«Δέν πιστεύω στόν Θεό. Εἶμαι ἄθεος!» Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱ.Μ. Μεγάλου
Μετεώρου
Καθημερινά, ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι, ἀκόμη καί
στήν πατρίδα μας μέ τήν μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση, γίνονται ἀρνητές τῆς
πίστεως καί τοῦ Θεοῦ καί δέν μετέχουν στήν ζωή καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
μας. Πολλοί νέοι μας, δυστυχῶς καί παιδιά (μαθητές Γυμνασίου καί Λυκείου),
δηλώνουν ἄθεοι καί ἄπιστοι καί ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, παρασυρμένοι ἀπό
τόν συρμό τῆς ἐποχῆς καί τήν διαρκῆ προβολή τῆς ἀθεΐας ἀπό καθηγητές,
δασκάλους, τόν κοινωνικό περίγυρο, τά ΜΜΕ κ.λπ.
Ἡ ἀθεΐα εἶναι ἡ τάση πού τείνει νά ἐπικρατήσει στήν ἐποχή μας. Προβάλλεται κατά
κόρον ὡς δικαίωμα, ὡς διεκδίκηση, ὡς χειραφέτηση, ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό
προκαταλήψεις, ὡς ἀποδέσμευση ἀπό στεγανά. Προβάλλεται καί ἐπιβάλλεται, μέ
ποικίλα ἐπικοινωνιακά τεχνάσματα, ὡς κατάκτηση, ὡς πρόοδος, ὡς ἐκσυγχρονισμός
καί καθίσταται τελικά κυρίαρχη ἄποψη καί ἰδεολογία.
Ὁ μακαριστός Γέροντας Μωυσῆς ὁ Ἁγιορείτης σημείωνε ὅτι: «Ἀπό καιρό ὁ
προοδευτισμός ἔχει ταυτιστεῖ μέ ἕνα σφοδρό ἀντιθεϊσμό, ἀντιεκκλησιασμό, ἀντιμοναχισμό
καί ἀντιχριστιανισμό. Ἐπικρατοῦν ἔτσι οἱ ψυχίατροι, οἱ ψυχολόγοι, οἱ
ψυχαναλυτές, ἀκόμη καί οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ πνευματιστές, οἱ ὡροσκόποι καί
μελλοντολόγοι»[1].
Ἔχει φτάσει μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο ἡ διαστροφή, ἡ ἀνισορροπία καί ἡ ἀποστασία
τῶν ἡμερῶν μας, ὥστε ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀντιθεΐα νά ἐπαινοῦνται καί νά
προβάλλονται ἀπροκάλυπτα ὡς πρότυπο γιά ὅλους. Ἔχει φτάσει μία μικρή μειοψηφία
νά ζητᾶ νά ἐπιβάλει τίς δικές της ἀπόψεις καί ἐπιλογές στήν συντριπτική
πλειοψηφία τῶν πολιτῶν.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ δημόσιες ἀναφορές καί ἡ ὅλη δραστηριότητα τῶν ἀθεϊστῶν
καί τῶν συλλόγων τους ἐπικεντρώνεται πρωτίστως στόν πόλεμο συγκεκριμένα κατά τῆς
ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τῆς ὀρθοδόξου
διαπαιδαγωγήσεως καί ἰδιαιτέρως τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά
σχολεῖα καί ὄχι ἐναντίον ἄλλων θρησκευμάτων. Στόχος τους εἶναι ἡ ἀπορθοδοξοποίηση
τῆς Πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας. Δέν ἐνδιαφέρονται νά προασπίσουν τά
δικαιώματατῶν ἀθέων καί τῶν ἀπίστων, ἀλλά ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν μέ ἰδιαίτερο
μένος καί λυσσαλέο μίσος, νά ἐξαλείψουν τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν πίστη καί τήν
παράδοση τῶν πατέρων μας, τήν ρωμιοσύνη μας καί νά τήν ἐξοβελίσουν ἀπό τήν ζωή
τῶν πιστῶν.Ἔχουμε, ἔτσι, τήν θεσμοθέτηση καί τήν ἐπιλογή ἀντιχριστιανικῶν καί ἀντιεκκλησιαστικῶν
πρακτικῶν, ὅπως εἶναι ὁ πολιτικός γάμος, ἡ πολιτική κηδεία, ὁ πολιτικός ὅρκος, ἡ
καύση τῶν νεκρῶν καί ὁ θρυμματισμός τῶν ἀνθρωπίνων ὀστῶν σέ ἠλεκτρικό σπαστήρα
καί τόσα ἄλλα.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος
σκιαγραφεῖ μέ ἐνάργεια τήν ὅλη αὐτή κατάσταση. Γράφει σχετικά σέ μία ἐγκύκλιό του:
«Ἐναντίον τῆς πίστεως ἔχει ἐπιστρατευθεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογικὴ
παντοδυναμία, τὰ μέσα πληροφόρησης, οἱ μηχανισμοὶ ψηφιακοῦ ἐλέγχου τῶν
λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ἡ πολιτική, ἡ κατευθυνόμενη παιδεία, ὁ ὑλιστικὸς
τρόπος ζωῆς κ.λπ. Ὁ φιλοσοφικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς
ἐπιστῆμες ἐπιστρατεύονται στὸ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ
κατασυκοφαντήσουν τὴν πορεία καὶ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα τοῦ
χριστιανισμοῦ στὸ παρελθὸν καὶ σήμερα.
Ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἑλκυστικὸς
καὶ θεμελιωτικὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖ τὰ «δικαιώματα»
τοῦ Θεοῦ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν χάρι Του. Ὁ ἀντιρατσισμὸς καὶ ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ
πολυπολιτισμικότητα καὶ ἡ πολυθρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία τους περιέχουν
κάτι τὸ βαθὺ χριστιανικό, ὅπως παρουσιάζονται καὶ ὅπως ὑποστηρίζονται, καίρια
προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐσιαστικὰ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ. Ἡ πολυθρησκευτικότητα μεταμορφώνει τὴν πίστη στὸν Θεὸ σὲ κοινωνικὸ
φαινόμενο. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρωτοφανῆ σύγχυση, σὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα,
πλάνες, αἱρέσεις, παγκόσμια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση, ἀνατροπὴ διαχρονικῶν
ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ἐπὶ πλέον, ἀποδυναμώνουν
τὴν πίστη, ὑποβαθμίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀποχριστιανοποιοῦν τὸν κόσμο, ἐξαφανίζουν
τὸν Θεό καὶ κάνουν τὸν λόγο καὶ τὸ ὄνομά Του ἀρχικὰ μὲν μὴ ἀναγκαῖα, στὴ
συνέχεια περιφρονητέα, ὕστερα μὴ ἐπιθυμητὰ καὶ τέλος μισητὰ καὶ ἀποδιοπομπαῖα. Ἔτσι
θεμελιώνεται ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός καὶ ὀργανώνεται ὁ σύγχρονος διωγμὸς τῆς
πίστεως καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ»[2].
Ἕνας ἀπό τούς νεώτερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κροστάνδης, συνοψίζοντας πολύ εὔστοχα καί ἀποκαλυπτικά τά κύρια γνωρίσματα τῆς ἐποχῆς
του (1829-1908) -συνέχεια τῆς ὁποίας εἶναι ἡ δική μας-, ἔλεγε ὅτι «τά
χαρακτηριστικά τοῦ αἰῶνα πού διανύουμε εἶναι αὐτολατρεία, αὐτονομία, ὑλισμός
καί πνευματικός σκεπτικισμός, δηλαδή στήν οὐσία ἀθεΐα»[3]. Μέ αὐτή τήν τόσο οὐσιαστική
παρατήρησή του, ὁ ἅγιος μᾶς παραθέτει ταυτόχρονα μέ σαφῆ καί περιεκτικό τρόπο
τά κύρια γνωρίσματα, καθώς καί τά βαθύτερα αἴτια τῆς ἀθεΐας, ἡ ὁποία οὔτε
μοντέρνα καί σύγχρονη εἶναι ὡς ἰδέα οὔτε τεκμηριώνεται ἐπιστημονικά, ὅπως
παραπλανητικά ἰσχυρίζονται οἱ ὀπαδοί της.
Ἡ ἀθεΐα εἰσῆλθε στήν σκέψη καί τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν στιγμή ἀκόμη τῆς
πρώτης παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ αὐτονομημένη ἰσοθεΐα
πού ἐπεδίωξαν οἱ πρωτόπλαστοι, παρακινημένοι ἀπό τόν διάβολο, ἦταν ἡ πρώτη ἄρνηση,
ἡ πρώτη ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. «Καί ἔσεσθε ὡς θεοί»[4], τούς
ψιθύρισε ὁ διάβολος καί τούς ἔβαλε τόν λογισμό τῆς αὐτοθεοποίησης, τῆς ἀνορθώσεως
τοῦ ἑαυτοῦ τους στήν θέση τοῦ Θεοῦ, ἀντί γιά τόν Θεό καί χωρίς τόν Θεό. «Οἱ ἄνθρωποι
σήμερα, ἔκαναν τόν ἑαυτότους θεό, γι’ αὐτό καί κατέληξαν νά εἶναι ἄθεοι»[5], ἔλεγε
πολύ εὔστοχα καί χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
Στόν χῶρο τῆς ἀθεϊστικῆς φιλοσοφίας, στό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα, πρωτοπόρος
εἶναι ὁ Γερμανός Φιλόσοφος Φρειδερίκος (Nietzsche) Νίτσε (1844-1900), ὁ ὁποῖος
διακήρυξε τόν «θάνατου τοῦ θεοῦ». Γιά τόν Νίτσε ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται
μέ τήν ἀνατροπή καί τήν κατάργηση ὅλων τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν.
Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία γιά τό Nietzsche καθίσταται ὁ γνωστός «ὑπεράνθρωπος». Γράφει
χαρακτηριστικά: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι
εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός εἶναι νεκρός… ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο
εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»[6].
Μισό αἰῶνα ἀργότερα ὁ Ζάν Πόλ Σάρτρ (1905-1980) θά διακηρύξει μέ ἀπόλυτο καί
δογματικό τρόπο ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει
νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό ἔργο του μέ τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεός», ὁ
κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο
καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα
ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ
ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά
μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει. Ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει.
Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ
Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός.Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ
Θεός. Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό
εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ
μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ
σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος.
Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα
χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός»[7]. Τά συμπεράσματα δικά σας!
Ἡ τεράστια ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, πού κορυφώνεται μετά τόν
20ό αἰῶνα, προκάλεσε τόν λεγόμενο «ἐπιστημονικό ἀθεϊσμό». Μία σειρά ἀπό ἐπιστημονικές
θεωρίες ἀναπτύχθηκαν καί μέ ἀπόλυτο τρόπο ἀποφάνθηκαν ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός καί ὅτι
τά πάντα δημιουργήθηκαν τυχαῖα.
«Οἱ θεωρίες περὶ τυχαιότητος στὴ γένεση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου», σημειώνει καί πάλι ὁ
Ἅγιος Μεσογαίας, «ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε ἰδέα δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως
στὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, ἄρα νὰ μηδενίσουν τὴν θεϊκὴ παρουσία καὶ ἀνάγκη. Τύχη
εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ διάλεκτο τῆς ἀθεΐας! Οἱ βιαστικὲς ἐξαγγελίες περὶ
κατασκευῆς συνθετικοῦ γονιδιώματος καὶ τεχνητῆς ζωῆς ἢ κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου
ἢ βιοτεχνολογικῶν θαυμάτων (DNA editing) ἢ στὴν Φυσικὴ περὶ τῆς δῆθεν ‘‘θεωρίας
τῶν πάντων’’ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι
νὰ κλείσουν τὸν δρόμο καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς
κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Ἡ τύχη ὡς ἑρμηνευτικὸ ἐπινόημα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ
κεντρικὴ παρουσία στὸν κόσμο ἐξαφανίζουν τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἔννοια»[8].
Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, συνιστοῦν στήν οὐσία ἀντιστροφή τῆς δημιουργικῆς
καί γνωστικῆς ἱκανότητος, πού χάρισε στόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος
«ἔδωκεν ἐπιστήμη τοῖς ἀνθρώποις ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ»[9].
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδή, ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν ἐπιστήμη, ὥστε νά δοξάζεται
μέ τά θαυμαστά αὐτοῦ ἔργα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀντιστρέφοντας καί διαστρέφοντας τήν
ἱκανότητα αὐτή στρέφει τήν ἐπιστήμη ἐνάντια στόν Θεό.
Σχολιάζει σχετικά ὁ Ἱερός Χρυσόστομος:
«Δέν ὑπάρχει τό θεμέλιο καί πῶς στέκεται ἡ οἰκοδομή; Δέν ὑπάρχει ὁ ναυπηγός καί
πῶς συναρμολογήθηκε τό πλοῖο; Δέν ὑπάρχει ὁ οἰκοδόμος καί πῶς ἔγινε τό σπίτι;
Δέν ὑπάρχει ὁ Δημιουργός καί πῶς ἡ καλλονή τῶν κτισμάτων μαρτυρεῖ Τόν κτίστη; Ἄν
δέν ὑπάρχει Θεός, τί δουλειά ἔχεις μέσα στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ; Στό σπίτι
τοῦ Θεοῦ μένεις καί ἀρνεῖσαι τόν Νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ; Ἤ δῶσε τό ἐνοίκιο,
δηλαδή τήν εὐχαριστία σου ἤ ἔβγα ἀπό τό σπίτι, γιατί καπνίζεις τό σπίτι μέ τό
χνῶτο τῆς βλασφημίας σου… Δέν ὑπάρχει πιό ἀνότητος ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖνον, πού ἰσχυρίζεται
ὅτι ὅλη ἡ δημιουργία ἔγινε χωρίς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ»[10].
Ὁ γνωστός Σοβιετικός ἀστροναύτης Γκαγκάριν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού πάτησε στή
σελήνη, ὅταν γύρισε ἀπό τό διάστημα, δέν ἔπαυε νά δηλώνει περιφρονητικά ὅτι
«Θεός δέν υπάρχει. Πουθενά δέν τόν συνάντησα…». Σέ μία δεξίωση πού εἶχε γίνει
πρός τιμήν του, συνάντησε τόν Ρῶσο Πατριάρχη Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τόν ρώτησε:
«– Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δέν εἶδες τόν Θεό στόν οὐρανό;
— Ναί, εἶναι ἀλήθεια, τοῦ εἶπε ὁ Γκαγκάριν. Τόσες μέρες στό διάστημα πουθενά
δέν τόν συνάντησα…
— Τόν γνωρίζεις; ρώτησε μέ χιοῦμορ ὁ Πατριάρχης.
— Τί θέλετε νά πεῖτε; ἀπάντησε ξαφνιασμένος ὁ κοσμοναύτης.
— Θέλω νά εἰπῶ, συνέχισε ὁ Πατριάρχης, πῶς εἶναι δυνατόν νά λές γιά κάποιον ὅτι
δέν τόν συνάντησες ἐάν ποτέ σου δέν τόν ἔχεις γνωρίσει. Πῶς φαντάσθηκες ὅτι θά ἔβλεπες
ἔτσι τόν Θεό;
— Δέν ξέρω, εἶπε μέ ἀμηχανία ὁ Γκαγκάριν. Πραγματικά δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο θά
ἔπρεπε νά τόν γνωρίσω.
— Ἔλα τότε νά σέ μάθω, καί ὅταν ξαναπᾶς θά τόν δεῖς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι θά
τόν δεῖς, τοῦ εἶπε μέ νόημα ὁ Ρῶσος Πατριάρχης. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι ὁρατός οὔτε
μέ τηλεσκόπια, οὔτε μέ διαστημόπλοια…»[11].
Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἀναζητᾶ τόν Θεό καί προσπαθεῖ νά Τόν ἀνακαλύψει μέ λάθος
τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Καταλήγει, ἔτσι, σέ ἀδιέξοδα καί ὁδηγεῖται
στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, στήν ἀθεΐα καί τήν ἀντιθεΐα. Oἱ Πατέρες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας
μας, κυρίως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662), μᾶς διδάσκουν ὅτι στόν ἄνθρωπο
ὑπάρχουν δύο γνωστικά κέντρα, δύο τρόποι, δηλαδή, γιά νά καταλαβαίνει
ὁ ἄνθρωπος τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία, δηλαδή, ἀλλά καί
τόν ἴδιο τόν Θεό. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔχει,
δηλαδή, τήν ἕδρα του στήν καρδιά, στήν πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο
τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἄλλο κέντρο εἶναι ὁ λόγος, ἡ λογική, πού δρᾶ
καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγκεφάλου. Αὐτά τά δύο γνωστικά κέντρα ἀποκαλοῦνται,
ἐπίσης, ἀπό τούς Πατέρες πνευματική γνώση (ὁ νοῦς) καί φυσική γνώση (ὁ
λόγος, ἡ λογική).
Ὁ νοῦς καί ἡ λογική εἶναι οἱ δύο γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι τό
κέντρο τῆς ψυχῆς καί γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τόν ἀποκαλοῦν «τό ἡγεμονικόν
τῆς ψυχῆς» ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς
ψυχῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία
τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ, δηλαδή, τήν πνευματική γνώση.Ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι
ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν λόγο (τήν λογική) ὁ ἄνθρωπος
γνωρίζει τήν φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Μέ τήν λογική, δηλαδή,
δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ
στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στόν Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται
μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά καί ὄχι μέ τήν λογική.
Ἔλεγε ὁ Καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης, ὅτι «οὐδείς ἄνθρωπος ἐπείσθη
ποτέ νά πιστέψη στό Θεό ἀπό λογικό ἐπιχείρημα. Οὐδείς. Ὁ Θεός καί
τά τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή εἶναι ἄκτιστα καί ὄχι κτιστά, ὑπέρλογα καί ὑπερνοητά
ὑπόκεινται σέ ἕνα ἄλλο γνωστικό κέντρο, τόν νοῦ δηλαδή και τήν καρδιά,
ὅπου μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν τήν πνευματική γνώση
καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ».
Ἡ λογική, βεβαίως, εἶναι μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦκαί κορυφαῖο ὀντολογικό γνώρισμα
τοῦ ἀνθρώπου, πού οὐδόλως τό ἀπαξιώνει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τό ἐμπλουτίζει
μέ τήν ἄκτιστη χάρη Του καί τό θέτει στήν διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Παραιτοῦμαι
ἀπό τήν λογική μου δέν σημαίνει ὅτι γίνομαι παράλογος. Ἡ πίστη δέν
εἶναι παράλογη, ἀλλά ὑπέρλογη. Δέν κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται.
Πίστη δέν σημαίνει κατανόηση, ἀλλά ἐμπιστοσύνη. Δέν ἀντιβαίνει
στόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τόν ὑπερβαίνει, τόν ξεπερνᾶ. Τό ὑπέρλογο μέσα
στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς λογικῆς, ἀλλά ἡ μετακένωσή
της καί ἡ ἀνύψωσή της στήν ἀποδοχή τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.
Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ἀπόλυτη διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτοεγκατάλειψή
μας στό θέλημα καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό λογικό εἶναι τό «στένεμα»
τοῦ Θεοῦ καί ἡ σμίκρυνσή Του στίς προσωπικές μας ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις,
στό ἐγωϊστικό θέλημά μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι νά ἀφήνω στόν Θεό ἀνοιχτό
τόν δρόμο τῆς καρδιᾶς μου γιά νά ’ρθει καί νά ἀποκαλυφθεῖ καί νά ἐνεργήσει
μέσα μου μέ τόν δικό Του τρόπο, πού δέν εἶναι οὔτε λογικός, οὔτε ἄλογος,
οὔτε παράλογος, ἀλλά εἶναι ὑπέρλογος, εἶναι ἡ αἰώνια Ἀλήθεια τοῦ
Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας μας.
Ἔλεγε εὐφυέστατα καί παραστατικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅτι ἡ λογική εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής,
ὁ ἐκτυπωτής, τό διαβιβαστικό ὄργανο τοῦ νοῦ. Κατά ἀναλογία, ὁ σκληρός δίσκος ἀντιστοιχεῖ,
κατά κάποιο τρόπο, πρός τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἀποτυπώνεται τό κατ’ εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐμπλουτιστεῖ ὁ νοῦς μέ τήν ἄκτιστη θεία χάρη, ἔχει τήν
δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως, ὅμως, ἐμπλουτίζεται
(λαμπικάρεται) ὡς πρός τίς δυνατότητές της καί ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς νά ὑπερβαίνει
σέ καμμία περίπτωση τόν νοῦ του. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βλέπει τήν ἄκτιστη
δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνεῖ ἄμεσα καί προσωπικά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτό,
βεβαίως, γίνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ καθαρό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Ὅταν,
ὅμως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτισμένος καί ἀκάθαρτος ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες,
τότε ταυτίζεται μέ τήν λογική καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν
Θεό. Μόνο ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τήν ἁμαρτία νοῦς, ἡ καθαρή ἀπό τά πάθηκαρδιά, μπορεῖ
νά γνωρίσει καί νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Θά θέλαμε στό σημεῖο αὐτό νά τονίσουμε ἰδιαιτέρως τήν ἀξία καί τήν σπουδαιότητα
τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, πού φθονεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο ὁ διάβολος
καί μέ τόση πολλή λύσσα τό πολεμᾶ, καί στό ὁποῖο πολλοί χριστιανοί μας
δυσκολεύονται νά προσέλθουν. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν
παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό delete (ντιλίτ=διαγραφή) ἤ μᾶλλον καλύτερα τό
format (φορμάτ=ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα
τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει πάλι ὁ ὑπολογιστής. Κατά ἀνάλογο
τρόπο, ἡ ἐξομολόγηση διαγράφει καί ἐξαφανίζει παντελῶς, ἀπαλείφει, δηλαδή, ὀντολογικά,
κάθε ἁμαρτία ἀπό τόν νοῦ, ἀπό τήν μνήμη καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιες
κι ἄν εἶναι αὐτές οἱ ἁμαρτίες και ὅσο μεγάλες καί πολλές καί ἄν εἶναι, μετά τήν
ἐξομολόγηση, δέν θά μᾶς ξαναενοχλήσουν ποτέ σέ ὅλη μας τήν ζωή καί δέν θά τίς
ξαναβροῦμε μπροστά μας οὔτε στήν ἄλλη ζωή, στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Σᾶς
διαβεβαιώνω μέ ἀπόλυτη σιγουριά -καί ὡς πνευματικός καί ὡς ἐξομολογούμενος- ὅτι
εἶναι πράγματι σωτήριο τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Συγχωρεῖ, ἀναπαύει,
γαληνεύει καί ἀναπτερώνει τήν ψυχήτοῦ πιστοῦ, θεραπεύει τόν νοῦ καί τήν καρδιά.
[Καρδιακή καί ἀδελφική παράκληση: μήν ἀμελοῦμε τήν συμμετοχή μας στό σωστικό αὐτό
μυστήριο].
Τό κύριο μέλημά μας, λοιπόν, θά πρέπει νά εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ καί τῆς
καρδιᾶς,πού γίνεται μέ τήν ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού μᾶς προσφέρει ἡ
Ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἡ θεραπευτική αὐτή ἀγωγή, πού συστήνει ἡ Ἐκκλησία,
περιλαμβάνει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, τρία στάδια: τό πρῶτο εἶναι ἡ
κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τό δεύτερο ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα
καί τό τρίτο ἡ θέωση, ὁ δοξασμός, νά δοῦμε, δηλαδή, τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Ἄκτιστο
Φῶς.
Γι’ αὐτό καί ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ μακαριστός παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός -ὁ
μεγάλος αὐτός δάσκαλος- ὅτι ὁ χριστιανισμόςδέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἀπεναντίας
εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας», καί πώς «ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι
ἕνα ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν”
κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση), γιά
νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή
“θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου»[12].
Ὁ χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν
εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα· δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές
καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Ἡ
Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές
πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη,
εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῆς
Ἐκκλησίας καί στήν ζωή τῶν πιστῶν. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται
-καί ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά καί τώρα, σέ αὐτή τή ζωή- στούς ἀνθρώπους,
πού ἔχουν καθαρή, ἁπλῆκαί ταπεινή καρδιά.
Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή τοῦ Θεοῦ στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ
πνευματική γνώση, πού δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς
μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες
ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ,
πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγραμμάτους, γνωστικούς
καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἄλλωστε,
λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Τά χαρίσματα αὐτά στίς
καθαρές, ταπεινές καί ἁπλές ψυχές εἶναι ἐνεργά καί ἑλκύουν πλουσιότερη τήν χάρη
τοῦ Θεοῦ και ὁδηγοῦν σέ μεγαλύτερο βαθμό ἐμπειρίας καί γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς
ἀκτίστου δόξης Του.
Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ λογικοκρατία, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ αὐτάρκεια, ἡ αὐτοπεποίθηση, ἡ
φιλαυτία, ἡ ὑπερηφανεία καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀτομική μας λογική ἔχει ἐπηρεάσει
ὄχι μόνο τούς ἀθέους, ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς χριστιανούς. Διαπιστώνουμε, ἔτσι,
ὅτι ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι χριστιανοί πούδέχονται ὡς Θεό μία ἀπρόσωπη ἀνώτερη
δύναμη καί μόνο, καί δέν ἀναγνωρίζουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό
Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος).
Ἀποδέχονται τόν Χριστό μόνο ὡς στοχαστή ἤ κοινωνικό μεταρρυθμιστή ἤ φιλόσοφο καί
δέν ἐφαρμόζουν τό Εὐαγγέλιο, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Δέν ἀποδέχονται
τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀμφιβάλλουν
ἤ καί δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς,
στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στήν ὕπαρξη παραδείσου καί κολάσεως. Ἀρνοῦνται
τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου, τοῦ προαιώνιου αὐτοῦ ἐχθροῦ μας. Ἀγνοοῦν ὅτι
ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο, μέ νοῦ καί μέ θέληση, καί ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ
τήν αἰτία καί τήν πηγή τοῦ κακοῦ, δεχόμενοι γενικά καί ἀόριστα τήν ὕπαρξη
μόνον «δυνάμεων τοῦ κακοῦ». Ἀμφισβητοῦν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἀρνοῦνται τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, τό Θαῦμα τῶν θαυμάτων, γιατί
δέν μποροῦν νά τά συλλάβουν μέ τήν λογική καί τό μυαλό τους κ.λπ. Μένουν
στίς ἀτελεῖς καί ἁπλοϊκές θρησκευτικές γνώσεις τῆς οἰκογένειας, τοῦ
δημοτικοῦ Σχολείου ἤ τοῦ Γυμνασίου καί μετά αὐτοσχεδιάζουν, κατά
τό δοκοῦν, σκοτίζοντας ἔτσι καί τό μυαλό τους, τό νοῦ καί τήν καρδιά
τους, δημιουργώντας μία δική τους ἀτομική πίστη καί ἀτομική θρησκευτικότητα. Μέ
τόν τρόπο αὐτό, ὄχι μόνον δέν ἑλκύουν τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐπιτρέπουν
νά ἐνεργήσουν μέσα τους καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβαν δωρεάν
μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί κατά συνέπεια δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν
τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἐπιλεκτική πίστη δέν εἶναι παρά μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας· δέν εἶναι παρά ἡ ἀπόρριψη
καί ὁ ἐξοβελισμός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή μας, ἀπό τήν κοινωνία μας, ἀπό τόν κόσμο
μας. Αὐτή ἡ ἰδιότυπη ἀθεΐα ὁδηγεῖ στήν ἠθική κατάπτωση καί παρακμή.«Ἄν δέν ὑπάρχει
Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται»[13], ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Καί ὁ Πασκάλ ὁμολογοῦσε μέ ἀπόλυτη
σαφήνεια καί εἰλικρίνεια: «Μᾶς λείπει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Τά πάθη μας μᾶς
ὁδηγοῦν στήν ἀθεΐα μας»[14].
Ὁ μεγάλος ἅγιος καί θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, τόνιζε
ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἔλεγε
χαρακτηριστικά:
«Οἱ ἁμαρτίες μᾶς ἔκαναν ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ και ἐξοργισθήκαμε ἐνάντια στον Θεό. Ἡ ἁμαρτία
εἶναι ἐχθρότητα πρός τόν Θεό. Καί ἀκόμα: ἡ ἁμαρτία εἶναι μῖσος πρός τόν
Θεό.Συρόμενοι ἀπό τή φιλαμαρτία, οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τίς ἡδονές τῶν ἁμαρτιῶν
τους καί μισοῦν τόν Θεό καί τίς ἱερότητές του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία, δέν
μπορεῖ ταυτόχρονα νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ὡς πρός τήν φύση της εἶναι
ἀντιθεϊκή δύναμη, θεοαντίπαλη καί θεομαχόμενη. Ὑποδουλώνοντας τόν ἑαυτό τους ἑκούσια
στίς ἁμαρτίες, οἱ ἄνθρωποι ἐνστερνίζονται τή δύναμη πού διαρκῶς πολεμᾶ τόν Θεό,
Τόν ἐχθρεύεται καί μισεῖ τόν Θεό. Μέ τόν χρόνο, αὐτή ἡ δύναμη παραλύει τήν ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου τόσο, ὥστε ἐκείνη δέν αἰσθάνεται τόν Θεό, οὔτε κἄν ἀποδέχεται τόν
Θεό καί ἀρχίζει νά ἰσχυρίζεται πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Ἡ φιλαμαρτία πάντα, σέ
τελευταία ἀνάλυση, ὁδηγεί στήν ἀθεΐα, στήν θεομαχία: ἀρνεῖται τόν Θεό καί πολεμᾶ
ὅλα τά τοῦ Θεοῦ»[15].
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ κύρια αἰτία τῆς ἀθεΐας: ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ἐπιθυμία
τοῦ ἀνθρώπου νά ζεῖ ἱκανοποιώντας τά πάθη του, χωρίς ἔλεγχο ἀπό κανέναν, οὔτε ἀπό
τήν συνείδησή του οὔτε ἀπό τόν Θεό, χωρίς νά ὑπόκειται σέ κρίση καί χωρίς τήν ὑποχρέωση
νά λογοδοτεῖ καί νά δίνει ἀναφορά οὔτε σέ αὐτή τήν ζωή οὔτε στήν ἄλλη ζωή. Γι’
αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐπιλέγουν ἤ τήν ἀπόλυτη ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἤ τήν
πίστη σέ μία «ἀνώτερη δύναμη», ἄγνωστη καί ἀπρόσωπη, χωρίς παρουσία καί ρόλο
στήν ζωή τους.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλωστε,ἔχει ὀργανώσει μέ τέτοιο τρόπο τήν ζωή καί
τήν καθημερινότητά του, ὥστε αὐτή νά εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη μέριμνες,
δραστηριότητες, ποικίλες ἐνασχολήσεις καί περισπασμούς, πού ἀπορροφοῦν τό
σύνολο τοῦ χρόνου του, χωρίς νά ἀπομένει ἡ παραμικρή δυνατότητα ἐνασχολήσεως μέ
τήν πνευματική του κατάσταση καί τήν πορεία τῆς σωτηρίας του.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Μὲ τὴν πολλή δουλειά καὶ μέριμνα ξεχνάει
κανεὶς τὸν Θεό. Ὁ Πάπα-Τύχων ἔλεγε ὅτι“ Ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καὶ πολύ
φαγητό στούς Ἰσραηλίτες, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό”. Στὴν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἀπορρόφησε
τούς ἀνθρώπους στὴν ὕλη, στὸν περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, γιὰ νὰ ξεχνοῦν
τὸν Θεό, καὶ ἔτσι νὰ μήν μποροῦν –ἤ μᾶλλον νὰ μή θέλουν– νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία
ποὺ τούς δίνεται γιὰ τὸν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς»[16].
Ἄς πάψουμε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά δίνουμε προτεραιότητα στά βιοτικά εἰς βάρος τῶν
πνευματικῶν καίνά προκρίνουμε τά ἐπίγεια καί καθημερινά εἰς βάρος τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν
καί τῆς σωτηρίας μας. Ἄς δώσουμε στόν Χριστό περισσότερο χῶρο στήν καρδιά καί
στήν ζωή μας. Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀντιθεΐα, ὁ ἀντιχριστιανισμός καί ἡ ἀποστασία τῶν ἡμερῶν
μας δέν εἶναι παρά ἡ συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τόν Θεό. Ἄς πάψουμε νά
πασχίζουμε μόνο γιά τήν καλλιέργεια τοῦ μυαλοῦ καί τῆς λογικῆς μας καί ἄς
χαρίσουμε στόν Χριστό τήν καρδιά μας καθαρή καί τόν νοῦ μας καθαρό ἀπό τά πάθη,
ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, νά Τόν γνωρίσουμε πραγματικά, νά ἑνωθοῦμε
μαζί Του καί νά γευθοῦμε καί σ’αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη ζωή τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου
Βασιλείας Του.
Σέ αὐτές τίς τόσο δύσκολες στιγμές γιά τήν Ἐκκλησία μας καί γιά τήν Πατρίδα
μας, πού πορευόμαστε μόνοι, χωρίς φίλους καί χωρίς συμμάχους, ἐν μέσῳ ἐχθρῶν
καί κινδύνων, ἐξωτερικῶν καί ἐσωτερικῶν, εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, ὅσοι
παραμένουμε πιστοί σ’ αὐτόν τόν εὐλογημένο καί ἁγιασμένο τόπο, νά ἐπιδείξουμε
μέ ζῆλο καί θέρμη καρδιᾶς τήν ἔμπονη καί ἔμπρακτη μετάνοιά μας καί τήν ἀφοσίωσή
μας πρός τόν Κύριο μας καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Νά πάψουμε νά παροργίζουμε τήν
ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του μέ τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες, ὥστε νά ἑλκύσουμε
τήν χάρη Του, τό ἔλεός Του καί τήν ἰσχυρά συμμαχία Του. Ἡ ἰσχυρά αὐτή συμμαχία
Του εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας καί αὐτή πού θά κρατήσει τίς ψυχές μας ὄρθιες, ἀλλά
καί τήν πατρίδα μας ὄρθια καί ἐλεύθερη καί θά κατατροπώσει κάθε ἐχθρό καί πολέμιο.
Ἀμήν. Γένοιτο!
……………………………………………………………………..
[1]http://synodoiporia.blogspot.com/2011/02/blog-post_9401.html
[2]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Μήνυμα ἐπί τῷ Νέῳ Ἐκκλησιαστικῷ
Ἐτει (1 Σεπτ. 2016)
[3] Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου, τόμος Γ΄, σελ. 225
[4]Γέν. 3,5
[5]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πνευματικοί Λόγοι Β΄
[6]Παναγιώτη Νέλλα, Κοινωνία, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1974, σελ. 350-363
[7]Παναγιώτη Νέλλα, ὅ.π.
[8]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, ὅ.π.
[9]Σοφία Σειράχ, 38, 6
[10]https://oikohouse.wordpress.com/2016/01/15/%E1%BC%A1%E1%BC%80%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%E1%BC%B6%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B1/
[11]https://agathan.wordpress.com/2013/02/19/
[12]Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Παράδεισος και Κόλαση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
[13]Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ἀδερφοί Καραμαζόφ, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα, 1991,
τομ.4ος, σ.66
[14]http://intelhealthphysicslab.gr/el/apopseis-theseis/101-2013-07-12-21-14-29.html
[15] Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου,
ἐκδ.ἐν Πλῷ
[16]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο,
σελ. 195
Ὁμιλία στήν ἐκδήλωση γιά τήν εὐλογία τῆς βασιλόπιτας τοῦ Συλλόγου «Μετεώρων
Λιθόπολις» Αἴθουσα «Νίτσα Λιάπη», Κυριακή 26 Ἰανουαρίου 2020