Η ΠΑΝΑΓΙΑ
ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕ ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΧΕΡΙ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έζησε στα
χρόνια της βασιλείας Λέοντος Γ' του Ισαύρου (717‐741 μ.Χ.),
καθώς και του διαδόχου του Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου.
Πατρίδα του ήταν η Δαμασκός της
Συρίας, έδρα τότε του αραβικού χαλιφάτου. Οι γονείς
του, επιφανείς Ελληνοσύριοι, συγκαταλέγονταν στους ελάχιστους χριστιανούς της πόλεως.
Ο πατέρας του
Σέργιος ήταν υπουργός στην κυβέρνηση του
χαλίφη, υπεύθυνος για τις υποθέσεις των χριστιανών. Σύμφωνα
με την παράδοση, ο όσιος ακολούθησε τις εγκύκλιες σπουδές
κοντά στον σοφό δάσκαλο Κοσμά, αιχμάλωτο Έλληνα μοναχό από την Ιταλία.
Με
την οξύνοια και επιμέλειά του απέκτησε σύντομα άρτια παιδεία, όπως φαίνεται από τα
συγγράμματά του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μπαίνει κι αυτός
στην υπηρεσία του χαλιφάτου σαν πρωτοσύμβουλος.
Με την κήρυξη της εικονομαχίας από τον
αυτοκράτορα Λέοντα Ίσαυρο, ο Ιωάννης τάσσεται με την πέννα του
στον αγώνα υπέρ των Ιερών εικόνων. Με τη «μαχαίρα του
Πνεύματος» αντικρούει το δόγμα του Λέοντος. Τεκμηριώνει τις θέσεις του με
θεολογικές αποδείξεις, ιστορικά στοιχεία
και αγιολογικά παραδείγματα, και αποκαλεί τους εικονομάχους
αιρετικούς και αντίθεους. Γράφει επιστολές υπέρ των εικόνων,
υποστηρίζοντας τη θέση πως "μέσω της σωματικής μας όρασης φτάνουμε στην
πνευματική ενόραση".
Εξοργισμένος όμως ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄
θέλησε να τον εκδικηθεί. Πλαστογραφεί λοιπόν
μία επιστολή του Ιωάννη, στην οποία δήθεν ο Ιωάννης τον
ικέτευε να επιτεθεί στη Συρία και τη στέλνει στον χαλίφη της Δαμασκού της
Συρίας, με ένα φιλικό σημείωμα: "Προφανώς έχεις έναν Χριστιανό
προδότη στην αυλή σου..."
Ο χαλίφης κάλεσε αμέσως τον Ιωάννη και χωρίς να του
επιτρέψει ν’ απολογηθεί, του είπε: "το χέρι που έγραψε αυτό το γράμμα
θα κοπεί...". Έβαλε λοιπόν τον δήμιο κι έκοψε με το σπαθί το δεξί
χέρι του Ιωάννη, που έπεσε στο πάτωμα. Έτσι, πολύ σύντομα, το ιερό εκείνο χέρι που
στηλίτευε τους εικονομάχους, κόπηκε, και βαμμένο στο αίμα του, κρεμάστηκε
στην αγορά σε δημόσια θέα.
Το βράδυ ο όσιος στέλνει μεσίτες και ζητά το
χέρι του να το ενταφιάσει. Μόλις το φέρνουν, το παίρνει και κατευθύνεται
στο εκκλησάκι που είχε στο σπίτι του. Πλησιάζει στην εικόνα
της Υπεραγίας Θεοτόκου, πέφτει με το πρόσωπο καταγής, τοποθετεί το κομμένο
χέρι στη θέση του και παρακαλεί και θρηνεί και στενάζει:
«Δέσποινα πάναγνη, Μητέρα του Θεού
μου, η δεξιά μου κόπηκε για τις σεπτές εικόνες.
Δεν αγνοείς την αφορμή που οργίστηκε ο Λέων.
Πρόφθασε γρήγορα λοιπόν και γιάτρεψε το χέρι. Η δεξιά του Ποιητού,
που είναι εκ της σαρκός σου, πολλές δυνάμεις ενεργεί με την
παράκλησή σου. Τώρα λοιπόν το δεξιό θεράπευσέ μου χέρι, για να συγγράφει με
ρυθμό και αρμονία ύμνους, όσους μου δώσεις να ποιώ για σε και
τον Υιό σου και για την υπεράσπιση πίστεως ορθοδόξου. Όσα ζητήσεις
δύνασαι ως του Θεού μητέρα!»
Αυτά είπε με δάκρυα ο
όσιος κι αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε τη Θεομήτορα στην εικόνα της, να
τον κοιτάζει με ιλαρότητα και πονετικά να του λέει:
‐ Για κοίτα! Το χέρι σου θεραπεύτηκε. Μη
στενοχωριέσαι άλλο. Κάνε το όμως, καθώς μου υποσχέθηκες,
«κάλαμον γραμματέως οξυγράφου».
Ξυπνά ο Ιωάννης και βλέπει κατάπληκτος το
χέρι του θεραπευμένο και συγκολλημένο. Ήταν τόση η χαρά
του, ώστε όλη εκείνη τη νύχτα έψαλλε εγκώμια και
ευχαριστίες στην Παναγία.
Μετά το θαύμα παρήγγειλε σ’ έναν χρυσοχόο και του
έφτιαξε μιαν ασημένια παλάμη, την οποία και κόλλησε πάνω στην εικόνα που
προσευχήθηκε, για να του θυμίζει την ευεργεσία της Παναγίας. Έτσι εκείνη η
εικόνα της Παναγίας απόκτησε τρία χέρια και πήρε από τότε το όνομα Παναγία
η Τριχερούσα.
Η θαυμαστή θεραπεία
τον έχει συγκλονίσει βαθιά και τον οδηγεί σε μία
μεγάλη απόφαση. Ελευθερώνει τους δούλους του, μοιράζει την
περιουσία του και ξεκινά, ελεύθερος από κάθε βιοτικό, για τη μονή
του αγίου Σάββα με τον σκοπό να μονάσει.
Μαζί του παίρνει μόνο την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας,
να του θυμίζει την ουράνια ευεργεσία που δέχτηκε στη ζωή του. Εκεί, στο μοναστήρι, δείχνει απαράμιλλη υπακοή και ταπείνωση
στον γέροντά του. Δεν κάνει τίποτε χωρίς την ευλογία του.
Κάποτε όμως ο γείτονάς του μοναχός τον πίεσε
να γράψει ένα νεκρώσιμο ύμνο. Εκείνος συνέθεσε το
τροπάριο «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα...» και
το έψαλλε κατανυκτικά στο κελί του. Ο γέροντας τυχαία
τον άκουσε. Κι επειδή του είχε απαγορεύσει να
συγγράφει και να ψάλλει, τον κανόνισε με το επιτίμιο να
καθαρίσει όλα τα αποχωρητήρια της μονής. Ο Ιωάννης υπάκουσε πρόθυμα, αρχίζοντας από το αποχωρητήριο του
μοναχού που έμενε στο διπλανό κελί. Ύστερα
από λίγες ημέρες παρουσιάζεται η Υπεραγία Θεοτόκος
στον γέροντα, την ώρα που κοιμόταν, και του λέει:
‐ Γιατί έφραξες τέτοια πηγή,
που αναβλύζει ουράνιο νέκταρ; Άφησέ τη να τρέξει, για να
ποτίσει ολόκληρη την οικουμένη. Ο
Ιωάννης θα υπερβεί τη λύρα του Δαβίδ, θα
συνθέσει ύμνους καλύτερους απ' την ωδή του
Μωυσή και θα μελωδήσει πιο τεχνικά από τον Ορφέα. Θα στηλιτεύσει
τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως.
Από τότε ο όσιος, με την ευλογία πια του
γέροντά του, σαν άλλος χείμαρρος πνευματικός, άρχισε να
ψάλλει, να στιχουργεί, να μελοποιεί και να συγγράφει προς δόξαν Θεού, της
Παναγίας Μητέρας Του και των αγίων. Και όταν «ετελείωσε το έργον, ο δέδωκεν
αυτώ ο Κυριος ίνα ποιήση», μετοίκησε στον ουρανό, για
ν’ απολαύσει εκεί πολλαπλάσια την αμοιβή των κόπων
του. Η μνήμη του οσίου Ιωάννη Δαμασκηνού τιμάται από την Ορθόδοξη
Εκκλησία στις 4 Δεκεμβρίου.
Όσον αφορά την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας
της Τριχερούσας, την είχε ο άγιος πάντα μαζί του. Άφησε παρακαταθήκη, αφού
πεθάνει, να δοθεί η εικόνα στον πρώτο επίσκοπο Σάββα που θα επισκεπτόταν το
Μοναστήρι. Πέρασαν πολλά χρόνια κι όταν επισκέφθηκε το Μοναστήρι ο βασιλιάς της
Σερβίας Σάββας (ο Άγ. Σάββας 1175-1235), του έδωσαν ως δώρο εκείνη την εικόνα
της Παναγίας, που είχε στο κελλί του ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Την πήγε
στην πατρίδα του, μα κάποτε, επειδή έγινε επανάσταση φοβήθηκαν μήπως
καταστραφεί. Τη φόρτωσαν λοιπόν σ’ ένα μουλάρι και το άφησαν να πάει όπου
θέλει. Το μουλάρι έφτασε στο Άγιο Όρος, έξω από τη Μονή Χιλανδαρίου, όπου
μόλις οι μοναχοί είδαν την εικόνα της Παναγίας, την υποδέχτηκαν με πολλές
προσευχές δοξολογίας. Σήμερα βρίσκεται ακόμα εκεί και συνεχίζει να κάνει πολλά
θαύματα προς δόξαν Θεού.