ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΦΙΛΟΘΕΗ- ΤΑ ΤΑΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ

 Γερόντισσα Φιλοθέη
Τα τάματα πρέπει να εκπληρώνωνται 

Μια ιερατική οικογένεια σε ένα χωριό της Τριπόλεως, κοντά στο μοναστήρι της πάνω Χρέπας, πήγαινε με το κάρο στο χωράφι έχοντας και το μικρό κοριτσάκι τους μαζί.

Στον δρόμο έπεσε η μικρή από το κάρο, χτύπησε και έτρεχε αίμα από τα αυτιά της.

Οι γονείς φοβούμενοι μην πεθάνει έταξαν να την αφιερώσουν στο Μοναστήρι της Παναγίας στην πάνω Χρέπα, να γίνει μοναχή όταν μεγαλώσει.

Η κόρη τους έγινε καλά και όταν λίγο μεγάλωσε, χωρίς να ξέρει τίποτε για το τάμα των γονέων της έφυγε πριν ακόμη ενηλικιωθεί και πήγε να μείνει στην πάνω Χρέπα.

Οι γονείς της την αναζήτησαν, την βρήκαν και την έφεραν στο σπίτι. Αυτή αρρώστησε. Τότε πάλι ανανέωσαν το τάμα τους και η κόρη τους, αφού έγινε καλά, ξαναέφευγε για το Μοναστήρι.

Παρ όλα αυτά την πήραν πάλι ξεχνώντας το τάμα τους. Τότε πάλι αρρώστησε και πλέον κατενόησαν ότι ο Θεός ζητά την εκπλήρωση του τάματος. Πλέον την άφησαν ελεύθερη να αφιερωθεί στον Θεό και να υπηρετήσει την Παναγία στο Μοναστήρι της.

Πράγματι έγινε μοναχή και Ηγουμένη αργότερα και πρόκοψε στην μοναχική ζωή. Είναι η ευλαβέστατη και όσιας μνήμης γερόντισσα Φιλοθέη που εκοιμήθει την ημέρα της Αγίας Φιλοθέης.

Αιωνία της η μνήμη. Την ευχή της να έχουμε. Αμήν

Από το βιβλίο- ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ- Άγιον Όρος

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΗΤΡΟΔΩΡΑ Η ΕΓΚΛΕΙΣΤΗ

 Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη 

Βιογραφικά 

Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.

Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.

Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή. 

Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.

Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.

Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.

Στο ανάστημα ήταν μέτρια και κάπως γεμάτη. Έγερνε προς την αριστερή πλευρά, γιατί είχε πέσει από μια σκάλα και ο σπόνδυλός της έπαθε σοβαρή βλάβη. Για να σταθή όρθια, έπρεπε να ακουμπά το αριστερό χέρι στο γόνατό της. Αλλά παρά την σωματική της αναπηρία έκανε πολλές μετάνοιες. Όταν πονούσε ο σπόνδυλος της, έλεγε: «Πονώ, αλλά δεν γίνεται, πρέπει να πονούμε». 

Το τυπικό της

Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».

Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).

Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».

Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση. Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και εγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».

Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.

Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: «Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: «Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».

Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος. Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.

Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».

Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.

Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.

Εμπειρίες χάριτος

Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.

Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.

Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.

Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.

Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “έλα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.

Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε. Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναι». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».

Δοκιμασίες

Είναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.

Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.

Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.

Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.

Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.

Μοναχική κουρά και κοίμηση

Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.

Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά. Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.

Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:

«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.

Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ: ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ!


Ασκητές μέσα στον κόσμο:
Εμφάνιση της Παναγίας στο Αλβανικό Μέτωπο 

Όπως εἶ­ναι γνω­στό ἡ Πα­να­γί­α μας ἐμ­φα­νί­στη­κε σέ πολ­λούς στρα­τι­ῶ­τες στό Ἀλ­βα­νι­κό Μέτω­πο. Ἕ­νας ἀπ᾽ αὐ­τούς ἦ­ταν καί ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος Ἀν­θυ­πα­σπι­στής τό­τε κ. Νι­κό­λα­ος Γκάτζα­ρος. Μέ δά­κρυ­α συγ­κι­νή­σε­ως δι­η­γεῖ­το τό θαυ­μα­στό πε­ρι­στα­τι­κό. Πα­ρα­τίθεται ἡ ἀναφο­ρά του γιά τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς Πα­να­γί­ας: 

Ἐν Τ.Τ. 712 τῇ 3η Μαρ­τί­ου 1941
Ὁ Ἀν­θυ­πα­σπι­στής Γκάτ­ζα­ρος Νι­κό­λα­ος
Πρός τό 1/40 Τά­γμα Εὐ­ζώ­νων
Ἐ­νταῦ­θα. 

Πε­ρί ἐμ­φα­νί­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν δο­θει­σῶν μοι ὑπ᾿ Αὐ­τῆς ἐντο­λῶν.

Λαμ­βά­νω τήν τι­μή νά ἀ­να­φέ­ρω ὑ­μῖν ὅ­τι χθές τήν Κυ­ρια­κήν 2 Μαρ­τί­ου ἐ.ἔ. καί πε­ρί ὥ­ραν 8ην μ.μ. με­τέ­βην εἰς τό πα­ρα­κεί­με­νον τοῦ κα­ταυ­λι­σμοῦ 2ου Λό­χου τοῦ Τάγ­μα­τος ἡ­μῶν μι­κρόν ὕψω­μα ἀ­πέ­χον πε­ρί τά 300 μέ­τρα, χά­ριν πε­ρι­πά­του, αἰ­σθαν­θείς τήν ἀ­νάγ­κην κι­νή­σε­ως.

Μί­α μυ­στη­ρι­ώ­δης δύ­να­μις ὡ­σάν νά μέ ὤ­θη πρός ἐ­κεῖ. Ὁ ἀ­ήρ εἶχε παύ­σει ἤ­δη νά φυ­σᾶ καί ὁ οὐ­ρα­νός ἦ­το ἀ­στε­ρό­εις. Κα­τά τήν ἐ­πι­στρο­φήν μου εἰς τήν σκη­νήν δέν εἶ­χον ἀ­ριθ­μή­σει δέ­κα βή­μα­τα, ὅ­τε αἰφ­νι­δί­ως ἐ­νε­φα­νί­σθη ἐμπρός μου καί μοῦ ἀ­νέ­κο­ψε τόν δρό­μον μί­α γυ­νή μαυρο­φό­ρα ἔ­χου­σα σε­μνήν τήν ἐμ­φά­νι­σίν της. Τό πρό­σω­πό της δι­ε­κρί­νε­το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶς εἰς τό βρα­δι­νόν ἡ­μί­φως. Εἰς τό θέ­α­μα τοῦ­το κα­τα­λη­φθείς ἐξ ἀ­προ­ό­πτου κατ᾿ ἀρ­χάς ἐξεπλάγην, κα­τό­πιν ὅ­μως αὐ­το­στιγ­μεί συ­νῆλ­θον ἐκ τοῦ τρό­μου, ἐ­πει­δή ἐ­γνώ­ρι­ζον ὅ­τι πολλά­κις ἡ Πα­να­γί­α ἐ­νε­φα­νί­σθη εἴ­τε εἰς ὅ­ρα­μα εἴ­τε καθ᾿ ὕ­πνον κα­τά τάς πο­λε­μι­κάς ἐπιχειρή­σεις τοῦ Στρα­τοῦ μας. Ἐ­γώ ὅ­λως μη­χα­νι­κῶς ἔ­λα­βον θέ­σιν ἡ­μι­γο­νυ­πε­τῆ, ἵ­να ἀσπασθῶ τήν δε­ξιάν της. Ἐκ τῆς συγ­κι­νή­σε­ως οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­δά­κρυ­ζον, οἱ πό­δες καί τά χεί­λη μου ἔ­τρε­μον ἐ­πί πολ­λήν ὥ­ραν.

Ἤ­κου­σα νά ὁ­μι­λῆ: «Εἶ­μαι ἡ Πα­να­γί­α. Μή φο­βᾶ­σαι, παι­δί μου. Ἐ­γώ ἐ­νε­φα­νί­σθην νά σοῦ εἰ­πῶ τρεῖς λό­γους, τούς ὁ­ποί­ους νά μή λη­σμο­νή­σῃς. 

1) »Ὁ πα­ρών πό­λε­μος ἐ­κη­ρύ­χθη ἀ­προ­κα­λύ­πτως καί ἀ­ναι­τί­ως ὑ­πό τῆς Ἰ­τα­λί­ας ἐ­ναντί­ον τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀλ­λά θε­λή­μα­τί μου ἡ Ἑλ­λάς θά ἐ­ξέλ­θῃ τού­του νι­κη­φό­ρος.

2) »Ὁ πό­λε­μος οὗ­τος ἐ­κη­ρύ­χθη ἐ­ναντί­ον τῆς Ἑλ­λά­δος, ἵ­να γνω­ρί­σῃ ὁ κό­σμος ὅ­τι ἀ­φορ­μή τού­του εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­σίς του ἐκ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς θρη­σκεί­ας, καθ᾿ ἥν ὕ­βρι­ζεν, ἐβλασφήμει τά θεῖ­α της καί ἔρ­ρε­πε πρός τόν ἐκ­φυ­λι­σμόν καί τήν ἀ­κο­λα­σί­αν, καί οὕ­τω συμμορ­φω­θῇ, ἵ­να μά­θῃ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει καί προ­ΐ­στα­ται μί­α ἀ­νω­τέ­ρα δύ­να­μις κυ­βερ­νῶ­σα καί διέ­που­σα τά πάντα καί τούς νό­μους τοῦ Σύμ­παντος, ὁ Θε­ός, τρα­νό­τα­τα δέ τε­κμή­ρια τῆς ὑπάρ­ξε­ως ταύ­της εἶ­ναι τά συ­χνά θαύ­μα­τα τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ.

3) »Ἔ­δει νά μά­θῃ ὁ κό­σμος ὅ­τι τό δί­και­ον πά­ντο­τε ὑ­πε­ρι­σχύ­ει τῆς βί­ας.

»Ἀ­νά­φε­ρε λοι­πόν ταῦ­τα καί ἐγ­γρά­φως εἰς τόν Δι­οι­κη­τήν σου, ἵ­να μή πτο­η­θῇ πρό οὐ­δε­νός κω­λύ­μα­τος, κα­θό­τι ὑ­πό τήν προ­στα­σί­αν Μου ὁ Ἑλ­λη­νι­κός Στρα­τός θά νι­κή­σῃ».

Μεθ᾿ ὅ ἐν τῇ ἐ­ξα­φα­νί­σει Της οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­θαμ­βή­θη­σαν. Ἐν τέ­λει συ­νῆλ­θον ἐν μέ­ρει καί κα­τηυ­θύν­θην ἀ­μέ­σως εἰς τήν σκη­νήν, ὅ­που ἔ­ξω­θεν ταύ­της ἀ­νέ­φε­ρον ὑ­μῖν τό συμ­βάν προφο­ρι­κῶς.

Ἀν­θυ­πα­σπι­στής Γκάτ­ζα­ρος Νι­κό­λα­ος. 

Στήν συ­νέ­χεια πα­ρα­τί­θε­ται ἡ κοι­νο­ποί­η­ση τοῦ Στρα­τη­γοῦ:

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ
ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. 7448
Ἐν Τ.Τ. 718 τῇ 10 η  Μαρτίου 1941
Η ΧΙΙΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑ
ΠΡΟΣ ΤΟ Α΄ ΣΩΜΑ ΣΤΡΑΤΟΥ
(Γραφεῖον 1ον)
Τ.Τ. 825 

“Πε­ρί ἀ­νε­γερ­θη­σο­μέ­νου ἱ­ε­ροῦ Να­οῦ τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ εἰς θέ­σιν πα­ρά τῷ Χω­ρί­ῳ Γκο­λέ­μι“.

Λαμ­βά­νω τήν τι­μήν νά ὑ­πο­βά­λω προ­σαρ­τη­μέ­νως ἀλ­λη­λο­γρα­φί­αν μετ᾽ ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ Ἀνθ/στοῦ Πε­ζι­κοῦ τοῦ 1/40 Τάγ­μα­τος εὐ­ζώ­νων Γκατ­ζά­ρου Νι­κο­λά­ου καί ν᾽ ἀ­να­φέ­ρω ὅ­τι, κατό­πιν καί τοῦ αὐ­θορ­μή­του ἐ­ρά­νου με­τα­ξύ τῶν Ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν καί ὁ­πλι­τῶν διά τήν ἀνέγερσιν Ἐκ­κλη­σί­ας[1], ἐ­ξέ­δω­κα τάς ὑπ᾿ ἀ­ριθμ. 6188/6–3–41 καί 6948/15–3–41 δι­α­τα­γάς μου, ὧν ἀντί­γρα­φον ὑ­πο­βάλ­λω, πε­ρί ἐγ­κρί­σε­ως τοῦ ἐ­νερ­γου­μέ­νου ἐ­ρά­νου καί ἐ­πε­κτά­σε­ως τού­του ἐφ᾽ ὅλων τῶν Μο­νά­δων καί Σχη­μα­τι­σμῶν τῆς Με­ραρ­χί­ας. Τό προ­ϊ­όν τού­του, μή περαι­ω­θέντος, ἀ­νῆλ­θεν ἤ­δη εἰς τό πο­σόν τῶν ἑ­κα­τόν χι­λιά­δων δραχ­μῶν.

Ἐ­πει­δή ἔ­χω τήν γνώ­μην ὅ­τι ἡ εὐρεῖ­α κοι­νο­ποί­η­σις τοῦ γε­γο­νό­τος καθ᾽ ἅ­παν τό Στρά­τευ­μα ἡμῶν θέ­λει ἑ­δραι­ώ­σει ἔ­τι μᾶλ­λον τήν πί­στιν του ἐ­πί τήν Νί­κην, πα­ρα­κα­λῶ ὅ­πως, εὐαρεστούμε­νοι, ἐ­νερ­γή­ση­τε κα­τά τήν Ὑ­με­τέ­ραν κρί­σιν καί ἀντί­λη­ψιν. 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ

Τ. Διοικητικοῦ ΧΑΡΑΛ. ΚΑΤΣΙΜΗΤΡΟΣ Ὑποστράτηγος 

____________________

[1]. Τε­λι­κά τό Ἐκ­κλη­σά­κι μέ τόν ἔ­ρα­νο τῶν στρα­τι­ω­τῶν κτί­σθη­κε στήν θέ­ση πού ἐμφανίστηκε ἡ Πα­να­γί­α, στό χω­ριό Γκο­λέ­μι βο­ρεί­ως τοῦ Ἀρ­γυ­ρο­κά­στρου. Σή­με­ρα εἶ­ναι κατεδα­φι­σμέ­νο. Ἐλ­πί­δα καὶ εὐ­χή ὅ­λων εἶ­ναι ἡ ἐ­πα­νέ­γερ­ση καὶ λει­τουρ­γί­α του. 

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ι. Ησυχαστήριον Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκηδικής) 

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

 Ο μικρός Δημήτρης με το διορατικό χάρισμα

Τόν Σεπτέμβριο κάποιου έτους στο ογκολογικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ρίου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητούσε επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήση. 

Ήταν 13 ετών. Ενάμιση περίπου χρόνο βρισκόταν στην συγκεκριμένη κλινική. Ένας μικρός πονοκέφαλος τον ώδήγησε εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του εγκεφάλου. Η καταγωγή του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας. Οι γονείς του αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην Πάτρα. Αυτός, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστή. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνη «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Ο καρκίνος είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όράση. Δεν έβλεπε καθόλου, τίποτε και κανέναν. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν καταλάβαιναν να υπάρχη κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό. Ήταν πάντα ευγενικό και χαρούμενο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνάη συχνά των Τιμίων Δώρων. Όταν κάποιες φορές η μητέρα του ήταν σε κάποιον άλλο χώρο της κλινικής, φώναζε: «Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσης». Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και εύρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δεν εγνώριζε την ακριβή ώρα της προσελεύσεως του ιερέως με τα Τίμια Δώρα, με διορατικό χάρισμα τον έβλεπε να έρχεται, μολονότι παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες πού εχώριζαν το δωμάτιο του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας.

Αυτό το βεβαιώνει και η ευλαβής κυρία Μαρία Γαλιατσάτου η οποία εθελοντικώς εφρόντιζε το παιδί αυτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πώ», της είπε μία ημέρα. 
«Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς το Άγιο Ποτήριο και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν».

Κάποτε τον ρώτησε ο γιατρός: «Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;». Του απάντησε: «Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά. Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος». Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβή την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και πήρε άλλον άνδρα.

«Αυτό είναι παιδί του Θεού», έλεγαν όσοι το γνώριζαν.

Την τελευταία φορά πού κοινώνησε δεν μπορούσε πλέον να σταθή καθιστός στο κρεββάτι αλλά υποδέχθηκε με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε και μετά εκοιμήθη.

Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διάβαση στον Δημητράκη το τρισάγιο, είπε:
«Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω. Το πρόσωπο του είναι χαμογελαστό, λάμπει και έχει το χρώμα του κεχριμπαριού».

Οι γονείς του αγάπησαν τον Χριστό πολύ και θέλουν και αυτοί να βαπτιστούν.

Από το βιβλίο: "Ασκητές μέσα στον κόσμο"(Β’ Τεύχος), Βιβλίο από τις Εκδόσεις του Ιερού Ησυχαστηρίου Άγίου Ιωάννου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικής.

ΠΑΠΑ ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ

 Παπά Γιάννης ο εξορκιστής

Όταν το 1917 στην Ρωσία έγινε η επανάσταση των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στην Οδησσό 17 ιερείς για να τους εκτελέσουν. Ένας απ' αυτούς κρύφθηκε στα δάση και σώθηκε μετά βρήκε τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία είχαν κρύψει οι γείτονές του και γλύτωσαν από τους κομμουνιστές. Την πρεσβυτέρα του όμως την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν.

Ο ιερέας αυτός ονομαζόταν παπά-Γιάννης και ήταν Έλληνας. Πήρε λοιπόν τα δύο του παιδιά και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον, πεζοπορώντας το περισσότερο διάστημα ήρθε μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας στην Ελλάδα, την πατρίδα του. Έκανε εφημέριος στην Μακεδονία και στην Θράκη. Έπειτα ήρθε στο χωριό Σκουτερά Αγρινίου, διότι ήταν κενή η θέση του εφημερίου.

Ο παπά-Γιάννης ήταν ρακένδυτος. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο με ένα ξυλάκι από ρείκι για κουμπί και στο λαιμό του είχε κρεμασμένο με μαύρο κορδόνι ένα ξύλινο Σταυρό. Έμοιαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Από τη νηστεία και τις ταλαιπωρίες είχε όψη εξαϋλωμένη, ήταν «πετσί και κόκαλο».

Το χωριό Σκουτερά τον καλοδέχτηκε και τον βοήθησε στις ανάγκες του. Έμενε σ' ένα δωμάτιο μαζί με τα δύο του παιδιά, το κορίτσι δέκα ετών και το παιδί οκτώ ετών. Άρχισε λοιπόν ο παπά-Γιάννης να λειτουργεί τακτικά, να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να εξομολογεί και να κοινωνεί τους ανθρώπους. Έτρεχε να βοηθά πνευματικά όπου τον καλούσαν, να διαβάζει ευχές σε αρρώστους και σε άρρωστα κτήνη που αμέσως θεραπεύονταν.

Μία νέα από την Σκουτερά είχε παντρευτεί στην Σταμνά. Όταν επισκέφθηκε το χωριό της άκουσε να μιλούν με θαυμασμό για τον παπά-Γιάννη. Της είπαν: «Μας έστειλαν έναν παπά, λες και είναι ο ίδιος ο Χριστός, τόσο καλός είναι».

Η νέα είπε ότι στην Σταμνά υπάρχει μία γυναίκα δαιμονισμένη επί δεκαοκτώ χρόνια. Οι συγγενείς της την γύρισαν σε γιατρούς και σε πολλά Μοναστήρια τρέξανε σ' όλη την Ελλάδα αλλά αυτή δεν θεραπεύτηκε. Ζήτησε και είδε η ίδια τον παπά-Γιάννη και τον παρακάλεσε να θεραπεύση την πάσχουσα. Αυτός ζήτησε να δη πρώτα την δαιμονισμένη. Έκανε προσευχή και αποφάσισε να την αναλάβει.

Την Κυριακή στο τέλος της θείας Λειτουργίας ο παπά-Γιάννης ανακοίνωσε τα εξής στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θα κάνουμε έναν αγώνα για να θεραπευτή η γυναίκα που την βασανίζει ο σατανάς επί 18 χρόνια. Θα νηστέψουμε 40 μέρες, θα κάνουμε κάθε μέρα Λειτουργία. Θα εξομολογηθούμε, θα κοινωνήσουμε, θα φέρνουμε την γυναίκα κάθε βράδυ στην Εκκλησία και θα κάνουμε Παράκληση. Στην Λειτουργία δεν θα την φέρνουμε εδώ, διότι ο σατανάς θα δημιουργήσει φασαρία. Θα ειδοποιήσουμε και τα γύρω χωριά όποιος θέλει να έρθει».

Την Κυριακή το βράδυ έφεραν την γυναίκα στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στην Εκκλησία δεν ήθελε να μπει με κανένα τρόπο. Το δαιμόνιο μούγκριζε, έβριζε τους πάντες, απειλούσε ότι θα κάψει την Εκκλησία, και έβγαζε αφρούς από το στόμα της. Την έπιασαν μερικοί δυνατοί άντρες και την έφεραν κάτω από τον πολυέλαιο.

Ο παπά-Γιάννης κρατώντας τον Σταυρό διάβαζε από το Ευχολόγιο τους εξορκισμούς και την σταύρωνε. Κρατούσε τον Σταυρό πάνω στο κεφάλι της και εκείνη φώναζε: «Πάρε αυτό το σφυρί από το κεφάλι μου, με πληγώνεις' δεν υποφέρω αυτό το σφυρί». Το πλήθος των χριστιανών έκαναν μετάνοιες και έλεγαν το «Κύριε ελέησον».
Ό παπά-Γιάννης έλεγε στον κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε υπομονή, θα τον εξοντώσουμε τον σατανά».

Είχε πει και στον Δάσκαλο ο παπάς να φέρνει όλα τα παιδιά του Σχολείου, που έλεγαν κι αυτά το «Κύριε ελέησον» και έκαναν μετάνοιες. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης έλεγε στα παιδιά του Σχολείου: «Πηγαίνετε έξω παιδάκια, σας κοροϊδεύει αυτός ο παλιό παπάς που βρωμάνε τα χνώτα του από τη νηστεία. Μία ωραία νύφη περνά, πηγαίνετε έξω, περιμένει η μαμά σας με μία φέτα καθάριο ψωμί με ζάχαρη πάνω στο ψωμί». Δηλαδή έλεγε ότι ζήλευαν και επιθυμούσαν να έχουν τα παιδιά τότε, με σκοπό να τα βγάλει έξω.

Έρχονταν και από τα γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπήκε μέσα κάποιος και του λέγει ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης: «Ω, καλώς τον φίλο μου τον τάδε, εσύ είσαι που την τάδε μέρα έκανες αυτό και αυτό, ήρθες και εσύ να προσευχηθείς για να με βασανίσεις;».

Όντως ήταν αλήθεια αυτά και ο άνθρωπος αυτός έφυγε καταντροπιασμένος, δεν άναψε ούτε κερί. Το παράδοξο είναι ότι η δαιμονισμένη έβλεπε προς το Ιερό, δεν γύρισε να δη πίσω της, που ήταν πολύς κόσμος, αλλά τον είδε με άλλο τρόπο και του αποκάλυψε τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του.

Κάποιο βράδυ, ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και ο παπά-Γιάννης διάβαζε την δαιμονισμένη, είπε κάποιος στον διπλανό του: «Κάνε καλά τον σταυρό σου. Σταυρός είναι αυτός που κάνεις, λες και παίζεις μαντολίνο». Ακούστηκε τότε η φωνή της δαιμονισμένης να λέει: «Άφησε τον άνθρωπο, καλά κάνει τον σταυρό του».

Η δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στείλτε να φέρετε τον φίλο μου τον τάδε παπά». Ήταν ένας παπάς σε κάποιο χωριό που η ζωή του δεν ήταν καλή. Αυτός ο παπάς δεν τόλμησε να έρθει στην Εκκλησία.

Ο αγώνας του παπά-Γιάννη συνεχίσθηκε για να βγάλει το δαιμόνιο από την γυναίκα. Σ' αυτό το διάστημα πληροφορήθηκε από το ίδιο το δαιμόνιο που ήταν μέσα στην γυναίκα, ότι είναι ο Εωσφόρος, ο αρχηγός των δαιμόνων. Μπήκε μέσα της κατά την ώρα που τηγάνιζε ψάρια, επειδή ο αδελφός της αγανακτισμένος από κάποια αφορμή της είπε να μπει ο διάβολος μέσα της. Από εκείνη την στιγμή δαιμονίστηκε η γυναίκα.

Ο αγώνας τώρα για τον παπά-Γιάννη ήταν σκληρός. Ο διάβολος τον έβριζε, τον απειλούσε λέγοντας ότι θα γκρεμίσει την Εκκλησία, θα κάψει το χωριό, «θα βγω απ' αυτή την σκύλα», έλεγε, «και θα μπω στην κόρη και στον γιό σου». Ο παπά-Γιάννης του απαντούσε: «Δεν έχεις δικαίωμα να μπεις πουθενά, μόνο στην άβυσσο έχεις δικαίωμα να πάς».

Μετά από ένα μήνα, ένα βράδυ αφού τελείωσε η Παράκληση και έφυγε ο κόσμος μαζί και η δαιμονισμένη, ο παπά-Γιάννης έκλεισε την πόρτα της Εκκλησίας, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα για να ελευθερωθεί η βασανισμένη ψυχή από το δαιμόνιο.

Από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις τρεις το πρωί προσευχόταν συνεχώς. Ανησύχησαν οι χωριανοί για τον παπά-Γιάννη που δεν επέστρεψε σπίτι του, κοντά στα παιδιά του που τον περίμεναν. Πήγαν μαζί με τα παιδιά του και τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται. Η κόρη του που ήξερε από άλλες φορές, είπε: «Αφήστε τον να προσευχηθεί». Όταν συνήλθε ο παπά-Γιάννης από την προσευχή που είχε απορροφηθεί, πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί. Στον ύπνο του άκουσε φωνή που του είπε: «Παπά-Γιάννη, η γυναίκα μετά τις τριάντα εννιά μέρες, αφού περάσει η 12η ώρα, τα μεσάνυχτα, θα ελευθερωθεί από τον σατανά».

Την τελευταία ημέρα είπε ο σατανάς στον παπά-Γιάννη: «Παπά-Γιάννη με εξόντωσες». Και πράγματι την 40η ημέρα βγήκε από την γυναίκα η οποία ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και έζησε έκτοτε υγιής πολλά χρόνια.

Ο παπά-Γιάννης στο δωμάτιο που κοιμόταν με τα παιδιά του, δεν είχε σχεδόν τίποτε εκτός από δύο «τσόλια» (σκεπάσματα, κουβέρτες), τα οποία είχαν δώσει οι γυναίκες του χωριού. Στο ένα κοιμόνταν τα παιδιά του και στο άλλο αυτός. Έστρωνε το μισό κάτω στο πάτωμα και με το άλλο μισό σκεπαζόταν.

Είχε μεγάλη πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Αισθανόταν ότι η προσευχή του εισακούεται από τον Θεό και γι' αυτό γίνονται θαύματα. Έλεγε: «Όταν ζητήσω από τον Θεό να ισοπεδώση το βουνό δια της προσευχής, της νηστείας και της ελεημοσύνης, θα ισοπεδωθεί. Ο άνθρωπος, όταν τηρήσει αυτά τα τρία είναι από τώρα στον παράδεισο».
Είχε πολύ μεγάλη φτώχεια ο παπά-Γιάννης γιατί όσα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Κάποιος το πρώτο Πάσχα που έκανε στο χωριό, του χάρισε μία γίδα με το μικρό της κατσικάκι. Το κατσικάκι να το σφάξει για να γιορτάσει το Πάσχα, και την γίδα να την έχει να πίνουν λίγο γάλα, όταν δεν έχει νηστεία. Ο παπά-Γιάννης δεν κράτησε την γίδα και το κατσίκι. Τα πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε ρούχα για τα ορφανά του χωριού, να χαρούν κι αυτά την ημέρα της Αναστάσεως.

Ήταν επίσης μεγάλος νηστευτής. Την Σαρακοστή νήστευε εξήντα μέρες από λάδι, γι' αυτό στο χωριό την Σαρακοστή την έλεγαν Εξηντάρα. Ο παπά-Γιάννης ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα σπίτι σε μία άγνωστη τοποθεσία και τον νοικοκύρη του σπιτιού να τρώγει ένα ψόφιο σκυλί. Ρώτησε που βρίσκεται αυτό το σπίτι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τον κατατόπισαν. Πήγε ο παπά-Γιάννης με συνοδεία, βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η γυναίκα.

Μαζί της ήταν και το παιδί της. Ο άνδρας της έλειπε στα κτήματα. Πάντως όταν τον ειδοποίησαν ήρθε τρέχοντας, πλύθηκε, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Είχε ακούσει για την αγιότητα του παπά-Γιάννη και την θεραπεία της δαιμονισμένης, αλλά δεν τολμούσε να τον συναντήση, διότι η συνείδησή του ήταν βεβαρημένη. Στην εκκλησία δεν πήγαινε, κρεοφαγούσε στις νηστείες, βλασφημούσε και με την γυναίκα του ζούσε παράνομα γιατί ήταν αστεφάνωτοι. Είχε όμως καλή διάθεση. Ζήτησε και εξομολογήθηκε αμέσως. Μετά στεφανώθηκε από τον παπά-Γιάννη και έζησε ως καλός χριστιανός.

Ο παπά-Γιάννης, ο χαριτωμένος λειτουργός του Υψίστου με την ασκητική του ζωή, την ακτημοσύνη του και την αδιάλειπτη προσευχή, είχε γίνει γνωστός σ' όλη την γύρω περιοχή. Έρχονταν οι άνθρωποι να τον συμβουλευτούν και να τους διαβάσει ευχή να γίνουν καλά. Τον θεωρούσαν μεγάλο Προφήτη και θαυματουργό. Έρχονταν επίσης άγνωστοι άνθρωποι από διάφορα μέρη και αυτός έλεγε: «Εσύ είσαι ο τάδε και ήρθες εδώ γι' αυτό και γι' αυτό το λόγο».

Διηγείται κάποιος από την Σκουτερά που στο πατρικό του σπίτι έμενε ο παπά-Γιάννης, ότι είχε πει κάποτε: «Μια ημέρα θα αποκαλυφθεί το λείψανο ενός Αγίου στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας και υστέρα το Μοναστήρι θα πάρει μεγάλη φήμη». Αλλά το χωριό του που τον λάτρευε δεν τον χάρηκε πολύ, γιατί τον πήραν για εφημέριο στο χωριό Καινούργιο. Μετά τον ζήτησαν και τον πήραν στην Πελοπόννησο. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του και τώρα σίγουρα θα έχει κοιμηθεί.

Αιωνία του η μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ι. Ησυχαστήριον Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΓΑΜΠΡΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ!

 Γερόντισσα Λαμπρινή Βέτσιου
Άγγελος βρίσκει γαμπρό για το παιδί της
 
Διηγήθηκε η γιαγιά Λαμπρινή: «Η κόρη μου Σταθούλα είχε περάσει τα δεκαοχτώ της και ήταν καιρός για παντρειά. Άρχισαν τα προξενιά αλλά δεν μ' ανέπαυαν οι γαμπροί. Ήταν ευκατάστατοι, καλοί άνθρωποι, αλλά με σαλεμένη καθαρότητα. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε τόσο λόγο η νύφη για την επιλογή του γαμπρού, και επειδή είχα την μέριμνα του γαμπρού, ήθελα πρώτα απ’ όλα να είναι καθαρός, αγνός. Η Σταθούλα δεν είχε κλίση για καλογερική, όπως εγώ, και έπρεπε να βρεθεί γαμπρός».

Μια μέρα το βράδυ που πήγα στο κρεββάτι να κοιμηθώ, πήρα ως συνήθως να διαβάσω ένα βιβλίο, και ήμουν στενοχωρημένη γιατί δεν βρισκόταν ο γαμπρός. Ο άνδρας μου κοιμόταν χωριστά για να μην τον ενοχλώ.
Μόλις είχε πάρει ο ύπνος τον άνδρα μου, άνοιξε το παράθυρο μόνο του, και μπήκε ο φύλακας Άγγελός μου. Πήρε το πνεύμα μου. Στο κρεββάτι μου έμεινε το σώμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε - βαδίζαμε χωρίς να ξέρω που πάμε. Φθάσαμε στην Πρέβεζα. Μου λέει: «Μην σταματάς καθόλου. Θέλουμε να πάμε στην Λευκάδα». Εγώ δεν ήξερα που είναι η Λευκάδα.
Φθάσαμε στο νησί, πήγαμε σ’ ένα σπίτι στην εξώπορτα. Μου λέγει ο Άγγελος:
- Κάθησε εδώ και εγώ θ' ανοίξω την πόρτα. Να κοιτάς μέσα...
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και είδα ένα νέο όρθιο, με κουστούμι, με την πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε να κλείσει την πόρτα, γιατί του φάνηκε ότι άνοιξε μόνη της, και τον είδα και από μπροστά. Ο Άγγελος ήταν πνεύμα, και εγώ στην αυλή και δεν μας έβλεπε...
- Σου αρέσει για γαμπρός στην κόρη σου;
- Καλός είναι αλλά είμαστε μακρυά.
- Άγγελος είναι και αυτός, όπως και εγώ.
- Άγγελο θα πάρει η κόρη μου; Άνθρωπος είναι, πώς θα πάρει Άγγελο; ( αυτός όμως εννοούσε την καθαρότητα του).
- Από τώρα δεν θα κάνεις άλλο συνοικέσιο για την κόρη σου ό,τι και να σου λένε οι άλλοι, θα περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιών, αλλά θα σου τον φέρω τον γαμπρό μόνο του και θα βρει την κόρη σου...
Ξεκινήσαμε την επιστροφή με τον ίδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια και πήγε η κόρη μου με τον γιό μου σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί ήταν ο γαμπρός. Μόλις την είδε ήρθε και την ζήτησε σε γάμο. Κατάλαβα ότι ήταν αυτός που ήθελε ο Θεός. Τον δεχτήκαμε και δόξασα τον Θεό για την μεγαλοσύνη Του.

 Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

ΕΛΕΝΑΜΠΑ Η ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΗ

 
Ελέναμπα η Προορατική
 
Στο χωριό Κεφαλοχώρι που βρίσκεται στην περιοχή της Νίκαιας της Μικράς Ασίας, πριν από την Ανταλλαγή, ζούσε μία ευλαβής και χαριτωμένη νέα, η Ελένη. Την αποκαλούσαν Ελέναμπα, δηλαδή Ελένη που είχε γεροντική σύνεση, διάκριση και μιλούσε σαν Αββάς (Γέροντας).
 
Ήταν ορφανή από γονείς και εργαζόταν ως υπηρέτρια σ’ έναν πονόψυχο Τούρκο. Τη νύχτα η «Ελέναμπα» προσευχόταν πολλές ώρες. Ο Τούρκος την άκουγε που έλεγε στην προσευχή της: «Να πάρω και αυτουνού τις αμαρτίες». Προσευχόταν δηλαδή για άλλους ανθρώπους. Ο Τούρκος έβλεπε να έρχονται πολλοί άνθρωποι να την συμβουλευθούν και κατάλαβε ότι έχει ιδιαίτερη χάρη. Την είχε σε μεγάλη εκτίμηση και αισθανόταν ότι τον βοηθά ο Θεός για χάρη της «Ελέναμπα». Σημείωνε ο ίδιος τα γεγονότα και τις προφητείες της, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι η «Ελέναμπα» είχε χάρισμα προορατικό.
 
Τότε πολλούς Έλληνες τους επεστράτευαν στον τουρκικό στρατό στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) για πέντε με δέκα χρόνια, με σκοπό την εξόντωση τους. Δεν έδιναν σημεία ζωής και οι οικογένειές τους ανησυχούσαν. Οι γυναίκες πήγαιναν και ρωτούσαν την «Ελέναμπα» αν ζουν ή αν έχουν σκοτωθή. Εκείνη για να μην αμφισβητήσουν ότι θα τους έλεγε, πρώτα περιέγραφε τον άνδρα.
Έλεγε π.χ.: «Ο άνδρας σου είναι ψηλός, ξανθός με μουστάκι». Πρόσθετε και άλλα χαρακτηριστικά και ύστερα έλεγε αν πέθανε ή αν ζη ή πότε θα γυρίσει.
 
Επίσης έλεγε: «Θα ρθεί καιρός που οι άνθρωποι θα μπερδευτούν». (Εννοούσε πνευματικό η φυλετικό μπέρδεμα. Σήμερα και τα δυό υφίστανται).
 
Κάποια ημέρα είπε στους συγγενείς της: «Εσείς θα φύγετε και μένα θα μ’ αφήσετε εδώ. Πάλι θα ξαναρθήτε, αλλά αυτά τα μέρη θα αλλάξουν».
 
Πριν πεθάνη ζήτησε να τη ντύσουν με μαύρα ρούχα σαν μοναχή.
 
Όλοι στο χωριό την «Ελέναμπα» την είχαν σε ευλάβεια για τις αρετές και τα χαρίσματα της. Πίστευαν ότι είναι Αγία. Περισσότερες λεπτομέρειες από την ζωή της δεν διασώθηκαν. Μόνον ότι εκοιμήθη σε ηλικία μικρότερη των δεκατεσσάρων ετών, γύρω στο 1920, πριν από την Ανταλλαγή, όπως δηλαδή είχε προφητεύσει. Εκεί που ετάφη ανέβλυσε αγίασμα και όσοι άρρωστοι έπιναν, θεραπεύονταν.
 
Με την Ανταλλαγή οι συγγενείς της και οι συγχωριανοί της ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο νομό Σερρών, δημιουργώντας έτσι το Νέο Κεφαλοχώρι. Οι συγγενείς της «Ελέναμπα» έχουν φέρει ως ευλογία και φυλαχτό στο νέο χωριό τα ρούχα της και κάποια προσωπικά της αντικείμενα. Μέχρι σήμερα ανάβουν καντήλι ακοίμητο και κεριά στο σπίτι που φυλάσσονται τα προσωπικά της αντικείμενα. Την επικαλούνται στις ανάγκες και στις δυσκολίες τους και αυτή έχοντας στον θεό παρρησία, τους βοηθά.
 
Κατά την εποχή του συμμοριτοπολέμου οι αντάρτες (Κομμουνιστές) ήρθαν κατ’ επανάληψη να κάψουν το χωριό, αλλά μόλις έμπαιναν στο χωριό, άλλαζαν διάθεση, έπαιρναν τρόφιμα και φεύγοντας έλεγαν: «Κάποιος άγιος σας φυλάει, διότι ήρθαμε να κάψουμε το χωριό και μόλις μπήκαμε, άλλαξε η διάθεση μας».
 
1. Λέξη σύνθετη από το Ελένη και το Αββάς (πατήρ, Γέροντας). Την έδιναν οι Μικρασιάτες σπανίως σε γυναίκες που είχαν σύνεση και ευλάβεια για να εκφράσουν τον σεβασμό τους. Τα στοιχεία για την Ελέναμπα προέρχονται από τον αγιορείτη μοναχό Θ., συγγενή της «Ελέναμπα».
 
Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 3η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΖΑΡΗ, ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΠΟΥ ΗΞΕΡΕ ΜΟΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟ!

 Βασιλική Κουζάρη, μια χριστιανή αγωνίστρια
που ήξερε μόνο το καλό
 
Γεννήθηκε το 1891 στο Βαρώσι της Αμμοχώστου της Κύπρου, που σήμερα είναι κατεχόμενο. Η οικογένεια της ήταν πολύ φτωχή. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Η ίδια ήταν η μικρότερη. Ορφάνεψε από μάννα, όταν ήταν πολύ μικρή. Ο Κωνσταντίνος Ψαράς που ήταν χήρος με δύο παιδιά ζήτησε σε γάμο την αδελφή της Μηλιά. Η Μηλιά του έβαλε σαν όρο να πάρη μαζί της και την δεκάχρονη τότε Βασιλική και το δέχθηκε. Η Βασιλική μεγάλωσε τα δύο ορφανά και άλλα επτά παιδιά που έκανε η αδελφή της με τον Κωνσταντίνο. Όλα τα παιδιά την αγαπούσαν περισσότερο από την μάννα τους, γιατί κι αυτή τα αγαπούσε πολύ.
 
Ο Κωνσταντίνος ως αντίδωρο της προσφοράς της προς τα παιδιά του και την οικογένεια του, της αγόρασε σπίτι στο κέντρο της πόλεως. Δεν την ξεχώρισε από τα παιδιά του και φρόντισε να την προικίση και να την αποκαταστήση. Ήταν ψηλή, εμφανίσιμη, με πολύ μακρυές κόκκινες πλεξούδες, και άσπρη επιδερμίδα με πολλές φακίδες. Παντρεύτηκε τον Πολύβιο Παρασκευά από την Λάπηθο, κατά 13 χρόνια μικρότερο της, χωρίς αυτό να αποτελέση εμπόδιο, και έζησαν πολύ αγαπημένοι. Εκ φύσεως ήταν πολύ αθώα, απονήρευτη και καλωσυνάτη. Αν και φτωχή ήταν πολύ ελεήμων. Ό,τι έπεφτε στα χέρια της το έδινε ελεημοσύνη. Είχε βαθειά πίστη στον Θεό και εμπιστοσύνη ακλόνητη στην πρόνοια Του.
 
Και πριν παντρευτή και αφού παντρεύτηκε αγαπούσε να μένη πολλές ώρες την ημέρα στην Εκκλησία. Σκούπιζε, άναβε τα καντήλια και προσευχόταν. Στην οικογένεια της και στο χωριό έλεγαν: «Η Βασιλού είναι αγία». Δεν έχανε ακολουθία και τηρούσε όλες τις νηστείες κατά γράμμα. Ήταν ταπεινή και για το κάθε τι ρωτούσε τους ιερείς. Ό,τι την συμβούλευαν το εδέχετο ως θέλημα Θεού και το τηρούσε. Δεν θύμωσε και δεν μάλωσε ποτέ με κανέναν. Δεν είχε εχθρούς. Σε όλους εφέρετο με αγάπη. Ήταν πρόθυμη να βοηθήση, να δώση ό,τι της ζητούσαν, κι ας ζημίωνε την οικογένεια της. Όταν έβλεπε κάποιον να θυμώνη και να φωνάζη, εστενοχωρείτο πολύ. Έλεγε: «Τον καημένο! Τί εχει; Μήπως δεν είναι καλά;». Ήταν πολύ ταπεινή. Δεν ήθελε να την ξέρη και να μιλά κανείς γι’ αυτήν. Ό,τι καλό έκανε, το έκρυβε επιμελώς.
 
Έλεγε πάντα την αλήθεια. Η γλώσσα της δεν μπορούσε να πή ψέματα, κι ας ήταν πολλές φορές εις βάρος της. Η Βασιλική, εκτός από τα εννιά παιδιά του Κωνσταντίνου, μεγάλωσε και τα δύο δικά της και αργότερα και τα εγγόνια της. Φαίνεται πως είχε γεννηθή για να μεγαλώνη παιδιά. Τα πήγαινε πολύ καλά μαζί τους, αλλά και με όλο τον κόσμο. Στα τόσα καλά που είχε η Βασιλική είχε και ένα φυσικό ελάττωμα ή συνήθεια, να μιλά πολύ. Ήταν πολυλογού, σε σημείο που έμεινε παροιμιώδης η πολυλογία της. Όταν κάποιος μιλούσε πολύ οι άλλοι έλεγαν: «Να,η Βασιλού». Από την πολυλογία της μερικές φορές ξεχνιόταν και έκαιγε το φαγητό. Ερχόταν ο άνδρας της από την δουλειά για να φάη το μεσημέρι, και αυτή με χαριτωμένο τρόπο του έλεγε: «Πολυβάκο μου, έκαψα το φαί. Να σου τηγανίσω δύο αυγά;».
 
Αυτός δεν διαμαρτυρόταν, έτρωγε κάτι πρόχειρο και πήγαινε πάλι στην δουλειά του. Ενώ όμως μιλούσε τόσο πολύ η Βασιλική για τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους και για την οικογένεια της, δεν κατέκρινε ποτέ κανέναν. Ήταν πολύ αυστηρή στην κατάκριση, την θεωρούσε μεγάλη αμαρτία και ποτέ δεν σχολίαζε τα έργα των ανθρώπων. Έλεγε στην κόρη της: «Ανδρούλα, δεν θα σε δείρω ποτέ (και πράγματι, ποτέ της δεν έδειρε τα παιδιά της). Αλλά αν σε ακούσω να πής κάτι κακό για κάποιον άνθρωπο, θα σου την δώσω στο στόμα».
 
Ο γυιός της αγάπησε μία γυναίκα με τρία παιδιά κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερη του. Η Βασιλική την δέχθηκε με πολλή αγάπη και έδωσε την ευχή της, που τους στήριξε και πρόκοψαν. Έλεγε για τη νύφη της: «Αυτήν μας έστειλε ο καλός Θεός. Είναι πολύ καλή». Η παρουσία του Θεού ήταν έντονη και ζωντανή στην ζωή της. Σε μεγάλη ηλικία πήγε προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Σε κάποιο προσκύνημα οι υπόλοιποι την άφησαν πίσω γιατί ήταν ηλικιωμένη. Αυτή προχώρησε μόνη της, με μεγάλη ευκολία και στην απορία των άλλων είπε ότι την κρατούσε η Παναγία. Οι άλλοι δυσπιστούσαν ενώ αυτή επέμενε ότι ένιωθε ένα χέρι που την κρατούσε και την στήριζε, και βάδιζε εύκολα.
 
Δεν πήγε ποτέ σε γιατρό. Γιατρός της ήταν η Παναγία. Όταν αρρώσταινε έλεγε στον γυιό της: «Παναγιώτη, όχι γιατρό. Πάρε με στην Παναγία». Την έπαιρνε σηκωτή στην Εκκλησία της Αγίας Ζώνης στο Βαρώσι. Προσευχόταν, αλειφόταν με λαδάκι και γύριζε πίσω με τα πόδια υγιής. Μετά τον ξερριζωμό του 1974 η Βασιλική με τον σύζυγο της και την οικογένεια του γυιού της, κατέφυγαν στο προάστιο Πολεμίδια της Λεμεσού. Εκεί έζησε τέσσερα χρόνια και εκοιμήθη το 1978 σε ηλικία 87 ετών. Όλα τα παιδιά που μεγάλωσε μαζεύτηκαν και με αγάπη έκαναν την κηδεία της. Πρόσφεραν και χρήματα γιατί τότε μετά την προσφυγιά, υπήρχε μεγάλη φτώχεια.
 
Μετά από πέντε χρόνια εκοιμήθη και ο σύζυγος της. Για να τον θάψουν άνοιξαν τον τάφο της να κάνουν την ανακομιδή των οστών της και όλοι εξεπλάγησαν. Το φόρεμα και τα μαλλιά της Βασιλικής ήταν άθιχτα και τα οστά της ευωδίαζαν. Αυτό το επιβεβαιώνουν όλοι οι παρόντες κατά την εκταφή. Ο γυιός της έλεγε στην αδελφή του: «Ανδρούλα, δεν είμαι πολύ της Εκκλησίας. Αλλά τι να σου πώ! Όταν ανοίξαμε τον τάφο της μάννας, ευωδίαζε».
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
 
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ.103-107,  Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, 2012

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: Η ΑΓΡΑΜΜΑΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΥ ΕΦΘΑΣΕ ΣΤΗ ΘΕΩΣΗ!

Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης
H αγράμματη γιαγιά που έφθασε στη θέωση!
 
"Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και ή μητέρα τού Γέροντα [Εφραίμ του Κατουνακιώτη]. Αυτή ή υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι' αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.

Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ό γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; 'Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή ή γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσου­με θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί. το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ό αξιωματικός. Απορούσε ή κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ό Γέροντας, Όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται ή κόρη της: «Όταν ή μητέρα μας έγινε μεγαλό­σχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνη τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! "Τι λέγεις, μητέρα;" τη ρωτούσα, "τι βλέπεις;" "Τι να σου πω, παιδί μου, τι Όμορφα! Τι έβλεπα! Άλλα που βρίσκομαι;" Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
-Μετά μία εβδομάδα πού ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ό θάνατος της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε ή μοναχή πού την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοί­μαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: "Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώμα­τα;" "Όχι, κυρία Ελένη", άπαντα, "δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό πού ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα πού την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι' αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε ή μητέρα σας". Μείναμε κατάπληκτοι!
-Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκει­ται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, πού ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε ή μητέρα μας παρά ό επιτάφιος».
Και ό ίδιος ό Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι' αυτήν, έπαιρνα* δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
-Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε ή μητέρα μου στον Χριστό: "Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία". Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
-Πολλές φορές έβλεπα Ότι ή μητέρα μου είναι ό γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο...
-Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατο της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: ή μητέρα μας έφθασε σε υψηλά πνευματικά μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ό γέρο-Ιωσήφ μητέρα μου, και ή μητέρα μου γέρο-Ιωσήφ ήτανε.
-Ή μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γέρο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή πού έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό»."

από το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης»,
Εκδ . Ι . Ησυχαστηρίου «Αγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Ορος.

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ
ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ…

Άλλη φορά, όπως διηγήθηκε, η Παναγία της έδειξε την κόλαση και τον παράδεισο: «Το 1982 ήμουν στην σπηλιά της Αγίας Παρασκευής στου Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στην σπηλιά με άλλες γυναίκες και σκέφτηκα: «Αχ, σπηλιά, που να σ' εύρισκα, να 'ναι δική μου αυτή η σπηλιά...»

-Όχι, όχι, μου είπε μια φωνή. Η σπηλιά η δική σου είναι της Παρθένου (της Παναγίας δηλαδή).
-Που είναι αυτή η σπηλιά;
-Θα σου την βρω εγώ, αλλά μετά από καιρό.
Πέρασαν πέντε χρόνια για νάρθει ο καιρός. Εγώ στο διάστημα αυτό έψαχνα. Άκουγα για σπηλιά και έπαιρνα καμμιά γυναίκα για παρέα και πήγαινα. Το βράδυ πού γύριζα στο σπίτι και έκανα προσευχή άκουγα φωνή: «Όχι αυτού, παιδί μου. Άδικα κουράστηκες».

Μία μέρα με κάλεσε η ξαδέλφη μου στην Άρτα για δουλειά. Εκεί μίλησε για μια σπηλιά που θα πήγαινε την άλλη μέρα με άλλες γυναίκες. Αποφάσισα να πάω. Ξεκινήσαμε το πρωί στις πέντε με τα πόδια.
Μόλις φθάσαμε η σπηλιά δεν φαινόταν εξωτερικά παρά μόνο δυο τρύπες πού χωρούσες σφηνωτά. Κοντά στην είσοδο της σπηλιάς είχε και εκκλησάκι. Είχα πάρει μαζί μου λαμπάδες και κεριά. Αναρωτήθηκα: «Είναι άραγε αυτή η σπηλιά»; Και άκουσα φωνή: «Εδώ μέσα είμαι. Κράτησε μια λαμπάδα για να μπεις στην σπηλιά».

Για να ξεφύγω τις γυναίκες είπα ότι είμαι κουρασμένη και θα καθίσω λίγο να ξεκουραστώ.
Μόλις αυτές μπήκαν στο Εκκλησάκι, άναψα την λαμπάδα και μπήκα μέσα στην σπηλιά.
Ήταν μεγάλη η σπηλιά. Μέσα είδα την Παναγία καθαρά, έσκυψα και την προσκύνησα. Τότε ξέχασα τα πάντα, ήθελα να μείνω για πάντα εκεί σ' όλη μου την ζωή. Προσκυνούσα συνέχεια την Παναγία και μου είπε:

- Φθάνει. Θα δεις πολλά εδώ μέσα, θα δεις τον άλλο κόσμο. Αυτά που θα δεις εσύ, να τα ομολογήσεις σε πρόσωπα που τα αγαπάνε αυτά. Άμα βλέπεις αδιαφορία, δεν θα λες τίποτε. Και στις γυναίκες έξω αδιαφορία θα δείξεις άμα βγεις. Αν σε ρωτήσουν θα πεις πήγα να προσευχηθώ μέσα στην σπηλιά. Τώρα όμως βγες έξω αμέσως διότι σε ζητάνε. Μετά απόφευγε τις με τρόπο και ξαναμπές να συνεχίσουμε. Θα τις ετοιμάσω και εγώ εσωτερικά να δεχθούν ό,τι τους πεις.

Βγήκα έξω και τις καθησύχασα διότι με ψάχνανε και φωνάζανε. Είχε αλλοιωθεί το πρόσωπό μου από την συνάντηση με την Παναγία, το κατάλαβαν και μου έλεγαν: «Γιατί είσαι έτσι; Τι έπαθες»;
Εγώ δικαιολογήθηκα ότι φοβήθηκα λίγο στο σκοτάδι της σπηλιάς και χλώμιασα. Τους είπα ότι θα ξαναμπώ στην σπηλιά να προσευχηθώ και αυτές το δέχθηκαν. Άναψα την λαμπάδα και ξαναμπήκα. Η Παναγία με περίμενε και μου είπε: «Μη φοβάσαι τώρα. Οι γυναίκες θα σε περιμένουν, και μόλις σε δουν θα πουν: Δόξα σοι ο Θεός».

Με πήρε ύστερα η Παναγία σ’ έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία.
Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»!
–Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό…
Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.
Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν…

Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή».
Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι…
Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. Δεν αντέχουν το κάψιμο.

Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:
– Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; Δεν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;
– Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις, να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.
– Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω. Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα;
– Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις…

Εμένα, (έλεγε η Λαμπρινή ), μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι;
Η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου».
–«Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια».
–«Μη γένοιτο», μου είπε.
Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω…
«Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».
Φεύγοντας είπε η Παναγία:
«Ευλογημένοι να είστε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε.

Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».
Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν».
Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε:
«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ’ ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.
Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.
Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.

Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την αρρώστια του. Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.
Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ’ αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου.
Ύστερα η Παναγία συνέχισε: Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο στην γη.
Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θαρθούν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ’ όποιον τ’ απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος…»

Η Λαμπρινή άλλη φορά προείδε τον θάνατο της ανεψιάς της:
«Είχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ότι την Τετάρτη θα κοιμηθεί η ανεψιά μου Κασσιανή. Αυτή με επισκέφθηκε το προηγούμενο Σάββατο το απόγευμα και μου είπε ότι συμφώνησε με τον παπά να κάνουμε Λειτουργία την ερχόμενη Τετάρτη, με κάλεσε και μένα να βοηθήσω.
Είχα ευλογία από τον Δεσπότη να ψέλνω στο αναλόγιο όταν υπήρχε ανάγκη. Της λέω: «Όχι την Τετάρτη αλλά τη Δευτέρα». Αυτή επέμενε την Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στον παπά και δεν μπορούσε να το αλλάξει.
Για να την διευκολύνω πήγα τότε εγώ και το άλλαξα. Έγινε η Λειτουργία, είχαμε προετοιμαστεί και κοινωνήσαμε.
Η Κασσιανή έδειχνε υγιέστατη. Με ευχαρίστησε πού βοήθησα και εγώ στην θεία Λειτουργία και αποχαιρετιστήκαμε.
Την Τετάρτη τα χαράματα την Κασσιανή την πήρε τηλέφωνο ο αδελφός της Νίκος να πάει στην κλινική, διότι θα γεννούσε η γυναίκα του Όλγα και ήθελε να έχει κάποιον δίπλα του. Πήγε η Κασσιανή, αλλά αμέσως μετά την γέννα η Κασσιανή έπαθε πνευμονικό οίδημα και εκοιμήθηκε ύστερα από λίγο…
Γι’ αυτό σας λέω, δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε.

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»