ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ- ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου:
Ερμηνεία αποστολικής περικοπής 

[Τίτ. 3, 8-15]

«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος (: Το ότι δικαιωθήκαμε και αναγεννηθήκαμε και θα κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή είναι λόγος και αλήθεια αξιόπιστη. Και γι’ αυτά τα θέματα θέλω να μιλάς με βεβαιότητα και με κύρος, για να φροντίζουν όσοι έχουν πιστέψει στο Θεό να πρωτοστατούν ακούραστα σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά έργα και τα ωφέλιμα στους ανθρώπους, αυτά για τα οποία σας μίλησα. Τις ανόητες συζητήσεις και γενεαλογίες για τους μυθικούς θεούς ή τους ευγενείς προγόνους, όπως και τις έριδες και τις διαμάχες για τον μωσαϊκό νόμο να τις αποφεύγεις, γιατί δε φέρνουν καμία ωφέλεια και είναι μάταιες. Αιρετικό άνθρωπο, που επιμένει να δημιουργεί σκάνδαλα και διαιρέσεις στην Εκκλησία, μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία, παράτησέ τον και απόφευγέ τον. Να ξέρεις ότι έχει διαστραφεί τέτοιου είδους άνθρωπος και αμαρτάνει· και για την αμαρτία του αυτή ελέγχεται και καταδικάζεται από τη συνείδησή του και από τον ίδιο του τον εαυτό)» [Τίτ. 3, 8-11· ερμην. απόδοση Παναγ. Τρεμπέλα]. 

 Αφού μίλησε ο Παύλος για τη φιλανθρωπία του Θεού και για την ανέκφραστη πρόνοιά Του για εμάς, και αφού είπε ποιοι ήμασταν εμείς και ποιους μας έκανε, προσθέτει και λέγει: «και αυτά τα λόγια θέλω να τα διαβεβαιώνεις εσύ, ώστε, όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Δηλαδή, «αυτά πρέπει να λέγεις και από αυτά να τους προτρέπεις για ελεημοσύνη. Γιατί τα λόγια αυτά δεν είναι κατάλληλα μόνο για ελεημοσύνη και να μην υπερηφανευόμαστε και να μην κακολογούμε τους άλλους, αλλά και για κάθε άλλη αρετή». Έτσι λοιπόν μιλώντας και στους Κορινθίους, λέγει: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε (: Διότι γνωρίζετε την ανεκτίμητη δωρεά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ότι δηλαδή ενώ ήταν απείρως πλούσιος σε όλες τις τελειότητες της θείας Του υποστάσεως, έγινε πτωχός προς χάριν σας· και φόρεσε την πτωχή ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος, για να γίνετε εσείς πνευματικά πλούσιοι με την πτωχεία Εκείνου)» [Β΄Κορ. 8, 9]. Αφού θυμήθηκε την πρόνοια του Θεού και την υπερβολική φιλανθρωπία Του, τους προτρέπει να κάνουν την ελεημοσύνη, όχι έτσι απλώς και σαν δευτερεύον έργο, αλλά με ποιο κύριο σκοπό; «Για να φροντίζουν», λέγει, «να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Δηλαδή και τους αδικημένους να βοηθούν όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με προστασία που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν, και τις χήρες και τα ορφανά να υπερασπίζονται και όλους όσους υποφέρουν να προστατεύουν, γιατί αυτό σημαίνει το «να πρωτοστατούν σε καλά έργα». «Αυτά», λέγει, «είναι τα καλά και τα ωφέλιμα στους ανθρώπους».

«Και να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις και τις γενεαλογίες και τις φιλονικίες και τις διαμάχες για τον νόμο, γιατί είναι ανωφελείς και μάταιες». Τι δηλαδή θέλουν οι γενεαλογίες; Γιατί και στην επιστολή του προς τον Τιμόθεο το αναφέρει αυτό λέγοντας: «μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει (: μήτε να προσέχουν σε μύθους και σε γενεαλογίες απέραντες, οι οποίες προκαλούν μάλλον άσκοπες αναζητήσεις, παρά βοηθούν τη διαχείριση του έργου του Θεού που βασίζεται στην πίστη)» [Α΄Τιμ. 1, 4]. Ίσως και εδώ και εκεί να εννοεί τους Ιουδαίους, που υπερηφανεύονται για το ότι είχαν πρόγονό τους τον Αβραάμ και αδιαφορούσαν για τα δικά τους. Γι’ αυτό τις ονομάζει και «ανόητες» και «ανωφελείς», γιατί το να πιστεύει κανείς σε πράγματα που δεν ωφελούν είναι απόδειξη ανοησίας.

«Φιλονικίες» εννοεί αυτές με τους αιρετικούς, για να μην κουραζόμαστε στα χαμένα, όταν δεν υπάρχει κανένα κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Γιατί, όταν κάποιος είναι διεστραμμένος και προδιατεθειμένος, να μην αλλάξει καθόλου τη γνώμη του, ό,τι και αν γίνει, για ποιο λόγο κουράζεσαι άσκοπα σπέρνοντας επάνω σε πέτρες, ενώ έπρεπε να διαθέτεις τον καλό αυτόν κόπο στους δικούς σου, μιλώντας σε αυτούς για την ελεημοσύνη και τις άλλες αρετές; Πώς λοιπόν λέγει αλλού: «ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας (: εκπαιδεύοντας με πραότητα εκείνους που είναι αντίθετα διατεθειμένοι, μην τυχόν τους δώσει ο Θεός μετάνοια, για να έρθουν σε επίγνωση της αλήθειας)» [Β΄Τιμ. 2, 25], ενώ εδώ λέγει «τον αιρετικό άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία άφηνέ τον, γνωρίζοντας ότι έχει διαστραφεί αυτός και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του»; Εκεί μιλάει για αυτούς που έχουν κάποια ελπίδα για διόρθωση και για αυτούς που απλώς έχουν αντίθετη γνώμη. Όταν όμως είναι φανερός και γνωστός σε όλους για την ισχυρογνωμοσύνη και την αδιαλλαξία του, για ποιο λόγο αγωνίζεσαι άδικα; Γιατί χτυπάς τον αέρα; Τι σημαίνει «καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του»; Σημαίνει ότι δεν μπορεί δηλαδή να πει «κανείς δε μου μίλησε, κανείς δε με συμβούλευσε». Όταν λοιπόν μετά τη συμβουλή ο ίδιος επιμένει, τότε καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του.

Τον αδιόρθωτο λοιπόν ονομάζει «αιρετικό». Όπως δηλαδή το να παραβλέπουμε όσους έχουν ελπίδα για κάποια μεταβολή είναι απόδειξη οκνηρίας, έτσι το να θεραπεύουμε όσους πάσχουν από ανίατες ασθένειες είναι απόδειξη ανοησίας και της χειρότερης παραφροσύνης. Γιατί έτσι τους κάνουμε θρασύτερους.

Πώς λοιπόν παροτρύνεις τον Τίτο να κλείνει το στόμα εκείνων που αντιλέγουν («οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν (: τους ψευδοδιδασκάλους πρέπει ο επίσκοπος να τους αποστομώνει· είναι άνθρωποι οι οποίοι ανατρέπουν ολόκληρα σπίτια, διδάσκοντας πράγματα που δεν πρέπει, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρήματα με αθέμιτο και αισχρό τρόπο)» [Τίτ. 1, 11]), όταν τα κάνουν όλα για την καταστροφή τους; Λέγει όμως προηγουμένως, ότι δεν πρέπει να το κάνει αυτό αποβλέποντας σε δικό τους κέρδος· γιατί δεν θα ωφελούνταν ποτέ σε τίποτε τέτοιοι άνθρωποι, αφού είναι μια για πάντα διεστραμμένοι στη γνώμη τους. Αν όμως καταστρέφουν άλλους, πρέπει να διαφωνείς και να τους πολεμείς και να αντιστέκεσαι προς αυτούς με πολλή δύναμη· και αν βρεθείς σε ανάγκη, βλέποντας άλλους να διαφθείρονται, να μη σιωπάς, αλλά να τους αποστομώνεις, φροντίζοντας έτσι για εκείνους που πρόκειται να καταστραφούν από τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών των πλανεμένων ανθρώπων. Και γενικά δεν είναι δυνατό να ανέχεται τις διαμάχες εκείνος που δείχνει πολλή φροντίδα και έχει σωστό τρόπο ζωής. Αλλά, όπως είπα, έτσι να κάνεις· γιατί από την αργία και την περιττή φιλοσοφία φθάνει κανείς να ασχολείται μόνο με τα ονόματα. Γιατί πραγματικά τα περιττά λόγια είναι μεγάλη ζημία, ενώ πρέπει ή να διδάσκουμε ή να προσευχόμαστε ή να ευχαριστούμε. Ούτε πρέπει να αποφεύγουμε να ξοδεύουμε βέβαια τα χρήματα, όχι όμως και τα λόγια· αλλά περισσότερο πρέπει να αποφεύγουμε τα λόγια από τα χρήματα, και να μην παραδίδουμε χωρίς λόγο τον εαυτό μας σε όλους.

«Ὃταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν (: Όταν θα στείλω τον Αρτεμά προς εσένα ή τον Τυχικό, φρόντισε να έρθεις προς εμένα στη Νικόπολη)» [Τιτ. 3,12]. Τι λέγεις; Εγκατέστησες τον Τίτο στην Κρήτη και τον καλείς πάλι κοντά σου; Όχι για να τον απομακρύνει από το έργο εκείνο, αλλά για να τον συμβουλέψει περισσότερο. Ότι δεν τον καλεί κοντά του για να τον έχει παντού όπου πηγαίνει ακόλουθό του, άκουσε τι λέγει παρακάτω: «ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι (: γιατί εκεί έχω αποφασίσει να παραχειμάσω)». Η Νικόπολη όμως βρίσκεται στη Θράκη.

«Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ (: Τον Ζηνά τον νομοδιδάσκαλο και τον Απολλώ, πρόπεμψέ τους εφοδιάζοντάς τους με ιδιαίτερη επιμέλεια, για να μην τους λείπει τίποτα)». Αυτοί δεν είχαν αναλάβει ακόμη εκκλησίες, αλλά ήταν από τους συντρόφους του Παύλου· περισσότερο δραστήριος ήταν ο Απολλώς, αφού γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή, είχε τη δυνατότητα να την ερμηνεύει· διέθετε επίσης και το χάρισμα της ευγλωττίας [βλ. Πράξ. 18, 24: «Ἰουδαῖος δέ τις Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἔφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς (: Στο μεταξύ ήλθε στην Έφεσο κάποιος Ιουδαίος που λεγόταν Απολλώς και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Ο άνθρωπος αυτός είχε ευγλωττία, γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή και είχε μεγάλη ικανότητα να την ερμηνεύει)»]. «Αν λοιπόν εκείνος ήταν νομικός, δεν έπρεπε», λέγει, «να τρέφεται από άλλους». «Νομικό» όμως εδώ εννοεί τον γνώστη των ιουδαϊκών νόμων. Είναι σαν να έλεγε: «να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα, ώστε να μην τους λείψει τίποτε».

«Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν (: Με την ευκαιρία μάλιστα της προετοιμασίας αυτής, ας παίρνουν μάθημα επίσης και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα και να συντρέχουν τους αδελφούς στις απαραίτητες υλικές τους ανάγκες, για να μην στερούνται από πνευματικούς καρπούς. Σε χαιρετούν εγκάρδια όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε αυτούς που μας αγαπούν επειδή έχουν κοινή πίστη με εμάς. Σας εύχομαι η Θεία Χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.)».

Τι σημαίνει «για να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα»; Να μην περιμένουν όσους έχουν ανάγκη να έρθουν σε αυτούς, αλλά και οι ίδιοι να ενδιαφέρονται για εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά τους. Γιατί αυτός που φροντίζει, έτσι φροντίζει· και έτσι μάλιστα θα κάμει αυτό το πράγμα με πολύ ενδιαφέρον. Γιατί πραγματικά με όσα ευεργετεί, δεν ωφελεί και δεν παρέχει κέρδος σε εκείνους που ευεργετούνται τόσο, όσο σε αυτούς που ευεργετούν· γιατί τους δίνει παρρησία ενώπιον του Θεού. Εκεί όμως δεν υπάρχει κανένα τέλος της μάχης.

«Και ας μαθαίνουν», λέγει «και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα στις αναγκαίες περιπτώσεις, για να μην είναι άκαρποι». Βλέπεις ότι φροντίζει περισσότερο γι’ αυτούς παρά για εκείνους που παίρνουν; Γιατί μπορούσε ίσως να τους στείλει από πολλούς άλλους εφόδια· αλλά «για τους δικούς μας», λέγει, «φροντίζω». Ποιο λοιπόν, πες μου, είναι το όφελος; Αν δηλαδή άλλοι βγάζοντας θησαυρούς έτρεφαν τους διδασκάλους, αυτοί δεν είχαν κανένα κέρδος, γιατί έμεναν άκαρποι. Τι λοιπόν, πες μου, δεν μπορούσε ο Χριστός, που έθρεψε από πέντε άρτους πέντε χιλιάδες ανθρώπους και από επτά άρτους τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους, να θρέψει τον εαυτό Του και όσους ήταν μαζί Του; Για ποιο λόγο λοιπόν τρέφονταν από γυναίκες; Διότι λέγει ο ευαγγελιστής Μάρκος: «αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα (: Αυτές και όταν βρισκόταν ο Ιησούς στην Γαλιλαία Τον ακολουθούσαν και Τον υπηρετούσαν. Ήταν ακόμη και πολλές άλλες, οι οποίες είχαν ανεβεί μαζί με Αυτόν από την Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα)» [Μάρκ. 15, 41]). Για να μας διδάξει από την αρχή ότι φροντίζει γι΄αυτούς που ευεργετούν.

Δεν μπορούσε ο Παύλος, που με τα δικά του χέρια ικανοποιούσε πλήρως και τις ανάγκες άλλων, να μην παίρνει από πουθενά ό,τι του πρόσφεραν; Τον βλέπεις όμως και να παίρνει και τη ζητάει. Και άκουσε το γιατί: «Οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλ᾿ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν (: Σας τα γράφω αυτά, όχι διότι εγώ ενδιαφέρομαι και ζητώ το δώρο, αλλά διότι ενδιαφέρομαι και ζητώ τον πνευματικό καρπό, ο οποίος από την καλή αυτή πράξη σας, θα προκύψει πλούσιος για σας)» [Φιλιπ. 4, 17], λέγει. Και στην αρχή του κηρύγματος, όταν οι πιστοί πουλούσαν όλα τα υπάρχοντά τους και κατέθεταν τα χρήματα στα πόδια των αποστόλων, βλέπεις τους αποστόλους να φροντίζουν περισσότερο γι΄αυτούς, παρά για εκείνους που έπαιρναν. Γιατί, αν φρόντιζαν αποκλειστικά μόνο για τους φτωχούς, δε θα έκαναν κανένα λόγο για τη Σαπφείρα και τον Ανανία, όταν κράτησαν ένα μέρος από τα χρήματα για τον εαυτό τους [βλ. Πράξ. 5, 1-11], ούτε θα προέτρεπε ο Παύλος λέγοντας: «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (: Ο καθένας ας δίδει σύμφωνα με την αγαθή διάθεση της καρδιάς του, όχι με λύπη ή από ανάγκη· διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλοσύνη, γλυκύτητα και χωρίς γογγυσμό”» [Β΄Κορ. 9, 7]. Τι λέγεις, Παύλε; Φέρνεις εμπόδια στους φτωχούς; «Όχι», λέγει· «γιατί δε βλέπω το δικό τους συμφέρον, αλλά το συμφέρον εκείνων που δίνουν».

Πρόσεχε όμως και τον προφήτη Δανιήλ που όταν έδωσε στον Ναβουχοδονόσορα την άριστη εκείνη συμβουλή, δε φρόντιζε μόνο για τους φτωχούς, αλλά και για τον ίδιο τον βασιλιά ώστε να επιδείξει μακροθυμία ο Θεός για τις αμαρτίες που είχε διαπράξει. Γιατί δεν είπε: «δώσε στους φτωχούς» μόνο, αλλά τι; : «Διὰ τοῦτο, βασιλεῦ, ἡ βουλή μου ἀρεσάτω σοι καὶ τὰς ἁμαρτίας σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων· ἴσως ἔσται μακρόθυμος τοῖς παραπτώμασί σου ὁ Θεός (: Γι’ αυτό, βασιλιά μου, ας φανεί αρεστή και ας γίνει δεκτή από εσένα η συμβουλή μου• φρόντισε να εξαλείψεις τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες και τις αδικίες σου με έλεος και φιλανθρωπία προς τους πτωχούς. Ίσως θα φανεί έτσι μακρόθυμος ο Θεός για τα αμαρτήματά σου”)» [Δαν. 4, 24]. «Δώσε όλα τα χρήματα», λέγει, «όχι μόνο για να τραφούν άλλοι, αλλά για να απαλλαγείς και ο ίδιος από την τιμωρία». Και πάλι ο Χριστός λέγει: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (:“Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με”)» [Ματθ. 19, 21]. Βλέπεις ότι και εκεί το διέταξε αυτό για εκείνους που θα Τον ακολουθούσαν; Επειδή λοιπόν τα χρήματα είναι εμπόδιο, γι’ αυτό πρόσταξε να τα δίνουμε στους φτωχούς, διδάσκοντας έτσι την ψυχή να είναι φιλεύσπλαχνη και συμπονετική, να περιφρονεί τα χρήματα, να αποφεύγει την πλεονεξία. Γιατί, όποιος μαθαίνει να δίνει σε όποιον δεν έχει, θα συνηθίσει με το πέρασμα του χρόνου και να μην παίρνει από εκείνους που έχουν. Αυτό μας κάνει όμοιους με τον Θεό.

Παρόλο που η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα απαιτούν πιο δύσκολο κόπο από αυτή, όμως τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό και δυνατό στο να σβήνει τη φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη από όλα, στήνει τους εραστές της κοντά στον ίδιο τον βασιλιά. Και πολύ σωστά· γιατί η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα σταματάει μόνο γύρω από αυτόν που την ασκεί και δεν έσωσε κανέναν άλλο· η ελεημοσύνη όμως απλώνεται σε όλους και αγκαλιάζει τα μέλη του Χριστού. Άλλωστε τα κατορθώματα εκείνα που απλώνονται σε πολλούς είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά που σταματούν γύρω από έναν.

Η ελεημοσύνη είναι η μητέρα της αγάπης, της αγάπης που χαρακτηρίζει τον Χριστιανισμό, που είναι μεγαλύτερη από όλα τα θαύματα, με την οποία φαίνονται οι μαθητές του Χριστού. Αυτή είναι φάρμακο για τα δικά μας αμαρτήματα, σαπούνι για την ακαθαρσία της ψυχής μας, σκάλα στηριγμένη στον ουρανό· αυτή συνδέει το σώμα του Χριστού. Θέλετε να μάθετε πόσο μεγάλο αγαθό είναι αυτή; Στην εποχή των αποστόλων όλοι πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και έφερναν σε αυτούς τα χρήματα, τα οποία και μοιράζονταν ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. «Διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν (: Τα χρήματα αυτά διαμοιράζονταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες που είχε)» [Πράξ. 4, 35], λέγει. Πες μου λοιπόν, και χωρίς να αναφέρω τα μελλοντικά (ας μην κάνουμε λόγο τώρα για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά ας δούμε μόνο στο παρόν) ποιοι κερδίζουν, όσοι παίρνουν ή όσοι δίνουν; Γιατί αυτοί που έπαιρναν παραπονούνταν και διαπληκτίζονταν μεταξύ τους, ενώ αυτοί που έδιναν είχαν μία ψυχή. Λέγει ο Λουκάς : «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά (: Συγχρόνως όμως και το πλήθος εκείνων που είχαν πιστέψει στο Ευαγγέλιο είχαν αρμονική και αδιάσπαστη ομοφροσύνη, μια ψυχή και μια καρδιά˙διότι τόσο οι καρδιές τους όσο και ολόκληρη η πνευματική τους ύπαρξη ήταν ενωμένα. Επικρατούσε δηλαδή μεταξύ τους πλήρης συμφωνία και αρμονία φρονημάτων και συναισθημάτων. Και κανείς απ’ αυτούς δεν βρισκόταν να λέει ότι και το ελάχιστο από τα υπάρχοντά του και την περιουσία του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν μεταξύ τους όλα σε κοινή ωφέλεια και χρήση)» [Πράξ. 4, 32] και η χάρη του Θεού ήταν επάνω σε όλους αυτούς και ζούσαν με πολύ όφελος.

Βλέπεις ότι και από εδώ κέρδιζαν εκείνοι; Πες μου λοιπόν από ποιους θα ήθελες να είσαι, από αυτούς που κατέθεταν όλα τα υπάρχοντά τους και δεν είχαν τίποτε, ή από εκείνους που έπαιρναν και τα πράγματα των άλλων; Πρόσεχε τον καρπό της ελεημοσύνης. Τα διαφράγματα και τα εμπόδια εξαλείφτηκαν και αμέσως ενώθηκαν οι ψυχές τους· «όλοι είχαν μία καρδιά και μία ψυχή». Ώστε και χωρίς την ελεημοσύνη, το να προσφέρει κανείς όλα τα χρήματά του έχει μεγάλο κέρδος. Αυτά όμως τα είπα για να μη λυπούνται όσοι δεν έλαβαν κληρονομία από τους προγόνους τους, ούτε να στεναχωρούνται, επειδή έχουν λιγότερα από τους πλουσίους· γιατί, αν θέλουν, έχουν μεγαλύτερα. Και πραγματικά και ελεημοσύνη θα κάνουν με περισσότερη ευκολία, όπως η χήρα, και δε θα δώσουν καμία αφορμή για έχθρα προς τον πλησίον, και από όλους θα είναι πιο ελεύθεροι. Κανείς δε θα μπορέσει να τον απειλήσει αυτόν με δήμευση, αλλά βρίσκεται πάνω από όλα τα κακά.

Και όπως τους γυμνούς, όταν φεύγουν, κανείς δε θα μπορούσε να τους πιάσει γρήγορα, ενώ αυτούς που φορούν και σύρουν μαζί τους πολλά ενδύματα και στολίδια, εύκολα μπορεί να τους συλλάβει κανείς, έτσι είναι και ο πλούσιος και ο φτωχός. Γιατί ο φτωχός, και αν ακόμη συλληφθεί, εύκολα θα μπορέσει να δραπετεύσει· ο πλούσιος όμως, έστω και αν δεν πιαστεί, εμποδίζεται από τα δικά του σχοινιά, τις άπειρες φροντίδες, τις στενοχώριες, την οργή, τους ερεθισμούς του. Όλα αυτά κατακαλύπτουν στο χώμα την ψυχή. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και πολλά άλλα, τα οποία μας ακολουθούν από τον πλούτο. Γιατί είναι πιο δύσκολο να σωφρονιστεί ο πλούσιος παρά ο φτωχός, και να ζει με λιτότητα, και είναι πιο δύσκολο να απαλλαγεί από τον θυμό ο πρώτος παρά ο δεύτερος. «Λοιπόν», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «θα έχει περισσότερο μισθό ο πλούσιος, εάν καταφέρει να σωφρονιστεί τελικά;» Καθόλου. «Για ποιο λόγο, όμως, αφού κατορθώνει τα δύσκολα;» Γιατί ο ίδιος επινόησε για τον εαυτό του τις δυσκολίες. Δεν πήρε εντολή να πλουτίζει, αλλά ακριβώς το αντίθετο· αυτός όμως δημιουργεί άπειρα σκάνδαλα και εμπόδια.

Άλλοι πάλι όχι μόνο τα χρήματα δεν αποθέτουν ως ελεημοσύνη στους απόρους, αλλά και την υγεία του σώματος καταφθείρουν, σαν να βαδίζουν στενό δρόμο· εσύ πάλι δεν κάνεις μόνο αυτό, αλλά και αυξάνεις το καμίνι των παθών και περιβάλλεσαι με άλλα. Πήγαινε λοιπόν στον ευρύχωρο δρόμο, γιατί εκείνος δέχεται τέτοιους ανθρώπους. Ο στενός όμως δέχεται αυτούς που θλίβονται, που στενάζουν, που δε βαστάζουν τίποτε, παρά αυτά μόνο τα φορτία που μέσω του δρόμου αυτού είναι δυνατόν να μεταφερθούν, την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, την καλοσύνη, την επιείκεια. Αν βαστάζεις αυτά, εύκολα θα μπορέσεις να περάσεις· αν όμως φέρεις την αλαζονεία και τα πάθη της ψυχής και το φορτίο των φροντίδων, τον πλούτο, θα χρειαστείς πολλή ευρυχωρία. Ούτε βέβαια μέσα στον όχλο θα μπορέσεις να μπεις, ώστε να μην χτυπήσεις άλλους ανεβαίνοντας ψηλά, αλλά θα έπρεπε εδώ να υπάρχει μεγάλη διάσταση. Όποιος όμως μεταφέρει χρυσάφι και ασήμι, τα κατορθώματα δηλαδή της αρετής, όχι μόνο δεν τον αποφεύγουν οι συνάνθρωποί του, αλλά τον πλησιάζουν και ενώνονται μαζί του.

Αλλά αν ο πλούτος αυτός είναι αγκάθι, τι είναι η πλεονεξία; Για ποιο λόγο τη φέρεις εκεί; Για να κάνεις μεγαλύτερη τη φλόγα, ρίχνοντας φορτία στη φωτιά; Δεν φτάνει δηλαδή η φωτιά της κόλασης; Σκέψου πώς διασώθηκαν στο καμίνι οι τρεις νέοι [βλ. Δαν. 3, 19-33]. Θεώρησέ το ότι ήταν κόλαση. Θλιμμένοι έπεσαν μέσα σε αυτό, δεμένοι στα χέρια και στα πόδια όλοι μαζί, αλλά μέσα βρήκαν πολλή ευρυχωρία· όχι όμως και όσοι τους περιστοίχιζαν από έξω.

Κάτι τέτοιο θα γίνει και τώρα, αν θέλουμε να στεκόμαστε με γενναιότητα και ανδρεία στους επερχόμενους πειρασμούς. Αν στηρίζουμε τις ελπίδες μας στον Θεό, θα βρεθούμε εμείς σε ασφαλή και ευρύχωρο τόπο, ενώ αυτοί που μας ωθούν θα χαθούν, γιατί «ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται, καὶ ὁ ἱστῶν παγίδα ἐν αὐτῇ ἁλώσεται (: Εκείνος που σκάπτει λάκκο για τον άλλο, θα πέσει ο ίδιος μέσα. Και όποιος στήνει παγίδα εις βάρος άλλων, θα συλληφθεί με αυτήν ο ίδιος)» [Σοφ. Σειρ. 27, 26]. Και αν μας δέσουν τα χέρια και τα πόδια η θλίψη θα μπορέσει να τα λύσει. Γιατί πρόσεχε το θαυμαστό· αυτούς που έδεσαν άνθρωποι, αυτούς έλυσε η φωτιά. Όπως δηλαδή αν κάποιος παραδώσει μερικούς φίλους στους υπηρέτες, και αυτοί σεβόμενοι τη φιλία του κυρίου όχι μόνο δεν τους βλάπτουν αλλά και τους αποδίδουν πολλή τιμή, αυτό έκανε και η φωτιά, επειδή γνώρισε ότι οι νέοι εκείνοι είναι φίλοι του Κυρίου της, έσπασε τα δεσμά τους, τους έλυσε και τους άφησε ελεύθερους, και γινόταν έδαφος γι’ αυτούς και το πατούσαν· και σωστά· γιατί είχαν ριφθεί για τη δόξα του Θεού. Όσοι βρισκόμαστε σε θλίψεις ας έχουμε αυτά τα παραδείγματα.

«Αλλά να», θα έλεγε ίσως κάποιος, «εκείνοι απαλλάχθηκαν από τη θλίψη, εμείς όμως όχι». Και σωστά, γιατί δεν μπήκαν έτσι στο καμίνι, για να απαλλαγούν, αλλά για να πεθάνουν πραγματικά. Άκουσέ τους που λέγουν: «ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς·καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν (: Διότι υπάρχει ο Θεός μας, που βρίσκεται στους ουρανούς, και τον οποίον εμείς λατρεύουμε και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήσει από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώσει από τα χέρια σου, ω βασιλιά. Αλλά και αυτό εάν δεν γίνει, μάθε, ω βασιλιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσουμε, και το άγαλμα, το οποίον εσύ έστησες, δεν θα το προσκυνήσουμε”)» [Δαν. 3, 17-18].

Εμείς όμως σαν να διαπραγματευόμαστε τις τιμωρίες του Θεού, ορίζουμε και χρόνο λέγοντας: «αν μέχρι τότε δεν μας ελεήσει». Γι’ αυτό και δεν απαλλασσόμαστε. Άλλωστε και ο Αβραάμ δεν πήγαινε με σκοπό να λάβει σώο τον υιό του, αλλά για να τον θυσιάσει· και εντελώς απροσδόκητα τον έλαβε σώο. Και εσύ όταν πέσεις σε θλίψη, μην ενεργήσεις γρήγορα, μη βιάζεσαι να απαλλαγείς, όπλισε την ψυχή σου με κάθε υπομονή, και τότε θα απαλλαγείς γρήγορα από τη θλίψη· γιατί γι’ αυτό τη στέλνει ο Θεός, για να σε διδάξει. Όταν λοιπόν από την αρχή μάθουμε να υποφέρουμε τη θλίψη και να μη χάνουμε το θάρρος μας, μάς ελευθερώνει στη συνέχεια, σαν να έχουμε κατορθώσει το παν.

Θέλω να σας διηγηθώ μία ιστορία χρήσιμη και πολλή ωφέλιμη. Και ποια είναι αυτή; Όταν κάποτε έπεσε διωγμός και άναψε σφοδρός πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας, συνελήφθησαν δύο άντρες. Και ο ένας ήταν έτοιμος να πάθει οτιδήποτε, ενώ ο άλλος ήταν και αυτός έτοιμος και γενναίος στο να τον αποκεφαλίσουν, αλλά φοβόταν και έτρεμε τα άλλα βασανιστήρια. Πρόσεχε λοιπόν την οικονομία του Θεού· όταν κάθισε ο δικαστής διέταξε να αποκεφαλίσουν εκείνον που ήταν έτοιμος να πάθει οτιδήποτε, τον άλλο όμως, αφού τον κρέμασε, τον έγδερνε, όχι μία και δύο φορές, αλλά τον περιέφερε και σε όλες τις πόλεις. Γιατί λοιπόν επιτράπηκε αυτό; Για να θεραπεύσει με τα βασανιστήρια την ολιγωρία της ψυχής του, για να απομακρύνει κάθε δειλία, για να μη φοβάται ποτέ πια ούτε να διστάζει, ούτε να τρέμει για το πράγμα αυτό. Και ο Ιωσήφ, όταν βιαζόταν πάρα πολύ να βγει από τη φυλακή, τότε κυρίως αυξανόταν η παραμονή του σε αυτήν.

Άκουσέ τον που λέγει στον αρχιοινοχόο στον οποίο και ερμήνευσε σωστά το όνειρο που είχε δει: «ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ γῆς Ἑβραίων (: αν είμαι δούλος, είμαι διότι μερικοί άνθρωποι με έκλεψαν από την χώρα των Εβραίων)» και «μνησθήσει περὶ ἐμοῦ πρὸς Φαραώ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος τούτου (: μη με λησμονήσεις ενώπιον του Φαραώ και φρόντισε να με βγάλεις από τη φυλακή αυτή)» [Γέν. 40, 14 και Γέν. 40, 15]. Γι’ αυτό παρέμεινε τελικά και άλλο στη φυλακή κατ’ οικονομία Θεού, για να μάθει ότι δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη, ούτε να ελπίζει σε ανθρώπους, αλλά να στηρίζει τα πάντα στον Θεό.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας ευγνωμονούμε τον Θεό και ας κάνουμε όλα εκείνα που μας συμφέρουν, για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.  

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-titum.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Τίτον επιστολή, ομιλία ΣΤ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 118-135.

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm 

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος) 

alopsis.gr

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ: Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ!

Κυριακή Α’ Λουκά: Η εμπιστοσύνη μας στον Θεό 

Στά λόγια αὐτά τοῦ Ἀποστόλου πλέκονται δύο πράγματα. Τό πρῶτο εἶναι ἡ πείρα. Τό δεύτερο, ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Ἰησοῦ. Πείρα καί πίστη συναντῶνται μέσα στήν ἴδια καρδιά. Τί νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος; Ὅ,τι τοῦ λέει ἡ πείρα γιά ὁρισμένα ζητήματα ἤ ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύει ἡ πίστη στόν Χριστό;

Μέ δύο λέξεις θά μπορούσαμε νά προσδιορίσουμε τήν πείρα σάν καταστάλαγμα ζωῆς. Συσσωρεύεται μέ ὅσα ζήσαμε, εἴδαμε, ἀκούσαμε, πάθαμε, χρησιμοποιώντας τήν λογική μας, παρατηρώντας γύρω μας καί ἐμβαθύνοντας στούς νόμους πού δεσπόζουν στόν κόσμο.

Οἱ πρωταγωνιστές τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς Α΄ Λουκᾶ ἦταν ψαράδες. Εἶχαν μιά ἀξιόλογη ἐμπειρία πάνω στήν δουλειά τους. Ἡ ἐντολή πού τούς δόθηκε νά ψαρέψουν, ἦταν ἀντίθετη μέ τήν πείρα τους. Ὅλη τήν νύχτα κοπίασαν, ἀγρύπνησαν, ὅμως τίποτε δέν ἔπιασαν. Τό νά ξαναπᾶνε γιά ψάρεμα τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα ἐκείνη, καί μάλιστα ὕστερα ἀπό τόσο μόχθο, ἦταν –ἔτσι τούς ἔλεγε ἡ πείρα τους– ἄδικος κόπος.

Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει γενικότερα καί μέ τήν ἀνθρώπινη πείρα, ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπη μέ μεγάλα καί σοβαρά πνευματικά ζητήματα. Σέ αὐτοῦ ὅμως τοῦ εἴδους τήν λογική ἀρνεῖται νά ὑποταχθεῖ ἡ χριστιανική πίστη. Δέν ἀμφισβητεῖ τά στοιχεῖα ἀληθείας πού ἔχει, ἀλλά βλέπει πιό μακριά, ὁρίζοντες πού ἀδυνατεῖ ἡ κοινή λογική καί ἐμπειρία νά συλλάβει. 

Πίστη, ἡ τῶν «ἐλπιζομένων ὑπόστασις» 

Πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων», μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι ὑπάρχουν ὅλα ὅσα ἡ χριστιανική μας ἐλπίδα ἀποκαλύπτει, χωρίς ἀκόμη νά ἔχουν γίνει ἁπτά. Εἶναι ἀποδοχή πραγμάτων πού ἐνῶ δέν τά βλέπουμε, ἡ πίστη μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἶναι πιό βέβαια κι ἀπ᾿ ὅσα ἀντιλαμβανόμαστε μέ τίς αἰσθήσεις μας.

Αὐτή ὅμως ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό δέν μένει στήν θεωρητική περιοχή τῆς διανοήσεως. Ζωντανεύει, ἐκφράζεται βουλητικά μέ ὑπακοή, μέ πράξη, παρά τήν ἐτυμηγορία τῆς κλασικῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ἡ πείρα τῶν ἀποστόλων ψαράδων διαβεβαίωνε ὅτι ἦταν περιττή κάθε ἀπόπειρα, διότι τίποτε δέν θά ἔπιαναν. Γιατί νά κοπιάσουν λοιπόν; Ἡ ἐμπιστοσύνη ὅμως στόν λόγο τοῦ Κυρίου ἄλλα ἐπιβάλλει. Καί ὁ Πέτρος ὑπακούει στόν Χριστό, καί ὄχι στό μυαλό του. «Ἐπί δέ τῷ ρήματί σου χαλάσω τό δίκτυον». Καί τά πράγματα ἔδειξαν ὅτι, παρά τήν ἀντίθετη πείρα, παρά τίς δυσμενεῖς προοπτικές, μπόρεσαν καί ἔπιασαν ψάρια. 

Ἡ σημασία τῆς θείας παντοδυναμίας 

Στήν ζωή, τόν τελευταῖο λόγο δέν τόν ἔχει οὔτε ἡ ἀνθρώπινη λογική, οὔτε οἱ ἀνθρώπινες προβλέψεις, οὔτε ἀκόμη οἱ φυσικές συνθῆκες. Τόν ἔχει ἡ θεία παντοδυναμία, ἡ θεία θέληση. Μέ αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη καί ὑπακοή στόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀνοίγουν νέες δυνατότητες στήν ζωή. Ἡ παλαιά ἀποτυχία δίνει τήν θέση της σέ ἐπιτυχίες· ἡ ἀποκαρδίωση σέ ἀπροσδόκητη χαρά. Ἡ θέληση ὁπλίζεται μέ νέα δύναμη καί ἐπιμονή, διότι στηρίζεται στήν βεβαιότητα ὅτι «οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα».

Ἡ ἐμπιστοσύνη καί ἡ ὑπακοή στόν Θεό τελικά ἀνατρέπουν τό κατεστημένο καί δημιουργοῦν νέες, εὐλογημένες καταστάσεις. Θά παραθεωρήσουμε, λοιπόν, τήν ἀνθρώπινη πείρα; Ὄχι. Ἁπλῶς θά τήν ὑποτάξουμε στήν θεία λογική τῆς πίστεως. Ἡ ἑκάστοτε δική του νέα ἐντολή δέν καταργεῖ τήν ἐμπειρία, ἀλλά τήν ἀνυψώνει σέ ἄλλα ἐπίπεδα, τήν φωτίζει, τήν κάνει πιό ἀνθρώπινη.

Οἱ Ἀπόστολοι, τήν ὥρα πού ἔριχναν ξανά τά δίχτυα τους, δέν ἀπέβαλαν τήν πείρα τους. Ἀντίθετα, ψάρεψαν ὅπως ἤξεραν. Ἀλλά μέ καινούργια προοπτική, μέ νέο φῶς, πού τούς ἔδινε ἡ ἐμπιστοσύνη στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Συνέθεσαν τήν πείρα τους μέ τήν θερμή πίστη στόν Κύριο καί ἐπέτυχαν. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν εὐλογημένη σύνθεση πείρας καί πίστεως καλούμαστε νά πραγματοποιήσουμε. Ἔτσι θά πατοῦμε σταθερά στήν γῆ, βαδίζοντας πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! 

† Ὁ. Φ. Ἀ.  

[Πηγή: “Φωνή Κυρίου”, APIΘ. ΦΥΛ. 38 (3721)]

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ!

 π. Γεώργιος Μεταλληνός: Το παράδειγμα του εκατοντάρχου

 ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθαίου η’ 5-13)
«Ακούσας δε ο Ιησούς εθαύμασε…» (Ματθ. η’ 10) 

1. Το σημερινό Ευαγγέλιο μας δίνει το αδρό πορ­τραίτο ενός στρατιωτικού που ελκύσθηκε από τη γοη­τεία του Χριστού μας. Όταν βλέπει δε κάποιος στη ψυχή του τόσα προσόντα, νοιώθει δικαιολογημένα κάποια έκπληξη. Η ζωή και η ιστορία μας έχει συνη­θίσει να βλέπουμε κάπως διαφορετικά ένα στρατιωτι­κό. Σαν άνθρωπο σκληρό και βίαιο. Όχι σπάνια δε α­πό τις καταχρήσεις ωρισμένων δημιουργείται και μιά αποστροφή προς την τάξη των στρατιωτικών, και γε­νικά προς κάθε ένστολο, διότι (πιστεύεται ότι) συνδέ­ονται με την βία και την επιβολή.

Ο εκατόνταρχος έχει συγκεκριμένο λόγο που έρ­χεται στο Χριστό. Τρέχει να τον συναντήσει, για να παρακαλέσει για τον δούλο του, που υπέφερε από πα­ραλυσία. Και μόνο η πράξη του αυτή ανεβάζει πολύ τον άνθρωπο αυτό στην συνείδησή μας, αν αναλογι­σθεί κανείς τη θέση των δούλων και μάλιστα την επο­χή εκείνη. Ήταν άνθρωποι οι δούλοι μόνο στη μορ­φή. Κοινωνικά δεν διέφεραν από τα ζώα. Δεν έκαναν μόνο όλες τις βαρειές δουλειές -κάτι ανάλογο που κάνουν οι ξένοι εργάτες σήμερα ή οι λαθρομετανά­στες-, αλλά και ζούσαν στο έλεος των αφεντικών τους, που τους διέθεταν όπως ήθελαν. Για ένα τέτοιο κοινωνικά υποβιβασμένο πλάσμα έρχεται να παρακα­λέσει ο εκατόνταρχος. Κι’ εκείνο που βαρύνει πολύ περισσότερο στην ενέργειά του είναι ότι βλέπει τον δούλο του όχι σαν κτήμα του, αλλά σαν μέλος της οι­κογενείας του. Γιατί είναι βέβαιο πώς δεν θα έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ένα από τα παιδιά του. 

2. Ο εκατόνταρχος αισθάνεται την ευθύνη του ως αρχηγός της οικογενείας του, του οίκου του. Δεν εί­ναι ασήμαντο αυτό. Η αρρώστια του δούλου είναι πρόβλημα όχι μόνο για κείνον, αλλἀ πρώτα για τον κύριό του. Και περισσότερο από τον δούλο ο κύριος ενδιαφέρεται για την λύση του οικογενειακού δράμα­τος. Όταν πάσχει ένα μέλος, συμπάσχουν όλα τα μέ­λη. Έτσι σκέπτεται ο ρωμαίος στρατιωτικός. Οι μέ­σες λύσεις δεν σώζουν. Χρειάζονται λύσεις οριστικές και ριζικές. Και μία τέτοια λύση μόνο ο Χριστός μπο­ρεί να δώσει. Αυτό πίστευε ο εκατόνταρχος, που δεν παύει πάνω απ’ όλα να αποτελεί έλεγχο για τον χρι­στιανό οικογενειάρχη. Πόσοι έχουμε, σαν κι’ αυτόν, συνείδηση της ευθύνης μας μέσα στην οικογένειά μας; Πόσοι παρακολουθούμε την υγεία, προ πάντων την ψυχική, των παιδιών μας και ενδιαφερόμεθα για την θεραπεία της; Και αν ναι, που αναζητούμε τη θε­ραπεία των παιδιών μας, σε ποιό γιατρό και με ποιά μέσα; Μήπως είναι λίγοι οι γονείς που στέλνουν κάθε Κυριακή και γιορτή -και με τη βία ακόμη…- τα παι­διά τους στην Εκκλησία, ενώ αυτοί δεν εκκλησιάζον­ται η μόνο σπάνια; Και νομίζουν πως έκαμαν το κα­θήκον τους!

Ας δούμε όμως το παράδειγμα του εκατοντάρχου. Πρώτα αυτός πηγαίνει στον Χριστό. Πρώτα αυτός πι­στεύει τον Χριστό. Και επειδή αγιάσθηκε αυτός από το Χριστό, σώθηκε και ο δούλος του. Αν δεν δεχθούν τον Χριστό οι γονείς, είναι αμφίβολο, αν θα πάρουν τον δρόμο του Χριστού τα παιδιά τους. Γι’ αυτό και μόνο βρίσκει δικαίωση και ο νηπιοβαπτισμός στην Εκκλη­σία μας. Γιατί όταν καθιερώθη, ετέθη ως προϋπόθεση πώς οι γονείς και ο ανάδοχος αναλαμβάνουν την κατή­χηση του μικρού χριστιανού. Σε πόσες οικογένειες ό­μως δεν σταματάμε στο βάπτισμα, όσον άφορα τη χρι­στιανική αγωγή των παιδιών μας. Και έπειτα απορούμε για το δρόμο που παίρνουν. Πόσο ορθά λοιπόν, πόσο χριστιανικά σκέφθηκε ο ρωμαίος στρατιώτης! 

3. Και κάτι άλλο όμως εξ ίσου σπουδαίο διακρί­νουμε στο ψυχικό πορτραίτο του εκατοντάρχου. Πολ­λοί ερμηνευτές ομιλούν για την ταπείνωσή του, που όλοι μας την δεχόμεθα αναμφισβήτητα. Ποιό όμως εί­ναι το υπόβαθρο της ταπεινώσεώς του; Πού στηρίχθη­κε, πώς μάλλον γεννήθηκε; Η ταπείνωση του εκατο­ντάρχου είναι συνέπεια του γεγονότος, ότι πρώτα ανα­γνώρισε την απόστασή του από τον Χριστό. Αναγνώ­ρισε τον Χριστό ως ανώτερό του, ως ισχυρότερό του, ως τέλειο και απρόσιτο ηθικά. Φαίνεται από τον διά­λογο μαζί Του. «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν», του λέγει ο Χριστός, για ν’ ανταμείψει την αγάπη του. Και παίρνει την απάντηση του εκατοντάρχου: «Κύριε ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης…». Η φράση αυτή επήρε στην εκκλησιαστική μας γλώσ­σα την ίδια θέση με το «ο θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» του τελώνου. Γι’ αυτό βρίσκεται σε ευχές μετανοίας, όπως λ.χ. στην Ακολουθία της Θ. Μετα­λήψεως. Ο εκατόνταρχος πατά έτσι στο πρώτο σκα­λοπάτι της γνήσιας μετάνοιας, που είναι η συναίσθη­ση της αναξιότητας και αμαρτωλότητάς μας και η α­ναγνώριση του απροσπέλαστου ύψους της θείας αρε­τής, του δεσποτικού κάλλους. Είναι η αντίθεση εκεί­νη που εύγλωττα παρουσιάζεται στον γνωστό ύμνο της Μ. Εβδομάδος: «Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ…». Όποιος έχει μάτια να δει το φως, καταλα­βαίνει το δικό του το σκοτάδι. Μόνο ο πνευματικά τυ­φλός ή ο άνθρωπος του σκότους δεν μπορεί να διακρί­νει τον ηθικό του ρύπο. 

4. Η συνέχεια που έλαβαν τα πράγματα είναι πλέ­ον φυσιολογική. Τούτο εκφράζει ο Χριστός μας με το λόγο του. «Ύπαγε και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Δεν έλαβε τίποτε περισσότερο ο εκατόνταρχος από το μέτρο της πίστεώς του. Με πιο απλά λόγια. Η πίστη του, η εμπιστοσύνη του στον Χριστό, ζυγίσθηκε πνευ­ματικά και έλαβε το ισοστάσιό της σε χάρη. Μη παραπονούμεθα, λοιπόν, αν δεν εισακούονται πάντοτε οι προσευχές μας. Καλύτερα να κυττάζουμε πρώτα τη δύναμη της πίστεώς μας. Δύναμη που φαίνεται κι’ απ’ την απλότητά της, όπως αποδεικνύει η ειλικρίνεια της ομολογίας του εκατοντάρχου. Υπάρχουν πολλοί λ.χ. που διερωτώνται, αν θέλει ο Θεός να πηγαίνει κα­νείς σε κάποιο προσκύνημα, για να λάβει τη χάρη Του. Γιατί όμως δεν πάει ο νους μας στο γεγονός πως έτσι αποδεικνύεται η απλότητα της καρδιάς μας και η φλόγα της πίστεώς μας; 

Αδελφοί μου!

Τα Ευαγγέλια αναφέρουν μόνο δύο περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Χριστός μας «εθαύμασε». Τη μία φορά για την απιστία των συμπατριωτών του Ναζαρηνών, που δεν τον άφησε να κάμει κανένα θαύμα (Μαρκ. 6, 6). Και τη δεύτερη φορά για την πίστη του εκατοντάρχου, εδώ. Ήταν και οι δύο αυτές περιπτώ­σεις καθαρά οριακές, τα όρια της πίστεως και της απι­στίας. Και είναι και οι δύο περιπτώσεις πολύ διδακτι­κές και για μας σήμερα. Γιατί χαράζουν το πλαίσιο, που χρειάζεται, για να υπολογίσουμε και την δική μας πίστη, σαν απάντηση στην θεία πρόσκληση, σαν αναγνώριση της λυτρωτικά κυριαρχικής εξουσίας του Χριστού στη ζωή μας. 

("ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ", Εκδόσεις "Ορθοδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ- ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΝ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Δ’ Ματθαίου: Λόγος εις τον εκατόνταρχον 

Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Η.5 – 13. 

Τω καιρώ εκείνω, εισελθόντι τω Ιησού εις Καπερναούμ, προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος, παρακαλών αυτόν και λέγων: «Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος.» Και λέγει αυτώ ο Ιησούς: «εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.» Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη: «Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης. Αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παίς μου. Και γάρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται” και άλλω, έρχου, και έρχεται” και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί.» Ακούσας δέ ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν: «αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον! Λέγω δέ υμίν, ότι πολλοί απο ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δέ υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.» Και είπεν ο Ιησούς τω εκατοντάρχω: «ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι.» Και ιάθη ο παίς αυτού εν τη ώρα εκείνη.

Απόδοση:

Την εποχή εκείνη, καθώς μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, που τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά». Και ο Ιησούς του λεει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου• πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου• λεω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει, και στον άλλο “έλα” και έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς, θαύμασε κι είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα. Και σας λεω πως θα ‘ρθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι• εκεί θα κλαινε, και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς: «Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος εκείνη την ώρα.

(Επιμέλεια κειμένων: Ιωάννης Τρίτος)

Ομιλία ΚΣΤ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις τον εκατόνταρχον

Σε όλο το Ευαγγέλιον του Χριστού βλέπει κανείς πόσον αφωσιωμένος ήταν σ’ αυτόν ο λαός. Διότι και όταν ωμιλούσε, τον ήκουαν σιωπηλοί, χωρίς να παρεμβαίνουν ούτε να διακόπτουν την συνέχεια του λόγου του, ούτε προσπαθούσαν να εύρουν αφορμή για να τον κατηγορήσουν όπως οι Φαρισαίοι· και μετά την διδασκαλία τον ακολουθούσαν πάλι με θαυμασμό. Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, την σύνεσι του Κυρίου, πώς οικονομεί ποικιλοτρόπως την ωφέλεια των πα­ρόντων, μεταβαίνοντας από τα θαύματα στους λόγους και πάλιν ερχόμενος από τους λόγους τής διδασκαλίας στα θαύματα. Διότι και πριν ανεβή στο όρος εθεράπευσε πολλούς, προετοιμάζοντας το έδα­φος για όσα θα έλεγε και μετά από την ολοκλήρωσι της μακράς αυτής επί του όρους διδασκαλίας, πάλιν έρχεται σε θαύματα, επιβεβαιώνο­ντας τους λόγους με τα έργα του. Και επειδή εδίδασκεν «ως έχων εξουσίαν», για να μη νομισθή ο τρόπος τής διδασκαλίας του κομπα­σμός και αυθάδεια, κάνει το ίδιο και με τα έργα: θεραπεύει «ως εξου­σίαν έχων», για να μη θορυβούνται βλέποντάς τον να διδάσκη με αυτόν τον τρόπον, αφού με τον ίδιο τρόπον έκαμε και τα θαύματα.

Όταν λοιπόν κατέβη από το όρος, τότε προσήλθεν ο λεπρός, ενώ αυτός ο εκατόνταρχος μετά από λίγο, μόλις εισήλθε στην Καπερναούμ. Για ποιόν λόγον όμως ούτε αυτός, ούτε εκείνος ανέβησαν στο όρος; Όχι από ραθυμία, διότι και των δύο η πίστις ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν την διδασκαλία. Όταν δε προσήλθε, λέ­γει: «ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι απολογούμενος ανέφερε την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. Διότι δεν ήταν δυνατόν, λέγει, να τον μεταφέρη σηκωτόν, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε ευρισκόμενος στις τελευταίες αναπνοές του. Για το ότι ήταν ετοιμο­θάνατος, λέγει ο Λουκάς, «έμελλε τελευτάν». Εγώ όμως βλέπω ότι αυτό είναι απόδειξις της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλυτέρα από εκείνων που κατέβασαν τον άλλο παραλυτικόν από την στέγη. Διότι, γνωρίζοντας σαφώς ότι και μόνη η προσταγή του αρκεί για να εγερθή ο κατάκοιτος, εθεώρησε περιττό να τον μεταφέ­ρη εκεί.

Τί έκαμε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που σε καμμία προηγουμένη περίπτωσι δεν είχε κάμει. Ενώ δηλαδή παντού ακολουθούσε την προαίρεσι αυτών που τον ικέτευαν, εδώ σπεύδει, και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύση, αλλά και να μεταβή στην οικία. Και το πράττει αυτό για να μάθωμε την αρετήν τού εκατοντάρχου. Διότι, εάν δεν είχε δώσει, αυτήν την υπόσχεσι, αλλά έλεγε πήγαινε, ο δούλος σου θα θεραπευθή, τίποτε από αυτά δεν θα εγνωρίζαμε. Πράγματι, κάτι ανάλογο έπραξε και στην περίπτωσι της Φοινικίσσης γυναικός, αν και φαινομενικώς έκαμε το αντίθετο. Διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλήται στην οικία, με ιδικήν του πρωτοβουλία υπόσχεται ότι θα μεταβή, για να μάθης την πίστι και την πολλήν ταπεινοφροσύνη τού εκατοντάρχου· στην περίπτωσι δε της Χαναναίας αρνείται την ευεργεσία και δείχνει μεγάλην απορία για την επιμονή της, επειδή ως σοφός και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να θεραπεύη τα αντίθετα με τα αντίθετα. Και εδώ μεν με την αυτεπάγγελτο παρουσία, εκεί δε με την παρατεταμένην αργοπορία και άρνησιν αποκαλύπτει την πίστι τής γυναικός. Το ίδιο έκαμε και με τον Αβραάμ, λέγοντας «δεν θα το αποκρύψω από τον δούλο μου Αβρα­άμ», για να μάθης την φιλοστοργίαν, εκείνου και την φροντίδα του υπέρ των Σοδόμων. Και στην περίπτωσι του Λωτ οι  απεσταλμένοι αρνούνται να εισέλθουν στον οίκον του, για να μάθης το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου.

Και τί λέγει ο εκατόνταρχος; «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». Ας ακούσωμε όσοι πρόκειται να υποδεχθούμε τον Χριστό. Διότι είναι δυνατόν να τον υποδεχθούμε και τώρα. Ας ακούσωμε και ας παραδειγματισθούμε από τον ζήλο του, και ας τον δεχθούμε με την ιδίαν πλουσία διάθεσι. Διότι και όταν υποδεχθής πτωχόν και πεινασμένον και γυμνόν, εκείνον υπεδέχθης και έθρεψες. «Αλλ’ ειπέ λόγω μόνον, και ιαθήσεται ο παις μου». Κοίταξε ότι και αυτός, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη περί του Κυρίου. Διότι ούτε εκείνος του είπε: «παρακάλεσε», ούτε «προσευχήσου» και «ικέτευσε», αλλά μόνον «πρόσταξε». Έπειτα, φοβούμενος μήπως από μετριοφροσύνην αρνηθή, λέγει: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και τω άλλω έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί».

Και τί σημασία έχει αυτό, θα έλεγε κάποιος, αν ο εκατόνταρχος έκαμε όλην αυτή την περιγραφή; Το ζητούμενον είναι εάν ο Χριστός την απεδέχθη και την επεκύρωσε. Είναι καλό και πολύ ορθόν αυτό που λέγεις. Ας το ιδούμε λοιπόν αυτό και θα διαπιστώσωμε ότι έγινε και εδώ ό,τι και στην περίπτωσι του λεπρού. Διότι όπως ο λεπρός είπε: «Εάν θέλης» (και δεν βασίζεται μόνον στον λεπρόν ο ισχυρισμός μας περί της εξουσίας του Χριστού, αλλά και στους λόγους τού Χριστού· διότι όχι μόνον δεν διέλυσε την υπόνοια, αλλά και περισσότερο την επεβεβαίωσε, προσθέτοντας αυτό που ήταν περιττό να ειπή, λέγοντας: «θέλω, καθαρίσθητι», για να επικυρώση την πίστιν εκείνου) έτσι και εδώ αξίζει, βεβαίως, να εξετάσωμε, εάν συνέβη κάτι παρόμοιον. Και πράγματι θα διαπιστώσωμε ότι πάλι το ίδιο συνέ­βη. Διότι, όταν τοιαύτα είπε ο εκατόνταρχος και του ανεγνώρισε αυτήν την εξουσία, ο Κύριος όχι μόνον δεν τον ήλεγξε, αλλά και τον επεδοκίμασε και έκαμε κάτι ακόμη περισσότερον από την επιδοκι­μασία. Πράγματι ο Ευαγγελιστής δεν είπε ότι απλώς επήνεσεν αυτό που ελέχθη, αλλά φανερώνοντας και επαύξησι του επαίνου, λέγει ότι και εθαύμασε· και όχι απλώς εθαύμασε, αλλά και παρόντος όλου του πλήθους τον έθεσε ως υπόδειγμα και στους άλλους, ώστε να πο­θήσουν να τον μιμηθούν.

Βλέπεις πώς θαυμάζεται από τον Κύριον όποιος ομολογεί την εξουσία του; Διότι μόλις προ ολίγου έλεγεν ο Ευαγγελιστής: «Και εξεπλήττοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού, ότι ως εξουσίαν έχων εδίδασκε». Και όχι μόνον δεν τους ήλεγξε, αλλά και παίρνοντάς τους κατέβη από το όρος και επεκύρωσε την γνώμη τους με τον τρό­πο που εκαθάρισε τον λεπρό. Εκείνος πάλιν έλεγε: «εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι»· και όχι μόνον δεν τον επετίμησε, αλλά και τον εκαθάρισε, θεραπεύοντάς τον έτσι, όπως του είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι λέγει: «είπε λόγω μόνον και ιαθήσεται ο παις μου»· και ο Κύριος θαυμάζοντας αυτόν έλεγε: «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».

Για να το διαπιστώσης δε αυτό και εκ του αντιθέτου, άκουσε: Επειδή η Μάρθα δεν είχεν ειπεί κάτι παρόμοιον, αλλά, αντιθέτως, ότι «όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», όχι μόνον δεν επηνέθη, μολονότι ήταν γνωστή και αγαπητή, και από τους πλέον αφωσιωμένους σ’ αυτόν, αλλά και επετιμήθη και διωρθώθη από αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει σωστά. Γι’ αυτό της είπε: «ουκ είπόν σοι, ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού;», ελέγχοντάς την με τον τρό­πον αυτό για το ότι ακόμη δεν είχε πιστεύσει. Πάλιν, επειδή έλεγε: «όσα αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», για να την απομακρύνη από αυτήν την αντίληψι και να την διδάξη ότι δεν χρειάζεται να λάβη από αλλού, αλλά αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή», το οποίο σημαίνει «δεν περιμένω να δεχθώ ενέργειαν, αλλά κατεργάζομαι τα πάντα αφ’ εαυτού μου».

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και θαυμάζει τον εκατόνταρχο και τον προβάλλει ενώπιον όλων και τον τιμά υποσχόμενος να του χαρίση την Βασιλεία του και τους άλλους καλεί προς μίμησιν του ζήλου του. Και για να βεβαιωθής ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να μάθη και τους άλλους να πιστεύουν έτσι, άκουσε την ακρίβεια του Ευαγγελιστού, πώς το υπαινίσσεται αυτό: «Στραφείς», λέγει, «ο Ιησούς είπε τοις ακολουθούσιν αυτόν ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Επομένως, το να έχη κάποιος μεγάλην υπόληψι περί αυτού, είναι η τρανοτέρα απόδειξις πίστεως, συγχρόνως δε αυτό προξενεί και την Βασιλεία και τα άλλα αγαθά. Ο έπαινος άλλωστε δεν περιωρίσθη μόνο στους λόγους, αλλά ανταμείβοντας την πίστι του, του παρέδωσε τον ασθενή θεραπευμένο και του πλέκει στέφανον λαμπρόν και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας: Πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του «Αβραάμ και, Ισαάκ και Ιακώβ· οι δε υιοί τής Βασιλείας εκβληθήσονται έξω». (Επειδή λοιπόν τους επέδειξε πολλά θαύματα, τους ομιλεί τώρα με μεγαλυτέρα παρρησία). Έπειτα, για να μη νομίση κάποιος ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά να γνωρίζουν όλοι ότι πράγματι αυτή ήταν η εσωτερική διάθεσις του εκατοντάρχου, λέγει: «Ύπαγε· ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Και αμέσως επηκολούθησε η θεραπεία, η οποία επεβεβαίωσε την προαίρεσί του. («Και ιάθη ο παις αυτού από της ώρας εκείνης»· πράγμα το οποίο συνέβη και στην Συροφοινίκισσα· διότι και σ’ εκεί­νην είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής»).

Επειδή δε ο Λουκάς, όταν περιγράφη αυτό το θαύμα, αναφέρει και άλλα περισσότερα, τα οποία δίδουν την εντύπωσι ότι υπάρχει διαφωνία, είναι ανάγκη να σας διαλευκάνω και αυτό το ζήτημα. Τί λέγει λοιπόν ο Λουκάς; Ότι ο εκατόνταρχος απέστειλε πρεσβυτέρους των Ιουδαίων προς αυτόν παρακαλώντας τον να έλθη. Ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ήλθε ο ίδιος και έλεγε ότι δεν είμαι άξιος. Ωρισμένοι λέγουν ότι αυτός δεν είναι ο ίδιος με εκείνον, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Επειδή για εκείνον μεν λέγει: «και την συναγωγήν ημών έκτισεν, και το έθνος αγαπά», ενώ γι’ αυτόν ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Και στην περίπτωσι εκείνου, δεν είπε «ότι πολλοί ήξουσιν από ανατολών», το οποίον φαίνεται να υπονοή ότι είναι Ιουδαίος. Τί θα ειπούμε λοι­πόν; Ότι αυτή η λύσις είναι μεν εύκολος, αλλά το ζητούμενον είναι εάν αληθεύη.

Εγώ έχω την γνώμην ότι αυτός είναι ο ίδιος με εκείνον. Πώς λοιπόν ο μεν Ματθαίος λέγει ότι αυτός είπε «ουκ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης», ο δε Λουκάς ότι έστειλε να τον προσκαλέσουν; Μου φαίνεται ότι ο Λουκάς θέλει να δείξη την κολακεία των Ιουδαίων, και ότι εκείνοι που ευρίσκονται σε συμφορά, επειδή επικρατεί μέσα τους ακαταστασία, αλλάζουν εύκολα γνώμη. Διότι είναι εύλογο, όταν ο εκατόνταρχος ηθέλησε να μεταβή ο ίδιος, να εμποδίσθη από τους Ιουδαίους, οι οποίοι θέλοντας να τον κολακεύσουν του είπαν ότι θα πάμε εμείς να τον φέρωμε. Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησίς τους είναι μεστή από κολακεία. «Αγαπά γάρ το έθνος ημών», λέγει, «και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν». Ούτε γνωρίζουν πως να επαινέσουν τον άνδρα. Διότι έπρεπε να ειπούν, ότι ηθέλησε να έλθη ο ίδιος και να σε παρακαλέση, αλλά τον εμποδίσαμε εμείς, βλέποντας την συμφορά του και το πτώμα να κείτεται ακίνη­το, και έτσι να παραστήσουν το μέγεθος της πίστεώς του. Δεν λέ­γουν όμως αυτόν, διότι δεν ήθελαν, εξ αιτίας τού φθόνου, να αποκαλύψουν την πίστι τού ανδρός· αλλά προτιμούσαν μάλλον να αποκρύψουν την αρετήν του – πράγμα για το οποίο και ήλθαν μόνοι τους να παρακαλέσουν, για να μη φανή ότι εκείνος που παρακαλούσε ήταν κάποιος σπουδαίος – παρά διακηρύσσοντας την πίστιν εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίση τον νου. Αλλά ο Κύριος, που γνωρίζει τα απόρ­ρητα, παρά την θέλησί τους διεκήρυξε την αρετήν του. Και για να διαπιστώσης ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε πάλι τον ίδιο τον Λουκά πώς το περιγράφει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής, ότι «ου μακράν απέχοντος αυτού έπεμψε λέγων ω Κύριε, μη σκύλλου (τα­λαιπωρείσαι), ου γαρ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». «Όταν δηλαδή απηλλάγη από την ενόχλησί τους, τότε στέλνει αν­θρώπους του και λέγει «μη νομίσης ότι από οκνηρία δεν ήλθα, αλλά εθεώρησα τον εαυτό μου ανάξιο να σε δεχθώ στον οίκο μου».

Εάν δε ο Ματθαίος λέγει ότι αυτό δεν του το εμήνυσε με τους φίλους του, αλλά αυτοπροσώπως, αυτό δεν αλλάζει τίποτε· διότι το ζητούμενον είναι εάν ο καθένας από τους Ευαγγελιστάς παρουσίασε την προθυμία του ανδρός, και το ότι είχε την πρέπουσα γνώμη για τον Χριστόν. Είναι δε φυσικόν, αφού απέστειλε τους φίλους του, να επήγε και ο ίδιος να του τα ειπή. Εάν δε ο Λουκάς δεν το ανέφερε αυτό, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, δεν σημαίνει ότι διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά ότι ο καθένας συμπληρώνει ό,τι παραλείπει ο άλλος. Πρόσεξε δε πως και με άλλον τρόπον ο Λουκάς διεκήρυξε την πίστι τού εκατοντάρχου, λέγοντας ότι ο δούλος του επρόκειτο να αποθάνη· αλλ’ όμως ούτε αυτό τον ωδήγησε σε απόγνωσι, ούτε τον έκαμε να απελπισθή. Εάν τώρα ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Χριστός είπε «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» φανερώνοντας με τον τρόπον αυτό ότι ο άνθρωπος δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς, ότι «ωκοδόμησε την συναγωγήν», ούτε αυτό είναι αντίφασις. Διότι είναι δυνατόν και Ιουδαίος να μην είναι και να οικοδομήση την συναγωγήν και το έθνος να αγαπά. Συ όμως μην εξετάζης μόνον τα λόγια τού ανδρός, αλλά λάβε υπ’ όψιν σου και το αξίωμά του και τότε θα αντιληφθής την αρετήν του. Επειδή είναι μεγάλη η αλαζονεία των αξιωματούχων και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννην άρχοντας φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι, μέλλει γαρ μου το παιδίον τελευτάν». Αυτός όμως δεν είπε έτσι· αλλά είναι πολύ καλλίτερος και από αυτούς που κατέβασαν την κλίνην από την στέγη. Διότι ούτε την σωματικήν παρουσία τού ιατρού επιζητεί, ούτε έφερε τον ασθενή πλη­σίον του· πράγμα που δεικνύει άνθρωπο που δεν έχει σε μικρή υπόληψι τον Κύριο, αλλά τον βλέπει ως Θεόν γι’ αυτό και του λέγει· «ειπέ λόγω μόνον». Ούτε λέγει από την αρχήν «ειπέ λόγω», αλλά μόνον διηγείται το πάθος· διότι από την πολλήν του ταπεινοφροσύ­νη δεν προσδοκούσε ότι αμέσως ο Χριστός θα συναινέση και θα επιζητήση την οικία. Γι’ αυτό και όταν τον ήκουσε να λέγη: «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν», τότε προσέθεσε «ειπέ λόγω». Και ούτε έγινε η συμφορά αιτία να χάση την ψυχραιμία του, αλλά και μέσα σ’ αυτήν φιλοσοφεί, αποβλέποντας όχι τόσο στην υγεία τού παιδιού, όσο στο να μη θεωρηθή ότι πράττει κάτι το ανευλαβές. Μολονότι, βε­βαίως, δεν εξηνάγκασεν αυτός τον Χριστόν, αλλά ο ίδιος υπεσχέθη να μεταβή στην οικία του, παρά ταύτα φοβείται μήπως υπερτιμά και έτσι επιβαρύνει τον εαυτόν του.

Είδες την σύνεσί του; Πρόσεξε και την μωρία των Ιουδαίων, οι οποίοι λέγουν: «Άξιός εστιν ω παρέξει την χάριν». Ενώ έπρεπε να επικαλεσθούν την φιλανθρωπία τού Ιησού, αυτοί προβάλλουν την αξία τού ανθρώπου, και ούτε γνωρίζουν πως να δικαιολογήσουν το αίτημά τους. Εκείνος όμως δεν κάμει το ίδιο, μάλιστα ομολογεί εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του, όχι μόνο να δεχθή την ευεργεσία, αλλά και να υποδεχθή τον Κύριο στην οικία του. Γι’ αυτό και όταν είπε «ο παις μου βέβληται», δεν προσέθεσε «ειπέ», αλλά μόνον του ανήγγειλε την συμφορά. Όταν όμως είδε τον Χριστόν πρόθυμο για την ευεργεσίαν, ούτε τότε επροχώρησε αδιάκριτα, αλλά και πάλι συ­γκροτείται διατηρώντας την πρέπουσα μετριοπάθειά του.

Εάν δε ειπή κάποιος, για ποιόν λόγο δεν του ανταπέδωσε ο Χρι­στός την τιμή; Θα απαντούσαμε ότι τον ετίμησε και μάλιστα πολύ. Πρώτον μεν με το να αποκαλύψη την εσωτερικήν του διάθεσι, πράγμα που έγινε ολοφάνερον από το ότι δεν μετέβη ο ίδιος στον οίκο του. Δεύτερον δε με το να τον εισαγάγη στην Βασιλεία του και να τον προτιμήση από όλο το Ιουδαϊκόν έθνος. Διότι εκρίθη άξιος της Ουρανίου Βασιλείας και επέτυχε τα αγαθά τα οποία απήλαυσεν ο Αβραάμ, επειδή εθεώρησε τον εαυτόν του ανάξιον να δεχθή τον Χριστό στην οικία του.

Και για ποιόν λόγο, λέγει, ο λεπρός δεν επηνέθη, αφού επέδειξε μεγαλυτέραν πίστιν από τον εκατόνταρχο; Πράγματι εκείνος δεν είπε «ειπέ λόγω», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο: «θέλησον μόνον», πράγμα που ο Προφήτης λέγει περί του Πατρός, ότι «πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησεν». Αλλά και ο λεπρός επηνέθη. Επειδή, όταν είπε «προσένεγκε (πρόσφερε) το δώρον, ο προσέταξε Μωϋσής, εις μαρτύριον αυτοίς», δεν εννοεί τίποτε άλλο από το ότι «συ θα γίνης κατήγορός τους με την πίστι που επέδειξες». Εξ άλλου δεν είναι το ίδιο να πιστεύση ένας Ιουδαίος και ένας αλλοεθνής. Αλλωστε το ότι ο εκατό­νταρχος δεν ήταν Ιουδαίος φαίνεται και από τους λόγους «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Ήταν πολύ μεγάλο, άνθρωπος που δεν ανήκει στο Ιουδαϊκόν έθνος, να φθάση σε τόσον υψηλήν έννοια περί του Χριστού. Διότι, καθώς πιστεύω, έγινε με τους οφθαλ­μούς τής «ψυχής του θεωρός των ουρανίων στρατιών, ή είδε ότι τα πά­θη τών ανθρώπων και ο θάνατος και τα πάντα είναι υποτεταγμένα σ’ αυτόν, όπως στον ίδιο οι στρατιώτες. Γι’ αυτό και έλεγε «και γαρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος», εννοώντας ότι εγώ εξου­σιάζομαι από άλλους, συ όμως από κανέναν. Εάν λοιπόν εγώ, ο οποίος είμαι άνθρωπος και ευρίσκομαι υπό εξουσίαν άλλων, έχω τόσες δυνατότητες, πολύ περισσότερον αυτός ο οποίος και Θεός είναι και ανώτερος από κάθε εξουσία. Θέλει, δηλαδή, να τον πείση προ­βάλλοντας την υπερβολικήν διαφορά τους και δεν συγκρίνει τον εαυτόν του με τον Χριστόν, αλλά φανερώνει με τα λόγια αυτά ότι τον θε­ωρεί ασυγκρίτως ανώτερον. Εάν, λέγη, σ’ εμέ που είμαι ισότιμος με τους υφισταμένους μου και ευρίσκομαι ο ίδιος υπό εξουσίαν άλλων, η μικρά αυτή υπεροχή παρέχει τόσες δυνατότητες, και κανείς δεν μου προβάλλει αντίρρησι, αλλά αυτά που διατάσσω γίνονται, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους («λέγω γαρ τούτω πορεύου, και πορεύ­εται· και άλλω έρχου, και έρχεται»), πολύ περισσότερες δυνατότητες θα έχης εσύ. Μερικοί διαβάζουν αυτό το χωρίον και έτσι: «ει γαρ εγώ άνθρωπος ων», και θέτοντας εδώ σημείον στίξεως, συνεχίζουν «υπό εξουσίαν έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας».

Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, πώς έδειξεν ο εκατόνταρχος ότι ο Χριστός εξουσιάζει και τον θάνατο και τον προστάζει ως Κύριός του. Διότι όταν λέγη ότι «Έρχου, και έρχεται» και «πορεύου, και πορεύεται», αυτό ακριβώς εννοεί, ότι αν διατάξης τον θάνατο να μην έλθη στον δούλο μου, δεν θα έλθη. Είδες πόσο πιστός ήταν; Πράγματι αυτό που επρόκειτο να γίνη αργότερα σε όλους φανερό, αυτό το εφανέρωσεν εκείνος από τώρα, ότι έχει την εξουσία του θα­νάτου και της ζωής, και «κατάγει εις πύλας άδου και ανάγει». Και δεν ανέφερε μόνο το παράδειγμα των στρατιωτών, αλλά και των δούλων, για να δείξη την πλήρη υποταγή. Αλλ’ όμως, αν και είχε τόση πίστι, εθεωρούσε τον εαυτόν του ανάξιον. Ο δε Χριστός, δει­κνύοντας ότι ήταν άξιος να εισέλθη στην οικία του, έκαμε κάτι πολύ μεγαλύτερο· τον εθαύμασε, διεκήρυξε την αρετήν του και του έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησε. Εκείνος ήλθε να ζητήση την σωματικήν υγεία τού δούλου, και ανεχώρησε, αφού έλαβε την Βασιλεία των Ουρανών.

Είδες πώς εξεπληρώθη το «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»; Επειδή επέδειξε πολλήν πίστι και ταπεινοφροσύνη, και τον ουρανό του έδωσε και την υγεία του προσέθεσε· και δεν τον ετίμησε μόνον με αυτό, αλλά και με το να δείξη ποιοι αποβάλλονται και εισάγεται αυτός. Από τώρα ακόμη κάμει γνωστό σε όλους, ότι η σωτηρία θα προέλθη από την πίστι και όχι από την τήρησι του νόμου. Γι’ αυτό ακριβώς η δωρεά αφορά όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους εθνικούς· και μάλιστα εκείνους περισσότερον από αυτούς. Διότι, λέγει, μη νομίσε­τε, βεβαίως, ότι αυτό συνέβη μόνο στην περίπτωσι του εκατοντάρχου, αλλά το ίδιο θα ισχύση και για όλην την οικουμένη. Και το έλεγε αυτό προφητεύοντας περί των εθνών και δίδοντάς τους καλές ελπίδες. Πράγματι μεταξύ αυτών που ακολουθούσαν υπήρχαν και αυτοί που προήρχοντο από την περιοχήν τής Γαλιλαίας που εκατοικείτο από εθνικούς. Το έλεγε για να προφυλάξη τους εθνικούς από την απόγνωσι, αλλά και για να ταπεινώση το φρόνημα των Ιουδαί­ων. Δεν κάμει ενωρίτερα λόγο για τους εθνικούς, ούτε τώρα αναφέρει καθαρώς περί αυτών, αλλά αφού πρώτα λαμβάνει αφορμήν από τον εκατόνταρχο· και αυτό για να μην προσβάλη με τα λόγια του τους ακροατάς, ούτε να τους δώση λαβήν για κατηγορία. Διότι δεν είπε «πολλοί από τους εθνικούς», αλλά «πολλοί από ανατολών και δυσμών», εννοώντας μεν τους εθνικούς, χωρίς όμως να προσβάλη τους ακροατάς, με τον συγκεκαλυμμένον τρόπο που το είπε. Και δεν μετριάζει μόνον με αυτόν τον τρόπο την εντύπωσι ότι με αυτήν του την διδασκαλία καινοτομεί, αλλά και με το να αναφέρη τους κόλπους τού Αβραάμ αντί της Βασιλείας· επειδή δεν τους ήταν γνωστός ο όρος αυτός, αλλά και περισσότερο τους επλήγωνε το ότι ανέφερε τον Αβραάμ. Για τον λόγον αυτό και ο Ιωάννης δεν είπε τίποτε εξ αρχής περί γεέννης, αλλά κάτι που τους ελύπησε περισσότερο: «Μη δόξητε (νομίσετε) λέγειν ότι παίδές εσμεν του Αβραάμ».

Μαζί δε με αυτά φροντίζει και για κάτι άλλο, το να μη νομισθή ότι είναι αντίθετος με την Παλαιά Διαθήκη. Διότι αυτός που θαυμάζει τους Πατριάρχες και αποκαλεί τους κόλπους εκείνων ως το έσχα­τον των αγαθών, αναιρεί κάθε υποψία. Κανείς λοιπόν μη νομίζη ότι μία είναι η απειλή· διπλή είναι και για τους Ιουδαίους η κόλασις και για τους εθνικούς η ευφροσύνη. Διότι οι μεν Ιουδαίοι όχι μόνον έμειναν έξω, αλλά έμειναν έξω από τα ιδικά τους· οι δε εθνικοί όχι μόνον απήλαυσαν την Βασιλείαν, αλλά επί πλέον απήλαυσαν κάτι που δεν προσδοκούσαν. Και εκτός τούτου αυτοί έλαβαν ό,τι προωρίζετο για εκείνους. Υιούς δε της Βασιλείας εννοεί αυτούς για τους οποίους ήταν ετοιμασμένη η Βασιλεία· πράγμα που τους επλήγωνε ιδιαιτέρως. Αφού δηλαδή πρώτα έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγ­γελία και την υπόσχεσιν ευρίσκονται στους κόλπους τού Αβραάμ, τότε τους εκβάλλει έξω. Έπειτα, επειδή αυτό που ελέχθη ήταν προ­αγγελία, το επιβεβαιώνει με το θαύμα· όπως ακριβώς αποδεικνύει και τα θαύματα από την προφητεία που επηκολούθησε. Αυτός λοιπόν που απιστεί στην θεραπεία που έγινε τότε στον δούλο, ας την πιστεύση από την προφητεία που έχει επαληθευθή σήμερα, αν και η προφητεία είχε επιβεβαιωθή από την πρώτη στιγμή με το θαύμα που είχε γίνει τότε. Γι’ αυτό ακριβώς εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού προηγουμένως προανήγγειλεν εκείνο, ώστε να επιβεβαίωση τα μέλλοντα από τα παρόντα και το μικρότερον από το μεγαλύτερο. Διότι το να απολαύσουν τα αγαθά οι ενάρετοι και οι αντίθετοι να υποφέρουν τα λυπηρά δεν είναι καθόλου παράδοξο, αλλά πολύ λογικό και φυσικό· αλλά το να δέση σφιγκτά τα μέλη τού παραλύτου και να αναστήση νεκρούς ήταν κάτι που υπερέβαινε τους φυσικούς νόμους. Αλλ’ όμως στο μεγάλο αυτό και θαυμαστόν γεγονός δεν συνεισέφερε λίγο και ο εκατόνταρχος· αυτό το εφανέρωσε και ο Χριστός λέγοντας: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Είδες πώς η υγεία τού δούλου ανεκήρυξε και την δύναμι τού Χριστού και την πίστι τού εκατοντάρχου και επεβεβαίωσε αυτά που θα συμβούν στο μέλλον; Μάλλον δε όλα μαζί ανεκήρυτταν την δύναμι του Χρι­στού. Διότι δεν διώρθωσε μόνον το σώμα τού δούλου, αλλά και την ψυχήν τού εκατοντάρχου προσείλκυσε στην πίστι δια των θαυμάτων αυτών.

Συ όμως μην προσέχης μόνον αυτό, ότι αυτός επίστευσε και εκείνος ιάθη, αλλά θαύμασε και την ταχύτητα. Αυτήν φανερώνει ο Ευαγγελιστής, όταν λέγη: «Και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη»· ακριβώς όπως είπε και στην περίπτωσι του λεπρού, ότι «ευθέως εκαθαρίσθη». Διότι επεδείκνυε την δύναμί του όχι μόνον με το να θεραπεύη, αλλά και με το να κάμνη αυτό με τρόπον παρά­δοξο και μάλιστα ακαριαίως. Και δεν ωφελούσε μόνον με αυτά, αλλά και με το ότι συνεχώς μαζί με την επίδειξι των θαυμάτων συνεδύαζε και τους λόγους περί της Βασιλείας των Ουρανών και προσείλκυεν όλους προς αυτήν. Διότι και αυτούς ακόμη που απειλούσε ότι θα τους εκβάλη από την Βασιλεία, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλη, αλλά για να τους προξενήση φόβο με τους λόγους του και έτσι να τους προσελκύση προς αυτήν. Εάν δε ούτε με αυτόν τον τρόπον ωφελούντο, η ενοχή θα ήταν εξ ολοκλήρου ιδική τους και όλων εκείνων που πάσχουν από την ιδίαν ασθένεια. Και αυτό ημπορεί να το ιδή κανείς όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά και στους πι­στούς. Πράγματι και ο Ιούδας υιός τής Βασιλείας ήταν και ήκουσε μαζί με τους άλλους μαθητάς το «επί δώδεκα θρόνους καθιείσθε», αλλ’ έγινεν υιός τής γεέννης· ενώ ο Αιθίοψ, αν και ήταν άνθρωπος αλλοεθνής, από εκείνους που κατήγοντο από «Ανατολών και Δυσμών», θα απολαύση τους στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Το ίδιο γίνεται τώρα και σ’ εμάς. Διότι λέγει: «Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι». Το λέγει αυτό, ώστε ούτε εκείνοι να ραθυμούν σαν να μην ημπορούσαν να επανέλθουν, ούτε αυτοί να παίρνουν θάρρος σαν να ήσαν αμετακίνητοι. Αυτό προαναφωνούσε και ο Ιωάννης λέγοντας από την αρχή: «Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Α­βραάμ». Επειδή αυτό επρόκειτο να συμβή, προκηρύττεται από μακρυά, ώστε κανείς να μη θορυβηθή από το παράδοξον του πράγ­ματος. Αλλά εκείνος μεν το λέγει αυτό ως ενδεχόμενον, διότι ευρίσκετο ακόμη στην αρχή, ενώ ο Χριστός το προλέγει ως βέβαιον, πα­ρέχοντας την απόδειξι με τα έργα του.

Ας μην έχωμε λοιπόν εμπιστοσύνη στον εαυτόν μας όσοι συμπεριλαμβανόμεθα μεταξύ των πιστών, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση». Ούτε να απογοητευώμεθα με τις πτώσεις μας, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται;». Διότι πολλοί, αν και ανέβησαν στην κορυ­φήν τού ουρανού και επέδειξαν κάθε καρτερία και κατέλαβαν τις ερήμους και ούτε στο όνειρό τους είδαν γυναίκα, έδειξαν προς στιγμήν αμέλεια, ενικήθησαν και έπεσαν στο ίδιο το βάραθρον της κακίας. Αλλοι πάλι από εκεί κάτω ανέβησαν στον ουρανόν και μετεπήδησαν από την σκηνήν και την ορχήστρα στην αγγελικήν πολιτεία. Επέδειξαν μάλιστα τόσο μεγάλην αρετήν ώστε να εκδιώξουν και δαίμονες, και πολλά άλλα παρόμοια θαύματα να κάμουν. Οι Γραφές είναι γεμάτες από τις ιστορίες τους, αλλά και η ζωή μας πλήρης από τα σχετικά παραδείγματα. Βλέπουμε πόρνους και αδύναμους χαρακτήρες να κλείνουν τα στόματα των αιρετικών Μανιχαίων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κακία είναι ανίκητος υπηρετώντας έτσι τον διάβολο και παραλύοντας τα χέρια όσων θέλουν να αγωνισθούν, ανατρέποντας δε με τον τρόπον αυτό τα πάντα στην ζωή. Διότι όσοι πείθουν τον κόσμο με αυτήν την θεωρία, δεν τον βλάπτουν μόνον ως προς την μέλλουσα ζωήν, αλλά και εδώ τα κάμουν όλα άνω κάτω, όσον εξαρτάται από αυτούς…

Εμείς όμως, αφού έχουμε τόσα παραδείγματα από τις Γραφές και από όλη την ζωή μας, ας προσέχωμε πολύ και ας προσπαθούμε να μην πίπτουμε τόσο χαμηλά· αλλά και αν κάποτε πέσωμε, να μην παραμείνωμε στην κατάστασι της πτώσεως. Διότι εάν ο δίκαιος Δαυΐδ, επειδή προς στιγμήν ημέλησε, εδέχθη τοιαύτα τραύματα, τί θα πάθωμε εμείς οι οποίοι καθημερινώς αμελούμε; Μην ιδής ότι έπεσε και αποθαρρυνθής, αλλά σκέψου τί έπραξε στην συνέχεια· πόσους θρή­νους επέδειξε, πόσην μετάνοια, προσθέτοντας στις ημέρες και τις νύ­κτες· τις πηγές των δακρύων που έχυσε λούοντας με αυτά την κλίνη του, και εκτός αυτών τον σάκκο της μετανοίας που περιεβλήθη. Εάν δε εκείνος είχεν ανάγκη από τόσην μεγάλην επιστροφή, πώς θα ημπορέσωμε εμείς να σωθούμε παραμένοντας ανάλγητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που έχει πολλά κατορθώματα, εύκο­λα θα ημπορούσε με αυτά να καλύψη τα αμαρτήματά του· ενώ ο γυμνός, όπου και αν δεχθή βέλος, η πληγή αποδεικνύεται Θανάσιμος.

Για να μη συμβή όμως αυτό, ας εξοπλίσωμε τους εαυτούς μας με έργα αγαθά, ώστε και αν πέσωμε σε κάποιο αμάρτημα, να το απαλύνωμε με αυτά· και έτσι να καταξιωθούμε, αφού ζήσωμε την παρούσα ζωήν προς δόξαν Θεού, να απολαύσωμε την μέλλουσα· «ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώ­νων». Αμήν. 

(4ος – 5ος αιών -Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 10 (Υπόμνημα), ομι­λία ΚΣΤ σελ. 170. Η πρώτη παράγραφος είναι από την ομιλία ΚΕ’ 1. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 163)