ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

ΑΡΧΙΜ. ΛΟΥΚΑΣ ΤΣΙΟΥΤΣΙΚΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΔΑ

Κυριακή του Παραλύτου της Βηθεσδά
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας

Ο Χριστός μας μαζί με τους μαθητές του ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή της Πεντηκοστής των Ιουδαίων. Όπως όλες οι παλιές πόλεις, έτσι και η Ιερουσαλήμ περιβαλλόταν από τείχη, τα οποία είχαν διάφορες πύλες, από τις οποίες περνούσαν όσοι έμπαιναν και έβγαιναν από την πόλη. Μια από αυτές ήταν και η λεγομένη προβατική, διότι από εκεί περνούσαν τα προς θυσίαν στο ναό πρόβατα και κοντά σε αυτήν την πύλη ήταν μια δεξαμενή, η κολυμβήθρα Βηθεσδά, που είχε γύρω της πέντε στοές. Εκεί βρίσκονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, ανήμποροι κατά τα πόδια ή τα χέρια, και όλοι αυτοί περίμεναν να γιατρευτούν, διότι κατά διαστήματα άγγελος Κυρίου τάρασσε τα νερά της κολυμβήθρας και όποιος έμπαινε πρώτος σε αυτά γινόταν καλά από οποιοδήποτε νόσημα υπέφερε.

Αυτή την κολυμβήθρα επισκέφθηκε ο Κύριος και κατευθύνθηκε προς κάποιον που ήταν παράλυτος τριάντα οκτώ ήδη χρόνια και τον ρώτησε: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;» θέλεις να θεραπευτείς;

Γιατί όμως πήγε ο Κύριος συγκεκριμένα σε αυτόν τον άρρωστο και άφησε όλους τους άλλους; Για να δείξει την καρτερία του, μας λέει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ας ντραπούμε και ας στενάξουμε για την πολλή μας ραθυμία. Τριάντα οκτώ χρόνια έμεινε στο ίδιο μέρος εκείνος και μ’ όλο που δεν πετύχαινε ό,τι ήθελε, δεν απομακρυνόταν. Και δεν πετύχαινε όχι από δική του αδιαφορία αλλά διότι τον εμπόδιζαν και τον παραμέριζαν οι άλλοι. Και όμως δεν απογοητευόταν. Εμείς όμως λίγες μέρες αν μείνουμε κάπου και παρακαλέσουμε για κάτι και δεν το επιτύχουμε απογοητευόμαστε και παύουμε να δείχνουμε τον ίδιο ζήλο. Και οι άνθρωποι μεν πολλές φορές μας απογοητεύουν. Η ελπίδα όμως στον Κύριό μας «ου καταισχύνει», δεν ντροπιάζει, δεν απογοητεύει. Και ενώ από αυτόν θα πάρουμε μεγαλύτερη από τους κόπους μας αμοιβή, δεν θέλουμε να μένουμε με την προσευχή κοντά του με τον ζήλο που πρέπει. Αλλά είναι κουραστική, θα έλεγε κάποιος, η αδιάκοπη προσευχή. Αλλά ποια αρετή δεν είναι κοπιαστική; Και αν ακόμη δεν ήταν δυνατόν να πάρουμε εκείνο που ζητάμε, αυτή την αδιάκοπη συνομιλία, τη συνεχή επικοινωνία με το Θεό δεν πρέπει να τη θεωρούμε μέγιστο αγαθό;

Και τι απάντησε ο παράλυτος στην ερώτηση του Κυρίου αν θέλει να γίνει καλά; «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω». Δεν έχω κάποιον να με βάλει στην κολυμβήθρα όταν ταραχθεί το νερό.

Πόσες φορές και εμείς δεν νοιώθουμε ή και δεν εκφράζουμε το παράπονο· «άνθρωπον ουκ έχω». Δεν έχουμε κάποιον να μας καταλάβει, κάποιον να μας βοηθήσει στη δυσκολία μας, κάποιον που να μας αγαπά πραγματικά. Και όμως πάντα έχουμε τον Θεάνθρωπο που είναι έτοιμος να μας ακούσει, που μας καταλαβαίνει καλύτερα και μας αγαπά περισσότερο από ό,τι εμείς καταλαβαίνουμε και αγαπούμε τον εαυτό μας· που θέλει να μας βοηθήσει προσφέροντάς μας, όχι όμως ό,τι εμείς θέλουμε – και συνήθως εμείς θέλουμε το βόλεμα στη ζωή αυτή – αλλά ό,τι πραγματικά μας συμφέρει. Αρκεί να τον πλησιάζουμε με εμπιστοσύνη, να του ζητούμε με πίστη, και να δεχόμαστε ό,τι αυτός μας δώσει, λέγοντας το «να ‘ναι ευλογημένο». Αυτό που μου έδωσες είναι το καλύτερο για τη σωτηρία μου.

Στη συνέχεια θεράπευσε ο Κύριος τον παράλυτο, αργότερα δε, όταν τον είδε στο ιερό, του είπε: «Δες, έχεις γίνει καλά· από εδώ και πέρα μη αμαρτάνεις, για να μη πάθεις κάτι χειρότερο». «Από εδώ μαθαίνουμε», σημειώνει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, «ότι από αμαρτίες προερχόταν η αρρώστιά του». Και τίθεται τώρα το ερώτημα· όλα τα νοσήματα προέρχονται από αμαρτίες; «Όχι όλα», απαντά άλλος ερμηνευτής της Εκκλησίας, «αλλά τα περισσότερα». Μερικά οφείλονται σε δική μας ραθυμία ή απροσεξία. Άλλα, όπως στην περίπτωση του Ιώβ, επιτρέπει ο Θεός να έλθουν για να αναδειχθεί η αρετή του εναρέτου, για να λάβει μεγαλύτερα στεφάνια και να ωφεληθούν οι άλλοι.

Έτσι και εμείς, όταν αρρωστήσουμε, ας φροντίσουμε για την υγεία του σώματος, αλλά και της ψυχής μας με τη μετάνοια. Ας πάμε στο γιατρό, αλλά και στην ιερά Εξομολόγηση. Ας πάρουμε το φάρμακο, αλλά ας κάνουμε και το ειδικό για τις περιπτώσεις αυτές ιερό Ευχέλαιο.

Αλλά ας επανέλθουμε στην κολυμβήθρα Βηθεσδά. Οι άγιοι Πατέρες βλέπουν να υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ της κολυμβήθρας αυτής και της Εκκλησίας, δηλαδή του αγίου Βαπτίσματος. Εκεί οι άνθρωποι έμπαιναν σωματικά άρρωστοι και έβγαιναν σωματικά υγιείς. Εδώ, στην κολυμβήθρα της Εκκλησίας, μπαίνουν οι άνθρωποι πνευματικά νεκροί και βγαίνουν πνευματικά ζωντανοί. Τα νερά της Βηθεσδά δεν ήταν ιαματικά αλλά θαυματουργικά, διότι δεν γίνονταν καλά όλοι, ούτε πάντα, αλλά μόνο εκείνος που έμπαινε πρώτος μετά την ταραχή του νερού από τον άγγελο. Και το νερό του Βαπτίσματος με τις ευχές της Εκκλησίας δέχεται τη χάρη του Θεού και με αυτή ο άνθρωπος, ο πνευματικά νεκρός, καθαρίζεται από το προπατορικό και τα προσωπικά του αμαρτήματα, γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού και αρχίζει να ζει μια νέα ζωή, την ζωή του Χριστού.

Βηθεσδά θα πει «οίκος ελέους». Και τέτοια είναι η Εκκλησία, οίκος ελέους του Θεού. Και αν εκεί το έλεος του Θεού εκδηλωνόταν μερικές φορές, εδώ υπάρχει συνέχεια. Και αν εκεί θεραπευόταν μόνο ο πρώτος, εδώ θεραπεύονται όλοι, αρκεί να το θέλουν. Πρέπει να το θέλουν, διότι η χάρη του Βαπτίσματος, δεν χάνεται μεν ποτέ, αλλά και δεν δρα μαγικά, δηλαδή χωρίς τη δική μας συγκατάθεση και συνεργασία. Χρειάζεται διαρκώς να ενεργοποιούμε τη χάρη, να ζούμε σύμφωνα με τη χάρη του Θεού που πήραμε, δηλαδή σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Και όταν με τις αμαρτίες μας λερώνουμε την ψυχή μας και με τα πάθη καταχωνιάζουμε τη χάρη του Βαπτίσματος, υπάρχει η δυνατότητα αποθεραπείας, η δυνατότητα αποκαταστάσεως της σχέσεώς μας με το Θεό με το δεύτερο βάπτισμα, το μυστήριο της μετανοίας και της ιεράς Εξομολογήσεως.

Όλα αυτά όμως γίνονται μόνο μέσα στο θεραπευτήριο της μίας Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και εμείς που έχουμε την μέγιστη ευλογία να βρισκόμαστε μέσα σε αυτό το μοναδικό θεραπευτήριο, ας παραμένουμε και ας μη απομακρυνόμαστε από αυτό, είτε από αδιαφορία είτε παρασυρμένοι από κάποια αίρεση. Ας βρούμε τους απλανείς οδηγούς και διακριτικούς θεραπευτές και ας ακολουθούμε τις συμβουλές τους, τις εντολές του Χριστού. Και τέλος, ας παίρνουμε με όλα τα μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις, το αναντικατάστατο φάρμακο της χάρης του Αγίου Πνεύματος, με τη βέβαιη ελπίδα ότι ο Χριστός θα θεραπεύσει και τις δικές μας ψυχές και θα μας χαρίσει τη δική του ζωή, την αιώνια ζωή, για την οποία αυτός ο ίδιος μας έπλασε και την οποία βαθύτερα, από την κατασκευή μας, όλοι μας επιθυμούμε. Αμήν.

Κοινωνία Ορθοδοξίας

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: ΗΜΕΙΣ ΔΕ ΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣΚΑΡΤΕΡΗΣΟΜΕΝ!

 
«Ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν»
Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Παπαγιάννης

Ένα διδακτικότατο επεισόδιο μας διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς στην περικοπή του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων που ακούσαμε σήμερα. Μέσα στην ατμόσφαιρα της αγάπης που επικρατούσε στη ζωή των πρώτων Χριστιανών παρουσιάσθηκαν μερικές ανωμαλίες. Όπως ξέρουμε, οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν οργανώσει πολύ καλά το έργο της φιλανθρωπίας, τόσο καλά, ώστε «ουδείς ενδεής υπήρχεν εν αυτοίς»· δεν υπήρχε κανένας φτωχός μεταξύ τους (Πραξ. 4:34). Όταν όμως άρχισαν να πληθύνονται οι Χριστιανοί, άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα παράπονα και οι διαμαρτυρίες.

Παραπονούνταν οι Ελληνιστές εναντίον των Εβραίων. Χριστιανοί ήταν οι Ελληνιστές, Χριστιανοί και οι Εβραίοι. Οι Εβραίοι όμως κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ και στην υπόλοιπη Παλαιστίνη και μιλούσαν την εβραϊκή γλώσσα, ενώ οι ελληνιστές ήταν κι αυτοί Ιουδαίοι, αλλά προέρχονταν από χώρες ελληνικές και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Αυτοί λοιπόν οι Ελληνιστές Χριστιανοί παραπονέθηκαν εναντίον των Εβραίων Χριστιανών, ότι στη διανομή των βοηθημάτων παραμερίζονταν κάπως οι χήρες και οι φτωχοί οι δικοί τους και προτιμώνταν οι χήρες και οι φτωχοί των Εβραίων.

Αλλά τέτοια παράπονα δεν έπρεπε να υπάρχουν μεταξύ των Χριστιανών, γιατί όπου υπάρχουν παράπονα και διαμαρτυρίες και γογγυσμοί αρχίζει να φεύγει η αγάπη, αν δεν έχει φύγει ήδη. Γι’ αυτό οι απόστολοι, οι προϊστάμενοι της Εκκλησίας, φρόντισαν να επαναφέρουν την τάξη. Συγκέντρωσαν τους Χριστιανούς και τους είπαν τα εξής: «Δεν είναι σωστό εμείς, που μας ανέθεσε ο Κύριος να συνεχίσουμε το έργο του, δηλαδή τη διάδοση του λόγου του, να εγκαταλείψουμε το μεγάλο αυτό έργο και να επιστατούμε στα κοινά συσσίτια και στη διανομή των βοηθημάτων. Γι’ αυτό λοιπόν ας εκλέξουμε επτά άνδρες φωτισμένους από τον Θεό, στους οποίους θα αναθέσουμε το έργο αυτό. Κι εμείς θα είμαστε ελεύθεροι να εργασθούμε με όλες μας τις δυνάμεις για την προσευχή και το κήρυγμα του λόγου του Θεού».

Η πρόταση αυτή φάνηκε σωστή και λογική σε όλους τους Χριστιανούς, κι αμέσως διάλεξαν επτά άνδρες, στους οποίους οι απόστολοι έπειτα από θερμή προσευχή ανέθεσαν το έργο της φιλανθρωπίας. Αυτοί είναι οι επτά διάκονοι, ένας από τους οποίους ήταν και ο Στέφανος, ο οποίος αναδείχθηκε ο πρώτος μάρτυρας της Εκκλησίας. Έτσι τα πράγματα διορθώθηκαν. Και η διανομή των βοηθημάτων γινόταν κανονικά, αλλά προπαντός προόδευε η Χριστιανική Εκκλησία και διαδιδόταν ο λόγος του Θεού, έτσι ώστε οι Χριστιανοί κάθε μέρα να γίνονται και περισσότεροι.

Πολλά είναι τα διδάγματα που μπορεί κανείς να βγάλει από αυτό το επεισόδιο. Εκείνο όμως που πρέπει να προσέξουμε σήμερα είναι η μεγάλη σημασία που έδιναν οι απόστολοι και όλοι οι Χριστιανοί στο κήρυγμα του λόγου του Θεού. Η προσοχή αυτή και η συνεχής και εντατική εργασία τους για το θείο κήρυγμα πρέπει να μας διδάξει πόσο μεγάλη είναι η αξία του θείου κηρύγματος.

Το θείο κήρυγμα είναι ο λόγος του Θεού, είναι η τροφή της ψυχής. Λέει η Αγία Γραφή ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4:4). Δεν ζει μόνο με το ψωμί ο άνθρωπος· το ψωμί χρειάζεται για τη συντήρηση του σώματος· αλλά για την ψυχή χρειάζεται ο λόγος του Θεού, το θείο κήρυγμα. Γι’ αυτό και λέει πάλι αλλού η Αγία Γραφή, ότι η στέρηση του λόγου του Θεού είναι πείνα και δίψα· όπως το σώμα πεινά όταν του λείπει η τροφή, και διψά όταν του λείπει το νερό, έτσι και η ψυχή πεινά και διψά όταν δεν ακούει λόγο Θεού (βλ. Αμώς 8:11-12). Το θείο κήρυγμα είναι εκείνο που θα μας εξηγήσει όσα ακούμε και διαβάζουμε στην Αγία Γραφή και δεν τα καταλαβαίνουμε πολλές φορές· το κήρυγμα θα μας διδάξει πώς θα εφαρμόσουμε τις εντολές του Θεού στις διάφορες περιστάσεις της ζωής μας· το κήρυγμα θα μας στερεώσει στην πίστη και θα διαλύσει τις απορίες και τις αμφιβολίες, τις οποίες τυχόν θα έχουμε στα ζητήματα της πίστεως.

Επειδή λοιπόν τόσο μεγάλη είναι η σημασία του θείου κηρύγματος, γι’ αυτό και οι απόστολοι, σύμφωνα με την εντολή που είχαν πάρει από τον Κύριο, «ουκ επαύοντο διδάσκοντες» (Πραξ. 5:42)· δεν έπαυαν να διδάσκουν και τους Χριστιανούς, για να στερεωθούν και να τελειοποιηθούν, και τους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες, για να πιστέψουν και να γίνουν Χριστιανοί. Αλλά και οι επτά διάκονοι, που εξελέγησαν για άλλη δουλειά, κοντά στην υπηρεσία που τους ανατέθηκε δεν παρέλειπαν κι αυτοί να κηρύττουν τον λόγο του Θεού, με πολύ καλά αποτελέσματα. Ένας από τους διακόνους, ο Φίλιππος, εκήρυξε τον λόγο του Θεού στη Σαμάρεια, και επιστρέφοντας από εκεί έκανε Χριστιανό έναν Αιθίοπα μεγάλο αξιωματούχο. Εκείνος όμως που πρωτοστατούσε στο κήρυγμα ήταν ο πρώτος από τους διακόνους, ο Στέφανος· το κήρυγμά του είχε τόση δύναμη, ώστε αποστόμωνε τους Ιουδαίους, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να του φέρουν εμπόδια.

Την μεγάλη αξία του θείου κηρύγματος την καταλάβαιναν οι πρώτοι Χριστιανοί και γι’ αυτό, όπως λένε αλλού οι Πράξεις, «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων» (Πραξ. 2:42)· όλοι οι Χριστιανοί, με προθυμία και προσοχή, με λαχτάρα θα έλεγε κανείς, παρακολουθούσαν το κήρυγμα των αποστόλων και προσπαθούσαν να ωφεληθούν από αυτό.

Το κήρυγμα του θείου λόγου συνεχίζεται και σήμερα στην Εκκλησία του Χριστού, και θα συνεχίζεται πάντοτε μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Και εφόσον ο λόγος του Θεού κηρύττεται, οι Χριστιανοί κάθε εποχής έχουμε υποχρέωση να κάνουμε ο,τι έκαναν και οι πρώτοι Χριστιανοί: να ακούμε με προσοχή το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να εφαρμόζουμε όσα διδασκόμαστε σ’ αυτό. Αλλά για να φέρει αποτελέσματα το θείο κήρυγμα, πρέπει να το παρακολουθούμε με ορισμένες προϋποθέσεις. Και η σπουδαιότερη προϋπόθεση είναι να παρακολουθούμε με τη διάθεση να ωφεληθούμε από το κήρυγμα.

Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ότι το κήρυγμα δεν είναι λόγος ανθρώπινος· είναι λόγος Θεού, απαραίτητος για τη σωτηρία μας· θα ακούσουμε λοιπόν τον λόγο του Θεού, για να μάθουμε πώς πρέπει να ζούμε τη ζωή μας και για να ωφεληθούμε από αυτόν· γι’ αυτό δεν πρέπει να ζητούμε στο κήρυγμα μόνο καλλιλογία, στρογγυλά και όμορφα λόγια που ευχαριστούν την ακοή. Μπορεί καμιά φορά ο ιεροκήρυκας να μην τα λέει τόσο όμορφα· αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παύει να κηρύττει τον λόγο του Θεού. Το πρώτο λοιπόν που χρειάζεται για να ωφεληθούμε από το κήρυγμα είναι να θέλουμε να ωφελήσουμε την ψυχή μας, και όχι να ευχαριστήσουμε τ’ αυτιά μας.

Μία άλλη προϋπόθεση είναι η εφαρμογή αυτών που διδασκόμαστε στο θείο κήρυγμα. Εδώ ας προσέξουμε ιδιαιτέρως· γιατί όταν δεν εφαρμόζεται στη ζωή μας ο λόγος του Θεού, τότε παθαίνουμε εκείνο που λέει η παροιμία: «μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν από το άλλο». Και το παθαίνουν πολλοί Χριστιανοί αυτό το πάθημα. Πόσες φορές δεν έτυχε ν’ ακούσουμε βγαίνοντας από την εκκλησία τους Χριστιανούς να λένε: «Τι ωραία που μίλησε σήμερα ο ιεροκήρυκας, να αγιάσει το στόμα του!»· κι ύστερα από λίγο αρχίζουν οι συζητήσεις για το σπίτι, για την οικογένεια, για τις επιχειρήσεις, και όλα όσα είπε ο ιεροκήρυκας ξεχνιούνται, για να τα θυμηθούμε ξανά όταν θα τύχει να ακούσουμε πάλι κήρυγμα.

Το πάθημα αυτό είναι σοβαρότατο και δεν μας αφήνει να προοδεύσουμε στη χριστιανική ζωή. Γι’ αυτό πρέπει να φροντίσουμε, ώστε οι λόγοι του Θεού που τους ακούμε στο κήρυγμα να χαράσσονται βαθιά στην ψυχή μας και να αντηχούν πάντα στ’ αυτιά μας, για να μας συγκρατούν όταν κινδυνεύσουμε να πέσουμε σε κάποιο παράπτωμα· και διαρκής φροντίδα μας ας είναι το πώς θα εφαρμόσουμε τον λόγο του Θεού σε κάθε περίσταση της ζωής μας.

Μ’ αυτές τις διαθέσεις λοιπόν ας παρακολουθούμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού· έτσι ο λόγος του Θεού δεν θα πέφτει στις πέτρες ούτε στ’ αγκάθια, αλλά θα βρίσκει γη καλή και εύφορη και θα φέρνει «καρπόν εκατονταπλασίονα» (Λουκ. 8:8). Και τότε όχι μόνο ο κάθε Χριστιανός χωριστά θα αυξάνεται και θα τελειοποιείται, αλλά και το σύνολο, η Εκκλησία του Χριστού, θα αυξάνεται και θα προοδεύει, όπως προόδευε η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία.

Από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη (†), ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2024, σελ. 30.

koinoniaorthodoxias.org