ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΠΟΥ ΕΒΓΑΙΝΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ!

 Η Γερόντισσα Λαμπρινή που έβγαινε έξω από το σώμα της

Η κυρία Βασιλική Τζουρμανά από το Κομμένο Άρτας μαρτυρεί:

«Άκουσα σε μια Εκκλησία της Άρτας για πρώτη φορά να συζητούν για την Λαμπρινή και τα πνευματικά της χαρίσματα και ένιωσα μεγάλη επιθυμία να την γνωρίσω. Με μια συγγένισσά μου που την ήξερε πήγαμε στο φτωχικό σπιτάκι της. Από τότε για σαράντα περίπου χρόνια μέχρι πού έφυγε από την ζωή την ακολουθούσα σχεδόν πάντοτε σε προσκυνήματα, σε αγρυπνίες, σε λειτουργίες που έκανε σε Εκκλησίες και κοιμόμασταν μέσα σ’ αυτές τις νύχτες. 

Η θεία Λαμπρινή προσευχόταν και διάβαζε πολλές ώρες και κοιμόταν ελάχιστα. 

Κάποτε ζήτησα την βοήθειά της. Ο άνδρας μου χαρτόπαιζε και παραμελούσε το σπίτι. Είχαμε φθάσει σε αδιέξοδο. «Μη φοβάσαι», μου είπε, «όλα θα τα τακτοποιήσει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αρκεί να δείξεις πίστη στον Κύριο». 

Μου ζήτησε για σαράντα μέρες να ξυπνώ στις 3 μετά τα μεσάνυχτα και να προσεύχομαι κάνοντας και 40 μετάνοιες. Μου είχε δώσει να διαβάζω κάποιες προσευχές και μου είπε ότι και αυτή θα προσεύχεται για να μας βοηθήσει ο Κύριος. «Πράγματι έκανα όπως μου είπε η θεία Λαμπρινή κρυφά από τον άνδρα μου και μετά τις σαράντα μέρες ξαφνικά όλα άλλαξαν. Ο άνδρας μου δεν ξανάπαιξε χαρτιά, ασχολούνταν με τα κτήματα και την οικογένεια και τα οικονομικά μας βελτιώθηκαν. 

Κάποτε με τη θεία Λαμπρινή και άλλες γυναίκες κοιμηθήκαμε σε μια Εκκλησία. Αφού τελείωσε τις προσευχές της ξάπλωσε να κοιμηθεί. Εμένα δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Ακούω την θεία Λαμπρινή ενώ κοιμόταν έβγαζε κάτι αναστεναγμούς, σαν να δούλευε και ήταν πολύ κουρασμένη. Αυτό κράτησε για λίγο. Σηκώθηκα και έπιασα τα χέρια της και τα πόδια της. Ήταν σαν να έπιανα έναν πεθαμένο… Κατάλαβα ότι πάλι η θεία Λαμπρινή έφυγε πνευματικά από το σώμα της. Τις πρωινές ώρες την άκουσα πάλι σαν να αγκομαχούσε. «Τώρα θα επέστρεψε», σκέφθηκα. Μόλις ξύπνησε την ρωτάω: «Το βράδυ έφυγες; Που πήγες»; Μου έδωσε την έξης απάντηση: «Πήρα την (τάδε, μια γυναίκα πού ήταν στην παρέα μας) και την παρουσίασα στον Κύριο». 

Κάποια φορά αντιμετώπισα ένα μεγάλο πρόβλημα. Έμεινα για έξι μήνες στο κρεββάτι με δυνατούς πόνους στην μέση μου. Δεν μπορούσα να κουνηθώ και πήγαινα από γιατρό σε γιατρό, αλλά η κατάσταση μου χειροτέρευε. Μια μέρα η θεία Λαμπρινή με επισκέφθηκε στο σπίτι μου. 

«Μην ανησυχείς», μου είπε, «σε λίγο καιρό θα είσαι τελείως καλά». Την ίδια μέρα με πληροφόρησε κάποια γνωστή μου ότι η θεία Λαμπρινή πριν έρθει στο σπίτι μου πήγε στην Εκκλησία του χωριού μου, και γονατιστή για πολλή ώρα προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Κοιμήσεως της Παναγίας, που είναι αφιερωμένη η Εκκλησία. Σε λίγες μέρες με την βοήθεια κάποιου γιατρού περπατούσα κανονικά. Από τότε μέχρι σήμερα για 18 χρόνια δεν είχα την παραμικρή ενόχληση. 

Και μετά την κοίμηση της σε δύσκολες στιγμές της ζωής μου την επικαλούμαι και πάντα με βοηθάει. Είχα ένα καλοκαίρι πονοκεφάλους και ζαλάδες που ίσως οφείλονταν στους καύσωνες. Ξάπλωσα να κοιμηθώ, αφού πρώτα ζήτησα την βοήθεια της. Ήρθε στον ύπνο μου, στάθηκε από πάνω μου και με σκέπασε μ’ ένα σεντόνι. Το πρωί πού σηκώθηκα ήμουν υγιέστατη».

Η κυρία Μαρία Δραγατάκη από την Άρτα αναφέρει: 

«Έμαθα πολλά κοντά στη γιαγιά Λαμπρινή πηγαίνοντας μαζί της στις αμέτρητες ολονυχτίες και στα προσκυνήματα πού οργάνωνε η ίδια. Με αποκαλούσε «παιδί μου» και η λέξη αυτή άγγιζε πραγματικά την ψυχή μου. Είχε υπομονή και άκουγε τα προβλήματα μου και πάντα εύρισκε λύσεις. 

Η ζωή της ήταν αγία και ήταν πολύ ταπεινή. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την βοήθεια της προς την μητέρα μου; Τις προβλέψεις και την προσευχή πού έκανε για τα παιδιά μου; Ή το μεγάλο καλό πού έκανε σε μένα; 

Όταν μετά από ένα βαρύ χειρουργείο έχασα τον ύπνο μου, νιώθοντας απελπισμένη και χαμένη, πήγα μεσάνυχτα στο σπίτι της, ζητώντας βοήθεια και την βρήκα στα γόνατα να προσεύχεται λουσμένη στον ιδρώτα και γύρω της αναμμένα καντήλια και κεριά. Μου είπε: «Παιδί μου, Τι έπαθες απόψε»; 

Σταυρώνοντάς με από τότε ηρέμησα. Να είναι καλά εκεί πού βρίσκεται η γιαγιά Λαμπρινή και να πρεσβεύει για όλους μας». 

Ο Α. Γ. αναφέρει: 

«Γνώριζα την γιαγιά Λαμπρινή από μικρός, γιατί ερχόταν στο σπίτι μας και έβλεπε την κατάκοιτη γιαγιά μου, αλλά την θεωρούσα μια αγράμματη γιαγιά. Άκουσα άλλους να μιλούν με ευλάβεια γι’ αυτήν και όταν γύρισα από το πρώτο προσκύνημα μου στο Άγιον Όρος το 2002, πήγα να την δω και να της δώσω μια ευλογία. Μπαίνοντας στο κελλάκι της ένιωσα σαν να βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα γίγαντα. Συνειδητοποίησα τότε, χωρίς να ξέρω πώς, ότι αυτή η γυναίκα ήταν πολύ ψηλά πνευματικά, τόσο πού δεν μπορούσα να την ατενίσω, αν και σωματικά ήταν μικροκαμωμένη. 

Η συζήτηση μαζί της ήταν μια πνευματική πανδαισία. Τότε κυριαρχούσε το θέμα των ταυτοτήτων που με απασχολούσε έντονα. Η πρώτη κουβέντα που μου είπε, χωρίς να αναφέρω κάτι σχετικό, ήταν: «Δεν πρέπει να πάρουμε τις ταυτότητες με το χάραγμα…»

Στις επόμενες επισκέψεις μου μέχρι την κοίμησή της διαπίστωσα ότι είχε το προορατικό και διορατικό χάρισμα. Μου ανέφερε γεγονότα άγνωστα σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, άλλοτε γεγονότα που αφορούσαν το μέλλον μου και έγιναν, και άλλα για γενικότερα θέματα. Ορισμένες δε φορές ενώ είχα στο νου μου να θέσω μια ερώτηση η μου γεννιόταν μια απορία σε συζήτηση παρουσία και άλλων ανθρώπων, αυτή σταματούσε την συζήτηση, απαντούσε στην ερώτηση που σκεφτόμουν και συνέχιζε την συζήτηση. 

Τον Μάϊο του 2002 πού την είδα μου είπε ότι σε λίγους μήνες θα φύγει. Αλλά όταν με είδε πως στενοχωρήθηκα πολύ, είπε: «Ε, έτσι το λέω, μήνες – χρόνια». Αλλά κοιμήθηκε πράγματι σε λίγους μήνες, τον Οκτώβριο του 2002 και πορεύθηκε η ψυχή της στον Κύριο που τόσο πόθησε από μικρή». 

Την τελευταία Κυριακή που πήγε στην Εκκλησία κοινώνησε και διάβασε την Ευχαριστία στο σπίτι της. Την Δευτέρα άπλωσε όλα τα βιβλία στο κρεββάτι της, διάβαζε από το καθένα λίγο, το σταύρωνε, το ασπαζόταν και το άφηνε στην άκρη. Τρόπον τινά τα αποχαιρετούσε, γιατί τόσα χρόνια αυτά ήταν η καλύτερη συντροφιά της. Την Τρίτη το απόγευμα κάλεσε την κόρη της να κάνουν Παράκληση. 

Τελειώνοντας είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου, πού μου έδωσες να κάνω κι αυτή την Παράκληση. Γιατί μέχρι την Πέμπτη έχω πολλές προσευχές να κάνω ακόμη». Στην ερώτηση της κόρης της τι θα κάνει την Πέμπτη, απάντησε: «Θα πάω για εκεί πού εργάστηκα, αν εργάστηκα καλά…» 

Την Τετάρτη το πρωί ζήτησε να δη τα εγγόνια της. «Αύριο θα φύγω», είπε. Το βράδυ είπε σε μια ανιψιά της: «Τώρα εγώ θα φύγω. Να πας να το πεις εσύ στην Σταθούλα, να μην της κακοφανεί. Παρακαλούσα τον Θεό να με αφήσει να ζήσω, μέχρι να ωριμάσει η Σταθούλα και να καταλάβει τι είναι η άλλη ζωή».

Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε στο κρεββάτι, άνοιξε τα χέρια της και είπε στους παρευρισκομένους: «Ελατέ τώρα, όλοι μαζί, να πάμε στα Ιεροσόλυμα». Τους αγκάλιασε όλους, μετά σταύρωσε το στήθος της, το προσκέφαλο και ξάπλωσε. Τότε η Σταθούλα έβγαλε τους άλλους έξω και μαζί με τον σύζυγο της άναψαν κεράκι και διάβασαν τις προσευχές, όπως ακριβώς της είχε αφήσει εντολή να κάνει η μητέρα της Λαμπρινή. Όταν τελείωσαν τις προσευχές άκουσαν ένα ελαφρύ σσσσς και η Λαμπρινή Βέτσιου ξεψύχησε σαν πουλάκι, στις 17 ‘Οκτωβρίου 2002, ημέρα Πέμπτη. 

Στον τάφο της περνούν και προσκυνούν πολλοί άνθρωποι. Προσεύχονται και αντλούν δύναμη. Κάποια που όσο ζούσε η Λαμπρινή την συμβουλευόταν, ήταν πολύ στενοχωρημένη, γιατί ο σύζυγός της θα έκανε σοβαρή εγχείρηση καρδιάς. Αφού προσκύνησαν τον τάφο της και προσευχήθηκαν, είδε στον ύπνο της την γιαγιά Λαμπρινή που της είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Ο άνδρας σου θα γίνει καλά. Μόνο πριν πας στο νοσοκομείο, θα φτιάξεις πρόσφορο και θα το πας στην Εκκλησία. Πράγματι έκανε το πρόσφορο και όλα πήγαν καλά. 

Αυτή ήταν η Λαμπρινή Βέτσιου. Ασκήτρια με μεγάλες νηστείες, με καθημερινές αγρυπνίες, με συνεχή μελέτη και προσευχή. Αγαπούσε τον Χριστό, μιλούσε συνέχεια γι’ Αυτόν και όλα τα κύτταρα του σώματος της ανέδιναν Χριστό. Βοηθούσε τους ανθρώπους με την χάρη πού είχε. Είδε απ’ αυτή την ζωή τον Παράδεισο και την Κόλαση. Ενώ προσευχόταν ερχόταν ενίοτε ο Χριστός, η Παναγία και άλλοι Άγιοι και συνομιλούσαν. 

Ήξερε τα μελλούμενα και έλεγε ότι μας περιμένουν πολύ δύσκολα χρόνια. Λυπόταν τα μικρά παιδιά και έλεγε: «Αν ήξεραν τι θα περάσουν»!. Αλλά αμέσως συμπλήρωνε: «Έχει ο Θεός. Θα οικονομήσει για τους Χριστιανούς». 

Περισσότερα, έλεγε, δεν την άφηνε ο Χριστός να ειπεί …
Αιωνία ας είναι η μνήμη της… 

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση. Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΗΤΡΟΔΩΡΑ Η ΕΓΚΛΕΙΣΤΗ

 Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη 

Βιογραφικά 

Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.

Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.

Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή. 

Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.

Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.

Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.

Στο ανάστημα ήταν μέτρια και κάπως γεμάτη. Έγερνε προς την αριστερή πλευρά, γιατί είχε πέσει από μια σκάλα και ο σπόνδυλός της έπαθε σοβαρή βλάβη. Για να σταθή όρθια, έπρεπε να ακουμπά το αριστερό χέρι στο γόνατό της. Αλλά παρά την σωματική της αναπηρία έκανε πολλές μετάνοιες. Όταν πονούσε ο σπόνδυλος της, έλεγε: «Πονώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να πονούμε». 

Το τυπικό της

Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».

Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).

Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».

Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση. Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και εγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».

Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.

Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: «Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: «Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».

Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος. Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.

Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».

Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.

Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.

Εμπειρίες χάριτος

Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.

Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.

Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.

Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.

Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “έλα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.

Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε. Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναι». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».

Δοκιμασίες

Είναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.

Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.

Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.

Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.

Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.

Μοναχική κουρά και κοίμηση

Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.

Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά. Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.

Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:

«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.

Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Η ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ

 Η ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ

Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Τριπόταμος Τήνου. Οι γονείς της Νικόλαος και Ελένη Βιδάλη είχαν τρία ακόμη παιδιά. Ή οικογένεια της ήταν αρκετά πλούσια. Είχαν πολλά ελαιόδεντρα του τούς απέδιδαν αρκετά κέρδη από την πώληση τού λαδιού και τών ελαιών. Γι’ αυτό ό πατέρας της ήταν γνωστός με το όνομα Λαδογιάννης. Ή μητέρα της ήταν επίσης από πλούσια οικογένεια. Το 1896 έδωσε 6.000 δραχμές μετρητά, με τα όποια αγόρασε σπίτι στην χώρα για την κόρη της Ειρήνη.

Το κατά κόσμο όνομά της ήταν Ευαγγελία. Ήταν τελειόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου με άριστα, όπως και τά περισσότερα κορίτσια της εποχής. Διακρινόταν για την φιλομάθεια, την ευστροφία, την σοφία και την σεμνότητά της.

 Στο Κεχροβούνι κατοίκησε από 13 χρόνων. Γερόντισσά της ήταν ή μοναχή Θεοφανώ Νικολαΐδου από την Κωνσταντινούπολη, ή όποια και της έδωσε το όνομά της. Ή αγία εκείνη ψυχή -τύπος πραότητας και ανεξικακίας- της μετέδωσε όλη την μοναχική πείρα τών συγχρόνων της μοναχών και τις βάσεις για να προχωρήσει σταθερά την μοναχική της πορεία. Μαζί πέρασαν 30 χρόνια μεστά από αγιασμό, ώσπου ή Γερόντισσά της κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 7 Απριλίου του 1915.

Ή αδελφή Θεοφανώ ήταν ένας άνθρωπος πράος, άκακος, σεμνός και αγαπητός από όλη την αδελφότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο έφτασε ως το αξίωμα της Ηγουμένης όταν διαδέχθηκε την Ηγουμένη Θεοδοσία Καρδίτση μετά το θάνατό της το 1933. Την διαδέχθηκε και κατά τον τρόπο της Αγάπης, της θυσίας, της διακονίας...

Ήταν πολύ ελεήμων. Από το υστέρημα της χώριζε ένα χρηματικό ποσό ή δώρα της αγάπης της, όπως τρόφιμα και ρούχα, τα έκανε δεματάκια και τα έκρυβε στις γλάστρες της αυλής τού κελιού της. Έγνεφε με το δάκτυλο από το μπαλκονάκι της και τα έπαιρναν εκείνοι που περίμεναν την κίνηση της σπλαγχνικής καρδιάς της. Αυτή ή πράξη γινόταν πάντοτε κρυφά αποφεύγοντας επιμελώς να ακούει τις ευχαριστίες των ανθρώπων...

Τα διακονήματά της ήταν ή ψαλτική και ή διακονία στο 'Ιερό Βήμα, μία διακονία πού την προσέφερε με ιδιαίτερη αυταπάρνηση υπομονή και πάντοτε με σιωπή. Για τούς Λειτουργούς τού Ύψιστου έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό. ’Έλεγε χαρακτηριστικά: «Μετά το Ευαγγέλιο ό Ιερέας γίνεται πυρφόρος Άγγελος». Στις ήμερες της κτίσθηκε το παρεκκλήσι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας. Στην ευθύνη της είχε και το εξωκκλήσι τού Αγίου Ίωάννου τού Θεολόγου.

Έτρεφε μεγάλη αγάπη για την Παναγία. Γι’ αυτό και αξιώθηκε πολλές φορές να την δει.

Κάποτε περίμενε στην ουρά μέ τις άλλες αδελφές μέ την στάμνα στο χέρι για να πάρει νερό από το παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατωγιώτισσας και είδε την Παναγία να ξεκόβει από την ουρά των μοναχών και να μπαίνει στο Ναό...

Άλλη φορά είδε την Παναγία σαν κοριτσάκι να προχωρά μέ την πομπή τών Παρθένων έτσι όπως εμφανίζεται στην παράσταση τών Είσοδίων και να περνά μέ χάρη από το κελί της.

Στην Κατοχή, και ενώ ήταν λυπημένη για την κατάσταση στο μοναστήρι μέ την φτώχεια και τις στερήσεις, είδε την Παναγία πού της είπε επιτακτικά: «Μην ανησυχείς, παιδί μου, εγώ θα θρέφω τις καλογριές σου».

Όταν ήταν Ηγουμένη, ανέβηκε στο μοναστήρι για να προσκυνήσει μία κυρία, ή όποια ήθελε να δώσει χρήματα για την ενίσχυση τών αδελφών. Την ώρα πού έφτασε στο μοναστήρι, συνέπεσε να έχει έλθει ένας ψαράς από την χώρα, ό όποιος άπλωσε την πραμάτεια του στο πλατύσκαλο κάτω από το Ηγουμενείο. Το κρύο ήταν πολύ, ό αέρας φυσούσε μανιασμένος. Οι μοναχές είχαν πέσει πάνω από τά καλάθια, ποιά θα πρωτοπάρει. Ή εικόνα αυτή επηρέασε την καλή της θέληση και μονολόγησε: «Σ’ αυτές τις φαγάνες να δώσω τά χρήματά μου; Μη γένοιτο». Έτσι προσκύνησε και έφυγε. Το βράδυ, αφού έπεσε να κοιμηθεί, άκουσε κτυπήματα στην πόρτα τού ξενοδοχείου και άνοιξε. 

Μπροστά της είδε μια ωραιότατη κυρία, ή οποία επιβλητικά και αυστηρά της είπε: «Αυτό πού ήθελες να κάνεις το πρωί, να το πραγματοποιήσεις, γιατί σε περιμένει μεγάλη τιμωρία». «Και ποιά είσαι εσύ κυρία μου» της άπαντά, «και πώς ξέρεις τί σκέπτομαι εγώ;».

«Είμαι ή Μάνα των φαγάνων» της αποκρίθηκε και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα το πρωί, αμέσως μόλις ξημέρωσε, ανέβηκε στο μοναστήρι και αφού διηγήθηκε με δέος το περιστατικό, έδωσε διπλά χρήματα από όσα είχε πρόθεση να δώσει αρχικά. Πάντοτε, όταν διηγιόταν το γεγονός αυτό, ή Γερόντισσα Θεοφανώ έκλαιγε...

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΠΩΣ ΒΑΡΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ!

 Γερόντισσα Λαμπρινή
Πως βαραίνουν οι ψυχές στον άλλο κόσμο

Για το κοριτσάκι από τον άλλο κόσμο: Κάποτε συνέβη το εξής, όπως το διηγήθηκε:

«Ήταν η 30κοστή μέρα από την κοίμηση ενός γνωστού μου 7χρονου κοριτσιού. Το βραδάκι, ως συνήθως, πήρα να διαβάσω ένα πνευματικό βιβλίο και καθόμουν στο κρεββάτι, ενώ δίπλα μου ο άνδρας μου είχε ήδη κοιμηθεί.

Τότε απ' το παράθυρο μπήκε ένας Άγγελος και έφερε το γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Το ρώτησα τι ήθελε ξανά στον αμαρτωλό αυτόν κόσμο και μου απάντησε:
«Ήρθα για σένα. Δεν μπόρεσα να βρω άνθρωπο να πω το παράπονό μου. Οι γονείς μου με ζόριζαν να τρώω για να γίνω καλά, ενώ δεν μου έλειπε το φαγητό. Ο Θεός ήθελε να με πάρει. Τώρα όμως πού πέθανα έπρεπε να πάω στον παράδεισο, αλλά έχω εμπόδια.

Ένα οφείλεται στους γονείς μου, και ένα σε μένα. Τώρα πού πέθανα, ακόμη δεν σαράντισα και η μητέρα μου έμεινε έγκυος. Αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Ακόμη στον δρόμο είναι η ψυχή μου, δεν πέρασα όλα τα τελώνια. Ξέρω ότι με έκλαψαν πολύ, αλλά δεν έπρεπε να γίνει. Νομίζουν ότι τρόπον τινά θα με αναστήσουν, αλλά πες τους ότι αγοράκι θα κάνουν, όχι κορίτσι, όπως νομίζουν...

Αυτή τους η πράξη δυσκολεύει την ψυχή μου... Όσο για μένα, την τελευταία φορά που πήγα στο σχολείο πριν πεθάνω, δεν είχα μολύβι και πλάκα για να γράψω. Μια συμμαθήτρια μου όμως μου έδωσε καινούργια πλάκα και μολύβι, τα οποία δεν επέστρεψα. Πες στην μάννα μου να αγοράσει καινούργια και να τα επιστρέψει. Για το μεγάλο καλό πού θα κάνεις στην ψυχή μου θα σε πάρω τώρα μαζί μου να δεις τον θάλαμο που έχει έτοιμο ο Κύριος για μας τις παρθένες. Εμείς νυμφευθήκαμε τον Χριστό».

Βγήκαμε από το παράθυρο και ανεβαίναμε. Μας συνόδευε και ο Άγγελος κρατώντας από το χέρι την κόρη. Φθάσαμε στον Παράδεισο και τον βλέπαμε. Ήταν σπίτια πολλά αλλά πολύ ωραία.

Φθάσαμε στο παρθενικό σπίτι, αλλά δεν μ’ άφησε να μπω μέσα. Αυτή μπήκε και μου είπε: «Εσύ είσαι ακόμα στην γη δεν μπορείς να μπεις εδώ». Είδα όμως από το παράθυρο τις παρθένες, άλλες μικρές στην ηλικία και άλλες μεγάλες. Φορούσαν ρούχα πού έλαμπαν.

Μου είπαν: «Εμείς εδώ δεν έχομε ποτέ χειμώνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Είμαστε πάντα στο άνθος».

Μετά σήμανε ένα σήμαντρο και ήταν η ώρα για προσευχή και έπρεπε να φύγουμε. Ήθελα να μείνω και εγώ να μάθω πώς προσεύχονται, και μου είπε: «Εσείς έχετε τους παπάδες, τους πνευματικούς και σας τα λένε όλα».

Ο Άγγελος με γύρισε πίσω χωρίς να μου μιλήσει. Έβλεπα το σώμα μου να βρίσκεται στο κρεβάτι δίπλα στον άνδρα μου, ανέπνεε λίγο, ίσα - ίσα που ζούσε. Μπήκα ξανά στο σώμα μου, άφησα το βιβλίο στο τραπέζι και κοιμήθηκα. Το πρωί θα πηγαίναμε στο χωράφι για να δουλέψω στο βαμπάκι αλλά δεν μπόρεσα να πάω. Για τρεις μέρες αισθανόμουν πολύ κουρασμένη και ήμουν χλωμή.

Όταν είχα ρωτήσει το κοριτσάκι: «Καλά, για μια πλάκα και ένα μολύβι έχεις τόσες δυσκολίες; Με μας που έχουμε κάνει τόσα, τι θα γίνει»; Μου απάντησε:

«Αυτή η πλάκα και το μολύβι είναι σαν βάρος εκατό κιλών καθώς με δυσκολεύει και η αμαρτία των γονέων μου». Γι' αυτό δεν πρέπει τίποτα να χρωστάμε δανεικό σε τούτη την ζωή, αν θέλουμε να απολαύσουμε τα αγαθά του παραδείσου».

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΓΑΜΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ!

 Γερόντισσα Λαμπρινή Βέτσιου
Άγγελος βρίσκει γαμπρό για το παιδί της
 
Διηγήθηκε η γιαγιά Λαμπρινή: «Η κόρη μου Σταθούλα είχε περάσει τα δεκαοχτώ της και ήταν καιρός για παντρειά. Άρχισαν τα προξενιά αλλά δεν μ' ανέπαυαν οι γαμπροί. Ήταν ευκατάστατοι, καλοί άνθρωποι, αλλά με σαλεμένη καθαρότητα. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τόσο λόγο η νύφη για την επιλογή του γαμπρού, και επειδή είχα την μέριμνα του γαμπρού, ήθελα πρώτα απ’ όλα να είναι καθαρός, αγνός. Η Σταθούλα δεν είχε κλίση για καλογερική, όπως εγώ, και έπρεπε να βρεθεί γαμπρός».

Μια μέρα το βράδυ που πήγα στο κρεββάτι να κοιμηθώ, πήρα ως συνήθως να διαβάσω ένα βιβλίο, και ήμουν στενοχωρημένη γιατί δεν βρισκόταν ο γαμπρός. Ο άνδρας μου κοιμόταν χωριστά για να μην τον ενοχλώ.
Μόλις είχε πάρει ο ύπνος τον άνδρα μου, άνοιξε το παράθυρο μόνο του, και μπήκε ο φύλακας Άγγελός μου. Πήρε το πνεύμα μου. Στο κρεββάτι μου έμεινε το σώμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε - βαδίζαμε χωρίς να ξέρω που πάμε. Φθάσαμε στην Πρέβεζα. Μου λέει: «Μην σταματάς καθόλου. Θέλουμε να πάμε στην Λευκάδα». Εγώ δεν ήξερα που είναι η Λευκάδα.
Φθάσαμε στο νησί, πήγαμε σ’ ένα σπίτι στην εξώπορτα. Μου λέγει ο Άγγελος:
- Κάθησε εδώ και εγώ θ' ανοίξω την πόρτα. Να κοιτάς μέσα...
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και είδα ένα νέο όρθιο, με κουστούμι, με την πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε να κλείσει την πόρτα, γιατί του φάνηκε ότι άνοιξε μόνη της, και τον είδα και από μπροστά. Ο Άγγελος ήταν πνεύμα, και εγώ στην αυλή και δεν μας έβλεπε...
- Σου αρέσει για γαμπρός στην κόρη σου;
- Καλός είναι αλλά είμαστε μακρυά.
- Άγγελος είναι και αυτός, όπως και εγώ.
- Άγγελο θα πάρει η κόρη μου; Άνθρωπος είναι, πώς θα πάρει Άγγελο; ( αυτός όμως εννοούσε την καθαρότητα του).
- Από τώρα δεν θα κάνεις άλλο συνοικέσιο για την κόρη σου ό,τι και να σου λένε οι άλλοι, θα περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιών, αλλά θα σου τον φέρω τον γαμπρό μόνο του και θα βρει την κόρη σου...
Ξεκινήσαμε την επιστροφή με τον ίδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια και πήγε η κόρη μου με τον γιό μου σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί ήταν ο γαμπρός. Μόλις την είδε ήρθε και την ζήτησε σε γάμο. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός που ήθελε ο Θεός. Τον δεχτήκαμε και δόξασα τον Θεό για την μεγαλοσύνη Του.

 Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

ΔΙΔΑΧΕΣ ΜΟΝΑΧΗΣ ΠΟΡΦΥΡΙΑΣ

 Διδαχές μοναχής Πορφυρίας
 
1. Πρώτα εντοπίζω το βασικό πρόβλημα αυτού που έρχεται να ζητήσει βοήθεια και μετά προχωρώ στα πνευματικότερα. Πολλοί εδώ έχουν πετάξει τα ψυχοφάρμακα. Ήρθε μια και της είπα κάτι τρελό: «Φτιάξε τα μαλλιά σου για να γίνεις καλά».
 
Μου λέει: «Γερόντισσα, είσαι τρελή;». 
Τελικά δεν ήμουν και τόσο τρελή. Πράγματι, μόλις έφτιαξε τα μαλλιά της και ομόρφυνε, ανέβηκε το ηθικό της και πέταξε τα ψυχοφάρμακα.

2. Χρησιμοποιούμε τον Χριστό, δεν Τον εμπιστευόμαστε, γι’ αυτό δεν εμφανίζεται. Να λέμε: «Γεννηθήτω το θέλημά Σου».

3. Από τον πόνο μου πήγα να κοιμηθώ. Ο γέροντας Πορφύριος έλεγε μέσα μου: «Σήκω να διαβάσεις το κόκκινο βιβλίο που έχουν γράψει για μένα». Μου ήρθε να το πετάξω. Πάλι όμως άκουσα τη φωνή του: «Σήκω να διαβάσεις το βιβλίο». Τελικά το διάβασα όλη νύχτα και από τότε τον αγάπησα. Πήρα το όνομά του και τον λατρεύω. Μαζί τρώμε, μαζί μιλάμε, μαζί περπατάμε. Του ζητάω και κάνει θαύματα στους ανθρώπους. 
Του λέω: «Γεροντάκο μου, βοήθησε αυτό τον άνθρωπο» και ο Γέροντας κάνει το θαύμα. Είμαστε με τον Γεροντάκο πολύ κοντά.

4. Στον πονεμένο δεν μπορείς να μιλήσεις κατευθείαν για τον Θεό. Πρώτα πρέπει να ηρεμήσεις την ψυχούλα του, να τον γιατρέψεις, να του δώσεις χαρά και μετά να πας στον Θεό.

5. Ο πόνος σε πάει στον Θεό. Η θλίψη σε απομονώνει. Όλο ζητάμε από τον Χριστό , ενώ θα έπρεπε να Τον εμπιστευόμαστε . 
Ο π. Πορφύριος είχε πολλή αγάπη. Η αγάπη του ήταν γιατρικό, όχι τα θαύματα που έκανε. Η αγάπη του ήταν αυτή που σε συγκινούσε, τα θαύματα τα έκαμε η χάρη του Θεού. Αισθάνομαι ότι είμαστε μαζί με τον Γέροντα και με τον Χριστό. Του λέω: «Γεροντάκο, πάρε με αγκαλίτσα να κοιμηθούμε, γιατί είμαι κουρασμένη. Αν δεν ‘έλθει κάποια φορά , το λέω στον Χριστό και νιώθω την παρηγοριά Του. Η αγνή αγάπη είναι δοτική!

6. Όταν με απορρίπτουν, λέω πως έτσι ήθελε ο Χριστός. Ένα πράγμα με πικραίνει. Που η μητέρα δεν αγαπάει το παιδί της. Που έχει εγωιστική αγάπη. Δεν έχω άλλη πίκρα στη ζωή μου. Και ''μαλώνω'' τον Γεροντάκο που δεν κάνει κάτι για να μην υπάρχει χάσμα μεταξύ μάνας και παιδιών. Τα παιδιά που έμπλεξαν με τα ναρκωτικά μου λένε: «Αν η μάνα μας μας αγαπούσε όπως εσύ, δε θα φτάναμε στα ναρκωτικά… Πώς θα θέλαμε να είσαι μαμά μας!». 
Αυτό με διαλύει όταν το ακούω. Και θέλω οι γονείς να αγαπούν με θεϊκή αγάπη τα παιδιά τους. Όταν τα μωρά κλαίνε, πρέπει η μάνα να τα βάζει πάνω στο μάγουλό της. Διότι μπορεί να σταματάνε κάποια στιγμή το κλάμα, γιατί παραιτούνται, όμως αποξενώνονται από τους γονείς. Και έτσι γίνονται νευρικά όταν μεγαλώνουν.
 
7. Οι ψυχολόγοι δεν μπορούν να βοηθήσουν διότι δεν ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Ένας που έχει βουλιάξει στα προβλήματά του δεν μπορεί να βοηθήσει τον άλλον. Έχω ξεπεράσει τον βαθύ μου πόνο, γι’ αυτό μπορώ και απαλύνω τον πόνο των άλλων.

8. Κατά τη διάρκεια μιας κούρσας είπα σε κάποια: «Μωρέ , γιατί λες πως θες να κάνεις εξωσωματική; Τώρα που σε είδα στην κοιλιά, έχεις εκεί μια γυάλα, με ένα μωράκι μέσα. Είσαι έγκυος». Πράγματι η κοπέλα με πήρε τηλέφωνο μετά από λίγες μέρες και μου είπε πως είναι έγκυος. Εκείνη τη νύχτα νύσταζα πολύ και όλο κουτούλαγα πάνω στο τιμόνι, αλλά με το που μου είπε η κοπέλα αυτά για την εξωσωματική ξύπνησα, και έτσι έγινε η αποκάλυψη.

9. Όταν νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο «Σωτηρία», δίπλα μου ήταν μια κοπέλα 21 χρονών με φυματίωση στο τελικό στάδιο, πετσί και κόκαλο. Πόνεσα γι’ αυτή πολύ. Έκανα προσευχή να γίνει καλά και να πάρω την αρρώστια της. Έτσι κι έγινε! Την άλλη μέρα ήταν καλά η κοπελίτσα. Εγώ ακόμα υποφέρω.

10. Πέρασα πέτρινα χρόνια. Πέρασα όλο τον δικό μου πόνο, και έγινα μια αγκαλιά αγάπης… Όπως λέει και ο γέροντας Παΐσιος, «πέταξέ τα όλα για να πετάξεις». Και μετά γνώρισα τον γέροντα Πορφύριο κι έτσι ολοκλήρωσα την αγάπη μου…

«Από το χάος στο φως. Στα ίχνη ενός σπουδαίου
ανθρώπου του Θεού»
ΑΡΧΙΜ. ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΘΗΝΑ 2012