ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ- ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗΣ!

 
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Κυριακή Γ’ Λουκά: Το θαύμα της νεκρανάστασης 

(Λουκ. ζ’ 11-16)

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που αυτοτιτλοφορούνται «Σωτήρες της ανθρωπότητας». Ποιος απ’ όλους τους όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν δυνατό να σώσει ανθρώπους από το θάνατο; Στην ιστορία έχουμε δει πολλούς καταχτητές. Κανένας τους όμως δε νίκησε το θάνατο. Στη γη γνωρίσαμε πολλούς βασιλιάδες που είχαν εκατομμύρια υποτελείς. Κανένας τους όμως δεν μπόρεσε να μετρήσει στους υποτελείς του και τους νεκρούς μαζί με τους ζωντανούς.

Κανένας, εκτός από τον μοναδικό Ένα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, Εκείνον που μαζί Του δεν μπορεί να συγκριθεί κανένας. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος. Είναι ο Νέος Κόσμος, ο Δημιουργός Του. Όργωσε τον αγρό ζώντων και νεκρών κι έσπειρε και στους δυό τον καινούργιο σπόρο της ζωής. Οι νεκροί μπροστά Του είναι όπως κι οι ζωντανοί, οι ζωντανοί όπως οι νεκροί. Ο θάνατος δεν είναι εμπόδιο στη βασιλεία Του. Παραμέρισε το εμπόδιο αυτό κι άνοιξε τη βασιλεία Του στην ιστορία, από τον Αδάμ και την Εύα ως τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί στη γη. Κοίταξε τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι βλέπουμε εμείς οι θνητοί. Κοίταξε και είδε πως η ζωή δεν τελειώνει με το σωματικό θάνατο, πως η πραγματικότητα του θανάτου για μερικούς ανθρώπους έρχεται πριν από το σωματικό τους θάνατο. Πολλούς ζωντανούς τούς βλέπει στον τάφο, πολλούς νεκρούς σε σώματα ζωντανά. «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28), είπε ο ίδιος στους αποστόλους Του. Ο σωματικός θάνατος δεν συνεπάγεται και τον ψυχικό θάνατο. Αυτός προκαλείται μόνο από τη θανάσιμη αμαρτία πριν ή και κατά το σωματικό θάνατο, ξέχωρα απ’ αυτόν.

Με την πνευματική ματιά Του ο Κύριος διαπερνά το χρόνο όπως η αστραπή τα σύννεφα. Οι ζωντανές ψυχές τόσο εκείνων που πέθαναν προ πολλού όσο και αυτών που δε γεννήθηκαν ακόμα εμφανίζονται μπροστά Του. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ είδε σε όραμα μια πεδιάδα γεμάτη οστά νεκρών και δεν μπορούσε να κατανοήσει αν τα οστά αυτά θα μπορούσαν να αναζωογονηθούν, ωσότου του το αποκάλυψε ο Κύριος. «Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστέα ταύτα;», τον ρώτησε ο Κύριος, «και είπα· Κύριε Κύριε, συ επίστη ταύτα» (Ιεζ. λζ’ 3). Ο Χριστός δεν έβλεπε νεκρά οστά, αλλά τα ζωντανά πνεύματα που είχαν μέσα τους. Το σώμα και τα οστά του ανθρώπου δεν είναι παρά το περίβλημα κι ο εξοπλισμός της ψυχής. Το περίβλημα αυτό γερνάει και γίνεται σαν φθαρμένο ρούχο. Ο Θεός όμως θα το ανακαινίσει και θα ξαναντύσει με αυτό την ψυχή που αναχώρησε.

Ο Χριστός ήρθε για ν’ απαλλάξει τον άνθρωπο από τον αρχαίο φόβο, αλλά και να δημιουργήσει έναν καινούργιο φόβο σ’ αυτούς που αμαρτάνουν. Ο αρχαίος φόβος του ανθρώπου ήταν ο σωματικός θάνατος. Ο καινούργιος φόβος είναι ο πνευματικός θάνατος. Και τον φόβο αυτόν ο Χριστός τον ενίσχυσε, τον έκανε πιο δυνατό. Ο φόβος του σωματικού θανάτου οδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση βοήθειας απ’ αυτόν τον κόσμο. Οι άνθρωποι εγκαθίστανται σ’ αυτόν τον κόσμο, σκορπίζονται σ’ αυτόν και πιάνονται απ’ αυτόν, μόνο και μόνο για να σιγουρέψουν τη μεγαλύτερη δυνατή διαμονή για το σώμα τους, να διανύσουν ένα ταξίδι όσο μεγαλύτερο και αβασάνιστο γίνεται. Ο Κύριος όμως λέει σ’ εκείνον που ήταν πλούσιος ολικά αλλά φτωχός πνευματικά: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Τον άνθρωπο που φροντίζει για το σώμα του αλλά αδιαφορεί για την ψυχή του, ο Κύριος τον αποκαλεί άφρονα, ανόητο. «Ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού έστιν εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. ιβ’ 15), είπε επίσης ο Κύριος. Σε τι συνίσταται λοιπόν η ζωή του ανθρώπου; Στην εξάρτησή του από το Θεό, που ζωοποιεί την ψυχή με το λόγο Του και μαζί με την ψυχή ζωοποιεί και το σώμα.

Με το λόγο Του ο Κύριος ανάστησε κι ανασταίνει ψυχές αμαρτωλές, ψυχές που πέθαναν πριν από το σωματικό θάνατο. Υποσχέθηκε πως θ’ αναστήσει τα νεκρά σώματα εκείνων που έχουν ήδη αποβιώσει. Με την άφεση των αμαρτιών, με τα ζωοποιά λόγια Του και με τα τίμια δώρα, το πάναγνο Σώμα και το Αίμα Του, ανέστησε κι ανασταίνει και σήμερα ακόμα νεκρούς. Και θα το κάνει αυτό ως τη συντέλεια του κόσμου. Μας το επιβεβαίωσε αυτό όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα, αφού ανάστησε αρκετούς στη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, καθώς και με την Ανάστασή Του. «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Πολλοί νεκροί άκουσαν τη φωνή του Υιού του Θεού και αναστήθηκαν. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε από το σημερινό ευαγγέλιο.

Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς «επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναΐν και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς» (Λουκ. ζ’ 11). Το περιστατικό αυτό έγινε λίγο μετά τη θαυματουργική θεραπεία του δούλου του Ρωμαίου εκατόνταρχου στην Καπερναούμ. Ο Κύριος είχε σφοδρή επιθυμία και βιαζόταν να κάνει όσο το δυνατό περισσότερα καλά έργα και να δώσει έτσι υπέροχο παράδειγμα στους πιστούς Του. Μ’ αυτόν το σκοπό ξεκίνησε από την Καπερναούμ με κατεύθυνση το όρος Θαβώρ. Εκεί, πέρα από το όρος, στις πλαγιές του όρους Ερμών, βρίσκεται ως τις μέρες μας η Ναΐν, που κάποτε ήταν οχυρωμένη πόλη. Ο Κύριος ταξίδευε με τη συνοδεία πολλών μαθητών και πλήθους λαού. Είχαν δει όλοι τους πολλά θαύματα στην Καπερναούμ κι έλπιζαν να δουν και ν’ ακούσουν περισσότερα, γιατί τα θαύματα του Χριστού δεν είχαν ακουστεί ως τότε στον Ισραήλ, ενώ τα λόγια Του ήταν σαν ποτάμια που έρρεαν μέλι και γάλα.

«Ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αυτή ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην συν αυτή» (Λουκ. ζ’ 12). Ο Κύριος μόλις είχε προσεγγίσει την πύλη της πόλης μαζί με το πλήθος που τον ακολουθούσε, όταν συνάντησε μια πομπή να βγαίνει από την πόλη, συνοδεύοντας ένα νεκρό παιδί. Έτσι συναντήθηκαν ο Κύριος με το δούλο. Ο χορηγός της ζωής συνάντησε το νεκρό. Ο νεκρός ήταν ένα νεαρό παιδί, όπως βλέπουμε από τη διήγηση, ότι ο Κύριος τον παρέδωσε στη μητέρα του, αφού τον επανέφερε στη ζωή. Η μητέρα του παιδιού πρέπει να προερχόταν από πλούσια κι επιφανή οικογένεια, όπως φαίνεται από το μεγάλο πλήθος που την συνόδευε στην κηδεία.

«Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή· μη κλαίε» (Λουκ. ζ’ 13). Το μεγάλο πλήθος που συνόδευε τη χήρα φαίνεται πως τό ‘κανε για χάρη της, λόγω της κοινωνικής της θέσης, αλλά και για το ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε με το θάνατο του μοναχογιού της. Η θλίψη των ανθρώπων γύρω της πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Κι αυτό πρέπει να έκανε μεγαλύτερη τη θλίψη της μητέρας και αύξησε τα δάκρυα απόγνωσης και τον οδυρμό της. Αν κι αναζητούμε άλλους για να μοιραστούν τη θλίψη μας, όταν ο θάνατος αποσπά βίαια κάποιον δικό μας άνθρωπο, η συμμετοχή τους συνεισφέρει πολύ λίγο στο να μειώσει τη θλίψη και τον πόνο μας. Όταν η αδυναμία παρηγορεί την αδυναμία, τότε κι η παρηγοριά θά ‘ναι αδύναμη. Όλοι όσοι παραστέκονται σ’ ένα νεκρό σώμα, κυριεύονται από ένα περίεργο συναίσθημα που δύσκολα εξωτερικεύεται. Κι αυτό είναι η ντροπή. Οι άνθρωποι όχι μόνο φοβούνται το θάνατο, αλλά και ντρέπονται γι’ αυτό. Η ντροπή αυτή είναι απόδειξη – πολύ μεγαλύτερη από το φόβο – πως ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας του ανθρώπου. Όπως ο άρρωστος άνθρωπος ντρέπεται ν’ αποκαλύψει στο γιατρό τις κρυφές πληγές του, έτσι κι όσοι έχουν συνείδηση ντρέπονται τη θνητότητά τους. Η ντροπή αυτή για το θάνατο μας οδηγεί στην απόδειξη της αθάνατης καταγωγής μας και του αθάνατου προορισμού μας. Τα ζώα όταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σα να νιώθουν ντροπή που είναι θνητά. Φανταστείτε πόση είναι η ντροπή εκείνων που είναι πνευματικά καλλιεργημένοι!

Σε τι χρησιμεύουν όλα τα κλάματα και τα μοιρολόγια μας, όλη η ματαιότητά μας, όλες οι τιμές και οι δόξες μας, την ώρα που νιώθουμε ότι κομματιάζεται το επίγειο δοχείο όπου κατοικήσαμε όσο ζούσαμε; Μας κατέχει ντροπή τόσο για το εύθραυστο του δοχείου μας όσο και για την άφρονα ματαιότητα με την οποία γεμίσαμε τη ζωή μας. Σε τι χρησιμεύει να το κρύβουμε; Η ντροπή μας κατέχει λόγω της βρωμιάς που γεμίσαμε το γήινο σαρκίο μας και που εξέρχεται μετά το θάνατό μας, όχι μόνο προς τη γη αλλά και προς τον ουρανό. Η ουσία του πνεύματος δεν αναδίδει ούτε άρωμα ούτε δυσοσμία στο σώμα μας. Ανάλογα με την ποιότητά μας ως ανθρώπων και με τα υλικά που έχουμε σωρεύσει μέσα μας όσο ζούμε, αναδίδουμε το άρωμα του ουρανού ή τη βρωμιά της αμαρτίας.

Ο Κύριος έχει αγάπη και ανοχή γι’ αυτούς που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτό το διαπιστώνουμε συχνά στις αδυναμίες των ανθρώπων. «Ιδών δε τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Όταν τα πρόβατα βλέπουν τον ποιμένα δεν λιποψυχούν, ούτε και σκορπίζονται. Αν οι άνθρωποι είχαν το Θεό πάντα μπροστά στα μάτια τους δε θα λιποψυχούσαν, ούτε και θα σκορπίζονταν. Μερικοί όμως τον βλέπουν, άλλοι τον αναζητούν για να τον δουν, ενώ άλλοι είναι τυφλοί ή εμπαίζουν εκείνους που ψάχνουν για να τον δουν. Έτσι οι άνθρωποι λιποψυχούν, διασκορπίζονται, γίνεται ο καθένας οδηγός στον εαυτό του κι ακολουθεί το δικό του δρόμο.

Αν οι άνθρωποι είχαν έστω και το μισό φόβο για τον πανταχού παρόντα Θεό, απ’ αυτόν που έχουν για το θάνατο, δε θα φοβούνταν τον τελευταίο. Και μάλιστα δε θα γνώριζαν το θάνατο σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην περίπτωσή μας ο Κύριος ένιωσε ιδιαίτερη συμπάθεια για τη θλιμμένη μητέρα και γι’ αυτό της είπε: μη κλαίε. Κοίταξε βαθιά μέσα στην ψυχή της και διάβασε όλα όσα γίνονταν εκεί. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει, δεν είχε σύντροφο. Τώρα πέθανε κι ο μοναχογιός της και βρέθηκε ολομόναχη. Πού ήταν ο ζωντανός Θεός; Μπορεί να νιώθει μόνος του κανείς όταν έχει συντροφιά το Θεό; Μπορεί ο αληθινός άνθρωπος να βρει καλλίτερη συντροφιά, πιο εγκάρδια, από τη συντροφιά του Θεού; Δεν είναι πιο κοντά μας ο Θεός ακόμα κι από τον πατέρα και τη μητέρα μας, από τους αδελφούς και τις αδελφές μας, από τους γιους και τις θυγατέρες μας; Μας δίνει παιδιά κι ύστερα μας τα παίρνει, μα δε μας εγκαταλείπει. Το μάτι Του δεν κουράζεται να μας παρακολουθεί, ούτε κι η αγάπη Του για μας έχει αλλοιωθεί. Όλη η δυσοσμία του θανάτου μας βοηθάει να προσκολληθούμε περισσότερο στο Θεό, τον ζώντα Θεό.

Μη κλαίε! Ο Κύριος προσπαθεί να παρηγορήσει την απαρηγόρητη μητέρα. Αυτό το λέει Εκείνος που δε σκέφτεται, όπως πολλοί από μας, πως η ψυχή του νεκρού αγοριού κατεβαίνει στον τάφο, μαζί με το νεκρό σώμα του. Το λέει Εκείνος που γνωρίζει αυτά που αφορούν στην ψυχή του νεκρού αγοριού, που κρατά την ψυχή αυτή στη δική Του εξουσία. Κι εμείς παρηγορούμε αυτούς που θρηνούν με τα ίδια λόγια, αν κι οι καρδιές μας είναι γεμάτες δάκρυα.

Εκτός από τη συμπάθειά μας όμως νιώθουμε αδύναμοι να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο σ’ εκείνους που θρηνούν. Η δύναμη του θανάτου έχει τόσο πολύ ξεπεράσει τη δύναμή μας, ώστε σερνόμαστε σαν έντομα στη σκιά του. Και καθώς γεμίζουμε τον τάφο και σκεπάζουμε το νεκρό με χώμα, νιώθουμε πως ενταφιάζουμε μαζί κι ένα μέρος από τον εαυτό μας μέσα στο νεκρικό σκοτάδι του τάφου.

Ο Κύριος δεν είπε μη κλαίε στη γυναίκα για να δείξει πως δεν πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς. Ο ίδιος δάκρυσε για το Λάζαρο (βλ. Ιωάν. ια’ 35). Θρήνησε προκαταβολικά γι’ αυτούς που θα υπόφεραν με την πτώση της Ιερουσαλήμ (βλ. Λουκ. ιθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αυτούς που πενθούν, «ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Τίποτα δεν ηρεμεί και δεν καθαρίζει τόσο, όσο τα δάκρυα.

Στην ορθόδοξη μεθοδολογία της σωτηρίας, τα δάκρυα είναι ανάμεσα στα πρώτα μέσα κάθαρσης της ψυχής, της καρδιάς και του νου. Όχι μόνο πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς, αλλά και για τους ζωντανούς και ιδιαίτερα για τον εαυτό μας, όπως συνέστησε ο Κύριος στις γυναίκες της Ιερουσαλήμ: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28).

Υπάρχει όμως μια διαφορά από δάκρυα σε δάκρυα. Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους Θεσσαλονικείς: «ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσ. δ’ 13). Δεν πρέπει να θλιβόμαστε όπως οι ειδωλολάτρες κι οι άθεοι, που κλαίνε τους νεκρούς τους σα να χάθηκαν εντελώς. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να κλαίνε τους νεκρούς σαν χαμένους αλλά σαν αμαρτωλούς. Η θλίψη τους επομένως πρέπει να συνοδεύεται με προσευχές στο Θεό για να συχωρήσει τις αμαρτίες του αποβιώσαντα και να τον ελεήσει, να τον οδηγήσει στην ουράνια βασιλεία Του.

Ο χριστιανός πρέπει να κλαίει και να θρηνεί επίσης για τον εαυτό του, για τις αμαρτίες του. Κι όσο πιο συχνά το κάνει αυτό τόσο καλύτερα. Όχι να συμπεριφέρεται σαν κι’ αυτούς που δεν πιστεύουν στο Θεό και δεν ελπίζουν στο έλεός Του και στην αιώνια ζωή.

Όταν τα δάκρυα έχουν το χριστιανικό αυτό νόημα κι αυτή τη χρήση, τότε γιατί ο Κύριος είπε στη μητέρα του νεκρού αγοριού μη κλαίε; Εδώ είναι άλλη περίπτωση. Η γυναίκα έκλαιγε σαν κι αυτούς που δεν έχουν ελπίδα. Δεν έκλαιγε για τις αμαρτίες του παιδιού της ούτε και για τις δικές της. Έκλαιγε για τη σωματική απώλεια, για το χαμό και την ολοκληρωτική εξαφάνιση του παιδιού, για τον αιώνιο αποχωρισμό της απ’ αυτό. Εκεί όμως βρισκόταν ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ζώντων και νεκρών. Δεν είχε λοιπόν λόγο να κλαίει μπροστά Του, όπως δεν έχει λόγο και να νηστεύει κανείς όταν ο Κύριος είναι παρών. Όταν οι Φαρισσαίοι κατηγόρησαν τον Κύριο πως οι μαθητές Του δε νήστευαν, όπως ο Ιωάννης, τους απάντησε: «Μη δύνασθε τους υιούς του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, ποιήσαι νηστεύειν;» (Λουκ. ε’ 34). Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, μπορεί να θρηνεί κάποιος όταν βρίσκεται μαζί του ο Ζωοδότης, που στη βασιλεία Του δεν υπάρχουν νεκροί, αλλ’ όλοι είναι ζωντανοί;

Η θλιμμένη χήρα όμως δε γνώριζε ούτε το Χριστό ούτε τη δύναμη του Θεού. Θρηνούσε το μοναχογιό της χωρίς ελπίδα, όπως όλοι οι Ιουδαίοι τότε, που είτε δεν είχαν ολότελα πίστη στην ανάσταση των νεκρών είτε την είχαν χάσει.

Σ’ αυτήν την ανώφελη λόγω άγνοιας θλίψη της, ο Κύριος ανταποκρίθηκε με τα λόγια: Μη κλαίε! Δεν της είπε να μην κλάψει με την έννοια που το κάνουν πολλοί σήμερα, που εννοούν: «Μην κλαίς! Τα δάκρυά σου δε θα τον φέρουν πίσω. Αυτή είναι η μοίρα. Όλοι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθήσουμε». Αυτή που δίνουμε εμείς είναι μια απαρηγόρητη παρηγοριά. Δεν παρηγορεί κανέναν, είτε την δίνει κανείς είτε την παίρνει. Άλλο πράγμα σκεφτόταν ο Χριστός όταν έλεγε μη κλαίε. Ήθελε να πει: Μην κλαίς, γιατί Εγώ είμαι εδώ. Είμαι ο ποιμένας όλων των προβάτων. Κανένα πρόβατο δεν μπορεί να κρυφτεί από Εμένα, δε γίνεται να μη γνωρίζω που βρίσκεται. Ο γιος δεν πέθανε με τον τρόπο που νομίζεις εσύ. Μόνο η ψυχή του έφυγε από το σώμα. Εγώ έχω εξουσία στην ψυχή του, όπως και στο σώμα του. Λόγω της θλίψης σου, που προέρχεται από άγνοια και απιστία τόσο τη δική σου όσο κι εκείνων που βρίσκονται γύρω σου, θα ενώσω ξανά την ψυχή του παιδιού με το σώμα του και θα τον ξαναφέρω στη ζωή. Και θα το κάνω αυτό όχι τόσο για δική του χάρη όσο για σένα και για τους δικούς σου, για να πιστέψετε πως ο Θεός είναι ζωντανός και παρακολουθεί όλους τους ανθρώπους. Για να βεβαιωθείτε πως Εγώ είμαι ο Μεσσίας που ήρθε, ο Σωτήρας του κόσμου».

Μ’ αυτήν την έννοια είπε στη μητέρα ο Κύριος μη κλαίε! Και μετά απ’ αυτό προχώρησε στο έργο.

«Και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε· νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» (Λουκ. ζ’ 14). Το άγγιγμα των νεκρών ή των πραγμάτων που βρίσκονταν κοντά του απαγορευόταν από τους Ιουδαίους, γιατί λογαριαζόταν ακάθαρτο. Η καθιέρωση αυτή είχε νόημα τότε που ο Θεός και η ανθρώπινη ζωή ήταν περισσότερο σεβαστά στον Ισραήλ από οτιδήποτε άλλο. Όταν όμως η πραγματική ευλάβεια προς το Θεό μειώθηκε, όπως κι ο σεβασμός για την ανθρώπινη ζωή, τότε πολλές εντολές, ανάμεσά τους κι αυτή για το άγγιγμα των νεκρών, έγιναν δεισιδαιμονίες και κέρδισαν προτεραιότητα από τις μέγιστες εντολές του Θεού. Σ’ αυτήν την περίπτωση, για παράδειγμα, ανήκαν η περιτομή και η αργία του Σαββάτου. Το πνεύμα των εντολών αυτών χάθηκε και στη θέση του έμεινε το πνεύμα μιας θεοποίησης της βερμπαλιστικής μορφής του Νόμου.

Ο Χριστός αποκατέστησε το πνεύμα και τη ζωή των νόμων αυτών. Οι καρδιές των αρχόντων του λαού όμως, των τηρητών του Νόμου, είχαν τόσο πολύ σκοτιστεί και σκληρυνθεί, ώστε αναζητούσαν να θανατώσουν το Χριστό επειδή θεράπευε τους αρρώστους το Σάββατο. Γι’ αυτούς η τήρηση της αργίας του Σαββάτου άξιζε περισσότερο από τον άνθρωπο, περισσότερο κι από τον ίδιο τον Υιό του Θεού. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στην οργή των πρεσβυτέρων. Συνέχισε ν’ αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να τονίσει πως η ανθρώπινη ζωή και η σωτηρία της ψυχής αξίζουν περισσότερο από τις νεκρές παραδόσεις και τα έθιμα. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Παραβίασε το Νόμο και άγγιξε το φέρετρο όπου κείτονταν το νεκρό παιδί. Το θαύμα της νεκρανάστασης που έκανε ο Χριστός σ’ αυτήν την περίπτωση όμως ήταν τόσο αποστομωτικό, ώστε οι απορημένοι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι δεν τόλμησαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να διαμαρτυρηθούν.

Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι! Ο Κύριος έδωσε την εντολή στο νεκρό παιδί στο όνομά Του, είπε σοι λέγω, όχι όπως οι προφήτες Ηλίας και Ελισαίος, που προσευχήθηκαν στο Θεό και του ζήτησαν ν’ αναστήσει τους νεκρούς. Εκείνοι ήταν δούλοι του Θεού, ο Ιησούς όμως ήταν ο μονογενής Υιός Του. Με τη θεϊκή εξουσία που είχε ο Κύριος έδωσε εντολή στο παιδί να σηκωθεί και να ξαναγυρίσει στη ζωή. Σοι λέγω! Με τα λόγια αυτά που δεν είχε χρησιμοποιήσει ο Κύριος σε άλλη περίπτωση ανάστασης νεκρού, ήθελε να δείξει και να ξεκαθαρίσει πως έκανε το έργο αυτό μόνο με τη δική Του δύναμη. Ήθελε να δείξει μ’ αυτό το θαύμα πως έχει εξουσία και στους νεκρούς, όπως στους ζωντανούς. Το θαύμα αυτό δεν έγινε με την πίστη της μητέρας του παιδιού, όπως στην περίπτωση της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου. Αλλά και κανένας στην πομπή της κηδείας δεν περίμενε να δει τέτοιο μεγάλο θαύμα, όπως και στην περίπτωση της Ανάστασης του Λαζάρου. Όχι, το θαύμα αυτό δεν έγινε λόγω της δικής της πίστης ούτε κι από την αναμονή κάποιων, αλλ’ αποκλειστικά από το δυναμικό λόγο του Κυρίου Ιησού.

«Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού» (Λουκ. ζ’ 15). Το πλάσμα άκουσε τη φωνή του Δημιουργού και υπάκουσε την εντολή Του. Η ίδια θεϊκή δύναμη που παλιά έδωσε πνοή ζωής στον πηλό κι από τον πηλό έγινε ο άνθρωπος, τώρα έδινε πνοή και ξανάφερνε στη ζωή στο νεκρό παιδί. Έκανε πάλι το αίμα να κυκλοφορεί, τα μάτια να βλέπουν, τ’ αυτιά ν’ ακούν, τη γλώσσα να μιλάει, τα κόκκαλα και το σώμα να κινούνται. Εκεί που βρισκόταν η ψυχή του νεκρού παιδιού άκουσε τη φωνή του Κυρίου Της και γύρισε αμέσως στο σώμα της, υπακούοντας στην εντολή Του.

Ο υποτελής άκουσε τη φωνή του Βασιλιά κι ανταποκρίθηκε. Το παιδί ανακάθησε στο φέρετρο και ήρξατο λαλείν. Γιατί άρχισε αμέσως να μιλάει; Για να μη νομίσουν οι άνθρωποι πως αυτό ήταν κάποιο μαγικό δράμα ή πως κάποιο φάντασμα μπήκε στο σώμα του νεκρού παιδιού και τον ανασήκωσε στο φέρετρο. Έπρεπε ν’ ακούσουν όλοι τα λόγια του αναστημένου παιδιού, ώστε να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία πως ήταν πραγματικά το ίδιο το παιδί κι όχι κάποιος άλλος μέσα του.

Για τον ίδιο λόγο ο Κύριος πήρε το παιδί από το φέρετρο και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού, το παρέδωσε στη μητέρα του. Όταν η μητέρα κατάλαβε τι έγινε και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, τότε απαλλάχτηκαν κι εκείνοι που ήταν στην πομπή από το φόβο και την αμφιβολία. Ο Χριστός πήρε από το χέρι το παιδί και το έδωσε στη μητέρα του για να της δείξει πως της το έδινε χάρισμα τώρα, όπως κι όταν το γεννούσε. Η ζωή είναι δώρο του Θεού. Ο Θεός δίνει ζωή σε κάθε άνθρωπο με το δικό Του χέρι. Δε διστάζει να πάρει κάθε πλασμένο άνθρωπο χωριστά από το χέρι και να τον στείλει σ’ αυτήν την επίγεια, την πρόσκαιρη ζωή. Ο Κύριος λοιπόν πήρε και το παιδί που ανάστησε και το έδωσε στη μητέρα του για να της δείξει πως δεν της είπε μη κλαίε μάταια. Όταν της το είπε αυτό είχε κατά νου να την παρηγορήσει, όχι μόνο με τα λόγια αυτά, που η θλιμμένη μητέρα θα τα είχε ακούσει ίσως κι από πολλούς γνωστούς της, αλλά και με μια πράξη που είχε σαν αποτέλεσμα μια απρόβλεπτη και τέλεια παρηγοριά.

Τελικά ο Κύριος το έκανε αυτό για να διδάξει και μας πως, όταν κάνουμε ένα καλό έργο, πρέπει να το κάνουμε όσο μπορούμε προσωπικά, προσεχτικά και με την καρδιά μας, όχι μέσω άλλων, απρόσεχτα και βαριεστημένα. Προσέξτε πόση αγάπη και στοργή υπάρχει σε κάθε λέξη και κάθε κίνηση του Κυρίου μας! Σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως και σ’ όσες ανάλογες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, δείχνει πως όχι μόνο είναι τέλειο κάθε χάρισμα και δώρο του Θεού, αλλά κι ο τρόπος που τα δίνει είναι επίσης τέλειος.

«Έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού» (Λουκ. ζ’ 16). Με την προσεχτική συμπεριφορά Του προς το παιδί και τη μητέρα του ο Κύριος κατόρθωσε να διώξει το φόβο για τέρατα και μαγείες, ο φόβος όμως εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα τους. Αλλά ο φόβος αυτός ήταν καλός, γιατί ήταν φόβος Θεού και προκαλούσε τη δοξολογία στο Θεό. Ο λαός ονόμασε το Χριστό μεγάλο προφήτη που ο Θεός είχε υποσχεθεί από παλιά πως θα στείλει στον Ισραήλ (βλ. Δευτ. ιη’ 18). Ο λαός δεν μπορούσε να κατανοήσει ακόμα πως ο Χριστός ήταν Υιός του Θεού. Ήταν καλό όμως που το πνεύμα τους, που ήταν σκοτισμένο και καταπιεσμένο από ξένους κατακτητές, μπορούσε να βλέπει το Χριστό ως μεγάλο προφήτη. Αν οι πρεσβύτεροι του λαού στην Ιερουσαλήμ, που είχαν δει τα πολυάριθμα θαύματα του Χριστού, είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο κατανόησης που είχαν οι απλοί αυτοί άνθρωποι, θα είχαν γλιτώσει από τα φοβερά εγκλήματα της καταδίκης και του θανάτου του Υιού του Θεού. Ο καθένας όμως ενεργεί όπως εκείνος θεωρεί φυσικό, ακολουθεί το δικό του πνεύμα και τη δική του καρδιά. Ο Χριστός επανέφερε το νεκρό στη ζωή, ενώ οι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι αφαίρεσαν τη ζωή από τον Ζώντα. Εκείνος αγαπούσε τον άνθρωπο, αυτοί ήταν δολοφόνοι των ανθρώπων – και του Θεού.

Εκείνος ήταν θαυματουργός καλών έργων, αυτοί ήταν εκτελεστές εγκλημάτων. Στο τέλος όμως οι κακούργοι πρεσβύτεροι δεν μπόρεσαν να πάρουν άλλη ζωή, εκτός από τη δική τους. Όλοι οι προφήτες που είχαν θανατωθεί, ζούσαν παντοτινά με το Θεό και με ανθρώπους, ενώ οι φονευτές κρύβονταν σαν φίδια στη σκιά των προφητών αυτών από γενιά σε γενιά και δέχονταν από κάθε γενιά την κατάκριση και το ανάθεμα. Έτσι λοιπόν, με το θάνατο του Χριστού δεν σκότωσαν Εκείνον, αλλά τον εαυτό τους.

Εκείνος που ανάστησε τόσο εύκολα εκ νεκρών άλλους, ανάστησε και τον εαυτό Του. Φανερώθηκε στον ουρανό και στη γη ως μέγιστο Φως, που όσο φαίνεται πως σβήνει, μετά αστράφτει και λάμπει πολύ περισσότερο. Σ’ αυτό το φως ζούμε όλοι, αναπνέουμε και ευφραινόμαστε. Το Φως αυτό θ’ αποκαλυφθεί και πάλι και μάλιστα σύντομα, σε νεκρούς και ζωντανούς. Αυτό θα γίνει όταν ο Κύριος Ιησούς έρθει στη συντέλεια του κόσμου και της ιστορίας για ν’ αναστήσει τους νεκρούς από τους τάφους και να κρίνει όλους τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που έζησαν στη γη από τον Αδάμ ως το τέλος του κόσμου. Τότε θ’ αποδειχτεί για μια ακόμα φορά και μάλιστα στην πληρότητά της, η αλήθεια των λόγων του Σωτήρα μας: «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Το θαύμα της ανάστασης του υιού της χήρας στη Ναΐν έγινε τόσο από αγάπη για τη θλιμμένη μάνα, όσο και για να ενισχύσει την πίστη στην έσχατη και καθολική ανάσταση, στο Θαύμα των θαυμάτων, στην κρίση των κρίσεων, στη χαρά κάθε χαράς.

Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ- ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΘΕΜΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!

 Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Κυριακή Γ’ Λουκά: Ομιλία στο ευαγγέλιο που έχει θέμα το παιδί της χήρας που αναστήθηκε από τον Κύριο, όπου γίνεται λόγος και για το ότι πρέπει
να είμαστε συγχωρητικοί και στοργικοί μεταξύ μας
 

Ο μέγας Παύλος, δείχνοντας το θείο και κοινωφελές τής πίστεως και διακηρύσ­σοντας τα έργα αυτής και τα κατορθώ­ματα και τους καρπούς και τη δύναμη, αρχίζει από τους αιώνες από τους οποί­ους δεν υπάρχει τίποτε αρχαιότερο, λέ­γοντας, «με την πίστη κατανοούμε ότι οι αιώνες καταρτίσθηκαν με τον λόγο τού Θεού, ώστε τα βλεπόμενα να μη έχουν γίνει από αυτά που είναι ορατά», και τελειώνει με την μελλοντική παγκόσμια ανάσταση και την τελείωση των αγίων που θα συμβεί κατ’ αυτήν, από την οποία τίποτε δεν υπάρχει τελειότερο. Συντάσσοντας όμως τον κατάλογο εκείνων που θαυμάσθηκαν για την πίστη και επιβεβαιώνουν αυτήν με τον εαυτό τους, λέγει και τούτο, ότι «με την πίστη έλαβαν γυναίκες με την ανάσταση τους νεκρούς των». Και αυτές είναι η Σαραφθία και η Σουναμίτιδα, από τις οποίες η μία έλαβε τον υιό της που είχε πεθάνει πάλι ζωντανό από τον προφή­τη Ηλία, ενώ η Σουναμίτιδα έλαβε τον δικό της από τον Ελισσαίο.

Η καθεμιά τους επέδειξε με τα έργα μεγάλη πίστη. Η Σα­ραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα με την πίστη της την αναγγελ­μένη από τον προφήτη αύξηση των τροφίμων και τρέφοντας αυτόν πριν από τα παιδιά της από το αλεύρι μιας χούφτας και το λίγο λάδι, τα μόνα που είχε να φάγει, και έπειτα περιμένοντας να πεθάνει με τα παιδιά της. Αλλά κι όταν μετά τον ερχομό τού Ηλία αρρώστησε και πέθανε ο υιός της (γιατί λέγει, «η αρρώ­στια του ήταν πολύ βαρειά, σε βαθμό ώστε να μη απομείνει σ’ αυτόν πνεύμα ζωής»), αυτή δεν έδιωξε τον προφήτη, δεν τον κατηγόρησε, δεν απομακρύνθηκε από τη θεοσέβεια που διδάχθη­κε από αυτόν, αλλά κατηγόρησε τον εαυτό της και θεώρησε ότι αιτία τού πάθους είναι οι αμαρτίες της, αποκαλώντας σ’ αυτή τη συμφορά τον Ηλία άνθρωπο του Θεού, και κατηγορώντας μάλ­λον τον εαυτό της και λέγοντάς του μάλλον προτρεπτικά, παρά σκωπτικά, «τί σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, άνθρωπε του Θεού; ήρθες σε μένα να μου υπενθυμίσεις τις αμαρ­τίες μου και να θανατώσεις τον υιό μου;». Συ είσαι φως, λέγει, κατά μέθεξη, ως διάκονος του φωτός τής δικαιοσύνης, και ερχόμε­νος εδώ κατέστησες φανερά τα αφανή αμαρτήματά μου, και αυτά μου θανάτωσαν τον υιό μου. Βλέπετε πίστη αλλόφυλης γυναίκας; βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αυτό εύλογα έλαβε την εκλογή από τον Θεό και καταξιώθηκε να γίνει πρότυπο της κλήσεως και πίστεως των εθνών, και έπειτα δέχθηκε και το παιδί της ζωντανό.

Η Σουναμίτιδα πάλι έδειξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άνδρα της για τον Ελισσαίο, και με όσα ετοίμασε για τη φιλο­ξενία τού προφήτη, και με την αξιοπρέπεια που επέδειξε όταν πέθανε το παιδί της. Γιατί, κρύβοντας αθόρυβα τη συμφορά, έτρεξε προς τον προφήτη και τον οδήγησε στην οικία της, λέγοντας προς αυτόν, «ορκίζομαι στον ζωντανό Κύριο και στη δική σου ζωή, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω», και με αυτή την πίστη δέχθηκε τον υιό της αναστημένο από τον προφήτη, ώστε το εξαίρετο αυτό θαύμα να μη είναι εκείνων των προφητών, αλλά μάλλον της πίστε­ως των μητέρων που δέχθηκαν τους αναστάντες.

Αλλά μολονότι οι προφήτες είχαν συνεργό την πίστη και την προς τον Θεό ευαρέστηση των μητέρων, ο Ηλίας και τα άλλα έκαμε, και προς τον Θεό φώναξε με ολοφυρμό λέγοντας, «αλλοί­μονο, Κύριε, ο μάρτυρας της χήρας με την οποία κατοικώ εγώ, εσύ θανάτωσες σκληρά τον υιό της; Και επικαλέσθηκε τον Κύριο και είπε· Κύριε Θεέ μου, ας επιστρέψει η ψυχή αυτού του παι­διού σ’ αυτό. Και έτσι έγινε». Ο Ελισσαίος πάλι όχι μόνο προσκολλήθηκε στο παιδί, ερχόμενος και φεύγοντας μέχρι και επτά φορές, αλλά και προσευχήθηκε προς τον Κύριο σύμφωνα μ’ αυ­τό που έχει γραφεί, και έτσι αναζωογόνησε τον υιό τής Σουναμίτιδας.

Ο Κύριός μας όμως Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με την περικοπή τού Ευαγγελίου που διαβάζεται σήμερα, σπλαγχνίσθηκε τη χήρα, της οποίας ο υιός μεταφερόταν νεκρός, και χωρίς να αργοπορήσει ούτε να διαπραγματευθεί ούτε να προσευχηθεί, αλλά με πρόσταγμα μόνο, δίνοντας στη μητέρα που πενθούσε τον μονογενή της ζωντανό από νεκρό, έδειξε ότι αυτός μόνο είναι κύριος της ζωής και του θανάτου· γιατί λέγει ο ευαγγελιστής, «την επόμε­νη ημέρα πήγαινε ο Ιησούς στην πόλη που ονομαζόταν Ναΐν». Ο Κύριος έρχεται για το μεγάλο αυτό θαύμα της αναστάσεως αυτόκλητος, για να δείξει όχι μόνο την ζωοποιό δύναμη, αλλά και ότι έχει ασύγκριτη την αγαθότητα και την ευσπλαγχνία. Γιατί τον Ηλία βέβαια φάνηκε κατά κάποιο τρόπο να τον εμπαίζει η Σαραφθία παρακινώντας τον προς την αναβίωση του παιδιού, τον Ελισσαίο πάλι η Σουναμίτιδα, αφού του έκανε την παρατήρηση πρώτα, ότι δεν προείδε το πάθος, έπειτα και τον κατανάγκασε λέγοντας, «ορκίζομαι στον ζωντανό Κύριο και στη δική σου ζωή, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω», ο Κύριος όμως το προγνωρίζει μόνος του και, χωρίς να τον επικαλεσθεί κανένας, πορεύεται προς την πόλη, από την οποία γινόταν η εκφορά τού πεθαμένου παιδιού.

«Την επόμενη ημέρα πήγαινε», λέγει. Και αυτό το υποσήμανε με πάνσοφο τρόπο ο ευαγγελιστής. Γιατί η ανάσταση του παιδιού τής χήρας υποτυπώνει την ανακαίνιση του νου μας. Γιατί και η ψυχή μας εξ αιτίας τής αμαρτίας ήταν χήρα του ουράνιου νυμφίου, που είχε σαν κάποιο μονογενή υιό τον νου της, ο οποίος είχε πεθάνει από το κεντρί τής αμαρτίας, χάνοντας την αληθινή ζωή, και μεταφερόταν και αυτός από τα πάθη, έχοντας βρεθεί κάπου μακριά από τον Θεό, σε βυθούς τού άδη και της απώλειας. Αλλά, αφού ο Κύριος βάδισε προς εμάς και ήρθε κοντά μας με την με σάρκα παρουσία του, τον ανακαίνισε και τον ανέστησε. Αυτή η παρουσία όμως δεν έγινε σε μας από την αρχή, αλλ’ ύστερα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής δεν παρέλειψε ούτε αυτό, λέγοντας, «την επόμενη πήγαινε» ο Ιησούς για ν’ αναστήσει τον πεθαμένο υιό τής χήρας και να μεταβάλει το πένθος αυτής σε ευφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλώ, αδελφοί, το νόημα των λεγομένων γιατί και από σας ο καθένας, αν αισθανθεί τον μέσα του πεθαμένο και θρηνήσει τις αμαρτίες του, πενθώντας και μελαγχολώντας γι’ αυτές με μετάνοια, θα πορευθεί και προς αυτόν ο Παράκλητος παρέχοντας την αιώνια παρηγοριά. Γιατί λέγει, «μακάριοι είναι αυτοί που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν».

Αλλά, «πορευόταν» λέγει, «ο Ιησούς και μαζί μ’ αυτόν πορεύ­ονταν αρκετοί μαθητές του και πλήθος πολύ». Ο Ηλίας δηλαδή απομονώνεται όταν πρόκειται ν’ αναστήσει τον υιό τής Σαραφθίας, και ο Ελισσαίος, αφού ανέβηκε στο υπερώο, όπου βρισκό­ταν ο πεθαμένος, «έκλεισε τη θύρα», όπως λέγει η ιστορία, «μπρο­στά στους δύο αυτούς», δηλαδή τη Σουναμίτιδα και τον μαθητή του Γιεζί. Επειδή δηλαδή χρειαζόταν εκτενέστατη προσευχή προς τον Θεό, και οι άνθρωποι από τη φύση τους, όταν απομονωθούν, απασχολούν το νου τελειότερα και τον ανυψώνουν προς τον Θεό, αντίθετα ο Κύριος, έχοντας αληθινά την εξουσία ζωής και θανάτου, δεν χρειάζεται καθόλου προσευχή για να ζωοποιή­σει το παιδί, όχι μόνο τους μαθητές του είχε μαζί του, αλλά και πολύ πλήθος, που άλλο έφερε αυτός και άλλο βρήκε γύρω από τον μεταφερόμενο. Και ενώ όλοι έβλεπαν και άκουαν, με μόνο το πρό­σταγμά του ζωοποίησε τον νεκρό, κάμνοντας αυτό από φιλαν­θρωπία δημόσια, για να προσελκύσει όλους στην προς αυτόν σωτήρια πίστη. Γιατί λέγει, «καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλεως, μεταφερόταν πεθαμένος»΄ δηλαδή προγνωρίζοντας και της μεταφοράς την ώρα έφθασε στην κατάλληλη ώρα. «Μεταφερόταν λοιπόν πεθαμένος ο μονογενής υιός τής μητέρας του΄ και αυτή ήταν χήρα».

Τα ίδια πράγματα στην πενθούσα και τη λύπη αύξησαν πολ­λαπλάσια, και τη λύση πρόσφεραν εξαίσια. Γιατί βλέποντας ο Κύριος μια μητέρα, και μάλιστα χήρα μητέρα, που στήριζε τις ελπίδες της σε ένα παιδί, να το χάνει με πρόωρο θάνατο, ν’ ακο­λουθεί τη σορό τού παιδιού και να θρηνεί ελεεινά, «ευσπλαγχνίσθηκε», λέγει (πώς δηλαδή δεν θα το έκαμε «ο πατέρας των ορφανών και κριτής των χηρών»;), «και είπε προς αυτήν» παρη­γορώντας την και προβλέποντας το μέλλον, «μη κλαις». Εκείνος βέβαια γνώριζε τι επρόκειτο να κάνει, ενώ η γυναίκα ούτε αυτόν γνώριζε, και πολύ περισσότερο ούτε το μέλλον, γι’ αυτό ούτε και πίστη είχε, ούτε ζητούσε κάτι από αυτόν ούτε αυτός απαιτούσε πίστη από αυτήν, αλλά μπορώντας τα πάντα και μη έχοντας ανά­γκη ούτε από τη συνέργεια αυτών που πιστεύουν, «πλησιάζοντας άγγισε τη σορό», για να δείξει ότι και το σώμα του ως ομόθεο έχει ζωοποιό δύναμη΄ «και είπε, νεανίσκε, σου λέγω, σήκω΄ και ανακάθισε ο νεκρός». Άκουσε δηλαδή το κουφό χώμα εκείνον που καλεί στην ύπαρξη αυτά που δεν υπάρχουν, άκουσε αυτόν που εξουσιάζει τα πάντα με το λόγο τής δύναμής του, άκουσε όχι άνθρωπο θεοφόρο, αλλά Θεό που έγινε άνθρωπος, και όχι μόνο «ανακάθισε ο νεκρός», αλλά «και άρχισε να ομιλεί». Και στην περίπτωση βέβαια του υιού τής Σαραφθίας χήρας, όταν επέστρεψε η ψυχή του σ’ αυτόν, αμέσως, σύμφωνα με την ιστορία, φώναξε προς το παιδί (τον υπηρέτη του). Και αυτό είναι απόδειξη του ότι η ανάσταση δεν ήταν φαινομενική.

Ο Ηλίας λοιπόν ανέστησε ένα νεκρό με προσευχή, και ο Ελισσαίος ανέστησε έναν ενώ ζούσε και άλλον όντας νεκρός, επιβεβαιώνοντας και δείχνοντας από πριν τη θεανδρική ζωοποιό ενέργεια τού Χριστού, ενώ ο Κύριος ανέστησε τρεις νεκρούς με πρόσταγμα πριν από τον σταυρό, το παιδί αυτό της χήρας, τη θυγατέρα τού αρχισυνάγωγου, και τον τετραήμερο Λάζαρο, ενώ κατά τη σταύρωσή του ανέστησε πολλούς, οι οποίοι και «εμ­φανίσθηκαν σε πολλούς». Εκτός από αυτά μετά τον για χάρη μας σταυρικό θάνατό του ανέστησε τον εαυτό του, ή καλύτερα τον εξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος αυτός αρχηγός τής αιώ­νιας ζωής. Γιατί όλοι οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, οπωσδήποτε απέκτησαν τη δική μας θνητή ζωή, όταν όμως αναστήθηκε ο Χριστός από τους νεκρούς «δεν τον κυριεύει πλέον ο θάνατος». Γι’ αυτό και μόνος ο Κύριος «έγινε απαρχή εκείνων που έχουν κοιμηθεί», δηλαδή των πιστών και εκείνων που μετατέθηκαν από τα εδώ με την ελπίδα ανάστασης και αιώνιας ζωής. Έγινε λοιπόν απαρχή αυτών που έχουν κοιμηθεί και «πρωτότοκος από τους νεκρούς» και μας επιβεβαίωσε και μας επαγγέλθηκε όχι μόνο αυτή τη θνητή και πρόσκαιρη ζωή μας που καθοδηγείται από ζωικό πνεύμα, αλλ’ εκείνην που εμπεριέχεται στις ελπίδες μας, την ένθεο και αθάνατη και αιώνια΄ γιατί αυτή είναι δώρο αυ­τού πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ αυτήν την αιώνια ζωή στους αναστημένους από αυτόν, αλλά την διακοπτόμενη από τον θάνατο, δεν την παρέχει σ’ αυτούς με τη μορφή χάριτος, αλλά το κάνει αυτό για άλλους, οδηγώντας αυ­τούς στην πίστη, που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής. Και εδώ λοιπόν, όπως ιστορεί με σαφήνεια ο ευαγγελιστής, δεν ανέστησε το παιδί για τον εαυτό του, αλλά για τη μητέρα «από ευσπλαγχνία γι’ αυτήν»΄ γι’ αυτό και, αφού το ανέστησε, το έδωσε στη μητέρα του.

Αλλά βλέπετε πώς ο Κύριος από ευσπλαγχνία προς τη χήρα που πενθούσε τον υιό της δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητι­κούς προς αυτήν λόγους, αλλά και την παρηγόρησε με έργα; Έτσι να κάνομε και εμείς με όλη τη δύναμή μας και να μη είμαστε μόνο με λόγια συμπονετικοί προς αυτούς που κακοπαθούν, αλλά ζωή; Αν και βέβαια και αυτό είναι χρέος μας, αν και όχι ίσως του ενός μας προς τον άλλο, άλλα προς εκείνον που παρέδωσε τον εαυτό του σε θάνατο για χάρη μας, όχι μόνο ως λύτρο, αλλά και προς παράδειγμα και έμπρακτη διδασκαλία, ασύγκριτα υψηλότε­ρη από κάθε έργο και λόγο και νου. Γιατί λέγει, «γι’ αυτό πέθανε ο Χριστός για χάρη μας, αφήνοντας σε μας παράδειγμα, για να ακο­λουθήσομε τα ίχνη του και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειασθεί, να θυσιάσομε και τη ζωή μας» προς εκπλήρωση των εντολών του΄ γιατί έτσι θα γίνομε μέτοχοι και της ζωής και βασιλείας αυτού που διαρκεί αιώνια, ζώντας μαζί μ’ αυτόν αιώνια και δοξαζόμενοι μαζί του. Βλέπετε αυτόν τον Μυροβλύτη (Αγ. Δημήτριο). Έχυσε το αίμα τού σώματός του με τη θέλησή του υπέρ του Χριστού, και γι’ αυτό κατέστησε αυτό αδιάκοπη και ανεξάντλητη πηγή πολυειδών θαυμάτων, αγιασμού ψυχής και σώματος, ευωδέστατου και ιερώτατου μύρου, μολονότι η ψυχή του Μεγαλομάρτυρα έχει τώρα δίκαια λάβει την αιώνια και αναλλοίωτη δόξα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους, ενώ το σώμα δεν έχει ακόμη δοξασθεί μαζί με εκείνη, αλλ’ είναι κατά κάποιο τρόπο τα παρόντα υπόδειγ­μα και τύπος και σύμβολο προς την θειότατη και ουράνια δόξα που πρόκειται ν’ αποκαλυφθεί γύρω από αυτό στο μέλλον΄ και αν το υπόδειγμα και ο τύπος είναι τέτοιος, τί θα είναι εκείνο το μελλοντικό τέλος; οπωσδήποτε και ανέκφραστο και ακατανόητο.

Εύχομαι και εμείς με τις πρεσβείες τού μεταξύ των μαρτύρων Μυροβλύτη, όπως μεταλαμβάνομε εδώ το θείο μύρο που εκχύνεται από αυτόν, έτσι και τότε να γίνομε θεατές και μέτοχοι της θεί­ας εκείνης δόξας με τη χάρη και φιλανθρωπία του δοξαζόμενου μέσω των μαρτύρων του Ιησού Χριστού τού Θεού των πάντων, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα στους απέραντους αιώνες. Γένοιτο. 

(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΛΟΥΚΑ- Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ!

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Κυριακή Δ’ Λουκά- Η παραβολή του σπορέως

ομιλία μδ’.
(Λουκ. η’, 4-15) 

Α.

Αυτό που έλεγα προηγουμένως ότι, όταν λείπη η αρετή είναι όλα περιττά, αποδεικνύεται τώρα πλουσιώτατα. Εγώ έλεγα ότι και η ηλικία και η ιδιοσυγκρασία, και η κατοικία στην έρημο και τα παρόμοια δεν ωφελούν, όταν λείπη η αγαθή προαίρεση. Αυτό γίνεται ολοφάνερο από δω.

Ενώ μιλούσε στον κόσμο, του είπε κάποιος ότι η μητέρα σου και τ’ αδέλφια σου σ’ αναζητούν. Κι αυτός είπε· Ποια είναι η μητέρα μου και ποια τ’ αδέλφια μου; Αυτά τα έλεγε όχι επειδή ντρεπόταν τη μητέρα, ούτε γιατί αρνιόταν εκείνην, που τον είχε γεννήσει -αν ντρεπόταν δε θα γεννιόταν απ’ αυτήν. Ήθελε να φανερώση, ότι σε τίποτα δεν την ωφελούσε αυτό, αν δεν κάνη όλα όσα πρέπει. Κι αυτό που έκαμε ήταν περιττή φιλοδοξία· ήθελε να δείξη στον κόσμο ότι έχει στο χέρι το παιδί και το διατάζει· δεν υποψιαζόταν ακόμα τίποτα γι’ αυτόν σπουδαίο· για τούτο και ήρθε κοντά του άκαιρα.

Προσέξετε λοιπόν κι εκείνης την απερισκεψία κι αυτών. Έπρεπε να μπουν μαζί με τον κόσμο και ν’ ακούσουν κι αν δεν τους άρεσε αυτό, να περιμένουν να τελειώση το λόγο του και τότε να πλησιάσουν. Αυτοί όμως τον καλούν έξω και μάλιστα μπροστά σ’ όλους, δείχνοντας περιττή φιλοδοξία και θέλοντας ν’ αποδείξουν ότι του επιβάλλονται με πολλήν εξουσία. Αυτό το δείχνει κι ο Ευαγγελιστής κατηγορώντας τους. Αυτό ακριβώς υπονοεί όταν λέη· Ενώ μιλούσε αυτός ακόμα στον κόσμο. Σα να λέη· Δεν ήταν άλλη ώρα; Δεν μπορούσαν να μιλήσουν ιδιαιτέρως; Μα και για ποιο λόγο ήθελαν να μιλήσουν;

Αν ήταν για την υπεράσπιση της αλήθειας, έπρεπε να μιλήσουν φανερά και μπροστά σε όλους, ώστε να ωφεληθούν και οι άλλοι· αν όμως για πράγματα με ατομικό ενδιαφέρον δεν έπρεπε να βιάζωνται τόσο. Αφού δεν επέτρεψε την ταφή του πατέρα, για να μην εμποδιστούν να τον ακολουθήσουν, πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να διακόψη την ομιλία του για χάρη ανθρώπων χωρίς συγγενική σχέση. Φανερό λοιπόν πως από κενοδοξία μόνο ενεργούσαν έτσι. Αυτό το έλεγε και ο Ιωάννης ότι ούτε οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ’ αυτόν. Κι επαναλαμβάνει τα λόγια τους, που είναι γεμάτα από αστοχασιά· ότι τον τραβούσαν προς τα Ιεροσόλυμα, όχι γι’ άλλο λόγο αλλά να κερδίσουν δόξα από τα θαύματά του. Αν κάμης αυτά τα θαύματα, λέει, παρουσιάσου στον κόσμο. Κανένας δεν κάμει κάτι στα κρυφά και θέλει έπειτα να είναι γνωστός. Τότε κι αυτός τους επιτίμησε, κατηγορώντας το σαρκικό φρόνημά τους.

Οι Ιουδαίοι τον περιγελούσαν, ότι δεν είναι αυτός ο γιος του μαραγκού, που ξέρομε τον πατέρα και τη μητέρα του κι οι αδελφοί του δεν είναι της σειράς μας; Γι’ αυτό κι εκείνοι αποκρούοντας την ασημότητα της γενιάς τους, τον έσπρωχναν στην επίδειξη των θαυμάτων του. Γι’ αυτό τους αντιφέρεται, θέλοντας να θεραπεύση το νόσημά τους. Αν ήθελε ν’ αρνηθή τη μητέρα του, θα το έκαμε, όταν εκείνοι τον περιγελούσαν. Τότε όμως φαίνεται ότι τόσο φροντίζει γι’ αυτήν, ώστε και στον ίδιο τον σταυρό όταν ήταν, την εμπιστεύεται στον πιο αγαπητό απ’ όλους μαθητή του και πολλά του παραγγέλλει γι’ αυτήν. Τώρα όμως δεν ενεργεί έτσι, επειδή φροντίζει γι’ αυτήν και τους αδελφούς. Επειδή τον έβλεπαν σαν απλό άνθρωπο και ένιωθαν κενοδοξία, απομακρύνει το πάθος τους, όχι επιπλήττοντάς τους αλλά διορθώνοντάς τους.

Εμείς ας προσέξωμε όχι μόνο τους λόγους, που εκφράζουν τη ζυγισμένη εκτίμηση, αλλά και την οίηση και την τόλμη που έδειξαν οι αδελφοί του και ποιος ήταν αυτός που επιτιμούσε. Δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά ο Μονογενής του Θεού. Ακόμα τι επιδίωκε με την εκτίμηση; Δεν ήθελε να τους οδηγήση σ’ αδιέξοδο αλλά να τους απαλλάξη από ένα πολύ τυραννικό πάθος και λίγο λίγο να τους ανεβάση στη σωστή αντίληψη για τον εαυτό του και να τους πείση ότι δεν ήταν μόνο γιος της αλλά και Κύριος. Θα δούμε τότε ότι ήταν σ’ αυτόν πολύ ταιριαστό να επιτιμά και εκείνη κέρδιζε ωφέλεια. Κι ακόμα ότι ήταν μια επιτίμηση πολύ ήπια. Δεν είπε στη μητέρα του· Φύγε, γιατί δεν είσαι η μητέρα μου. Αλλά απευθύνεται σ’ εκείνο που του μίλησε· είπε· Ποια είναι η μητέρα μου; Πετυχαίνει και τούτο με το λόγο του· να μην αμελούν την αρετή μήτε αυτοί μήτε άλλοι με το θάρρος της συγγένειας. Γιατί αν δεν ωφελούσε εκείνην το ότι ήταν μητέρα του αν δεν είχε αρετή, με δυσκολία κάποιον άλλον θα έσωζε η συγγένεια.

Μια καλή καταγωγή μόνο υπάρχει, το να κάμης δηλαδή το θέλημα του Θεού. Αυτό το είδος της καταγωγής είναι καλύτερο από κείνο και πιο βασικό. 

Β.

Ας έχουμε στο νου μας αυτά κι ας μην καυχιώμαστε μήτε για τα εξαίρετα παιδιά μας, αν δεν έχωμε οι ίδιοι την αρετή τους, μήτε για τους γενναίους πατέρες μας, αν δεν έχωμε την ίδια γενναιότητα. Γίνεται να μην είναι πατέρας σου κι αυτός που σε γέννησε, κι αυτός που δε σε γέννησε να είναι. Γι’ αυτό όταν άλλοτε του είπε κάποια γυναίκα· Μακαρισμένη η γυναίκα που σε γέννησε και σε θήλασε, δεν είπε, δε με γέννησε γυναίκα ούτε θήλασα. Είπε τούτο· Καλά, αλλά μακαρισμένοι όσοι κάνουν το θέλημα του Πατέρα μου. Βλέπετε ότι ποτέ δεν αρνείται τη φυσική συγγένεια, προσθέτει όμως τη συγγένεια της αρετής. Κι ο Πρόδρομος λέγοντας· Γεννήματα εχιδνών, μη πήτε πατέρα έχομε τον Αβραάμ, δε θέλει να δείξη ότι δεν προέρχονται από τον Αβραάμ, αλλά ότι η καταγωγή τους αυτή σε τίποτε δεν τους ωφελεί, αν δεν έχουν τη συγγένεια της διαγωγής. Το ίδιο δηλώνει κι ο Χριστός, όταν έλεγε· Αν ήσαστε παιδιά του Αβραάμ, θα εκάματε τα έργα του Αβραάμ. Δε θέλει να τους αποξενώσει από τη φυσική συγγένεια αλλά τους υποδεικνύει να επιδιώξουν την ανώτερη από αυτήν και βασικώτερη.

Αυτό αποδεικνύει κι αλλού, αλλά με τρόπο λιγώτερο πειραχτικό και λεπτότερο, γιατί βέβαια μιλούσε στην μητέρα του. Δεν είπε ότι «δέν είναι μητέρα μου, επειδή δεν κάμουν το θέλημά μου»· ούτε τους αποκήρυξε ούτε τους καταδίκασε· τους αναγνωρίζει ακόμα το δικαίωμα της βουλήσέως τους, μιλώντας τους με τη μετριοπάθεια που του ταιριάζει. Αυτοί που κάνουν το θέλημα, λέει, του Πατέρα μου, αυτοί είναι αδελφός μου και μητέρα μου. Ώστε αν θέλουν να είναι, ας βαδίσουν το δρόμο αυτό.

Κι όταν φώναξε η γυναίκα «μακαρισμένη η γυναίκα που σε γέννησε», δεν είπε «δεν είναι μητέρα μου, αλλά αν θέλη να είναι μακαρισμένη, ας κάνη το θέλημα του Πατέρα μου. Αυτός ο άνθρωπος μου είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα». Ύψος τιμής, αξία της αρετής. Σε τι κορυφές ανεβάζει όποιον τη διαθέτει! Πόσες γυναίκες εμακάρισαν την αγία Παρθένο κι ευχήθηκαν να γίνουν οι ίδιες τέτοιες μητέρες κι ας έχασαν τα πάντα. Τι λοιπόν τους εμποδίζει; Μας άνοιξαν πλατύ δρόμο, και μπορούν όχι μόνο γυναίκες αλλά και άνδρες να βρεθούν σ’ αυτό το επίπεδο και σε ακόμα ψηλότερο. Αυτό έχει πολύ περισσότερη δύναμη να φτιάξη τη μητέρα παρά εκείνοι οι πόνοι του τοκετού. Ώστε αν αξίζη εκείνο να μακαρίζεται, πολύ περισσότερο αξίζει αυτό, όσο βασικώτερο είναι. Μην έχης λοιπόν την επιθυμία μόνο αλλά με πολλή προθυμία βάδιζε και το δρόμο, που θα σε φέρη στην εκπλήρωση της επιθυμίας σου. Αυτό είπε και βγήκε από το σπίτι.

Παρατηρήσατε πως και τους επιτίμησε και αυτό έκαμε που ποθούσαν. Το ίδιο κάμει και στους γάμους. Κι εκεί επιτίμησε τη μητέρα του, όταν ζητούσε πριν από την ώρα και συνάμα δεν εναντιώθηκε· με το πρώτο ήθελε να διορθώση την ανθρώπινη αδυναμία τους, με το δεύτερο έδειξε την αγάπη προς τη μητέρα του. Έτσι κι εδώ· και τη νόσο της κενοδοξίας εθεράπευσε και όπως έπρεπε ετίμησε την μητέρα του, μολονότι ήταν άκαιρη η αίτησή της.

Την ημέρα εκείνη, γράφει ο Ευαγγελιστής, βγήκε ο Ιησούς από το σπίτι και καθόταν κοντά στη θάλασσα. Αν θέλετε, τους λέει, να ιδήτε και ν’ ακούσετε, ιδού βγαίνω έξω και σας μιλώ. Αφού έκαμε πολλά θαύματα, παρέχει πάλι την ωφέλεια της διδασκαλίας του. Και κάθεται κοντά στη θάλασσα, ψαράς που προσπαθεί να πιάση στα δίχτυα του τους κατοίκους της γης. Και δεν κάθισε τυχαία κοντά στη θάλασσα· ο Ευαγγελιστής κάνει υπαινιγμό. Το έκαμε για να δείξη ότι ήθελε με προσοχή να φτιάξη το θέατρο, να τους έχη όλους εμπρός και κανένα στα νώτα. Και μαζεύτηκε, συνεχίζει, κοντά του κόσμος πολύς, ώστε αναγκάστηκε να μπη και να καθίση στο πλοίο. Κι όλος ο κόσμος στεκόταν στην ακρογιαλιά. Κι αφού κάθισε εκεί τους μιλά με παραβολές. «Και τους μίλησε, γράφει, πολλή ώρα με παραβολές». –Στο βουνό δεν είχε κάμει έτσι, ούτε έπλεξε το λόγο του με τόσες παραβολές.- Τότε ήσαν πλήθη μονάχα, κόσμος ακαλιέργητος· εδώ όμως δεν έλειπαν και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι – Προσέξετε τώρα ποια παραβολή τους απευθύνει πρώτα και πώς την εκθέτει με τη σειρά ο Ματθαίος. Ποιά λοιπόν λέγει πρώτη; Αυτήν που έπρεπε να πη πρώτη, που κάνει προσεκτικώτερο τον ακροατή. Επειδή ήταν να μιλήση μεταφορικά, ξυπνά πρώτα το μυαλό των ακροατών του με την παραβολή. Γι’ αυτό κι άλλος ευαγγελιστής τους επιτίμησε γιατί δεν εννοούσαν· Πώς δεν αντιληφθήκατε την παραβολή; Και δε μιλά γι’ αυτό μονάχα με παραβολές αλλά για να κάνη το λόγο πιο παραστατικό και να τον εντυπώση βαθύτερα και να φέρη τα πράγματα μπροστά στα μάτια τους. Το ίδιο κάνουν και οι προφήτες. 

Γ.

Ποια είναι λοιπόν η παραβολή; Ιδού βγήκε λέει, αυτός που σπέρνει για να σπείρη. Από πού βγήκε αυτός που είναι παρών σ’ όλα τα μέρη, αυτός που τα γεμίζει όλα; Και πώς βγήκε; Όχι τοπικά αλλά κατά τη σχετική με εμάς οικονομία του, έγινε πλησιέστερός μας με την ένδυση της σάρκας. Επειδή δεν μπορούσαμε να μπούμε εμείς, καθώς μας έκλειναν την είσοδο τα αμαρτήματά μας, βγαίνει εκείνος σ’ εμάς. Και με ποιο σκοπό βγήκε; Για να καταστρέψη τη γεμάτη από αγκάθια γη και να τιμωρήση τους γεωργούς; καθόλου· αλλά να καλλιεργήση και να φροντίση και να σπείρη το λόγο της ευσέβειας. Σπόρο εδώ εννοεί τη διδασκαλία· χωράφι τις ψυχές των ανθρώπων· σπορέα τον εαυτό του.

Και ποια η τύχη του σπόρου τούτου; Τα τρία μέρη χάνονται, μένει το ένα. Κι όπως έσπερνε, μέρος του σπόρου έπεσε κοντά στο δρόμο. Κι ήρθαν τα πουλιά και τον έφαγαν. Δεν είπε ότι αυτός έριξε το σπόρο αλλά έπεσε. Μέρος του σπόρου έπεσε στην πέτρα, όπου δεν είχε χώμα πολύ· φύτρωσε αμέσως επειδή δεν είχε βάθος η γη· το χτύπησε ο ήλιος που βγήκε και επειδή δεν είχε ρίζα ξεράθηκε. Άλλο μέρος έπεσε στ’ αγκάθια αλλά τ’ αγκάθια ψήλωσαν και έπνιξαν τα φυτά. Άλλο μέρος έπεσε στη καλή γη κι έδωσε καρπό στα εκατό, και στα εξήντα και στα τριάντα. Όποιος έχει αυτιά ας ακούη.

Το τέταρτο έμεινε μόνο κι όχι ίσο με τ’ άλλα αλλά κι εδώ με μεγάλη διαφορά. Τα έλεγε αυτά δείχνοντας ότι πλούσια μιλούσε σ’ όλους. Κι όπως αυτός που σπέρνει δε χωρίζει το χωράφι που απλώνεται μπροστά του αλλά απλά και χωρίς να κάνη διάκριση ρίχνει το σπόρο, έτσι κι αυτός δεν ξεχωρίζει πλούσιο και φτωχό, σοφό και άσοφο, οκνηρό και ενεργητικό, γενναίο και δειλό· μιλούσε σ’ όλους, εκπληρώνοντας την αποστολή του, αν και γνωρίζη τι θα συμβή. Θέλει να έχει το δικαίωμα να πη· «τι έπρεπε να κάνω που δεν το έκαμα;».

Και οι προφήτες παρομοιάζουν το λαό με αμπέλι. «Απόχτησε αμπέλι ο αγαπητός», γράφει. Και «μεταφύτεψε αμπέλι από την Αίγυπτο». Ο Χριστός μιλάει για σπόρο, για να φανερώση τι πράγμα; Ότι τώρα θα είναι γρήγορη η υπακοή κι ευκολώτερη και θα δώση αμέσως τον καρπό της. Κι όταν ακούσετε ότι βγήκε αυτός που σπέρνει για να σπείρη, μη το θεωρήσετε τούτο ταυτολογία. Γιατί αυτός που σπέρνει βγαίνει πολλές φορές και για άλλη εργασία, να συμπληρώση, να κάψη τα άχρηστα χόρτα, να βγάλη τ’ αγκάθια, να φροντίζη για κάτι άλλο. Αυτός όμως βγήκε για να σπείρη.

Πέστε μου τώρα, πώς χάθηκε ο περισσότερος σπόρος. Όχι από αφορμή αυτόν που έσπειρε, αλλά από αφορμή τη γη που δέχτηκε τη σπορά, δηλαδή την ψυχή που δεν άκουσε. Και γιατί δε λέει, ότι άλλο σπόρο δέχτηκαν οι οκνηροί και τον χάλασαν, άλλον οι πλούσιοι και τον έπνιξαν κι άλλον οι αδιάφοροι και τον πρόδωσαν; Δε θέλει να τους χτυπήση δυνατά, για να μην τους οδηγήση στην απόγνωση αλλά αφήνει τον έλεγχο στην συνείδηση των ακροατών. Και δεν το έπαθε αυτό ο σπόρος μονάχα αλλά και το δίχτυ. Γιατί πολλά άχρηστα έφερε κι αυτό. Και τους λέει αυτή την παραβολή προαλείφοντας και προετοιμάζοντας τους μαθητάς να μην απογοητεύωνται, ακόμα κι αν χάνωνται περισσότεροι απ’ όσους που δέχονται το λόγο. Αυτό έγινε και στο Δεσπότη· κι αυτός που εγνώριζε από πρώτα ότι αυτά θα γίνουν, δεν αρνήθηκε τη σπορά.

Και πώς δικαιολογείται η σπορά πάνω στ’ αγκάθια και στην πέτρα και στον δρόμο; Βέβαια είναι αδικαιολόγητη στην περίπτωση του πραγματικού σπόρου και της γης. Στις ψυχές όμως και τη διδασκαλία, γίνεται αυτό αφορμή για πολύν έπαινο. Σωστά μπορείς να κατηγορήσης το γεωργό που σπέρνει έτσι. Γιατί δεν πρόκειται η πέτρα να γίνη γη, και ο δρόμος να μην είναι δρόμος και τα αγκάθια αγκάθια. Στις λογικές όμως υπάρξεις δε γίνεται έτσι. Είναι δυνατό η πέτρα ν’ αλλάξη και να γίνη εύφορη γη, κι ο δρόμος να μην πατιέται πια, μήτε να είναι ανοιχτός σ’ όλους τους περαστικούς αλλά να γίνη χωράφι γόνιμο και τ’ αγκάθια να εξαφανιστούν και οι σπόροι να έχουν μεγάλη άνεση. Αν δεν ήταν αυτό σωστό, δε θα έσπερνε εκείνος. Κι αν δεν έγινε σ’ όλους μεταβολή, δεν εξαρτάται απ’ αυτόν που έσπειρε αλλ’ απ’ αυτούς που δε θέλησαν ν’ αλλάξουν. Εκείνος έκαμε το δικό του έργο. Αν αυτοί το πρόδωσαν, δεν έχει ευθύνη αυτός που έδειξε τόση φιλανθρωπία.

Προσέξτε σεις ότι δεν είναι ένας ο δρόμος της καταστροφής αλλά πολλοί και διάφοροι μεταξύ τους. Οι άνθρωποι που παρομοιάζονται με δρόμο είναι οι βάναυσοι και οι οκνηροί και οι αδιάφοροι· με την πέτρα οι πιο ασθενικοί μόνο. Τα πετρώδη μέρη που δέχτηκαν το σπόρο είναι αυτοί που ακούν το λόγο και τον δέχονται αμέσως με χαρά, δε ριζώνει όμως μέσα τους βαθιά αλλά είναι προσωρινός. Κι όταν έρθη θλίψη ή διωγμός εξ αιτίας του λόγου, σκανδαλίζονται αμέσως. Σε καθέναν που ακούει το λόγο της αλήθειας και δεν τον κατανοεί έρχεται ο πονηρός κι αρπάζει το σπόρο από την καρδιά του. Αυτός είναι ο σπόρος που έπεσε στο δρόμο. Ούτε είναι ίσο να απομαραθή η διδασκαλία χωρίς να την πειράζη είτε να την κλονίζει κανένας και να το πάθη αυτό επειδή απειλούνται δοκιμασίες. Αυτοί πάλι που μοιάζουν με τ’ αγκάθια είναι πολύ πιο ασυγχώρητοι απ’ τους άλλους. 

Δ.

Για να μην πάθωμε κάτι απ’ αυτά ας σκεπάσωμε με την προθυμία μας τους λόγους και με την αδιάκοπη μνήμη. Κι αν τους αρπάζη ο διάβολος, στο χέρι μας είναι να μην τους αρπάζη· κι αν ξηραίνωνται οι σπόροι, δε γίνεται αυτό από τη ζέστη –γιατί δεν είπε ότι ξεράθηκαν από τη ζέστη, αλλά επειδή δεν είχαν ρίζα· κι αν πνίγεται ο λόγος, δε γίνεται από τ’ αγκάθια αλλά απ’ αυτούς που αφήνουν τ’ αγκάθια να μεγαλώσουν. Είναι δυνατό, αν θέλης, να εμποδίσης τη βλαβερή αυτή βλάστηση και να χρησιμοποιήσης τον πλούτο σου όπως πρέπει. Γι’ αυτό δεν είπε, η ζωή αυτή αλλά η φροντίδα της ζωής αυτής. Ούτε ο πλούτος αλλά η απάτη του πλούτου.

Ας μη κατηγορούμε λοιπόν τα πράγματα αλλά το χαλασμένο φρόνημα. Είναι δυνατό να είναι κανένας πλούσιος και να μην ξεγελιέται· και στη ζωή αυτή να ζη και να μην πνίγεται με τις φροντίδες. Έχει ο πλούτος δυο μειονεκτήματα αντίθετα· το ένα βασανίζει και σκοτίζει, η μέριμνα· το άλλο προκαλεί τη μαλθακότητα, η τρυφή. Και καλά είπε «η απάτη του πλούτου». Όλα που μας δίνει ο πλούτος είναι απάτη. Είναι απλές λέξεις που δεν αντιπροσωπεύουν πράγματα. Η απόλαυση, η δόξα, ο καλλωπισμός, όλα αυτά είναι μια φαντασία ξεκομμένη από τα πράγματα.

Αφού ανάφερε τους τρόπους της απώλειας, θέτει ύστερα την καλή γη· δε μας αφήνει έτσι στην απόγνωση αλλά μας δίνει την ελπίδα της μετανοίας και δείχνει ότι είναι δυνατό από όσα είπε να γυρίσωμε σ’ αυτήν. Αλλά πάλι μόλο που η γη είναι καλή, ένας ο σπορέας και ο σπόρος ο ίδιος, γιατί άλλος αποδίδει στα εκατό, άλλος στα εξήντα κι άλλος στα τριάντα; Εδώ πάλι η διαφορά βρίσκεται στη φύση της γης. Όπου υπάρχει καλή γη, είναι σ’ αυτή κι η διαφορά πολλή. Βλέπετε ότι δεν είναι αίτιος ο γεωργός, ούτε ο σπόρος αλλά η γη, που δέχεται το σπόρο· όχι ανάλογα με τη φύση αλλά με τη γνώμη.

Κι εδώ υπάρχει πολλή φιλανθρωπία, γιατί δεν απαιτεί απ’ όλους το ίδιο μέτρο της αρετής αλλά και τους πρώτους δέχεται, και τους δεύτερους δε διώχνει και δίνει θέση και στους τρίτους. Αυτά τα λέει, για να μη νομίσουν αυτοί που τον ακολουθούν ότι φτάνει η ακρόαση μόνο για τη σωτηρία. Και για ποιο λόγο δεν αναφέρει και τις άλλες κακίες, όπως είναι η επιθυμία των σωμάτων, η κενοδοξία… Με τις εκφράσεις «μέριμνα της ζωής αυτής», και «απάτη του πλούτου» τ’ ανάφερε όλα. Γιατί η κενοδοξία κι όλα τ’ άλλα περιλαμβάνονται «στη ζωή αυτή» και «στην απάτη του πλούτου»· κι αν πης την απόλαυση, τη λαιμαργία, τη ζήλεια, την κενοδοξία και τα όμοια.

Πρόσθεσε συνάμα στο δρόμο την πέτρα, για να δείξη ότι δε φτάνει νάχης απαλλαγή από την περιουσία μονάχα αλλά πρέπει να πραγματοποιήσης και την άλλη αρετή. Τι σημαίνει, να είσαι ελεύθερος από χρήματα, να είσαι άνανδρος ή μαλθακός; Και πάλι, αν δεν είσαι άνανδρος, είσαι όμως οκνηρός κι αδιάφορος στην ακρόαση του λόγου; Δε μας φτάνει ένα μέρος της αρετής για να σωθούμε. Αλλά χρειαζόμαστε πρώτα ακριβή ακρόαση και παντοτινή θύμηση κι έπειτα ανδρεία, έπειτα περιφρόνηση των χρημάτων κι απελευθέρωση απ’ όλα τα βιωτικά. Γι’ αυτό ακριβώς θέτει αυτήν πρωτύτερα από εκείνη, γιατί αυτή πρώτα μας χρειάζεται. (Πως θα πιστέψουν, αν δεν ακούσουν; Όπως κι εμείς, αν δεν προσέχωμε στα λεγόμενα, ούτε να πληροφορηθούμε δε θα μπορέσωμε τι πρέπει να κάνωμε). Έπειτα αναφέρει την ανδρεία και την περιφρόνηση των παρόντων.

Ας ακούμε αυτά κι ας περιτειχίζωμε γύρω γύρω τον εαυτό μας, δίνοντας προσοχή στη διδασκαλία κι αφήνοντας τις ρίζες να πάνε βαθιά και καθαρίζοντας τον εαυτό μας απ’ όλα τα βιοτικά. Αν όμως άλλα κάνωμε κι άλλα παραμελούμε, δεν κερδίζομε τίποτα· κι αν δεν χανόμαστε έτσι, χανόμαστε αλλιώτικα. Τι διαφορά υπάρχει αν χαθούμε όχι εξ αιτίας του πλούτου αλλά από οκνηρία, κι αν καταστραφούμε όχι από οκνηρία αλλά από ανανδρεία; Κι ο γεωργός είτε έτσι είτε αλλιώς χάση το σπόρο του, ίδια λυπάται. Ας μην παρηγορούμαστε λοιπόν, επειδή δεν χανόμαστε με όλους μαζί τους τρόπους· ας λυπούμαστε μ’ όποιον τρόπο κι αν χανόμαστε κι ας κάψωμε τα αγκάθια, γιατί πνίγουν το λόγο.

Το γνωρίζουν αυτό όσοι πλουτούν, που δεν είναι χρήσιμοι μήτε γι’ αυτά μήτε και γι’ άλλα. Έτσι όπως έγιναν δούλοι κι αιχμάλωτοι των απολαύσεων, είναι άχρηστοι και για τα κοσμικά ζητήματα· κι αν είναι γι’ αυτά, είναι πολύ περισσότερο για τα ουράνια. Διπλή βλάβη του νου μας προέρχεται απ’ αυτά, κι από την τρυφή κι από τη φροντίδα. Απ’ αυτά το καθένα χωριστά είναι ικανό να βουλιάξη το σκάφος μας· όταν συνεργαστούν και τα δύο σκεφτήτε πόσο μεγάλη γίνεται η τρικυμία. 

Ε.

Μη θαυμάσετε που ονόμασε την τρυφή αγκάθια. Δεν το γνωρίζει όποιος παραφέρεται από το πάθος. Οι φρόνιμοι γνωρίζουν ότι προξενεί περισσότερο πόνο από τ’ αγκάθια, κι ότι η τρυφή πιο πολύ απ’ ό,τι η μέριμνα καταδαπανά την ψυχή. Ούτε τόσο βασανίζεται κάποιος από τη φροντίδα, όσο από την αφθονία. Όταν πολιορκούν τον τρυφηλό αγρυπνίες, και ημικρανίες και πονοκέφαλοι και πόνοι των σπλάχνων, σκεφθήτε από πόσα αγκάθια είναι όλ’ αυτά χειρότερα. Κι όπως τ’ αγκάθια απ’ όπου κι αν τα κρατήσης ματώνουν τα χέρια, όμοια και η τρυφή και τα πόδια και τα χέρια και το κεφάλι και τα μάτια κι όλα τα μέλη γενικά τα καταστρέφει. Και είναι ξηρή και άγονη, όπως τ’ αγκάθια και περισσότερη από κείνα λύπη προξενεί και μάλιστα στα καίρια.

Φέρνει πρόωρα γηρατειά, αμβλύνει τις αισθήσεις, σκοτίζει το λογισμό, τραυματίζει την οξύτητα του νου, κάνει το σώμα πλαδαρό. Πιο πλούσια κάνοντας την αποθήκη της κοπριάς και μαζεύοντας μεγάλο σωρό κακών παραμεγαλώνει το φορτίο και γεμίζει το σώμα παραπάνω από το μέτρο. Γι’ αυτό κι οι πτώσεις είναι αδιάκοπες και πυκνά τα ναυάγια. Γιατί παχαίνεις το σώμα σου; πες μου. Μήπως σε προορίζομε για τη θυσία και θα σε παραθέσωμε σε τραπέζι; Είναι ορθό να παχαίνωμε τα πουλερικά μόνο· και μήτε εκείνα. Γιατί όταν παχύνουν είναι ακατάλληλα για την υγιεινή ζωή. Τόσο κακή είναι η τρυφή, ώστε και στ’ άλογα ζώα παρουσιάζει τη βλάβη της. Γιατί και τα πουλερικά που τρυφούν τα κάνομε άχρηστα και για τον εαυτό τους και για μας. Γιατί το πάχος είναι που δημιουργεί τις ανωμαλίες στη χώνευση. Εκείνα όμως που δεν τρέφονται έτσι αλλά περνούν, θα έλεγα με νηστεία και κανονική δίαιτα, με στέρηση και ταλαιπωρία, αυτά είναι χρήσιμα και στον εαυτό τους και στους άλλους, και ως τροφή και για όλα τα άλλα. Αυτοί που τρώνε τα
τελευταία είναι πιο υγιείς· εκείνοι που τρώνε τα πρώτα μοιάζουν μ’ αυτά τα ίδια, γίνονται δυσκίνητοι και φιλάσθενοι, χειροτερεύουν τα δεσμά του σώματός τους.

Τίποτα δεν είναι τόσο εχθρικό και βλαβερό στο σώμα, όσο η τρυφή. Τίποτα δεν οδηγεί στη διάρρηξη και τη διάλυση το σώμα, όσο η ασωτία. Γι’ αυτό κι από δω μεγάλη έκπληξη θα δοκιμάση κανείς με την ανοησία τους, που μήτε όση προσοχή έχουν άλλοι για τα ασκιά τους δε θέλουν αυτοί να δείξουν για τον εαυτό τους. Τα ασκιά οι εμποριοι του κρασιού δεν αφήνουν να γεμίσουν περισσότερο από όσο πρέπει, για να μη σκάσουν· αυτοί όμως δεν αξίωνουν μήτε για τόση πρόνοια την ταλαίπωρη κοιλιά τους. Αλλά όταν τη γεμίσουν και τη σκάσουν ως τ’ αυτιά και τη μύτη, ως επάνω στον οισοφάγο φέρνουν τις τροφές και προκαλούν διπλή στενοχώρια και στην ψυχή και στη δύναμη που συντηρεί το σώμα.

Μήπως γι’ αυτό έχεις το λαιμό; Για να τον απογεμίσης ως επάνω, στο στόμα, από σαπισμένο, κρασί και την άλλη φθορά; Όχι γι’ αυτό βέβαια, άνθρωπέ μου. Αλλά για να υμνής πρώτα το Θεό και να του αναπέμπης τις ιερές προσευχές και να μελετάς το θείο του νόμο και να δίνης ωφέλιμες συμβουλές στους αδελφούς σου. Συ όμως σα να τον έχης λάβει γι’ αυτό, δεν αφήνεις ούτε μια στιγμή να σταματήση από τη λειτουργία αυτή και σ’ όλη τη ζωή σου τον υποτάσσεις σ’ αυτήν την κακή δουλεία.

Κι όπως αν προμηθευτή κάποιος κιθάρα με χρυσές χορδές, τονισμένη αρμονικά κι αντί να παίζη σ’ αυτή παναρμόνιο μέλος, τη σκεπάση με πολλή κοπριά και λάσπη, έτσι κάνουν κι αυτοί. Κοπριά ωνόμασα όχι την τροφή αλλά την τρυφή και την πολλή εκείνη ακολασία. Γιατί το παραπάνω από το χρειαζούμενο δεν είναι τροφή αλλά βλάβη μονάχα. Η κοιλιά έγινε μόνο για να δέχεται τις τροφές· το σώμα όμως κι ο φάρυγγας κι η γλώσσα και για άλλες λειτουργίες πιο απαραίτητες. Αλλά και η κοιλιά δεν έγινε απλά για να δέχεται τροφή αλλά την κανονική τροφή. Κι αυτό το φανερώνει με άπειρες φωνές, όταν την επηρεάσωμε μ’ αυτού του είδους την πλεονεξία. Και δε φωνάζει μόνο αλλά αμύνεται και μας ζητά για την αδικία την πιο μεγάλη τιμωρία.

Πρώτα τιμωρεί τα πόδια που μας σηκώνουν και μας μεταφέρουν στα πονηρά εκείνα συμπόσια, έπειτα αχρηστεύει τα χέρια που τη διακονούν, επειδή τόσα και τέτοια φαγητά της πρόσφεραν· πολλοί βοηθήσανε να παραμορφωθή και το ίδιο το στόμα τους και τα μάτια και το κεφάλι. Κι όπως ο υπηρέτης, όταν του επιβάλλουν κάτι πάνω από τη δύναμή του, φτάνει σ’ απόγνωση και δεν υπακούει πολλές φορές σ’ αυτόν που τον διέταξε, έτσι κι αυτή· μαζί με τα μέλη που ανέφερα, όταν την παραπιέσωμε, διαφθείρει και καταστρέφει πολλές φορές και τον ίδιο τον εγκέφαλο. Κι αυτό καλά το οικονόμησε ο Θεός, και προξενήται τόση βλάβη από την παράβαση του μέτρου. Έτσι όταν θα ζης θεληματικά την πνευματική ζωή, να μάθης από το φόβο της τόσης καταστροφής, να ακολουθής το μέτρο έστω και χωρίς να θέλης.

Έχοντας αυτό στο νου μας, ας αποφύγωμε την τρυφή, ας ασκήσωμε το μέτρο μ’ επιμέλεια, για να απολαύσωμε και τη σωματική υγεία και να επιτύχωμε τα μελλοντικά αγαθά, αφού απαλλάξωμε την ψυχή μας από κάθε αδυναμία με τη χάρη και τη φιλαθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα κι η δύναμη στους αιώνες. Αμήν. 

(Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”. Τόμος Δεύτερος, Αθήναι 1969, σελ..28-40) 

alopsis.gr

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΛΟΥΚΑ- ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Β’ Λουκά: για την αγάπη προς τον πλησίον
 

(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. στ΄, χωρία 31 έως 36)

Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΙΗ΄ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή για την αγάπη προς τον πλησίον 

Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. 5, 38-42

«Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Ακούσατε ότι ελέχθη: ‘’οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος’’ (δηλαδή να ανταποδίδεις ίσο κακό προς το κακό, που σου έκανε ο άλλος). Εγώ όμως σας λέγω να μην καταληφτείτε από οργή και εχθρότητα και να μην αντισταθείτε στον πονηρό άνθρωπο αποδίδοντας κακό αντί κακού, αλλά αν κανείς σε ραπίσει στο δεξιό μέρος του προσώπου σου, γύρισε με πραότητα και υποχωρητικότητα και το άλλο μέρος του προσώπου (πρόθυμος να δεχθείς και δεύτερο ράπισμα). Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)». 

Βλέπεις ότι δεν εννοούσε τον ίδιο τον οφθαλμό μας προηγουμένως, όταν νομοθετούσε να βγάζουμε τον οφθαλμό που μας σκανδαλίζει [Ματθ. 5, 29: «εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν (:Εάν όμως ο δεξιός σου οφθαλμός νοσεί και σε ενοχλεί και υπάρχει φόβος να βλάψει όλο το σώμα, βγάλε τον και πέταξέ τον μακριά από εσένα. Διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα μέλος του σώματος, παρά να ριφθείς μαζί με όλο το σώμα στη γέεννα του πυρός (δηλαδή εάν ένα πρόσωπο πολύτιμο και αγαπητό, όπως ο δεξιός οφθαλμός, σε εξερεθίζει προς αμαρτία, χωρίσου οριστικώς απ’ αυτό και κόψε την επικοινωνία μαζί του, διότι σε συμφέρει να το στερηθείς το πρόσωπο αυτό, παρά να ριφθείς μαζί του στο άσβεστο πυρ της κολάσεως)»], αλλά έκανε λόγο για εκείνους που μας βλάπτουν με τη φιλία τους και μας ρίπτουν στο βάραθρο της απώλειας. Πραγματικά, Αυτός που τονίζει εδώ με τόση έμφαση και δεν επιτρέπει να αφαιρεί ως ανταπόδοση κάποιος τον οφθαλμό ακόμα και εκείνου που του βγάζει τον δικό του, πώς είναι δυνατόν να νομοθέτησε να βγάζουμε το δικό μας οφθαλμό;

Εάν, τώρα, κάποιος κατηγορεί τον παλαιό νόμο [τον μωσαϊκό], επειδή διέτασσε να αμυνόμαστε με αυτόν τον τρόπο, μου φαίνεται ότι είναι πολύ άπειρος από τη σοφία που ταιριάζει σε έναν νομοθέτη και ότι αγνοεί τη δύναμη των περιστάσεων κάθε εποχής και το κέρδος της συγκαταβάσεως. Διότι, εάν σκεφτεί ποιοι ήσαν τότε οι ακροατές των εντολών αυτών του μωσαϊκού νόμου, σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και πότε δέχτηκαν τη νομοθεσία αυτή, τότε θα παραδεχτεί απολύτως τη σοφία του νομοθέτη, και θα αντιληφτεί ότι ο ίδιος Νομοθέτης έθεσε και εκείνους και τους παρόντες νόμους και ακόμη, ότι κάθε μία νομοθεσία υπήρξε πολύ ωφέλιμη και δόθηκε στον κατάλληλο καιρό. Πραγματικά, εάν έδινε από την αρχή τις υψηλές και δύσκολες αυτές εντολές, ασφαλώς, ούτε αυτές θα δέχονταν οι Ιουδαίοι εκείνη την εποχή, ούτε βέβαια εκείνες τις παλαιές. Τώρα όμως αφού έδωσε την κάθε νομοθεσία στην κατάλληλη στιγμή, διόρθωσε την οικουμένη ολόκληρη διαμέσου των δύο διαθηκών [της Παλαιάς και της Καινής].

Εξάλλου, έδωσε την εντολή αυτήν τότε όχι για να βγάζουμε ο ένας τα μάτια του άλλου, αλλά για να μην απλώνουμε τα χέρια μας ο ένας εναντίον του άλλου και να τα συγκρατούμε· διότι η απειλή να πάθουμε κάτι, εμποδίζει την ορμή που οδηγεί στη βιαιοπραγία εκ μέρους μας. Και έτσι, όμως, ρίπτει σιγά-σιγά άφθονα τα σπέρματα της φιλοσοφίας, με το να ορίζει αρχικά ότι ο παθών μπορεί να αμύνεται, ανταποδίδοντας το ίδιο πάθημα· μολονότι, βέβαια, εκείνος που αρχίζει την παρανομία αυτήν είναι άξιος μεγαλύτερης τιμωρίας, πράγμα το οποίο απαιτεί και η δικαιοσύνη. Αλλά, επειδή ήθελε να αποδίδεται το δίκαιο επί τη βάσει της φιλανθρωπίας, καταδικάζει σε μικρότερη τιμωρία εκείνον που έφταιξε περισσότερο, για να μας διδάξει ότι, ακόμη και όταν πάσχουμε, πρέπει να είμαστε πολύ επιεικείς.

Αφού ανέφερε, λοιπόν, τον παλαιό νόμο και τον ανέγνωσε ολόκληρο, δείχνει και πάλι ότι δεν είναι ο αδελφός που κάνει αυτές τις ενέργειες, αλλά ο πονηρός. Γι’ αυτό και πρόσθεσε: «Εγώ όμως σας λέω να μην προβάλετε αντίσταση στον πονηρό». Δεν είπε: «Να μην προβάλλετε αντίσταση στον αδελφό», αλλά «στον πονηρό», αποδεικνύοντας ότι με την υποκίνηση αυτού αποτολμώνται αυτές οι πράξεις. Έτσι, μετριάζει και παύει την υπερβολική οργή εναντίον αυτού που διέπραξε το αδίκημα, με το να μεταθέτει την αιτία του κακού σε άλλον.

«Τι λοιπόν; Δεν πρέπει να αντιστεκόμαστε στον πονηρό;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Πρέπει, βέβαια, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο, αλλά όπως ο ίδιος ο Ιησούς υπέδειξε με την εντολή αυτή, δηλαδή, με το να προσφέρουμε τον εαυτό μας στο πάθος, στο να κακοποιηθεί, διότι μόνο έτσι θα υπερνικήσουμε το κακό. Πραγματικά, η φωτιά δεν σβήνει με τη φωτιά, αλλά η φωτιά σβήνει με το νερό. Για να αντιληφτείς, όμως, ότι και στον παλαιό νόμο νικητής ήταν αυτός που έπαθε από τον άλλο και ότι αυτός στεφανώνεται, εξέτασε το γεγονός καθ’ εαυτό και θα δεις ότι μεγάλη είναι η δική του υπεροχή· διότι αυτός που άρχισε την αδικία, αυτός θα είναι και η αιτία της τυφλώσεως και των δύο οφθαλμών, δηλαδή και του πλησίον του και του δικού του. Γι’ αυτό και μισείται δίκαια από όλους και αναρίθμητες κατηγορίες διατυπώνονται σε βάρος του· ενώ ο αδικημένος και μετά την άμυνα δια της ανταποδόσεως των ίσων, δε θα έχει διαπράξει τίποτε το φοβερό. Γι’ αυτό και πολλοί συμπάσχουν μαζί του, επειδή είναι καθαρός και μετά τη διάπραξη του πλημμελήματος αυτού.

Και η μεν συμφορά είναι ίση και στους δύο, ενώ η δόξα δεν είναι η ίδια, ούτε ενώπιον του Θεού, ούτε ενώπιον των ανθρώπων. Γι’ αυτό, λοιπόν, και η συμφορά δεν είναι η αδικία. Πραγματικά, έλεγε λοιπόν στην αρχή : «ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:εκείνος που θα υβρίσει τον αδελφό του και θα του πει με περιφρόνηση “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρύτερου, από εκείνα που δικάζει το μεγάλο συνέδριο, το ανώτατο δηλαδή δικαστήριο των Εβραίων. Εκείνος δε που θα πει με μίσος στον αδελφό του “άμυαλε, τρελέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθεί με την στον Άδη γέεννα του πυρός. Όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελφού του και όποιος ονομάζει αυτόν ‘’μωρό’’, θα καταδικαστεί στη γέεννα του πυρός»[Ματθ. 5, 22], στην προκειμένη περίπτωση, όμως, απαιτεί μεγαλύτερη πνευματικότητα, διότι δεν προστάζει τον πάσχοντα, απλώς και μόνο να μην αντιδρά και να παραμένει ατάραχος χωρίς καμία ανταπόδοση, αλλά να αντιπαραθέτει μεγαλύτερη φιλοτιμία, με το να προσφέρει και την άλλη σιαγόνα. Και δεν τα λέγει αυτά μόνο αναφορικά με το πάθημα αυτό, αλλά για να μας διδάξει την ανεξικακία για όλες εν γένει τις σε βάρος μας αδικίες. Όπως δηλαδή, όταν λέγει ότι «όποιος ονομάζει τον αδελφό του μωρό είναι ένοχος στη γέενα», δεν ομιλεί μόνο για τη λέξη «μωρός», αλλά αναφέρεται σε κάθε είδους ύβρη, κατά όμοιο τρόπο και εδώ δεν θέτει νόμο μόνο για να φερόμαστε με γενναιότητα, όταν μας ραπίζουν, αλλά και για να μην ταρασσόμαστε, οτιδήποτε και αν παθαίνουμε. Γι’ αυτό και εκεί διάλεξε τη βαρύτερη ύβρη και εδώ ανέφερε το κτύπημα που θεωρείται πιο ταπεινωτικό και περικλείει μεγάλη προσβολή, δηλαδή, το ράπισμα στη σιαγόνα.

Και δίνει την εντολή αυτήν και προς το συμφέρον αυτού που χτυπάει και προς το συμφέρον αυτού που δέχεται το χτύπημα ή την ύβρη. Πραγματικά, και αυτός που υπέστη την προσβολή δε θα νομίσει ότι παθαίνει κάτι κακό, όταν έχει συνηθίσει να φιλοσοφεί έτσι τα πράγματα (διότι δεν θα αισθανθεί καν την προσβολή, επειδή μάλλον θα αγωνίζεται παρά θα αντιλαμβάνεται τα χτυπήματα), αλλά και αυτός που αδικεί θα νιώσει ντροπή και δε θα δώσει πλέον δεύτερο χτύπημα, έστω και αν είναι σκληρότερος και από το κάθε θηρίο, μα θα κατηγορήσει πολύ τον εαυτό του και για το πρώτο που έδωσε. Διότι τίποτε δε συγκρατεί τόσο αυτούς που αδικούν όσο το να υποφέρουν με επιείκεια τις αδικίες αυτοί που αδικούνται.

Και δεν τους συγκρατεί μόνο την ορμή να συνεχίσουν, αλλά και τους προετοιμάζει να μετανοήσουν και για όσα έπραξαν και φεύγουν γεμάτοι από θαυμασμό για την ανεξικακία αυτών που αδικούνταν, και έτσι τους καθιστά πιο οικείους και όχι μόνο φίλους μας, αλλά και δούλους μας ακόμη τους κάνει. Όπως πάλι, η αντίσταση προκαλεί ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα· δηλαδή ντροπιάζει και τους δύο και τους κάνει χειρότερους και ανάπτει μεγαλύτερη τη φλόγα της οργής. Πολλές φορές μάλιστα τους οδηγεί και στον θάνατο, όταν το κακό προχωρήσει πολύ. Γι’ αυτό, όχι μόνο όταν ραπίζεσαι, διέταξε να μην οργίζεσαι, αλλά επιπλέον έδωσε εντολή να ικανοποιείς την επιθυμία αυτού που αδικοπραγεί εις βάρος σου, για να μη δώσεις την εντύπωση ότι υπέστης το αρχικό χτύπημα χωρίς τη θέλησή σου. Διότι έτσι, και αν ακόμη είναι αναίσχυντος, θα κατορθώσεις να του δώσεις καίριο χτύπημα, παρά εάν τον χτυπούσες με το χέρι σου, και ενώ είναι αναιδής, θα τον καταστήσεις πιο επιεική.

«καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)». Δε θέλει, όμως, στα χτυπήματα μόνο, αλλά και στα χρήματα να έχουμε την ανεξικακία αυτού του είδους. Γι’ αυτό και εδώ χρησιμοποιεί την ίδια υπερβολή. Πραγματικά, όπως ακριβώς εκεί διατάσσει να νικάμε με το να πάσχουμε, έτσι και εδώ, με το να χάνουμε περισσότερα από όσα περίμενε ο πλεονέκτης. Αλλά και την εντολή αυτήν δεν την έθεσε έτσι απλή, μα με την ανάλογη προσθήκη. Διότι δεν είπε: «Να δώσεις το πανωφόρι σου σε εκείνον που το ζητεί», αλλά «σε εκείνον που θέλει να κάνει δίκη εναντίον σου», δηλαδή, εάν σε σύρει στο δικαστήριο και σου προξενεί ενοχλήσεις. Και όπως, όταν είπε να μην ονομάζουμε τον συνάνθρωπό μας μωρό, ούτε να οργιζόμαστε χωρίς λόγο εναντίον του, αφού προχώρησε, απαίτησε περισσότερα, με το να διατάξει να δίνουμε και τη δεξιά σιαγόνα, έτσι και εδώ, αφού είπε να φερόμαστε με συμφιλιωτική διάθεση προς τον αντίδικο, πάλι επιτείνει την εντολή. Δηλαδή, δεν ορίζει να δώσουμε μόνο όσα θέλει να πάρει ο αντίδικός μας, αλλά να δείξουμε και μεγαλύτερη μεγαλοδωρία.

«Τι λοιπόν; Γυμνός πρόκειται να γυρίζω;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Δε θα είμαστε γυμνοί, εάν υπακούμε με ακρίβεια στους λόγους αυτούς, αλλά θα είμαστε ενδεδυμένοι πολύ καλύτερα από όλους. Διότι, κατά πρώτον, κανένας δε θα μας έκανε επίθεση, εάν είχαμε το φρόνημα αυτό. Δεύτερο, εάν υπήρχε κανένας τόσο άγριος και ανήμερος, ώστε να φτάσει μέχρις αυτού του σημείου, τότε, ασφαλώς, θα φανούν πολλοί περισσότεροι, οι οποίοι όχι μόνο με ενδύματα, αλλά και με τη σάρκα τους θα καλύψουν, εάν ήταν δυνατό, εκείνον που έδειξε τόση πνευματικότητα και ανεξικακία.

Αλλά και αν ακόμη ήταν ανάγκη να περιφέρεσαι γυμνός εξαιτίας της φιλόσοφης στάσης αυτού του είδους, και πάλι δε θα ήταν ντροπή αυτό. Διότι και ο Αδάμ [πρβλ. Γεν. 2, 25: «καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο (:Ήσαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα αυτού, και δεν ντρέπονταν ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι)»] στον παράδεισο ήταν γυμνός, αλλά δεν ένιωθε ντροπή. Και ο Ησαΐας [Ησ. 20.3: «καὶ εἶπε Κύριος· ὃν τρόπον πεπόρευται ὁ παῖς μου Ἡσαΐας γυμνὸς καὶ ἀνυπόδετος τρία ἔτη, τρία ἔτη ἔσται εἰς σημεῖα καὶ τέρατα τοῖς Αἰγυπτίοις καὶ Αἰθίοψιν (:Κατόπιν ο Κύριος προσέθεσε και είπε• “όπως έχει πορευθεί ο δούλος μου ο Ησαΐας γυμνός και ανυπόδητος επί τρία έτη, έτσι επί τρία έτη θα γίνουν σημεία και τέρατα στους Αιγυπτίους και τους Αιθίοπες)»] ήταν γυμνός και ανυπόδητος και όμως ήταν πιο ένδοξος από όλους τους Ιουδαίους. Και ο Ιωσήφ (βλ. Γεν. 39, 1 κ.ε.) επίσης όταν έμεινε γυμνός, τότε έλαμψε περισσότερο. Πραγματικά δεν είναι κακό να παραμένει κανείς γυμνός υπό τις συνθήκες αυτές, αλλά να ενδύεται δια του τρόπου αυτού, όπως ακριβώς τώρα εμείς με πολυτελή ενδύματα, αυτό είναι αισχρό και καταγέλαστο. Γι’ αυτό, βέβαια, και ο Θεός επαινεί αυτούς που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και καταδικάζει τους άλλους διαμέσου των προφητών και των αποστόλων.

Συνεπώς, ας μη νομίζουμε ότι οι εντολές είναι δύσκολο να εφαρμοστούν. Διότι, εκτός του ότι μας συμφέρουν, είναι πολύ εύκολες, εάν αγρυπνούμε. Και περικλείουν τόσο μεγαλύτερη ωφέλεια, διότι όχι μόνο εμάς, αλλά και εκείνους, που μας αδικούν, τα μέγιστα ωφελούν. Και το εξαιρετικό είναι τούτο σε αυτές, ότι δηλαδή, ενώ πείθουν εμάς να υποφέρουμε, συγχρόνως διδάσκουν να φιλοσοφούν και εκείνους που μας αδικούν. Διότι όταν εκείνος θεωρεί κατόρθωμα μεγάλο το να αρπάζει τα πράγματα των άλλων, και εσύ του αποδείξεις ότι για εσένα είναι μικρό το να του δίνεις και εκείνα που δεν σου ζητεί, και εισάγεις ως αντιστάθμισμα της πνευματικής πτωχείας εκείνου τη μεγαλοδωρία τη δική σου και τη φιλοσοφία στην πλεονεξία του, σκέψου πόσο θα διδαχτεί, όχι με λόγια, αλλά με τα ίδια τα έργα αυτά, διδασκόμενος να καταφρονεί την κακία και να επιθυμεί την αρετή. Διότι ο Θεός δε θέλει να είμαστε χρήσιμοι και ωφέλιμοι μόνο στους εαυτούς μας, αλλά και στους πλησίον μας όλους.

Αν λοιπόν, υποχωρήσεις και δε διεξαχθεί η δίκη, τότε επεδίωξες το δικό σου συμφέρον μόνο. Αν όμως, δώσεις και κάτι επιπλέον, τότε θα αφήσεις αυτόν να φύγει για το σπίτι του, αφού τον έχεις κάνει καλύτερο. Αυτό είναι το αλάτι [Ματθ.5,13: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (:Εσείς οι μαθητές μου είστε το αλάτι της γης (επειδή με το παράδειγμα και την διδασκαλία σας έχετε την δυνατότητα να νοστιμεύετε την ζωή των ανθρώπων και να προλαμβάνετε την ηθική σαπίλα). Αλλά εάν το αλάτι χάσει αυτήν την ιδιότητά του, με τι άλλο θα αλατισθεί, ώστε να αποκτήσει πάλι την ουσία και δύναμή του; Δεν έχει πλέον καμία αξία και σε τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, παρά να πεταχτεί στον δρόμο και να καταπατάται από τους ανθρώπους)»], που ο Χριστός θέλει να είναι αυτοί. Διότι το αλάτι και τον εαυτό του και τα άλλα σώματα, με τα οποία έρχεται σε επαφή, συντηρεί.

Τέτοιο είναι και το φως [Ματθ. 5, 14: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη (:Σεις με το φωτεινό σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είστε το πνευματικό φως της ανθρωπότητας. Όπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθεί, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτει, είτε το θέλετε είτε όχι, στην αντίληψη των ανθρώπων)»]. Διότι και στον εαυτό του και στους άλλους φέγγει. Αφού λοιπόν σε παρομοίασε με τα στοιχεία αυτά, δώσε την ωφέλειά σου και σε εκείνον που κάθεται στο σκοτάδι, δίδαξέ τον ότι ούτε τα πρώτα αγαθά σου έλαβε δια της βίας, αλλά και να τον πείσεις ότι δε σε έβλαψε. Πραγματικά, έτσι και εσύ θα αποδειχτείς περισσότερο άξιος τιμής και σεβασμού, εάν αποδείξεις ότι τα χάρισες αυτά που άδικα απαιτεί από εσένα και δεν έπεσες θύμα αρπαγής. Δηλαδή, με την επιείκειά σου μετάβαλε την αμαρτία εκείνου σε δική σου μεγαλοδωρία.

Εάν όμως θεωρείς ότι αυτό είναι μεγάλο πράγμα, περίμενε και θα δεις καθαρά ότι δεν έφτασες ακόμη στην τελειότητα. Διότι δε σταματά εδώ Αυτός που θέτει τους νόμους για την ανεξικακία, αλλά προχωρεί πιο πέρα, ομιλώντας ως εξής: «καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο (: Και αν κανείς σε αγγαρέψει ένα μίλι πήγαινε μαζί του δύο (να φανείς δηλαδή υποχωρητικός και να αποφύγεις έτσι φιλονικίες και διαπληκτισμούς)». Είδες υπερβολή φιλοσοφίας και αυταπαρνήσεως; Μετά την εντολή να δίνουμε το πουκάμισο και επανωφόρι μας, δεν πρέπει, λέγει, και έτσι να εμποδίσουμε αυτόν, εάν ακόμη και με γυμνό το σώμα μας, θέλει να μας επιβάλει σε ταλαιπωρίες και κόπους. Διότι ο Κύριος θέλει να έχουμε τα πάντα κοινά, και τα σώματα και τα χρήματα, και με τους πτωχούς και με τους άρπαγες. Διότι το τελευταίο είναι απόδειξη ανδρείας, ενώ το πρώτο απόδειξη φιλανθρωπίας.

Γι’ αυτό και έλεγε: «Όποιος σου επιβάλλει αγγαρεία ενός μιλίου, πήγαινε μαζί του δύο μίλια», οδηγώντας εσένα υψηλότερα, πάλι, και προτρέποντας να επιδεικνύεις την ίδια μεγαλοδωρία. Πραγματικά, εάν όσα έλεγε στην αρχή της ομιλίας του ο Ιησούς, που ήσαν πολύ κατώτερα από αυτά εδώ, ήσαν άξια τόσων μακαρισμών, σκέψου ποια τύχη περιμένει εκείνους, που εφαρμόζουν αυτά, και σε ποια τελειότητα φτάνουν αυτοί προ της απονομής των επάθλων, αφού επιτυγχάνουν την τέλεια απάθεια με το ευπαθές ανθρώπινο σώμα. Πραγματικά, όταν δεν τους στενοχωρούν ούτε οι ύβρεις και τα χτυπήματα, ούτε η αρπαγή των χρημάτων, ούτε υποχωρούν μπροστά σε κανένα παρόμοιο πάθημα, αλλά και αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη με το πάθος, συλλογίσου πόσο ισχυρή γίνεται η ψυχή τους. Γι’ αυτό λοιπόν, ό,τι είπε για τα χτυπήματα και τα χρήματα, το ίδιο και εδώ διέταξε να κάνουμε. «Τι εννοώ», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «προσβολή και χρήματα;». Και αν ακόμη επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το σώμα σου για την εκτέλεση κοπιαστικής και βαριάς εργασίας, και αυτό αδίκως, πάλι να νικήσεις και να υποσκελίσεις την άδικη επιθυμία εκείνου. Διότι αυτήν τη σημασία έχει το ρήμα ‘’αγγαρεύω’’, δηλαδή, το να σε σύρουν άδικα και χωρίς καμία αιτία και να σε βλάψουν. Αλλά όμως να είσαι προετοιμασμένος και γι’ αυτό, ώστε να υποστείς περισσότερα από όσα εκείνος θέλει.

«τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς (:Σε εκείνον που έχει πράγματι ανάγκη και σου ζητεί ελεημοσύνη, δίδε με ειλικρινή αγάπη, και μην περιφρονήσεις αυτόν, που θέλει να δανειστεί από εσένα χωρίς τόκο)». Η εντολή αυτή είναι ευκολότερη από τις προηγούμενες. Αλλά μην σε παραξενεύει αυτό. Διότι αυτό συνηθίζει να το κάνει συνέχεια, δηλαδή, να αναμειγνύει τις μικρές εντολές στις μεγάλες. Εάν όμως αυτά είναι μικρά σε σύγκριση προς εκείνα, ας τα ακούσουν όσοι αρπάζουν τα αγαθά των άλλων και σκορπίζουν τα δικά τους στις πόρνες και έτσι ανάπτουν διπλή φωτιά για τους εαυτούς τους, αφενός μεν με τα άδικα έσοδα, αφετέρου δε με την ολέθρια δαπάνη.
Και όταν μιλάει για δανεισμό στην παρούσα εντολή, δεν εννοεί τη σύναψη συμβολαίου, που καθορίζει και τον τόκο, αλλά την απλή άτοκη χρήση των χρημάτων. Σε άλλη, πάλι, περίπτωση επιτείνει την εντολή, όταν λέγει να δίδουμε σε εκείνους από τους οποίους δεν ελπίζουμε να τα ξαναπάρουμε [πρβλ. Λουκ.6, 34: «καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα (:Και εάν δανείζετε σε εκείνους, από τους οποίους περιμένετε να πάρετε πίσω τα δανεικά, ποια ευμένεια και ανταπόδοση από τον Θεό σας αρμόζει; Διότι και οι αμαρτωλοί δανείζουν τους αμαρτωλούς, για να λάβουν από αυτούς όμοιες εξυπηρετήσεις στην ανάγκη τους)»].
 

Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. 5, 42-48

«Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. (:Ακούσατε ότι σας ελέχθη· Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέγω: Αγαπάτε τους εχθρούς σας και προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας αδικούν· να ευλογείτε όσους σας καταρώνται και να ευεργετείτε όσους σας μισούν. Έτσι θα γίνετε όμοιοι με τον Πατέρα σας στον ουρανό· διότι ανατέλλει τον ήλιο Του για πονηρούς και αγαθούς και στέλνει τη βροχή Του σε δίκαιους και αδίκους)»(Ματθ. 5, 45).

Πρόσεξε ότι την κορωνίδα των αγαθών την άφησε τελευταία. Γι’ αυτό και μας διδάσκει όχι μόνο να συγκρατείται κανείς όταν ραπίζεται, αλλά να δίνει και τη δεξιά του σιαγόνα· κι όχι μόνο να δίνουμε μαζί με τον χιτώνα και το ιμάτιο, αλλά και να ακολουθούμε δύο μίλια όποιον μας αγγαρεύει για ένα, για να δεχτούμε με κάθε ευκολία την εντολή που είναι ανώτερη από αυτές. «Και τι είναι ανώτερο απ’ αυτές;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Το να μη θεωρείς ούτε εχθρό σου όποιον κάνει όλα αυτά εις βάρος σου· ή μάλλον και κάτι άλλο ανώτερο από αυτό: διότι δεν είπε: «Να μη μισήσεις», αλλά «Να αγαπήσεις». Δεν είπε: «Να μην αδικήσεις», αλλά «Να ευεργετήσεις».

Εάν όμως εξετάσει κανένας με προσοχή αυτά που ειπώθηκαν παραπάνω, θα βρει και σ’ αυτά τα ίδια να υπάρχει μια προσθήκη πολύ ανώτερή τους· γιατί δεν έδωσε εντολή απλά να αγαπούμε, αλλά και να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Είδατε πόσα σκαλοπάτια ανέβηκε και πώς μας έστησε στην ίδια την κορυφή της αρετής; Πρόσεξε τώρα μετρώντας προς τα άνω. Πρώτο σκαλί, να μην κάμεις αρχή στην αδικία· δεύτερο, μετά την αρχή της αδικίας από τον άλλο, να μην ανταποδώσεις το ίδιο· τρίτο, να μην προξενήσεις ό,τι ο ίδιος έπαθες αλλά να μείνεις ήσυχος, συγκρατώντας την οργή σου· τέταρτο, να προσφέρεις τον εαυτό σου με την θέλησή σου στην αδικία· πέμπτο, να προσφέρεις πολύ περισσότερα από όσα θέλει αυτός που σε αδικεί· έκτο, να μην μισήσεις αυτόν που σε έβλαψε· έβδομο, να τον αγαπήσεις κιόλας· όγδοο, και να τον ευεργετήσεις· ένατο το και να παρακαλείς συνάμα για χάρη του τον Θεό.

Βλέπετε ύψος πνευματικότητας; Γι’ αυτό κι έχει λαμπρό έπαθλο. Επειδή η εντολή ήταν μεγάλη και χρειαζόταν γενναία ψυχή και πολλή προθυμία, γι΄αυτό και ορίζει μισθό αυτής τέτοιο, που για καμία από τις προηγούμενες εντολές Του δεν όρισε. Πραγματικά ούτε τη γη αναφέρει εδώ, όπως όταν μιλάει (στους μακαρισμούς) για τους πράους, ούτε την παρηγοριά κι ευσπλαχνία, όπως στην περίπτωση εκείνων που πενθούν ή εκείνων που ελεούν, ούτε τη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά αναφέρει αυτό που ήταν το φρικτότερο απ’ όλα αυτά, να γίνουμε όμοιοι με το Θεό, όπως είναι φυσικό να γίνουν οι άνθρωποι. «Για να γίνετε», λέει, «όμοιοι με τον Πατέρα σας στον ουρανό». Εσείς προσέξετε πως μήτε εδώ, μήτε και προηγουμένως δεν Τον αποκαλεί Πατέρα Του· αλλά εκεί τον ονομάζει Θεό και Μεγάλο Βασιλέα, όταν μιλούσε για τους όρκους· εδώ τον αποκαλεί δικό τους Πατέρα. Αυτό το κάνει φυλάσσοντας την εξήγηση για την κατάλληλη ώρα.

Έπειτα, και παρουσιάζοντας την ομοιότητα που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι με τον Θεό Πατέρα, λέει ότι Εκείνος ανατέλλει τον ήλιο και για τους πονηρούς και τους αγαθούς και ρίχνει τη βροχή Του και για τους δίκαιους και για τους άδικους. «Γιατί Αυτός όχι μόνο», λέει, «δεν μισεί, αλλά και ευεργετεί όσους Τον υβρίζουν». Μολονότι βέβαια σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια η ενέργεια αυτή, όχι μόνο για την υπερβολή της ευεργεσίας, αλλά και για την υπεροχή της αξίας· συ περιφρονείσαι από τον όμοιο με σένα δούλο, ενώ Εκείνος από τον δούλο Του, που τον έχει άπειρα ευεργετήσει. Εσύ μεν λόγια προσφέρεις, όταν προσεύχεσαι για κάποιον, ενώ Αυτός προσφέρει πράγματα πολύ μεγάλα και αξιοθαύμαστα, με το να ανάβει τον ήλιο και να δίνει τις βροχές σε όλη τη διάρκεια του έτους. Κι όμως, παρά τις διαφορές αυτές, δέχομαι πως είσαι ίσος του, όσο μπορεί να είναι ο άνθρωπος.

Μη μισείς λοιπόν όποιον σου κάνει κακό, αφού γίνεται η αιτία να αποκτήσεις τόσα αγαθά και σε οδηγεί σε τόσο μεγάλη τιμή. Μην καταριέσαι αυτόν που σε βλάπτει, γιατί και τον πόνο της αδικίας υποφέρεις και τον καρπό δεν κερδίζεις· και τη ζημία θα υποστείς, αλλά και την αμοιβή σου θα χάσεις. Αυτό είναι το αποκορύφωμα της ανοησίας, να υπομένουμε δηλαδή το βαρύτερο και να μην δεχόμαστε το ελαφρότερο από αυτό. Και πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Αφού είδες τον Θεό να γίνεται άνθρωπος και να δείχνει τόση συγκατάβαση και να παθαίνει τόσα για σένα, ρωτάς ακόμα κι αμφιβάλλεις για το πώς γίνεται να μη λογαριάσεις στους ομοδούλους σου τις αδικίες που σου κάνουν; Δεν Τον ακούς από τον Σταυρό που σου παραγγέλει· «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι (:Πατέρα, συγχώρεσέ τους· δεν γνωρίζουν τι κάνουν» [Λουκά, 23, 34]; Δεν ακούς τον Παύλο που λέει, «Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν (:ο Χριστός είναι Εκείνος, που πέθανε για εμάς, μάλλον δε και αναστήθηκε για την δικαίωσή μας, ο οποίος και βρίσκεται πάντοτε ένδοξος στα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα για εμάς)» [Ρωμ. 8, 34]; Δε βλέπεις ότι και μετά τη Σταύρωση και μετά την Ανάληψη έστελνε στους Ιουδαίους, που Τον φόνευσαν, τους αποστόλους, για να τους φέρουν αναρίθμητα αγαθά και μάλιστα ενώ τους έμελλε να υποστούν απ’ αυτούς μύρια δεινά;

Αλλά μήπως υπέστης μεγάλες αδικίες; Και τι παρόμοιο κακό έπαθες εσύ προς όσα υπέφερε ο Δεσπότης σου; Εκείνος φυλακίστηκε, μαστιγώθηκε, δέχτηκε ραπίσματα και από τους υπηρέτες εμπτυσμούς, υπέμεινε θάνατο, και μάλιστα τον πιο ατιμωτικό από όλους τους θανάτους, ύστερα από τόσες ευεργεσίες που έκανε. Αν πάλι έχεις πραγματικά πολύ αδικηθεί, γι’ αυτό ακριβώς να ευεργετείς περισσότερο, ώστε και για τον εαυτό σου να ετοιμάσεις λαμπρότερο στεφάνι και τον αδελφό σου ν’ απαλλάξεις από την έσχατη ασθένεια. Γιατί και οι γιατροί, όταν δέχονται τα λακτίσματα και τις βρισιές από τους τρελούς, τότε περισσότερο τους λυπούνται κι ενδιαφέρονται για την αποκατάσταση της υγείας τους, επειδή γνωρίζουν ότι η άπρεπη συμπεριφορά προέρχεται από τον παροξυσμό της αρρώστιας τους.

Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ γι’ αυτούς που σε καταδιώκουν κι έτσι να μεταχειρίζεσαι όσους σε αδικούν· διότι εκείνοι είναι πιο πολύ άρρωστοι κι αυτοί υφίστανται ολόκληρη την βίαιη δύναμη της αρρώστιας τους. Ελευθέρωσέ τον λοιπόν από τη βαριά αυτή επίδραση και δώσε του την ευκαιρία να αφήσει την οργή και να γλυτώσει από φοβερό δαίμονα, δηλαδή τον θυμό. Γιατί αν δούμε δαιμονισμένους δακρύζουμε, γι΄αυτό και δε σπεύδουμε να δαιμονίζουμε κι εμείς τους άλλους με την δική μας αντεπίθεση. Αυτό ας κάνουμε τώρα και στην περίπτωση αυτών που οργίζονται· γιατί μοιάζουν με τους δαιμονισμένους όσοι θυμώνουν· μάλλον είναι αθλιότεροι απ’ αυτούς, επειδή παραφέρονται, έχοντας συναίσθηση της κατάστασής τους. Γι’ αυτό και η παραφροσύνη τους είναι ασυγχώρητη.

Μην ποδοπατείς λοιπόν αυτόν που έπεσε, αλλά να τον ελεείς. Γιατί αν δούμε κάποιον που τον πειράζει η χολή του, έχει σκοτοδίνη και προσπαθεί επειγόντως να αποβάλει με τον εμετό αυτό το κακό υγρό, απλώνουμε το χέρι μας και τον κρατούμε μέσα στους σπασμούς του, και ακόμη κι αν λερώνουμε το ρούχο μας, δεν απομακρυνόμαστε, αλλά επιδιώκουμε ένα μονάχα, με κάθε τρόπο να τον ελευθερώσουμε από τη φοβερά δύσκολη αυτή και στενάχωρη θέση του. Τούτο λοιπόν ας κάνουμε και σ’ αυτούς, κι ας τους κρατούμε, όταν κάνουν εμετό ή όταν σπαράζουν. Ούτε πρωτύτερα να τους αφήσουμε, παρά έως να απαλλαγούν απ’ όλη την πικρία. Και τότε θα σου αναγνωρίσει πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη, όταν του περάσει, τότε θα καταλάβει από πόση ταραχή τον ελευθέρωσες. Και γιατί αναφέρω την ευγνωμοσύνη από μέρους εκείνου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Θεός ευθύς θα σε στεφανώσει και με μύρια αγαθά θα σε ανταμείψει, επειδή ελευθέρωσες τον αδελφό σου από βαρύ νόσημα; Αλλά κι ο αδελφός σου αυτός σαν κύριό του θα σε τιμήσει, ενθυμούμενος διαρκώς την επιείκεια και την καλοσύνη με την οποία τον αντιμετώπισες.

Εάν όμως οι εντολές αυτές σου φαίνονται δύσκολες, σκέψου ότι γι’ αυτό ήρθε κοντά μας ο Χριστός· για να τις φυτέψει μέσα στη δική μας τη διάνοια και να μας καταστήσει ωφέλιμους και στους εχθρούς μας και στους φίλους μας. Γι’ αυτό και μας προτρέπει να φροντίζουμε και για τους δύο· για μεν τους αδελφούς μας μάς διδάσκει όταν λέει «κι αν προσφέρεις το δώρο σου», ενώ για τους εχθρούς, όταν νομοθετεί να τους αγαπούμε και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς.

Και δεν μας οδηγεί προς τη διαγωγή αυτή με το παράδειγμα του Θεού μόνο, αλλά και με το αντίθετο παράδειγμα. «Αν αγαπήσετε», λέει, «όσους σας αγαπούν, τι μισθό θα λάβετε; Το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώνες;». Αν λοιπόν εφαρμόζεις αυτά, τότε στέκεσαι κοντά στο Θεό· αν τα παραμελείς, κατατάσσεσαι στην ίδια παράταξη με τους τελώνες.

Είδες πως η απόσταση μεταξύ των εντολών δεν είναι τόσο μεγάλη, όση η διαφορά μεταξύ των προσώπων; Ας μη σκεπτόμαστε λοιπόν ότι είναι βαριά η εντολή, αλλά ας λογαριάσουμε και το έπαθλο, κι ας στοχαστούμε με Ποιον γινόμαστε όμοιοι, όταν τηρήσουμε τις εντολές, και με Ποιον εξισωνόμαστε, όταν τις παραμελήσουμε. Με τον αδελφό μας, μάς προτρέπει να συμφιλιωνόμαστε και να μην τον αφήνουμε, προτού διαλύσουμε τελείως την έχθρα μας. Όταν όμως ομιλεί για όλους, δε μας δεσμεύει πια μ’ αυτή την υποχρέωση, αλλά ζητεί μόνο ό,τι εξαρτάται από μας και κάνει πιο εύκολη την τήρηση του νόμου μ’ αυτό τον τρόπο. Επειδή δηλαδή είπε ότι «οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν (:έτσι καταδίωξαν τους προφήτες τους πριν από σας)» [Ματθ. 5, 12], για να μη νιώσουν απέχθεια απέναντί τους γι’ αυτό, προστάζει όχι μόνο να τους δείχνουν ανοχή, όταν φέρονται έτσι, αλλά και να τους αγαπούν.

Βλέπεις με ποιον τρόπο ξεριζώνει τελείως τον θυμό και αφανίζει τελείως την επιθυμία για τις σαρκικές απολαύσεις, για τα χρήματα, για τη δόξα, τα πράγματα της παρούσας ζωής; Αυτό βέβαια το έκαμε από την αρχή της ομιλίας Του, αλλά τώρα πολύ περισσότερο το καθόρισε. Πραγματικά, και ο φτωχός και ο πράος και ο πενθών αδειάζει απ’ την ψυχή του τον θυμό. Ο δίκαιος και ο ελεήμονας αδειάζει την ψυχή του από την επιθυμία των χρημάτων. Όποιος έχει καθαρή καρδιά, ελευθερώνεται από την πονηρή επιθυμία. Όποιος καταδιώκεται και κακολογείται και υπομένει τις ύβρεις, επιτυγχάνει ακέραια την περιφρόνηση των πραγμάτων της ζωής αυτής και είναι καθαρός από υπερηφάνεια και κενοδοξία.

Αφού ελευθέρωσε λοιπόν από τα δεσμά αυτά τον ακροατή Του και τον προετοίμασε για τους αγώνες, πάλι με άλλο τρόπο ξεριζώνει τα πάθη αυτά και μάλιστα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δηλαδή αφού άρχισε από την οργή κι αφού από παντού έκοψε τα νεύρα του πάθους αυτού, είπε: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου (:Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας που οργίζεται αδίκως και χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο εναντίον του αδελφού του, έχει την ίδια ενοχή, όπως εκείνος που δικάζεται για φόνο στο επταμελές συνέδριο. Εκείνος δε που θα υβρίσει τον αδελφό του και θα του πει με περιφρόνηση “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρύτερου, από εκείνα που δικάζει το μεγάλο συνέδριο, το ανώτατο δηλαδή δικαστήριο των Εβραίων. Εκείνος δε που θα πει με μίσος στον αδελφό του “άμυαλε, τρελέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθεί με την στον Άδη γέεννα του πυρός. Εγώ λοιπόν σας λέγω ότι όποιος οργίζεται με τον αδελφό του και όποιος τον αποκαλεί ανόητο και βλάκα να τιμωρείται κι όποιος προσφέρει δώρο, να μην πλησιάζει το θυσιαστήριο της Αγίας Τραπέζης, προτού διαλύσει την έχθρα με τον συνάνθρωπό του. Και όποιος έχει αντίδικο, πριν φτάσουν στο δικαστήριο, να συμφιλιωθεί με τον εχθρό του». (Ματθ. 5, 22-24).

Περνά αμέσως στην επιθυμία και λέει: «Όποιος παρατηρεί γυναίκα με ακόλαστο βλέμμα, να τιμωρείται ως μοιχός· Όποιος σκανδαλίζεται από γυναίκα ακόλαστη ή από άνδρα ή κάποιον από τους φίλους του, όλους αυτούς ας τους απομακρύνει. Όποιος έχει νόμιμη σύζυγο, ας μην τη διώχνει ποτέ, κι ας μη ρίχνει τα βλέμματά του σε άλλη». Με όλα αυτά αποσπά τις ρίζες της πονηρής επιθυμίας. Έπειτα περιορίζει την επιθυμία για τα χρήματα, προτρέποντας μήτε να ορκιζόμαστε, μήτε να ψευδόμαστε, μήτε να κρατούμε το πουκάμισο που τυχαίνει να φοράμε, αλλά και το επανωφόρι μας να παρέχουμε σε όποιον το ζητεί, καθώς και να προσφέρουμε εθελοντικώς τη σωματική μας δύναμη για τη διακονία του πλησίον, αφανίζοντας έτσι εξ ολοκλήρου τον πόθο για τα χρήματα.

Τότε, έπειτα από όλα αυτά, προσθέτει και τον πλουμιστό στέφανο όλων αυτών των εντολών λέγοντας: «προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς (:προσεύχεσθε για εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουν και σας συκοφαντούν και σας καταδιώκουν αδίκως)». Μας οδηγεί έτσι στην ίδια την υψηλότερη κορυφή της πνευματικότητας. Όπως δηλαδή από του να είναι κανείς πράος, είναι ανώτερο να ανέχεται να ραπίζεται, και από του να είναι κανείς ελεήμονας, είναι ανώτερο να αφήνει το επανωφόρι μαζί με το πουκάμισο, και από του να είναι δίκαιος, είναι ανώτερο το να υπομένει όταν αδικείται, και από του να είναι κανείς ειρηνοποιός, είναι ανώτερο το να ακολουθεί όταν τον ραπίζουν και τον αγγαρεύουν, έτσι είναι ανώτερος από αυτόν που καταδιώκεται, αυτός που ενώ τον καταδιώκουν, ευλογεί.

Βλέπεις ότι σιγά σιγά μας ανυψώνει στις ίδιες τις αψίδες του Ουρανού; Ποια είναι λοιπόν η αξία μας, εμάς που ενώ έχουμε εντολή να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό, δεν κατορθώνουμε να γίνουμε όμοιοι ούτε με τους τελώνες; Διότι εάν το να αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν, είναι γνώρισμα των τελωνών, των αμαρτωλών και των ειδωλολατρών, όταν ούτε αυτό δεν το κάνουμε (πραγματικά δεν κάνουμε αυτό, όταν φθονούμε τους συνανθρώπους μας που ευδοκιμούν), ποια τιμωρία δε θα μας αξίζει, όταν, παρ΄όλη την εντολή να φανούμε ανώτεροι από τους γραμματείς, αποδεικνυόμαστε κατώτεροι και από τους ειδωλολάτρες; Πώς λοιπόν θα δούμε τη Βασιλεία των Ουρανών, πες μου; Πώς θα φτάσουμε στα ιερά εκείνα πρόθυρα, αφού δεν υπερβαίνει η αρετή μας εκείνη των τελωνών; Για τούτο κάνει υπαινιγμό, όταν λέει· «οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; (:Μήπως και οι τελώνες το ίδιο δεν κάνουν;)». Επίσης και τούτο είναι το πιο αξιοθαύμαστο σημείο της διδασκαλίας Του, ότι δηλαδή σε κάθε περίπτωση αναφέρει με αφθονία τα έπαθλα της αρετής, (όπως είναι ότι θα βλέπουμε τον Θεό, ότι θα κληρονομήσουμε την βασιλεία των ουρανών, ότι θα λάβουμε την υιοθεσία του Θεού, ότι θα ομοιάσουμε με τον Θεό, ότι θα ελεηθούμε, ότι θα παρηγορηθούμε και θα λάβουμε μεγάλη αμοιβή) εντούτοις, όπου ήταν ανάγκη να αναφέρει και τις τιμωρίες, το κάνει σε χαμηλούς τόνους, αφού σε τόσο πολλούς λόγους μόνο μια φορά ανέφερε το όνομα της γεένης.

Και σε άλλους πάλι λόγους με ήπιο ύφος, και περισσότερο με προτρεπτικούς παρά απειλητικούς λόγους, θέλει να διορθώσει τον ακροατή, λέγοντας: «Μήπως το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώνες;» , «εάν το αλάτι μωρανθεί»· και «ελάχιστος θα ονομασθεί μέσα στη βασιλεία των Ουρανών». Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρει το αμάρτημα αντί της τιμωρίας για να κάνει τον ακροατή να αντιληφθεί το βάρος της τιμωρίας, όπως όταν λέγει· «όποιος εκδιώκει την γυναίκα του, την παρωθεί προς την μοιχεία» και ακόμη ότι «το επιπλέον του ναι και του όχι προέρχεται από τον πονηρό». Γιατί όσους έχουν νου, φτάνει να τους σωφρονίσει και μόνο με το μέγεθος της αμαρτίας, χωρίς την απαγγελία της τιμωρίας.

Γι’ αυτό και στην περίπτωσή μας, αναφέρει τους ειδωλολάτρες και τους τελώνες, θέλοντας με το ποιόν των προσώπων αυτών να προκαλέσει ντροπή στον μαθητή. Το ίδιο έκαμε κι ο Παύλος όταν έλεγε· «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. (:Για να μη λυπάσθε όπως και οι υπόλοιποι που δεν έχουν ελπίδα και οι ειδωλολάτρες που δεν γνωρίζουν τον Θεό)» [Α΄Θεσ. 4, 13].

Και για να αποδείξει ότι δεν ζητεί τίποτε υπερβολικό, αλλά λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο, προσθέτει: «Μήπως και οι ειδωλολάτρες δεν κάνουν το ίδιο;» Δεν διακόπτει όμως στο σημείο αυτό τον λόγο, αλλά τον ολοκληρώνει με τα έπαθλα και τις αγαθές ελπίδες, λέγοντας· «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν (:Αγωνιστείτε λοιπόν να γίνετε εσείς τέλειοι με την αγάπη προς όλους, όπως τέλειος είναι και ο ουράνιος Πατέρας σας)». Και συνεχώς αναφέρει στους λόγους Του τη λέξη ‘’ουρανός’’, θέλοντας να αναπτερώσει το φρόνημά τους, καθώς και με την υπόμνηση του τόπου· διότι ως τότε ήσαν πνευματικά πιο αδύνατοι και περισσότερο προσκολλημένοι στα υλικά.

Ας εννοήσουμε, λοιπόν, καλά όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, ας δείξουμε μεγάλη αγάπη προς τους εχθρούς μας κι ας αποβάλουμε επίσης την γελοία εκείνη συνήθεια, την οποία έχουν πολύ ανόητοι άνθρωποι, να περιμένουν, δηλαδή, να τους χαιρετίσουν πρώτοι οι άλλοι με τους οποίους συναντιούνται. Δε ζηλεύουν αυτό που προξενεί πολύ μακαρισμό, αλλά επιδιώκουν αυτό που είναι ολότελα γελοίο. Γιατί δεν χαιρετάς πρώτος; «Επειδή αυτό περιμένει ο άλλος», απαντά. Μα ακριβώς γι’ αυτό έπρεπε να τρέξεις να τον χαιρετήσεις, για να πάρεις εσύ τον στέφανο. «Όχι», λέει, «επειδή αυτό επιζητεί εκείνος». Υπάρχει χειρότερη ανοησία; Επειδή ο άλλος θέλει να γίνει σε μένα πρόξενος αμοιβής, λέγει, δεν επιθυμώ να επωφεληθώ από το πράγμα αυτό. Αν λοιπόν σε χαιρετήσει πρώτος αυτός, δεν κερδίζεις τίποτε και αν αντιχαιρετήσεις. Ενώ αν προηγηθείς στον χαιρετισμό, εμπορεύεσαι την υπερηφάνεια εκείνου και τρυγάς άφθονο κέρδος από την ανοησία εκείνου. Πώς λοιπόν δεν μαρτυρεί εσχάτη ανοησία, ενώ τόσα πολλά πρόκειται να κερδίσεις από κενές λέξεις, να εγκαταλείπεις το κέρδος και ενώ κατηγορείς τους άλλους, να περιπίπτεις στο ίδιο σφάλμα; Αν κατηγορείς κάποιον επειδή περιμένει να τον χαιρετήσουν, για ποιο λόγο ζηλεύεις αυτό που κατηγορείς; Και βιάζεσαι να μιμηθείς ως αγαθό, αυτό που είπες ότι είναι κακό; Βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο ανόητο από έναν άνθρωπο που ζει μέσα στην κακία;

Για αυτόν τον λόγο σας παρακαλώ να αποφύγουμε την κακή αυτή και γελοία συνήθεια. Αμέτρητες φιλίες διέσπασε αυτή η ασθένεια και προκάλεσε πολλές εχθρότητες. Για τον λόγο αυτό εμείς τους προλαβαίνουμε εκείνους. Εμείς που έχουμε διαταγή να δεχόμαστε ραπίσματα, αγγαρείες, γυμνώσεις από τους εχθρούς μας και να υπομένουμε, ποιας συγνώμης θα μπορούσαμε να είμαστε άξιοι, αν δείχνουμε τόση εριστικότητα για ένα κούφιο χαιρετισμό; «Περιφρονούμαστε και γελοιοποιούμαστε», απαντά, «όταν του κάνουμε αυτήν τη χάρη». Και για να μη σε περιφρονήσει ο μαινόμενος σύνδουλός σου, περιφρονείς τον Κύριό σου, που τόσες ευεργεσίες σου έκαμε; Διότι, αν είναι άτοπο να καταφρονείς τον ισότιμό σου άνθρωπο, είναι, οπωσδήποτε πολύ πιο άτοπο είναι να καταφρονείς εσύ τον Θεό που σε δημιούργησε. Ύστερα από αυτά, σκέψου και τούτο, ότι όταν σε καταφρονήσει κάποιος, τότε γίνεται αιτία να λάβεις μεγαλύτερο μισθό, διότι αυτό το υπέμεινες χάριν του Θεού, επειδή υπάκουσες και πειθάρχησες στους νόμους Του. Και η υπακοή αυτή ποια τιμή δεν αξίζει, πόσα διαδήματα δεν της πρέπουν; Μακάρι εγώ και εξευτελισμούς και περιφρόνηση να δεχόμουνα για χάρη του Θεού, παρά να δεχόμουν τιμές από όλους τους βασιλιάδες· διότι τίποτα δεν είναι ίσο με τη δόξα αυτή, τίποτα.

Αυτήν την δόξα λοιπόν ας επιδιώκουμε, όπως Αυτός διέταξε, αλλά έχοντας ορθή πνευματικότητα σ’ όλες τις περιστάσεις, με αυτήν την ακριβή φιλοσοφία ας συμμορφώνουμε την ζωή μας. Διότι πραγματικά, θα αποκτήσουμε διαμέσου αυτής τα αγαθά των ουρανών και τους εκεί στεφάνους, βαδίζοντας ως άγγελοι μεταξύ των ανθρώπων, περιφερόμενοι στη γη, όπως οι αγγελικές δυνάμεις, παραμένοντας ξένοι προς κάθε επιθυμία και ταραχή. Μαζί δε με αυτά θα αποκτήσουμε και τα απόρρητα αγαθά, τα οποία είθε να τα επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος και η προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το άγιο και αγαθό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΙH΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες . 620-651.

• Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 64, τόμος 64, σελ. 132 – 150 [ή 63- 72 του PDF]
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLUnhXelZwYTVqWWs/view

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm 

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος) 

alopsis.gr