Ο θεολόγος επί οκτώ έτη ακατάπαυστα παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει κάποιον άνθρωπο, που θα μπορούσε να του δείξει τον πιο σίγουρο δρόμο για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Κάποια μέρα που έφθασε στο αποκορύφωμα της προσευχής άκουσε μιά φωνή «Πήγαινε και στην έξοδο της Εκκλησίας θα βρείς τον άνθρωπο που ζητάς». Πηγαίνει βιαστικά στην Εκκλησία, όπου βρίσκει ένα γέρο ζητιάνο με κουρελιασμένα ρούχα και πληγωμένα γόνατα και τον χαιρετά
– «Καλό και ευτυχισμένο πρωινό, γέροντα».
– «Ποτέ δεν είχα κακό και δυστυχισμένο πρωινό».
(Ο άλλος εν αμηχανία διορθώνει)
– «Είθε να σου στείλει ο Θεός κάθε αγαθό»!
– «Ουδέποτε μού εστάλη κάτι μη αγαθό»!
(ο θεολόγος παραξενεύεται και του λέει)
– «Τί συμβαίνει με σένα, γέροντα; Εγώ σου εύχομαι κάθε ευτυχία».
– «*Μα ποτέ δέν είμαι δυστυχής. Ζω σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Για το ζυγό που μου έδωσε ο Θεός ποτέ δεν δυσανασχέτησα και είμαι πάντοτε ευχαριστημένος*».
– «Από πού ήλθες εσύ, γέροντα, εδώ»;
– «Από τον Θεό».
– «Και πού Τον βρήκες»;
«Εκεί πού Τον άφησα στην αγαθή θέληση».
– «Ποιός είσαι, γέροντα, και σε ποιά τάξη ανήκεις»;
«Οποιος κι αν είμαι, είμαι ικανοποιημένος με την κατάστασή μου, γιατί βασιλεύς είναι αυτός που κυβερνά και διευθύνει τον εαυτό του*».
Ο θεολόγος αποδέχθηκε τελικά πως ο δρόμος του ζητιάνου ήταν ο μόνος σίγουρος για τον Ουρανό, δηλαδή η τελεία παράδοση στο θέλημα του Θεού»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου