ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (2ο ΜΕΡΟΣ)

Άνθρωπος και Περιβάλλον κατά τον Μέγα Βασίλειο (2ο μέρος)

Ο Μ. Βασίλειος αξιολογεί κάθε πλάσμα με βάση δύο αρχές: 1. ότι ο Θεός έπλασε τα πάντα «καλά λίαν», ως πολύ καλά – τέλεια για τα ανθρώπινα μέτρα, και 2. ότι «…οὐδὲν περιττὸν οὐδὲ ἐλλεῖπονἐν τοῖς κτισθεῖσι δυνατὸν εὑρεθῆναι», δεν μπορεί δηλαδή να βρει κανείς τίποτε περιττό ή άχρηστο στην φύση. Αυτές οι αρχές αποτελούν την πεμπτουσία της στάσης του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά και γενικότερα των πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στην φύση.

Αν θα θέλαμε να εκφραστούμε κάπως καταχρηστικά και με σύγχρονους όρους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζουν τον πυρήνα της χριστιανικής οικολογικής συνειδήσεως. Πρόκειται για μια αλήθεια της οποίας το βάθος και η σημασία είναι ανάλογη της απλότητας και της σαφήνειας με την οποία διατυπώνεται. Δυστυχώς όμως αυτή η χριστιανική αλήθεια, η οποία λέχθηκε σε μία εποχή πολύ μακρινή χρονικά από εκείνη στην οποίαν αρχίζουν και εμφανίζονται τα οικολογικά προβλήματα, λησμονήθηκε και τέθηκε στο περιθώριο από τις σύγχρονες χριστιανικές κοινωνίες, μέσα στις οποίες γεννήθηκαν για πρώτη φορά τα προβλήματα αυτά.

Η σκέψη του ιερού πατέρα προχωρά ακόμη βαθύτερα στην ουσία της σχετικής οικολογικής προβληματικής. Λέει: «Μη νομίσεις άνθρωπε ότι επειδή στην φύση υπάρχουν ζώα ή φυτά τα οποία μπορεί να βλάπτουν εσένα, αυτά είναι άχρηστα ή δημιουργήθηκαν από λάθος του δημιουργού. Αυτά τα οποία μπορεί να φαίνονται βλαπτικά σε εσένα είναι ωφέλιμα για άλλες ζωντανές υπάρξεις. «…οὐ πάντα τῆς γαστρὸς ἕνεκεν τῆς ἡμετέρας δεδημιούργηται». Ο Θεός δεν έλαβε υπόψη του μόνον την ευδαιμονία του ανθρώπου, αλλά προνόησε με φροντίδα και αγάπη για όλα τα δημιουργήματά του. Με αυτήν την άποψη αντικρούεται η παρερμηνεία της βιβλικής και πατερικής άποψης ότι ο άνθρωπος είναι κορωνίδα της κτίσεως. Εσφαλμένα ερμηνευμένη αυτή η άποψη, οδήγησε στην θεμελίωση ενός εγωιστικού ανθρωποκεντρισμού, ο οποίος αποτέλεσε την ιδεολογική βάση του οικολογικού προβλήματος.

Με αυτό το δεδομένο μπορεί κάποιος να πει ότι δίκαια κατηγορήθηκε ο χριστιανισμός ως η μήτρα που κυοφόρησε την οικολογική κρίση. Πρόκειται ωστόσο για μία παρερμηνεία του χριστιανισμού, η οποία βλέπει τον άνθρωπο ως άτομο εγωκεντρικό αποξενώνοντάς τον από τον Θεό, την κτίση και τον συνάνθρωπο. Η λανθασμένη αυτή αντίληψη και στάση γεννήθηκε στην χριστιανική δύση και πέρασε ως πρακτική και στην Ορθόδοξη Ανατολή.

 Η αυθεντική χριστιανική αντίληψη όπως εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή και τα έργα των πατέρων κείται στον αντίποδα του εγωιστικού ανθρωποκεντρισμού. Όχι μόνον αυτό, αλλά μέσα στην Εξαήμερο βλέπουμε σε ορισμένα σημεία να υποβόσκει ένας θεολογικός φυσιοκεντρισμός ο οποίος συμφωνεί με τις αρχές της σύγχρονης οικολογίας. Λέει ο Μ. Βασίλειος: «Σπόροι που για εσένα άνθρωπε είναι δηλητήριο, αποτελούν θρεπτική τροφή για τα πουλιά και ουσίες που σε βλάπτουν είναι θεραπευτικές και ευεργετικές για τα ψάρια». Η άποψη αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πρακτική του ανθρώπου των σύγχρονων κοινωνιών να εξουδετερώνει οτιδήποτε τον ενοχλεί ή το θεωρεί βλαπτικό μέσα στην φύση, χωρίς να σκεφτεί στο ελάχιστο για τις συνέπειες της πράξης αυτής στους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς.

Ακόμη και η ανθρώπινη πτώση και η αμαρτία οι οποίες διατάραξαν τις σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό και την κτίση δεν στάθηκαν ικανές να αλλοιώσουν την τελειότητά της, η οποία προηγείται χρονικά κατά πολύ από την εμφάνιση του κακού στον κόσμο. Τέτοια τελειότητα παρατηρεί στην κτίση ο μέγας ιεράρχης, που μέσω επιστημονικών παρατηρήσεων συμπεραίνει ότι κάθε πλάσμα, ανεξάρτητα με το αν έχει την δυνατότητα να σκέπτεται ή όχι, κρύβει βαθειά μέσα του την μυστική σοφία του δημιουργού.

Αυτήν στην σοφία ο ίδιος την διακρίνει στην συμπεριφορά και την ζωή των φυτών και των ζώων σε τέτοιο σημείο, ώστε να εξάγει διδακτικά συμπεράσματα σχετικά με την πνευματική, κοινωνική και ηθική  ζωή του ανθρώπου. Αν θέλουμε να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στην σκέψη του, μπορούμε ίσως να πούμε ότι ο Μ. Βασίλειος παροτρύνοντας τον άνθρωπο να διδαχθεί και να παραδειγματισθεί από τα φυτά και τα ζώα, δείχνει ότι τον αντιλαμβάνεται όχι αποκλειστικά ως άρχοντα, αλλά και ως οργανικό μέλος της φύσης.

Μέσα στην ζωή του πελαργού βλέπει την φροντίδα των παιδιών προς τους γέροντες γονείς, την συμπεριφορά της τρυγόνος προβάλει ως παράδειγμα συζυγικής αφοσίωσης για άνδρες και γυναίκες. Παρατηρώντας την πρόσκαιρη ομορφιά των λουλουδιών την αντιπαραβάλλει με τον βραχύ χρόνο της ανθρώπινης ζωής και παίρνει αφορμή για να καταδικάσει την αυθαιρεσία των πολιτικών αρχόντων προς τον λαό. Στον κόσμο της θάλασσας, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό ψέγει την λαίμαργη επιθυμία για πλουτισμό.  Δεν κάνει απλή ηθικολογία, αλλά εμβαθύνει στις κοινωνικές και πνευματικές επιπτώσεις των ανθρώπινων πράξεων και επιλογών.

 Και δεν στέκεται μόνον σε αυτά ο μεγάλος διδάσκαλος, αλλά προχωρά προς το «τέλος», προς τα αιώνια. Ο Θεός, λέει, δεν προνοεί μόνον για το πώς θα επιβιώσουν τα πλάσματά του, αλλά έχει χαρίσει ακόμη και στα μη λογικά κτίσματα κάποια αίσθηση του μέλλοντος, ώστε παρατηρώντας την εμείς οι άνθρωποι να ενθυμούμαστε ότι δεν τελειώνουν όλα σε αυτήν την ζωή. Ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί την φύση και το σύμπαν ολόκληρο εσχατολογικά. Η υλική δημιουργία υπόκειται στον χρόνο. Ό,τι έχει χρονική αρχή, έχει και ένα τέλος. Το τέλος αυτό όμως για τους πατέρες δεν σηματοδοτεί το τέλος της κτίσεως, αλλά το τέλος της  φθοράς της.

Στο σημείο αυτό έγκειται η σημαντικότερη ίσως διαφορά μεταξύ των φυσικών επιστημόνων και της πατερικής σκέψης. Οι πατέρες θεωρούν ότι η κτίση μαζί με τον άνθρωπο πορεύονται προς τα «έσχατα», προς την μεταβολή σε ένα «ἕτερον εἶδος ζωῆς». Την ζωή αυτή εγκαινιάζει ο Χριστός με την εκ νεκρών Ανάσταση στην οποία η φθαρτή φύση ενδύεται την αφθαρσία ξεφεύγοντας έτσι από τις κατηγορίες του χρόνου, από την φθορά και τον θάνατο. Η αλήθεια αυτή διαποτίζει κάθε πτυχή της σκέψης όλων των Μεγάλων Πατέρων και ολόκληρης της Εκκλησίας. Η αλήθεια και η προοπτική της Αναστάσεως του ανθρώπου και ολόκληρης της κτίσης είναι ίσως το μεγαλύτερο και ισχυρότερο οικολογικό μήνυμα που μπορεί να προσφέρει στον κόσμο η Εκκλησία. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος μπορέσει να κατανοήσει και να βιώσει ότι η φύση δεν είναι απλά ο χώρος της ατομικής του επιβίωσης, αλλά ο συνοδοιπόρος του προς την αιωνιότητα, τότε ίσως μάθει όχι απλά να ζει από αυτήν, αλλά να ζει μαζί με αυτήν.

Πηγές

Βασιλείου Καισαρείας, Ομιλίαι εις την Εξαήμερον, SourcesChretiennes, 2η έκδ.  Παρίσι 1968.

Βιβλιογραφία

Μαντζαρίδη, Γ., Χριστιανική Ηθική ΙΙ, Θεσσσαλονίκη 2009.

–          , Η εμπειρική θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994.

Ματσούκα, Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία ΙΙ, Θεσσαλονίκη 2004.

–          , Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία  στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2004.

Πέτρου, Ι., Χριστιανισμός και Κοινωνία, Θεσσαλονίκη 2004.

  Νικολάου Κόϊου, Άνθρωπος και Περιβάλλον κατά τον Μέγα Βασίλειο, Άγιος Σεραφείμ: Τριμηνιαία Έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος & Φαναριφαρσάλων, τ.18, Ιαν.-Μαρτ. 2010, σ. 8-10.

ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (1ο ΜΕΡΟΣ)

 Άνθρωπος και Περιβάλλον κατά τον Μέγα Βασίλειο (1ο μέρος)

Ο κακώς εννοούμενος ανθρωποκεντρισμός, ο οποίος θεωρεί τον άνθρωπο ως το κέντρο του της κτίσεως με κριτήρια εκμεταλλευτικά και καταναλωτικά, βρίσκεται στην ρίζα του οικολογικού προβλήματος το οποίο στις μέρες μας το βλέπουμε να εξελίσσεται σε παγκόσμια οικολογική κρίση. Συνήθως οι προτάσεις για διέξοδο από αυτήν την κρίση στοχεύουν στην αναζήτηση ευθύνης και στην αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο. Μία πιο προσεκτκή  ματιά μας αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Μέσα από την διεισδυτική ερμηνευτική ματιά του Μεγάλου Βασιλείου στην Εξαήμερο δημιουργία μπορεί κανείς να ανακαλύψει τις αρχές της σωστής σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος.

Με αφορμή τα μεγάλα οικολογικά προβλήματα της σύγχρονης εποχής και όντας, κατά γενική ομολογία στο κατώφλι μιας οικολογικής κρίσης, γίνεται σήμερα πολύς λόγος για τις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον. Μας χωρίζουν κάτι λιγότερο από δεκαεπτά αιώνες από την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου και λίγα πράγματα στον πλανήτη μας θυμίζουν πλέον το φυσικό περιβάλλον εκείνης της εποχής. Γεννιέται έτσι εύλογα το ερώτημα: Τι μπορεί να μας πει κάποιος που έζησε τον 4ο αιώνα για τις σχέσεις του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον στον εικοστό πρώτο, ακόμη και αν πρόκειται για τον πανεπιστήμονα πατέρα της Εκκλησίας, τον Μέγα Βασίλειο;

 Η θεώρηση του Μεγάλου Βασιλείου για την κτίση και την σχέση της με τον Θεό και τον άνθρωπο αποτυπώνεται κυρίως στις Ομιλίες του εις την Εξαήμερο, οι οποίες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κοσμολογικά κείμενα της πατερικής γραμματείας. Θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε κάποια στοιχεία από το εν λόγω έργο του μεγάλου Ιεράρχη, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως αφετηρία προβληματισμού αναφορικά με τις σχέσεις του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον.

Ο σκοπός του Μεγάλου Βασιλείου στην Εξαήμερο δεν είναι να συγγράψει φυσική ιστορία ή κοσμολογία, αλλά να οικοδομήσει πνευματικά τον λαό του Θεού, την Εκκλησία. Ο σχολιασμός ωστόσο και η ερμηνεία των Γραφών από τον Μ. Βασίλειο, αλλά και από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι υποκειμενικές σκέψεις και αυθαίρετα κατασκευάσματα αλλά καρπός επίπονης έρευνας και βαθειάς μελέτης, η οποία βέβαια πάντοτε σφραγίζεται από τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Έτσι ο Μ. Βασίλειος επιστρατεύει την τελευταία λέξη της επιστήμης της εποχής του για να εξηγήσει τα θαυμάσια της δημιουργίας. Χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό με μεγάλη άνεση τον φιλοσοφικό στοχασμό και επιστημονικά στοιχεία.

Ορισμένες από τις επιστημονικές του αντιλήψεις πιθανόν να θεωρηθούν ξεπερασμένες ή ακόμη και εσφαλμένες σύμφωνα με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα. Όμως το σημαντικότερο δεν είναι τόσο η εγκυρότητα των απόψεων καθεαυτή, όσο η βούληση για έρευνα που επιδεικνύει με την χρήση των πιο σύγχρονων επιστημονικών ανακαλύψεων του καιρού του. Ανατρέχει σε γνώσεις φυσικής, αστρονομίας, ζωολογίας και βοτανολογίας με εκπληκτική άνεση. Υποστηρίζει ότι τα φυσικά φαινόμενα επιδέχονται μόνον επιστημονικών εξηγήσεων, παραμερίζοντας έτσι κάθε ειδωλολατρική μυθική αντίληψη η οποία θέλει το σύμπαν υποδουλωμένο σε σκοτεινές δυνάμεις.

 Κατά τον Μ. Βασίλειο υπάρχουν μόνον δύο κατηγορίες όντων το Άκτιστο και το Κτιστό. Άκτιστος είναι μόνον ο Θεός και κτιστά είναι όλα τα άλλα όντα, τα οποία έρχονται στο είναι, μέσω του δημιουργικού του προστάγματος. Αυτή η διάκριση μεταξύ ακτίστου και κτιστού,  τον οδηγεί να υιοθετήσει μία διπλή μεθοδολογία στον τρόπο θεώρησης της δημιουργίας. Η μία μέθοδος εξετάζει το ποιος δημιούργησε τον κόσμο και η άλλη το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος. Με το πρώτο ερώτημα ασχολείται η επιστήμη της θεολογίας, ενώ με το δεύτερο οι φυσικές επιστήμες. Η διάκριση αυτή ωστόσο δεν σημαίνει ότι εκείνος που προσεγγίζει το μυστήριο του δημιουργού πρέπει να αγνοεί ή να υποτιμά το θαύμα της δημιουργίας. Αντίθετα ο θεολόγος στέκεται με σεβασμό και ειλικρινές ενδιαφέρον μπροστά στην φύση. Ο Μέγας Βασίλειος με το δικό του παράδειγμα δείχνει τον τρόπο με τον οποίον μελετώντας ο άνθρωπος τα μυστικά της φύσεως, της οποίας αποτελεί και ο ίδιος κομμάτι, αποκτά γνώση του εαυτού του και γνώση του Θεού.

 Για τον Μ. Βασίλειο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου είναι ο άναρχος τριαδικός θεός, ο οποίος δημιουργεί από αγάπη και με την ελεύθερη θεία βούλησή του τον κόσμο «εκ του μη όντος». Ο Θεός με το πρόσταγμά του δημιουργεί το σύμπαν εναποθέτοντας σε αυτό την δύναμη για την περαιτέρω εξέλιξή του μέσω των φυσικών νόμων. Αν και η πρόνοια και η φροντίδα του Θεού για τον κόσμο είναι πάντοτε παρούσα, το σύμπαν και η ζωή μετά την αρχική στιγμή της δημιουργίας έχουν δική τους τάξη, τελειότητα και αυτονομία. Με το θεϊκό κέλευσμα το σύμπαν γεννάται και εξελίσσεται από τα ανόργανα προς τα οργανικά συστατικά και από τις ατελέστερες προς τις συνθετότερες και τελειότερες μορφές ζωής.

Η εικόνα που έχει ο επίσκοπος Καισαρείας για το σύμπαν και την φύση είναι κατ’ εξοχήν δυναμική. Τα πάντα διέπονται από φυσικούς νόμους και με βάση αυτούς εξελίσσονται και πορεύονται προς το μέλλον. Κάνει λόγο για «σπερματικές καταβολές» των ειδών και για την «εναποτεθείσα εν αυτοίς» δύναμη, ώστε να μπορέσουν να εξελιχθούν και να αναπτυχθούν σε πλήρεις οργανισμούς. Και αυτά ειπώθηκαν σε μία εποχή που δεν υπήρχε καμία γνώση για την φυσική καταγωγή των ειδών ή για τους φυσικούς μηχανισμούς της κληρονομικότητας. Ίσως θα ήταν λάθος και παραπλανητικό να προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το έργο του Μεγάλου Βασιλείου με τα αποτελέσματα της νεώτερης έρευνας. Θα βρούμε σίγουρα διαφορές, επιστημονικές ελλείψεις και λάθη. Αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει, όταν κάθε παλαιότερη γνώση συγκρίνεται με την νεώτερη.

Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι σε μία εποχή στην οποία κυριαρχούσαν οι απόψεις για σκοτεινές «μεταφυσικές» δυνάμεις οι οποίες εξουσιάζουν και κινούν την φύση, εκείνος δέχεται ότι το σύμπαν κινείται και εξελίσσεται αποκλειστικά με βάση τους νόμους της φύσεως. Δεν υπάρχει καμία «σκοτεινή» περιοχή, τίποτε το κακό μέσα στην κτίση. Τα πάντα προήλθαν από την αγαθή δημιουργική βούληση του Θεού, ο οποίος είναι καλός στην φύση Του και ό,τι δημιουργεί είναι μόνο καλό. Το κακό δεν είναι «οὐσία ζῶσα καὶἔμψυχος», δεν βρίσκεται δηλαδή στην φύση των πραγμάτων, αλλά είναι «διάθεσιςἐν ψυχῇἐναντίωςἔχουσα πρὸςἀρετὴν», εμφανίζεται μόνον στην βούληση των λογικών κτιστών όντων ως αντίθεση στο αγαθό. Δεν υπάρχει από μόνο του, αλλά γεννιέται, ζει και τρέφεται ως μία άρνηση στο καλό, ως ένα παράσιτο.

ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΩΣ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ;

Π. Σεραφείμ Δημόπουλος: Πώς απολαμβάνεις το καλοκαίρι; 



Εάν το φθινόπωρο η φύση αναδιπλώνεται στον εαυτό της, περιπίπτει σε περισυλλογή και αυτοσυγκέντρωση, εάν την άνοιξη όλη η δημιουργία ξυπνάει και προετοιμάζεται για την παραγωγή, το καλοκαίρι είναι η εποχή όπου στο κορυφαίο της σημείο, στην ολότητά της παρουσιάζει, εκθέτει την εργασία όλου του χρόνου.

Είναι το πανηγύρι της δημιουργίας, ο θρίαμβος της εργασίας. Ό,τι προετοιμαζόταν όλο το χρόνο, το απολαμβάνουμε τώρα.

Είναι πράγματι η ωραιότερη εποχή του έτους. Η θάλασσα μια απέραντη γαλάζια ομορφιά, που πολλές φορές διαδέχεται τη βαθυπράσινη στοχαστικότητα του βουνού. Η χρυσίζουσα άμμος γεμάτη θεραπευτικές ιδιότητες σε περιμένει για να δυναμώσει, να ανανεώσει τα κύτταρα του κουρασμένου σου σώματος. Κι έπειτα αυτές οι βραχονησίδες, οι σιωπηλές, οι καρτερικές στη μανία του υγρού στοιχείου, οι ήρεμοι κολπίσκοι κάνουν τις ελληνικές θάλασσες τις ωραιότερες, τις μαγικότερες του κόσμου. Την ομορφιά της θάλασσας συναγωνίζεται εκείνη του βουνού. Του ελληνικού βουνού, του καταπράσινου, του ήρεμου, του στοχαστικού βουνού.

Τα βουνά μας στρόγγυλα από τα σμιλεύματα του χρόνου είναι πολύ διαφορετικά από τα ευρωπαϊκά βουνά, τα γρανιτώδη, τα κατακόρυφα που καταλήγουν σε πύργο κάποιου μεσαιωνικού ηγεμόνα. Το βουνό μας στην κορυφή του στολίζεται με το ολόασπρο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, της αγίας Μαρίνας, της Μεγαλόχαρης. Τι διαφορά! Όση είναι η διαφορά των ριζών μας, της καταγωγής μας.

Αυτή την ομορφιά, που με τόση απλοχεριά ο μεγάλος καλλιτέχνης ζωγράφισε τη φλούδα της γης, καλούμαστε να απολαύσουμε.

Πώς όμως απολαμβάνεις αυτή την ομορφιά; Την απολαμβάνεις αναμάρτητα, βυθισμένος στο πνεύμα και στη χάρη του Θεού; Γεύεσαι τους καρπούς της δημιουργίας συνδέοντας την απόλαυσή τους με τον Δημιουργό και Χορηγό; Απολαμβάνοντας την ροδοκόκκινη ανατολή ή την βερυκοκκένια δύση στοχάζεσαι ότι υπάρχει και άλλο φως απλό και ανέσπερο που είναι ασυγκρίτως ωραιότερο; Εάν έτσι απολαμβάνεις την ομορφιά, τότε το καλοκαίρι θα περάσει ωραία, χωρίς να σκονισθεί η συνείδησή σου από την θανατηφόρο αμαρτία. Θα έχεις τότε μια σωματική ανανέωση και μια πνευματική αναγέννηση.

Εάν όμως τη θερινή διακοπή τη συνδέσεις με τις κατώτερες απολαύσεις, εάν βυθιστείς στο έλος της αμαρτίας, εάν οι αισθήσεις σου κυνηγούν τις προσωπικές χαρές, εάν η λάσπη επικαθήσει στην ψυχή σου, ω τότε, θα μονολογείς και θα λες: Έλα, Σοφοκλή, εσύ ο τραγικός που πήρες τα θέματά σου από τη βασιλική δυναστεία των Θηβών! Έλα, Ευριπίδη, εσύ που διερευνούσες τις δυναστείες των Μυκηνών για να βρεις θέματα της τραγωδίας σου! Έλα και διερεύνησε τη ζωή μου, τα σπλάχνα μου. Και θα βρεις μέσα μου πόνο και οδύνη, φρίκη και απελπισία, θανάτους και ερείπια για να γράψεις τραγωδίες πιο συγκλονιστικές από τον Οιδίποδα Τύραννο.

Με αρχή και σύνθημα λοιπόν ένα αναμάρτητο καλοκαίρι, ας πάρουμε τη θερινή μας άδεια. Και όταν θα παρέλθει μέσα στη χάρη, θα μας αφήσει μια γλυκιά ανάμνηση. Γιατί το καλοκαίρι γρήγορα περνάει και θα έρθει το φθινόπωρο. Και πρόσεξε μήπως οι κεραυνοί του ελέγχου αυλακώνουν τη συνείδησή σου και η πικρία της αμαρτίας είναι μόνιμα στο στόμα σου. «Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού· ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α’ Ιω. 2:17).

(Από το βιβλίο: † Αρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλου, ΛΟΓΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Α’. Έκδοση Φιλ. Σωματείου «Ιωάννης ο Χρυσόστομος», Λάρισα 2015)

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ΠΥΡΙΝΟΣ ΑΓΙΟΣ, ΗΛΙΑΣ Ο ΘΕΣΒΙΤΗΣ

Φώτης Κόντογλου: Ο Πύρινος Άγιος, Ηλίας ο Θεσβίτης

Σήμερα 20 Ιουλίου είναι η μνήμη του προφήτη Hλία. Aυτός ο άγιος ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους, και με όλο που ήτανε άνθρωπος, φαίνεται σαν κάποιο υπερφυσικό και μυστηριώδες πλάσμα, που έρχεται και ξανάρχεται στον κόσμο. Oι Iουδαίοι περιμένανε να ξανάρθει στον κόσμο, για τούτο θαρρούσανε πως ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος ήτανε ο Hλίας. Kαι τότε που ρώτησε ο Xριστός τους μαθητές του “Ποιος, λένε, πως είμαι, οι άνθρωποι;”, του απαντήσανε πως λέγανε πως ήτανε ο Hλίας ή κάποιος άλλος από τους προφήτες. O προφήτης Mαλαχίας, που έζησε πολύ υστερώτερα από τον Hλία, λέγει: “Tάδε λέγει Kύριος Παντοκράτωρ. Iδού εγώ αποστελώ υμίν Hλίαν τον Θεσβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Kυρίου την μεγάλην και επιφανή”, και πολλοί το εξηγήσανε πως ο Hλίας θάρθη πάλι στον κόσμο πριν από τη Δευτέρα Παρουσία και θα μαρτυρήσει. Σε όλα μοιάζει μ’ αυτόν ο Πρόδρομος, γι’ αυτό οι απόστολοι κ’ οι άλλοι Eβραίοι υποπτευόντανε μήπως ήτανε ο Hλίας ξαναγεννημένος. Ύστερα από τη Mεταμόρφωση, σαν κατεβήκανε από το βουνό οι τρεις μαθητάδες με τον Xριστό, τον ρωτήσανε: “Oι γραμματείς λένε πως ο Hλίας πρέπει νάρθει πρώτα. Eσύ τι λες;” Kι’ ο Xριστός τούς αποκρίθηκε: “O Hλίας έρχεται πρώτα και θα τ’ αποκαταστήσει όλα· αλλά σας λέγω πως ο Hλίας ήρθε κιόλας, και δεν τον γνωρίσανε, αλλά του κάνανε όσα θελήσανε· τα ίδια μέλλεται να πάθει και ο γυιος του ανθρώπου απ’ αυτούς”. Tότε καταλάβανε οι μαθητές πως για τον Iωάννη τον Bαπτιστή τούς είπε (Mατθ. ιστ΄, 10). Pωτήσανε οι μαθητές τον Xριστό για τον Hλία, επειδή τον είχανε δει πριν από λίγο, απάνω στο Θαβώρ, να φανερώνεται μαζί με τον Mωυσή, την ώρα που μεταμορφώθηκε ο Xριστός, και να μιλά μαζί του, με όλο που είχε ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο πριν από 800 χρόνια. Aλλά και κατά τη Σταύρωση, σαν φώναξε ο Xριστός “Hλί ηλί, λαμά σαβαχθανί”, κάποιοι από τους Eβραίους που στεκόντανε κοντά στο σταυρό λέγανε πως θα φώναζε τον Hλία να τον βοηθήσει: “Tινές δε των εκεί εστώτων ακούσαντες έλεγον ότι Hλίαν φωνεί ούτος” (Mατθ. κζ΄, 46). Παντού πλανιέται ο ίσκιος του.

O προφήτης Hλίας γεννήθηκε προ 2767 χρόνια. Πατρίδα του ήτανε ένας τόπος που τον λέγανε Θέσβη, στα σύνορα της Aραβίας, κι’ από τούτο λέγεται Θεσβίτης. Tον πατέρα του τον λέγανε Σωβάκ, από το γένος του Aαρών. Tη νύχτα που γεννήθηκε είδε ο πατέρας του πως πήγανε να τον χαιρετήσουνε κάποιοι άνθρωποι με άσπρα ρούχα και πως φασκιώσανε με φωτιά το νήπιο και του δίνανε να φάγει φωτιά. Σαν μεγάλωσε, έγινε ένας άντρας τρομερός κ’ έτρεχε παντού και ξόρκιζε τους Eβραίους να γυρίσουνε στον αληθινό Θεό που τον είχανε αρνηθεί και προσκυνούσανε τον Bάαλ. Φωτιά έβγαινε από το στόμα του και δεν στεκότανε μέρα-νύχτα, αλλά ολοένα μιλούσε για την πίστη τ’ αληθινού Θεού, για τούτο ονομάσθηκε “ζηλωτής”: “Kαι ανέστη Hλίας προφήτης ως πυρ, και ο λόγος αυτού ως λαμπάς εκαίετο” (Σοφ. Σειράχ μη΄, 1 ). Φωτιά έτρωγε νήπιο, με φασκιές από φωτιά ήτανε τυλιγμένος, φωτιά έβγαινε από το στόμα του, φωτιά έπεσε στο θυσιαστήριο με την προσευχή του, φωτιά έκαψε τη γη από την ανεβροχιά επειδή το ζήτησε από το Θεό, φωτιά ήτανε τ’ αμάξι που τον άρπαξε στον ουρανό.

Tον καιρό εκείνον ήτανε βασιλιάς των Eβραίων ο Aχαάβ, άνθρωπος ασεβής, που προσκυνούσε τον Bάαλ, κ’ είχε γυναίκα την Iεζάβελ, μια τίγρη αιμοβόρα που κυνηγούσε τον Hλία να τον σκοτώσει, επειδή δεν έπαυε ελέγχοντάς την για την απιστία της και για τα κακουργήματα που έκανε. Kαι σε τούτο μοιάζει ο Hλίας με τον Πρόδρομο, που τον κατάτρεχε η Hρωδιάδα. Για να φανεί η δύναμη του Θεού, τον παρακάλεσε ο Hλίας να μη βρέξει. Kαι σφαλίσθηκε ο ουρανός και δεν έπεσε σταλαγματιά στη γη. K’ έγινε λόγος Kυρίου στον Hλία να πάγει να κρυφθεί σ’ ένα ξεροπόταμο που το λέγανε Xοράθ. Kι’ ο Hλίας πήγε στο ξεροπόταμο, και τα κοράκια τού πηγαίνανε ψωμί και κρέας κι’ έτρωγε, κ’ έπινε από το νερό που στεκότανε στις λακκούβες του ξεροπόταμου. Ύστερα από λίγες μέρες ξεράθηκε ολότελα το ξεροπόταμο και του λέγει ο Θεός: “Σήκω και σύρε σε μια πολιτεία που τη λένε Σάρεφθα κοντά στη Σιδώνα, κ’ εγώ θα προστάξω μια χήρα γυναίκα να σε θρέφει”. Πήγε λοιπόν και στάθηκε έξω από την καστρόπορτα, και βλέπει μια γυναίκα που μάζευε λίγα ξυλαράκια, κ’ έκραξε ο προφήτης και της είπε: “Σύρε και φέρε μου μια στάλα νερό να πιω”. Kαι πηγαινάμενη η γυναίκα να φέρει το νερό, της φώναξε ο Hλίας: “Φέρε μου και λίγο ψωμί να φάγω”. Tου λέγει η γυναίκα: “O Θεός ξέρει πως δεν έχω άλλο τίποτα παρά μονάχα μια δράκα (μονοχεριά) αλεύρι στην κρήνα (σεντουκάκι) και λίγο λάδι στο λαδικό, και μαζεύω τώρα λίγα ξύλα να κάνω μια μικρή πίτα να φάγω εγώ και τα παιδιά μου κ’ ύστερα να πεθάνουμε”. Tότε της λέγει ο Hλίας: “Mη φοβάσαι, μόνο σύρε και κάνε καθώς είπα, αλλά φέρε μου πρώτα ένα κομμάτι πίτα, κ’ ύστερα να φας εσύ και τα παιδιά σου· γιατί, να τι λέγει ο Kύριος: “Aπό τον κουβά σου δεν θα λείψει τ’ αλεύρι κι’ από το λαδόμπρικό σου δεν θα λιγοστέψει το λάδι, ως την ημέρα που θα στείλω βροχή απάνω στη γη”. Πήγε λοιπόν η γυναίκα κ’ έκανε όπως της παράγγειλε ο Hλίας, και τον πήρε στο σπίτι της, κι’ από κείνη τη μέρα δε λιγόστεψε τ’ αλεύρι μήτε το λάδι σώθηκε, κατά το λόγο του Θεού. Aφού πέρασε καιρός, αρρώστησε βαρειά ο γυιος της χήρας και πέθανε. K’ η μάνα του η καημένη, από την πίκρα της, είπε στον Hλία: “Άνθρωπε του Θεού, ήρθες στο σπίτι μου για να του θυμίσεις τις αμαρτίες μου και να πάρει το παιδί μου;” Tης λέγει ο Hλίας: “Δώσε μου το γυιο σου”. Tον πήρε λοιπόν στην αγκαλιά του και τον ανέβασε στ’ ανώγι που κοιμότανε, και τον έβαλε απάνω στο στρωσίδι που κοιμότανε ο ίδιος και φύσηξε τρεις φορές στο πρόσωπό του κ’ έκραξε στο Θεό κ’ είπε: “Aς γυρίσει πίσω η ψυχή σε τούτο το παιδάριο”. K’ έγινε καθώς είπε, και ζωντάνεψε το παιδάριο. Tότε φώναξε τη μητέρα του και της τόδωσε, λέγοντάς της: “Nα, ζει πάλι ο γυιος σου”. K’ είπε η γυναίκα: “Tώρα κατάλαβα πως είσαι άνθρωπος του Θεού, κι’ ο λόγος του είναι αληθινός στο στόμα σου”.

Σαν περάσανε τρία χρόνια, είπε ο Θεός στον Hλία: “Πήγαινε στον Aχαάβ και παρουσιάσου μπροστά του, και θα δώσω βροχή στο πρόσωπο της γης”. Tράβηξε λοιπόν ο Hλίας και πήγε στα μέρη της Σαμάρειας, κ’ ήτανε μεγάλη πείνα. O Aχαάβ είχε έναν οικονόμο του παλατιού του που τον λέγανε Aβδιού, άνθρωπο που πίστευε στο Θεό και που προστάτευε τους λίγους που προσκυνούσανε τον αληθινό Θεό, κ’ είχε κρύψει εκατό παπάδες σε δυο σπηλιές και τους έθρεφε κρυφά. Eίπε λοιπόν μια μέρα ο βασιλιάς στον Aβδιού να βγούνε μαζί στον κάμπο ίσως βρούνε λίγο χορτάρι για τ’ άλογά τους να μην ψοφήσουνε. O Aχαάβ τράβηξε αλλού, κι’ ο Aβδιού τράβηξε σ’ άλλο μέρος. Kαι κει που περπατούσε ο Aβδιού, βλέπει τον Hλία, και σαν τον είδε τον γνώρισε κ’ έπεσε χάμω και τον προσκύνησε κ’ είπε: “Eσύ είσαι, αφέντη μου, ο Hλίας;” Tου λέγει ο προφήτης: “Eγώ είμαι· μόνο σύρε και πες στον αφέντη σου τον Aχαάβ πως θέλω να τον ανταμώσω”. Kι’ ο καημένος ο Aβδιού στενοχωρέθηκε και του λέγει: “Aφέντη μου, τόσο αψηφάς τη ζωή σου και θέλεις να δεις τον Aχαάβ; Aυτός δεν άφησε τόπο που να μη στείλει να σε ζητήσει. Kαι καλά να πάγω να του πω πως τον θέλεις, μα αν έρθει το πνεύμα του Θεού και σε αρπάξει και δεν σε βρει ο Aχαάβ και πει πως του είπα ψέματα, θα με σκοτώσει”. Tου λέγει ο Hλίας: “Στ’ όνομα του Θεού, πήγαινε να κάνεις όπως σου είπα και μη φοβάσαι”. Kι’ ο Aβδιού πήγε να βρει τον Aχαάβ. Kαι σαν είδε ο βασιλιάς από μακριά τον Hλία, του φώναξε: “Eσύ είσαι που παραπλανάς το λαό;” Tου λέγει ο Hλίας: “Δεν είμαι εγώ που παραπλανώ το λαό, αλλά εσύ κ’ οι δικοί σου που αρνηθήκατε τον Kύριο και προσκυνάτε τον Bάαλ. Λοιπόν στείλε τώρα και σύναξε όλους τους παπάδες των ειδώλων, τους παπάδες της ντροπής, νάρθουνε στο βουνό Kαρμήλι”. Kι’ ο βασιλιάς έκανε όπως τούπε ο Hλίας. Kαι σαν μαζευθήκανε οι αλλαξόπιστοι, γυρίζει και τους λέγει ο Hλίας: “Ώς πότε θα κουτσαίνετε πότε απάνω στόνα ποδάρι και πότε απάνω στάλλο; Aν είναι θεός ο Kύριος, πηγαίνετε ξοπίσω του, κι’ αν είναι θεός ο Bάαλ, πηγαίνετε μαζί του”. Kι’ ο λαός δεν είπε τίποτα. Tους λέγει πάλι ο Hλίας: “Eγώ απόμεινα ολομόναχος προφήτης του Θεού, κ’ οι παπάδες που προσκυνάνε τον Bάαλ είναι χίλιοι διακόσοι. Φέρτε λοιπόν δυο μοσχάρια, κι’ ας πάρουμε από ένα κι’ ας τα σφάξουμε κι’ ας κάνουμε προσευχή, ο καθένας στο θεό του, κι’ όποιος θεός ρίξει φωτιά και κάψει το βόδι, εκείνος είναι ο αληθινός θεός”. Kι’ ο λαός φώναξε: “Σωστός είναι ο λόγος σου”. Πήρανε λοιπόν το ένα το βόδι οι χοτζάδες του Bάαλ και κάνανε θυσιαστήριο και το σφάξανε και τριγυρίζανε γύρω από το θυσιαστήριο από το πρωί ώς το μεσημέρι και βγάζανε μεγάλες φωνές και λέγανε: “Άκουσέ μας, Bάαλ, άκουσέ μας και ρίξε φωτιά”. Mα αδιαφόρετα. Tότε τους λέγει ο Hλίας: “Φωνάξετε πιο δυνατά, γιατί μπορεί ο θεός σας να κοιμάται ή νάχει πιάσει κουβέντα”. Kαι κείνοι κράξανε και ιδρώνανε και κόβανε τα κρέατά τους με τα μαχαίρια και με τα χαντζάρια, ώς την ώρα που κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος. Tότε τους λέγει ο Hλίας: “Παραμερίσατε να κάνω κ’ εγώ την προσευχή μου”. Πήρε δώδεκα πέτρες, κατά τις δώδεκα φυλές του Iσραήλ, κ’ έχτισε θυσιαστήριο, κ’ έσκαψε λάκκο βαθύν ολόγυρα, και λιάνισε τ’ άλλο βόδι και τόβαλε απάνω στα ξύλα και λέγει στο λαό: “Πάρετε τέσσερες καρδάρες νερό και χύσετέ τις απάνω στο βόδι και στις σχίζες τα ξύλα”. Kαι το κάνανε. K’ είπε: “Δευτερώσατε!” και δευτερώσανε. K’ είπε: “Tριτέψετε” και τριτέψανε. Kαι γέμισε νερό ο λάκκος και ξεχείλισε. Kαι τότε γύρισε ο Hλίας κατά τον ουρανό κ’ είπε: “Kύριε, ο Θεός του Aβραάμ και του Iσαάκ και του Iακώβ, άκουσέ με σήμερα και ρίξε φωτιά, για να γνωρίσει ετούτος ο λαός πως εσύ είσαι Kύριος ο αληθινός Θεός, και πως εγώ είμαι δούλος δικός σου, και πως για σένα έκανα ό,τι έκανα. Άκουσέ με, Kύριε, άκουσέ με και ρίξε φωτιά, για να καταλάβει ο λαός ότι είσαι ο Θεός ο αληθινός και πως εσύ γύρισες την καρδιά του προς εσένα”. Kαι παρευθύς έπεσε φωτιά από τον ουρανό και κατάφαγε το βόδι, τα ξύλα και το νερό και τις πέτρες, ακόμα και το χώμα έγλειψε η φωτιά. Tότε ο λαός έπεσε και προσκύνησε και φώναξε: “Aληθινά αυτός είναι ο αληθινός Θεός”.

Kι’ ο Hλίας έφυγε από κει, επειδή η Iεζάβελ έστειλε να τον σκοτώσουνε, και τράβηξε μέσα από βουνά και πέτρες να πάγει στο βουνό Xωρήβ, που είναι κολλημένο με το Σινά. Kι’ από την κούραση έπεσε μισοπεθαμένος και κοιμήθηκε κάτω από ένα δεντρί που το λέγανε οι ντόπιοι ραθμάν κ’ οι Έλληνες το λέγανε άρκευθο, κ’είναι σαν το κέδρο. Kαι πήγε ένας άγγελος και του είπε: “Σήκω και φάγε, γιατί έχεις πολύν δρόμο να πάρης”. Kαι σαν σηκώθηκε, είδε κοντά στο μέρος πούχε βάλει το κεφάλι του, ένα κριθαρόψωμο κ’ ένα λαγήνι νερό, κ’ έφαγε κι’ αποκοιμήθηκε πάλι. Tρεις φορές τον σήκωσε ο άγγελος. Kαι φτάνοντας στο Xωρήβ, βρήκε ένα σπήλαιο κοντά στο μέρος που είχε δει τον βάτο ο Mωυσής οπού άναβε χωρίς να καίγεται, και μπήκε μέσα. Kι’ άκουσε φωνή να του λέγει: “Tι κάθεσαι αυτού, Hλία;” K’ είπε ο Hλίας: “Aγάπησε η ψυχή μου τον Kύριο Παντοκράτορα, γιατί σε αφήσανε οι γυιοι του Iσραήλ, γκρεμνίσανε τις εκκλησίες σου, σκοτώσανε τους παπάδες σου, κ’ εγώ απόμεινα καταμόναχος και ζητάνε να πάρουνε τη ζωή μου”. Tου λέγει ο Kύριος: “Aύριο θάβγεις να σταθείς μπροστά μου στο βουνό ετούτο και θα σηκωθεί άνεμος δυνατός, που θα χαλά τα βουνά και τις πέτρες, αλλά δεν θάμαι εκεί μέσα· ύστερα θα γίνει σεισμός, μα κ’ εκεί δεν θάμαι· κ’ ύστερα θα γίνει φωτιά, κι’ ούτε εκεί θάμαι· κ’ ύστερα θα σφυρίξει ένα λεπτό αγέρι, κ’ εκεί θάμαι”. Kαι σαν τάκουσε αυτά ο Hλίας, βγήκε έξω από τη σπηλιά και σκέπασε το πρόσωπό του με την προβιά που φορούσε. Kι’ άκουσε πάλι τη φωνή και τον πρόσταξε να γυρίσει πίσω και να πάγει στη Δαμασκό. K’ έπιασε να περπατά στην έρημο σαν αγρίμι. Kαι φτάνοντας στην Παλαιστίνη, είδε ένα ζευγολάτη που όργωνε το χωράφι του, κι’ ο Hλίας έρριξε τη γούνα του απάνω του. Kι’ ο ξοχάρης άφησε τ’ αλέτρι και τα βόδια και πήγε μαζί με τον Hλία. Aυτός ήτανε ο Eλισσαίος που γίνηκε μαθητής του, και καταστάθηκε μέγας προφήτης, και δεν αποχωρισθήκανε ως τη μέρα που άρπαξε το δάσκαλό του ένα πύρινο αμάξι, και τούριξε τη γούνα του με την οποία χτύπησε τον Iορδάνη και πέρασε χωρίς να βραχεί.

O προφήτης Hλίας είναι πολύ τιμημένος από εμάς τους Έλληνες. Όπου να πας θα δεις ρημοκλήσια του απάνω στις κορφές των βουνών, από τα μικρά ως τα μεγάλα. O άγιος Nικόλας φυλάγει τη θάλασσα κι’ ο προφήτης Hλίας τα βουνά. Mέσα στα ρημοκλήσια του είναι ζωγραφισμένος από κείνους τους παληούς μαστόρους σαν τσομπάνος με τη φλοκάτα, με μαλλιά και γένια ανακατεμένα και στριφτά σαν αγριόπρινος, γερακομύτης σαν αητός, με μάτια φλογερά. Kάθεται απάνω σε μια πέτρα, μπροστά σε μια σπηλιά, σαν το όρνιο στη φωλιά του. Έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του στην απαλάμη του, και κοιτάζει κατά πίσω, σαν να ακούγει τη φωνή του Θεού που του μιλά μέσα σε κείνα τα άσπλαχνα κράκουρα. Aπό πάνω του πετά ο κόρακας μ’ ένα κομμάτι κρέας, και χυμίζει κατά κάτω να του το δώσει. Όπως είναι ζωγραφισμένος μέσα στο ρημοκλήσι του, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά μέσα στη σπηλιά του, και ακούς τον αγέρα που βουΐζει στα χορτάρια και τα όρνια που κράζουνε κόβοντας γύρους από πάνω από το βουνό. Kανένα παμπάλαιο θυμιατήρι είναι κρεμασμένο δίπλα του απάνω στον καπνισμένον τοίχο, κανένα κερί σβηστό στέκεται μπηγμένο στον άμμο σ’ ένα μανουάλι βουνίσιο σαν τον άγιο που είναι ο νοικοκύρης εκείνου του ρημοκλησιού. Kάθε χρόνο, στις 20 Iουλίου, έρχουνται αποβραδύς οι χριστιανοί από το χωριό με τον παπά, και τον προσκυνάνε τον προφήτη Hλία, ανάβουνε τα καντήλια, θυμιάζουνε, και ψέλνει κανένας γέρος και λέγει τα στιχηρά της μνήμης του, και κείνος ακούγει με το άγριο κεφάλι του ακουμπισμένο στο χέρι του, κι’ ο κόρακας βαστά το ίσιο με τη βραχνή φωνή του: “Xαίροις επίγειε Άγγελε και ουράνιε άνθρωπε, Hλία μεγαλώνυμε. Xαίροις Hλία ζηλωτά, των παθών αυτοκράτωρ. Ω του θαύματος! O πήλινος άνθρωπος, ουρανούς του βρέχειν υετόν ουκ έδωκεν, και ουρανούς ανατρέχει εν πυρίνω άρματι”. Kαι την άλλη μέρα, άμα τελειώσει η λειτουργία, φεύγουνε οι άνθρωποι, κι’ ο Hλίας κάθεται πάλι ολομόναχος “μονώτατος”, βουβός, τυλιγμένος στην προβιά του, σαν αγιούπας κουρνιασμένος. Xιλιάδες χρόνια κάθεται έτσι, άλλες πολλές θα κάθεται, “έως του ελθείν την ημέραν Kυρίου την μεγάλην και επιφανή”.

(από το “Γίγαντες ταπεινοί”, Εκδόσεις “Aκρίτας” 2000)
(Πηγή ηλ. κειμένου: “Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού”)

alopsis.gr

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Δ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ - Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΗΘΟΣ

Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου:
Η ακρίβεια στην πίστη και στο ήθος
(π. Αθανάσιος Μυτιληναίος)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 18-7-1999 [Β΄έκδοσις]

Σήμερα η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, τιμά τους Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ένα γνώρισμα των Πατέρων, είτε εν Συνόδω είτε εκτός Συνόδου, ήταν πάντοτε η ακρίβεια εις την διατύπωση των όρων της πίστεως και του ήθους. Και τούτο γιατί εγνώριζαν την αξία και την σημασία της ακριβείας. Είναι γνωστή η περίπτωσις μεταξύ των όρων του Μεγάλου Αθανασίου «ὁμοιούσιος» και «ὁμοούσιος». Καβγάς ολόκληρος. Αλλά ήταν ουσιώδης καβγάς. Άλλο είναι ο «ὁμοιούσιος», δηλαδή ο Υιός προς τον Πατέρα και άλλο είναι ο «ὁμοούσιος». Άλλο είναι να πω άργυρος και άλλο είναι να πω ψευδάργυρος. Το ίδιο είναι; Έτσι, λοιπόν, οι Πατέρες έμεναν πάντοτε εις την ακρίβειαν. Ακριβολογούσαν. Και η ακρίβεια εις το δόγμα, δίδει ακρίβεια και εις το ήθος, την πνευματική ζωή. Γι΄αυτό η Εκκλησία μας σήμερα, Κυριακή των Αγίων Πατέρων της, όπως σας είπα, της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, εξέλεξε κατάλληλη ευαγγελική περικοπή, όπως ακούσαμε, για να τονιστεί η αξία της ακριβείας.
Ο Κύριος Ιησούς είπε εκείνον τον βαρυσήμαντο λόγο: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν (: Σας βεβαιώνω), ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ  -α, θα παρέλθει λοιπόν ο ουρανός και η γη…- (: έως ότου περάσει ο ουρανός και η γη), ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται». Και όλο αυτό σημαίνει την ακρίβεια της προφητείας δια την πραγμάτωσή της σε ό,τι αφορούσε στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, αλλά και του νόμου Του και συνεπώς την ακρίβεια και του γράμματος και του πνεύματος της Γραφής. Το «ἰῶτα » ή «ἰώδ» ή «γιοντ», είναι το πιο μικρό γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου. Θα ξέρετε ότι αυτό το γιοντ, έτσι το λέμε, το χρησιμοποιούμε ως φανταστικόν αριθμόν εις την Άλγεβρα. Θα το ξέρετε αυτό. Αυτό είναι το γιοντ που λέμε εις την Άλγεβρα. Κάτι ανάλογο με την ελληνικήν υπογεγραμμένην. Δηλαδή κάτι πολύ μικρό. Κεραία δε, που είπε ο Κύριος «ιώτα ἓν ή μία κεραία δεν θα  περάσει, δεν θα χαθεί αλλά θα πραγματοποιηθούν όλα» είναι σημείον του εβραϊκού αλφαβήτου, όπως είναι η απόστροφος, όπως είναι το κόμμα ή στο ελληνικό αλφάβητο είναι ο τόνος. Κάτι πολύ λίγο, κάτι πολύ μικρό. Και θέλει να εκφραστεί το ελάχιστον της Γραφής απ’ ό,τι περιέχει. Η Γραφή ζητά να την προσέξομε. Με ακρίβεια. Γιατί η απουσία της ακρίβειας οδηγεί σε σφάλματα, κάποτε κυριολεκτικώς κεφαλαιώδη.
Τι σημαίνει «ακρίβεια»; Προσοχή στην λεπτομέρεια. Πιστότης σε όλο το φάσμα του πράγματος, που πρέπει να ασκηθεί με ακρίβεια. Η ακρίβεια στην έκφραση, στην διατύπωση, στο γράμμα και στο πνεύμα, ώστε να μην εμφιλοχωρήσει η παρερμηνεία. Συνεπώς, η ακρίβεια σαν σαφήνεια. Σπουδαίο πράγμα… Διάβαζα χθες το βράδυ… κάτι ζητούσα στην Παλαιά Διαθήκη και λέει ο Θεός εκεί: «Θα γράψετε τον Νόμο επάνω σε πινακίδες με σαφήνεια –ακούστε:- σφόδρα». Σαφήνεια σφόδραΚαι καθαρογραμμένα και η διατύπωσις και όλα θα είναι με ακρίβεια. Το λέγει ο ίδιος ο Θεός όπως σας είπα.
Ακόμα είναι η ορθή απόδοσις και η ερμηνεία. Ακόμη είναι η επιμελημένη εξακρίβωσις. Ως ακρίβεια πάντοτε. Λέγει ο Ηρόδοτος, ο δικός μας, ο ιστορικός, ο καθ’ ημάς Ηρόδοτος. Λέγει δια την ακρίβεια ότι είναι «τό ἀκριβῶς εἰδέναι». Το να γνωρίζεις με ακρίβεια. «Ἐπίστασθαι». Να γνωρίζω καλά. «Καθορᾱν, μαθεῖν». Απαρέμφατα αυτά. Δηλαδή δίνει τον τόνο τι θα πει, την εικόνα τι θα πει ακρίβεια.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αγαπητοί μου, αγαπούσαν την ακριβολογία. Γι΄αυτό συναντάμε εκφράσεις, όπως του Γελασίου, που λέγει: «Τήν τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων ἀκρίβειαν». Όπως του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, που λέγει: «Ἐν τῇ περί τόν Κύριόν μου ἀκρίβειαν ἠμέληκα». «Έχω αμελήσει», λέει, «για την ακρίβεια που αφορά εις τον Κύριό μου». Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Τήν ἀκρίβειαν τῆς πολιτείας». Ακρίβεια παντού, ακρίβεια. Στην επιστολή δε του Βαρνάβα, αρχαίο κείμενο: «Ἀκριβεύοντες οὖν ὀφείλομεν περί τῆς σωτηρίας ἡμῶν». «Οφείλομε», λέει, «να ακριβεύομεν». Να μένομε με ακρίβεια. Ο δε Αμμώνιος λέγει: «Τό ἀκριβές τῆς πίστεως». Και ο Επιφάνιος Κύπρου λέγει: «Τά ἀκριβῆ τοῦ κηρύγματος».
Αγαπητοί μου, είναι κάτι που το φροντίζω, σας το λέγω. Να υπάρχει ακρίβεια εις το κήρυγμα. Αλλά και σαφήνεια. Και ακρίβεια και σαφήνεια. Δόξα τω Θεώ, εμείς οι Έλληνες τουλάχιστον που έχομε την ελληνική μας γλώσσα, είναι η γλώσσα της ακριβείας. Και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο που μας εκπλήσσει η ακρίβεια της εκφράσεως στην ελληνική γλώσσα. Λέγει ένας άλλος εκκλησιαστικός συγγραφεύς: «Ὁ προαμαρτήσας ἀκριβῶς δέ μετανοήσας». Εκείνος που προαμάρτησε, οφείλει με ακρίβεια να μετανοήσει. Και τέλος ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας λέγει: «Ἀκρίβεια δέ δεῖ πολύς». Πρέπει να υπάρχει πολλή ακρίβεια.
Βέβαια, να σας πω την αλήθειά μου, όταν πρέπει να μείνομε σε θέματα σπουδαία και να μιλάμε με ακρίβεια, θα πρέπει να μιλάμε σε ολόκληρη την ζωή μας και σε ολόκληρο το 24ωρο με ακρίβεια. Οι άνθρωποι, μας έλεγε ένας καθηγητής μας κάποτε, ξέρετε γιατί μαλώνουν; Γιατί δεν υπάρχει ακρίβεια εις την έκφρασή τους. Ο άλλος δεν καταλαβαίνει καλά, δεν το υπονοεί και στο τέλος μαλώνουν οι άνθρωποι. Όχι, αγαπητοί μου. Θα συνηθίσομε και εις την καθημερινή μας ομιλία να είμεθα με τους άλλους ανθρώπους, καθημερινά πράγματα, εννοείται, να μένουμε εις αυτήν την ακρίβειαν. Και να μάθουμε να κυριολεκτούμε.
Αυτή η ακρίβεια στην πίστη και στο ήθος παραγγέλλεται αλλά και διαφαίνεται σε όλο το μήκος και πλάτος της Αγίας Γραφής. Το πράγμα θα ήταν σαφές, ό,τι τόσην ώρα λέμε, αν διαβάσομε τις «Πράξεις», εκεί που γράφει ο Λουκάς, εις το 18ον κεφάλαιον τα εξής: Σας το διαβάζω γρήγορα: «᾿Ιουδαῖος δέ τις ᾿Απολλὼς ὀνόματι, ᾿Αλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος (: άνδρας λόγιος, μορφωμένος), κατήντησεν εἰς ῎Εφεσον (: έφθασε στην Έφεσο), δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς (: δυνατός στις γραφές) οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου -δεν εγνώριζε το βάπτισμα του Χριστού, αλλά το βάπτισμα του Ιωάννου, το οποίον και είχε χρονικώς βεβαίως προηγηθεί- οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ (: άρχισε να παρουσιάζεται στη συναγωγή και να ομιλεί. – Λόγιος. Μιλούσε με ακρίβεια)· ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα -αυτό το θαυμάσιον ζεύγος, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, που ήταν από τον Πόντο, Εβραίοι ήσαν όμως- προσελάβοντο αὐτὸν (: τον πήραν ιδιαιτέρωςτον άκουσαν για πρώτη φορά, τον πήραν ιδιαιτέρως, τον Απολλώ– ακούστε:) καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ (: και εξέθεσαν, ανέλυσαν την οδόν του Θεού ακριβέστερον)». Δηλαδή μιλούσε με ακρίβεια· και συνεπώς εδώ έχομε μια ακρίβεια παραπάνω από την ακρίβεια. Για να αντιληφθούμε πόσο σημασία έχει, αγαπητοί μου, η ακρίβεια κυρίως σε θέματα πνευματικά, δογματικά και ηθικά. Κι εδώ βλέπομεν το ακριβέστερον του ακριβούς.
Όπως θα γράψει και ο Απόστολος Παύλος εις τους Θεσσαλονικείς: «Αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε (: «Σεις», λέει, «με ακρίβεια γνωρίζετε») ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται». Γνωρίζετε με ακρίβεια. Και βέβαια αναφέρεται στα έσχατα, που είναι μέρος της πίστεως τα έσχατα. Ξέρετε δε σήμερα τι κυκλοφορεί… Είδατε, πέρασε η 4η Ιουλίου. Πού είναι εκείνοι που φλυαρούσαν επί φλυαριών φλυαρίες, ότι ήρθε το τέλος του κόσμου και να ανοίγουν τα κιτάπια του Νοστράδαμου και να λένε και να λένε και να λένε… Και μόνον ο Νοστράδαμος; Και τόσοι άλλοι ψευδοπροφήται… Είδατε τίποτα να γίνεται; Είδατε τίποτε; Την ημέρα εκείνη ήταν συννεφιά. Το άκουσα στο ραδιόφωνο, και ήταν συννεφιά. Και έπιασε κουβέντα εκεί ο δημοσιογράφος με μια γυναικούλα. Είχε βγει από την Εκκλησία. Λέει: «Τι νομίζεις;». «Δεν βλέπεις», του λέει, «που συννέφιασε και τελειώνει ο κόσμος;». Επειδή συννέφιασε τελειώνει ο κόσμος; Έγινε τίποτε; Τώρα περιμένομε κάπου εδώ μετά τις 21-22 Ιουλίου, περιμένουνε κάτι άλλο, που είπαν εκείνοι που είπαν κ.λπ. κ.λπ. Δεν έχω καιρό να σας τα αναλύσω περισσότερο. Δηλαδή δεν μένουν εις την ακρίβειαν της Γραφής, αλλά ό,τι κατεβάσει το μυαλό τους, ό,τι έχουν μέσα στην κοιλιά τους, κατά την λαϊκή έκφραση, αυτά εκφράζουνΔεν είναι σωστά πράγματα. Γι΄αυτό σας λέγω αυτό το θέμα σήμερα, για να καταλάβομε ότι πρέπει να μένομε εις την ακρίβειαν.
Αλλά εάν πρέπει να μιλάμε δια τα έσχατα με ακρίβεια, αναφέρεται και το ήθος για το οποίο πρέπει να μιλάμε με ακρίβεια. Γράφει εις τους Εφεσίους ο Απόστολος Παύλος τα εξής: «Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε». «Βλέπετε» θα πει προσέχετε. «Περιπατεῖτε» θα πει πολιτεύεσθεΠολιτεύεσθε από πλευράς ήθους. «Ἀκριβῶς». Είδατε;) μὴ ὡς ἄσοφοι (: όχι σαν άσοφοι)ἀλλ᾿ ὡς σοφοί (: αλλ’ ως σοφοί)… συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Η ακρίβεια λοιπόν στην πίστη η ακρίβεια και εις το ήθος· που αγωνίστηκαν οι Πατέρες εν Συνόδοις, αλλά και εις τις προσωπικές τους διδασκαλίες και συγγραφές, δεν είναι μία σχολαστικότητα που καταναλώνομε τον καιρό μας σαν κάτι το στείρο και άγονο. Αλλά μία ανάγκη, σας είπα, σπουδαιοτάτη.
Η απουσία αυτής της ακριβείας είναι το έργο του διαβόλου. Αλλά και της ανθρωπίνης ραθυμίας, τεμπελιάς. Με αποτέλεσμα την μεγάλη ποικιλία απόψεων περί πίστεως, αλλά και περί ήθους. Ήθος είναι η ηθική ζωήΦθάνομε να έχομε, αφού δεν ακριβολογούμε, τις προσωπικές μας απόψεις, τις προσωπικές μας θέσειςΦθάνομε να λέμε ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να προσαρμόζεται στην εποχή μας -ακούτε, το Ευαγγέλιο να προσαρμόζεται στην εποχή μας…- και σε εκείνο που εγώ θέλω, κι όχι εγώ να προσαρμόζομαι, ανεξάρτητα της εποχής που ζω, σε εκείνο που επιτάσσει το αιώνιο Ευαγγέλιο. Δηλαδή πλάθομε ο καθένας ένα ατομικό του, προσωπικό του, κατά το δοκούν Ευαγγέλιο. Εγώ έτσι το θέλω. Ο άλλος έτσι το θέλει. Μα το Ευαγγέλιον είναι ένα. Δεν θα ‘ρθει στην εποχή μας και στο κάθε πρόσωπο και στο κάθε υποκείμενο να προσαρμόζεται. Αλλά εμείς σε κάθε εποχή και κάθε πρόσωπο πρέπει να προσαρμοζόμεθα.
Μην λησμονούμε ότι, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Χριστός χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας ὁ αὐτός». Δεν μεταβάλλεται ο Χριστός. Δεν αλλάζει. Μην λέμε λοιπόν… αναχρονισμένο το Ευαγγέλιο και ότι χρήζει, χρειάζεται μίαν ανανέωσιν. Στην πραγματικότητα ξέρετε τι θα ήταν; Μία εκκοσμίκευσις. Ο Χριστός είπε αυτό που ακούσαμε: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων -ακούσαμε το πρωί στο Ευαγγέλιο-  τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Άνθρωπε, ελαχιστοποιείς το Ευαγγέλιο και το κηρύσσεις όπως θέλεις. Ε, λοιπόν, θα ελαχιστοποιηθείς κι εσύ. Θα κριθείς δηλαδή τιποτένιος. Λένε: «Και τι είναι η νηστεία;». Για παράδειγμα σας το λέω. Και τι είναι η νηστεία; Τι είναι η νηστεία; Εντολή είναι η νηστεία. «Μα… δεν είναι σπουδαία». Δεν είναι σπουδαία; Είτε σπουδαία, είτε όχι σπουδαία, είναι εντολή του Θεού. Και όλες οι εντολές του Θεού, σίγουρα είναι σπουδαίες. Γιατί; Γιατί εντέλλεται ο Θεός. Και δείχνει ότι δεν μπορείς, συ ο άνθρωπος, να αυξομειώνεις τις εντολές και να λες: «Αυτή είναι σπουδαία εντολή και μεγάλη, αυτή δεν είναι σπουδαία, είναι μικρή». Όχι αγαπητοί. Είναι ένας άκρατος εγωισμός, που γίνεται κριτής των εντολών του Θεού. Καλείσαι με ταπείνωση, άνθρωπε, να αποδεχθείς αυτό που σου λέγει ο Θεός. Τι θα λες; Το λέγει ο Θεός. Τι θα λες; Το λέγει ο Θεός. Τίποτε άλλο.
Πάντως, μέσα σε αυτόν τον λαόν του Θεού, μέσα σ’ αυτήν την Εκκλησία, σ’ αυτήν την διοίκηση της Εκκλησίας, επικρατεί μία πάλη ανάμεσα στην ακρίβειαν και την ανακρίβειαν, το γνήσιο και νόθο. Τα δόγματα, κατά δυστυχίαν, παραμερίζονται, όταν μας ενοχλούν· γιατί απ’ αυτά βγαίνει το ήθος. Ναι. Από τα δόγματα βγαίνει το ήθος. Επί παραδείγματι, όταν λέμε: «Μην πορνεύεις» αυτό τι είναι; Ήθος. Ναι, αλλά αυτό βγαίνει από το δόγμα. «Ποιο δόγμα;», θα μου πείτε. Δεν λέει ο Απόστολος Παύλος ότι τα σώματά μας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος; Αυτό τι αποτελεί; Δεν αποτελεί μίαν αλήθειαν, ένα δόγμα; Από πού λοιπόν βγαίνει το ήθος; Ότι δεν πρέπει να πορνεύεις; Από το δόγμα ότι το σώμα σου είναι ναός του Αγίου ΠνεύματοςΈτσι λοιπόν αν χαλάσω το δόγμα, το μετατρέψω, το αλλοιώσω, κατά ανάγκην θα αλλοιωθεί και το ήθος. Είναι πάρα πολύ, αγαπητοί μου, φυσικό.
Το ήθος το θέλομε μάλλον όχι όπως μας το προσφέρει το Ευαγγέλιον, αλλά μάλλον επί μίας φιλοσοφικής ηθικής. Όχι ευαγγελικής ηθικής· φιλοσοφικής ηθικής. Είναι γνωστό ότι όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, έχουν την ηθική τους. Όλα. Και το υλιστικόν σύστημα έχει την ηθική του, κ.ο.κ. Το θέμα είναι τεράστιο, όπως βλέπετε. Γιατί κρίνει τη σωτηρία μας. Ένα νόθο Ευαγγέλιον δεν σώζει ποτέΓι΄αυτό πολέμησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, δια την ακρίβειαν του δόγματος, εις τας Οικουμενικάς και εις τας τοπικάς Συνόδους. Ναι. Κάποτε άκουσα ένα πολύ σπουδαίον, έναν πολύν πολιτικόν, είναι πάρα πολλά χρόνια, πάνω από 40 χρόνια, που απεκάλεσε τον Μέγα Αθανάσιον ότι ήταν σχολαστικός και περιοριζόταν, δεν είχε δηλαδή ένα ευρύ πνεύμα. Μακαρίτης αυτός ο πολιτικός, προ πολλών ετών. Την ίδια στιγμή είπα… -ήτανε δίπλα μου και τον άκουσα: «Ταλαίπωρε και φτωχέ άνθρωπε, λες με στενό μυαλό τον Μέγαν Αθανάσιον; Ποιος είσαι συ; Που θα πεις με στενό μυαλό τον Μέγαν Αθανάσιον;». Απλώς είναι ένα επικάλυμμα ένα νοθευμένο Ευαγγέλιον, των αδυναμιών μας. Και ένας σιγαστήρας της συνειδήσεώς μας. Λέμε και νομίζομε, όταν λέμε και λέμε για την αγάπη, αγάπη, όλο, λέει το Ευαγγέλιο είναι αγάπη… Είναι κι άλλα πράγματα, που εκφράζουν την αγάπη. Μην θέλομε να τα συνοψίσομε τον εαυτόν μας στα λοιπά θέματα, χαλαρόν.
Στην εποχή μας, οι έννοιες των λέξεων διαφοροποιούνται. Μιλάνε για αγάπη. Ναι. Και εννοούν τον έρωτα στην πορνική του μορφή..Μιλάνε για την αγάπη του Θεού και του έχουν αφαιρέσει την ιδιότητα του Κριτού. «Α, λέει,  ο Θεός είναι αγάπη, τι θα πει θα κρίνει;». Θα σε κρίνει, άνθρωπε. Και το ένα και το άλλο. Μιλάνε για Παράδοση -ω, εδώ δα…- και εννοούν την ελληνικήν Παράδοσιν κατά το πλείστον την αρχαιοελληνική παράδοση και βέβαια όχι την χριστιανική παράδοση της Εκκλησίας. Και εισάγουν… και τι δεν εισάγουν μέσα εις την ζωήν μας, με αυτήν την, επ’ ονόματι της παραδόσεως, κατάστασή μας. Γιατί η παράδοσις η αρχαιοελληνική μπήκε μέσα εις την ζωή μας την χριστιανική και βέβαια έχει αλλοιώσει πάρα πολλά πράγματα.
Και το αποτέλεσμα; Βήμα με βήμα να προχωρούμε εις την αποχριστιάνισιν του λαού μας, ώστε παγκόσμια πια να λέμε ότι – ακούστε συνέπειες… – ότι ο αστερισμός του Ιχθύος, δηλαδή η περίοδος του Χριστιανισμού, 2000 χρόνια τώρα, ξόφλησε πλέον. Και έρχεται ο αστερισμός του Υδροχόου, δηλαδή η περίοδος του Αντιχρίστου, με το όνομα «Νέα Εποχή»( New Age) και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εποχή της αποστασίας. Με το να μην κρατούμε λοιπόν την ακρίβεια, βλέπετε πού φθάνομε; Να ποια είναι λοιπόν η σημασία και η αξία των όσων είπε ο Χριστός για την ακρίβεια και της πίστεως και του ήθους.
Αγαπητοί, η ακρίβεια της πίστεως και του ήθους έχει παραμεριστεί σαν κάτι το αναχρονισμένο. Και συνεπώς δύσχρηστο. Σημειώνεται μία ραγδαία δε εξέλιξη παρακμής χριστιανικής! Και μην νομίσετε, όταν ο πνευματικός άνθρωπος παρακμάζει, συμπαρασύρει μαζί του πάσης μορφής παρακμήν. Έχετε την εντύπωση ότι ο πολιτισμός μας δεν βρίσκεται σε παρακμή; Μην μου πείτε ότι έχομε ύψιστα άλματα εις την τεχνολογία, στον τεχνικόν πολιτισμόν. Ουσιαστικά έχομε πνευματικήν παρακμήν. Γενικά. Παρακμήν. Ναι. Μιλάμε για ανθρωπισμό και είναι ο πιο απάνθρωπος αιώνας απ’ όλους τους αιώνες του Χριστιανισμού.
Σήμερα ο σωστός και ακριβής Χριστιανός περνάει μία δοκιμασία. Γίνεται μάρτυρας συνειδήσεως· που ίσως αύριο θα γίνει και μάρτυρας αίματος. Είναι το μαρτύριο που περνούσε και ο Λωτ σαν κάτοικος των παρηκμασμένων Σοδόμων, ώστε να γράφει ο Απόστολος Πέτρος στην δευτέρα του επιστολή: «Καὶ δίκαιον Λὼτ καταπονούμενον ὑπὸ τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς ἐρρύσατο (: γλύτωσε ο Θεός) βλέμματι γὰρ καὶ ἀκοῇ (: με τα μάτια και με την ακοή) ὁ δίκαιος -Λωτ- ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς (: κατοικώντας ανάμεσα σε αυτές τις πόλεις -Πεντάπολις ήτο) ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ψυχήν δικαίαν ἀνόμοις ἔργοις ἐβασάνισεν». Όλα αυτά που έβλεπε, τα βρώμικα, τα φοβερά, στον δρόμο να κυλίονται οι άνθρωποι από την ομοφυλοφιλία. «Πω πω», να λέει! Να κλείνει τα μάτια. «Πώ πω, εκεί…» Ξέρετε εκείνο το περιστατικό, που έφθασαν από μικρού έως μεγάλου στο σπίτι του Λωτ, όταν είδαν τους δύο άνδρας, οι δύο άγγελοι, εις τύπον του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και ήταν, λέει, ωραίοι νέοι κτλ. και πήγαν στην πόρτα του Λωτ. Την χτυπούν. «Άνοιξέ μας».  «Τι θέλετε;». «Δώσε μας», λέει, «αυτούς τους νέους να γαμβρεύσομε», δηλαδή ομοφυλικώς να συνέλθομε μαζί τους. Ακούτε; Δεν μπορούσε πια να μείνει αυτή η πόλις. Μπορούσε να μείνει; Και ήλθε η καταστροφή, όπως ήλθε, που την ξέρετε όλοι σας.
Μην λησμονούμε ότι θα κριθούμε με βάση το Ευαγγέλιον που άφησε ο Χριστός και οι Απόστολοι. Και όπως διετηρήθη στην εκκλησιαστική μας παράδοση. Και όπως μας το διασώζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και όχι όπως διαμορφώνει- ακούστε- το Ευαγγέλιον, το λεγόμενον «Εκκλησιαστικόν Δίκαιον». Τι είναι το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον; Ο τρόπος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Κι επειδή η Πολιτεία αλλάζει διαρκώς τους νόμους της, αλλάζει και τις σχέσεις της με την Εκκλησία. Θυμηθείτε, αυτόματο διαζύγιο· θυμηθείτε, μοιχεία· θυμηθείτε, έκτρωση· θυμηθείτε, θυμηθείτε…
Αγαπητοί, ό,τι άλλο κι αν είναι από τον κόσμο, είναι από τον διάβολο. Να το ξέρομε αυτό το πράγμα. Όσοι κατανοούν, ας κατανοούν. Και όσοι θέλουν να σωθούν, βεβαίως θα σωθούν. Μόνον η ακρίβεια στην πίστη και στο ήθος σώζει. Και μόνον αυτή. 

ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_809.mp3 

(Ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)