ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ, ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ

Η Οσία Πελαγία του Ντιβέγιεβο η διά Χριστόν Σαλή, μαθήτρια του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, θρηνούσε ασταμάτητα, έκλαιγε γοερά για τον κόσμο! (Εορτάζει 29 Ιανουαρίου).

"Ημείς  μωροί δια Χριστόν …» Α’ Κορ. δ. 10

«τα μωρά του κόσμου εξελέξατο (ο Θεός), ίνα καταιχνύνη τους σοφούς» (Α’ Κορ. 1, 27).

«Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι… Χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς· ούτω γαρ εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών». (Ματθ.5, 10-12)

Αγία Πελαγία Ιβάνοβνα
Το χάρισμα των δακρύων

Το χάρισμα των δακρύων της Πελαγίας Ιβάνοβνα ήταν εντυπωσιακό. Πάντα όμως συνήθιζε να κλαίει κρυφά πρώτα, για να μην την βλέπει κανείς. Θυμάμαι πως την ανακάλυψα μια φορά. Έλειπε, δεν την είδα πουθενά γι’ αρκετή ώρα. Ψάξαμε παντού, μα στάθηκε αδύνατο να την βρούμε. Τελικά την βρήκα στους αγρούς, μέσα σε μια καλύβα από τούβλα. Έκλαιγε τόσο πικρά, που τα δάκρυά της κυριολεκτικά έτρεχαν ποτάμι. Η καρδιά μου έγινε κομμάτια, καθώς την έβλεπα έτσι. ‘’Αχ, σκέφτηκα, γιατί να κλαίει έτσι; Ίσως κάποιος να την χτύπησε. ’’Έτσι σκεφτόμουν με το φτωχό μου μυαλό, εγώ η ανόητη. Εκείνη όμως, αυτό το μικρό περιστεράκι, μου είπε:

– Όχι, μπάτιουσκα*, έτσι ειμ’ εγώ. Πρέπει να θρηνώ έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο. Κι αυτό κάνω εδώ.

Τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει, τότε που ακούγαμε όσα συμβαίνουν εδώ, στην Ρωσία, τις προστυχιές και τις ανομίες, έκλαιγε γοερά. Δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, σπάνια σταματούσε το κλάμα. Από τα δάκρυά της τα μάτια της βαθούλωσαν, έχασαν την ζωηράδα τους.

– Τι σημαίνουν αυτά, μάτουσκα; την ρώτησα. Γιατί δε σταματάς καθόλου να κλαις τόσο πολύ;

– Αχ, Συμεών*, απάντησε. Αν ήξερες μόνο τι γίνεται! Θα ‘πρεπε να κλαίει όλος ο κόσμος.

Προέβλεπε την εξάπλωση του ιακωβινισμού και της τρομοκρατίας στην αυτοκρατορία, που θα οδηγούσαν στο τέλος στη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β ‘, γι’ αυτό διαρκώς έκλαιγε και προσευχόταν ασταμάτητα.

Δεν ευνοούσε ιδιαίτερα κανέναν η Πελαγία. Είτε την κατηγορούσε κανείς είτε την επαινούσε, γι’ αυτήν ήταν το ίδιο. Στον καθένα έλεγε, με το δικό της τρόπο, αυτά που της αποκάλυπτε ο Θεός, εκείνα που ήταν απαραίτητα για τη σωτηρία της ψυχής του. Με τον έναν ήταν ήπια, άλλον τον έψεγε, ς’ ένα τρίτο χαμογελούσε, από τον επόμενο απέστρεφε το πρόσωπό της. Με τον ένα έκλαιγε, με τον άλλον αναστέναζε, αλλού έδινε καταφύγιο κι άλλους τους έδιωχνε. Σε μερικούς δεν έλεγε κουβέντα, έστω κι αν περίμεναν όλη μέρα, ούτε καν τους έβλεπε. Δεν είχαμε ησυχία από το πρωί ως το βράδυ.

Την κούραζαν πολύ με τα προβλήματά τους…. Η φήμη του χαρίσματος της διόρασης της είχε εξαπλωθεί παντού και έρχονταν πολλοί άνθρωποι από όλες τις άκρες της Ρωσίας.

Στο παραμικρό πρόβλημα που είχαν οι μοναχές, έτρεχαν σε αυτήν. Πολλοί της έστελναν γράμματα.. Δεν της έμενε καθόλου χρόνος για ξεκούραση. Κι όλοι ομολογούσαν πως, ο,τι τους έλεγε, έβγαινε αληθινό. Είναι φανερό πως ο Θεός ο ίδιος την καθοδηγούσε να ζήσει, για να ωφελείται ο κόσμος….

Προφητείες

Το 1882 διαδόθηκε ανάμεσά μας η φήμη πως σύντομα θα είχαμε την ευλογία ν’ αποκτήσουμε κάποια άγια λείψανα. Κάποτε είπα στην Πελαγία:

– Ακούς τι λένε; Θ’ αποκτήσουμε άγια λείψανα.

– Ναι, έτσι είναι, απάντησε.

– Σύντομα;

– Όχι, όχι σύντομα.

– Και πως το ξέρεις; ρώτησα ανήσυχη.

– Ίσως και να μην ξέρω, πάντως όχι σύντομα.

Μια μέρα, την άνοιξη του 1883, καθόταν στο καμαράκι, δίπλα στο παράθυρο και μου είπε:

– Συμεών, έλα δω, ας μιλήσουμε λίγο.

– Εντάξει, είπα, ας μιλήσουμε.

Πήγα και κάθισα κοντά της στον πάγκο.

– Δες Συμεών, πόσο όμορφα έχουν όλα ανθίσει.

Άρχισε να ριγά ολόκληρη. Έδειχνε ευχαριστημένη. Εγώ κοίταξα τις πασχαλιές που είχαν πραγματικά ανθίσει και είπα,

– Για δες, μάτιουσκα, πόσο όμορφες είναι οι πασχαλιές ανθισμένες.

– Αχ, Συμεών, απάντησε, πόσο χαζή είσαι. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα.

Με πήρε από το χέρι, το έσφιξε καλά και συνέχισε,

– Τι άνθιση θα ‘χουμε στο μοναστήρι σε έξι χρόνια!

Άρχισε πάλι να ριγά. Τότε κατάλαβα πως έβλεπε κάτι που εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε. Ότι προφήτευε κάτι καλό για το μοναστήρι.

Επικοινωνία ανάμεσα σε δια Χριστόν σαλούς

Μέσα στο μοναστήρι ζούσαν κι άλλες τέτοιες ευλογημένες δούλες του Θεού. Ήταν σαν κι αυτήν, σαλές, κι όλες πήγαιναν στην Πελαγία Ιβάνοβνα. Να ‘βλεπες πως χαιρετούσαν η μια την άλλη! Μια φορά, για παράδειγμα, πέρασε από δω η μακαρία Πάσσα του Σάρωφ, όπως έλεγαν. Ονομάστηκε ‘’του Σάρωφ’’, επειδή γι’ αρκετά χρόνια αγωνιζόταν για τη σωτηρία της στα δάση του Σάρωφ. Μπήκε στο κελλι και κάθησε δίπλα στην Πελαγία Ιβάνοβνα χωρίς να πει λέξη. Η Πελαγία την κοίταζε αρκετή ώρα και μετά είπε,

– Ωραία. Καλά τα καταφέρνεις εσύ. Δεν έχεις τις δικές μου στενοχώριες. Δες, πόσα παιδιά έχω!

Η Πάσσα σηκώθηκε, της έκανε μετάνοια κι έφυγε, χωρίς να πει ούτε λέξη. 

Πολλά χρόνια αργότερα, η Ξένια Κουζμινισμα, μοναχή στο μοναστήρι μας από την εποχή του γέροντα Σεραφείμ, στεκόταν μόνη της δίπλα στην Πελαγία Ιβανοβνα την ώρα της θείας Λειτουργίας. Στεκόταν στο στασίδι, δίπλα στο παράθυρο, και χτένιζε με προσοχή τα μαλλιά της Πελαγίας. Η Πελαγία κοιμόταν. Ξαφνικά πετάχτηκε πάνω σα να την είχαν ξυπνήσει. Η Ξένια ξαφνιάστηκε. Η Πελαγία έτρεξε στο παράθυρο, το άνοιξε, κρεμάστηκε η μισή σχεδόν απ’ έξω, κοίταξε μακριά και γρύλλισε σε κάποιον.

‘’Τι να σημαίνει αυτό;’’ σκέφτηκε η γερόντισσα Ξένια και πήγε στο παράθυρο να δει κι εκείνη. Η πλάγια πύλη του μοναστηριού, εκεί που είναι η εκκλησία της Παναγίας του Καζάν, άνοιξε και μπήκε η μακαρία Πάσσα μ’ ένα δέμα στους ώμους της. Πήγαινε κατευθείαν προς την Πελαγία Ιβάνοβνα και μουρμούρισε κάτι. Σαν είδε πως η Πελαγία γκρίνιαζε κάτι εναντίον της, η Πάσσα σταμάτησε και ρώτησε,

– Τι συμβαίνει, μάτιουσκα; Μπορώ να ‘ρθω ή όχι;

– Όχι, απάντησε η Πελαγία.

– Με άλλα λόγια είναι νωρίς ακόμα; Δεν ήρθε η ώρα;

– Όχι, επιβεβαίωσε η Πελαγία.

Η Πάσσα υποκλίθηκε ήσυχα κι αντί να μπει στο μοναστήρι βγήκε από την ίδια πύλη. Για ενάμισυ χρόνο από τότε δεν την ξαναείδαμε.

Να ‘βλεπες πως επικοινωνούσαν αυτές οι μακάριες!

Προσπάθησε να τις καταλάβεις, αν θέλεις. Αυτές όμως τα ξέρουν όλα. Μόνο που κοιτάζουν η μια την άλλη, τα καταλαβαίνουν όλα.

Τι να σήμαιναν άραγε αυτές οι μυστικές συζητήσεις που είχαν οι δυο τους; Να η εξήγηση: Έξι χρόνια προτού πεθάνει η Πελαγία Ιβάνοβνα, η Πάσσα ξαναπαρουσιάστηκε με κάτι που ‘μοιαζε με παιδική κούκλα. Λίγο αργότερα ήρθε με πολλές κούκλες. Ανησυχούσε γι’ αυτές, τις φρόντιζε, τις έλεγε ‘’παιδιά’’. Η Πάσσα άρχιζε να ζει στο μοναστήρι μας για μερικές βδομάδες κάθε φορά, κι αργότερα για μερικούς μήνες. Αλλού ζούσε τη μέρα κι αλλού τη νύχτα. Ένα χρόνο προτού πεθάνει η Πελαγία Ιβάνοβνα, έζησε μαζί μας σχεδόν ολόκληρη τη χρονιά. Κι όταν η Πελαγία πέθανε, εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι μας για τα καλά. Συναντηθήκαμε πολλές φορές και προσπάθησα να την πείσω να μείνει μαζί μας.

– Όχι, δεν μπορώ, η μαμά δε θα μ’ αφήσει, είπε κι έδειξε το πορτραίτο της Πελαγίας Ιβανοβνα.

– Τι; Δεν καταλαβαίνω, της είπα.

– Καλά , εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις, μα εγώ καταλαβαίνω. Δεν μου δίνει ευλογία να μείνω.

Έφυγε κι έμεινε μαζί με τις ψάλτριες.

Άλλοι που μας επισκέπτονταν και τιμούσαν την Πελαγία Ιβάνοβνα, ήταν οι επίσης σαλές Παρασκευή Σεμιόνοβνα, μοναχή που υποτασσόταν στο γέροντα Σεραφείμ και πάντα την έλεγε ‘’Πελαγία Ιβάνοβνα, ο δεύτερος Σεραφείμ’’, καθώς κι η μακαριστή μοναχή Παρασκευή Γιακόβλεβνα, που την έλεγε ‘’μαμά’’.

Την τελευταία φορά, πριν πεθάνει η Πελαγία Ιβάνοβνα, κάποια σαλή, η Ευγενία Θεοφάνοβνα. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Αυτή δε ζούσε στο μοναστήρι μας. Μας επισκέπτονταν που και που. Αυτή τη φορά την είδα να ‘ρχεται κρατώντας δυο σάκκους μ’ όλων των ειδών τα κουρέλια.

– Εδώ, Γερασίμοβνα κουρελιασμένη, φώναζε. Δεν εμπιστεύομαι κανένα. Γι’ αυτό κουβαλάω όλα τα υπάρχοντά μου σε σένα.

– Αρκετά με τις ανοησίες σου, της είπε η Πελαγία Ιβάνοβνα. Καλύτερα να μιλήσουμε για το θάνατο.

Σαν άκουσε τα λόγια αυτά η Θεοφάνοβνα πετάχτηκε αμέσως, έτρεξε καταπάνω της, έπεσε στα πόδια της και τ’ αγκάλιασε.

– Καθοδήγησε με, της είπε.

Κι άρχισαν κι οι δυο τους να θρηνούν. Ήταν να τις λυπάσαι καθώς τις έβλεπες έτσι. Σε λίγες μέρες η Ευγενία Θεοφάνοβνα αρρώστησε. Ήταν 4 Φεβρουαρίου κι είχε μια φοβερή χιονοθύελλα. Πως κι από που μας ήρθε, δεν ξέρω. Χτύπησε το παράθυρο και ζήτησε να την αφήσουμε να μπει στο σπίτι του διάκου Ιβάν Νικητιτς Σαντοφσκυ, που ‘ταν στην ενορία του αδελφού της, του μπάτιουσκα Βασιλείου. Κανένας δε θα την άφηνε να μπει, επειδή ήξεραν τι αναστάτωση θα ‘φερνε ένας σαλός. Βλέπεις , γι’ αυτούς δεν υπάρχουν νόμος και τάξη. Δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί τους ο καθένας. Έτσι πάγωσε ολόκληρη…

Την μεταφέραμε στην Αγάθη Λαυρεντιεβνα. Την άλλη μέρα μου είπε η Πελαγία Ιβάνοβνα,

– Πήγαινε στην Ευγενία. Πήγαινε να την δεις όσο ζει ακόμα.

Πήγα και την είδα να κείτεται σα να μην έτρεχε τίποτα. Έλεγε τα δικά της και συμπεριφερόταν όπως πάντα.

– Ήρθαν να με συνοδεύσουν μαζί με τις καμπάνες, είπε.

Έτσι έγινε. Είχαν έρθει με καμπανάκια για τον μπάτιουσκα Βασίλειο, που θα έκανε ένα γάμο. Η Ευγενία πέθαινε. Κι ο μπάτιουσκα ήρθε με τ’ άλογα, που ‘χαν καμπανάκια, για να την κοινωνήσει. Και μετά πέθανε.

Οσία Πελαγία Ιβάνοβνα η διά Χριστόν Σαλή, μετφρ. Πέτρου Μπότση, Αθήνα 1996, σελ. 79-80, 86, 90- 96.

*Έτσι αποκαλούσε την Αννα Γερασιμοβνα που την διακονούσε, επίσης την αποκαλούσε Συμεων-μπάτιουσκα ή μπάτιουσκα κι όταν ήταν νευριασμένη την φώναζε ‘’Σνεμκα’’

***

Η Πελαγία μιλούσε στις καρδιές των ανθρώπων και τους οδηγούσε στο δρόμο της σωτηρίας.

Ο ζωγράφος Μιχαήλ Πέτροβιτς Πετρωφ, διηγείται:

Το 1881 αρρώστησα από διφθερίτιδα. Για πέντε μέρες ήμουν στο κρεββάτι αναίσθητος. Την έκτη μέρα συνήρθα κάπως. Κοίταξα το προτραιτο της Πελαγίας και είπα, ‘’Γιατί δε με επισκέπτεσαι; Εγώ , όταν ήσουν άρρωστη, σε επισκέφτηκα’’. Σε λίγο με πήρε ο ύπνος. Και τι λέτε να ‘γινε; Είδα στον ύπνο μου πως η Πελαγία στεκόταν κοντά μου και μου είπε, ‘’ Ορίστε, ήρθα να σε δω. Μη φοβάσαι, δε θα πεθάνεις.’’

Ο Μιχαήλ Πέτροβιτς τελικά έγινε καλά…

Κάποτε η Πελαγία έπινε τσάι. Της το σέρβιραν γλυκό. Ξαφνικά πετάχτηκε πάνω, άρπαξε το φλιτζάνι κι έτρεξε στο δρόμο. Κοίταξε προς την κατεύθυνση κάποιου χωριού και το άδειασε προς τα κει. Την άλλη μέρα ήρθε μια γυναίκα απ’ το χωριό κι έπεσε στα πόδια της. Την ευχαριστούσε. Διηγήθηκε μετά πως την προηγούμενη νύχτα στο χωριό της είχε ξεσπάσει πυρκαγιά. Ο σταύλος μου μαζί με το σιτάρι που’ταν μέσα είχε αρχίσει να καίγεται, έλεγε με δάκρυα. Έπεσα στα γόνατα και φώναξα: Μάτιουσκα Πελαγία Ιβάνοβνα, σώσε μας. Και ξαφνικά ο αέρας φύσηξε προς την αντίθετη κατεύθυνση κι η φωτιά άρχισε να σβήνει.” Κατά την αφήγηση της γυναίκας αυτής ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση κι η φωτιά άρχισε να σβήνει, τη στιγμή ακριβώς που η Πελαγία Ιβάνοβνα έχυσε τα τσάι της προς το μέρος που βρισκόταν το χωριό.

‘’Ευχαριστώ το Θεό, συνεχίζει με καρδιακή συντριβή, που με αξίωσε να γνωρίσω τέτοια δούλη του Θεού. Κι όχι μόνο να την γνωρίσω, αλλά και να με ονομάζει πνευματικό τέκνο της’’.

Πετρώφ συνεχίζει… Κάποτε συνάντησε μια κοπέλλα και της είπε: Εσύ θα παντρευτείς αυτόν τον νέο. Και της έδειξε κάποιον που βάδιζε εκεί κοντά. Οι οικογένειες των δυο αυτών νέων είχαν έχθρα μεταξύ τους. Κανένας δε θα περίμενε πως οι γονείς τους θα συμφωνούσαν ς’ αυτόν το γάμο. Κι όμως, μέσα σε ένα μήνα έγινε ο γάμος τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου