ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΠΩΣ ΒΑΡΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ!

 Γερόντισσα Λαμπρινή
Πως βαραίνουν οι ψυχές στον άλλο κόσμο

Για το κοριτσάκι από τον άλλο κόσμο: Κάποτε συνέβη το εξής, όπως το διηγήθηκε:

«Ήταν η 30κοστή μέρα από την κοίμηση ενός γνωστού μου 7χρονου κοριτσιού. Το βραδάκι, ως συνήθως, πήρα να διαβάσω ένα πνευματικό βιβλίο και καθόμουν στο κρεββάτι, ενώ δίπλα μου ο άνδρας μου είχε ήδη κοιμηθεί.

Τότε απ' το παράθυρο μπήκε ένας Άγγελος και έφερε το γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Το ρώτησα τι ήθελε ξανά στον αμαρτωλό αυτόν κόσμο και μου απάντησε:
«Ήρθα για σένα. Δεν μπόρεσα να βρω άνθρωπο να πω το παράπονό μου. Οι γονείς μου με ζόριζαν να τρώω για να γίνω καλά, ενώ δεν μου έλειπε το φαγητό. Ο Θεός ήθελε να με πάρει. Τώρα όμως πού πέθανα έπρεπε να πάω στον παράδεισο, αλλά έχω εμπόδια.

Ένα οφείλεται στους γονείς μου, και ένα σε μένα. Τώρα πού πέθανα, ακόμη δεν σαράντισα και η μητέρα μου έμεινε έγκυος. Αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Ακόμη στον δρόμο είναι η ψυχή μου, δεν πέρασα όλα τα τελώνια. Ξέρω ότι με έκλαψαν πολύ, αλλά δεν έπρεπε να γίνει. Νομίζουν ότι τρόπον τινά θα με αναστήσουν, αλλά πες τους ότι αγοράκι θα κάνουν, όχι κορίτσι, όπως νομίζουν...

Αυτή τους η πράξη δυσκολεύει την ψυχή μου... Όσο για μένα, την τελευταία φορά που πήγα στο σχολείο πριν πεθάνω, δεν είχα μολύβι και πλάκα για να γράψω. Μια συμμαθήτρια μου όμως μου έδωσε καινούργια πλάκα και μολύβι, τα οποία δεν επέστρεψα. Πες στην μάννα μου να αγοράσει καινούργια και να τα επιστρέψει. Για το μεγάλο καλό πού θα κάνεις στην ψυχή μου θα σε πάρω τώρα μαζί μου να δεις τον θάλαμο που έχει έτοιμο ο Κύριος για μας τις παρθένες. Εμείς νυμφευθήκαμε τον Χριστό».

Βγήκαμε από το παράθυρο και ανεβαίναμε. Μας συνόδευε και ο Άγγελος κρατώντας από το χέρι την κόρη. Φθάσαμε στον Παράδεισο και τον βλέπαμε. Ήταν σπίτια πολλά αλλά πολύ ωραία.

Φθάσαμε στο παρθενικό σπίτι, αλλά δεν μ’ άφησε να μπω μέσα. Αυτή μπήκε και μου είπε: «Εσύ είσαι ακόμα στην γη δεν μπορείς να μπεις εδώ». Είδα όμως από το παράθυρο τις παρθένες, άλλες μικρές στην ηλικία και άλλες μεγάλες. Φορούσαν ρούχα πού έλαμπαν.

Μου είπαν: «Εμείς εδώ δεν έχομε ποτέ χειμώνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Είμαστε πάντα στο άνθος».

Μετά σήμανε ένα σήμαντρο και ήταν η ώρα για προσευχή και έπρεπε να φύγουμε. Ήθελα να μείνω και εγώ να μάθω πώς προσεύχονται, και μου είπε: «Εσείς έχετε τους παπάδες, τους πνευματικούς και σας τα λένε όλα».

Ο Άγγελος με γύρισε πίσω χωρίς να μου μιλήσει. Έβλεπα το σώμα μου να βρίσκεται στο κρεβάτι δίπλα στον άνδρα μου, ανέπνεε λίγο, ίσα - ίσα που ζούσε. Μπήκα ξανά στο σώμα μου, άφησα το βιβλίο στο τραπέζι και κοιμήθηκα. Το πρωί θα πηγαίναμε στο χωράφι για να δουλέψω στο βαμπάκι αλλά δεν μπόρεσα να πάω. Για τρεις μέρες αισθανόμουν πολύ κουρασμένη και ήμουν χλωμή.

Όταν είχα ρωτήσει το κοριτσάκι: «Καλά, για μια πλάκα και ένα μολύβι έχεις τόσες δυσκολίες; Με μας που έχουμε κάνει τόσα, τι θα γίνει»; Μου απάντησε:

«Αυτή η πλάκα και το μολύβι είναι σαν βάρος εκατό κιλών καθώς με δυσκολεύει και η αμαρτία των γονέων μου». Γι' αυτό δεν πρέπει τίποτα να χρωστάμε δανεικό σε τούτη την ζωή, αν θέλουμε να απολαύσουμε τα αγαθά του παραδείσου».

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΓΑΜΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ!

 Γερόντισσα Λαμπρινή Βέτσιου
Άγγελος βρίσκει γαμπρό για το παιδί της
 
Διηγήθηκε η γιαγιά Λαμπρινή: «Η κόρη μου Σταθούλα είχε περάσει τα δεκαοχτώ της και ήταν καιρός για παντρειά. Άρχισαν τα προξενιά αλλά δεν μ' ανέπαυαν οι γαμπροί. Ήταν ευκατάστατοι, καλοί άνθρωποι, αλλά με σαλεμένη καθαρότητα. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τόσο λόγο η νύφη για την επιλογή του γαμπρού, και επειδή είχα την μέριμνα του γαμπρού, ήθελα πρώτα απ’ όλα να είναι καθαρός, αγνός. Η Σταθούλα δεν είχε κλίση για καλογερική, όπως εγώ, και έπρεπε να βρεθεί γαμπρός».

Μια μέρα το βράδυ που πήγα στο κρεββάτι να κοιμηθώ, πήρα ως συνήθως να διαβάσω ένα βιβλίο, και ήμουν στενοχωρημένη γιατί δεν βρισκόταν ο γαμπρός. Ο άνδρας μου κοιμόταν χωριστά για να μην τον ενοχλώ.
Μόλις είχε πάρει ο ύπνος τον άνδρα μου, άνοιξε το παράθυρο μόνο του, και μπήκε ο φύλακας Άγγελός μου. Πήρε το πνεύμα μου. Στο κρεββάτι μου έμεινε το σώμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε - βαδίζαμε χωρίς να ξέρω που πάμε. Φθάσαμε στην Πρέβεζα. Μου λέει: «Μην σταματάς καθόλου. Θέλουμε να πάμε στην Λευκάδα». Εγώ δεν ήξερα που είναι η Λευκάδα.
Φθάσαμε στο νησί, πήγαμε σ’ ένα σπίτι στην εξώπορτα. Μου λέγει ο Άγγελος:
- Κάθησε εδώ και εγώ θ' ανοίξω την πόρτα. Να κοιτάς μέσα...
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και είδα ένα νέο όρθιο, με κουστούμι, με την πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε να κλείσει την πόρτα, γιατί του φάνηκε ότι άνοιξε μόνη της, και τον είδα και από μπροστά. Ο Άγγελος ήταν πνεύμα, και εγώ στην αυλή και δεν μας έβλεπε...
- Σου αρέσει για γαμπρός στην κόρη σου;
- Καλός είναι αλλά είμαστε μακρυά.
- Άγγελος είναι και αυτός, όπως και εγώ.
- Άγγελο θα πάρει η κόρη μου; Άνθρωπος είναι, πώς θα πάρει Άγγελο; ( αυτός όμως εννοούσε την καθαρότητα του).
- Από τώρα δεν θα κάνεις άλλο συνοικέσιο για την κόρη σου ό,τι και να σου λένε οι άλλοι, θα περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιών, αλλά θα σου τον φέρω τον γαμπρό μόνο του και θα βρει την κόρη σου...
Ξεκινήσαμε την επιστροφή με τον ίδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια και πήγε η κόρη μου με τον γιό μου σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί ήταν ο γαμπρός. Μόλις την είδε ήρθε και την ζήτησε σε γάμο. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός που ήθελε ο Θεός. Τον δεχτήκαμε και δόξασα τον Θεό για την μεγαλοσύνη Του.

 Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

ΔΙΔΑΧΕΣ ΜΟΝΑΧΗΣ ΠΟΡΦΥΡΙΑΣ

 Διδαχές μοναχής Πορφυρίας
 
1. Πρώτα εντοπίζω το βασικό πρόβλημα αυτού που έρχεται να ζητήσει βοήθεια και μετά προχωρώ στα πνευματικότερα. Πολλοί εδώ έχουν πετάξει τα ψυχοφάρμακα. Ήρθε μια και της είπα κάτι τρελό: «Φτιάξε τα μαλλιά σου για να γίνεις καλά».
 
Μου λέει: «Γερόντισσα, είσαι τρελή;». 
Τελικά δεν ήμουν και τόσο τρελή. Πράγματι, μόλις έφτιαξε τα μαλλιά της και ομόρφυνε, ανέβηκε το ηθικό της και πέταξε τα ψυχοφάρμακα.

2. Χρησιμοποιούμε τον Χριστό, δεν Τον εμπιστευόμαστε, γι’ αυτό δεν εμφανίζεται. Να λέμε: «Γεννηθήτω το θέλημά Σου».

3. Από τον πόνο μου πήγα να κοιμηθώ. Ο γέροντας Πορφύριος έλεγε μέσα μου: «Σήκω να διαβάσεις το κόκκινο βιβλίο που έχουν γράψει για μένα». Μου ήρθε να το πετάξω. Πάλι όμως άκουσα τη φωνή του: «Σήκω να διαβάσεις το βιβλίο». Τελικά το διάβασα όλη νύχτα και από τότε τον αγάπησα. Πήρα το όνομά του και τον λατρεύω. Μαζί τρώμε, μαζί μιλάμε, μαζί περπατάμε. Του ζητάω και κάνει θαύματα στους ανθρώπους. 
Του λέω: «Γεροντάκο μου, βοήθησε αυτό τον άνθρωπο» και ο Γέροντας κάνει το θαύμα. Είμαστε με τον Γεροντάκο πολύ κοντά.

4. Στον πονεμένο δεν μπορείς να μιλήσεις κατευθείαν για τον Θεό. Πρώτα πρέπει να ηρεμήσεις την ψυχούλα του, να τον γιατρέψεις, να του δώσεις χαρά και μετά να πας στον Θεό.

5. Ο πόνος σε πάει στον Θεό. Η θλίψη σε απομονώνει. Όλο ζητάμε από τον Χριστό , ενώ θα έπρεπε να Τον εμπιστευόμαστε . 
Ο π. Πορφύριος είχε πολλή αγάπη. Η αγάπη του ήταν γιατρικό, όχι τα θαύματα που έκανε. Η αγάπη του ήταν αυτή που σε συγκινούσε, τα θαύματα τα έκαμε η χάρη του Θεού. Αισθάνομαι ότι είμαστε μαζί με τον Γέροντα και με τον Χριστό. Του λέω: «Γεροντάκο, πάρε με αγκαλίτσα να κοιμηθούμε, γιατί είμαι κουρασμένη. Αν δεν ‘έλθει κάποια φορά , το λέω στον Χριστό και νιώθω την παρηγοριά Του. Η αγνή αγάπη είναι δοτική!

6. Όταν με απορρίπτουν, λέω πως έτσι ήθελε ο Χριστός. Ένα πράγμα με πικραίνει. Που η μητέρα δεν αγαπάει το παιδί της. Που έχει εγωιστική αγάπη. Δεν έχω άλλη πίκρα στη ζωή μου. Και ''μαλώνω'' τον Γεροντάκο που δεν κάνει κάτι για να μην υπάρχει χάσμα μεταξύ μάνας και παιδιών. Τα παιδιά που έμπλεξαν με τα ναρκωτικά μου λένε: «Αν η μάνα μας μας αγαπούσε όπως εσύ, δε θα φτάναμε στα ναρκωτικά… Πώς θα θέλαμε να είσαι μαμά μας!». 
Αυτό με διαλύει όταν το ακούω. Και θέλω οι γονείς να αγαπούν με θεϊκή αγάπη τα παιδιά τους. Όταν τα μωρά κλαίνε, πρέπει η μάνα να τα βάζει πάνω στο μάγουλό της. Διότι μπορεί να σταματάνε κάποια στιγμή το κλάμα, γιατί παραιτούνται, όμως αποξενώνονται από τους γονείς. Και έτσι γίνονται νευρικά όταν μεγαλώνουν.
 
7. Οι ψυχολόγοι δεν μπορούν να βοηθήσουν διότι δεν ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Ένας που έχει βουλιάξει στα προβλήματά του δεν μπορεί να βοηθήσει τον άλλον. Έχω ξεπεράσει τον βαθύ μου πόνο, γι’ αυτό μπορώ και απαλύνω τον πόνο των άλλων.

8. Κατά τη διάρκεια μιας κούρσας είπα σε κάποια: «Μωρέ , γιατί λες πως θες να κάνεις εξωσωματική; Τώρα που σε είδα στην κοιλιά, έχεις εκεί μια γυάλα, με ένα μωράκι μέσα. Είσαι έγκυος». Πράγματι η κοπέλα με πήρε τηλέφωνο μετά από λίγες μέρες και μου είπε πως είναι έγκυος. Εκείνη τη νύχτα νύσταζα πολύ και όλο κουτούλαγα πάνω στο τιμόνι, αλλά με το που μου είπε η κοπέλα αυτά για την εξωσωματική ξύπνησα, και έτσι έγινε η αποκάλυψη.

9. Όταν νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο «Σωτηρία», δίπλα μου ήταν μια κοπέλα 21 χρονών με φυματίωση στο τελικό στάδιο, πετσί και κόκαλο. Πόνεσα γι’ αυτή πολύ. Έκανα προσευχή να γίνει καλά και να πάρω την αρρώστια της. Έτσι κι έγινε! Την άλλη μέρα ήταν καλά η κοπελίτσα. Εγώ ακόμα υποφέρω.

10. Πέρασα πέτρινα χρόνια. Πέρασα όλο τον δικό μου πόνο, και έγινα μια αγκαλιά αγάπης… Όπως λέει και ο γέροντας Παΐσιος, «πέταξέ τα όλα για να πετάξεις». Και μετά γνώρισα τον γέροντα Πορφύριο κι έτσι ολοκλήρωσα την αγάπη μου…

«Από το χάος στο φως. Στα ίχνη ενός σπουδαίου
ανθρώπου του Θεού»
ΑΡΧΙΜ. ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΘΗΝΑ 2012

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

ΕΛΕΝΑΜΠΑ Η ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΗ

 
Ελέναμπα η Προορατική
 
Στο χωριό Κεφαλοχώρι που βρίσκεται στην περιοχή της Νίκαιας της Μικράς Ασίας, πριν από την Ανταλλαγή, ζούσε μία ευλαβής και χαριτωμένη νέα, η Ελένη. Την αποκαλούσαν Ελέναμπα, δηλαδή Ελένη που είχε γεροντική σύνεση, διάκριση και μιλούσε σαν Αββάς (Γέροντας).
 
Ήταν ορφανή από γονείς και εργαζόταν ως υπηρέτρια σ’ έναν πονόψυχο Τούρκο. Τη νύχτα η «Ελέναμπα» προσευχόταν πολλές ώρες. Ο Τούρκος την άκουγε που έλεγε στην προσευχή της: «Να πάρω και αυτουνού τις αμαρτίες». Προσευχόταν δηλαδή για άλλους ανθρώπους. Ο Τούρκος έβλεπε να έρχονται πολλοί άνθρωποι να την συμβουλευθούν και κατάλαβε ότι έχει ιδιαίτερη χάρη. Την είχε σε μεγάλη εκτίμηση και αισθανόταν ότι τον βοηθά ο Θεός για χάρη της «Ελέναμπα». Σημείωνε ο ίδιος τα γεγονότα και τις προφητείες της, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι η «Ελέναμπα» είχε χάρισμα προορατικό.
 
Τότε πολλούς Έλληνες τους επεστράτευαν στον τουρκικό στρατό στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) για πέντε με δέκα χρόνια, με σκοπό την εξόντωση τους. Δεν έδιναν σημεία ζωής και οι οικογένειές τους ανησυχούσαν. Οι γυναίκες πήγαιναν και ρωτούσαν την «Ελέναμπα» αν ζουν ή αν έχουν σκοτωθή. Εκείνη για να μην αμφισβητήσουν ότι θα τους έλεγε, πρώτα περιέγραφε τον άνδρα.
Έλεγε π.χ.: «Ο άνδρας σου είναι ψηλός, ξανθός με μουστάκι». Πρόσθετε και άλλα χαρακτηριστικά και ύστερα έλεγε αν πέθανε ή αν ζη ή πότε θα γυρίσει.
 
Επίσης έλεγε: «Θα ρθεί καιρός που οι άνθρωποι θα μπερδευτούν». (Εννοούσε πνευματικό η φυλετικό μπέρδεμα. Σήμερα και τα δυό υφίστανται).
 
Κάποια ημέρα είπε στους συγγενείς της: «Εσείς θα φύγετε και μένα θα μ’ αφήσετε εδώ. Πάλι θα ξαναρθήτε, αλλά αυτά τα μέρη θα αλλάξουν».
 
Πριν πεθάνη ζήτησε να τη ντύσουν με μαύρα ρούχα σαν μοναχή.
 
Όλοι στο χωριό την «Ελέναμπα» την είχαν σε ευλάβεια για τις αρετές και τα χαρίσματα της. Πίστευαν ότι είναι Αγία. Περισσότερες λεπτομέρειες από την ζωή της δεν διασώθηκαν. Μόνον ότι εκοιμήθη σε ηλικία μικρότερη των δεκατεσσάρων ετών, γύρω στο 1920, πριν από την Ανταλλαγή, όπως δηλαδή είχε προφητεύσει. Εκεί που ετάφη ανέβλυσε αγίασμα και όσοι άρρωστοι έπιναν, θεραπεύονταν.
 
Με την Ανταλλαγή οι συγγενείς της και οι συγχωριανοί της ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο νομό Σερρών, δημιουργώντας έτσι το Νέο Κεφαλοχώρι. Οι συγγενείς της «Ελέναμπα» έχουν φέρει ως ευλογία και φυλαχτό στο νέο χωριό τα ρούχα της και κάποια προσωπικά της αντικείμενα. Μέχρι σήμερα ανάβουν καντήλι ακοίμητο και κεριά στο σπίτι που φυλάσσονται τα προσωπικά της αντικείμενα. Την επικαλούνται στις ανάγκες και στις δυσκολίες τους και αυτή έχοντας στον θεό παρρησία, τους βοηθά.
 
Κατά την εποχή του συμμοριτοπολέμου οι αντάρτες (Κομμουνιστές) ήρθαν κατ’ επανάληψη να κάψουν το χωριό, αλλά μόλις έμπαιναν στο χωριό, άλλαζαν διάθεση, έπαιρναν τρόφιμα και φεύγοντας έλεγαν: «Κάποιος άγιος σας φυλάει, διότι ήρθαμε να κάψουμε το χωριό και μόλις μπήκαμε, άλλαξε η διάθεση μας».
 
1. Λέξη σύνθετη από το Ελένη και το Αββάς (πατήρ, Γέροντας). Την έδιναν οι Μικρασιάτες σπανίως σε γυναίκες που είχαν σύνεση και ευλάβεια για να εκφράσουν τον σεβασμό τους. Τα στοιχεία για την Ελέναμπα προέρχονται από τον αγιορείτη μοναχό Θ., συγγενή της «Ελέναμπα».
 
Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 3η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΤΑ

 Ἡ ἀσκήτρια Λαμπρινή ἀπό τήν Ἄρτα
 
Η Λαμπρινή γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Αγία Παρασκευή Άρτης. Οι γονείς της Σπυρίδων Δρίβας και Θεοδώρα ήταν από τους πιο εύπορους του χωριού και είχαν αλλά τρία αγόρια. Η Λαμπρινή ήταν η μικρότερη, και τ’ αδέλφια της την υπεραγαπούσαν για τον χαρακτήρα της, το ήθος και την πολύ καλή συμπεριφορά της προς όλους.
Μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Από μικρή έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους και να ζει σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Τελείωσε μόνο το δημοτικό σχολείο και διάβαζε με πόθο την Αγία Γραφή και άλλα πνευματικά βιβλία.

Διηγήθηκε η ίδια:
Ήμουν οκτώ χρόνων και καθόμουν σ’ ένα καρεκλάκι στην αυλή του σπιτιού. Κρατούσα μια μικρή Αγία Γραφή, μπήκα στον ενθουσιασμό και μου άρεσε να την διαβάζω.
Είχα διαβάσει το χωρίο: «Πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». (Ματθ.. ιθ’-29).

Έτσι μπήκε μέσα στην καρδιά μου και αγάπησα πάρα πολύ τον Κύριο. Από εκείνη την στιγμή άναψε ο πόθος για να ακολουθήσω την μοναχική ζωή και σκέφθηκα: Δεν θέλω τίποτε, ούτε χωράφια, ούτε περιουσίες, θα πάω για Μοναχή.
Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος με ιερατικά άμφια και μου άρεσε πολύ η όψη του, ήταν πολύ όμορφη. Τον κοιτούσα με θαυμασμό. Μου είπε:
- Τι με θαυμάζεις; Και τα χεράκια σου Εγώ τα έπλασα και είσαι και συ όμορφη σαν εμένα.
- Εμένα με γέννησε η μάννα μου και είναι στην κουζίνα. Να την φωνάξω;
- Όχι, εγώ εσένα θέλω, και έπιασε τα μαλλάκια μου. Αυτά ποιος τα έπλασε;
- Ναι, μου είπε. Τώρα τι θα κάνεις, ποια ζωή θα ακολουθήσεις;
- Αυτό το βιβλίο μου άναψε τον πόθο για τον μεγάλο μου Θεό θέλω να τον απολαύσω. Αυτός να εργάζεται για μένα και εγώ γι’ αυτόν.
- Θα γίνεις μεγάλη, παιδί μου, και θα εργασθείς και συ για Μένα.
- Ποιος είσαι συ;
- Αυτός πού είπες εσύ, μου είπε. Αφού θέλεις έτσι, θα τρως Τετάρτη και Παρασκευή ψωμί και σκόρδο. Εσύ είσαι καλό παιδί, έχω όμως και άλλα καλά παιδιά. Θα έρθω μια μέρα να μαζέψω όλα αυτά τα καλά παιδιά.
Ύστερα έγινε άφαντος…
Άρχισε μετά απ’ αυτό να αγωνίζεται περισσότερο, να νηστεύει, να προσεύχεται και να ετοιμάζεται να αφιερωθεί στον Θεό. Πνευματικός της ήταν ο π. Μητροφάνης, ο Γέροντας της Ιεράς Μονής Ροβέλιστας Άρτης.
Διηγήθηκε η ίδια: «Από μικρή ήθελα να γίνω μοναχή. Όταν έγινα δεκαεπτά χρόνων πήγα στο Μοναστήρι και είπα στον Γέροντα ότι θέλω να γίνω μοναχή.
Μου είπε:
-Νάρθεις, παιδάκι μου. Την άλλη μέρα ήρθαν οι γονείς μου με φωνές να με πάρουν. Ο Ηγούμενος, όπως τους είδε έτσι αγριεμένους, με έδωσε λέγοντάς μου να μεγαλώσω λίγο και μετά ξαναπηγαίνω.
Αυτοί με πήραν και σε λίγες μέρες άρχισαν τα προξενιά. Εγώ ήμουν αρνητική και εύρισκα προφάσεις». Μετά με ρώτησαν τι θέλω και τους είπα: «Θα προσευχηθώ όλη τη νύχτα και ό,τι μου πει ο Θεός».

Ο ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΙΟΥ;
Προσευχήθηκα και είπα: «Θεέ μου, ένα πράγμα σου ζητώ. Να μου δώσεις άδεια να πάρω τον Ουράνιο (νυμφίο) και εγώ, όπως παίρνουν οι καλές ψυχές. Να μη συζευχτώ με επίγειον άνδρα».
Άκουσα φωνή: «Σε έχουμε υπ’ όψιν. Μια ώρα δική μας θα γίνεις. Πρέπει όμως να συζευχθείς αυτού για να δυναμώσεις. Να βάλεις χαλινάρια στο στόμα, στα πόδια, στα χέρια, στη σάρκα».
- Στη σάρκα; Στην παντρειά με στέλνεις.
- Σε στέλνω Εγώ, και η σάρκα είναι ευλογημένη. Δοκιμασίες θα έχεις…
Εγώ συνέχισα να προσεύχομαι για το καλύτερο, να γίνω Μοναχή, όμως μου έλεγε ότι «το καλύτερο για σένα είναι να παντρευτείς, να δοκιμαστείς, να ψηθείς. Αν πας στο Μοναστήρι, δεν θα βασανισθείς τόσο. Στο Μοναστήρι ό,τι κάνουν οι άλλοι θα κάνεις και συ, είτε τρώνε, είτε προσεύχονται.
Στον κόσμο όμως θα συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Εμείς τελειώσαμε τώρα, πάρε την δύναμη και την φώτιση και εργάσου όσο μπορείς».
Εργάσθηκα σε όλη μου την ζωή. Αγωνίστηκα. Τα πεθερικά μου μετά δεν με ήθελαν, με έδιωχναν, με έβριζαν με άπρεπα λόγια. Όσα μου είπε η φωνή, το Πνεύμα, τα βρήκα όλα». Έτσι λοιπόν μετά τα 20 της την πάντρεψαν με τον Αριστείδη Βέτσιο από τα Κολομόδια Άρτης και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Σπύρο και την Σταθούλα.
Η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη στην οικογένεια του συζύγου της, γιατί ζούσαν δεκατρία άτομα μαζί στο ίδιο σπίτι και ο καθένας είχε τις δικές του Ιδιοτροπίες και τον δικό του τρόπο σκέψεως. Ιδιαίτερα ο πεθερός της φερόταν προς αυτήν με άσχημο τρόπο, με περιφρόνηση και σκληρότητα την πλήγωνε με τα λόγια του.
Η Λαμπρινή όμως κατάφερε με την υπομονή να τα ξεπεράσει όλα. Στις βρισιές του έλεγε: «Πες με ό,τι θέλεις. Εγώ είμαι μουγκή»… Και από τον σύζυγο της είχε δυσκολίες.
Κάποτε που βρισκόταν σε αγρυπνία στον άγιο Φανούριο στο γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, άκουσε φωνή που της είπε: «Αυτή τη στιγμή καίγεται το σπίτι σου…»
Όταν τέλειωσε η αγρυπνία και γύρισε μαζί με τις άλλες γυναίκες με τα πόδια, είδε τα βιβλία της καμένα και πεταμένα έξω από το σπίτι και τον σύζυγο της σε έξαλλη κατάσταση να της φωνάζει να φύγει από το σπίτι.
Η Λαμπρινή απάντησε: «Δεν φεύγω. Εσύ είσαι ό άντρας μου, εδώ είναι το σπίτι μου, σκότωσε με, κάνε με ό,τι θέλεις, εγώ δεν φεύγω».
Τη νύχτα την κλείδωσε έξω από το σπίτι. Υπέμεινε ήρεμα και έλεγε: «Ο πειρασμός τον βάζει, θα του περάσει. Αυτός είναι καλός, αλλά στο καφενείο τον “άναψε” ο τάδε και έκανε ό,τι έκανε, μέχρι να του περάσει ο θυμός».
Παρά τις τόσες δυσκολίες και τις κοπιαστικές αγροτικές εργασίες, δεν άφηνε δευτερόλεπτο της ημέρας χωρίς να προσεύχεται και να ευχαριστεί τον Θεό. Μαζί της στο χωράφι που πήγαινε να εργαστεί έπαιρνε και βιβλία πνευματικά για να διαβάζει και να προσεύχεται. Σ’ όλη την ζωή της χάλασε από την πολλή χρήση τέσσερα βιβλία Μεγάλα Ωρολόγια. Τα βιβλία της ήταν η περιουσία της, όπως έλεγε, και από την μελέτη τους έπαιρνε πολλή δύναμη.
Μετά πού απέκτησε τα δυο της παιδιά, με τον άνδρα της ζούσαν σαν αδέλφια. Αυτός τις νύχτες κοιμόταν και η Λαμπρινή διάβαζε τα βιβλία της με το φως ενός καντηλιού και ενός κεριού.
συνεχίζεται…

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ 

Μιλᾶ τὸ παιδί τῆς γερόντισσας
Συνέντευξη μὲ τὴν κ. Ριρίκα Χρονάκη

Ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας, κυρία Ριρίκα Κουμαντάκη – Χρονάκη, ὑπῆρξε τὸ «παιδὶ» τῆς Γερόντισσας ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε.  Εἶχαν μία μοναδικὴ σχέση ἰσόβιας πορείας.  Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν Γερόντισσα καὶ αὐθόρμητα νὰ μὴν πάει ὁ νοῦς μας καὶ στὴν εὐγενικὴ καὶ ἀρχοντικὴ κυρία Ριρίκα.  Ὅταν ἐρχόμασταν ἀπὸ Κύπρο, μᾶς ὑποδεχόταν μὲ ἐγκαρδιότητα.

Κυρία Ριρίκα εὐχαριστοῦμε ποὺ δεχτήκατε νὰ μιλήσετε μαζί μας.

Δική μου ἡ εὐχαριστία παιδιά.  Νὰ ’στε καλά.  Εὐχαριστῶ ἀκόμη γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν Κυπρίων στὴ Γερόντισσα.  Σχεδὸν δὲν ὑπῆρξε μέρα νὰ μὴν ἔρθουν ἐπίτηδες ἐπισκέπτες ἀπὸ τὴν Κύπρο.  Ἐκείνη, ἰδιαιτέρως σᾶς ἀγαποῦσε καὶ σᾶς ὑποδεχόταν.  Σᾶς ἔλεγε «τὰ πονεμένα μου παιδιὰ» ἐπειδὴ περάσατε πολέμους, προσφυγιά, κατατρεγμούς.  Νὰ ’στε καλὰ ποὺ τὴν θυμάστε.

Κυρία Ριρίκα, μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε ἀπὸ πότε ἄρχισε ἡ στενὴ σχέση ποὺ εἴχατε μὲ τὴν Γερόντισσα;

Ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκα.  Αὐτὴ μὲ μεγάλωσε.  Ἡ ὑπόθεση ἔχει μία ἱστορία.  Ἡ μακαρίτισσα ἡ μητέρα μου γεννήθηκε σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ ποὺ λέγεται Μιαμοῦ.  Ἦταν πολλὰ παιδιὰ καὶ ὀρφάνεψαν νωρὶς ἀπὸ πατέρα.  Πῆγε κάποτε ὁ μακαρίτης ὁ γιατρὸς ὁ πατέρας τῆς Γερόντισσας καὶ ἔκανε ἰατρεῖο στὸ χωριό.  Εἶδε τὴν φτώχεια καὶ τὴν ταλαιπωρία τῶν ὀρφανῶν καὶ πῆρε μαζί του τὴν μικρὴ τότε Κυριακούλα τὴν μητέρα μου καὶ τὸν ἀδερφὸ της τὸ Γιώργη.  Τὰ εἶχε σὰν παιδιά του.  Ὁ θεῖος μου ὁ Γιώργης γύρισε πίσω στὸ χωριὸ νωρίς.  Δὲν μποροῦσε νὰ συνηθίσει στὴν Πόμπια.  Ἡ μητέρα μου κάθισε.  Μεγάλωσε τὶς θυγατέρες τοῦ γιατροῦ.  Μὲ τὴν τρίτη τὴν Γαλάτεια ἦταν παραπάνω ἀπὸ ἀδελφές.  Μαζὶ πάντα.  Στὶς δουλειές, στὰ χωράφια, στὸ νοικοκυριό.  Ἀκόμη καὶ στὸ κρεβάτι μαζὶ κοιμόντουσαν.  Δὲν ὑπῆρχε τότε χῶρος γιὰ πολλὰ κρεβάτια καὶ ἔβαζαν τὰ παιδιὰ στρωματσάδα.  Ὅταν ἀργότερα παντρεύτηκε ἡ μητέρα μου στὴν Πόμπια μὲ τὸν πατέρα μου, ἡ Γαλάτεια σὰν πραγματικὴ ἀδελφὴ ἀνέλαβε νὰ βοηθᾶ τὴν μητέρα μου.  Ἐμένα μὲ μεγάλωσε ἐκείνη.  Καὶ ἕνα ἀδελφάκι μου, τὸ Μανωλιό, ποὺ πέθανε νωρὶς καὶ ἦταν βαρὺ πλῆγμα γιὰ τὴν Γαλάτεια.  Σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ τὴν παρηγοροῦσε ἡ μάνα μου.  Ποτὲ δὲν τὸ ξέχασε.  Τὸ ἔγραφε μαζὶ μὲ τοὺς γονέους μου στὸ μνημονοχάρτι.  Ἔλεγε ὅτι ὅταν θὰ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ συναντήσει πρῶτα τὴν ἀνιψιὰ της τὴν Ἀντωνούλα καὶ τὸ ἀδελφάκι μου τὸ Μανωλιό.  Ἐμένα μὲ φωνάζουνε Ριρίκα ἀλλὰ βαπτίστηκα Εἰρήνη γιὰ χατίρι τῆς γιάτρενας τῆς μητέρας τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας ποὺ τὴν λέγανε Εἰρήνη.

Εἴχατε καταλάβει τὸ μέγεθος τῆς πνευματικότητάς της;

Βέβαια!  Πάντα ἦταν μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη.  Τὸν μισθὸ της ὁλόκληρο τὸν ἔδινε ἐλεημοσύνη «ἐν κρυπτῶ» ὅπως ἔλεγε γιὰ τὴν σωστὴ ἐλεημοσύνη.  Ὅλα τὰ ’δινε καὶ πάντα εἶχε τὰ δεκαπλάσια ποὺ τὰ ’δινε κι αὐτά.  Κάποτε εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ 250 εὐρὼ καὶ ἔκανε μυστικὴ αἴτηση στὴν Παναγία.  Ἀργότερα μοῦ φανέρωσε ὅτι καθυστεροῦσαν νὰ ἔρθουν ἀλλὰ πήγαινε καὶ ἔλεγε κάθε μέρα στὴν εἰκόνα: «ἀφοῦ ξέρεις πὼς δὲν ἀπογοητεύομαι ἀλλὰ θὰ σοῦ τὸ λέω κάθε μέρα μέχρι νὰ ’ρθουν μόνο μὴ μοῦ τὰ καθυστερεῖς».  Ὅταν ἔληγε ἡ προθεσμία τῶν λογαριασμῶν, ἦρθε μία ἐπιταγὴ 250 εὐρὼ ἀπὸ πρόσωπο ποὺ ζοῦσε στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ἀγαποῦσε.  Πρώτη καὶ τελευταία φορὰ τότε, τῆς ἔστειλε χρήματα.  Ἔτσι, ἐξαρτημένη πάντα ἀπὸ τὴν μέριμνα τοῦ Θεοῦ, περνοῦσε χωρὶς ἄγχος, ἤρεμη καὶ χαρούμενη τὴ ζωή της…

Ἕνα θὰ σὲ πῶ γιὰ νὰ δεῖτε πόσο ἀγαποῦσε τοὺς ἀνθρώπους.

Περίμενε κάθε μέρα τὰ ξημερώματα 5 π.μ. τὸ σκουπιδιάρικο γιὰ νὰ φιλέψει μὲ γλυκίσματα καὶ κουλούρια τοὺς ἐργάτες.  Ἔλεγε: «τὰ καημένα τὰ παιδιά!  Τίμια, εὐλογημένα.  Βουτηγμένα στὴ βρωμιὰ γιὰ νὰ βγάλουνε τὸ ψωμάκι τοῦ σπιτιοῦ τους».  Κι αὐτὰ τὴν ἀγαπήσανε πολύ!  Ἕνα τὸν ἔκανε γιό της.  Ἀπὸ τὴ Γαλιὰ εἶναι.  Τὸν ὁδήγησε στὸ γάμο, στὴν ἐξομολόγηση, τὸν ἔκανε ζωντανὸ χριστιανό.

Ὅταν ἔπεσε τὸ παιδί του σὲ ἀσβεστόλακκο καὶ καήκανε τὰ ματάκια του, τῆς τὸ εἶπε ἀπελπισμένος.  Τοῦ ’δωσε θάρρος ἐκείνη καὶ τοῦ ’πε νὰ μὴ φοβᾶται καὶ ὅτι τὸ παιδὶ θὰ γίνει καλά.  Ὅπως πρίν.  Ὄντως ἔγινε ὅπως πρὶν μὲ θαῦμα τῆς προσευχῆς της.  Οἱ γονέοι του ἔχουνε νὰ τὸ λένε…

Σὲ ὅλους ἔδινε ξύλινο σταυρὸ καὶ κρεμούσανε στὸ λαιμό τους.  Δὲν ἤθελε κανεὶς νὰ μὴν μείνει χωρὶς σταυρό.  Ἔλεγε πὼς ὁ σταυρὸς εἶναι ἀσπίδα καὶ ταυτότητά μας.  Μία ἐποχὴ ἐφοδίασε ὅλο τὸ χωριὸ καὶ κάθε ἐπισκέπτη μὲ φωτοτυπημένους καὶ ὡραία φτιαγμένους τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας!  Θεωροῦσε τοὺς χαιρετισμοὺς τὴν πιὸ δυνατὴ προσευχὴ στὴν Παναγία!  Νὰ τοὺς διαβάζετε μὲ εὐλάβεια ἔλεγε, καὶ μετὰ νὰ λέτε στὴν Παναγία τὰ προβλήματά σας.

Μάθαμε ὅτι τροφοδοτοῦσε ὅλους τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες τοῦ χωριοῦ.

Ὅσο ζοῦσε καὶ στεκόταν στὰ πόδια της γινόταν αὐτό.  Ἕνας μὲ μία διανοητικὴ διαταραχὴ ἦταν ἄμεσα προστατευόμενος ἀπ’ αὐτήν.  Ἀγαποῦσε πολύ, ἔλιωνε γιὰ ἀνθρώπους μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες.  Τοὺς ἀποκαλοῦσε «ἐπίλεκτο στράτευμα τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ».

Ἐδῶ, ἔλεγε, οἱ κυβερνῆτες ποὺ κάνουν καὶ λάθη, τιμοῦν μὲ παράσημα καὶ συντάξεις ὅσους τραυματίστηκαν σὲ πολέμους.  Φαντάσου, ἔλεγε, τί θὰ κάνει τὸ κυβερνεῖο τοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅσους ἦρθαν τραυματισμένοι στὸν κόσμο!  Αἱμορραγοῦσε ἡ καρδιὰ της ὅταν ἔβλεπε κάποιον νὰ ἐμπαίζει τέτοια ἄτομα…

Τὴν διόραση καὶ τὴν προόρασή της τὰ εἴχατε ἀντιληφθεῖ ἐσεῖς;

Ἄκου τί λέει!  Κυρίως ἐμεῖς οἱ κοντινοί της τὰ ζήσαμε αὐτά.  Δὲν ξεφεύγαμε ἀπὸ τίποτα.  Ἤξερε κάθε λεπτομέρεια γιὰ τὴ ζωή μας.  Καταλάβαινε κάθε ἐπισκέπτη.  Ἀκόμη καὶ τοὺς λογισμούς του, τὶς σκέψεις του.  Δὲν ἔλεγε ὅμως τίποτα.  Ὅσο ἦταν ὑγιὴς στὰ πόδια της, ἐλάχιστα μίλησε φανερὰ νὰ ἐλέγξει κάποιον.  Τὸ ἔκανε πλάγια, εὐγενικὰ καὶ καταλαβαίνανε οἱ ἄνθρωποι.  Κάποιες φορὲς τὸ ἔκανε καὶ δυναμικά.  Πάντα ὅμως μὲ ἀγάπη.  Προσευχὴ κυρίως ἔκανε καὶ ἔτσι βοηθοῦσε τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων.  Ἔλεγε: «ὁ διάβολος χαίρεται νὰ ξεσκεπάζει καὶ νὰ διαπομπεύει τὰ κρυφὰ τῶν ἄλλων.  Ὁ Θεὸς δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ποτέ…».  Τώρα ποὺ ἦταν στὸ κρεβάτι καὶ δὲν καταλάβαινε ἐγκεφαλικά, ὅ,τι ἔβλεπε αὐτὸ καὶ ἔλεγε.  Καὶ πάλι διακριτικὰ καὶ μὲ ἀγάπη.  Συνήθως καταλάβαινε, μόνο ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν.  Σὲ περιπτώσεις ἐγωιστικές, μιλοῦσε φανερὰ μπροστὰ σὲ ὅλους μας…  ἔχουμε ἄπειρα περιστατικά.  Δὲν ὑπῆρχε μέρα νὰ μὴ ζήσουμε τέτοιες ἐκπλήξεις ἀπὸ τὴν Γερόντισσα…  Θυμᾶμαι, μία φορὰ μὲ τί πόνο καὶ μὲ πόση ἀγάπη, προσπάθησε νὰ νουθετήσει μία νιόπαντρη μὲ παιδιά, ποὺ ἀπατοῦσε τὸν ἄνδρα της.  Τὴν δεχόταν πολὺ καιρὸ μὲ ἀγάπη.  Τῆς μιλοῦσε πλάγια καὶ δὲν ἤθελε μᾶλλον ἐκείνη ἡ κοπελιὰ νὰ καταλάβει.  Μία μέρα τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔβαλε στὸ δωμάτιό της.  Πῆρε καὶ μένα γιὰ μάρτυρα μᾶλλον, γιὰ νὰ μὴ λέει μετὰ ἢ ἄλλη, ὅ,τι τῆς κατέβαινε στὴν κεφαλή, ὅτι τῆς εἶπε τἄχα ἡ Γερόντισσα.  Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ τῆς εἶπε:  «σὲ παρακαλῶ παιδί μου πάψε νὰ ἀπατᾶς τὸν ἄνδρα σου.  Τὸ κάνεις ἀπὸ τὸν τρίτο μήνα τοῦ γάμου σου.  Ἕσφιξες τὸ χέρι συνθηματικὰ ἑνὸς ἄλλου πάνω στὸ χορὸ καὶ ξεκίνησε τὸ κακό.  Μετανόησε παιδί μου!  Τὰ καλύτερα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὰ μετανοημένα.  Αὐτὰ ποὺ γλυκάθηκαν στὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ ἔκαναν ἀγώνα καὶ τὴν σιχάθηκαν…».  Ἔπειτα γονάτισε καὶ τῆς εἶπε μὲ δάκρυα: «ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις ἔχω κάνει πιὸ πολλὲς ἁμαρτίες ἀπὸ ἐσένα.  Ὅμως, μετανοῶ κάθε μέρα καὶ ἔχω ἐλπίδα καὶ χαρὰ μέσα μου πὼς θὰ μὲ δεχθεῖ ὁ Χριστός!  Μετανόησε κι ἐσὺ καὶ θὰ ζεῖς ὄμορφα, παράδεισο θὰ ζήσεις… δὲν κοροϊδεύεις μόνο τὸν ἄνδρα σου.  Τὸ Θεὸ κοροϊδεύεις.  Θὰ ὑποφέρουνε τὰ παιδιά σου…».  Ἡ πιὸ καθαρή, ἔλεγε ὅτι ἦταν ἁμαρτωλότερη ἀπὸ τὴν μοιχεύουσα, γιὰ νὰ τὴν ἐνθαρρύνει.  Ἡ γυναίκα ἐκείνη, λίγο σοκαρίστηκε, ἔφυγε καὶ δὲν ἤξερε ποῦ πατοῦσε, ἀλλὰ δὲν ξανάρθε.  Δυστυχῶς δὲν μετανόησε.  Μακάρι τώρα νὰ ἀλλάξει μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Γερόντισσας.

Θὰ σᾶς κάνω τώρα μία δύσκολη ἐρώτηση.  Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔκανε δύσκολες «χειρουργικὲς» ἐπεμβάσεις καὶ ἐσεῖς ἤσασταν ἡ βοηθός της;

(Γέλασε) ἂν εἶναι ἀλήθεια;  Καθημερινὸ ἔργο!  Ἐρχόταν ἄνθρωποι μὲ διάφορες ἀρρώστιες.  Ἔβλεπε ἀμέσως τί εἶχαν.

Ἔπαιρνε τὸ σταυρὸ καὶ τοὺς γονάτιζε στὸ κρεβάτι της μπροστά.  Σταύρωνε ἀμέσως ἐκεῖ ποὺ εἶχαν τὸ πρόβλημα.  Δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς πεῖ κανεὶς τίποτα.  Συνήθως ὅταν εἶχαν κάποιο ὄγκο ἢ κύστες στὸ κεφάλι, βοηθοῦσα κι ἐγώ…!  ἔσερνε τὰ μαλλιὰ τους γιατί κάτι ἔβλεπε ὅτι ἔβγαζε.  Μοῦ ’λεγε:  «σέρνε κι ἐσὺ Ριρίκα».  Ἔσερνα κι ἐγὼ λίγο.  Κάποιες φορὲς μὲ ἔβαζε καὶ ἔκοβα λίγα μαλλιά.  Μετὰ ἀνακουφιζότανε ἀπὸ τὴν διαδικασία καὶ ἔλεγε: «ἐντάξει εἶσαι ἐδά»!  Ὅλοι θεραπευόντουσαν.

Θυμᾶμαι ἕνα νεαρὸ ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο ποὺ ἔχασε τὸ μάτι του.  Τὸν σταύρωνε πάνω ἀπὸ μισὴ ὥρα καὶ κάτι ἔβγαινε γύρω γύρω ἀπὸ τὸ μάτι ποὺ ἐμεῖς δὲν βλέπαμε.  Ὅταν τελείωσε, τοῦ εἶπε: «πήγαινε τώρα νὰ κοιμηθεῖς 4 ὧρες καὶ εἶσαι ἐντάξει».  Ὄντως κοιμήθηκε 4 ὧρες.  Ξύπνησε καὶ ἔβλεπε.  Πῆγε στὸ νοσοκομεῖο γιὰ ἔλεγχο καὶ οἱ γιατροὶ ἐσοκαριστήκανε ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ εἴδανε.  Ἦρθε πάλι ἕνας Ἕλληνας μεγαλογιατρὸς ἀπὸ τὴν Βοστώνη τῆς Ἀμερικῆς.  Ὑπέφερε ἀπὸ ἕνα νευρολογικὸ αὐτοάνοσο.  Ὑπέφερε ἡ ἀριστερὴ πλευρά του καὶ τὸν ἐμπόδιζε στὴ δουλειά του.  Ἔκανε «ἐπέμβαση» καὶ σ’ αὐτὸν καὶ ἔγινε καλά.  Ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο ποὺ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του εἶχε ἀνάπηρο τὸ χεράκι, τὸ σταύρωσε καὶ κίνησε ἀμέσως τὸ χέρι του.  Ἐνθουσιασμένοι οἱ δικοί του παιδιοῦ, τὸ διαδώσανε στὸ Ρέθυμνο καὶ θυμοῦμαι πὼς ἦρθε μετὰ ποῦλμαν ὁλόκληρο νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ.  Ὁ π. Ἀντώνιος ὅμως τοὺς ἐμπόδισε νὰ μποῦν μέσα…

Σὲ σᾶς προσωπικὰ εἶχε κάνει κάτι μὲ θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα;

Συνέχεια!  Νὰ πῶ δύο περιστατικά.  Ὅταν ἔπεσε στὸ κρεβάτι, μοῦ παρουσιάστηκε ὀξὺ πρόβλημα στὸ δεξὶ ὦμο.  Παρουσίασα ἄκανθα, ποὺ πλήγωνε τὴν σάρκα γύρω γύρω καὶ εἶχα ἀφόρητους πόνους καὶ ἐσωτερικὴ αἱμορραγία.  Μοῦ κάνανε δύο φορὲς παρακέντηση γιὰ νὰ βγεῖ τὸ αἷμα, μοῦ ἀκινητοποιήσανε τὸ χέρι, ἔπινα φάρμακα ἀλλὰ τίποτα.  Εἶχα ἀπογοητευθεῖ.  Ἐκείνη δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀκούσει καὶ νὰ καταλάβει.  Ὅμως κατάλαβε μὲ ἄλλο τρόπο.  Ἕνα πρωινό μοῦ φώναξε καὶ μοῦ εἶπε: «νά… πάρε τὸν ξύλινο σταυρὸ ποὺ φορῶ καὶ βάλετονε πάνω σου.  Νὰ τόνε φορεῖς μέχρι νὰ φύγει τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ χέρι σου.  Μετὰ θὰ μοῦ τόνε ξαναδώσεις…».  Ἐγὼ θαύμασα ποὺ κατάλαβε τὸ πρόβλημά μου καὶ ἔβαλα τὸ σταυρό.  Ἀμέσως ἀνακουφίστηκα.  Σὲ μία ἑβδομάδα δὲν εἶχα τίποτα.  Δὲν τολμοῦσα ὅμως νὰ βγάλω τὸ σταυρὸ ἀπὸ πάνω μου.  Ἐκείνη ξαφνικά μοῦ εἶπε, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό: «νὰ τόνε φορεῖς πάντα!  Ἐγὼ θὰ βάλω ἄλλο σταυρό».  Ἔτσι, μοῦ ἔμεινε ὁ σταυρός της.

Τώρα τελευταία εἶχα κατεστραμμένο τὸ δεξὶ γόνατο.  Πόνους ἀφόρητους.  Ἕνα δικό μας παιδί, ὁ Γιώργης ὁ Κακουλάκης, μοῦ ἔφερε τὰ ἀποτελέσματα τῶν τελευταίων ἐξετάσεων ἀπὸ τὸ ΠΑΓΝΗ.  Τὸ πόρισμα ἔλεγε «ἄμεσα ἐγχείρηση».  Φοβόμουνα τὴν ἐπέμβαση ἀλλὰ δὲν μποροῦσα καὶ νὰ περπατήσω.  Μία μέρα καθόμουνα δίπλα στὸ κρεβάτι της.  Σὰν ἀστραπὴ βγάζει τὸ χέρι της, σταυρώνει τὸ γόνατό μου καὶ μετὰ κάτι τράβηξε ἀπὸ τὸ γόνατο καὶ τὸ πέταξε… ἔκανε τέτοιες κινήσεις.  Σᾶς πληροφορῶ ὅτι ἔκτοτε, πιὸ πολὺ πονεῖ τὸ ἀριστερό μου γόνατο ποὺ ἤτανε γερό, παρὰ τὸ δεξί.  Ἀποκαταστάθηκε, δόξα τῷ Θεῶ, τὸ πρόβλημά μου…

Οἱ χωριανοὶ ἐκεῖ, εἶχαν καταλάβει τὸ πνευματικό της μέγεθος;

Τὴν ἀγαποῦσε ὅλο τὸ χωριὸ γιατί κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τῆς καταμαρτυρήσει τὸ παραμικρό!  Δὲν μποροῦσαν βέβαια νὰ καταλάβουν τὸ βάθος ποὺ εἶχε.  Δὲν ἔζησαν ὅσα ζούσαμε καὶ βλέπαμε ἐμεῖς κάθε μέρα.  Δικαιολογημένα οἱ ἄνθρωποι.  Λίγοι τὴν κακολόγησαν.  Ἐκείνη καταλάβαινε ὅταν ἦταν κατάκοιτη τὶς διαθέσεις ὁρισμένων καὶ ἔλεγε: «μὰ τί ἔκανα σὲ ὁρισμένους καὶ μὲ κακολογοῦν καὶ μὲ λένε ψευτοαγία;  Ἐγὼ εἶμαι ἁγία; Πότε ἔκανα ἐγὼ τὴν ἁγία; Ἄκου κάνω τὴν ἁγία…!  Ὄχι ἁγία!  Ἀγρία εἶμαι!  Χειρότερη ἀπ’ ὅλους…!».

Εἴχατε δεῖ ποτὲ τὴν Γερόντισσα σὲ στιγμὲς ἱερές, προσευχητικῆς ἀνάτασης καὶ ἁρπαγῆς;

Κάθε μέρα!  Κάθε πρωὶ ἔπρεπε μὲ πολὺ εὐλάβεια νὰ περιμένω νὰ περάσει ἀπὸ ὅλες τὶς εἰκόνες.  Προσκυνοῦσε καὶ κουβέντιαζε στοὺς Ἁγίους.  Μετὰ ἔπαιρνε ἕνα δίφυλλο εἰκόνισμα καὶ περνοῦσε τὸ ΠΙ ποὺ κρατοῦσε ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀκουμπᾶνε οἱ δαίμονες.  Τοὺς ἔβλεπε ποὺ τὴν πείραζαν καὶ ἤθελαν νὰ τὴν ρίξουν.  Σταύρωνε τὸ κρεβάτι της μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ παπποῦ της καὶ ὅλα τὰ βασικὰ σημεῖα τοῦ σπιτιοῦ.  Ἀκουμποῦσε τὸ κεφάλι πάνω στὸ τραπέζι τοῦ μεσαίου δωματίου καὶ ἄκουε μὲ πολλὰ δάκρυα τὸν ἀπόστολο καὶ τὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ραδιόφωνο.  Εἰδικὰ ὅταν ἔλεγε γιὰ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο ξεσποῦσε σὲ λυγμούς: «Στεφανιό μου, Στεφανιό μου, Στεφανιό μου».  Εἶχε δεῖ ζωντανὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα.  Τὴν συγκλόνιζε ὁ λιθοβολισμὸς τοῦ Στεφάνου καὶ μᾶς περιέγραφε μὲ κλάματα κάθε λεπτομέρεια…  Ἡ ἀδελφή της ἡ μακαρίτισσα ἡ Λιλίκα ποὺ ἐρχότανε κάπου κάπου ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο καὶ ἔμενε μαζί της, μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε λίγο, ἀκόμη καὶ τὴν νύχτα, ἀνέβαινε «σὰν τὸν ἀτσέλεγα» (σπουργίτι) πάνω σὲ μία καρέκλα, ἐνῶ εἶχε φοβερὰ μυοσκελετικὰ προβλήματα καὶ φιλοῦσε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.  Ὀχτὼ φορές, ἔλεγε ἡ Λιλίκα, τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τοῦ ἔλεγε: «ἀγάπη μου, ἔρωτά μου, φῶς μου, ἀναπνοή μου…» κ.α.

Ἀγαποῦσε πολὺ μία εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Μεθοδίου τῆς Νιβρύτου.  Εἶναι τοπικός μας Ἅγιος.  Τὸ τί φιλιὰ τοῦ ἔκανε κάθε πρωί, δὲν λέγεται…  Κάποτε τὰ μέτρησα.  120 φορὲς τὸν ἀσπάστηκε καὶ μοῦ ξεφύγανε καὶ κάποιοι ἀσπασμοὶ καὶ δὲν πρόλαβα νὰ τοὺς μετρήσω.  Τὴν ρώτησα γιατί τὸν ἀγαπᾶ τόσο πολύ.  Μοῦ ἀπάντησε: «γιατί μοῦ εἶπε πὼς εἶναι Ρεθεμνιώτης»!  Αὐτὴ τὴν εἰκόνα, τὴν χιλιοπροσκυνημένη καὶ πολυμουσκεμένη ἀπὸ τὰ δάκρυά της, τὴν ἔχει τώρα ὁ Δεσπότης τῆς Μόρφου.  Κάθε μεσημέρι ἔκανε μία δική της ὑπέροχη προσευχὴ δοξολογίας στὸ Θεό.  Ὑπάρχει ἠχογραφημένη.  Λέει πολλά.  Πρὶν τὸ φαγητό, πήγαινε καὶ προσκυνοῦσε τὶς πολλὲς εἰκόνες ποὺ ἦταν κολλημένες στὸ ψυγεῖο της.  Ἐκεῖ συνομιλοῦσε συνήθως μὲ τὸν Ἄη Γιώργη… Ἔβλεπε τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς περιέγραφε μὲ κάθε λεπτομέρεια.  Εἰδικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ποὺ ἦταν τελείως κοπελάκι στὴν καρδιὰ καὶ δὲν καταλάβαινε ὅτι τὴν θαυμάζαμε.  Εἰδικὰ παρίστανε τὸ ἄλογο τοῦ Ἄη Γιώργη. «Ἀνεβαίνω -ἔλεγε-σ’ αὐτὸ καὶ μὲ γυρίζει, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ σᾶς μεταφέρω εἰκόνες καὶ φωτογραφίες ἀπὸ τοὺς μυστηριώδεις κόσμους ποὺ μὲ πάει…»

Σᾶς εἶχε πεῖ κάτι ἀπὸ τὴν πάλη της μὲ τοὺς δαίμονες;

Μόνο γι’ αὐτὰ πρέπει νὰ γραφτεῖ ἕνα βιβλίο.  Φρικιαστικὰ πράγματα.  Ὁλόρθα τὰ μαλλιά τους, ὅπως τὰ κάνουνε τώρα οἱ νεαροί, καρφάκια.  Ὅταν ἔβλεπε κάποιο νεαρὸ μὲ καρφάκια μαλλιά, τὸν πήγαινε στὸν νιπτήρα καὶ τὸν ἔπλυνε.  Τοῦ τὰ χαλοῦσε ἐπειδὴ ἐμφανιζόταν ἔτσι οἱ δαίμονες.  Εἶχαν σκουλαρίκια στὴ μύτη, στὴ γλώσσα, στὸ φάλι (ὀμφαλὸ) καὶ ζωγραφιὲς παντοῦ (τατουάζ).  Ὅ,τι μόδα κυκλοφορεῖ σήμερο ἢ πρόκειται νὰ ’ρθει, τὸ ’βλεπε πάνω τους. Τὰ δάκτυλα τους ἦταν μακρόστενα σὰν τὸ πόμολο τῆς πόρτας. Γι΄ αὐτὸ πόμολο δὲν ἀκουμποῦσε ποτέ… Τὰ ὑπόλοιπα δὲν τὰ περιγράφω γιὰ νὰ μὴν φοβηθοῦνε ὅσοι τὰ ἀκούσουνε…

Τὴν πείραξαν ποτέ;

Μόνο ἕνα βράδυ ποὺ σηκώθηκε, τὴν ἔβαλαν κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι.  Ἦταν 3 π.μ.  Ἐκείνη τράβηξε τὸ καλώδιο τοῦ τηλεφώνου καὶ ἔπεσε ἀπὸ μία πλαϊνὴ καρέκλα ἡ συσκευή.  Θυμόταν τὸ τηλέφωνό μου καὶ μοῦ τηλεφώνησε.  Πῆγα ἀμέσως, ξεκλείδωσα καὶ τὴν σήκωσα.  Ὅταν καθόταν εἰδικὰ τὴν νύχτα νὰ διαβάσει κάτι, πήγαιναν καὶ ἀρποῦσαν τὴν καρέκλα καὶ τὴν γύριζαν γύρω γύρω.  Αὐτὴ γελοῦσε καὶ τοὺς κορόιδευε.  Τοὺς ἔλεγε: «ἀφοῦ δὲν ἔχετε ἐξουσία νὰ μὲ ρίξετε, ἦντα μαυροκακομοίρηδες κουράζεστε».  Αὐτοὶ δὲν ἀντέχανε καὶ φεύγανε ἀμέσως…

Ἐκτὸς τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ μᾶς διηγηθήκατε, τί ἄλλο θυμόσαστε τὴν περίοδο ποὺ ἦταν κατάκοιτη;

Ἐνῶ δὲν ἄκουε τίποτα καὶ δὲν συγκρατοῦσε τίποτα τὸ μυαλό της, μόλις λέγαμε κάτι ποὺ ἦταν κατάκριση ἢ κάτι ἐπαινετικὸ γι’ αὐτήν, ἀμέσως μᾶς διέκοπτε μὲ πολλὴ αὐστηρότητα. Τώρα τελευταῖα, ὁ Χρῆστος ὁ Λενιδάκης μιλοῦσε γι’ αὐτὴν σὲ ἄλλο δωμάτιο.  Οὔτε τὸν ἔβλεπε, οὔτε ἄκουε τίποτα.  Φώναξε ὅμως: «αὐτὸς ποὺ μιλάει μέσα γιὰ μένα νὰ σταματήσει ἀμέσως».  Ἀκόμη καὶ τὶς τελευταῖες μέρες ποὺ ἦταν στὸ παθολογικό τοῦ Βενιζέλειου, κάτι εἶπαν δύο δικές μας κοπελιὲς ποὺ τὴν συνόδευαν ποὺ δὲν τῆς ἄρεσε.  Ἐνῶ ἦταν σὲ λήθαργο, ἀμέσως ἄνοιξε τὰ μάτια, τὶς κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τοὺς ἔκανε νόημα νὰ σωπάσουν.  Ἀμέσως μετὰ ξαναβυθίστηκε…  Δὲν γεύτηκε ποτὲ κατάκριση...!

Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σᾶς μένει ἀξέχαστο;

Τὰ πάντα, ἀλλὰ κυρίως ὅταν ἔφερε ἕνας Ἀρχιμανδρίτης – Ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὴν ἀπάνω Ἑλλάδα μία δαιμονισμένη κοπέλα.  Ἐτσίριζε μὲ βραχνὴ ἀνδρικὴ φωνὴ ὁ δαίμονας.  Τὸ τί ἔγινε δὲν περιγράφεται!  Πῆγα μὲ τὸ θυμιατὸ πίσω ἀπὸ τὴν κοπελιὰ καὶ χωρὶς νὰ μὲ δεῖ, μοῦ ’δωσε μία κλωτσιὰ καὶ κόντεψε νὰ μὲ σκοτώσει.  Πανικὸς σὲ ὅσους βρέθηκαν στὸ σπίτι. Φώναζε καὶ τὸ ὄνομα ἑνὸς θρησκόληπτου ἀπὸ τὴν περιοχή μας ποὺ μισεῖ τὴν Γερόντισσα καὶ μπαίνει μὲ ψεύτικα ὀνόματα στὰ ἰντερνέτια καὶ ἀνεβάζει συνέχεια ἐναντίον της μία ἐγκύκλιο γιὰ τὶς προφητεῖες!  Ποῦ ἤξερε ἡ κοπελιὰ ἀπὸ τὴν Πάτρα ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ δαίμονας;  Ἡ Γερόντισσα ἀπάντησε στὸ δαιμόνιο: «μὴ μοῦ φωνάζεις μωρὲ μαϊμούνι, γιατί θὰ γυρίσω τὴ χέρα μου καὶ θὰ σοῦ δώσω ἕνα χαστούκι καὶ θὰ δεῖς τὸν κόσμο ἀνάποδα»!  Δὲν θὰ ξεχάσω τὰ μάτια τῆς κοπέλας.  Δὲν εἴχανε χρῶμα.  Ἦταν κατακόκκινα.  Ὅταν σταμάτησε τὸ δαιμόνιο νὰ τὴν πειράζει, εἶπε στὴν κοπέλα ἡ Γερόντισσα: «ἔλα νὰ σοῦ πῶ παιδί μου πῶς μπῆκε μέσα σου τὸ μαϊμούνι…».  Ἄρχισε νὰ τῆς λέει, ὅτι μία φθονερὴ γειτόνισσά της, ὅταν ἦταν παιδάκι, μάγεψε μία κούκλα καὶ τῆς τὴν ἔδωσε νὰ τὴν παίξει… καὶ πολλὰ ἄλλα τῆς εἶπε γύρω ἀπὸ τὴν περιπέτειά της.  Ἡ κοπέλα ἔφυγε ὑγιής.  Ἐγὼ δὲν θὰ ξεχάσω τὰ μάτια της.  Μετὰ ἦταν ἤρεμη, καλοσυνάτη καὶ πολὺ καλοχάρη κοπέλα…

Εἶχε πεῖ προφητεῖες γιὰ τὸ μέλλον;

Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔχει πεῖ ἔχουνε βγεῖ.  Ὅπως ὁ κορωνοϊός, ἡ συμφωνία τῶν Τούρκων μὲ τὴ Λιβύη κ.ἄ.  Εἶχε πεῖ στὰ καλά της ἐλάχιστα.  Δὲν ἤθελε νὰ μᾶς τρομάζει.  Τώρα τελευταῖα, ἔχω ἀκούσει συγκλονιστικὲς λεπτομέρειες.  Δὲν θέλει ὅμως ὁ πάτερ Ἀντώνιος νὰ μιλοῦμε γι’ αὐτά.

Τί σᾶς συγκίνησε περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ περιστατικὰ ποὺ ζήσατε ἐκεῖ;

Ὅλα ἤτανε συγκινητικὰ καὶ διδακτικά.  Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν περίπτωση μίας πονεμένης μάνας ποὺ ἔχασε ξαφνικὰ 30 χρονῶν τὸ γιό της.  Πόνος ἀβάσταχτος.  Ἦρθε μὲ μοναχὲς ἀπὸ τὴν Καλυβιανὴ τὸν πρῶτο χρόνο ποὺ ἔπεσε στὸ κρεβάτι.  Μόλις τὴν εἶδε, τῆς ἔκανε νόημα νὰ πάει κοντά της.  Τὴν ἀγκάλιασε, τὴ φίλησε καὶ τῆς εἶπε: «μὴ κλαῖς παιδί μου!  Ὁ ὄμορφός σου εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὶς ὀμορφιὲς τοῦ Θεοῦ!  Κι ἐσύ, ὅ,τι ἐχρωστοῦσες σὲ τοῦτο τὸν κόσμο τὸ ξεπλήρωσες».  Τῆς εἶπε κι ἄλλα.  Τὸ πόσο ἀλαφρωμένη καὶ χαρούμενη ἔφυγε ἡ γυναίκα δὲν λέγεται…  Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες ξανάρθε.  Τῆς εἶπε φωναχτὰ στὸ αὐτὶ γιατί τότε ἄκουε ἕνα ἐλάχιστο: «Γερόντισσα, ξέρω πὼς ὁ ὄμορφός μου ζεῖ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ!  Ὅμως μοῦ λείπει πολύ! Τὸν ἀναζητῶ.  Βοήθησέ με».  Ἡ Γερόντισσα, ποὺ δὲν θυμότανε κανένα τὸ ἑπόμενο δευτερόλεπτο, τῆς ἀπάντησε σοβαρά: «θὰ σοῦ τόνε φέρω παιδί μου νὰ τόνε δεῖς».  Ἡ γυναίκα ἔφυγε χωρὶς νὰ σπουδαιολογήσει τὰ λόγια της Γερόντισσας.  Τὸ ἴδιο μεσημέρι ξάπλωσε νὰ ξεκουραστεῖ.  Ἐνῶ εἶχε γυρίσει στὸ πλάι καὶ δὲν τὴν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος, αἰσθάνθηκε κάποιον νὰ τὴν ἀγκαλιάζει.  Θεώρησε ὅτι ἦταν κάποιο ἀπὸ τὰ μικρὰ ἐγγόνια της ποὺ εἶχε στὸ σπίτι.  Φώναξε ἀλλὰ διαπίστωσε πὼς ἦταν στὸ δωμάτιό τους.  Γυρίζει πλευρὸ καὶ τί νὰ δεῖ!  Τὸν γιό της!  Πιὸ πολὺ ὄμορφο, ὁλοζώντανο, χαμογελαστό!  «παιδί μου ἐσύ;» εἶπε μὲ φωνὴ ποὺ δὲν ἔβγαινε.  Τῆς ἀπάντησε μὲ ἄλλο τρόπο, στὴν ψυχὴ «Γαλακτία» καὶ ἔφυγε….

Φανταστεῖτε τί δύναμη, τί παρηγοριὰ πῆρε ἡ μάνα ἐκείνη.  Τὰ πρόσωπα ποὺ ἔπαιρναν πιὸ πολὺ στοργὴ καὶ ἐνδιαφέρον ἀπὸ ἐκείνη ἦταν τὰ κάθε λογῆς σημαδεμένα ἄτομα, οἱ πονεμένοι καὶ τὰ παιδιά!  Μὲ τὰ παιδιὰ ἦταν οἱ καλύτεροι φίλοι.  Θέλω πολλὲς ὧρες νὰ σὲ παραστήσω ἱστορίες καὶ περιστατικὰ μὲ μικρὰ κοπέλια.  Κι αὐτὰ ὅμως τρελαινότανε γι’ αὐτή.  Καὶ τὰ πιὸ ζωηρὰ τὴν ἐπλησιάζανε, πέφτανε στὴν ἀγκαλιά της, γινότανε ἀρνάκια κοντά της…

Πῶς ἦταν ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς της;

Εἶχε ἀγωνία νὰ φύγει.  Νὰ πάει στὸ σπίτι της.  Συνέχεια μοῦ ἔλεγε: «δῶσε μου παιδί μου τὰ παπούτσια μου νὰ φύγω.  Σὲ ὁλονῶ τὰ σπίτια πάω.  Νὰ μὴν πάω ἐπιτέλους καὶ στὸ δικό μου;».  Εἶχε συνήθως τὰ μάτια στραμμένα στὸν οὐρανὸ καὶ σήκωνε, ὅσο μποροῦσε τὰ χέρια, σὲ στάση προσευχῆς.  Ἔλεγε μὲ δέος: «Παναγία μου πρόφταξε στὸν κόσμο!  Φόβος καὶ τρόμος..!».  Δὲν ξέραμε τί ἐννοοῦσε.  Τὰ ὑπόλοιπα τῆς τελευταίας περιόδου τὰ ἔχει γράψει ὁ π. Ἀντώνιος.

Τώρα τὴν νοιώθετε κοντά σας;

Συνέχεια!  Πιὸ πολὺ ἀπὸ πρίν!  Νοιώθω ἠρεμία, γαλήνη, δύναμη.  Κάπου κάπου, πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, μυρίζω μία στιγμιαία εὐωδία.  Ξέρω ὅτι εἶναι αὐτή.  Ξέρω τί σᾶς λέω.  Οὔτε παραισθήσεις ἔχω, οὔτε ψέματα λέω.  Λέω ὅ,τι νοιώθω μὲ σιγουριά.

Θὰ μᾶς πεῖτε ἕνα τελευταῖο λόγο;

Ἀξιώθηκα νὰ δῶ πῶς ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος γίνεται μεγάλος Ἅγιος.  Νὰ εὔχεστε νὰ ἀξιωθῶ κι ἐγώ, τουλάχιστον τοῦ παραδείσου.  Τὴν εὐχή της νὰ ἔχετε. 

ΠΗΓΗ: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΟΡΦΟΥ