ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ- ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ!

 
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή ΙΑ΄Λουκά: σχετικά με την παραβολή των βασιλικών γάμων 

(Λουκά ιδ΄16-24)
Eπιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΞΘ΄

«Και αποκρινόμενος ο Ιησούς είπε πάλι με παραβολές: Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με άνθρωπο βασιλέα, ο οποίος έκανε τους γάμους του υιού του. Και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να έλθουν. Πάλι έστειλε άλλους δούλους, λέγοντας· Πείτε στους καλεσμένους· το γεύμα μου είναι έτοιμο, οι ταύροι και τα μοσχάρια μου είναι σφαγμένα και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους. Αυτοί όμως έδειξαν αδιαφορία και μετέβησαν, άλλος μεν στο χωράφι του και άλλος στην επιχείρησή του, οι δε υπόλοιποι, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν. Όταν όμως ο βασιλεύς τα άκουσε αυτά, οργίστηκε και έστειλε τον στρατό του, εξολόθρευσε εκείνους τους φονείς και κατέκαυσε την πόλη τους. Τότε λέγει στους δούλους του· Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι καλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι. Πηγαίνετε στα σταυροδρόμια και όσους θα βρείτε καλέστε τους στους γάμους. Και αφού βγήκαν οι δούλοι στους δρόμους, μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς, και γέμισε η αίθουσα των γάμων από τους καλεσμένους. Όταν όμως εισήλθε ο βασιλιάς για να δει τους καλεσμένους, είδε κάποιο άνθρωπο που δεν είχε ένδυμα γάμου και του λέγει· Φίλε, πώς εισήλθες εδώ χωρίς να έχεις το ένδυμα του γάμου; Αυτός δε δεν απάντησε. Ο δε βασιλιάς είπε στους υπηρέτες· Δέσετέ τον πόδια και χέρια και ρίξτε τον στο σκότος το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών· διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». 

Αντιλήφθηκες τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της προηγούμενης παραβολής του υιού του κτηματία που θανάτωσαν οι κακοί γεωργοί και αυτής εδώ της παραβολής των δούλων;
Αντιλήφθηκες ότι υπάρχει μεγάλη μεν συγγένεια μεταξύ των δύο παραβολών, αλλά και πολύ μεγάλη διαφορά; Καθ’ όσον και αυτή δείχνει και του Θεού την μεγάλη μακροθυμία και την πρόνοια και την ιουδαϊκή αγνωμοσύνη. Αλλ΄ αυτή έχει και κάτι επιπλέον από εκείνη. Διότι προλέγει μεν και την έκπτωση των Ιουδαίων και την κλήση των εθνικών, αλλά μαζί με αυτά δείχνει και την ορθότητα του βίου και πόση τιμωρία επιφυλάσσεται για εκείνους που θα επιδείξουν αδιαφορία. Και πολύ ορθά αυτή η παραβολή αναφέρεται μετά από εκείνη. Διότι, επειδή είπε ότι «θα δοθεί η βασιλεία του Θεού σε έθνος που θα παράγει τους καρπούς της», αποκαλύπτει λοιπόν εδώ και σε ποιο έθνος θα δοθεί· και όχι μόνον αυτό, αλλά δείχνει και πάλι την απερίγραπτη πρόνοια του Θεού προς τους Ιουδαίους. Διότι σε εκείνη μεν την παραβολή φαίνεται να τους καλεί πριν από την σταύρωση Του, ενώ σε αυτήν και μετά την σφαγή Του φροντίζει να τους προσκαλεί κοντά Του. Και τότε που έπρεπε αυτοί να υποστούν την πιο φοβερή τιμωρία, ακριβώς τότε και στους γάμους τους προσκαλεί και τους τιμά με την ανωτάτη τιμή. Και πρόσεχε ότι και στην παραβολή των κακών γεωργών δεν προσκαλεί πρώτα τους εθνικούς, αλλά τους Ιουδαίους, το ίδιο επίσης κάνει και εδώ. Αλλά όπως ακριβώς εκεί, τότε έδωσε τον αμπελώνα στους άλλους, όταν δεν θέλησαν να Τον δεχθούν αλλά και Τον σφαγίασαν όταν ήλθε, έτσι και εδώ, τότε κάλεσε άλλους στους γάμους, όταν δεν θέλησαν αυτοί να έλθουν. Τι λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγαλύτερο από αυτή την αχαριστία τους, από τη στιγμή που αποσκιρτούν την ώρα που προσκαλούνται στους γάμους; Διότι ποιος δε θα προτιμούσε να έλθει σε γάμους βασιλέως και μάλιστα σε γάμους του υιού του βασιλέως;

Και γιατί, θα πει κάποιος, ονομάσθηκε το γεγονός αυτό «γάμος»; Για να γνωρίσεις την φροντίδα του Θεού, την μεγάλη αγάπη Του προς εμάς, το χαρωπό του γεγονότος, διότι τίποτε το λυπηρό δεν υπάρχει εκεί ούτε δυσάρεστο, αλλά όλα είναι γεμάτα από πνευματική χαρά. Για τον λόγο αυτό και ο Ιωάννης τον ονομάζει «νυμφίον» (Ιω.3, 29), για τον λόγο αυτό και ο Παύλος λέγει· «σας έχω ενώσει με δεσμούς αρραβώνος προς ένα άνδρα, δηλαδή τον Χριστό, για να παρουσιάσω την ψυχή σας αγνή και καθαρή προς αυτόν, ως παρθένο και πνευματική νύφη» (Β΄Κορ. 11, 2)· και αλλού πάλι· «Αυτό το μυστήριο είναι μεγίστης σπουδαιότητος· κατά την γνώμη μου λοιπόν αναφέρεται στην πνευματική ένωση Χριστού και Εκκλησίας» (Εφ. 5, 32). Γιατί λοιπόν η νύμφη-Εκκλησία δεν αρραβωνίζεται με τον Πατέρα, αλλά με τον Υιόν; Διότι η νύμφη που αρραβωνιάζεται με τον Υιό, συνδέεται και με τον Πατέρα. Καθόσον η Γραφή αναφέρει αυτό ή εκείνο χωρίς καμία διάκριση, διότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατέρα.

Με αυτήν επίσης την παραβολή προείπε και την ανάσταση. Επειδή δηλαδή προηγουμένως μίλησε για τον θάνατό Του, δείχνει τώρα ότι και μετά τον θάνατο, τότε θα γίνουν οι γάμοι, τότε θα έλθει ο νυμφίος. Αλλά όμως ούτε και έτσι γίνονται αυτοί καλύτεροι, ούτε ημερότεροι· τι θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από αυτό; Και αυτό είναι η τρίτη κατηγορία. Η πρώτη είναι ότι φόνευσαν τους προφήτες· η δεύτερη ότι φόνευσαν και τον Υιό· στη συνέχεια, αν και εφόνευσαν τον Υιό, και καλούνται στους γάμους του φονευθέντος Υιού από τον ίδιο τον φονευθέντα, δεν προσέρχονται, αλλά προβάλλουν δικαιολογίες, ζεύγη βοδιών, αγρούς και γυναίκες. Μολονότι βέβαια οι προφάσεις φαίνονται δικαιολογημένες, αλλ’ από εδώ διδασκόμαστε ότι και αν ακόμη είναι αναγκαία τα υλικά καθήκοντά μας, πρέπει πριν από όλα να προτιμώνται τα πνευματικά.

Και η πρόσκληση δεν γίνεται την τελευταία στιγμή, αλλά πριν από πολύ χρόνο. Διότι λέγει «πείτε στους καλεσμένους»· και πάλι· «καλέστε τους καλεσμένους», πράγμα που έκανε μεγαλύτερη την κατηγορία. Και πότε καλέστηκαν; Κατ’ αρχήν με όλους τους προφήτες και ύστερα διά του Ιωάννου· διότι προς τον Χριστόν τους έστειλε όλους, λέγοντας· «Εκείνος πρέπει να αυξάνει, εγώ δε, ο πρόδρομός του, να μικραίνω, ώστε όλοι πλέον να ακολουθούν εκείνον και όχι εμένα» (Ιω. 3, 30). Αλλά και με τον ίδιο τον Υιό Του· διότι λέγει· «Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθήτε και κοπιάζετε και είσθε φορτωμένοι από το βάρος των αμαρτιών και των θλίψεων και των πλανών και εγώ θα σας αναπαύσω και θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11, 28)· και πάλι· «Εάν κάποιος διψά, ας έλθει προς εμένα και ας πιει». Και δεν τους καλούσε μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και μετά την Ανάληψη διά του Πέτρου και των συνεργατών του. «Διότι», λέγει, «αυτός που ενήργησε στον Πέτρο, ώστε να γίνει απόστολος των περιτμημένων, ενήργησε και εμένα, ώστε να γίνω απόστολος στα έθνη» (Γαλ. 2, 8). Διότι επειδή οργίσθηκαν μόλις είδαν τον Υιό και Τον εφόνευσαν, στη συνέχεια τους προσκαλεί διά των δούλων. Και για ποιο πράγμα τους καλεί; Για μόχθους και κόπους και ιδρώτες; Όχι, αλλά για απόλαυση· διότι λέγει· «οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγεί». Πρόσεχε πόσο πολύ πλούσιο είναι το συμπόσιο, πόσο μεγάλη η τιμή που τους γίνεται. Και όμως ούτε και έτσι φιλοτιμήθηκαν, αλλά όσο μεγαλύτερη μακροθυμία έδειχνε, τόσο μεγάλωνε η σκληρότητά τους. Και δεν ήλθαν όχι επειδή ήταν απασχολημένοι, αλλά από αδιαφορία.

Πώς λοιπόν άλλοι μεν προβάλλουν ως δικαιολογία γάμους και άλλοι ζεύγη βοδιών; Ασφαλώς αυτά είναι απασχόληση. Δεν είναι καθόλου απασχόληση· διότι όταν υπάρχει πρόσκληση για πνευματικά πράγματα, δεν είναι αναγκαία καμία άλλη απασχόληση. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποίησαν αυτές τις προφάσεις για να τις προβάλουν ως προκαλύμματα της αδιαφορίας τους. Και δεν είναι μόνο αυτό το φοβερό, το ότι δεν ήλθαν δηλαδή, αλλά το πιο φοβερό και το μεγαλύτερο δείγμα της παραφροσύνης τους είναι το ότι έδειραν χωρίς κανένα οίκτο αυτούς που ήλθαν, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν· αυτό ήταν χειρότερο από το προηγούμενο. Διότι εκείνοι μεν [:οι υπηρέτες του γαιοκτήμονα που θανάτωσαν οι κακοί γεωργοί στην προηγούμενη παραβολή] ήλθαν για να ζητήσουν τη σοδειά και τους καρπούς και εσφάγησαν, ενώ αυτοί καλώντας αυτούς στους γάμους αυτού που εσφάγη από αυτούς, φονεύονται και αυτοί. Τι μπορεί να εξισωθεί με αυτή τη μανία; Γι’αυτό το πράγμα κατηγορώντας τους ο Παύλος, έλεγε: «Αυτοί οι οποίοι και τον Κύριο εφόνευσαν και τους ίδιους τους προφήτες και εμάς κατεδίωξαν» (Α΄Θεσσ. 2, 15).

Έπειτα για να μη λένε ότι είναι αντίθεος και για τούτο δεν προσερχόμαστε, άκουσε τι λένε αυτοί που τους προσκαλούν· «ο Πατήρ είναι αυτός που κάνει τους γάμους και ο ίδιος τους προσκαλεί». Τι ακολουθεί στην συνέχεια; Επειδή δεν θέλησαν να έλθουν, αλλά και εφόνευσαν αυτούς που ήλθαν να τους καλέσουν, κατακαίει τις πόλεις τους, και αφού απέστειλε στρατό, τους εξολόθρευσε. Αυτά δε τα λέγει, προλέγοντας τα όσα συνέβησαν επί Βεσπασιανού και επί Τίτου, και ότι και τον Πατέρα εξόργισαν, επειδή δεν πίστευσαν σ’ Αυτόν· διότι Αυτός είναι εκείνος που επέτρεψε την καταστροφή τους. Για τον λόγο αυτόν και η άλωση της Ιερουσαλήμ δεν έγινε αμέσως μετά την σταύρωση του Χριστού, αλλά μετά σαράντα χρόνια, για να δείξει την μακροθυμία Του· η καταστροφή έγινε αφού φόνευσαν τον Στέφανο, αφού φόνευσαν τον Ιάκωβο, αφού κακοποίησαν τους αποστόλους. Είδες πραγματοποίηση προφητειών και ταχύτητα πραγματοποιήσεως αυτών; Διότι αυτά συνέβησαν ενώ ζούσε ακόμη ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής και πολλοί άλλοι από αυτούς που συναναστράφηκαν τον Χριστό και ήσαν μάρτυρες των όσων συνέβησαν αυτοί που τα άκουσαν αυτά.

Πρόσεχε λοιπόν απερίγραπτη κηδεμονία. Φύτευσε αμπελώνα και όλα τα έκανε και τα τακτοποίησε· και μολονότι φονεύθηκαν οι δούλοι, έστειλε άλλους δούλους· και όταν και εκείνοι εσφάγησαν, έστειλε τον Υιό Του· και όταν και εκείνος εφονεύθη, τους καλεί και πάλι στους γάμους· αλλά δεν θέλησαν να έλθουν. Στη συνέχεια αποστέλλει άλλους δούλους· αυτοί όμως και αυτούς τους εφόνευσαν. Τότε λοιπόν καταστρέφει αυτούς, επειδή ήταν αθεράπευτη η ασθένειά τους. Το ότι βέβαια ήταν αθεράπευτη η ασθένειά τους, το απέδειξαν όχι μόνο τα όσα συνέβησαν, αλλά και το ότι, αν και πίστευαν και οι πόρνες ακόμη και οι τελώνες, αυτοί διέπραξαν όλα αυτά. Ώστε κατακρίνονται όχι μόνο από όσα διέπραξαν οι ίδιοι, αλλά και από όσα κατόρθωσαν οι άλλοι.

Εάν όμως κάποιος ήθελε να πει ότι δεν εκλήθησαν τότε οι εθνικοί, όταν δηλαδή μαστιγώθηκαν οι απόστολοι και έπαθαν τόσα πολλά, αλλά αμέσως μετά την ανάσταση (διότι τότε λέγει σε αυτούς, «πηγαίνετε και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη»), θα μπορούσαμε να του πούμε, ότι και πριν από τη σταύρωσή Του και μετά από αυτήν με αυτούς εξαρχής είχε συνδιαλλαγές. Καθόσον πριν από την σταύρωσή Του λέγει προς αυτούς· «Πηγαίνετε προς τα πρόβατα τα χαμένα του οίκου Ισραήλ» (Ματθ. 10, 6)· και μετά από τον σταυρό δεν τους εμπόδισε αλλά έδωσε εντολή προς αυτούς να κηρύσσουν το ευαγγέλιο. Μολονότι βέβαια είπε, «κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη», όταν όμως επρόκειτο να ανεβεί στον ουρανό, είπε σε εκείνους να κηρύξουν πρώτα. Διότι λέγει· «Θα λάβετε δύναμη, όταν θα έλθει το άγιο Πνεύμα σε εσάς, και θα γίνετε μάρτυρές μου και στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και μέχρι τα πέρατα της γης»(Πρ. 1, 8). Και ο Παύλος πάλι· «Αυτός που ενήργησε στον Πέτρο, στέλνοντάς τον σε αποστολή γι’ αυτούς που έχουν την περιτομή, ενήργησε και σ’ εμένα στέλνοντάς με στους εθνικούς» (Γαλ. 2, 8). Για τούτο και οι απόστολοι αρχικά μετέβησαν προς τους Ιουδαίους και αφού διέμειναν επί πολύ χρόνο στην Ιερουσαλήμ, στη συνέχεια, αφού εκδιώχθηκαν από αυτούς, τότε διασκορπίσθηκαν στα έθνη.

Εσύ όμως πρόσεχε και στην περίπτωση αυτή την φιλοτιμία του Κυρίου. «Όσους θα βρείτε», λέγει, «καλέστε τους στους γάμους». Διότι πριν από αυτό που προανέφερα, κήρυτταν και προς τους Ιουδαίους και προς τους εθνικούς, και περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους διαμένοντας στην Ιουδαία, επειδή όμως επέμεναν οι Ιουδαίοι να τους επιβουλεύονται, άκουσε τον Παύλο που ερμηνεύει αυτή την παραβολή και λέγει τα εξής: «Σ’ εσάς ήταν κατ’ αρχάς αναγκαίο να κηρυχθεί ο λόγος του Θεού, επειδή όμως φανήκατε ανάξιοι να δεχθείτε τον λόγο του Θεού, στρεφόμαστε πλέον προς τα έθνη» (Πρ. 13, 46). Για τον λόγο αυτό λέγει και αυτός˙ «ο μεν γάμος είναι έτοιμος, οι καλεσμένοι όμως δεν ήσαν άξιοι». Βέβαια αυτό το γνώριζε και πριν να συμβεί, αλλά όμως για να μην τους αφήσει καμία πρόφαση αναισχύντου αντιλογίας, μολονότι τα γνώριζε, προς αυτούς πρώτα και ο ίδιος ήλθε, και άλλους απέστειλε στη συνέχεια και αποστομώνοντας έτσι εκείνους και διδάσκοντάς μας να κάνουμε ό,τι εξαρτάται από μας, και αν ακόμη πρόκειται κανείς να μην κερδίσει τίποτε από αυτό.

Επειδή λοιπόν δεν ήσαν άξιοι, «πηγαίνετε», λέγει, «όπου βγάζουν οι δρόμοι και καλέστε όσους θα βρείτε» και αυτούς που θα βρίσκονται εκεί κατά τύχη και τους περιφρονημένους. Επειδή δηλαδή συνεχώς έλεγε, ότι «πόρνες και τελώνες θα κληρονομήσουν τον ουρανό» (Ματθ. 21, 31) και «οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι» (Ματθ. 19, 30) αποδεικνύει ότι αυτά δικαίως γίνονται, πράγμα που κατ’ εξοχήν ενοχλούσε τους Ιουδαίους και τους πείραζε πολύ φοβερότερα αυτό και από την κατακρήμνιση του ναού, το να βλέπουν δηλαδή να εισάγονται οι εθνικοί και μάλιστα πολύ περισσότερο στη θέση εκείνη που ανήκε σε αυτούς.

Στη συνέχεια για να μην επαναπαυθούν και αυτοί απλώς και μόνο στην πίστη, τους ομιλεί και περί της κρίσεως για τις πονηρές πράξεις, των μεν απίστων για το ότι δεν προσήλθαν ακόμη στην πίστη, των δε πιστών για την ανάλογη φροντίδα που έδειξαν στη ζωή τους. Διότι στην περίπτωση αυτή «ένδυμα» είναι ο τρόπος ζωής και οι πράξεις. Και βέβαια η κλήσις είναι έργο της χάριτος. Γιατί όμως ομιλεί με τόση ακρίβεια; Για το ότι η μεν κλήση και η κάθαρση είναι έργο της χάριτος, το να παραμείνει όμως κανείς από αυτούς που κλήθηκαν και ενδύθηκαν καθαρά ενδύματα με τέτοια ενδύματα, οφείλεται στη φροντίδα αυτών που εκλήθησαν. Η κλήση δεν έγινε εξαιτίας της αξίας τους, αλλά κατά θεία χάρη. Έπρεπε λοιπόν η χάρις να αμείψει αυτόν που υπάκουσε και να μη δείξει ο τιμημένος τόση κακία μετά την τιμή που του έγινε.

Αλλά, θα πει κάποιος, δεν απήλαυσα αυτά που απήλαυσαν οι Ιουδαίοι. Και όμως απήλαυσες πολύ περισσότερα αγαθά. Διότι αυτά που ετοιμάζονταν για εκείνους, αυτά τα έλαβες εσύ. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος λέγει˙«Τα δε έθνη να δοξάσουν τον Θεό για την ευσπλαχνία Του προς αυτά» (Ρωμ. 15, 9). Διότι αυτά που προετοιμάζονταν για εκείνους σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, αυτά εσύ τα έλαβες σε μία στιγμή χωρίς να είσαι άξιος. Για τον λόγο αυτό και αναμένει μεγάλη τιμωρία εκείνους που θα δείξουν αδιαφορία. Καθόσον, όπως ακριβώς εκείνοι τον προσέβαλαν που δεν προσήλθαν, έτσι και εσύ Τον προσβάλλεις με το να καθίσεις στην τράπεζα με τέτοιο διεφθαρμένο βίο. Διότι αυτό σημαίνει η είσοδος με ρυπαρά ενδύματα˙ το να φύγει δηλαδή κανείς από αυτήν τη ζωή με βίο ακάθαρτο˙ και ακριβώς για τον λόγο αυτό και «αυτός που δε φορούσε ένδυμα γάμου» σιωπούσε, όντας αναπολόγητος. Βλέπεις πως αν και είναι τόσο ολοφάνερο το πράγμα, δεν τιμωρεί κατ’ αρχήν, προτού ο ίδιος ο αμαρτωλός γίνει αίτιος της καταδίκης του; Διότι, με το να μην έχει να πει τίποτε, κατέκρινε τον εαυτό του και έτσι οδηγείται προς τις απερίγραπτες τιμωρίες. Μη νομίσεις όμως ακούγοντας τη φράση «σκότος το πυκνότατο» ότι αυτός τιμωρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγούμενος δηλαδή απλώς και μόνο οδηγούμενος σε σκοτεινό μέρος, αλλά οδηγείται εκεί όπου είναι το κλάμα και ο τριγμός των δοντιών. Αυτό δε το λέγει για να δείξει τα ανυπόφορα βάσανα.

Ακούστε όσοι απολαύσατε των μυστηρίων και περιβάλλετε την ψυχή σας με ρυπαρές πράξεις, αν και προσήλθατε στους γάμους. Ακούσατε από που προσκληθήκατε. Από τα σταυροδρόμια. Τι ήσαστε προηγουμένως; Χωλοί και ψυχικά ανάπηροι, πράγμα που είναι κατά πολύ χειρότερο από τον ακρωτηριασμό του σώματος. Σεβασθείτε την φιλανθρωπία Αυτού που σας κάλεσε και κανείς ας μη συνεχίσει να μένει με ρυπαρά ενδύματα, αλλά ο καθένας ας φροντίζει για την στολή της ψυχής του. Ακούστε, γυναίκες˙ ακούστε, άνδρες. Δε χρειαζόμαστε αυτά τα χρυσοΰφαντα ενδύματα, που μας στολίζουν εξωτερικά, αλλ’ εκείνα που μας στολίζουν εσωτερικά. Ενόσο θα έχουμε αυτά, είναι δύσκολο να ενδυθούμε εκείνα. Δεν είναι δυνατόν να καλλωπίζουμε συγχρόνως και την ψυχή και το σώμα. Δεν είναι δυνατό και στον μαμωνά να δουλεύεις και στον Χριστό να υπακούεις όπως πρέπει.

Ας εκδιώξουμε λοιπόν από πάνω μας αυτή τη φοβερή τυραννίδα. Διότι ούτε θα το ανεχόσουν με ευχαρίστηση εάν κάποιος την μεν οικία του την στόλιζε κοσμώντας την με χρυσά παραπετάσματα, εσένα όμως σε προσκαλούσε να καθίσεις στο τραπέζι του κουρελιάρη και γυμνό. Αλλά να, τώρα εσύ το κάνεις αυτό στον εαυτό σου˙ την μεν οικία της ψυχής σου, δηλαδή το σώμα, το καλλωπίζεις με άπειρα παραπετάσματα, την δε ψυχή σου την αφήνεις να κάθεται μέσα σε αυτό με κουρέλια. Δε γνωρίζεις ότι ο βασιλεύς της πόλεως πρέπει προπάντων να στολίζεται; Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν για μεν την πόλη έχουν κατασκευαστεί παραπετάσματα από λινό, για δε τον βασιλέα αλουργίδα και στέμμα. Έτσι και συ, το μεν σώμα ένδυσέ το με πολύ ασήμαντη στολή, τον δε νου ένδυσέ τον με αλουργίδα και βάλε επάνω σε αυτόν στεφάνι και βάλε τον να καθίσει επάνω σε όχημα υψηλό και περίλαμπρο. Τώρα όμως κάνεις το αντίθετο˙ την μεν πόλη την καλλωπίζεις ποικιλοτρόπως, τον βασιλέα όμως νου τον αφήνεις να σύρεται δεμένος οπίσω από τα παράλογα πάθη. Δε σκέπτεσαι ότι κλήθηκες σε γάμο και μάλιστα γάμο Θεού; Δεν αναλογίζεσαι πώς πρέπει να εισέρχεται σ’ αυτούς τους νυφικούς θαλάμους η καλεσμένη ψυχή, ενδεδυμένη δηλαδή με χρυσά κροσσωτά και καλλωπισμένη;

Θέλεις να σου δείξω αυτούς που είναι έτσι στολισμένοι; Αυτοί που έχουν ένδυμα γάμου; Ενθυμήσου εκείνους τους αγίους, περί των οποίων σας μίλησα παλαιότερα, που φορούν τρίχινα ενδύματα και κατοικούν στις ερήμους. Αυτοί κατ’ εξοχήν είναι εκείνοι που φορούν τα ενδύματα εκείνων των γάμων· και αυτό γίνεται φανερό από το εξής· όσα δηλαδή βασιλικά ενδύματα και αν τους δώσεις, δε θα προτιμούσαν να τα λάβουν· αλλ’ όπως ακριβώς ένας βασιλιάς, εάν κάποιος αφού λάμβανε το κουρελιασμένα ενδύματα του πτωχού, προέτρεπε αυτόν να ενδυθεί αυτά, θα βδελυσσόταν την στολή, έτσι και εκείνοι σιχαίνονται την βασιλική στολή. Και συμβαίνει αυτό σε αυτούς όχι για κάποια άλλη αιτία, αλλά για το ότι γνωρίζουν το κάλλος της δικής τους στολής. Για τον λόγο αυτό και το βασιλικό εκείνο ένδυμα το περιφρονούν σαν αράχνη. Και όλα αυτά βέβαια τους τα δίδαξε ο σάκος που φορούν· καθόσον είναι πολύ υψηλότεροι και λαμπρότεροι και από αυτόν τον ίδιο τον βασιλέα. Και αν μπορέσεις να ανοίξεις τις πύλες του νου τους και να εξετάσεις την ψυχή τους και όλο τον εσωτερικό τους κόσμο και αν ακόμη καταπέσεις στη γη, δε θα μπορέσεις να αντέξεις την λαμπρότητα της ομορφιάς τους και την λάμψη των ενδυμάτων εκείνων και την απαστράπτουσα συνείδησή τους.

[…] Τι λοιπόν; Δε θα προσφύγουμε προς μία τόσο μεγάλη μακαριότητα; Δε θα φορέσουμε καθαρά ενδύματα για να ακολουθήσουμε τους γάμους αυτούς, αλλά θα παραμείνουμε επαίτες, χωρίς να βρισκόμαστε σε καλύτερη μοίρα από τους ζητιάνους των δρόμων, μάλλον δε σε πολύ χειρότερη και αθλιότερη κατάσταση; Καθόσον είναι πολύ χειρότεροι από εκείνους όσοι πλουτίζουν παράνομα, και είναι προτιμότερο να ζητιανεύει κανείς, παρά να αρπάζει˙ διότι το μεν πρώτον είναι δυνατόν να συγχωρηθεί, το δεύτερο όμως είναι άξιο κατηγορίας˙ και ο μεν ζητιάνος καθόλου δεν αντιστρατεύεται προς τον Θεό, αυτός που πλουτίζει αρπάζοντας τα αγαθά των άλλων όμως, παρανομεί και έναντι των ανθρώπων και έναντι του Θεού.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά και απορρίπτοντας την πλεονεξία εξ ολοκλήρου, ας προσπαθούμε να συγκεντρώνουμε περισσότερο ουράνιο πλούτο, αρπάζοντας με πολλή προθυμία την ουράνια βασιλεία. Διότι δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν κάποιος που είναι ράθυμος να εισέλθει σε αυτήν. Είθε δε αφού όλοι γίνουν πρόθυμοι και επάγρυπνοι να επιτύχουν αυτήν, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμις στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

(Πηγή: Ιερού Χρυσοστόμου “Άπαντα τα έργα”, εκδ. σειρά “Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας”, σελ. 401-431) 

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

alopsis.gr

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ- Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ!

 
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας
Κυριακή Θ’ Λουκά: η παραβολή του άφρονος πλουσίου 

Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. ια΄ [Λουκά 12, 16-21]

«εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς, ῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ (: Και είπε σε όσους τον άκουγαν: ‘’Να προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας. Η πλεονεξία δεν μπορεί καθόλου να κάνει τη ζωή σας άνετη και χαρούμενη. Διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περίσσια πλούτη του και δε διατηρείται από τα υπάρχοντά του. Τα πολλά του πλούτη δεν μπορούν να του εξασφαλίσουν τη μακροζωία και την ευχάριστη ζωή’’)». 

Μας παρουσίασε ο Κύριος την πλεονεξία ως βόθρο διαβολικό, την οποία ο σοφός απόστολος Παύλος, όπως είπαμε, την ονομάζει και ειδωλολατρία: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία (: Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)» [Κολ. 3, 5], επειδή αυτή ταιριάζει μόνο σε εκείνους που δε γνωρίζουν τον Θεό, ή και είναι ισοβαρείς σε βεβήλωση με εκείνους που λατρεύουν ξύλα και πέτρες. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός: «῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας (: Να προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας)», δηλαδή και μικρή και μεγάλη. Γιατί ο πλεονέκτης είναι ασθενής, και σηκώνει τα μάτια του μόνο σε Εκείνον που με όσα έπαθε μπορεί να τον αγανακτήσει.

Και Εκείνος, επειδή είναι και δίκαιος και αγαθός, δέχεται βέβαια την παράκληση, αλλά σε αυτούς που έχουν διαπράξει αδικίες, επιβάλλει τις τιμωρίες. Και αυτό θα το μάθεις από αυτά που λέγει με τη φωνή των αγίων προφητών: «διὰ τοῦτο ἀνθ᾿ ὧν κατεκονδυλίζετε πτωχοὺς καὶ δῶρα ἐκλεκτὰ ἐδέξασθε παρ᾿ αὐτῶν, οἴκους ξεστοὺς ᾠκοδομήσατε καὶ οὐ μὴ κατοικήσητε ἐν αὐτοῖς, ἀμπελῶνας ἐπιθυμητοὺς ἐφυτεύσατε καὶ οὐ μὴ πίητε τὸν οἶνον αὐτῶν. ὅτι ἔγνων πολλὰς ἀσεβείας ὑμῶν, καὶ ἰσχυραὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν, καταπατοῦντες δίκαιον, λαμβάνοντες ἀλλάγματα καὶ πένητας ἐν πύλαις ἐκκλίνοντες (: Για τούτο τον λόγο, επειδή γρονθοκοπούσατε και μωλωπίζατε τους φτωχούς και λαμβάνατε εκβιαστικώς δώρα από αυτούς, με τα οποία ανοικοδομήσατε πολυτελείς οίκους με λαξευτούς λίθους, σας λέγω ότι δεν θα κατοικήσετε σε αυτούς. Φυτέψατε ωραίους καρποφόρους αμπελώνες και δε θα πιείτε οίνο από αυτούς. Θα βαδίσετε σε καταστροφή και αφανισμό, διότι εγώ γνώρισα ότι οι ασέβειές σας είναι πολλές, οι αμαρτίες σας βαριές, διότι καταπατούσατε το δίκαιο, λαμβάνατε ανταλλάγματα και παραβλέπατε το δίκαιο των φτωχών, όταν ως δικαστές κληθήκατε να δικάσετε κοντά στις πύλες της πόλεως)» [Αμώς, 5,11-12].

Και πάλι: «Οὐαὶ οἱ συνάπτοντες οἰκίαν πρὸς οἰκίαν καὶ ἀγρὸν πρὸς ἀγρὸν ἐγγίζοντες, ἵνα τοῦ πλησίον ἀφέλωνταί τι. μὴ οἰκήσετε μόνοι ἐπὶ τῆς γῆς; ἠκούσθη γὰρ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου σαβαὼθ ταῦτα· ἐὰν γὰρ γένωνται οἰκίαι πολλαί, εἰς ἔρημον ἔσονται μεγάλαι καὶ καλαί, καὶ οὐκ ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν αὐταῖς. οὗ γὰρ ἐργῶνται δέκα ζεύγη βοῶν, ποιήσει κεράμιον ἕν, καὶ ὁ σπείρων ἀρτάβας ἓξ ποιήσει μέτρα τρία (: Αλίμονο σε εκείνους, οι οποίοι συνδέουν την οικία τους στην οικία του άλλου και τον αγρό τους με τον αγρό του άλλου, για να αφαιρέσουν κάτι από την ιδιοκτησία του πλησίον! Μήπως πρόκειται να κατοικήσετε μόνοι εσείς και δια παντός επάνω στη γη; Οι πονηρίες και οι αδικίες αυτές έφθασαν στα ώτα Κυρίου του Παντοκράτορος, ο οποίος και είπε: “και εάν ακόμη οικοδομηθούν πολλές και περισσότερες οικίες, μεγάλες και ωραίες, θα προορισθούν για την καταστροφή και την ερήμωση. Κανείς δεν θα υπάρχει, που θα κατοικεί σε αυτές! Αγρός, τον οποίον όργωσαν δέκα ζεύγη βοδιών, θα αποδώσει καρπό, ο οποίος μόλις και θα γεμίζει μία μόνο στάμνα. Και εκείνος ο οποίος στους αγρούς του έσπειρε εξ αρτάβες, θα λάβει ως απόδοση το ήμισυ αυτών, μόνο τρία μέτρα’’)» [Ησ. 5, 8-10].

Λοιπόν με κάθε τρόπο η πλεονεξία είναι ανώφελη, είναι όμως ανωφελής και με άλλο τρόπο. «Γιατί η ζωή κάποιου», λέγει, «δεν εξαρτάται από το αν είναι πλούσιος, δηλαδή δεν παρατείνεται το μέτρο της ζωής ανάλογα με τον πλούτο». Και αυτό μας το έδειξε ο Σωτήρας με σαφήνεια και ολοκάθαρα, συνθέτοντας πολύ εύστοχα την παραβολή που είναι συνδεδεμένη με αυτά που ειπώθηκαν. Διδάσκει λοιπόν ο Χριστός τα πιο εξαιρετικά από όλα, και πριν από όλες τις αρετές το επιστέγασμα, δηλαδή την αγάπη, της οποίας το πιο καλό είναι η ελεημοσύνη. Αλλά ο Σατανάς που μισεί το καλό, ο εφευρέτης που πολεμά εκείνους που προκόβουν πνευματικά, δημιουργεί πολλές φορές επιζήμια οκνηρία σε εκείνους που μπορούν να κάνουν ευεργεσίες. Και ο νόμος βέβαια του Θεού διεγείρει προς ελεημοσύνη λέγοντας: «Ἐὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ ἐνδεὴς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, οὐκ ἀποστέρξεις τὴν καρδίαν σου οὐδ᾿ οὐ μὴ συσφίγξῃς τὴν χεῖρά σου ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ ἐπιδεομένου· ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖράς σου αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι ἐνδεεῖται (: Εάν συμβεί, ώστε σε μία από τις πόλεις της χώρας, που σου έδωσε Κύριος ο Θεός σου, να υπάρξει φτωχός μεταξύ των αδελφών σου, εσύ να μη κλείσεις τα σπλάγχνα σου, να μη σκληρύνεις και αποτραβήξεις την καρδία σου από αυτόν, να μην κλείσεις σφικτά τα χέρια σου, για να μη δώσεις τίποτε στον πεινασμένο και πονεμένο αδελφό σου. Αλλά πλούσια θα ανοίξεις τα χέρια σου προς αυτόν, θα του προσφέρεις και θα του δανείσεις όσο και ό,τι του χρειάζεται, αφού βρίσκεται σε ανάγκη)» [Δευτ. 15, 8], αυτός όμως αντιστέκεται και μας πείθει να μαζεύουμε το χέρι και να συσσωρεύουμε τον πλούτο στη γη και μας υποδεικνύει απολαύσεις σαρκικές. Οδηγεί βέβαια και στη λήθη του θανάτου και δε μας αφήνει να δούμε το μέλλον, ούτε να σκεφτούμε κάτι ανθρώπινο. Και πρόσεχε το πράγμα ζωγραφισμένο σαν σε εικόνα με την παραβολή που αμέσως παρακάτω μας διηγείται ο Κύριός μας:

«᾽Ανθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων, Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; (: Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα του χωράφια απέδωσαν άφθονη σοδειά και μεγάλη παραγωγή. Αντί όμως να ευχαριστήσει τον Θεό και να ευχαριστηθεί κι ο ίδιος για την ευφορία αυτή, συλλογιζόταν μέσα του, αγωνιούσε και αναστατωνόταν λέγοντας: ‘’Τι να κάνω, διότι δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς των χωραφιών μου που μου περισσεύουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απολαύσω μόνος μου’’)».

Εσύ όμως σε παρακαλώ να προσέξεις καλά, για να θαυμάσεις τη σοφή διατύπωση του λόγου. Γιατί δεν έδειξε σε εμάς ότι ευφόρησε ένα χωράφι, αλλά είπε ότι ευφόρησε όλη η χώρα που κατείχε αυτός, για να μάθεις το μέγεθος του πλούτου. Τι γίνεται λοιπόν; Ο πλούσιος, που περιβαλλόταν από τόσο πολλά και αμέτρητα αγαθά, στενοχωρείται για τις φροντίδες και βγάζει τις φωνές που προφανώς θα έβγαιναν από το στόμα του φτωχού. Γιατί εκείνος που βρίσκεται σε έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή, λέγει: «Τι να κάνω;». Πάντοτε βγάζει την τόσο άθλια φωνή. Αλλά να, τα ίδια λόγια λέει και ο πλούσιος, πονώντας πολύ και υποφέροντας: «καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου (: Τελικά, ύστερα από μεγάλη σκέψη και συλλογισμό, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και πιο ευρύχωρες. Και θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου και σαν άνθρωπος που μόνο τις απολαύσεις της κοιλιάς γνώρισα, θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, που είναι αποθηκευμένα και σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε, αλλά απόλαυσε μία ζωή αναπαυτική· φάε, πιες, γέμισε χαρά’’)» [Λουκ. 12, 18-19].

Σκεφτόταν να οικοδομήσει αποθήκες πλατύτερες, ήθελε να απολαμβάνει μόνος αυτά που είχε. Δεν αγαπά τη φτώχεια, δεν επιθυμεί τα καυχήματα από αυτά, αλλά λέγει: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου». Πρόσεχε και άλλον ανόητο λόγο του· γιατί λέγει: «Θα μαζέψω εκεί όλη τη σοδειά μου». Δεν πίστευε ότι αυτά τα είχε από τον Θεό, όπως ο Ιώβ, γιατί τότε θα φρόντιζε γι’ αυτά σαν να ήταν οικονόμος του Θεού, αλλά τα θεωρούσε καρπούς των κόπων του. Ότι δεν θεωρούσε ότι η ευημερία του προερχόταν από τον Θεό, το δείχνει καθαρά με αυτά που λέγει. Γιατί λέγει: «Θα συγκεντρώσω τη σοδειά μου και δε θα δώσω σε κανένα τα αγαθά μου, αλλά θα τα αποταμιεύσω όλα για τον εαυτό μου και την κοιλιά μου». Ποιος όμως θα μπορούσε να σκεφτεί έτσι γι΄αυτούς που έχουν ανάγκη, γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι ο χορηγός αυτών που έχει αποκτήσει; Γιατί σε αυτούς ανήκει το να έχουν κάτι από τον Θεό, και πρέπει να χρησιμοποιούν όπως θέλει ο Θεός, αυτά που έχουν.

Αλλά ο πλούσιος αυτός δεν κτίζει τις αποθήκες που μένουν, αλλά εκείνες που καταστρέφονται. Και το ακόμα πιο παράλογο από αυτό, ορίζει για τον εαυτό του διάρκεια ζωής, σαν να τη θέρισε και αυτήν από τη γη· γιατί λέγει: «Και θα πω στην ψυχή μου: ‘’Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που αρκούν για πολλά χρόνια’’». «Αλλά ω πλούσιε», θα μπορούσε να πει κάποιος, «τους καρπούς βέβαια τους έχεις στις αποθήκες, έτη όμως πολλά από πού μπορείς να λάβεις;». Τέτοιος είναι και ο εδώ πλούσιος, ο οποίος σκύβει πάνω στην κοιλιά του, έχοντας λαιμό αντί λογισμού, αλλά δε ζει σύμφωνα με το παράδειγμα του μόνου αγαθού. Γι’ αυτό την ψυχή του την περιποιείται με τις τροφές της σάρκας, και επιβάλλει στην ψυχή τη μισητή ηδονή που ακολουθεί αυτές. Γιατί με τρόπο εύφημο ο Κύριος με το «να ευφραίνεσαι», φανέρωσε τα υπογάστρια πάθη, τα οποία είναι συνέπεια του χορτασμού, γιατί τον χορτασμό τον ακολουθούν τα αφροδίσια.

Και βέβαια έπρεπε να τρώγει για να ζει, όχι όμως να ζει για να τρώγει, σύμφωνα με εκείνους που θεοποιούν την κοιλιά και λένε: «αὐτοὶ δὲ ἐποιήσαντο εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους καὶ θύοντες πρόβατα, ὥστε φαγεῖν κρέατα καὶ πιεῖν οἶνον λέγοντες· φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν (: Αυτοί όμως οργάνωσαν συμπόσια ευφροσύνης και αγαλλιάσεως της κοιλίας τους. Έσφαξαν μοσχάρια, θυσίασαν πρόβατα, ώστε να τρώνε κρέατα και να πίνουν οίνο λέγοντας: “ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε”!)» [Ησ. 22, 13] και: «εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν ᾽Εφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν (: Εάν, από κίνητρα και υπολογισμούς που κάνουν όσοι άνθρωποι επιζητούν επίγειες τιμές και απολαβές, κινδύνεψα να κατασπαραχθώ θηριομαχώντας την Έφεσο, τι κέρδισα από αυτό; Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τότε ας εφαρμόσουμε εκείνο που λένε οι άπιστοι και υλιστές: ‘’Ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε’’)» [Α΄Κορ. 15, 32]. Έπρεπε όμως να λένε το αντίθετο: «Επειδή αύριο πεθαίνουμε, ας μη φάμε, ούτε να πιούμε».

Σε τι ωφέλησε αυτόν τον πλούσιο η μεγάλη φροντίδα; Ολόκληρος είναι της σάρκας. Βλέπεις όμως πόση ζημιά υπέστη αυτός που για κανένα από τους άλλους δεν ήταν καλός, αλλά μόνο για τον εαυτό του πλούσιος. Είχε φροντίσει να πλουτίσει· αγρύπνησε για να συγκεντρώσει πολλά· συγχαίρει την κοιλιά του, επειδή έχει πολλά από αυτά που είναι αναγκαία· ολόκληρος είναι προσκολλημένος στα γήινα πράγματα· δε βλέπει προς τα επάνω στον Θεό· δε βλέπει αυτά που θα γίνουν, δε σκέφτεται τον Θεό που δικάζει καθισμένος στο θεϊκό βήμα· δε βλέπει τον γείτονα θάνατο· γιατί καταδικάστηκε με απρόσμενο θάνατο ο πλούσιος που μισούσε τους φτωχούς. Ενώ σκεφτόταν το βράδυ την πρωινή τροφή, δεν έφτασε να δει την ακτίνα του όρθρου. Γιατί άκουσε ότι συντομεύτηκε η ζωή του με απόφαση του Θεού.

«῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; (: ’’Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από μένα· τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από δω και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;’’)».

Έχοντας δηλαδή την απόλαυση εντελώς για μια στιγμή και για περιορισμένο χρόνο· γιατί θα εξαφανιστεί σαν σκόνη, και θα σταλεί σε άλλους, και πολλές φορές σε εκείνους που δε γνωρίζουμε ή ίσως και σε εχθρούς. Άρα λοιπόν είναι αλήθεια ότι όταν παρατείνεται σε κάποιον η ζωή του, αυτό δεν οφείλεται στα υπάρχοντά του. Τρισευτυχισμένος όμως είναι και με λαμπρές ελπίδες αυτός που πλουτίζει με τρόπο αρεστό στον Θεό. Γιατί αυτός που φθείρεται με τις γήινες φροντίδες έχει επιζήμιο τέλος και θα φύγει φτωχός προς τον Θεό, ενώ εκείνος που φροντίζει αυτά που θέλει ο Κύριος, θα πλουτίσει με έργα αγαθά και θα έχει θησαυρό ασύλητο στους ουρανούς. 

ΠΗΓΕΣ:

• Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

•Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 12ο, σελ. 513-521.

• Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm  

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος) 

alopsis.gr 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ- ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΟΥ;

 
Κυριακή Η’ Λουκά: Ποιος είναι ο πλησίον μου; 

Παρότι τά κριτήρια τοῦ ἐρωτήματος δέν ἦταν ἄδολα, ὁ νομοδιδάσκαλος πού πλησιάζει τόν Χριστό γιά νά τόν δοκιμάσει, προκαλεῖ τόν καθέναν ἀπό ἐμᾶς νά προσπαθήσει νά δώσει μαζί μέ τόν Κύριο τή δική του ἀπάντηση: «Τίς ἐστί μου πλησίον;» (Λουκ. 10,29). Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Δείχνει μέσα ἀπό αὐτήν ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν εἶναι πλησίον, ἀλλά καί ὅτι ὁ καθένας μας καλεῖται νά ἀποδείξει ὅτι θεωρεῖ τόν ἄλλον πλησίον του ἀφοῦ τοῦ φερθεῖ μέ εὐσπλαχνία. 

Καλός Σαμαρείτης ὁ Χριστός

Στήν παραβολή καλός Σαμαρείτης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀγκαλιάζει τόν καθέναν μας, πού εἶναι τραυματισμένος ἀπό τούς λογισμούς, τίς πτώσεις τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τήν ἁμαρτία τῆς αὐτοθεοποίησης. Ὁ Χριστός «ποιεῖ τό ἔλεος» φροντίζοντας τά τραύματα μέ ἔλαιον καί οἶνον, δίνοντας τό αἷμα του γιά νά γιατρέψει ἀπό τόν θάνατο τόν ἐγωιστή ἄνθρωπο, ἀλλά καί συγχωρώντας τίς ἁμαρτίες, γλυκαίνοντας τόν πόνο μας γι’ αὐτές, ὅπως τό λάδι ἀνακουφίζει τίς πληγές. Καί μᾶς μεταφέρει στό πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐκεῖ δίνει τά δύο δηνάρια, γιά νά συνεχιστεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ οἴνου καί τοῦ ἐλαίου στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἤ στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη ὥστε ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος νά γίνει καλά. Καί παραγγέλλει στόν πανδοχέα, δηλαδή στόν καθέναν πού ζεῖ τή ζωή τῆς πίστης, νά εἶναι ἕτοιμος νά προσδαπανήσει, δηλαδή νά προσθέσει κι αὐτός ὅ,τι χρειαστεῖ γιά τόν πληγωμένο ἄνθρωπο. Καί θά ὑπενθυμίσει ὅτι, ὄντας ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, δέν θά λησμονήσει ὅσους τόν μιμηθοῦν, ἀλλά θά ἀποδώσει, ὅταν ἐπανέλθει κατά τή Δευτέρα Παρουσία, στόν καθέναν κατά τά ἔργα του.

Ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος

Πλησίον εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ταξιδεύει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν Ἱεριχώ τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος. Πλησίον εἶναι ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κείτεται ἀναίσθητος ἀπό τόν πόνο καί τήν κακία. Εἶναι αὐτός πού δέχεται τή φροντίδα τοῦ Χριστοῦ, ἀνήμπορος νά μιλήσει. Καί ἀμίλητος παραμένει καθόλη τή διάρκεια τῆς παραβολῆς, ἐνῶ δέν γνωρίζουμε ἄν τελικά θεραπεύθηκε καί ὁλοκλήρωσε τό ταξίδι του ἤ ἐπέστρεψε στήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Χριστός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς νά ὑποχρεώσουμε τόν ἄλλο νά γίνει καλά, νά τόν σώσουμε ἄν δέν θέλει. Οὔτε θά μᾶς ζητήσει λόγο ἄν ὁ πλησίον μας σώθηκε ἤ ἄν, παρά τίς δικές μας προσπάθειες, ἐκεῖνος δέν ἀνένηψε ἤ, ἄν ἀνένηψε, ξαναπῆγε στόν δρόμο, ὅπου τόν περιμένουν ληστές. Δέν εἶναι ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς θεραπείας πού μετρᾶ γιά τόν Χριστό. Εἶναι ἡ διάθεση νά παλέψουμε. Δέν εἶναι τό «εὐχαριστῶ» καί ἡ ἀποδοχή τῶν πράξεών μας πού περιμένει ὁ Χριστός. Ἄλλωστε ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά εὐχαριστήσει τόν λυτρωτή του. Αὐτό ὅμως δέν ἔκανε Ἐκεῖνον νά ἀδιαφορήσει.

Οἱ ἰδεολογίες

Τό ἐρώτημα «ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;» ἔρχεται ἔντονο καί στή δική μας πραγματικότητα. Ἰδίως στίς μέρες μας δέν εἶναι αὐτονόητα χριστιανική ἡ ἀπάντησή μας. Μᾶλλον μοιάζουμε περισσότερο μέ τόν ἱερέα καί τόν λευίτη ἤ, ἀκόμη χειρότερα, μέ τούς ληστές τῆς παραβολῆς. Οἱ τελευταῖοι θεώρησαν ὅτι μέ τή σωματική τους δύναμη ἤ μέ τή δύναμη τῶν ὅπλων τους μποροῦσαν νά ἐξουσιάσουν τόν πλησίον τους. Ἔτσι, τόν κλέβουν καί τόν τραυματίζουν καί τόν ἀφήνουν ἡμιθανῆ. Μοιάζουν σ’ αὐτούς ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἰδεολογικές, οἰκονομικές, πολιτικές, κοινωνικές καί ἄλλες ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες κλέβουν τά στηρίγματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ἀγαθά του, τίς ἀξίες του, τίς ἐλπίδες του, ἀφήνοντάς τον νά πορεύεται ἀνυπεράσπιστος στή ζωή του.

Οἱ ἱερεῖς καί οἱ λευίτες, ἐκπρόσωποι τῆς θρησκείας ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ψευδαίσθηση τῆς τήρησης τῆς καλῆς καί τυπικῆς συμπεριφορᾶς, χωρίς ὅμως νά ἀγαπᾶ τόν πλησίον, δέν θά κάνουν τό βῆμα νά νοιαστοῦν, νά θυσιαστοῦν, νά νικήσουν τόν φόβο γιά τίς ἰδέες καί τή δύναμη τοῦ κόσμου, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβιβάζονται μέ τό κοσμικό πνεῦμα γιά νά εἶναι εὐχάριστοι σ’ αὐτό. Ἔτσι κλείνονται στόν ἑαυτό τους, στήν ξύλινη γλῶσσα τήν ὁποία μιλοῦν καί δέν μποροῦν νά δοῦν τίς βαθύτερες ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ἤ περιορίζουν τή φροντίδα τους, μόνο σ’ αὐτούς πού τούς πλησιάζουν, στούς «δικούς τους», χωρίς νά εἶναι ἕτοιμοι νά ἀνοιχτοῦν σέ ὅλους, γιά νά τούς μεταφέρουν στό πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί νά δώσουν στούς τραυματισμένους τή δυνατότητα νά ἀναλάβουν τήν εὐθύνη γιά μιά νέα πορεία στή ζωή τους. Ἡ εὐθύνη μας

Ὁ Χριστός ἀποτυπώνει τόν ἑαυτό του στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη, τοῦ ξένου γιά τή νοοτροπία τῶν Ἰουδαίων. Ξένη μοιάζει καί ἡ ὁδός τῆς πίστης πού γίνεται θυσία γιά τά δεδομένα τοῦ καιροῦ μας. Ὅμως ὡς πιστοί ἄς ἀκολουθοῦμε τήν ὁδό τοῦ Χριστοῦ, συγχωρώντας τόν πλησίον πού μᾶς ἔβλαψε. Προσφέροντας ὅ,τι μποροῦμε, ὑλικά καί πνευματικά, στόν γείτονά μας, στόν συνάδελφό μας, στόν οἰκεῖο μας, σέ ὅποιον ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά συναντήσουμε, ἀκόμη καί στόν ἐχθρό μας. Δείχνοντας τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στό πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας καί μεταφέροντας μέ τήν προσευχή καί τήν παρότρυνση, ἀλλά καί τόν λόγο μας καί τό παράδειγμά μας, τόν πλησίον ἐκεῖ, γιά νά ἰαθεῖ μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων καί τή βοήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τά τραύματά του. Ἀκόμη κι ἄν ἐκεῖνος δέν ἀναγνωρίσει ποτέ τήν εὐλογία πού θά πάρει, συνεχίζοντας τόν δρόμο του στήν Ἱεριχώ τοῦ κόσμου τούτου, δηλαδή στή διαφθορά τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, ἐμεῖς θά γινόμαστε μιμητές τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη Χριστοῦ!

π. Θ.Μ. 

(Πηγή: “Φωνή Κυρίου” 15/11/2020, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος)

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ!


 Κυριακή Η΄Λουκά: Εμείς και οι άλλοι 

Ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιά πλήρης ἀποδοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως προσφέρει ἀδιάκοπα στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτό εἶναι καί τό θέμα τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Μέσα ἀπό αὐτή τήν παραβολή δέν δίνεται ἀπάντηση στό ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλά ὁρίζεται πῶς ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς θά γίνει πλησίον τοῦ ἄλλου, διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι πλησίον μας, ἀδελφοί μας. 

Ἡ στείρα τυπολατρία

Ἀφορμή τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ νομικός πού ρωτᾶ γιά τήν αἰώνια ζωή. Νόμιζε πώς μπορεῖ νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐφαρμόζοντας τυπικά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ὁδοιπόρος τῆς παραβολῆς ἔπεσε σέ ἐνέδρα ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τόν ἄφησαν ἀπό τήν κακοποίηση μισοπεθαμένο καί τοῦ πῆραν τά πάντα. Ἕνας ἱερέας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ἐμφανίστηκε ξαφνικά. Εἶδε τόν βαριά τραυματισμένο ἄνθρωπο καί ἀπομακρύνθηκε, χωρίς νά τόν βοηθήσει. Στήν συνέχεια πέρασε ἕνας Λευίης. Καί αὐτός λειτουργός τοῦ Νόμου καί τοῦ ναοῦ. Τόν εἶδε βαριά τραυματισμένο καί ἀντιπαρῆλθε· συνέχισε τόν δρόμο του. Ὁ ἱερέας καί ὁ Λευίτης ἐπέλεξαν τήν «θυσία» καί «τά ὁλοκαυτώματα», δηλαδή τήν στείρα τυπολατρία, ἀφοῦ ὁ Νόμος ἀπαγόρευε στούς λειτουργούς τοῦ ναοῦ νά ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τά νεκρά σώματα, γιά νά μήν μολυνθοῦν καί νά ἐκπληρώσουν «καθαροί» τά καθήκοντά τους. 

Αὐτός πού προσφέρει ἀγάπη

Καί ἔρχεται ὁ τρίτος ὁδοιπόρος. Ἕνας Σαμαρείτης, πού ἦταν ἐθνικός καί θρησκευτικός ἐχθρός τῶν Ἰσραηλιτῶν. Εἶδε τόν πληγωμένο ἄνθρωπο καί –παρά τό γεγονός ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος– δέν τόν ἀντιπαρῆλθε, δέν τόν προσπέρασε. Πῆγε κοντά του, τοῦ ἔπλυνε τίς πληγές μέ λάδι καί κρασί, τίς ἔδεσε, τόν ἀνέβασε στό ζῶο του, τόν ὁδήγησε στό πανδοχεῖο καί φρόντισε γιά τήν κατάσταση τοῦ πληγωμένου.

Ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τόν νομικό, ποιός ἐκ τῶν τριῶν ἔγινε πλησίον ἐκείνου τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου πού ἔπεσε θύμα τῶν ληστῶν, ὁ νομικός ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος πού ἐπέδειξε ἀγάπη, ἐνδιαφέρον, στοργή γιά τόν πάσχοντα ἀδελφό του». 

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ

Ὁ Χριστός φανέρωσε στόν ἑαυτό Του αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ – Πατέρα μέχρι σημείου πού ὑπέμεινε σταυρό καί θάνατο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι ἔχουμε καί τήν συμβολική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς: ὁ Καλός Σαμαρείτης εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τῶν ληστῶν εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού κατασπαράσσεται ἀπό τήν ἁμαρτία πού τόν ἀφήνει «ἡμιθανῆ». Τό πανδοχεῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας μας καί τῆς θεραπείας μας. Τό λάδι καί τό κρασί εἶναι τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά δύο δηνάρια, μέ τά ὁποῖα ὁ Καλός Σαμαρείτης πλήρωσε τό πανδοχεῖο, εἶναι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ὁ Καλός Σαμαρείτης, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θά ἔλθει καί πάλι κατά τήν Δευτέρα καί ἔνδοξη Αὐτοῦ Παρουσία, γιά νά κρίνει ζῶντες καί νεκρούς.

Σέ μιά ἐποχή ἀτομισμοῦ, ἐπικρατήσεως τῆς ἀπανθρωπιᾶς καί τῆς ἀδιαφορίας, ἡ ἀγάπη ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελεῖ τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν γνησιότητά μας ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί τήν εἴσοδό μας στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη, ἑπομένως, εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς καί τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο εἶναι ἑνότητα πίστεως καί ἀγάπης. Ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα διδάσκουν τόν ἄνθρωπο νά καταφρονεῖ τά ὑλικά ἀγαθά. Ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἑνώνει τήν ψυχή μέ τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ, ἀναζητώντας τόν Ἀόρατο μέ τήν νοερά αἴσθηση (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς).

Τόν κόσμο θά τόν σώσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη θέλει ἔκφραση. Κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί καλούμαστε νά τήν ἐκφράζουμε καθημερινά, νά τήν ἐκπέμπουμε, νά τήν κάνουμε μήνυμα κι ἐλπίδα. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ στροφή πρός τόν ἄλλο ἄνθρωπο δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνο λόγος, ἀλλά καί ἔργο, δηλαδή μιά κίνηση πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κατανόηση μέσα στήν καθημερινότητα, ἀποδοχή, συμφιλίωση, εὐγένεια, καλοσύνη, ἀμοιβαιότητα, πραότητα, ἀγάπη. 

† Ὁ. Φ. Ἀ.  

(Πηγή: “Φωνή Κυρίου” APIΘ. ΦΥΛ. 45 (3728), Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ- ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΗΣΤΑΣ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Η΄ Λουκά: Ομιλία εις την παραβολήν του εμπεσόντος εις τους ληστάς 

Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο. Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατανοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ. Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική μας πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας.

Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.

Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του. Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν. Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας.

Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς· Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦρθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Ἦταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο.

Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας.

Τί σημαίνει τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε, ἐπιτήμησε, παρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.

Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴ συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική· θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή. Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράκληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας. Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία.

Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν