να δέχεσαι απ’ όλους συμβουλές, από ταπείνωση όμως και όχι από δειλία. Έτσι θα διατηρείς στην ψυχή σου την ουράνια χαρά και την ειρήνη.
Σου είπε ο αδελφός σου ότι είσαι ύπουλος! Πάρε το για αστείο, και μη σου κακοφανεί! Αλλά, κι αν ακόμη το εννοούσε, σε ερωτώ: Μήπως στην πραγματικότητα δεν είμαστε όλοι ύπουλοι; Ποιός μπορεί να ισχυρισθεί πως είναι παντού και πάντοτε ευθύς και ειλικρινής;
Πες ότι σου το είπε αυτό ο αδελφός σου κατά παραχώρηση Θεού, για να ταπεινωθείς και να διορθωθείς. Και εσύ να νοιώθεις όχι αντιπάθεια, αλλά αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον αδελφό σου, που, έστω και μ’ αυτό τον τρόπο, σε βοηθά να διορθωθείς και να σωθείς!
Όταν σε λυπούν ή όταν σε προσβάλλουν, τότε να ενθυμήσαι τα Πάθη του Κυρίου μας: Όταν τον ύβρισαν, αυτός δεν ύβριζε, όταν τον ειρωνεύονταν, αυτός δεν ειρωνευόταν, όταν τον κτυπούσαν, αυτός δεν κτυπούσε, όταν τον κακολογούσαν, αυτός δεν κακολογούσε, αλλά σ’ όλα αυτά ανταποκρινόταν με ηρεμία: “Ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού” (Ιω. ιη’ 23).
Και προσευχόταν για τους σταυρωτές Του. Να ζούμε, όπως έζησε ο Χριστός, δηλαδή με ταπείνωση, με υπακοή, με ανεξικακία. Να φροντίζουμε να Τον μιμούμαστε, όσο γίνεται, σε όλα. Μετά χαράς να βαδίζουμε τη στενή και τεθλιμμένη οδό, και να μισούμε τον φαρδύ και αστόχαστο βίο.
Πρόσεξε να μη σου κακοφαίνεται, όταν σου πουν λόγο σκληρό. Οι λόγοι οι σκληροί, οι υβρισιές, οι καταφρονήσεις απαλάσσουν τον άνθρωπο από τους κακούς λογισμούς, και μάλιστα τους αισχρούς. Τον απαλλάσουν απ’ όλα τα πάθη, αρκεί να υπομένει όλα αυτά αγόγγυστα. Όταν φθάσεις στο σημείο να ευχαριστείσαι, όταν σε καταφρονούν, σε υβρίζουν και σε συκοφαντούν, τότε να ξέρεις σίγουρα ότι θα απολαύσεις στέφανον αμάραντον στους ουρανούς.
Αν σε κοροϊδεύουν, εσύ κάνε καλούς λογισμούς, παίρνε το π.χ. για αστείο, και έτσι φεύγει εύκολα η παρεξήγηση και το σκάνδαλο. Να σας πω ένα παράδειγμα: Στο διακόνημα της γεωργίας, είχα δύο λαϊκούς βοηθούς, μισθωτούς της Μονής. Ο ένας ήταν έμπειρος στη γεωργία, ενώ ο άλλος εργαζόταν προηγουμένως ως κουρέας, και μόνο πρόσφατα είχε αρχίσει να επιδίδεται και αυτός στη γεωργία. Ο έμπειρος ήταν μικρότερος στην ηλικία από τον άλλο. Κι όμως τον πείραζε, αποκαλώντας τον “ψωμά”, υπονοώντας ότι δεν ήταν άξιος στη δουλειά του, αλλά μόνο για να τρώει ψωμί ήταν ικανός. Όμως ο άλλος ήταν πράος και ανεξίκακος, αν και ήταν μεγαλύτερος και είχε και δέκα παιδιά. Έλεγε με τον λογισμό του: “γιατί να μου κακοφανεί, αν με αποκάλεσε “ψωμά”; Ας τον να λέει. Δεν πειράζει!” Δηλαδή ταπεινώθηκε εκούσια, εξέλαβε την προσβολή για αστείο, δεν στενοχωρήθηκε, και έτσι κέρδισε ό,τι πιο πολύτιμο: Τη Χάρη του Θεού!
Ο Κύριος μακαρίζει τους πραείς. Λέγει ότι “αυτοί κληρονομήσουσι την γην” (Ματθ. ε’ 5). Αυτός, που είναι πραγματικά πράος, όχι μόνο εξωτερικά δεν οργίζεται, αλλ’ ούτε και μέσα στην ψυχή του. Την ώρα του παροξυσμού να προτιμάς τη σιωπή, την προσευχή και τη φυγή, και ποτέ σου δεν θα το μετανοιώσεις.
Πολλοί οργίζονται όχι μόνον εναντίον ανθρώπων, αλλά και εναντίον αψύχων πραγμάτων, και αρχίζουν να σπάνε αντικείμενα και να χτυπούν τα ζώα, που νομίζουν ότι τους έφταιξαν. Όμως ο αληθινά πράος και ανεξίκακος δεν οργίζεται με τίποτε και είναι πάντοτε ειρηνικός. Το Πνεύμα το Άγιο κατοικεί μέσα στην ψυχή του.
Η πραότης, όταν είναι κατά Θεόν, δεν είναι ούτε δειλία, ούτε αδυναμία, αλλά είναι δύναμη πνευματική και πίστη στον Θεό αληθινή.
Ο πράος παραμένει ανεπηρέαστος στον νου και στην καρδιά του. Δεν ταράσσεται, ούτε όταν τον κατηγορούν, ούτε όταν τον επαινούν ούτε όταν τον υπολογίζουν, ούτε όταν τον αγνοούν, ούτε όταν τον εξυψώνουν, ούτε όταν τον ταπεινώνουν. Αυτή όμως η αρετή είναι καρπός μεγάλης πίστης στον Θεό, βαθιάς ταπείνωσης και καθαρής προσευχής.
Ο πράος επηρεάζει και τους άλλους γύρω του. Ειρηνεύει αυτούς, που διαπληκτίζονται, γαληνεύει αυτούς, που έχουν ταραχή και σύγχυση. Ο πράος, και με μόνη τη θέα του, σκορπίζει ειρήνη και χάρη.
Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης
Ένα ανδρόγυνο είχαν στα νιάτα τους πνευματικό τον Γέροντα. Έφυγαν όμως για το εξωτερικό και έχασαν την επικοινωνία μαζί του. Πέρασαν 20 χρόνια όταν ένα απόγευμα βρέθηκαν σε μικρό παρεκκλήσι στο κέντρο της Αθήνας. Άναψαν κερί και είδαν ένα γέροντα ιερέα να κάνει μόνος του τον Εσπερινό. Κοίταξαν καλύτερα και διαπίστωσαν πώς ο ιερέας ήταν ο πάτερ Αθανάσιος. Χάρηκαν και είπαν:
- Ας μείνουμε στον εσπερινό να δούμε τον πατέρα Αθανάσιο, που έχουμε τόσα χρόνια να τον συναντήσουμε. Ο εσπερινός τελείωσε. Περίμεναν να βγει ο γέροντας αλλά τίποτα. Απευθύνθηκαν στη νεωκόρο.
- που είναι ο παππούλης που έκανε τον Εσπερινό; η νεοκώρος τους κοίταξε παράξενα.
- Ποιος παπούλης και ποιος εσπερινός...
- Μα τώρα δεν έκανε Εσπερινό ο πάτερ Αθανάσιος;
- ο εφημέριος δεν ήρθε σήμερα, ούτε λέγεται πάτερ Αθανάσιος!
Οι άνθρωποι απόρησαν. Ο σύζυγος κατευθύνθηκε προς το ιερό. Δεν υπήρχε κανείς μέσα, ούτε είχε άλλη πόρτα εξόδου.
Έφυγαν προβληματισμένοι και μετά από λίγες μέρες επισκέφτηκαν τη Νερατζιώτισσα. Εκεί τους πληροφόρησαν ότι ο γέροντας έχει κοιμηθεί αρκετά χρόνια πριν και ότι ο τάφος του βρίσκεται στη Μονή Φανερωμένης! Κατάπληκτοι ανέβηκαν στη Ροδόπολη, προσκύνησαν με συγκίνηση τον τάφο του πνευματικού πατέρα τους, που δεν τους ξέχασε και διηγήθηκαν στις μοναχές το θαυμαστό γεγονός που έζησαν...
Το ενδιαφέρον του γέροντα για το μοναστήρι και θαυμαστές παρεμβολές του ξεφεύγουν από τα ανθρώπινα μέτρα. Το 1970 ετοιμάζονταν στο μοναστήρι για το μνημόσυνο του γέροντα. Οι μοναχή Παρασκευή, από τις πρώτες που ξεκίνησαν το ησυχαστήριο, ετοίμαζε το φαγητό για την επόμενη μέρα, που θα φιλοξενούσαν αρχιερείς, ιερείς, φίλους της μονής κ.λ.π. όμως ξαφνικά οι μοναχή πέθανε! Και την άλλη μέρα αντί για μνημόσυνο, όλοι οι προσκαλεσμένοι βρέθηκαν σε κηδεία. Η θλίψη ήταν μεγάλη για την απώλεια. Κάποιο όμως γεγονός ήρθε να απαλύνει τον πόνο και να ενδυναμώσει την ελπίδα. Μία μοναχή είδε σε όνειρο την κεκοιμημένη μοναχή Παρασκευή πολύ χαρούμενη!
- Πώς είσαι αδελφή; την ρώτησε.
- Σε πολύ καλό τόπο.
- Είδες την Οσία Πελαγία την Οσία Μακρίνα;
- Αυτές είναι Σε άλλη θέση. Εγώ, ευτυχώς που ήταν ο γέροντας.
-Πού είναι ο γέροντας;
-Κοντά στον θρόνο του Θεού! Όταν με είδε, κατέβηκε με υποδέχθηκε, με πήρε και με σύστησε. Είπε πολλά για μένα και κατέληξε:
-Εδώ στο Τάγμα των παρθένων θα την βάλετε, Όχι εδώ πίσω που την έχετε.
Κάποιοι σαν να αντέδρασαν...
-Μα γι' αυτή τη θέση άλλοι αγωνίστηκαν πολύ, είπαν.
-Όχι! Αυτή είναι αγωνίστρια, είναι η πρώτη αδελφή του Μοναστηριού μου. Είναι πνευματικό μου παιδί και παρακαλώ να μπει εδώ!
Μεγάλη η παρρησία του γέροντα...
(Τα χαρτιά του Γέροντος είναι προς έγκριση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για αγιοκατάταξη)
Η προσευχή, μας λένε, είναι ανύψωση του νου στον Θεό και συνομιλία μαζί Του.
Η προσευχή είναι ένωση τού ανθρώπου με τον Θεό· έργο των αγγέλων κλειδί τού Παραδείσου· φωτισμός της ψυχής· συγχώρηση των αμαρτημάτων μητέρα των αρετών.
Η προσευχή είναι όπλο ακαταμάχητο· θησαυρός αδαπάνητος· γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς· τείχος που προστατεύει από τις θλίψεις.
Η προσευχή είναι καθρέφτης της πνευματικής ζωής τού ανθρώπου και εργασία που ποτέ δεν τελειώνει».
Όσιος Νείλος ο Ασκητής (✞ 12-11)
Κάποτε ο Γέροντας Ιωσήφ είχε κάποια δουλειά να κάνει στη Μεγίστη Λαύρα, επειδή η Σκήτη του Αγίου Βασιλείου εκεί υπάγεται διοικητικά.
Όταν λοιπόν έφτασε στην αυλή της Μονής ήσαν μαζεμένοι μερικοί πατέρες και μιλούσαν. Μόλις οι πατέρες είδαν τον Γέροντα – που είχαν ακούσει την φήμη του ως ασκητού – θέλησαν να τον δοκιμάσουν. Και τούτο διότι οι Αγιορείτες πατέρες, ως κληρονόμοι ασκητικής πείρας, γνωρίζουν καλά πως οι πλανεμένοι ή οι ψευτοασκητές είναι πάντοτε υπερήφανοι, θεληματάρηδες και αντιλογούν.
- Έλα εδώ, του λένε.
- Ευλόγησον, λέει ο Γέροντας.
- Κάτσε μες στη μέση.
- Να ’ναι ευλογημένο.
- Τώρα, πάρε δρόμο και φύγε.
- Να ’ναι ευλογημένο.
Και έλεγαν κατόπιν με θαυμασμό οι πατέρες:
- Αυτός είναι καλόγερος!
Αντιθέτως η πολυλογία αποδιώκει όλα τα καλά. Γι’ αυτό και ο Γέροντας Ιωσήφ σ’ όλη του τη ζωή καλλιέργησε εντατικά την μητέρα αυτή των αρετών (σ. εδώ εννοεί τη σιωπή).
(Πηγή: Γ. Εφραίμ του Φιλοθεΐτου «Ο Γέροντας μου Ιωσήφ")
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής:
Πως του έδωσε η Παναγία την αδιάλειπτη προσευχή;
Όταν άρχισε να βραδιάζη, έστρεψε το βλέμμα του προς τον ναό της Μεταμορφώσεως, ο οποίος βρίσκεται στην κορυφή του Άθωνος.
«Προτού δε να καθίσω εις τον Γέροντα, είχον συνήθειαν κάθε απόγευμα δυο τρεις ώρες μέσα εις την έρημον -όπου είναι μόνον θηρία- εκαθήμην και απαρηγόρητα έκλαιγα, ώσπου εγένετο λάσπη το χώμα από τα δάκρυα και με το στόμα έλεγα την ευχήν.
Δεν εγνώριζα με τον νουν να την λέγω, αλλά παρεκάλουν την Παναγίαν μας και τον Κύριον να με δώσουν την χάριν να λέγω νοερώς την ευχήν, καθώς γράφουν εις την Φιλοκαλίαν οι άγιοι».
Η Παναγία πράγματι εισήκουσε τις δακρύβρεχτες παρακλήσεις του νεαρού ακόμη Φραγκίσκου και με έναν θαυμαστό τρόπο του έδωσε το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής.
Μια μέρα που είχε δοκιμάσει έναν δύσκολο πειρασμό, καθόταν εξαντλημένος σε μια χαράδρα και έκλαιγε ασταμάτητα για 10-12 ώρες.
Όταν άρχισε να βραδιάζη, έστρεψε το βλέμμα του προς τον ναό της Μεταμορφώσεως, ο οποίος βρίσκεται στην κορυφή του Άθωνος, και προσευχήθηκε λέγοντας:
«Κύριε, καθώς μεταμορφώθης εις τους μαθητάς Σου, μεταμορφώθητι και εις την ψυχήν μου. Παύσον τα πάθη, ειρήνευσον την καρδίαν μου. Δος ευχήν τω ευχομένω και κράτησον τον ακράτητον νουν μου».
Τότε ήλθε πνοή, ένας λεπτός αέρας από τον ναό γεμάτος ευωδία, και γέμισε η ψυχή του χαρά, φωτισμό, θεία αγάπη και η καρδιά του άρχισε να βρύη αδιάλειπτα την ευχή.
Από τότε, μέχρι το τέλος της ζωής του, η καρδιά του δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να προσεύχεται, παρά τους μεγάλους πειρασμούς που πέρασε.
Τώρα λοιπόν, ενώ έκλεισε τους αισθητούς οφθαλμούς η Θεοτόκος, υψώνει για χάρη μας τους νοητούς, σαν λαμπρούς και μεγάλους φωστήρες που ποτέ ως τώρα δεν βασίλεψαν, για να αγρυπνούν και να εξιλεώνουν τον Θεό υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Τώρα, ενώ στα θεοκίνητα χείλη της σίγησε ο έναρθρος λόγος, αείλαλο ανοίγει το πρεσβευτικό της στόμα υπέρ όλου του γένους. Τώρα, ενώ συνέστειλε τις σωματικές και θεοφόρες της παλάμες, τις υψώνει άφθαρτες προς τον Δεσπότη υπέρ ολόκληρης της οικουμένης. Τώρα, ενώ μας απέκρυψε τα ηλιοειδή και φυσικά χαρακτηριστικά της, ακτινοβολεί διά μέσου της σκιαγραφίας της εικόνας της και την παρέχει στο λαό προς ασπασμό ευεργετικό και σχετική προσκύνηση, είτε το θέλουν οι αιρετικοί είτε όχι. Ενώ λοιπόν πέταξε επάνω η πάναγνος περιστερά, δεν παύει να φυλάττει τα κάτω. Ενώ εξήλθε του σώματος, με το πνεύμα της είναι μαζί μας. Ενώ οδηγήθηκε στους ουρανούς, εξοστρακίζει από ανάμεσά μας τους δαίμονες μεσιτεύοντας προς τον Κύριο.
Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης
Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ
τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει.
«Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅσο πιὸ βαθιὰ βιώνουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ στὴν Θ. Λειτουργία ἢ βάσει τῶν καταστάσεων ποὺ μᾶς κάνουν ν’ ἀντιλαμβανόμαστε σαφέστερα τὰ κείμενα, τόσο πιὸ πλατιὰ ξεδιπλώνεται μπρός μας, ἀποκαλύπτοντας τὸ μεγαλύτερο βάθος ποὺ ἀποκτοῦν πράγματα ἀνθρώπινα καὶ θεϊκά.
Πόσο συχνὰ ἔχουμε ἀκούσει στὴν ἀρχὴ τῶν Μακαρισμῶν τὶς λέξεις: «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου…»- στὴν δόξα τῆς Βασιλείας Σου… Κι αὐτὲς οἱ λέξεις ἀκούγονται τόσο φυσικὲς κι ἁπλές. Κι ἀκόμα, ἂν φαντασθοῦμε γιὰ ἕνα λεπτό, ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔλθει ἐν δόξῃ, ἔχοντας νικήσει ἐν ὀνόματι ἡμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ, ὑπερισχύοντας τοῦ κακοῦ, καὶ ἔχοντας κάνει αὐτὸν τὸν κόσμο σὲ Βασιλεία τῆς ἀγάπης, τῆς ἁγιότητας, τῆς ἀπόλυτης ὀμορφιᾶς, ἄς φαντασθοῦμε ὅτι κάποιος ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε νὰ λησμονηθεῖ: τί θὰ συνέβαινε σέ μᾶς; Λησμονημένοι ἀπ’ τὸν Θεό… Κι αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἀναθυμόμαστε ὅτι ὑπάρχουμε, ὅτι ζοῦμε.! Συμβαίνει μόνο γιατί μᾶς θυμᾶται Ἐκεῖνος ἀκόμα κι ἂν ἐμεῖς λησμονοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, συνεχίζουμε νὰ ὑπάρχουμε χάρη στὴν δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι δική Του, χάρη στὴν εὐλογία Του, χάρη στὴν ὅλο θυσία Ἀγάπη Του.
Πόσο ὄμορφο εἶναι νὰ σκεφτόμαστε ὅτι εἴμαστε ἀσφαλισμένοι στὴν μνήμη Θεοῦ ποὺ περικλείει ὅλους, ἀκόμα κι ἂν οἱ ἄνθρωποι μᾶς ξεχνοῦν! Καὶ αὐτὸ συνέβη, συνέβη: Θυμᾶμαι μιὰ σκοτεινὴ μέρα ποὺ ἤμουν μὲ μία οἰκογένεια, κι ἄνοιξε ἡ πόρτα, κι ἕνας ἄνδρας ποὺ ἦταν 5 χρόνια στὸν πόλεμο καὶ θεωρεῖτο νεκρὸς, μπῆκε· ἡ γυναίκα του τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε: «Ζεῖς; Σὲ εἴχαμε γιὰ νεκρό…!». Κι αὐτὲς οἱ λέξεις σήμαιναν «ὑπολογίζαμε στὸν θάνατό σου, γιατί ἂν ἤσουν νεκρὸς ἡ ζωὴ θὰ ξαναρχίσει, μ’ ἕνα νέο τρόπο· θὰ συναντοῦσα νέα ἄτομα, θὰ παντρευόμουν ἕναν ἄλλο ἄνδρα· ἦλθες -θὰ μποροῦσες νὰ μὴν ἔρθεις, θὰ μποροῦσες νὰ ’χες παραμείνει νεκρός…»
Πῶς φαντάζεσθε ὅτι θὰ ἔνιωσε αὐτὸς ὁ ἄνδρας; Καὶ μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τί θὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας, ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, ἂν καθὼς στεκόμαστε μπροστά Του δοῦμε ὅτι δὲν θυμᾶται οὔτε τὸ ὄνομα, οὔτε τὴν ὄψη, οὔτε τὴν ὕπαρξή μας… Καὶ πόσο ὄμορφο ἀντίθετα εἶναι νὰ συλλογιζόμαστε ὅτι ἀκόμα κι ἂν ὅλος ὁ κόσμος μᾶς ξεχάσει – ὑπάρχει Ἕνας ποὺ ποτὲ – ποτὲ δὲν θὰ μᾶς ξεχάσει: εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ….
Τὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ (Ματθ. 14, 22-34): ὁ Πέτρος, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, εἶδαν τὸν Κύριο σὰν φάντασμα, σὰν ὀπτασία νὰ περπατᾶ στὰ νερά, καὶ γέμισαν μὲ φόβο: ἕνα φάντασμα! Κι ὅλοι φώναξαν μὲ φόβο. Κι ὁ Κύριος: «Μὴ φοβεῖσθε, Ἐγὼ εἰμί…». Τοὺς χτυποῦσαν τὰ κύματα, ὅπως μᾶς χτυποῦν οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὶς καταιγίδες ποὺ ξεσηκώνονται μέσα μας. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσαν τὴν φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πέτρος εἶπε: «Κύριε ἄφησέ με νὰ ’ρθω πρὸς τὰ σένα, περπατώντας στὰ νερά…» Ἤξερε ὅτι ἦταν ἀνθρωπίνως ἀδύνατο, ἀλλὰ ἦταν δυνατὸν γιατί ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν Θεό, καὶ μὲ τὸν Θεό… Κι ὁ Χριστὸς εἶπε: «ἔλα…» Κι ὁ Πέτρος ἄφησε τὴν ἐλάχιστη ἀσφάλεια τοῦ σκάφους πάνω στὸ ὁποῖο βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, κι ἄρχισε νὰ βαδίζει· καὶ ξαφνικὰ κοίταξε στὰ κύματα ἀντὶ νὰ κοιτάξει πρὸς τὸν Χριστό, κοίταξε τὴν καταιγίδα ἀντὶ νὰ κοιτάξει Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ Κύριος τῆς καταιγίδας, ὅπως εἶναι ὁ Κύριος τῆς Εἰρήνης. Κι ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν καταιγίδα, ἄρχισε νὰ βυθίζεται· κι ὅταν ἀκριβῶς εἶχε χάσει ἀπ’ τὰ μάτια του τὸν Κύριο, φώναξε: «βοήθει μοι..», κι ὁ Χριστὸς τὸν ἐπίασε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔφερε στὴν ἀκτή..
Ἐδῶ βλέπουμε πάλι ὅτι ὅταν παρασυρόμαστε ἀπὸ τοὺς φόβους μας, τὶς ἀμφιβολίες μας, παρασυρόμαστε ἀπὸ τὴν καταιγίδα ποὺ μαίνεται μέσα ἢ γύρω μας, εἶναι ὁ Ἕνας ποὺ μᾶς θυμᾶται μὲ ἀγάπη, μὲ συμπόνια, μὲ μιὰ κατανόηση ποὺ φτάνει πέρα ἀπ’ τὴν δική μας κατανόηση. Γιατί Αὐτὸς βυθίστηκε στὰ κατάβαθα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας κι ἔφερε ὅλο τὸ βάρος τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, αὐτὸς μπορεῖ νὰ πεῖ: «μὴ φοβεῖσθε! ..» – καὶ νὰ μᾶς πάρει ἀπ’ τὸ χέρι καὶ νὰ μᾶς σώσει.
Ἂς σκεφτοῦμε γιὰ μιὰ στιγμὴ τί σημαίνει αὐτό: νὰ θυμόμαστε τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ ὅλους μας, τὸν καθένα μας ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μᾶς θυμοῦνται, γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχουμε, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχουμε σημασία. Ἕνας Γάλλος συγγραφέας ἔλεγε: Τὸ νὰ πεῖς σ’ ἕναν ἄνθρωπο «Σ’ ἀγαπῶ…» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ πεῖς «δὲν θὰ πεθάνεις ποτέ…». Ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ μιὰ ἔξοχη δήλωση πρὸς ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προσφωνήθηκε, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπέσει ἀπ’ τὴν αἰωνιότητα, τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅλη ἡ ἀγάπη ἀνήκει στὸν Θεό. Πόσο ὑπέροχο εἶναι αὐτὴ ἡ σωτηρία νὰ προσφέρεται καὶ νὰ δίνεται, πόσο ὄμορφο νὰ εἴμαστε μέτοχοι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, χαρίζοντάς την στοὺς ἄλλους μὲ τὴν ἀγάπη μας καὶ μιὰν αἰώνια ἀνάμνηση.
Ἀμήν.
(Πηγή καί Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr)