ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

"ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΑΡΤΟΣ Ο ΖΩΝ Ο ΕΚ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΤΑΒΑΣ"!


ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς
(Κατά Ιωάννη 6,50-51)

οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. 
ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. 

Μετάφραση
Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κανείς από αυτόν και να μην πεθάνει. 
Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει από τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και ο άρτος, λοιπόν, που εγώ θα δώσω είναι η σάρκα μου υπέρ της ζωής του κόσμου». 

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: «ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ. ΚΟΙΝΩΝΑΜΕ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΚΟΙΝΩΝΑΜΕ»

Μιά δαι­μο­νι­σμέ­νη ὁ­μο­λο­γοῦ­σε: “Ὅ­ταν ἤ­μουν 13 χρο­νῶν, ἔ­βο­σκα τά γε­λά­δια σέ μιά ρε­μα­τιά καί ἐ­κεῖ βλαστή­μη­σα τόν Χρι­στό καί τόν ἀν­τί­χρι­στο καί δαι­μο­νί­στη­κα, μπῆ­κε μέ­σα μου δαί­μο­νας. Ἀ­πό τό­τε δέν εἶμαι κα­λά.

Παν­τρεύ­τη­κα καί μέ πῆ­γε ὁ ἄν­τρας μου στήν Ἀγ­γλί­α, στήν Γερ­μα­νί­α, σέ ὅ­λους τούς για­τρούς. Οἱ για­τροί δέν βρῆ­καν τί­πο­τα. Δέν ξέ­ρουν ὅ­τι ἔ­χω δαί­μο­να. Τώ­ρα, μέ ἔ­φε­ρε καί σέ σέ­να”.
»Τούς εἶ­πα, “ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί θεί­α Κοι­νω­νί­α” καί φώ­να­ξε τό δαι­μό­νιο: “Ἐ­σύ δέν τά λές κα­λά! Ἐ­κεῖ­νος ὁ ἄλ­λος ὁ πα­πάς (ἕ­νας ἄλ­λος Ἱ­ε­ρέ­ας ἐξ ἐγ­γά­μων πού εἶ­χαν πά­ει πρω­τύ­τε­ρα) τά λέ­ει κα­λύ­τε­ρα. Μό­νο μεταλα­βιά (θεί­α Κοι­νω­νί­α), δέν χρει­ά­ζον­ται δι­α­βά­σμα­τα (ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση) “.
»Εἴ­δα­τε, ἀ­δελ­φοί μου, πώς δέν τήν θέ­λει τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ὁ δι­ά­βο­λος καί ὅ­τι ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α δί­χως ἐ­ξομο­λό­γη­ση δέν ὠ­φε­λεῖ σέ τί­πο­τα».

«Κοινωνᾶμε, ἀλλά δέν κοινωνᾶμε»
Μιά κυ­ρί­α ἀ­πό ἕ­να χω­ριό, ἦρ­θε πρίν με­ρι­κά χρόνια νά μέ δῆ. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦρ­θε στίς Ρο­βι­ές στό πανηγύρι καί κα­τά τό ἔ­θος κοι­νώ­νη­σε. Ὅμως, ἐ­νῶ κα­τά­πι­ε τό “ζμί” (ζουμί–αἷ­μα Κυ­ρί­ου), τό “κοψί­δι” (ψίχα–σῶ­μα Κυ­ρί­ου) ἔ­μει­νε κά­τω ἀ­πό τήν γλῶσσα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τό κα­τα­πι­ῆ. Πή­γα­νε σέ ἕ­να σπίτι, τούς κέ­ρα­σαν κα­φέ καί πα­ξι­μά­δι, τά ἔ­φα­γε, ἀλ­λά τό κομ­μα­τά­κι δέν κα­τέ­βαι­νε. Τό εἶ­πε στήν γειτόνισ­σα καί τήν πα­ρα­κά­λε­σε νά τό σκουν­τή­ση μέ τό χέ­ρι της. Φύ­γα­νε ἀ­πό τίς Ρο­βι­ές. Στόν δρό­μο εἴχα­νε ψω­μί καί τυ­ρί καί φά­γα­νε σέ μιά πη­γή πού στα­μα­τή­σα­νε. Αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ τό ψιχου­λά­κι καί αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι μο­σχο­βο­λά­ει. Ἔ­βα­λε τό δά­κτυ­λο καί τό σκουν­τοῦ­σε καί αὐ­τό ἔ­βγαι­νε ἔ­ξω πά­λι στήν γλῶσ­σα της.
— Τί ἦ­ταν αὐ­τό, π. Ἰ­ά­κω­βε; μέ ρώ­τη­σε.
— Μή­πως εἶ­χες κα­νέ­να ἁ­μάρ­τη­μα καί πῆ­γες νά κοι­νω­νή­σης καί δέν ἤ­σουν ἄ­ξια καί ἱ­κα­νή νά πᾶς νά κοινω­νή­σης; Μή­πως μέ καμ­μιά σου γει­τό­νισ­σα τά εἶ­χες χα­λά­σει;
— Ναί, πα­πά μου! Ἦρ­θε ἡ κότ­τα τῆς γει­τό­νισσας στήν αὐ­λή μου καί τήν ἔ­δι­ω­ξα λέ­γον­τας “ἴ­σου! νά φᾶς τήν νοι­κο­κυ­ρά σου, νά ψο­φή­ση ἡ νοι­κο­κυ­ρά σου!”. Καί ὕ­στε­ρα σάν νά μέ φώ­τι­σε ὁ Θε­ός τό βράδυ καί μοῦ εἶ­πε: “Δέν πᾶς νά πά­ρης συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τήν γει­τό­νισ­σα;”. “Νά πά­ω”, εἶ­πα. Στόν δρό­μο ὅ­μως πού πή­γαι­να, μοῦ εἶ­πε ὁ λο­γι­σμός: “Ἔ! δέν εἶ­ναι τί­πο­τα. Καί ἡ δι­κή μου πά­ει σέ αὐ­τήν καί αὐ­τῆς ἔρ­χε­ται σέ μέ­να”.
»Βλέ­πε­τε τί τῆς εἶ­πε ὁ δι­ά­βο­λος; Καί ἐ­νῶ πῆ­γε νά κοι­νω­νή­ση, δέν κοι­νώ­νη­σε, δι­ό­τι εἶ­χε κα­τα­ρα­στῆ τήν γει­τό­νισ­σά της». 

«Καί μιά ἄλ­λη φο­ρά, ἕ­να παλ­λη­κά­ρι ἦρ­θε νά κοι­νω­νή­ση καί δί­στα­ζα λί­γο μέ­σα μου νά τό κοι­νω­νή­σω. Φαί­νε­ται θά εἶ­χε κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κό κώ­λυμα. Ὅ­ταν, λοι­πόν, τό κοι­νω­νοῦ­σα, ἕ­νας πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος μονα­χός, ἀ­ρε­τῆς ἄν­θρω­πος, εἶ­δε νά φεύ­γη ἀπό τήν ἁ­γί­α Λα­βί­δα μιά χρυ­σή λάμ­ψη, νά περ­νᾶ πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι μου καί νά πά­η πά­νω στήν ἁ­γί­α Τράπε­ζα καί κά­θησε ἐ­κεῖ. Με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α, μοῦ τό εἶ­πε ὁ μο­να­χός καί μοῦ εἶ­πε ὅ­τι τό ἔ­βλε­πε (τό παλ­λη­κά­ρι) μαῦ­ρο στό πρό­σω­πο.

»Βλέ­πε­τε; Κοι­νω­νᾶ­με ἀλ­λά δέν κοι­νω­νᾶ­με! Γι᾽ αὐ­τό καί οἱ μά­γοι καί οἱ αἱ­ρε­τι­κοί με­ρι­κές φο­ρές συ­νι­στοῦν καί θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά φρον­τί­ζουν νά μήν (μᾶς ἀφήσουν νά) σκε­φτοῦ­με (γιά) νά προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με σωστά».

ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

ΚΑΘΕ ΠΟΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ;

Ένα πολύ μεγάλο ζήτημα είναι κάθε πότε πρέπει να κοινωνούμε; Πολλοί κοινωνούν μια φορά το χρόνο, άλλοι δύο φορές, άλλοι περισσότερες.  
Ποιούς απ’ αυτούς θα επιδοκιμάσουμε; Όσους μια φορά, όσους πολλές ή όσους λίγες φορές μεταλαβαίνουν; Ούτε τους μία ούτε τις πολλές ούτε τους λίγες, μα εκείνους που πλησιάζουν στο άγιο Πoτήριo με καρδιά αγνή, με βίο ανεπίληπτο. Αυτοί ας κοινωνούν πάντα. Οι άλλοι, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, ας μένουν μακριά από τα άχραντα Νυστέρια, γιατί αλλιώς κρίμα και καταδίκη, ετοιμάζουν για τον εαυτό τους.  
О Άγιος απόστολος λέει: «Όποιος τρώει τον άρτο και πίνει το πoτήριo τους Κυρίου με τρόπο ανάξιο, γίνεται ένοχος αμαρτήματος απέναντι στο σώμα και στο αίμα τους Κυρίου, προκαλώντας την καταδίκη τους» (А’ Κoρ. 11:27, 29). Θα τιμωρηθεί, δηλαδή, τόσο αυστηρά, όσους και οι σταυρωτές τους Χριστού, αφού κι εκείνοι έγιναν ένοχοι αμαρτήματος απέναντι στο σώμα Тoυ.  
Πολλοί από τους πιστούς έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο περιφρονήσεως των αγίων Мυστηρίων, ώστε, ενώ είναι γεμάτοι από αμέτρητες κακίες και δεν διορθώνουν καθόλου τον εαυτό τους, κοινωνούν στις γιορτές απροετοίμαστοι. Мη γνωρίζοντας ότι προϋπόθεση της θείας Κοινωνίας δεν είναι η γιορτή, αλλά, καθώς είπαμε, η καθαρή συνείδηση.  
Και όπως αυτός που δεν αισθάνεται κανένα κακό στη συνείδησή τους, πρέπει καθημερινά να προσέρχεται στη θεία Κοινωνίας, έτσι κι αυτός που είναι φορτωμένες αμαρτήματα και δεν μετανοεί, πρέπει να μην κοινωνεί ούτε στη γιορτή. Гι’ αυτό και πάλι σας παρακαλώ όλους να μην πλησιάζετε στα θεία Νυστέρια έτσι απροετοίμαστοι κι επειδή το απαιτεί η γιορτή, αλλά, αν κάποτε αποφασίσετε να λάβετε μέρος στη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσετε, να καθαρίζετε καλά τον εαυτό σας, από πολλές μέρες πριν, με τη μετάνοια, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τη φροντίδα για τα πνευματικά πράγματα.  

Πηγή: dogma.gr 

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

«ΕΙΜΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΞΙΟΣ, ΠΩΣ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΩ;»

Ὁ τί­τλος αὐ­τός εἶ­ναι ἕ­νας ὅ­ρος πού ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας χρη­ση­μο­ποίη­σε γιά τούς χρι­στια­νούς ἐ­κεί­νους πού πρό­βαλ­λαν καί προ­βάλ­λουν καί ἀ­κού­ου­μεν καί σή­με­ρα συ­χνά πυ­κνά νά προ­βάλ­λε­ται αὐ­τή ἡ δι­και­ο­λο­γί­α «Εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός, καί ἀ­νά­ξιος πῶς νά κοι­νω­νή­σω;» Καί μέ τήν πρό­φα­ση αὐ­τή στε­ροῦν­ται τῆς ζω­ῆς καί δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό Δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου, πού κα­τά τόν θεῖ­ο Χρυ­σό­στο­μο «Μέ­νουν ἄ­γευ­στοι καί παν­τε­λῶς ἀ­μέ­το­χοι τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος». 
Με­ρι­κοί ἀ­πό ἀ­μέ­λεια καί ἄλ­λοι ἀ­πό ἄ­γνοι­α, ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι μι­ά «ἐ­πι­ζή­μιον εὐ­λά­βεια», τήν ὁ­ποί­αν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἅ­γιος, «πα­γί­δα καί βρό­χον ἔρ­γον τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου». 
Στά ὑ­πο­μνή­μα­τά του, ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον καί Ἰ­ω­άν­νην εὐ­αγ­γέ­λια, ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα μέ τά ἑ­ξῆς:« Ναί μέν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά πεῖ», «εἶ­ναι γραμ­μέ­νον· ὥ­στε ὅς ἄν έ­σθί­η τόν ἄρ­τον τοῦ­τον ἤ πί­νη τό πο­τή­ριον τοῦ­το ἀ­να­ξί­ως, ἔ­νο­χος ἔ­σται τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου»(Α΄ Κορ.ι­α΄27), «Ἐ­γώ λοι­πόν ἐ­ξέ­τα­σα καί βρῆ­κα τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­ξιο, καί δέν κοι­νω­νῶ». Σ’ αὐ­τόν πού λέ­γει αὐ­τά θά ἀ­κού­σει. «Πό­τε θά γί­νεις ἄ­ξιος, πό­τε θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς στήν ἁ­μαρ­τί­α; Πό­τε θά πα­ρα­στή­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου κα­θα­ρό ἐ­νώ­πιον τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­ταν συ­νε­χῶς φο­βᾶ­σαι ὅ­τι θά πέ­σεις; Θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι πο­τέ δέ θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς καί νά πέ­φτεις σέ κά­τι, ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔ­χεις δί­και­ο.»Συ­νε­χί­ζον­τας στό ἴ­διο θέ­μα ὡς ἑ­ξῆς: «Δέ θά μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά ἔ­χει τε­λεί­ως κα­θα­ρήν τήν ψυ­χήν του ἔ­στω κι’ ἄν εἶ­ναι ἀ­πό τούς πιό προ­σε­κτι­κούς καί ἐρ­γα­τι­κούς στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, ἀ­φοῦ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο:«Ποι­ός μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἁ­γνήν τήν ψυ­χή του; ὅ­ταν αὐ­τός πού φταί­ει καί στό πιό μι­κρό εἶ­ναι ἔ­νο­χος καί πα­ρα­βά­της ὅ­λων»; Κα­νέ­νας λοι­πόν δέ μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἁ­μαρ­τί­α ὅ­σο προ­σε­κτι­κός καί ἄ­γρυ­πνος ἄν εἶ­ναι, για­τί ὑ­πάρ­χει καί ἡ κα­τά νοῦν ἁ­μαρ­τί­α, καί ποι­ός μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά τήν ἀ­πο­φύ­γει; Ἡ ἀ­να­μαρ­τη­σί­α μό­νο στό Θε­ό ἀ­νή­κει. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φύ­ση μας, καί ἄν θέ­λα­με μό­νοι μας νά σω­θοῦ­με δέ θά μπο­ροῦ­σα­με, ἄν δέν μᾶς ἔ­σω­ζε ἡ ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. 
Καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος στήν ὁ­μι­λί­α του «στά Σε­ρα­φείμ» ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στούς ἀ­κρο­α­τές του λέ­γει:«Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὅ­λοι μας βρι­σκό­μα­στε κά­τω ἀ­πό ἐ­πι­τί­μια, ( γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας) καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­γνήν ψυ­χή, ἀλ­λά αὐ­τό δέν εἶ­ναι τό τρο­με­ρό, ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή
Τό τρο­με­ρό εἶ­ναι ὅ­τι ἐ­νῶ γνω­ρί­ζο­μεν ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή, δέν πη­γαί­νο­μεν σ’ Ἐ­κεῖ­νον πού δύ­να­ται νά κα­θα­ρί­σει τήν ψυ­χή μας.» 
Ὁ δέ Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας συ­στή­νει: 
«Δέν πρέ­πει νά ἀ­πέ­χου­μεν ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε κα­θό­λου προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιά τά μυ­στή­ρια, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­θι­στοῦ­με τήν ψυ­χή ἀ­σθε­νέ­στε­ρη καί χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό κά­θε πλευ­ρά.­.. Καί νά μήν ἀ­πο­φεύ­γουν τό θε­ρα­πευ­τή προ­φα­ζι­ζό­με­νοι τήν ἀ­σθέ­νεια, γιά τήν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νά τόν ἀ­να­ζη­τοῦν» 
Νο­μί­ζω ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη δι­ευ­κρί­νι­ση γιά νά ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ χρι­στια­νοί ὅ­τι ὅ­σο καί νά προ­σπα­θή­σουν μό­νοι τους δέ θά κα­τα­φέ­ρουν νά ἀ­παλ­λα­χθοῦν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί κα­νέ­νας γεν­νη­μέ­νος ἀ­πό γυ­ναί­κα δέν μπό­ρε­σε μό­νος του νά γί­νει ἀ­να­μάρ­τη­τος. Ἄν μπο­ροῦ­σε νά ἐ­λευ­θρω­θεῖ μό­νος του ­ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, δέ θά ἐρ­χό­ταν καί νά σαρ­κω­θεῖ ὁ Θε­ός γιά νά τόν κα­θα­ρί­σει.
Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο, ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7 ὡς 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση. Για­τί πρέ­πει νά μά­θει ὁ χρι­στια­νός ὅ­τι ἄν δέν προ­σέλ­θει στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη δέ μπο­ρεῖ νά κα­θα­ρι­σθεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. 
Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος: «Ἀλ­λ’ ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τι­νάς. Πῶς ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος ‘­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν; 
Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει.’­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. (δη­μι­ουρ­γῆ­ται ἐ­δῶ μιά ἀ­πο­ρί­α
ὅ­ταν λέ­γει ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ κα­θα­ρί­ζει αὐ­τούς πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στό φῶς, ἀλ­λά αὐ­τοί πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στο φῶς δέν ἀ­μαρ­τά­νουν. Για­τί τό εἶ­πεν αὐ­τό ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής;) Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἡ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. ‘­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τῆ τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, κάν ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νω­μέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυα­σμούς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἐ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὐτός ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὅλας τάς ἐν­το­λάς, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἀ­χρεῖ­οι ἐ­σμέν ὅ­τι ὅ ὠ­φεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10). 
«Ὀ­σω γάρ γί­νε­ταί τι­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας του τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον. 
Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τῆ πα­ρού­ση ζω­ῆ, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ’ ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὐ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἤ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἤ ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν». 
Δέν εἶ­ναι ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα.Ὑ­πάρ­χουν ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν μᾶς χω­ρί­ζουν ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὅ­μως τά ὁ­ποῖ­α μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν κα­τά πό­δας. Αὐ­τά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί ὀ Ἰ­ω­άν­νης στήν ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16) 
Ὁ ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας λέ­γει: «Οὐ­κο­ϋν, εἰ μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­να καί συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον δι­ά γλώσ­σης, δι’ ἀ­κο­ῆς δι’ ὀ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι, κε­νο­δο­ξί­ας, λύ­πης, θυ­μο­ῦ, ἤ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἡ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται».
Λοι­πόν, ἄν σφάλ­λου­με γι­ά κά­ποι­α μι­κρά καί ἀν­θρώ­πι­να πού εὔ­κο­λα συγ­χω­ροῦν­ται, ὅ­πως μέ τή γλῶσ­σα, τήν ἀ­κο­ή, καί μέ τά μά­τια πού κλέ­πτουν καί μᾶς ὁ­δη­γοῦν στήν κε­νο­δο­ξί­α, τή λύ­πη,τό θυ­μό, ἤ καί κά­ποι­α ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν αὐ­το­κα­τη­γο­ρού­με­θα καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε στό Θε­ό καί συμ­με­τέ­χου­με τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων πι­στεύ­ου­με στήν κά­θαρ­σιν ὅ­λων αὐ­τῶν μέ τή με­τά­λη­ψη τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων. 
Καί ὁ σο­φός Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας, ὁ ἑρ­μη­νευ­τής τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, σχο­λι­ά­ζον­τας τήν ἐκ­φώ­νη­ση τοῦ λει­τουρ­γοῦ ἱ­ε­ρέ­α,«Τά ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις», γρά­φει: «­.­..Σάν νά λέ­γει, (ὁ ἱ­ε­ρέ­ας) ἰ­δού ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς πού βλέ­πε­τε. Λοι­πόν τρέ­ξα­τε νά με­τα­λά­βε­τε, ἀλ­λά ὄ­χι ὅ­λοι, μό­νον ὅ­σοι εἶ­ναι ἅ­γιοι. Δι­ό­τι τά ἅ­για στέλ­λον­ται μό­νο στούς ἁ­γί­ους. Ἁ­γί­ους δε, λέ­γει ἐ­δῶ τούς τε­λεί­ους στήν ἀ­ρε­τή, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους πού βι­ά­ζον­ται νά φθά­σουν καί δέν ἔ­φθα­σαν ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι καί αὐ­τοί πού ἀ­γω­νί­ζον­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά με­τέ­χουν τῶν μυ­στη­ρί­ων καί ἁ­γι­ά­ζον­ται καί εἶ­ναι ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἅ­γιοι ὅ­πως καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λέ­γε­ται ἁ­γί­α» Ὁ ἴ­διος πά­λιν ἐ­ρω­τᾶ:«Τί λοι­πόν; Κά­θε ἁ­μαρ­τί­α νε­κρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο; Καί ἀ­παν­τᾶ «Κα­θό­λου, ἀλ­λά μό­νον ἡ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, (χω­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α), γι’ αὐ­τό καί λέ­γε­ται πρός θά­να­το.» 
«Γι’ αὐ­τό καί οἰ βα­πτι­σμέ­νοι, ἐ­άν δέν ἔ­χουν πέ­σει σέ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νά χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τόν Χρι­στό καί νά ὑ­πο­στοῦν θά­να­το, δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά κοι­νω­νοῦν τά ἄ­χραν­τα μυ­στή­ρια καί νά με­τέ­χουν τοῦ ἁ­για­σμοῦ μέ τήν πρά­ξη καί τά λό­για σάν ζων­τα­νά ἀ­κό­μη μέ­λη καί ἑ­νω­μέ­να μέ τήν κε­φα­λή.» 
Ἐ­κεῖ­νο πού χω­ρί­ζει τόν χρι­στια­νό ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, ὅ­πως λέ­γει ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας. Ὁ μο­να­δι­κός καί συ­νε­χής ἁ­γώ­νας κά­θε ἀν­θρώ­που πού πο­θεῖ τήν ἕ­νω­σή του μέ τόν Χρι­στό, εἶ­ναι κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. 
Μέ ὅ­λα αὐ­τά πού γρά­φτη­καν έ­δῶ, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι
 
α) Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο αὐ­τό, πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τε­λεί­ως τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί δέν ἔ­χει φύ­ση στα­θε­ρή, ἀλ­λά με­τα­βαλ­λό­με­νη καί σέ κά­ποι­α στιγ­μή ὅ­σο προ­σε­κτι­κός κι’ ἄν εἶ­ναι κά­που θά πέ­σει. 
β)Δέν χω­ρί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πα­ρά μό­νον τά Θα­νά­σι­μα 
γ)Ἄν δέν κοι­νω­νή­σει ὁ χρι­στια­νός τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου δέν μπο­ρεῖ νά ζεῖ πνευ­μα­τι­κά, για­τί στε­ρεῖ­ται τῆς ζω­ῆς. 
δ) Θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σου­με κα­τά μέ­ρος τήν πρό­φα­ση «εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός», ἀλ­λά κά­θε φο­ρά πού ἁ­μαρ­τά­νου­με νά τρέ­χου­με στόν ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ρι νά κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί νά συμ­με­τέ­χου­μεν συ­χνά στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, για­τί «τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θά μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α». 
Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἀ­μέ­λεια, προ­φα­σι­ζό­μα­στε ὅ­τι εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἀ­πο­φεύ­γου­μεν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, τό­τε ἀ­πο­μα­κρύ­νου­μεν τόν ἑ­αυ­τό μας ἀ­πό τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή καί στε­ρού­μα­στε τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­γέν­νη­σης. 
Ὁ Κύ­ριος σί­γου­ρα βλέ­πει τίς πιό πά­νω ἀ­δυ­να­μί­ες μας καί μᾶς συγ­χω­ρεῖ. Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως καί ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο νά τίς ἀ­να­γνώ­ρι­ζει καί νά προ­σπα­θεῖ ὅ­σο μπο­ρεῖ νά τίς πε­ρι­ο­ρί­ζει μέ ἕ­να συ­νε­χή ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν του καί νά φρον­τί­ζει νά ζεῖ πάν­το­τε βί­ον κα­θα­ρό καί ἀ­κα­τη­γό­ρη­το συ­νο­δευ­ό­με­νον μέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί δι­και­ο­σύ­νης.

Χαραλάμπους Νεοφύτου 
Πρεσβυτέρου
 

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ!

Φρίκη, τρόμος και πανικός κυριεύουν τα δαιμόνια, όταν βρεθούν μπροστά στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τη θεία Κοινωνία. 

Γι' αυτό πάντοτε οι δαιμονισμένοι σπαράζουν και χτυπιούνται ελεεινά, όταν πλησιάσουν στα τίμια Δώρα, πράγμα που δε συμβαίνει πριν από τον καθαγιασμό και τη μεταβολή τους. Είναι και τούτο μια συνεχής και περίτρανη απόδειξη, ότι η θεία Κοινωνία είναι πράγματι Σώμα και Αίμα Χριστού.

Στο βίο του αγίου Ευτυχίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (6ος αι.), υπάρχει ένα σχετικό περιστατικό.

Στην περιοχή της Αμάσειας, όπου είχε για ένα διάστημα εξοριστεί, βρισκόταν ένα γυναικείο μοναστήρι, που λεγόταν «της Φλαβίας». Μερικές λοιπόν από τις μοναχές έφεραν στον άγιο ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, που είχε κυριευθεί από δαιμόνιο, και δεν πλησίαζε καν τη θεία Κοινωνία˙ όταν το πήγαιναν να κοινωνήσει, φώναζε, χτυπιόταν, κλωτσούσε και αποστρεφόταν με αηδία και τρόμο τα άχραντα Μυστήρια.

Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή. Ο άγιος θα λειτουργούσε και θα κοινωνούσε τους πιστούς. Είπε λοιπόν να φέρουν και το κοριτσάκι. Πράγματι, το έφεραν και με πολλή βία το ανάγκασαν να δεχτεί στο στόμα του τη θεία Κοινωνία. Αμέσως όμως έβγαλε μιαν άγρια κραυγή και Την έφτυσε χάμω!

Έφριξαν όλοι. Άφησαν το έξαλλο κοριτσάκι να φύγει, ενώ ο άγιος μάζεψε με το στόμα του από το έδαφος το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Παρήγγειλε, ωστόσο, να του ξαναφέρουν το δαιμονισμένο πλάσμα την άλλη μέρα.

Όταν ήρθε, ο άγιος προσευχήθηκε και έχρισε όλα του τα μέλη με άγιο έλαιο. Ύστερα δοκίμασε να το μεταλάβει πάλι. Το κορίτσι, αφού αναστέναξε βαθιά, κοινώνησε άφοβα και ήρεμα. Μόλις κατάπιε τη θεία Κοινωνία, άφησε μιαν άγρια κραυγή, και αμέσως το πονηρό πνεύμα βγήκε από το στόμα του.

Από τη στιγμή εκείνη το κοριτσάκι θεραπεύθηκε οριστικά, και όλοι δόξαζαν τον Κύριο για τη δύναμη και τη φιλανθρωπία Του.


«Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» - Ι.Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

ΘΕΪΚΗ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΟΤΗΡΙΟ

Τον περασμένο αιώνα στη Μικρασία έζησε ένας άγιος αλλά αφανής λευίτης, ο π. Ιωάννης.
Ήταν έγγαμος, οικογενειάρχης, από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας. Τις καθημερινές εργαζόταν στα χωράφια, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία.
Στη Θεία Λειτουργία σχεδόν πάντοτε ξεσπούσε σε δάκρυα και αναστεναγμούς. Την ώρα μάλιστα του καθαγιασμού η κατάνυξη του κορυφωνόταν. Οι ψάλτες έψαλλαν το «Σε υμνούμεν...» όσο πιο αργά μπορούσαν, αλλά εκείνος καθυστερούσε πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά ή και περισσότερο.
Έτσι κι εκείνοι επαναλάμβαναν τον ύμνο μέχρι πέντε ή έξι φορές. Τελικά, πλησίασαν κάποτε τους επιτρόπους και τους είπαν το πρόβλημά τους. Εκείνοι με τη σειρά τους το διαβίβασαν στο λειτουργό.

-Πάτερ Ιωάννη, συχνά καθυστερείς την ώρα του καθαγιασμού. Οι ψάλτες και ο λαός έξω σε περιμένουν πολλή ώρα. Δεν μπορείς να λες πιο σύντομα την ευχή, για να μη γίνεται χασμωδία;

-Πως θα γίνει αυτό;

-Είναι εύκολο. Εκεί που είσαι πεσμένος μπρούμυτα, να σηκώνεσαι, να σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, να λες την ευχή και να τελειώνεις.

-Την ευχή τη γνωρίζω, είναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ.

-Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσε μας, αλλά δεν είναι δύσκολο!

-Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. Ιωάννης. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά που φτάνει τα δυο-τρία μέτρα ύψος.

Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω για να σφραγίσω τα τίμια Δώρα. Με πιάνει φόβος και τρόμος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Πέφτω στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο να παραμερίσει τις φλόγες για να συνεχίσω.

Ύστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα. Αν όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι να σβήσει η φωτιά ή να βρεθεί άλλος τρόπος, που θα μου επιτρέψει να μην καώ. Πότε-πότε σβήνει η φωτιά και γίνονται όλα όπως πρίν. Άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, οπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.

Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά. Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε. Γι' αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες για να φτάσουν.

Μερικές φορές έρχονταν στη λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. Και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν. Στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!

Από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις»

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ: ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΑΖΑΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ!

Σπιναλόγκα: Κρυφοκοίταζαν τον παπά την ώρα της κατάλυσης

Έγινε πολύς λόγος για το νησί της Σπιναλόγκα, με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο με τίτλο «Το νησί», της Αγγλίδας Victoria Hislop.

Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία. Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.

Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.

- Παπά, θα κάτσω στην Λειτουργία σου μ’ έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.

Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι χανσενικοί στο τέλος της Λειτουργίας κι είδαν τον παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Ιερή Πρόθεση να κάνει την κατάλυση.

Πέρασε μήνας. Οι χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θά ʼρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναΐσκου. Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το “θαύμα της Σπιναλόγκα” συνέβαινε ξανά και ξανά.

To 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ο ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά το θάνατό τους. Ιδού, λοιπόν, ένας σύγχρονος αθόρυβος ήρωας, που δεν τιμήθηκε για το έργο του από κανέναν, και που -αν προσέξατε- δεν παραθέσαμε το όνομά του γιατί απλά δεν το γνωρίζουμε! Το γνωρίζει όμως -σίγουρα- ο Θεός! Κι αυτό μας αρκεί!

ΠΗΓΗ: http://ahdoni.blogspot.gr 

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


Ο ΑΓΙΟΣ Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του.

Κάποτε, σε μια θεία λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η βασιλεία…», ο άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα χωρίς εκείνος να καταλάβει τίποτα.

Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος από το λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους.

Στον Απόστολο, φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.

Στο «Αλληλούια», μετά τον Απόστολο, οι φωνές του λαού ανέβαιναν ενωμένες στον ουρανό σαν ένα πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί.

Και στο Ευαγγέλιο, κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.

Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο όσιος ν’ ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και να!

Παρουσιάστηκε τότε ένα κατακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος!

Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, που το έφεραν και το απέθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, που ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά.

Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου.

Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο ποτήριο, τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος.

Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε ο όσιος αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω απ’ το λειτουργό.

Δύο Χερουβείμ και Δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος άλλων αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους.

Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία τράπεζα κι ακούμπησε τα τίμια Δώρα, οι άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. τα Δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα Δύο Σεραφείμ στ’ αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει.

Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε.

Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων.

Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «…μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Aγίω. Αμήν Αμήν Αμήν». Τότε βλέπει πάλι ο δίκαιος έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. το αίμα Του το έχυσε στο άγιο ποτήριο, ενώ το σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.

Ύστερα αποτραβήχτηκε πάλι στη θέση του και στάθηκε σεμνά κι ευλαβικά.

‘Όταν ο λειτουργός ύψωσε τον άγιο  Άρτο εκφωνώντας «τα άγια τοις αγίοις», ενώ ο λαός έψαλλε «Εις άγιος, εις Κύριος…», κάποιος από το εκκλησίασμα στράφηκε στον άγιο και τον ρώτησε σιγανά: Γιατί, πάτερ, ο ιερέας λέει «τα άγια τοις αγίοις»; -για μας όλους το λέει, παιδί μου. και σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι άγιος!

Και τι είναι αγιοσύνη, πάτερ; ξαναρώτησε ο άλλος, που ήταν απλοϊκός.

Να… Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. ” Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις.” Αν περιγελάς ή ορίζεις ή κατακρίνεις το συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε.” Αν όμως δεν είσαι, φύγε.

Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».

Ο άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν.  Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν, μόλις έπαιρναν τα θεία Μυστήρια, ενώ άλλων έλαμπαν σαν τον ήλιο.

Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη μετάληψη. ‘Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι.

Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή. Τότε τα άχραντα Μυστήρια σαν να εξαφανίζονταν από την αγία λαβίδα, έτσι που ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης, με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του.

Όταν τελείωσε η λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των αγίων αγγέλων!

Ξαφνικά η στέγη του ναού σαν να σχίστηκε στα δύο. Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδί στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία ξεχύθηκε και πάλι ολόγυρα.»

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Ο ΠΛΑΝΕΜΕΝΟΣ ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 

«Μελίζεται και διαμελίζεται ό Αμνός του Θεού, 
ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος ο πάντοτε εσθιόμενος 
και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τούς μετέχοντας αγιάζων». 

Κάποιος Αναχωρητής, από αμάθεια πιο πολύ, δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ο άγιος Άρτος, που μεταλαμβάνομε, είναι αυτό το Σώμα του Κυρίου. Οι Γέροντες που το έμαθαν, τον φώναξαν κι επεχείρησαν να του εξηγήσουν την ορθή άποψη της εκκλησίας για τα Άχραντα Μυστήρια, ώστε να τον βγάλουν από την πλάνη του. Εκείνος όμως δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πειστεί. Οι Πατέρες τον άφησαν, αλλά έκαναν προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να καταλάβει την αλήθεια για να μη χάσει τους κόπους του. Μια Κυριακή ο Αναχωρητής παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία μαζί με δύο από τους Γέροντες από το Άγιο Βήμα του ναού της σκήτης. Τη στιγμή που ο Ιερεύς πήρε στα χέρια του το πρόσφορο, για να προσκομίσει, είδαν κατάπληκτοι ένα Βρέφος ξαπλωμένο επάνω στην Αγία Τράπεζα. Κι όταν άρχισε να διαμελίζει τον Άρτο, φάνηκε Άγιος Άγγελος επάνω από το θυσιαστήριο, κρατώντας μάχαιρα στα χέρια του. Διαμέλιζε κι αυτός, συγχρόνως με τον Ιερέα, το Θείο Βρέφος κι έχυνε το Αίμα Του στο Άγιο Ποτήριο. Ο πλανεμένος Αναχωρητής ταράχτηκε από το φοβερό εκείνο θέαμα. Η ταραχή του όμως μεταβλήθηκε σε τρόμο, που τον συγκλόνισε ολόκληρο, όταν υστέρα από λίγο, που πήγε να κοινωνήσει, είδε στο Άγιο Ποτήριο ανθρώπινη σάρκα στο αίμα. Κλαίγοντας τότε ομολόγησε την πλάνη του και παρακάλεσε τον Κύριο να σκεπάσει με τη Χάρη Του τα Θεια Μυστήρια για να τολμήσει να κοινωνήσει. Έτσι είδε πάλι Άρτο και Οίνο στο Άγιο Ποτήριο. 

ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΩΝ, εκδ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΛΟΥ, 2002, σ. 73.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΑΡΕΤΗ ΧΗΡΑ

αληθινό γεγονός πού καταγράφουμε έγινε γύρω στο 1940, πριν από την έναρξη του πολέμου.

Ένας ιερεύς ο παπά – Θεόδωρος κλήθηκε για να κοινωνήσει δύο χριστιανούς ετοιμοθάνατους. Έναν πλούσιο, σκληρό και φιλάργυρο και μια ενάρετη χήρα, πού μεγάλωσε μόνη της, με τιμιότητα και σωφροσύνη, σκληρό αγώνα και φτώχεια πολλή, εκείνα τα χρόνια, οκτώ παιδιά!!!
Ό παπά-Θεόδωρος πήρε μαζί τον διάκονο του, τον πατέρα Λαυρέντιο. Μπροστά ο νεωκόρος, στο πλάι ο διάκονος και ο ιερεύς με το άγιο Ποτήριο, ασκεπής και με τον Αέρα στους ώμους, (όπως εσυνηθίζετο τότε),πήγαν πρώτα στο σπίτι του πλούσιου, αλλά αυτός ούτε καν ήθελε να ακούσει για Θεία Κοινωνία! Μόνο φώναζε:
-Δεν είμαι εγώ για θάνατο!
Έγινε ένας διάλογος, όσο ήταν δυνατόν, μεταξύ του ιερέως και του άρρωστου, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος, δεν ήθελε να κοινωνήσει.  Λέγει τότε ο διάκονος, ο πατήρ Λαυρέντιος:
-Πάτερ Θεόδωρε, μου δίνετε, σας παρακαλώ το άγιο Ποτήριο, να πάω να κοινωνήσω την ετοιμοθάνατη κυρία Μαρία και εσείς να συζητήσετε με τον ασθενή μέχρι να γυρίσω! και, εάν έχει πεισθεί, να τον κοινωνήσομε μετά;
-Να πας παιδί μου, με τις ευχές μου.
Ο νεωκόρος μπροστά με το λαδοφάναρο και πίσω ο διάκονος με την Θεία Κοινωνία έφθασαν σε ένα φτωχικό σπιτάκι. Μπήκαν μέσα και είδαν γύρω από το κρεβάτι της κυρα-Μαρίας να παρευρίσκονται τα παιδιά, τα εγγόνια, οι λοιποί συγγενείς της και όλοι να κλαίνε για την υπέροχη αυτή μητέρα, γιαγιά και συγγενή.  Μόλις προχώρησε λίγο ο διάκονος, έμεινε ακίνητος! Τι είδε; Ανείπωτο θέαμα! Περικυκλωμένη δεν ήταν μόνο από ανθρώπους ή αγιασμένη αυτή ψυχούλα, αλλά και από δεκάδες Αγγέλους και Αρχαγγέλους, πού συνωστίζονταν μέσα στο δωμάτιο ποιος θα πρωτοχαϊδέψει και ποιος θα πρωτοαπαλύνει και θα πρωτοσφουγγίσει τον ίδρωτα αυτής της υπερευλογημένης μάνας!  Και δεν ήταν μόνο αυτό!!! Ακριβώς πάνω από το κεφαλάκι της, στο προσκεφάλι της δηλαδή, ήταν ή Υπεραγία Θεοτόκος, ή οποία με ένα θεούφαντο μαντήλι της σκούπιζε τον ίδρωτα του πυρετού από το μέτωπο της. Τα δε χείλη της ετοιμοθάνατης ψιθύριζαν: «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε».
Και -ω του θαύματος- όλοι οι Άγγελοι έπεσαν «μπρούμυτα» και προσκύνησαν το εισερχόμενο πανάγιο Ποτήριο πού είχε μέσα το τίμιο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου! Όλες οι Αγγελικές Δυνάμεις! Και ή Ύπεραγία Θεοτόκος, κατά έναν ακατάληπτο τρόπο, ασπάσθηκε το άγιο Ποτήριο και οδήγησε τον διάκονο να κοινωνήσει την ετοιμοθάνατη.
Μετά τη Θεία Κοινωνία οι Άγγελοι πήραν, την ψυχή αυτής της ευλογημένης μάνας, την παρέδωσαν στα χέρια της Παναγίας και όλοι μαζί ανήλθαν στον Ουρανό.

Άστραψε ο τόπος, μοσχοβόλησε το δωμάτιο και ο διάκονος με φόβο και χαρά απερίγραπτη και αγαλλίαση έφυγε…και επέστρεψε στο σπίτι του πλουσίου… Μπήκε μέσα και τον κατέλαβε ρίγος! γιατί γύρω από το κρεβάτι, του φιλάργυρου αυτού ανθρώπου, βρίσκονταν εκατοντάδες δαίμονες, οι όποιοι με τρίαινες φοβερές κατατρυπούσαν το σώμα του σε διάφορα σημεία: στα γόνατα, στα πόδια, στα χέρια, στις παλάμες, στην κοιλιά, στο λάρυγγα, στα μάτια, στο κεφάλι...Με όσα μέλη αμάρτησε, πάνω σ” αυτά τρυπούσαν οι δαίμονες. Ούρλιαζε, φώναζε ο ταλαίπωρος πλούσιος.
Παρέδωσε το άγιο Ποτήριο τρέμοντας, στα χέρια του ιερέως, ο διάκονος, και από τον τρόμο του λιποθύμησε…
Ό ιερεύς εις μάτην προσπαθούσε να πείσει τον πλούσιο να «ετοιμαστεί» για το τέλος! Αυτός τίποτα! Πέθανε τελικά χωρίς Θεία Κοινωνία και χωρίς Εξομολόγηση. 

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΛΛΗΣΟΥΝ ΜΙΚΡΟΒΙΑ

Ὑπάρχουν χριστιανοί πού φοβοῦνται νά μεταλάβουν γιά νά μήν κολλήσουν μικρόβια! Ἄν ἦταν ἔτσι, δέν θά ζοῦσε κανένας ἀπό τούς ἱερεῖς, ἐπειδή στό τέλος καταλύουν τό περιεχόμενο τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, ἀπό τό ὁποῖο κοινωνοῦν συχνά ἑκατοντάδες πιστοί μέ ποικίλες ἀρρώστιες. Κι ὅμως, κανένας ἱερέας δέν ἔπαθε ποτέ τίποτα. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι "πῦρ καταναλίσκον".
Ἕνα ἀπό τά πολλά περιστατικά πού ἀποδεικνύουν περίτρανα τήν ἀλήθεια αὐτή εἶναι καί τό ἀκόλουθο:

Ὅταν ὁ Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης (+1962) ἦταν ἱεροκήρυκας Ἀττικῆς, πῆγε κάποτε νά λειτουργήσει στό φθισιατρεῖο τῆς "Σωτηρίας". Ἐκεῖ τοῦ ἔφεραν οἱ νοσοκόμοι μία μεγάλη πιατέλα μέ πολλά κουταλάκια.
- Τί τά φέρατε αὐτά; τούς ἐρώτησε.
- Μᾶς εἶπαν οἱ γιατροί νά κοινωνήσετε μέ αὐτά τούς ἀσθενεῖς, ἀρχίζοντας ἀπό τούς πιό ἐλαφρά καί προχωρώντας στούς πιό βαριά.
- Δέν χρειάζονται αὐτά, ἀπάντησε μέ πίστη ὁ ἱερέας. Ἔχω τήν Ἁγία Λαβίδα.
Πραγματικά, στή Θεία Λειτουργία κοινώνησε κανονικά τούς ἀσθενεῖς καί ὕστερα πλησίασε τήν Ὡραία Πύλη γιά νά καταλύσει. Τό ἔκανε αὐτό γιά νά τόν βλέπουν ὅλοι, καί νά μάθουν οἱ γιατροί ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι φωτιά πού καίει τά πάντα.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΜΙΑΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


Ο Νεομάρτυρας Άγιος Ιάκωβος ο Αγιορείτης διηγήθηκε κάποτε στο μαθητή του Μαρκιανό όσα θαυμαστά είδε στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας:
Καθώς φορούσε ο ιερέας την ιερατική του στολή, έφεξε μπροστά του το φως των αγγέλων, όπως φέγγει ο ήλιος την αυγή, πριν ανατείλει. Όταν άρχισε να προσκομίζει, τέσσερα αγγελικά τάγματα πήγαν και στάθηκαν στα τέσσερα σημεία του ναού.
Τελειώνοντας την προσκομιδή, σκέπασε με τα ιερά καλύμματα τα  τίμια Δώρα, που συνάμα καλύφθηκαν από μια λάμψη. Την ώρα της μεγάλης εισόδου, όταν βγήκαν τα Άγια, προπορευόταν ένα φως, που σκέπαζε το λαό. Το ίδιο φως περικύκλωσε αργότερα την αγία τράπεζα, όταν τοποθετήθηκε το δισκοπότηρο πάνω σ’ αυτήν. Έξω από τον φωτεινό αυτό κύκλο στέκονταν οι άγγελοι ευλαβικά, χωρίς να τολμούν να πλησιάσουν. Το φως δεν έφυγε από τον ιερέα σ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.
Από το στόμα του έβγαινε αόρατη φλόγα, όταν εκφωνούσε τις ευχές και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Επίσης, όταν ύψωνε τα χέρια του, από τα δάχτυλά του ξεχυνόταν φως.
Μετά τον καθαγιασμό, είδα τον Κύριο, ως βρέφος καθισμένο στο δισκάριο μέσα σε φωτεινή δόξα. Ο ιερέας τον μέλισε σε τέσσερα μέρη, και το τίμιο Αίμα Του χύθηκε στο άγιο ποτήριο, από το οποίο μετάλαβε ο λειτουργός.
Όταν τελείωσε η μυσταγωγία, είδα πάλι το θείο Βρέφος ακέραιο ν’ ανεβαίνει με δόξα και τιμή στον ουρανό, συνοδευόμενο από τους αγίους αγγέλους.

Πηγή: Περιοδικό «Άγιος Κυπριανός»