ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

ΠΟΙΟΥΣ ΠΟΛΕΜΑ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ; ΠΩΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ;

 Ποιους πολεμά περισσότερο ο διάβολος; Πώς αντιστεκόμαστε; 

Όλους τους ανθρώπους τους πολεμάει ο διάβολος, γιατί όλους θέλει να τους κολάσει. Αλλά περισσότερο πολεμάει τους ενάρετους, αυτούς που αγωνίζονται με πόθο «τον καλό αγώνα της πίστεως» (βλ. Α΄ Τιμ. ς΄ 12), αυτούς που έχουν καρπούς πνευματικούς. Όπως τα παιδιά πετούν πέτρες στις καρυδιές που έχουν καρύδια, έτσι και ο διάβολος πετροβολάει αυτούς που έχουν καρπούς πνευματικούς. Κι όπως ο κλέφτης πηγαίνει να κλέψει εκεί όπου υπάρχουν θησαυροί υλικοί, έτσι κι ο διάβολος πηγαίνει να κλέψει εκεί όπου υπάρχουν θησαυροί πνευματικοί. 

Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι «ο κλέπτης ουκ έρχεται όπου καλάμη, και χόρτος, και ξύλον αλλ’ όπου κείται χρυσός, ή άργυρος, ή μαργαρίτης». Δεν πηγαίνει να συλήσει αχυροκαλύβες ή ξύλινες παράγκες. Διότι εκεί δεν υπάρχουν πράγματα αξίας. Πηγαίνει στα πλουσιόσπιτα, που έχουν χρήματα πολλά, ασημικά, χρυσαφικά ή άλλα πράγματα μεγάλης αξίας. Πηγαίνει στις τράπεζες και τις χρηματαποστολές, εκεί που θα γεμίσει σάκο ολόκληρο. Έτσι κι ο διάβολος «ουκ εισέρχεται όπου πόρνος, ή βέβηλος, ή άρπαξ, ή πλεονέκτης» (ΕΠΕ 33, 406). 

Δεν πηγαίνει να πολεμήσει ανήθικους ή βέβηλους ή άρπαγες ή πλεονέκτες. Αυτούς τους έχει δεμένους με το πάθος και τους ξεγελάει ευκολότερα. Περισσότερη δουλειά έχει να κάνει, όταν πηγαίνει να πολεμήσει αγωνιστές μοναχούς, που βαδίζουν με συνέπεια την οδό του αγιασμού, ή συνειδητοποιημένους χριστιανούς που αγωνίζονται με πόθο. Σε άλλη ομιλία του ο χρυσορρήμων Πατήρ παρατηρεί ότι οι πειρατές δεν επιτίθενται στα πλοία που μεταφέρουν άμμο, διότι η άμμος είναι φθηνό υλικό και τόσο βαρύ, που κανείς δεν κάνει τον κόπο να τη μεταφέρει στην πλάτη. Οι πειρατές επιτίθενται στα πλοία που μεταφέρουν αμύθητους θησαυρούς ή εμπορεύματα μεγάλης αξίας. Έτσι κι ο διάβολος επιτίθεται στους πιστούς που έχουν αρετή και αγιότητα (Ομιλία εις τον Ιώβ). Από την Αγία Γραφή πληροφορούμαστε ότι ο διάβολος έβαλε τα λαγωνικά του και κυνηγούσε να σκοτώσει τον πύρινο προφήτη Ηλία! 

Έκλεισε στη φυλακή και αποκεφάλισε τον κήρυκα της μετανοίας, τον τίμιο Πρόδρομο! Έριξε τα πεπυρωμένα βέλη του στον σώφρονα και πάγκαλο Ιωσήφ, που ήταν διαμάντι πνευματικό, τύπος του Χριστού! Πολέμησε τον πολύαθλο Ιώβ, που ήταν ακέραιος άνθρωπος, δίκαιος, θεοφοβούμενος και έφευγε μακριά από κάθε κακό και πονηρό πράγμα! 

Είναι τόσο αδίστακτος πειραστής, που πήγε να πειράξει στην έρημο ακόμη και τον Κύριό μας! Πώς επιτίθεται στις δικές μας ζωές; Τα ίδια κάνει και στον καθένα από μας ο μισάνθρωπος! Αν βλέπει ότι βαδίζουμε στην ευθεία οδό των εντολών του Θεού, προσπαθεί να μας κάνει να παρεκκλίνουμε! Αν βλέπει ότι δίνουμε μαρτυρία για τον Χριστό, επιχειρεί να μας φιμώσει. Αν βλέπει ότι κάνουμε το καλό, παρεμβάλλει εμπόδια για να μας ανακόψει. Αν βλέπει ότι προσευχόμαστε με θέρμη, φέρνει χασμουρητό και υπνηλία, για να σταματήσουμε να προσευχόμαστε. Παρακολουθεί πώς λατρεύουμε τον άγιο Θεό! Αν βλέπει ότι η σκέψη μας φεύγει πολύ μακριά ή γεμίζει από τον θόρυβο των βιοτικών φροντίδων, μένει πολύ ευχαριστημένος ο διάβολος. Αν όμως συμμετέχουμε συνειδητά στη θεία Λατρεία, αρχίζει να μας πολεμάει. Μας φέρνει αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια, εργασίες που αφήσαμε σε εκκρεμότητα, επείγοντα τηλεφωνήματα που έπρεπε να κάνουμε και δεν τα κάναμε, και τα όμοια. Κι αν δεν τα καταφέρει να στρέψει αλλού τα ενδιαφέροντά μας, καλεί και άλλους δαίμονες να τον βοηθήσουν. Παρακολουθεί πώς μελετούμε το ιερό Ευαγγέλιο! 

Εάν βλέπει ότι δεν προσηλώνεται η σκέψη μας στα νοήματα του θείου λόγου, δεν ανησυχεί ιδιαίτερα ο διάβολος. Γιατί γνωρίζει ότι αυτά που διαβάζουμε, μετά από λίγη ώρα θα τα ξεχάσουμε. Αν όμως είμαστε αγαθή γη που με λαχτάρα ακούμε τον λόγο του Θεού, που με ευλάβεια τον μελετούμε ημέρα και νύχτα, που τον κρύβουμε σαν θησαυρό βαθιά στην καρδιά μας και τον έχουμε οδηγό στη ζωή μας, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να διακόψουμε τη μελέτη του θείου λόγου και να ασχοληθούμε με κάτι άλλο. Από τα όσα γράφονται εννοούμε πόσο πανούργος εχθρός είναι ο αντίδικος, πόσο απατηλά στρατηγήματα επινοεί για να μας πλανήσει, με πόσο μεγάλη μανία εργάζεται το καταχθόνιο έργο του και με τι τέχνη αρπάζει κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, για να μας υποσκελίσει! Να μην τον φοβόμαστε. 

Αλλά οι πιστοί χριστιανοί να μην τον φοβόμαστε, διότι «μείζων εστίν ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω» (Α΄ Ιω. δ΄ 4). Να μάθουμε να διακρίνουμε τις παγίδες του και να λαμβάνουμε εγκαίρως τα μέτρα μας, «ίνα μη πλεονεκτηθώμεν υπό του σατανά ού γαρ αυτού τα νοήματα αγνοούμεν», γράφει ο θείος Απόστολος Παύλος (Β΄ Κορ. β΄ 11). Κι ακόμη να ταπεινοφρονούμε, διότι την ταπείνωση δεν την αντέχει ο διάβολος. Μόλις ταπεινωθούμε, φεύγει από κοντά μας. 

Τέλος, να μην υποχωρούμε από την έπαλξή μας, όση κι αν είναι η πολεμική που ασκεί εναντίον μας ο σατανάς. «Αοκνος ψυχή εξήγειρε καθ’ εαυτής δαίμονας. Πληθυνθέντων δε πολέμων, επληθύνθησαν στέφανοι», γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Ο αγωνιστής του καλού αγώνα εξεγείρει εναντίον του τους δαίμονες. Αλλά όσο πιο πολύ αυτοί τον πολεμούν, τόσο περισσότερο τον δοξάζει ο αγωνοθέτης Κύριος! 

Βήμα Ορθοδοξίας

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Ή ΕΞΕΛΙΞΗ; ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ!


 Δημιουργία ή εξέλιξη;
Μέσα από την οπτική γωνία των οσίων Γερόντων της εποχής μας 

Μια συμβολή στο τεράστιο ερμηνευτικό πρόβλημα της Γένεσης μέσα από τη βιβλική κειμενική παράδοση και τη χαρισματική οπτική των ηγιασμένων γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου και Ιωσήφ.

Τα βιβλικά κείμενα είναι θεόπνευστα (Β’ Τιμ. γ’ 16) και για τον λόγο αυτόν τα ενέταξε στον Κανόνα της θεολογίας, της λατρείας και της ζωής της η Εκκλησία του Χριστού. Την ίδια ώρα, όμως, είναι πρωτίστως και κατεξοχήν θεολογικά συγγράμματα και όχι επιστημονικές πραγματείες. Πάνω στο σημείο τούτο έχουν δημιουργηθεί τα μύρια όσα προβλήματα και οι παρεξηγήσεις με την επιστήμη πάνω στο επίπεδο μιας άγονης και σκληρότατης αντιπαράθεσης, στην οποία απαντώνται αφενός η ανώριμη και απαράδεκτη αντιεπιστημονική στάση και απαξίωση των αγνωστικιζόντων και αθρήσκων και αφετέρου η άκυρη και άκοσμη απολογητική πολεμική διάθεση των θεολογούντων και των κληρικών. Οι επαμφοτερίζουσες εμμονικές τάσεις, αμφιθυμικές αντιδράσεις και προκαταληπτικές διαθέσεις των μεν εναντίον των δε, στην τελική δεν ωφελούν προς καμία κατεύθυνση, αμαυρώνουν τον διάλογο και σκιάζουν τις ειλικρινείς και έντιμες προθέσεις και προσπάθειες ενίων και τις όποιες δυνατότητες προσέγγισης της αλήθειας των εν λόγω πραγμάτων.

Η ερμηνευτική της Γένεσης, τουλάχιστον για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και τα κατ’ αυτήν θεολογικά δεδομένα, δύναται να ρίξει άπλετο φως στο θέμα της κοσμολογίας και της ανθρωπολογίας σε συνεργασία - και εξάπαντος άνευ ανταγωνιστικής ή και εχθρικής διαλεκτικής προαιρέσεως – με την επιστημονική κοινότητα και τις συνεχείς κατακτήσεις της. Το παραμένον σε κάθε περίπτωση πλεονέκτημα της αποκαλυπτικής διάστασης σε σχέση με την επιστημονική μεθοδολογία, φιλοσοφία και προπαντός δυνατότητα, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από όλους και να μην παρακάμπτεται μέσα στην περιρρέουσα αγνωστικιστική και εκκοσμικευτική ατμόσφαιρα των καιρών, που εν είδει χειμάρρου παρασύρει σε πλάνες, παρεξηγήσεις και παρερμηνείες ακόμη και εκπροσώπους της θεολογικής πλευράς. Την ίδια ώρα δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε την απαράδεκτη απολογητική νοοτροπία εκπροσώπων (προπαντός) χριστιανικών παρεκκλησιαστικών Οργανώσεων, οι οποίοι κατά μίμησιν της δυτικής αντίστοιχης αντιρρητικής διάτρητης παραδόσεως ήρθαν σε παιγνιώδη αντιπαράθεση με την επιστήμη και την αθεΐα, επιτυγχάνοντας, δυστυχώς, τα ακριβώς αντίθετα και ανεπιθύμητα αποτελέσματα και χορηγώντας στους «αντικειμένους» επιχειρήματα και ευλογοφανή προσχήματα, ώστε να προσβάλλουν βάναυσα τη σχετική «χριστιανική» επιχειρηματολογία και να δυσφημούν με δριμύτητα τη γνήσια εκκλησιαστική παράδοση.

Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα αναρτημένο κείμενο στο διαδίκτυο αναφορικά με επί σχετικών θεμάτων τοποθέτηση του γέροντος Παϊσίου. Μια οιαδήποτε μαρτυρία για έναν σύγχρονο άγιο οφείλει βεβαίως να είναι ελεγχόμενη ως προς κάθε πτυχή της. Ανεξάρτητα, λοιπόν, με την αξιοπιστία της πηγής, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την ουσία των επιχειρημάτων που φέρονται εξερχόμενα δια στόματος του σύγχρονου οσίου και τα οποία δεν φαίνεται να απέχουν από το πνεύμα του πατρός, τουλάχιστον για όσους τον γνώρισαν κάπως περισσότερο είτε δια ζώσης είτε δια των γραφομένων του.

Ο π. Παΐσιος φαίνεται να συνδυάζει ένα χωρίο από τον Ιώβ (λη’ 14) με αντίστοιχα χωρία από τη Γένεση (α’ 20-26, β’ 7), στα οποία ο προσεκτικός αναγνώστης εντοπίζει ουσιαστική διαφορά στον τρόπο της κτίσεως του ανθρώπου και των λοιπών όντων. Πράγματι, στην περίπτωση του ανθρώπου η ποίησις (ποιήσωμεν) συνδυάζεται μονάχα με την πλάσιν, κάτι που δεν ισχύει για τα φυτά, τα άλογα ζώα και τα πτηνά. Στην περίπτωση των τελευταίων δίνεται η εντολή από τον Θεό τής «εξαγωγής» τους από τη «γη» ή από τα «ύδατα», κάτι που δεν καταγράφεται για τον άνθρωπο. Η θεία προσταγή για την άλογη κτίση δικαιολογεί τον τρόπο της εξέλιξης και με την πρόθεση ἐκ (βλ. Γεν. β’ 9) – η διαφοροποίηση ως προς τον άνθρωπο σημαίνεται μάλλον με την πρόθεση ἀπό λίγο παραπάνω (β’ 7). Αυτό δεν το αρνείται, εξάλλου, ούτε η ίδια η Πατερική παράδοση, όπως για παράδειγμα ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης που μίλησε για την σπερματική «προκαταβολή» της ουσίας των όντων στην αρχή της δημιουργίας, χάρη στην οποία προήχθησαν εξελικτικά και σταδιακά στο είναι. Η ίδια, επίσης, η διήγηση της Γενέσεως με την εξελικτικής διαστάσεως πρόοδο των έξι πρώτων «ημερών» και η σύγχρονη Βιολογία και Γεωλογία συμφωνούν πάνω στη φυσική τάξη και πορεία του εξελικτικού τούτου χαρακτήρος της δημιουργίας του κόσμου.

Ας δούμε, όμως, κάποιες «ειδοποιούς» διαφορές, έστω και αν δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά, αλλά αμυδρώς ενυπάρχουν στο βιβλικό κείμενο και σηματοδοτούν την ετερουσιότητα των άλογων και των έλλογων όντων, καθώς και τη συνακόλουθη ετερότητα στον τρόπο της κτίσης τους. Η πρώτη, καθώς είδαμε, είναι η «δημιουργική εντολή» στην περίπτωση των αλόγων, των φυτικών και λοιπών όντων, όχι όμως και στον άνθρωπο, για τον οποίο υπάρχει ιδιαίτερη δημιουργική θεία απόφαση (ποιήσωμεν). Δεύτερον, στα φυτά, στα ζώα και στα πτηνά ακολουθεί και τονίζεται με χαρακτηριστικές επαναλήψεις, ειδικότερα στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, η φράση «κατά γένος». Η θεία πρόγνωση εν προκειμένω προφανέστατα προλαμβάνει τις αθεϊστικού χαρακτήρος θεωρητικές υποθέσεις περί της εξελικτικής μετάβασης από είδος σε είδος (π.χ. από πίθηκο σε άνθρωπο), υπογραμμίζοντας την ετερότητα και το ασύγχυτον των ειδών – παρομοίως φαίνεται να ενεργεί και στην υπογράμμιση της διττής διάκρισης των φύλων (Γεν. α’ 27). Το αξιοπρόσεχτο εδώ είναι ότι, ενώ η φράση «κατά γένος» ακολουθεί αμέσως μετά το όνομα τής καθεμιάς κατηγορίας ζώων, στον άνθρωπο έπεται αμέσως και με την ίδια πρόθεση (κατά) η φοβερή διατύπωση «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Πρόκειται, ως διαφαίνεται, για ένα ξέχωρο «γένος», το οποίο ανάγεται και αναφέρεται άμεσα στον ίδιο τον Θεό (Πρ. ιζ’ 28), οπότε δεν μπορεί να τεθεί στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με τα λοιπά γένη των ζώντων οργανισμών, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί και κάτι ολότελα ξένο προς αυτά (δηλούμενο δια της σχετικής ορολογίας, όπως πηλός, γη, χους, ζώον). Τρίτον, ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα «χοῦς ἀπὸ τῆς γῆς». Στο κείμενο της Γένεσης, αμέσως μετά τη δημιουργία του χοϊκού σκεύους (σώματος), αναφέρεται η χορήγηση της πνοής ζωής στο πρόσωπον αυτού (Γεν. β’ 7), ενώ στο χωρίο του Ιώβ το «λαλητόν», όπου έχουμε σαφή υποδήλωση της ύπαρξης λογικής ψυχής στον Αδάμ, κάτι που δεν υφίσταται ούτε για τα ανώτερα θηλαστικά.

Αν θα θέλαμε να δούμε ένα τέταρτο στοιχείο, θα το βρίσκαμε στην πλάση του προπάτορος ως «χοῦ ἀπὸ τῆς γῆς» (Γεν. β’ 7). Το ίδιο έχουμε και στο προαναφερθέν χωρίο από τον Ιώβ (λαβὼν γῆν πηλόν), στα οποία φαίνεται ξεκάθαρα ότι ελήφθη «πηλός» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και κατεσκευάσθη το σώμα και το ζωικό ή «κτηνώδες» στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. Στην ευαγγελική περικοπή με τον εκ γενετής τυφλό βλέπουμε τον Χριστό να χρίει με πηλό τις άδειες κόγχες των οφθαλμών εκείνου και να τον μεταποιεί σε βολβούς (Ιω. θ’ 6-7). Η αναλογία και η υποδήλωση προφανής. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός του πρώτου ανθρώπου στην Εδέμ. Αυτός, πάλι με έκτακτο τρόπο (συγκριτικά πάντοτε με τους νόμους της περιρρέουσας εξελικτικής γενέσεως των ορατών και υλικών όντων), από την πλευρά του Αδάμ έφτιαξε έναν δεύτερο άνθρωπο, την Εύα (Γεν. β’ 21-22). Αν συνυπολογίσουμε και το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων (Ματθ. ιδ’ 13-21), τότε τίποτε δεν μας εμποδίζει να αμφισβητήσουμε και να απορρίψουμε τη θεία απερινόητη βούληση για μια θαυματουργικά άμεση (υλο)ποίηση του Αδάμ, σε αντιδιαστολή με τη «φυσικότερη» εξελικτική δημιουργία των λοιπών οργανισμών. Οι φράσεις «ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς» και «ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ ᾿Αδάμ, εἰς γυναῖκα» ίσως είναι ενδεικτικές και παραπεμπτικές του τρόπου της δημιουργίας και του πρώτου ανδρός, θέτοντας όπου «πλευρά» τη λέξη «πηλός».

Οι ενστάσεις του τύπου για ποιον λόγο να προτιμήσει τον τρόπο αυτόν ο Θεός, ενώ ήδη, ευθύς εξαρχής και σε αμέτρητο βάθος αιώνων οδηγούσε την εξέλιξη και θα μπορούσε σύμφωνα με αυτήν να ενεργήσει και ως προς τον Αδάμ, δεν είναι κάτι που έχει δικαίωμα ή τη δύναμη να συλλάβει και να απαντήσει η ανθρώπινη μικρότητα και ατέλεια (Ρωμ. ια’ 33-34). Τα κείμενα πάντως σημαίνουν κάποια έκτακτη και άμεση πλάση, στην οποία δεν υπάρχει, βέβαια, ουδείς λόγος να υποθέτουμε ή να φανταζόμαστε οιανδήποτε «κούκλα», που άρχισε να «δερματώνεται» και να «νευρώνεται». Ο τρόπος της κτίσης του υλικού (σωματοψυχικού) στοιχείου της ανθρώπινης φύσης θα συνιστά πάντοτε ένα μυστήριο κρυμμένο στα βάθη της θεότητος, στο οποίο μας εισάγει με αμυδρό τρόπο η «μυθική» (τουτέστιν εικονική και συμβολική) γλώσσα της Βίβλου.

Το έκτακτο και πρωτοφανές της πλάσης του Αδάμ δεν μπορεί, ως είδαμε, να αποκλειστεί και εκ της ακολουθούσης θαυμαστής δημιουργίας της Εύας δι’ αναπλάσεως τμήματος του σώματός του, γεγονός που παραπέμπει στη σημερινή μέθοδο της κλωνοποίησης! Στο σημείο τούτο θα είχαμε τη δυνατότητα να αναφερθούμε σε μια παραλλαγή αυτής της πίστης στην άμεση και ιδιαίτερη δημιουργία του ανθρώπου. Θα μπορούσε, δηλαδή, κάποιος να ισχυρισθεί ότι δεν θα ήταν απίθανο ή βλάσφημο να υποστηρίξουμε μία «κατά γένος» μοναδική εξέλιξη του ανθρώπου ως ξέχωρου είδους κατά τον τρόπο των λοιπών εμβίων όντων. Ίσως αυτή η θεώρηση - υπόθεση δεν θα ήταν τόσο ενοχλητική ή αστοχούσα, αν δεν προέκυπταν εξ αυτής πλείστα όσα άλλα προβληματικά ζητήματα. Για παράδειγμα, ποιον (συγκεκριμένο;) «ανθρωπίδα» επέλεξε ο Θεός να καταστήσει άνθρωπο (εμφυσώντας του λογική ψυχή), χωρίς να αναφέρεται πουθενά η ταυτόχρονη ύπαρξη άλλων ομοειδών «ζώων» (ο Αδάμ ήταν μόνος [Γεν. β’ 18,20]);Γιατί ο δεύτερος άνθρωπος να φτιαχτεί με ύπνωση του πρώτου και όχι με τον ίδιο τρόπο με εκείνον; Πώς εμφανίζονται ο Αδάμ και η Εύα κάτοχοι τοσούτον προχωρημένης λογικής και (δια)λεκτικής ικανότητος (δεν προϋποτίθεται κάποια ισχυρότατη εξέλιξη προς τούτο, γεγονός που δεν υποστηρίζεται με τίποτε στα προϊστορικά δεδομένα;), ως και θεοπτικής δυνατότητος και εμπειρίας; Αυτά και πολλά έτερα συναφή προσκόμματα προβάλλουν αμείλικτα, απτόμενα, θα λέγαμε, και της ίδιας της ιστορικής υπόστασης των προπατόρων.

Το κείμενο και η παράδοση της Εκκλησίας συνηγορούν εν γένει στο έκτακτο και διαφορότροπο της πλάσης του πρωτανθρώπου. Αλλά και την ως άνω υπόθεση (της κατά γένος μοναδικής ανθρώπινης εξέλιξης) αν δεχόμασταν θεωρητικώς κάποια στιγμή αποδειχθείσα δια της μελλούσης προόδου των επιστημών, δεν μπορούμε παρά να επανέλθουμε αναπόφευκτα στο ζήτημα της εξελικτικής προόδου από είδος σε είδος (δαρβινική θεωρία) και στον υπερτονισμό τού «κατά γένος» των όντων στο βιβλίο της Γένεσης. Εδώ έρχεται να μας συνδράμει υπερβατικώ τω τρόπω ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Ο γράφων προ ενός έτους έγινε αποδέκτης μιας άγνωστης μέχρι τώρα μαρτυρίας αναφορικά με το καυτό τούτο ζήτημα. Παλαιότερος συνάδελφος βιολόγος, που είχε γνωρίσει εν ζωή τον νεοφανή Άγιο, και ενώ αποχωρούσε από το κελάκι του γέροντος, αφού τον ρώτησε προηγουμένως προσωπικά του ζητήματα, τον σταμάτησε στην πόρτα η φωνή του αγιορείτη: «τι λες για τη θεωρία της εξέλιξης»; Σημειωτέον ότι ο εκπαιδευτικός είχε κατά νου να θέσει το ζήτημα στον όσιο, αλλά στην πορεία της συζήτησής τους το είχε λησμονήσει. Η χαρισματική, εντούτοις, κεραία του αγίου δεν το άφησε αναπάντητο. Η τοποθέτηση του οσίου έγινε με μια ρητορική ερώτηση: «πες τους αν μπορούν να ζευγαρώσουν έναν αρσενικό πίθηκο με μια γυναίκα ή έναν άνδρα με έναν θηλυκό πίθηκο». Το προφανές συμπέρασμα στο οποίο ήθελε ο πολυχαρισματούχος πατήρ να καταλήξει ήταν πως είναι αδύνατη η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο. Η δημιουργία των όντων «κατά γένη» συνηγορεί εν προκειμένω και επαυξάνει τη συγκεκριμένη βιβλική θεώρηση του πράγματος.

Το πρώτο πρόβλημα που δημιουργείται εξάπαντος στην επιστημονική παρατήρηση, αλλά και σε όλους μας, είναι ότι βλέπουμε στον άνθρωπο στοιχεία εξέλιξης μετά την πτώση. Το πιο βασικό, όμως, είναι ότι το μυστήριο της πρώτης μας δημιουργίας απεκρύβη στην πληρότητά του από τον Θεό και λόγω της θόλωσης μέχρι τυφλώσεως των πνευματικών μας οφθαλμών εξαιτίας της εμφάνισης της αμαρτίας, αλλά και χάρη στην ανεξιχνίαστη πρόνοια του Θεού, ο οποίος, περιφρουρώντας την ανθρώπινη ελευθερία, αποκαλύπτει στο πλάσμα του μονάχα όσα Εκείνος κρίνει και βούλεται, χωρίς να εκβιάζει στην πίστη την προαίρεση εκάστου λογικού δημιουργήματος. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει και μια ακόμη ουσιαστική παράμετρος. Πόσο, δηλαδή, είναι εφικτό - ακόμη και σήμερα, με την αλματώδη πρόοδο των πάσης φύσεως γνώσεων και της τεχνολογίας - να περιγραφεί ικανοποιητικώς η κατασκευή του πρώτου ανθρωπίνου όντος; Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε εν προκειμένω και τη χαμηλότατη μορφωτική και επιστημονική στάθμη της εποχής κατά την οποία συντάχθηκαν τα βιβλικά κείμενα, τότε προσωπικά δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο δεν ήθελε ή δεν ήταν κατορθωτό στον σχεδιασμό της θείας οικονομίας να παραδώσει με πιο εύστοχο τρόπο τα αρχέγονα και υπερφυή εκείνα γεγονότα, όσον αφορά ακόμα και το επίπεδο της σωματικής διάστασης της ανθρώπινης ολότητος - πόσω δε μάλλον επί της ψυχικής και πνευματικής αντίστοιχης!

Σε γενικές γραμμές θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι μονάχα η δημιουργία του ανθρώπου ακατάληπτη και μυστηριώδης, αλλά ακόμη και η εξελικτική διαδικασία της γενέσεως των υπολοίπων ειδών ενέχει ανερμήνευτα στοιχεία, όπως για παράδειγμα, σύμφωνα και με την εύστοχη παρατήρηση φίλου φυσικού, τα «άλματα» από την άβια στην έμβια ύλη και η ομόλογη μετάβαση στη νοημοσύνη, τα οποία ευκολότερα οδηγούν στην πίστη σε μια έκτακτη θεία παρέμβαση παρά σε φυσικές λειτουργίες εντός του σύμπαντος. Έτσι, φαίνεται πως δεν υπάρχει καταλληλότερη γλώσσα περιγραφής των εν λόγω βιβλικών γεγονότων από την επιλεγείσα «μυθική». Σε τελική ανάλυση, αυτό που πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου είναι πως πρόκειται κατά βάση για θεολογικά κείμενα, των οποίων η πεμπτουσία εστιάζεται στη διάκριση κτίσης και Κτίστου και στην προβολή της μεταξύ τους σχέσης.

Εκείνο που δυνάμεθα (τόσο εξ αυτών τούτων των πραγμάτων, όσο και δια των επιστημονικών μεθόδων και οργάνων) να παρατηρήσουμε μετά την έξοδο από τον πρώτο Παράδεισο είναι οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, οι οποίες εντοπίζονται και στους νόμους της εξέλιξης, στη φθορά και στον θάνατο. Θα λέγαμε πως οι «δερμάτινοι χιτώνες» (Γεν. γ’ 21) τους οποίους περιεβλήθησαν οι πρωτόπλαστοι σηματοδοτούν και την είσοδο, μάλλον την πτώση – παράδοση της φύσης μας στους νόμους της κτιστότητάς της, υπεράνω των οποίων και των συνεπειών τους ίστατο μέχρι την ώρα εκείνη εξαιτίας των νόμων της Χάριτος, εν ενεργεία όντας εν τη Εδέμ. Μαρτυρείται, άλλως, η έκπτωση από το αρχέγονο κάλλος, η απώλεια της στολής της αφθαρσίας (της Χάρης του Θεού, της αγιότητος) και η παραχώρηση στη φύση μας των άφευκτων συνεπειών της κτιστότητος - οι οποίες λειτουργούν αναποδράστως, αν και εφόσον δεν παρεμβληθεί ο υπερβατικός παράγων της άκτιστης θείας ενέργειας – τις οποίες υφίστατο ήδη, σύμφωνα με κάποιους Πατέρες, η λοιπή άλογη κτίση, συρόμενη άκουσα και βιαίως σε αυτήν την τραγική κατάσταση και άνευ δικής της υπαιτιότητας, λόγω της ανθρώπινης αμαρτωλότητος (Ρωμ. η’ 20-22).

Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, βλέπουμε να λειτουργούν μετά την πτώση οι νόμοι της εξέλιξης εντός του ανθρώπινου γένους (σταδιακή απώλεια κοσμολογικής και θεολογικής γνώσεως, διαστροφή φυσικών χαρακτηριστικών, ανταγωνισμός των φύλων, διαφοροποίηση σε φυλές, ασθένειες, γήρανση, θάνατος). Είναι πλούσια η γκάμα των Πατερικών ερμηνειών επί του εν λόγω ζητήματος. Πιθανότατα, αν δεν συνέβαινε η πτώση του Αδάμ, δεν θα ατενίζαμε τελούντα εν ενεργεία πολλά πράγματα και καταστάσεις από όσες μας φαίνονται σήμερα εντελώς φυσικές (για παράδειγμα η νυν λειτουργία των φύλων και οι ασθένειες). Το θέμα, ωστόσο, δεν έγκειται σε αυτό το επίπεδο ούτε για τον Θεό ούτε για τον άνθρωπο. Βρίσκεται εξάπαντος στην ανάκτηση της απολεσθείσης Χάριτος δια της μετανοίας και των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Η ικανοποίηση της ανθρώπινης περιέργειας και των ψιλών γνωστικών επιθυμιών της φύσης μας δεν είναι σε καμιά περίπτωση το ζητούμενο για εμάς, όσο η οντολογική γνώση του Θεού δια της κοινωνίας μαζί Του. Μετά την πλήρωση αυτής της παραμέτρου δίδεται άνωθεν και πάσα η κοσμολογική και ανθρωπολογική γνώση, όπως το παρατηρούμε στην περίπτωση ουκ ολίγων Αγίων.

Σήμερα η Βιολογία εντοπίζει τεράστιες ομοιότητες στο
DNAτου ανθρώπου με αυτό των ζώων Η επιστήμη (και δη η άθρησκη εκπροσώπησή της) διακηρύσσει τοιουτοτρόπως πανηγυρικά την προκαταληπτικής και μονομερούς διάστασης φυσιοκρατική – ίσον ειδωλολατρική – θέασή της στην κοσμολογική ερμηνεία του σύμπαντος. Ο χριστιανός, αντίθετα, διορά εν προκειμένω το άπειρο, ακατάληπτο και υπερθαύμαστο σχέδιο του Κυρίου, ο οποίος μέσα στην ομοουσιότητα του κτιστού είναι ξεχώρισε ένα ον, τον άνθρωπο, και τον συνέδεσε με την αόρατη και πνευματική δημιουργία του (τους αγγέλους), πάνω από όλα όμως και, όπερ το ύψιστον, με τον ίδιο τον Εαυτό του (κατ’ εικόνα). Ο χους εξάπαντος περιέχει στοιχεία που μεταποιημένα συνέστησαν το ανθρώπινο γονιδίωμα, ως και το αντίστοιχο των υπόλοιπων ζώων. Ο παντοδύναμος Θεός των άπειρων γαλαξιών πάντη φυσικά (ως προς τον ίδιο), άνετα και αβίαστα ενήργησε εκτάκτως την ποίηση του Αδάμ, του ιερέως, της κορωνίδος, της σύνοψης της ορατής και αοράτου κτίσεώς Του. Γιατί, άραγε, να μη συνέβη το αντίστροφο και ο υπόλοιπος κόσμος να εποιήθη καθ’ ομοίωσιν του Αδάμ, του τελειότερου κτίσματος του Θεού, μιλώντας εν προκειμένω με κάποια θεολογική ελευθεριότητα; Η ομοιότητα, μάλιστα, τούτη εντείνεται όσο προχωράμε προς τα ανώτερα θηλαστικά, δηλαδή ολίγον προ της κτίσεως του ανθρώπου. Εμείς, αντιθέτως, βλέπουμε αντεστραμμένα (μάλλον διεστραμμένα) τα πράγματα, με τις διόπτρες της αθεΐας και του στυγνού επιστημονισμού, υποβιβάζοντας τον θεοειδή Αδάμ σε μία εξ αλόγων και κατωτέρων κτηνών υποθετική προέλευσή του.

Ο Αδάμ ήταν ένα σχεδόν τέλειο (: δεν είχε τελειωθεί εν Χριστώ ακόμη) δημιούργημα, ποιηθέν κατ’ εικόνα Θεού. Αυτό σημαίνεται ή υποδηλώνεται εντός του κειμένου με την αναφορά στην υπ’ αυτού χρήση ενδιάθετου και προφορικού λόγου, στη δυνατότητά του να συνομιλεί με τον ίδιο τον Θεό και στη ρητή αποκάλυψη της βαθύτερης τελολογίας τού είναι του, στο καθ’ ομοίωσιν της Τριάδος. Αυτά όλα προϋποθέτουν ύψιστο βαθμό ανάπτυξης και κατ’ ουσίαν ποιότητος, τα οποία δεν φαίνονται εξηγούμενα επαρκώς παρά μονάχα με τον τρόπο μιας ετερότροπης δημιουργίας του εκ Θεού. Πιθανότατα η ομοιότητα με το πρωτότυπό του - τον εκ του μέλλοντος ερχόμενο σαρκωθέντα Λόγο, τον Έσχατο Αδάμ (Α’ Κορ. ιε’ 45) – επεκτεινόταν και στο σωματικό είδος, στην εξωτερική μορφή. Η εξέλιξη την οποία επεδέχετο ο Αδάμ, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Κυρίου, θα ήταν, κατεξοχήν και πάνω από οτιδήποτε άλλο, πνευματικής φύσεως. Πρόκειται περί της θεουργικής ενχρίστωσής του (Γεν. α’ 26),εφόσον αυτοπροαίρετα θα αγωνιζόταν αγιοπνευματικά στην τήρηση της θείας εντολής (Γεν. γ’ 2-3). Η συνέχεια είναι γνωστή. Η πτώση από τη θεία ζωή τον οδήγησε σε πολυεπίπεδη κατάπτωση, στην υπαγωγή του στους νόμους της φυσικής εξελικτικής διαδικασίας και των λοιπών όντων, στον μοιραίο κύκλο της υποταγής στην ενδοκτισιακή ανάγκη άχρι θανάτου και στην επιβάρυνση του γονιδιώματός του με τα στίγματα της αμαρτίας, τους τύπους της αρνητικής ψυχοσωματικής κληρονομικότητος και την πολυδιάστατη κατ’ αυτού εχθρότητα του φυσικού και κοινωνικού του περιβάλλοντος. Την αναστολή της θανατηφόρας τούτης διαδικασίας αναστέλλει η Σάρκωση του Λόγου με τη δωρεά της Χάρης των Μυστηρίων και του αγώνα της μετανοίας και την ολοκληρώνει το σχέδιο της Τριαδικής Οικονομίας δια της αναπλάσεως της ημετέρας πεπτωκυίας φύσεως κατά την κοινή εξανάσταση των νεκρών και της προσδοκώμενης ανακαίνισης του σύμπαντος άμα τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.

Οι φυσιοκρατικές ερμηνείες (τύπου δαρβινικής), αλλά και έτερες απομυθευτικές με πάτρωνες ενίους βιβλικούς και άλλους θεολόγους (καταγωγή της ιστορίας και της θεολογίας της Δημιουργίας στο επίπεδο του απλού μύθου και του ψιλού συμβολισμού), όπως και πάσα αιρετική θεωρία, αποτελούν προφανώς καρπό στείρας λογοκρατικής και δαιμονικής προέλευσης και εισήγησης. Σώζεται ένα παεριστατικό με τον όσιο γέροντα Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη, που αισθάνθηκε δυσωδία (σημείο εκ Θεού) εξερχόμενη από συνομιλητή του θεολόγο, ο οποίος πίστευε στις πλανεμένες αυτές περί εξελίξεως θεωρίες.Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απάντηση του ηγιασμένου πατρός, η οποία καταδεικνύει πως το προκείμενο ερμηνευτικό πρόβλημα εστιάζεται κατεξοχήν στην έλλειψη των ορθοδόξων προϋποθέσεων, των τόσο υπονομευμένων και ελλειπουσών στις μέρες μας: «Καλά, όταν εκθέτης μια θεωρία, μια αντίληψι, γιατί δεν παίρνεις ορθοδόξους θεολόγους, αγίους Πατέρας, αλλά παίρνεις από τους άλλους, τους ξένους, τους Προτεστάντες, τους Εβραίους, τους Μασώνους…, αυτοί δεν είναι χριστιανοί! Γιατί δεν παίρνεις τους αγίους Πατέρας; Τότε κατοχυρώνεται μια θεωρία ή μία άποψις όταν βεβαιώνεται είτε από την Αγία Γραφή είτε από τους αγίους θεοφόρους Πατέρας» (η υπογράμμιση δική μας).

Η Εκκλησία δεν απορρίπτει την εξέλιξη ούτε κοντράρεται με την επιστημονική κοινότητα. Άλλωστε, και νόημα δεν έχει τούτο (ανυπόστατο γαρ εκ της απλής ακόμη παρατήρησης), αλλά και την ίδια την επιστήμη ο Θεός την εποίησε και την ευλόγησε μέσα στο κατ’ εικόνα της δημιουργίας μας. Αυτό που κάνει η εκκλησιαστική Παράδοση είναι αφενός να συνεισφέρει χαρισματικά στη διαδικασία της ερμηνείας του κόσμου και αφετέρου να την τελειώνει στο εσχατολογικό και ευχαριστιακό γεγονός της θέωσης εν Χριστώ και Πνεύματι. Το πιο σημαντικό, εξάλλου, το οποίο δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε είναι ότι η δημιουργία είναι μια διηνεκής διαδικασία που ολοκληρώνεται – ει και ατέλεστος κατ’ ουσίαν και αέναος - στη Βασιλεία του Θεού και έχει εσχατολογική πηγή και προορισμό, ανατρέποντας τις ψυχολογικές μας και λοιπές αντιληπτικές προσλαμβάνουσες και δυνατότητες για τον χρόνο, τον τρόπο, τον τόπο και την αιτία του οντολογικού μέγιστου προορισμού της υπάρξεώς μας, δηλαδή της θεώσεως. Με λίγα λόγια, το πρωτεύον δεν είναι – ακόμη ούτε στην αρχική δημιουργία – η πλάσις, αλλά η ανάπλασις εν Χριστώ της ανθρώπινης ενυπόστατης φύσεως, δηλαδή η πλήρης και αιώνια κοινωνία με την υπερούσιο και άκτιστη Τριαδική Θεότητα.

Ο Θεός Πατήρ έπλασε τον χοϊκό (ψυχοσωματικό) άνθρωπο με τα δυο χέρια Του, τον Υιό και το Πανάγιο Πνεύμα. Και τον στόλισε άμεσα με ένα ακόμη, το πλέον σημαντικό, υπαρκτικό ένδυμα: την άκτιστη θεοποιό Χάρη Του (πνοή ζωῆς). Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Ἅμα δὲ τὸ σῶμα καὶἡ ψυχὴ πέπλασται, οὐ τὸ μὲν πρότερον, τὸ δὲὕστερον».Ο θεολόγος πατήρ συνεχίζει με τις φυσικές καταβολές της αρχικής μας πλάσης: άκακος, ενάρετος, άλυπος, μικτός προσκυνητής, επόπτης και μύστης ορατής και νοουμένης κτίσεως και πολλά άλλα ακόμη. Η Εκκλησία, επίσης, ψάλλει: «Γῆθέν μου τό σῶμα διέπλασας, δέδωκάς δέ μοι ψυχήν τῇ θείᾳ σου καί ζωοποιῷἐμπνεύσει». Ρίχνοντας μια ματιά στην ορθόδοξη εικονογραφία και δη στην παράσταση της Αναστάσεως, θωρούμε τον Αδάμ και την Εύα ως ιστορικά πρόσωπα και όχι σαν συμβολικές παραστάσεις. Οι Προπάτορές μας τούτοι ενετάχθησαν στο εκκλησιαστικό Αγιολόγιο και εορτάζονται κάθε χρόνο από τα πλήθη των Ορθοδόξων πιστών μέσα στον μήνα Δεκέμβριο. Με όλα, επομένως, τα παραπάνω και, προπαντός, με τις ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις – με αυτές προσπαθήσαμε εν προκειμένω να προσεγγίσουμε τόσο δύσκολα και όχι ακίνδυνα ζητήματα, χωρίς εξάπαντος να διεκδικούμε δάφνες θεοπνευστίας και αλαθήτου, εν γνώσει μας δε των ποικίλων ενστάσεων που θα εγερθούν - μπορούμε να εγκύψουμε εκ νέου στο μυστήριο της πρώτης δημιουργίας του Ανθρώπου και, ψηλαφώντες ακροθιγώς, με φόβο, τρόμο και άκρα ταπείνωση και ευλάβεια, τα ελάχιστα παραδοθέντα σε μας ίχνη του, να αναφωνήσουμε και πάλι και πάντα και στους αιώνες δοξολογικώς μαζί με τον προφητάνακτα Δαυίδ: «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳἐποίησας»!

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΦΩΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 Τα τρία είδη του φωτός κατά τη διδασκαλία
του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 

Χωρίς αμφιβολία κεντρικό θέμα στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου) του Παλαμά είναι το φως, το θείο φως, γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα βασικά θέματα, όπως η διάκριση ουσίας και ενεργειών στη θεότητα, η γνώση του Θεού όχι διά της κοσμικής σοφίας αλλά διά του θείου φωτισμού, η νοερά προσευχή, ή άκτιστη θεία χάρη, το μεθεκτόν και αμεθεκτον του Θεού, η συμμετοχή του σώματος στη θέωση, η από του παρόντος κόσμου πρόγευση των εσχάτων και άλλα. Το περί θείου φωτός θέμα είναι κατά κάποιο τρόπο η πηγή από την οποία απορρέουν όλα τα άλλα. Και τούτο, γιατί η συζήτηση για τη φύση του φωτός, που βλέπουν οι άγιοι στις διάφορες θεοφάνειες και οράσεις, του φωτός της Μεταμορφώσεως του Χριστού επί του όρους Θαβώρ, ως και του φωτός που θα καταυγάσει τους αγίους κατά την μέλλουσα ζωή, κατά την οποία θα εκλάμψουν οι δίκαιοι ως ο ήλιος, παρήγαγε σχεδόν όλα τα άλλα βασικά όντως για την Ορθόδοξη Θεολογία θέματα. 

Τί αντιπροσωπεύει άραγε αύτη η έννοια του φωτός, που συναντάμε τόσο συχνά μέσα στην Αγία Γραφή, στην υμνολογία της λατρείας και στην λοιπή πατερική γραμματεία, όπου εμφανίζεται ό ίδιος ο Θεός να είναι φως, κατά την Ιωάννεια ρήση «Ο Θεός φως εστίν και εκ του φωτός αυτού να φωτίζονται όλα τα πνευματικά όντα, οι άγγελοι ως «δεύτερα φώτα» και κατόπιν οι άνθρωποι; Είναι απλώς μία μεταφορική, συμβολική έννοια, που δεν έχει κάποιο πραγματικό αντίκρυσμα στη θεότητα; Μία πρόσκαιρη και παροδική εμφάνιση του Θεού με την μορφή του αισθητού φωτός, που γίνεται και απογίνεται, και διαρκεί μόνο όσο διαρκεί η θεοφάνεια με τη μορφή της φωτοφανείας; Μήπως εκφράζει ακόμη την διανοητική, την νοητή γνώση, που με τους συλλογισμούς αποκτά ο άνθρωπος για την θεότητα μέσω της κτίσεως; 

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά παράγει όλα τα άλλα βασικά θέματα που αναφέραμε και διασαφεί τελικά αν το φως αποτελεί στοιχείο, μέρος, εκδήλωση, ενέργεια του Θεού, οπότε η ενασχόληση με αυτό ανήκει στη Θεολογία, με την κυρία έννοια της λέξεως, ως λόγου περί του Θεού καθ’ εαυτόν, ή αντίθετα αποτελεί στοιχείο, αισθητό και κτιστό, του κόσμου και του ανθρώπου, οπότε ο λόγος γι’ αυτό ανήκει στην κοσμολογία και στην ανθρωπολογία Πέρα όμως από αυτές τις θεωρητικές διαπιστώσεις δείχνει αν ο άνθρωπος, ελλαμπόμενος και φωτιζόμενος από αυτό το φως μετέχει πραγματικά του Θεού, θεώνεται, αν το φως είναι θεϊκό και άκτιστο, ή αντίθετα παραμένει στα δικά του μέτρα, στον χώρο του κτιστού και αισθητού κόσμου, χωρίς να αποκτά και να γεύεται κάτι από την θεότητα, αν το φως είναι κτιστό και αισθητό και διανοητικό. 

Η συζήτηση δηλαδή για τη φύση του φωτός, αν είναι άκτιστο ή κτιστό, συνδέεται με το αίτημα της θεώσεως και της σωτηρίας του ανθρώπου, της πραγματικής κοινωνίας και μετοχής του Θεού, έχει σωτηριολογικές επιπτώσεις. Οι αγώνες και η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά απέβλεπαν στο να διασφαλίσουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μετέχει του Θεού, να δείξουν ότι ο Θεός δεν είναι μόνον αμέθεκτος και υπερβατικός, μία απρόσιτη και ανενέργητη ουσία, αλλά είναι συγχρόνως ενδοκοσμικός και μεθεκτός, γιατί είναι αδύνατον να υπάρχει φύση και ουσία χωρίς ενέργειες, γιατί ο Θεός είναι ουσία ενεργητική, έχει ενέργειες, που είναι και αυτές θείες και άκτιστες. Και οι ενέργειες αυτές του Θεού δεν είναι θεωρητικές συλλήψεις του νου και διακρίσεις θεολογικές, αλλά απτή πραγματικότητα, την οποία παραδειγματικά και εκφαντορικά εκφράζει το θείο φως: «Φως ο Θεός ον κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν λέγεται». Το άκτιστο, αιώνιο, θείο και θεοποιό φως είναι η Χάρις του Θεού, γιατί το όνομα της Χάριτος αρμόζει στις θεϊκές ενέργειες, που μας δίδονται δωρεάν και απεργάζονται το έργο της θεώσεως και της σωτηρίας. Ενέργειες και Χάρις και θείον φως εκφράζουν το άνοιγμα του Θεού προς τον άνθρωπο, τη θεϊκή συγκατάβαση, για να μπορέσει ο άνθρωπος να γνωρίσει εμπειρικά το Θεό, να αποκτήσει αίσθηση, όραση και γνώση πνευματική, που είναι πολύ ανώτερες από την αισθητή γνώση, που αποκτούμε μέσω των αισθήσεων, αλλά και από την διανοητική γνώση, που αποκτούμε μέσω του νου, των συλλογισμών και της μαθήσεως. Είναι αδύνατον μέσω των αισθήσεων και του νου, μέσω δηλαδή κτιστών μέσων, να προσεγγίσει κανείς την άκτιστη θεότητα, η οποία γνωρίζεται μόνον μέσω των ιδικών της ενεργειών, διά του θείου και θεϊκού φωτός, το οποίο φωτίζει και καταλάμπει τους αξίους και κεκαθαρμενους. 

Στον «Αγιορείτικο Τόμο», που είναι έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, διακρίνει ο μύστης αυτός του φωτός και της Χάριτος με πολλή σαφήνεια και λεπτότητα τρία είδη φωτός, τα οποία οι αμύητοι και ατέλεστοι δεν ημπορούν να διακρίνουν και τα συγχέουν. Είναι εν πρώτοις το αισθητό φως, που αντιλαμβανόμαστε με την αίσθηση της οράσεως· είναι έπειτα το νοητό, το διανοητικό φως, τα διάφορα νοήματα, «η εν νοήμασι κείμενη γνώσις» που αντιλαμβανόμαστε με τον νου. Και τα δύο είναι κτιστά φώτα, που περιορίζονται και κινούνται το καθένα στο χώρο του ανάλογα με τη φύση του. Υπάρχει όμως και τρίτο φως, το θείο φως, η έλλαμψη του θεϊκού φωτός, το οποίο δεν είναι ούτε αισθητό, ούτε διανοητικό, είναι άκτιστο και θεϊκό, είναι ο ορατός χαρακτήρ της θεότητος. Το φως αυτό, μολονότι είναι υπερβατικό, υπεραισθητό και υπερνοητό ενεργεί μέσω της οράσεως και του νου, ώστε δι’ αυτών, εκπνευματισμένων και αλλοιωμένων, να βλέπουν οι άξιοι αυτά που είναι υπέρ νουν και υπέρ αίσθηαιν, πέρα δηλαδή από τον φυσικό χώρο των αισθήσεων και του νου. Είναι βασικό αυτό το κείμενο για την κατανόηση της περί φωτός διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου και αξίζει να παρατεθεί: «Άλλο φως αντιλαμβάνεται ο νους, άλλο η αίσθηση. Η αίσθηση αντιλαμβάνεται το αισθητό φως που δείχνει τα αισθητά ως αισθητά. Φως του νου είναι η γνώση που υπάρχει στα νοήματα. Δεν αντιλαμβάνονται λοιπόν το ίδιο φως η όραση και ο νους, αλλά έως ότου καθένα από αυτά ενεργεί κατά τη δική του φύση και μέσα στις κατά φύση συνθήκες. Όταν όμως οι άξιοι ευτυχήσουν να λάβουν πνευματική και υπέρλογη χάρη και δύναμη, τότε και με την αίσθηση και με το νου βλέπουν αυτά που είναι πάνω από κάθε αίσθηση και κάθε νου, με τρόπο που «γνωρίζει μόνο ο Θεός κι εκείνοι που δέχονται αυτές τις θείες ενέργειες» για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου». 

(Πρωτ. Θεοδ. Ζήση, Καθηγ. Παν/μίου, «Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης», εκδ. Βρυέννιος, σ.153-146)

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 Γάμος και οικογένεια κατά τον Ιερό Χρυσόστομο 

Γινόμαστε καθημερινώς μάρτυρες της ιδεολογικής σύγχυσης, της αλλοτρίωσης και αφασίας αξιών και θεσμών, που κατοχυρώνονται μάλιστα και νομοθετικά. Μεταξύ των θεσμών, που δέχονται πρωτοφανείς αλλαγές τα τελευταία χρόνια είναι και ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας. Πολιτικός γάμος, «κοινωνικές ενώσεις», γάμοι ομοφυλοφίλων, «αυτόματο» διαζύγιο, αποποινικοποίηση της μοιχείας, ηθελημένες μονογονεϊκές οικογένειες, ομοφυλόφιλες οικογένειες, ελεύθερες συμβιώσεις, είναι πλέον καταστάσεις και πρακτικές, που συχνά συναντούμε και στην πατρίδα μας. Διαπιστώνουμε δε ότι όλες αυτές οι αναθεωρήσεις και οι πραγματοποιούμενοι μετασχηματισμοί αποδυναμώνουν και οδηγούν στη διάλυση τον πανάρχαιο θεσμό του γάμου και της οικογένειας, υπονομεύοντας την ιερότητα, σταθερότητα και συνέχειά τους. Οι συνέπειες, κρίνονται εύλογα, ως δυσάρεστες και επικίνδυνες για την κοινωνική, οικογενειακή και προσωπική ζωή των ανθρώπων. Το δημιουργούμενο κλίμα είναι σαφώς ανατρεπτικό του πνεύματος της παράδοσής μας, το οποίο επιβιώνει εκεί όπου ζη η πατερικότητα, ως πεμπτουσία της ελληνορθόδοξης ταυτότητας.

Ο ιερός Χρυσόστομος, βαθύς γνώστης της ευεργετικής επίδρασης, που ασκεί και στα πρόσωπα και στην κοινωνία η βίωση της γνήσιας συζυγίας και της οικογενειακής συνοχής, τονίζει την αναγκαιότητα διατήρησης των θεσμών του γάμου και της οικογένειας, όπως η ευαγγελική αλήθεια μας τους απεκάλυψε και οι αγιασμένες ψυχές σ’ όλους τους αιώνες τους βίωσαν. Πεμπτουσία δε της συζυγικής και γονεϊκής αποστολής είναι η υπευθυνότητα και θυσιαστική αγάπη.

Ο λόγος του ιερού Πατέρα, έχοντας ισχύ διαχρονική, ως καρπός της θείας χάριτος και του γνήσιου ενδιαφέροντός του για την ποιότητα και καθολικότητα της ζωής όλων των ανθρώπων, έχει και σήμερα τη δύναμη να ποδηγετήσει όλους εκείνους, που επιθυμούν να ζήσουν τη γνήσια ανθρώπινη-ανθρωπόθεη ζωή.

Για τον χρυσορρήμονα Ιωάννη «μυστήριον ἀγάπης ἐστὶν ὁ γάμος. Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς…» (Πρὸς Κολοσσαεῖς, Ὁμιλία ΙΒ, ΕΠΕ 22, 342). Προτρέπει μάλιστα να μην περιφρονούμε αυτό το «μυστήριο», διότι «τύπος τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας ἐστὶν ὁ γάμος» (ὅπ.π., ΕΠΕ 22, 346).

Ουσία του γάμου και σύνδεσμος ακατάλυτος στις σχέσεις των συζύγων είναι η θυσιαστική αγάπη. «Τίποτε δεν ενώνει τόσο τη ζωή μας, θα διακηρύξει, όσο ο έρωτας του άνδρα και της γυναίκας… υπέρ αυτού παραδίδουν και την ψυχή τους» (Εἰς Ἐφεσίους, Ὁμ. Κ’ , ΕΠΕ 21, 194). Προσδιορίζοντας τους σκοπούς του γάμου ο ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι δόθηκε για δυό λόγους, «ἵνα τε σωφρονῶμεν καὶ ἵνα πατέρες γενώμεθα» (Εἰς τὸ «Διὰ τὰς πορνείας…, ΕΠΕ, 27, 98). Στον πρώτο μάλιστα σκοπό (τη σωφροσύνη-αρετή) δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα, γι’ αυτό και θα υποστηρίξει: «Δεν είναι εμπόδιο προς την αρετή» (ο γάμος). Διότι εάν ήταν «δεν θα έδινε τον γάμο στη ζωή των ανθρώπων ο των όλων δημιουργός Θεός» Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμ. ΚΑ’ , ΕΠΕ 2, 622). Και συνεχίζει: άνδρες και γυναίκες «ας μη νομίζουν ότι ο γάμος είναι εμπόδιο προκειμένου κάποιος να ευαρεστήση τον Θεό» (ὅπ. π., Ὁμ. ΚΑ’, ΕΠΕ 2, 620). Η συγκατάβαση μάλιστα του Θεού, συνεχίζει απευθυνόμενος στον άνδρα, επέτρεψε τον γάμο, διότι «προνόησε και για την ανάπαυση των φυσικών σου ορμών και για την αξιοπρέπειά σου, ώστε και να καταπραΰνεις αυτό χωρίς κίνδυνο και να αποφύγεις την ασχημοσύνη» (Ὁμ. εἰς τὸν ΜΓ’ Ψαλμό, ΕΠΕ 5, 678). Επιμένοντας στο θέμα αναφέρει αλλού: «όχι μόνον δεν μας εμποδίζει καθόλου (ο γάμος) εις την κατά Θεόν ζωήν, εάν θέλουμε να είμαστε προσεκτικοί, αλλά και εισάγει μέσα μας μεγάλη παρηγορία, η οποία καταστέλλει τη μαινόμενη φύση και δεν αφήνει το σκάφος να ταλαντεύεται στο πέλαγος, αλλά διαρκώς το προετοιμάζει να κατευθύνεται στο λιμάνι» (Εἰς τὴν Γέν., Ὁμ. ΚΑ’, ΕΠΕ 2, 623).

Όμως θα παρατηρήσει σε άλλο σημείο, «όπως ο γάμος είναι λιμάνι, έτσι μπορεί να γίνη και ναυάγιο για εκείνους, που κακώς τον χρησιμοποιούν» (Εις το «Γυνή δέδεται…, ΕΠΕ 27, 126). Γι’ αυτό και προτρέπει: «Ἀγὼν ἔστω καὶ παλαίστρα ἀρετῆς ἡ οἰκία, ἵνα ἐκεῖ καλῶς γυμνασάμενος, μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιστήμης τοῖς ἐν ἀγορᾷ προσβάλλῃς» (Εἰς Ματθαῖον, Ὁμ. ΙΑ’, ΕΠΕ 9, 376).

Για να αποβή όμως ο γάμος «λιμάνι», χρειάζεται η αυτοπαραίτηση από ιδιοτελείς απαιτήσεις, η ηθελημένη αυτοπαράδοση και προσφορά αγάπης του ενός προς τον άλλον και ο από κοινού πνευματικός αγώνας των συζύγων. Δεν δυσκολεύεται μάλιστα ο ασκητικότατος ιεράρχης να υποδείξη στους συζύγους τρόπους συμπεριφοράς, ώστε να επικρατή στις σχέσεις τους η αγάπη και αλληλοκατανόηση. Βασική αρχή πάντως στην επικοινωνία των συζύγων είναι οι παραινέσεις του ανδρός προς την σύζυγό του να προσφέρονται «μετά πολλής χάριτος και καλωσύνης». Δίδει μάλιστα ο ίδιος ο Χρυσόστομος παράδειγμα στον σύζυγο πως να μιλάει στην σύζυγό του: «Λόγια αγάπης να της λες…(όπως): Εγώ από όλα, τη δική σου αγάπη προτιμώ και τίποτε δεν μου είναι τόσο βασανιστικό ή δυσάρεστο, όσο το να βρεθώ κάποτε σε διάσταση μαζί σου. Κι αν όλα χρειασθεί να τα χάσω … κι αν στους έσχατους βρεθώ κινδύνους, οτιδήποτε κι αν πάθω, όλα μου είναι ανεκτά κι υποφερτά, όσο εσύ μου είσαι καλά. Και τα παιδιά, τότε μου είναι περιπόθητα, εφ’ όσον εσύ μας συμπαθείς…». Και συνεχίζει: «ίσως κάποτε σου πει (η σύζυγος): Ποτέ έως τώρα δεν ξόδεψα από τα δικά σου (χρήματα), έχω ακόμη τα δικά μου, που μου έδωσαν οι γονείς μου. Τότε πες της: Τι λες καλή μου; Έχεις ακόμη τα δικά σου; Ποιά λέξη μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή; Σώμα δεν έχεις πια δικό σου κι έχεις χρήματα; Δεν είμαστε δυό σώματα μετά τον γάμο, αλλά γίναμε ένα. Δεν έχουμε δυό περιουσίες, αλλά μία… Όλα δικά σου είναι, κι’ εγώ δικός σου είμαι, κορίτσι μου. Αυτό με συμβουλεύει ο Παύλος λέγοντας ότι ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμά του, αλλά η γυναίκα. Κι αν δεν έχω εγώ εξουσία στο σώμα μου, αλλά εσύ, πόσω μάλλον δικά σου είναι τα χρήματα… Ποτέ να μην της μιλάς με πεζό τρόπο, αλλά με φιλοφροσύνη, με τιμή, με αγάπη πολλή. Να την τιμάς και δεν θα βρεθή στην ανάγκη να ζητήση την τιμή από άλλους… Να την προτιμάς από όλους για όλα, για την ομορφιά, για τη σωφροσύνη της και να την εγκωμιάζης. Να κάνης φανερό ότι σ’ αρέσει η συντροφιά της κι ότι προτιμάς να μένης στο σπίτι για να είσαι μαζί της από το να βγαίνης στην αγορά. Από όλους τους φίλους να την προτιμάς και από τα παιδιά που σου χάρισε, κι αυτά για χάρη της να τα αγαπάς» (Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 20).

Η αντίθετη συμπεριφορά δεν ταιριάζει να επιδεικνύεται ούτε και στους δούλους, γι’ αυτό και σε άλλη ομιλία του, γράφει: «Βέβαια τον μεν υπηρέτη θα ημπορέση κανείς να τον παρεμποδίση με τον φόβο, μάλλον δε ούτε εκείνον… τη σύντροφο όμως της ζωής σου, τη μητέρα των παιδιών σου, το θεμέλιο κάθε ευφροσύνης, δεν πρέπει να καταδεσμεύουμε με φόβο και απειλές, αλλά με αγάπη και καλή διάθεση. Διότι ποιά συζυγία υπάρχει, όταν η γυναίκα τρέμη τον άνδρα της; ποιά ευχαρίστηση θα απολαύση ο ίδιος ο άνδρας, όταν ζη με τη γυναίκα του και της συμπεριφέρεται ως δούλη και όχι σαν σε ελεύθερη;» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 200).

Η αναζήτηση συζύγου, κατά τον Χρυσόστομο, απαιτεί πολλή σύνεση, προσοχή και προσευχή. Η εσωτερική ομορφιά και καλλιέργεια θα πρέπη να συγκινή και όχι η εξωτερική και επιφανειακή, φυσικά ούτε και ο πλούτος. «Ψυχῆς ἐπιζήτει κάλλος» (ὅπ.π., Ὁμ. Κ’, 21, 202), θὰ ὑποστηρίξη, ἐπειδὴ «διὰ τὸν Θεὸν τοῦτο ποιῶμεν (τὸν γάμο), ἵνα σωφρονῶμεν, οὐχ ἵνα τὴν οὐσίαν εὐπορωτέραν ἐργαζώμεθα, ἀλλ’ ἵνα ψυχῆς εὐγένειαν ἐπιζητῶμεν, μὴ χρημάτων περιουσίαν, ἀλλὰ τρόπων ἀρετὴν καὶ ἐπιείκειαν» (Ἐν ταῖς Καλλένδαις, ΕΠΕ 31, 490). Με αυτές τις προϋποθέσεις δημιουργείται ένας άρρηκτος συζυγικός δεσμός, όπου η αγάπη πρυτανεύει στις σχέσεις τους, και τότε «για τον κάθε άνδρα βασιλεία είναι η γυναίκα του, που συμφωνεί με τον σύζυγό της και δεν αγαπά ο βασιληάς τόσο πολύ την πορφύρα και το στέμμα, όσο ο άνδρας αγαπά τη γυναίκα του» (Εἰς Γ’ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 112).

Είναι ευνόητο ότι σε μία τέτοια συζυγική σχέση η αδιαφορία και απιστία δεν μπορεί να αναδυθή και έτσι διατηρείται η ιερότητα του γάμου και η χριστιανική αρχή της μονογαμίας. Γι’ αυτό και προτρέπει: «Τὴν κληρωθεῖσαν ἐξ ἀρχῆς γυναῖκα, ταύτην ἔχειν διὰ παντός» (Εἰς τὸ «Γυνὴ δέδεται νόμῳ…», ΕΠΕ 27, 134), «γιατί ο Θεός στον καθένα έδωσε γυναίκα, έθεσε όρια στη φύση, την συνουσία με την μία εκείνη γυναίκα» (Εις Θεσσαλ., Ομ. Ε’,ΕΠΕ, 454). Γι’ αυτό η συζυγική απιστία-μοιχεία θεωρείται από τον Χρυσόστομο «παράβαση και πλεονεξία και ληστεία» (οπ.π.). Σ’ αυτήν την περίπτωση η συζυγία καταντά, κατά τον Χρυσόστομο, «ναυάγιο». Απευθυνόμενος δε στον μοιχό, με αγανάκτηση τον ρωτά: «Γιατί αδικείς την σύζυγο; γιατί προσβάλλεις το δικό σου μέλος; γιατί ντροπιάζεις την αξιοπρέπειά σου; (Εις ΜΓ’ Ψαλμό, ΕΠΕ 5, 680), για να προσθέση: «Έχεις γυναίκα, έχεις παιδιά, τι ταύτης της ηδονής ίσον;» (Εις Ματθ., Ομ. ΛΖ’, ΕΠΕ 10, 596). Για να προτρέψη τελικά τον άνδρα, λέγοντάς του: «Ὅσην ἕκαστος πρὸς ἑαυτὸν ἀγάπην ἔχει, τοιαύτην πρὸς τὴν γυναῖκα ἡμᾶς (ἐν. βούλεται ὁ Θεός) ἔχειν» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ, 21, 208).

Οι προτροπές του αγίου Χρυσοστόμου για προσφορά θυσιαστικής αγάπης προς την σύζυγο είναι συνεχείς. Η κατάσταση, που επικρατούσε και στην εποχή του, τον υποχρεώνει να συμβουλεύη τη διαφοροποίηση των χριστιανών ανδρών, και μάλιστα των συζύγων, ώστε να εξαλειφθή η ανδρική σκληρότητα και υποτίμηση προς το γυναικείο φύλο. Γι’ αυτό θα συμβουλεύση: στην «υπακοή της συζύγου ως αντίρροπο ας προβάλλη η αγάπη του συζύγου» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 212). Άλλωστε, τότε μπορεί να γίνη λόγος και για υπακοή! Ως πρότυπο μάλιστα της αγάπης του συζύγου προς την σύζυγό του προσφέρει την θυσιαστική αγάπη του Χριστού για την Εκκλησία. Αυτή την αγάπη οφείλουν να αναπτύξουν οι σύζυγοι μεταξύ τους, διότι τελικά «τίποτε δεν υπάρχει πολυτιμότερο από το ν’ αγαπιέται κανείς τόσο πολύ από την γυναίκα του και ν’ αγαπά αυτήν το ίδιο» (Εἰς Πραξ., Ὁμ. ΜΘ’, ΕΠΕ 16Β, 124).

Προτρέπει και πάλι τον σύζυγο, λέγοντάς του: «Ας είναι η σύζυγος το λιμάνι σου, αν πρέπη να σηκώνουμε ο ένας τα βάρη του άλλου, πολύ περισσότερο της συζύγου… Ας είναι από όλα σε μας προτιμότερο αυτή, που μαζί μας στέκεται στο τιμόνι να μην στασιάζει μήτε να διαχωρίζεται από μας» (Εἰς Α’ Κορ., Ὁμ. ΚΣΤ’, ΕΠΕ 18Α, 166), διότι «τοῦτο πάντων συγκροτεῖ τὴν ζωήν, τὸ ὁμονοεῖν γυναῖκα πρὸς ἄνδρα…» (Περὶ τοῦ μὴ γινώσκειν…, ΕΠΕ 31, 300).

Και την Οικογένεια ο ιερός Πατέρας την «βλέπει» ως μυστήριο. «Ἰδοὺ πάλιν ἀγάπης μυστήριον», θα ομολογήσει. «Ἂν οἱ δυὸ μὴ γένωνται ἕν, οὐκ ἐργάζονται πολλούς… Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς… Δία τοῦτο γοῦν καὶ ἀκριβῶς εἶπεν, οὐκ ἔσονται μία σάρξ, ἀλλ’ «εἰς σάρκα μίαν», τὴν τοῦ παιδὸς συναπτόμενοι. Πῶς γίνονται εἰς σάρκα μίαν; Γέφυρά ἐστι τὸ παιδίον» (Πρὸς Κόλ., Ὁμ. ΙΒ’, ΕΠΕ 22, 342-344). Η γέννηση παιδιών, και κατά τον Χρυσόστομο, είναι «μεγάλη παρηγοριά στη θνητότητα», που ακολούθησε την πτώση (Εις την Γεν., Ομ. ΙΗ’, ΕΠΕ 2,51).

Στην οικογένεια ο άγιος Πατέρας, αποδίδοντας ιερότητα, την χαρακτηρίζει «μικρή εκκλησία»: «καὶ ἡ οἰκία γὰρ ἐκκλησία ἐστὶ μικρά» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 222). Για να προτρέψη σε άλλη ομιλία του: «Ἐκκλησίαν ποίησόν σου τὴν οἰκίαν. Καὶ γὰρ ὑπεύθυνος εἰ καὶ τῆς τῶν παίδων καὶ τῆς τῶν οἰκετῶν σωτηρίας» (Εἰς Γέν., Ὁμ. ΣΤ’, ΕΠΕ 8, 106). Ή αλλού: «Ἔστω ἐκκλησία ἡ οἰκία ἐξ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν συνεστηκυῖα». Για την ιερότητα της οικογένειας και την έκφρασή της ως «σώματος Χριστού» και «μικρής εκκλησίας», δεν δέχεται καμμία αμφιβολία ο ιερός Πατέρας: «Μη νομίσεις ότι επειδή εσύ ο άνδρας είσαι μόνος και αυτή η γυναίκα είναι μόνη αυτό είναι εμπόδιο (για να σχηματίσετε εκκλησία). Γιατί, όπως μας λέγει ο Κύριος, όπου είναι δυό συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί βρίσκομαι ανάμεσά τους» (Εἰς Πρ., Ὁμ. ΙΒ’). Για να συγκεκριμενοποιήση σε άλλο σημείο τη θέση του: «Ἔνθα ἀνὴρ καὶ γυνὴ καὶ παιδὶα καὶ ὁμόνοια καὶ φιλία καὶ τῆς ἀρετῆς συνδεδεμένοι δεσμοῖς, ἐκεῖ μέσος ὁ Χριστός» (Εἰς Γέν., Ὁμ. Ζ’, ΕΠΕ 8, 138). Και πάλι θα προτρέψη, λέγοντας: «Ἀγὼν ἔστω καὶ παλαίστρα ἀρετῆς ἡ οἰκία, ἵνα ἐκεῖ καλῶς γυμνασάμενος, μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιστήμης τοῖς ἐν ἀγορᾷ προσβάλλῃς» (Εἰς Ματθ., Ὁμ. Ε’, ΕΠΕ 9, 164). Η οικογένεια, δηλαδή, είναι ο χώρος προετοιμασίας (προπόνησης) για την επίδοση στο άθλημα της ζωής και του δημόσιου βίου.

Υπάρχουν όμως γι’ αυτό προϋποθέσεις. Ο σύνδεσμος της οικογένειας με τον εκκλησιαστικό χώρο και η συμμετοχή των μελών της στην λατρευτική – μυστηριακή ζωή θεωρείται από τον Χρυσόστομο απαραίτητος. Διότι, εκτός πολλών άλλων, ο σύνδεσμος με τη «μεγάλη οικογένειά» μας, την Ενορία, θα βοηθήση, ώστε η διαδικασία αγωγής των παιδιών να γίνη ευκολότερη («οὕτω ῥάων ἐγίνετο καὶ εὔκολος ἡμῖν ἡ τῶν παίδων διόρθωσις» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 486).

Σύμφωνα και με τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Χρυσόστομος τονίζει ότι όσο και αν η γέννηση παιδιών είναι ιδιαίτερη ευλογία, εν τούτοις χάνει την αξία της, εάν δεν συνοδεύεται από την άσκηση αγωγής. Επανειλημμένως θα διακηρύξη: «οὐ τὸ τεκνοποιεῖν, ἀλλὰ τὸ τεκνοτροφεῖν ποιεῖ τοὺς γονέας… τὸ μὲν γὰρ τῆς φύσεως, τὸ δὲ τῆς προαιρέσεώς ἐστι. Οὐ τὸ γεννῆσαι τέκνα, ἀλλὰ τὸ θρέψαι τέκνα, τοῦτο φέρει μισθόν» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’ ΕΠΕ 8Α, 24), διότι οι προσπάθειες για την ανατροφή των παιδιών είναι αφορμή για κατορθώματα των γονέων. Απευθυνόμενος δε προς τις μητέρες τονίζει: «αν τα παιδιά…δεχθούν την κατάλληλη αγωγή και οδηγηθούν στην αρετή με τη δική σου φροντίδα, αυτό γίνεται αιτία και αφορμή πολλής σωτηρίας για σένα και μαζί με τα δικά σου κατορθώματα θα δεχθείς και για την φροντίδα αυτών μεγάλη αμοιβή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’, ΕΠΕ 8Α, 25).

Την άσκηση αγωγής οφείλουν οι γονείς να την αρχίσουν από πολύ νωρίς, διότι «όπως τα φυτά, τότε προπάντων έχουν μεγάλη ανάγκη από τη φροντίδα μας, όταν είναι τρυφερά, έτσι και τα παιδιά» (ΕΠΕ, 30, 655). Περιεχόμενο της αγωγής, που θα προσφέρεται από τους γονείς, κυρίως βιωματικά, είναι να εναποθέτουν «στην ψυχή τους καλωσύνη, σωφροσύνη σεμνότητα και κάθε άλλη αρετή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Γ’, ΕΠΕ 8Α, 85).

Ιδιαιτέρως τονίζει την ανάγκη άσκησης της αγωγής και από τον πατέρα. «Δυό διδάσκαλοι, γράφει, οδηγούν στη γνώση του Θεού: η κτίση και η συνείδηση. Υπάρχει όμως και «τρίτος διδάσκαλος». Ποιός; Ο Πατέρας, που έλαχε στον καθένα. Γι’ αυτό, άλλωστε, μας έκανε ο Θεός να αγαπιώμαστε από αυτούς, που μας γέννησαν, για να έχουμε εκπαιδευτές στην αρετή. Γιατί τον πατέρα δεν τον κάνει μόνο το να σπείρη, αλλά και το να εκπαιδεύση καλά ούτέ η κυοφορία κάνει κάποια μητέρα, αλλά η καλή ανατροφή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’, ΕΠΕ 8Α, 21).

Οι προτροπές του Χρυσοστόμου για άσκηση αγωγής είναι συνεχείς. «Θεώρησε (πατέρα) πως έχεις στο σπίτι αγάλματα, τα παιδιά. Κάθε μέρα να τα διορθώνης και να τα φροντίζης προσεκτικά και με κάθε τρόπο να στολίζεις και να διαπλάθης την ψυχή τους» (Εις το Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 485). Καρπός της εμπειρίας του, για όσους πατέρες αμελούν την αγωγή των παιδιών τους, είναι ο αποφθεγματικός και αυστηρός του λόγος: «όσοι δεν φροντίζουν για την ανατροφή των παιδιών τους «παιδοκτόνοι μάλλόν εισι» (Εις το Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 476). Για να επαναλάβη αλλού, «οι πατέρες είναι και παιδοκτόνοι, όσοι δεν συμπεριφέρονται αυστηρά στα αδιάφορα παιδιά τους» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ, 27, 483).

Και για τις μητέρες όμως, που αμελούν την αγωγή των παιδιών τους, θα πη: «παιδοκτόνοι μᾶλλόν εἰσι αἱ μητέρες». Απευθυνόμενος τελικά και στους δυό γονείς, συμπληρώνει: «Αυτό δεν το λέγω μόνο προς τις γυναίκες, αλλά και προς τους άνδρες. Γιατί και πολλοί πατέρες … κάνουν και επιχειρούν τα πάντα για να αποκτήση ο γιος τους καλό άλογο (αυτοκίνητο θα λέγαμε σήμερα), λαμπρό σπίτι και ακριβό χωράφι, για το πως ν’ αποκτήση όμως καλή ψυχή και ευσεβή διάθεση δεν κάνουν απολύτως τίποτε» (Εἰς τὸ «Χήρα καταλεγέσθω…», ΕΠΕ 27, 477).

Στην επαναστατικότητα των παιδιών αντιπροβάλλεται η τρυφερότητα, συγχωρητικότητα και αγάπη των γονέων. Υποδεικνύει μάλιστα στους παιδαγωγούς, συγκαταλέγοντας σ’ αυτούς και τον εαυτό του, αφού και ο ίδιος δρα ως πνευματικός πατέρας, τρόπους ψυχοσωματικής επικοινωνίας με αυτά: «συγχρόνως με τα λόγια… που θα λέμε (στο παιδί), να το φιλούμε και να το αγκαλιάζουμε και να το σφίγγουμε στην αγκαλιά μας, δείχνοντάς του έτσι την αγάπη μας. Με όλα αυτά το ηρεμούμε» (ΕΠΕ 30,693). Ακόμη και στις πτώσεις τους θεωρεί ο ιερός Χρυσόστομος, ότι οι γονείς πρέπει να είναι συγκαταβατικοί και η αγάπη «καθάπερ χρυσαῖς ταῖς πτέρυξι συγκαλύπτει πάντα τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀγαπωμένων» (Εἰς Α’ Κόρ., Ὁμ. ΛΓ’, ΕΠΕ 18Α, 384).

Στην άσκηση της αγωγής αποδέχεται ο Χρυσόστομος και την απειλή τιμωρίας, η οποία όμως «τότε είναι σωστή, όταν πιστεύεται ότι θα πραγματοποιηθεί , αν όμως εκείνος που έφταιξε συνηθίσει στην επιείκεια, θα δείξη περιφρόνηση» (στην απειλή) (ΕΠΕ, 30,651). Διαπιστώνει όμως ότι πολλοί γονείς και ιδιαιτέρως οι πατέρες, «επειδή δεν θέλουν να μαστιγώσουν, ούτε να επιτιμήσουν με λόγια, ούτε να στενοχωρήσουν τα παιδιά τους, αν και κάνουν άτακτη και παράνομη ζωή, πολλές φορές τα είδαν να φθάνουν στα χειρότερα και να οδηγούνται στα δικαστήρια και να τιμωρούνται… Και μαζί με τη συμφορά γίνεται μεγαλύτερη η ντροπή, όταν με τον θάνατο (τον πνευματικό) του παιδιού, όλοι δείχνουν τον πατέρα και τον αναγκάζουν να μην θέλει να πατήση στην αγορά» (Εἰς τὸ «Χήρα καταλεγέσθω…», ΕΠΕ 27, 483).

Η πνευματική κληρονομιά, που προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους, για τον Χρυσόστομο, «θησαυρός ἐστιν δαπανηθῆναι μὴ δυνάμενος…» (Εις Γεν., Ομ. ΖΣΤ’, ΕΠΕ 5,56). Και αυτή η κληρονομιά καταξιώνει τους γονείς, γιατί όχι μόνο δρα ευεργετικά στα παιδιά τους, αλλά και στα παιδιά των παιδιών τους και γενικά στους απογόνους τους. Γι’ αυτό θα συστήση: «Αν εσύ αναθρέψεις σωστά το παιδί σου, έτσι και εκείνο θα αναθρέψη τον γιο του και εκείνος τον δικό του γιο, και σαν μία αδιάσπαστη αλυσίδα άριστου τρόπου ζωής θα προχωρήση το πράγμα μέχρι το τέλος, παίρνοντας από σένα την αρχή και την ρίζα και φέρνοντας τους καρπούς της φροντίδας σου στους απογόνους σου» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 485).

Ο χρυσοστομικός λόγος και γενικότερα το πατερικό ήθος δεν έπαυσε σε κάθε εποχή-επομένως και στη δική μας-να διαποτίζη τη συνείδηση όλων εκείνων, που σταθερά διακρατούν τη σχέση τους με τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Και αυτοί ακριβώς αποβαίνουν, και κατά τον Μακρυγιάννη, «η μαγιά», που διατηρεί την ποιότητα, πληρότητα και καθολικότητα της ανθρώπινης ζωής. 

Βαρβάρας Καλογεροπούλου-Μεταλληνού
δρ. Θεολογίας-πτυχ. Φιλολογίας

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΡΩ , ΙΑ’ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

 
Ἅγιοι Ἅγγελοι

Ἀπό τό βιβλίο: “‘Αββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου”, τ. Α΄, ἐκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα.

῾Η προέλευση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων.

Πρίν δημιουργήσει ὁ Θεός τόν ὁρατό κόσμο, ἔπλασε τίς οὐράνιες πνευματικές Δυνάμεις, τούς ῾Αγίους ᾿Αγγέλους. ῾Η γνώση καί ἡ αἴσθηση ὅτι αὐτοί ἔχουν παραχθεῖ ἀπό τό μηδέν, δηλαδή ἀπό τήν πλήρη ἀνυπαρξία καί ἔχουν κληθεῖ νά συμμετέχουν σέ τέτοια δόξα καί μακαριότητα —κι αὐτό ὄχι ἀπό κάποια ἀνάγκη τοῦ Δημιουργοῦ, ἀλλά ἀπό τή Θεϊκή Του ἀγάπη καί μόνο— δημιουργοῦσε στούς ᾿Αγγέλους τήν εὐχαριστιακή καί δοξολογική τάση, ὥστε νά Τοῦ ἀνταποδίδουν «εἰς τό διηνεκές» ἐκφράσεις εὐγνωμοσύνης καί νά ἀναπέμπουν σ᾿ Αὐτόν ἀτέρμονη δοξολογία.
Κανείς ἀπό τούς πιστούς δέν ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτό. Δέν πρέπει ἀσφαλῶς νά νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός ἄρχισε τό δημιουργικό ἔργο Του μέ τή σύσταση αὐτοῦ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. ῞Οτι δηλαδή ἡ Θεία Πρόνοια, πού κυβερνᾶ... τά πάντα, παρέμεινε ἀδρανής κατά τή διάρκεια τῶν ἀναρίθμητων αἰώνων πού προηγήθηκαν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, καί ὅτι ὁ Θεός ἦταν κλεισμένος στήν πληρότητα τῆς Θεϊκῆς Του ὕπαρξης. Δέν εἶναι σωστό νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός τότε δέν μποροῦσε νά «ἐκχύσει» τό ἀγαθό, ἐπειδή δῆθεν ἡ ἀγαθότητά Του δέν εἶχε ἀποδέκτες τῶν δωρεῶν Του. Μιά τέτοια πίστη θά σήμαινε ὅτι τρέφουμε χαμηλά καί ἀνάρμοστα βιώματα γι᾿ αὐτή τήν ἄπειρη, αἰώνια καί ἀκατάληπτη Θεία Μεγαλειότητα.

῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος μᾶς λέει γι᾿ αὐτές τίς οὐράνιες ἀγγελικές δυνάμεις· «Τότε ὅλα τ᾿ ἄστρα τῆς αὐγῆς μαζί τραγουδοῦσαν· καί σκόρπιζαν κραυγές χαρᾶς ὅλα τά οὐράνια ὄντα» (᾿Ιώβ 38, 7). ῎Αν οἱ οὐράνιες Δυνάμεις ἦταν παροῦσες κατά τήν γέννηση τῶν ἄστρων, ἄν, βλέποντας ὅλα τά δημιουργήματα νά προβάλλουν ἀπό τό μηδέν, ξέσπασαν σέ κραυγές θαυμασμοῦ καί αἴνων, αὐτό εἶναι μιά περίτρανη ἀπόδειξη ὅτι αὐτές δημιουργήθηκαν πρίν ἀπό τήν ἐποχή πού λέγεται ὅτι ἔγινε ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ. Πρίν δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ προφήτης Μωυσῆς καί ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν «κατά γράμμα» ἑρμηνεία τοῦ χωρίου, δηλώνει τήν ἡλικία τοῦ κόσμου. Αὐτό τό λέμε βέβαια, μέ τήν προϋπόθεση πάντα, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ᾿Αρχή τοῦ παντός, «διά τοῦ ῾Οποίου» ὁ Πατήρ δημιούργησε τά πάντα, σύμφωνα μέ αὐτό πού λέει ὁ Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης· «Τά πάντα δι᾿ Αὐτοῦ δημιουργήθηκαν κι ἀπ᾿ ὅσα ἔγιναν τίποτα χωρίς Αὐτόν δέν ἔγινε» (᾿Ιωάν. 1, 3). Δέν ὑπάρχει, νομίζω, καμία ἀμφιβολία ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τά πάντα, ὅλες τίς οὐράνιες Δυνάμεις καί ᾿Εξουσίες, πρίν ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, γιά τούς ὁποίους μιλάει τό βιβλίο τῆς Γένεσης. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἀπαριθμεῖ τίς οὐράνιες Δυνάμεις κατά σειρά καί λέει· «Γιατί τά πάντα δι᾿ Αὐτοῦ ἦρθαν στήν ὕπαρξη, ὅσα στόν οὐρανό κι ὅσα στή γῆ, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, Θρόνοι καί Κυριότητες, ᾿Αρχές καί ᾿Εξουσίες. ῞Ο,τι ὑπάρχει εἶναι πλασμένο δι᾿ Αὐτοῦ καί δι᾿ Αὐτοῦ θά τελειοποιηθεῖ» (Κολ. 1,16).

Γιά τήν πτώση τοῦ διαβόλου καί τῶν ἀγγέλων του.

Πολλές ἀπό τό συνολικό ἀριθμό τῶν οὐρανίων ἀοράτων Δυνάμεων, οἱ ὁποῖες ἔπεσαν, βρίσκονταν πρίν ἀπό τήν πτώση τους στίς ἀνώτερες βαθμίδες. Οἱ θρῆνοι τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ καί τοῦ προφήτη ῾Ησαΐα —τούς ὁποίους βλέπουμε νά στενάζουν καί νά θρηνοῦν γιά τόν βασιλιά τῆς Τύρου ἤ γιά τόν ῾Εωσφόρο, ὁ ὁποῖος ἀνέτειλε τό πρωί— μᾶς τό λένε πολύ καθαρά. Νά πῶς μιλάει γι᾿ αὐτόν ὁ Κύριος μέ τό στόμα τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ· «᾿Εσύ ἄνθρωπε, πιάσε γιά τό βασιλιά τῆς Τύρου θρηνητικό τραγούδι καί πές του· ῎Ακου τί ἔχει νά σοῦ πεῖ ὁ Κύριος ὁ Θεός· ᾿Εσύ ἤσουν ὑπόδειγμα τελειότητας, μέ τή μεγάλη σου σοφία καί τήν ἀσύγκριτη ὀμορφιά σου. Ζοῦσες στήν ᾿Εδέμ, στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, κι ἤσουν ντυμένος πλῆθος λίθους πολύτιμους· Ρουμπίνια, τοπάζια, διαμάντια, ὄνυχα, βήρυλλο καί ἴασπι, ζαφείρια, γρανάτες καί σμαράγδια· καί τό χρυσάφι ἦταν κεντημένο πάνω στό στῆθος σου. Τή μέρα πού δημιουργήθηκες ὅλα αὐτά εἶχαν κιόλας ἑτοιμασθεῖ. Σέ εἶχα βάλει φύλακα χερούβ στό ἅγιό μας ὄρος καί περπατοῦσες ἀνάμεσα σέ λαμπερά πετράδια. ῎Ησουν τέλειος στή συμπεριφορά σου ἀπό τήν ἡμέρα πού πλάστηκες, ὡσότου ἁμάρτησες. Μέ τό δραστήριο ἐμπόριό σου ὁδηγήθηκες στή βία καί στήν ἀδικία. Γι᾿ αὐτό κι ἐγώ σέ πέταξα σάν μολυσμένο πράγμα ἀπό τό ὄρος μου, φύλακα χερούβ, σέ ἔσπρωξα μέσα ἀπό τά πολύτιμα πετράδια σου στήν καταστροφή. ᾿Επειδή ἤσουν ὄμορφος, ὑπερηφανεύθηκες· ἐπειδή ἤσουν δοξασμένος, ἡ σοφία σου διαφθάρηκε. Γι᾿ αὐτό, σέ πέταξα στή γῆ καί σέ παρέδωσα στήν κοινή θέα τῶν ἄλλων βασιλιάδων. Μέ τίς πολλές παρανομίες πού ἔκανες στό ἐμπόριό σου, μόλυνες τούς τόπους τῆς λατρείας σου. Γι᾿ αὐτό, ἔβαλα φωτιά στήν πόλη σου γιά νά καταστραφεῖς καί νά γίνεις στάχτη πάνω στή γῆ, μπροστά στά μάτια ὅλων» (᾿Ιεζεκ. 28, 12-18). Καί ὁ προφήτης ῾Ησαΐας λέει γιά τόν ῾Εωσφόρο· «Πῶς ἔπεσες ἀπό τόν οὐρανό, ῾Εωσφόρε, τέκνο τῆς αὐγῆς! Πάνω στή γῆ συντρίφθηκες ἐσύ, πού ὑπέταξες λαούς. ῎Ελεγες μέσα σου· Στόν οὐρανό θ᾿ ἀνέβω, τό θρόνο μου θά ὑψώσω πάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἄστρα τοῦ Θεοῦ. Θά πάρω θέση πάνω στό βουνό, στό μακρινό βορρᾶ πού οἱ θεοί συνάζονται. Θ᾿ ἀνέβω πάνω ἀπό τά σύννεφα καί μέ τόν ῞Υψιστο θά εἶμαι ἴσος» (῾Ησ. 14, 12-14).

Δέν ὑπῆρξαν ὅμως αὐτοί οἱ μόνοι, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, πού ξέπεσαν ἀπ᾿ τήν ψηλή κορυφή τῆς μακαριότητας. ῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς λέει ὅτι «ὁ δράκων», συμπαρέσυρε μαζί του τό ἕνα τρίτο τῶν ἀστέρων (᾿Αποκ. 12, 4). ῾Η ᾿Επιστολή τοῦ ἀποστόλου ᾿Ιούδα μιλάει μέ πιό σαφή ἀκόμα γλώσσα· «Θυμηθεῖτε τούς ἀγγέλους πού δέν ἔμειναν πιστοί στό ἀξίωμά τους, ἀλλά ἐγκατέλειψαν τήν οὐράνια κατοικία τους. ῾Ο Κύριος τούς ἔχει φυλακίσει στό σκοτάδι μέ αἰώνια δεσμά, γιά νά δικασθοῦν τή μεγάλη ἡμέρα τῆς κρίσεως» (᾿Ιουδ. 6 ). Καί ὁ Ψαλμωδός ἐπίσης λέει· «Θά πεθάνετε σάν ὅλους τούς ἀνθρώπους· θά πέσετε νεκροί ἀκριβῶς ὅπως καί οἱ ἄρχοντες» (Ψαλμ. 81, 7). Τί ἄλλο σημαίνει αὐτό, παρά τό ὅτι πολλοί ἄρχοντες τῶν ᾿Αγγέλων ἔπεσαν; ᾿Από αὐτές ἀκριβῶς τίς ἐνδείξεις μποροῦμε νά βροῦμε καί τήν αἰτία τῆς ποικιλίας, πού χαρακτηρίζει τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. ῎Αλλες, ἀπό τήν προγενέστερη βαθμίδα πού εἶχαν, ὅταν δημιουργήθηκαν, διατήρησαν τίς διαφορές τῆς τάξης, πού λέγεται ὅτι ὑπάρχει μεταξύ τους, «κατά μίμησιν» τῶν ἁγίων οὐρανίων Δυνάμεων. ῎Αλλες, ἀφοῦ ἔπεσαν ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, μιμήθηκαν —ἀπό τούς ἀγγέλους πού ἔμειναν πιστοί— ἀξιώματα καί ὀνόματα, ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς κακίας τους καί τῆς διαστροφῆς τους καί ὅπως ταίριαζε στή φαυλότητά τους.

Γιά τό πῶς ἄρχισε ἡ πτώση τοῦ διαβόλου.

῎Οχι, ἡ πηγή τῆς πανουργίας καί τῆς πτώσεως τοῦ διαβόλου δέν βρίσκεται ἐδῶ. ῞Οπως τό βλέπουμε καθαρά μέσα στό βιβλίο τῆς Γένεσης, ἤδη πρίν ὁ διάβολος ἐξαπατήσει τούς Πρωτόπλαστους, ἡ ῾Αγία Γραφή τόν στιγματίζει καί τόν ὀνομάζει «ὄφι»· «᾿Αλλά τό φίδι ἦταν τό πιό φρόνιμο» λέει, ἤ ὅπως λέει τό ῾Εβραϊκό κείμενο, «ἀπ᾿ ὅλα τά ζῶα τοῦ ἀγροῦ πού εἶχε δημιουργήσει ὁ Κύριος ὁ Θεός, τό φίδι ἦταν τό πιό πανοῦργο» (Γεν. 3,1). Βλέπετε λοιπόν, ὅτι πρίν ἀκόμη ἐξαπατήσει τόν πρῶτο ἄνθρωπο, αὐτός εἶχε ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ τήν ἀγγελική ἁγιότητα. Καί ὄχι μόνο ἄξιζε νά στιγματισθεῖ μ᾿ αὐτό τό δύσφημο ὄνομα τοῦ «ὄφεως», ἀλλά ἀκόμα καί νά φανερωθεῖ ἀνώτερος ἀπό ὅλα τά ἄλλα ζῶα τῆς γῆς, ὡς πρός τή δόλια ἐπιδεξιότητα καί τήν πανουργία του. ᾿Ασφαλῶς ἡ ῾Αγία Γραφή δέν θά χαρακτήριζε ποτέ ἕναν ἅγιο ῎Αγγελο μέ ἕνα τέτοιο ὄνομα. Δέν θά ἔλεγε γιά τούς ᾿Αγγέλους πού ἔμειναν σταθεροί στήν πρώτη τους μακαριότητα· «᾿Αλλά τό φίδι ἦταν τό πιό πανοῦργο ἀπ᾿ ὅλα τά ζῶα τοῦ ἀγροῦ» (Γεν. 3,1). Αὐτή ἡ προσωνυμία, δέν θά μποροῦσε νά δοθεῖ βέβαια οὔτε στόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ οὔτε στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ. ᾿Αλλά δέν θά ταίριαζε ἐξίσου οὔτε καί σ᾿ ἕναν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο.

῎Ετσι, εἶναι ἀπόλυτα σαφές, ὅτι ἡ ὀνομασία τοῦ «ὄφεως» καί ἡ σύγκρισή του μέ τά ἄλλα ζῶα, δέν ἀπηχοῦν τή σεμνότητα τοῦ ᾿Αγγέλου ἀλλά σίγουρα τήν ἀτιμία τοῦ πλάνου. Καί κάτι ἀκόμα. ῾Ο φθόνος τοῦ δαίμονα, ὁ ὁποῖος τόν ἔσπρωξε νά ἐξαπατήσει μέ τά τεχνάσματά του τόν ἄνθρωπο, ἔχει τήν αἰτία του στήν πτώση του, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς εἶχε προηγηθεῖ. ῎Εβλεπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πού μόλις εἶχε πλασθεῖ ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς, δεχόταν τήν κλήση γιά μιά δόξα πού ἦταν ἴδια μ᾿ αὐτή πού ἐκεῖνος ἀπολάμβανε πρίν ἀπό τήν πτώση του. ᾿Εφόσον ἦταν κι αὐτός ἕνας ἀπό τούς ἄρχοντες τῶν ᾿Αγγέλων, θυμόταν ἀσφαλῶς ἀπό ποῦ εἶχε ξεπέσει. Τό πρῶτο του ἁμάρτημα λοιπόν ἦταν ἁμάρτημα ἐγωισμοῦ καί αὐτό τοῦ στοίχισε τήν πτώση καί τό ὄνομα τοῦ ὄφεως. Τό ἁμάρτημα τοῦ φθόνου ἦρθε δεύτερο. Αὐτό τό πάθος τόν βρῆκε ὅταν ἀκόμα εἶχε τή δυνατότητα νά σηκωθεῖ καί νά ἀνοίξει διάλογο μέ τόν ἄνθρωπο. ῾Η δίκαιη ὅμως ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ τόν γκρέμισε ὁριστικά. Δέν θά μπορεῖ στό ἑξῆς νά ὀρθοποδήσει, οὔτε νά στρέψει τό βλέμμα πρός τά πάνω, οὔτε νά πάρει τήν ὄρθια στάση. ᾿Αλλά εἶναι καταδικασμένος νά σέρνεται μέ τήν κοιλιά στό ἔδαφος, σ᾿ αὐτή τήν ταπεινωτική κατάσταση. Καί γιά τροφή θά ἔχει στό ἑξῆς τά χωμάτινα ἐδέσματα τῶν ἔργων τῆς ἁμαρτίας.

᾿Εξάλλου, ὡς τώρα ἦταν γιά τόν ἄνθρωπο ἕνας κρυμμένος ἐχθρός. ῾Ο Θεός, μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, τόν ἀποκάλυψε καί ἔβαλε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στόν ἄνθρωπο μιά ὠφέλιμη ἐχθρότητα, μιά σωτήρια διχόνοια. Θά φυλάγεται στό ἑξῆς ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾿ αὐτόν, σάν ἀπό ἕναν ἐπικίνδυνο ἐχθρό. Δέν θά μπορεῖ πιά ὁ διάβολος νά βλάψει τόν ἄνθρωπο καμουφλαρισμένος κάτω ἀπό μιά ἀπατηλή φιλία.

῾Η τιμωρία τοῦ ἀπατεώνα διαβόλου καί ἐκείνων πού αὐτός ἐξαπατᾶ.

῾Η μιά πλευρά αὐτῆς τῆς διήγησης πρῶτα μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγουμε νά δεχόμαστε τίς κακές συμβουλές. ῾Ο δράστης τῆς ἀπάτης, χωρίς ἀμφιβολία, καταδικάζεται καί τιμωρεῖται, ὅπως τοῦ ἀξίζει. Κι αὐτός ὅμως πού ἔπεσε θύμα τῆς ἀπάτης του, δέν διαφεύγει τήν ποινή, παρόλο πού δέν εἶναι τόσο αὐστηρή ὅσο ἐκείνη τοῦ δράστη. Τό δίδαγμα μέσα στήν ἱστορία εἶναι ὁλοφάνερο. ῾Ο ᾿Αδάμ πού ἐξαπατήθηκε —ἤ μᾶλλον γιά νά μιλήσουμε μέ τή γλώσσα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «αὐτός πού ἐξαπατήθηκε δέν ἦταν ὁ ᾿Αδάμ» (Α´ Τιμ. 2, 14), ἀλλά αὐτός δυστυχῶς συγκατένευσε σ᾿ ἐκείνη πού πραγματικά ἐξαπατήθηκε, δηλαδή στήν Εὔα— καταδικάσθηκε, ἀλλ᾿ ὅμως μονάχα σέ κοπιαστική ἐργασία, πού θά γέμιζε μέ ἱδρώτα τό μέτωπό του. Αὐτές οἱ τιμωρίες ἐξάλλου, δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κατάρας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία πέφτει προσωπικά στόν ᾿Αδάμ. Εἶναι κατάρα πού βαρύνει τή γῆ καί τήν κάνει ἄκαρπη. Καί αὐτή ἡ τιμωρία ἔχει ἐπιπτώσεις καί στή ζωή τοῦ ᾿Αδάμ.

᾿Αντίθετα, ἡ γυναίκα, πού τόν ἔπεισε νά κάνει τό κακό, γίνεται ἄξια τιμωρίας μέ θλίψεις, μέ στεναγμούς καί πολλούς πόνους. ᾿Επιπλέον, ἡ γυναίκα θά εἶναι στό ἑξῆς καί γιά πάντα ὑποταγμένη στόν ἄνδρα. ῞Οσο γιά τόν «ὄφι», πού ἦταν ἡ πρώτη αἰτία γιά τό ἁμάρτημά τους, αὐτός τιμωρήθηκε μέ τήν αἰώνια καταφρόνια.

Πρέπει λοιπόν, μέ ὑπερβολική φροντίδα καί μέ πολλή περίσκεψη νά φυλαγόμαστε ἀπό τίς κακές συμβουλές. Γιατί αὐτές γυρίζουν πίσω σ᾿ αὐτόν πού τίς δίνει καί τόν τιμωροῦν. Δέν ἀφήνουν βέβαια ἀμέτοχο τῆς ἐνοχῆς καί τῆς τιμωρίας καί αὐτόν πού ὑπακούει σ᾿ αὐτές.

Γιά τό πλῆθος τῶν δαιμόνων καί τίς ἀναταραχές πού αὐτοί προκαλοῦν στόν ἀέρα.

Τό πλῆθος τῶν κακῶν πνευμάτων, πού γεμίζουν τόν ἀέρα —αὐτόν πού ἁπλώνεται ἀνάμεσα στόν οὐρανό καί στή γῆ— καί τά ὁποῖα κινοῦνται ἐκεῖ μέ ἀέναη δραστηριότητα, εἶναι πολυάριθμο. ῾Η Θεία Πρόνοια ὅμως ἔχει ἔτσι οἰκονομήσει τά πράγματα, ὥστε νά διαφεύγουν αὐτά τά πνεύματα ἀπό τά βλέμματα τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τρομερή ἡ ἐπιθετικότητά τους καί οἱ φρικαλέες μορφές πού κάθε φορά παίρνουν. ῾Η θέα τους θά ἔφερνε ἀσφαλῶς μεγάλη ταραχή στούς ἀνθρώπους καί θά τούς ἔκανε νά λιποθυμήσουν ἀπό τό φόβο τους. Τά ἀνθρώπινα μάτια δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντέξουν τέτοιο θέαμα. ᾿Εξάλλου, τά ἀδιάκοπα καί φοβερά παραδείγματα πού δίνουν μέ τήν συμπεριφορά τους, θά μόλυναν τούς ἀνθρώπους καί θά τούς προκαλοῦσαν γιά νά τούς μιμηθοῦν.

᾿Ανάμεσα στούς ἀνθρώπους καί στίς κακές δυνάμεις τοῦ ἀέρα, ὑπάρχει μία ἐπικίνδυνη οἰκειότητα, ἕνα θανατηφόρο ἀγκάλιασμα. Γίνονται σίγουρα πολλά καί ἀπεχθή ἐγκλήματα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὡστόσο οἱ τοῖχοι τῶν σπιτιῶν, ἡ ἀπόσταση ἤ ἡ ντροπή, τά κρύβουν ἀπό τά βλέμματα τῶν ἄλλων. ῎Αν ὅμως ἦταν δυνατόν νά τά βλέπαμε πάντοτε φανερά, θά γινόταν περισσότερο ξέφρενη ἡ μανία τῶν ἀνθρώπων γιά κάθε εἴδους κακοπραγία.

Θά βλέπαμε κάθε στιγμή τούς δαίμονες νά ἐπιδίδονται σ᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά ἀνοσιουργήματα. Γιατί αὐτοί δέν νιώθουν, ὅπως ἐμεῖς, καμιά σωματική ἐξάντληση, οὔτε τούς ἀπασχολεῖ καμιά οἰκογενειακή φροντίδα, ἀλλά καί οὔτε ἡ μέριμνα γιά τόν ἐπιούσιο τούς εἶναι ἀναγκαία. ῞Ολα αὐτά εἶναι εὐεργετικά γιά μᾶς, γιατί συχνά, ἔστω καί ἀκουσίως, μᾶς ἀναγκάζουν νά ἀναστείλουμε τή ροπή μας γιά τή διάπραξη τοῦ κακοῦ.

Οἱ ἐνάντιες δυνάμεις, ὅπως ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι ἀντιμάχονται καί μεταξύ τους.
Εἶναι βέβαιο πώς οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ τρέφουν μεταξύ τους ἐχθρότητα, ἀνάλογη μ᾿ ἐκείνη πού ἔχουν γιά τούς ἀνθρώπους. Παίρνουν δηλαδή κάτω ἀπό τήν προστασία τους ὁρισμένους λαούς, πού τούς μοιάζουν ὡς πρός τήν διαστροφή, καί δημιουργοῦν μαζί τους στενούς δεσμούς ἐξυπηρέτησης. ᾿Απ᾿ αὐτό προέρχονται οἱ διχόνοιες, οἱ συρράξεις καί οἱ ἀτέλειωτοι πόλεμοι. Μιά ὀπτασία τοῦ προφήτη Δανιήλ μᾶς φανερώνει μέ ἐνάργεια αὐτή τήν ἀλήθεια. ῾Ο ἀρχάγγελος Γαβριήλ λέει στόν προφήτη Δανιήλ· «Μή φοβᾶσαι Δανιήλ, γιατί ἀπ᾿ τήν πρώτη μέρα πού ταπεινώθηκες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σου καί συγκέντρωσες τήν προσοχή σου, γιά νά κατανοήσεις ὅλα αὐτά τά γεγονότα, ἡ προσευχή σου εἰσακούσθηκε· κι ἐγώ ξεκίνησα γιά νά σοῦ φέρω τήν ἀπάντηση. ᾿Αλλά ὁ ᾿Αρχάγγελος τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν μοῦ ἀντιστεκόταν εἴκοσι μία ἡμέρες. Τότε ὁ Μιχαήλ, ἕνας ἀπό τούς ᾿Αρχαγγέλους, ἦρθε νά μέ βοηθήσει· εἶχα μείνει, λοιπόν, ἐκεῖ κοντά στούς βασιλιάδες τῶν Περσῶν. Τώρα ὅμως ἦρθα νά σέ βοηθήσω νά κατανοήσεις τί θά συμβεῖ στό λαό σου τίς τελευταῖες ἡμέρες, γιατί τό ὅραμα αὐτό ἀναφέρεται στό μέλλον» (Δαν. 10, 12-14).

Αὐτός ὁ ἄρχοντας τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν, εἶναι ἕνας ἄγγελος τοῦ κακοῦ, φίλος τοῦ ἔθνους τῶν Περσῶν καί ἐχθρός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό πού λέω, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Βλέποντας ὁ κακός ἄγγελος ὅτι, μέ τήν μεσολάβηση τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἐπρόκειτο νά δοθεῖ λύση στήν ὑπόθεση, γιά τήν ὁποία ὁ Δανιήλ εἶχε παρακαλέσει τόν Κύριο, ἤθελε νά ἐμποδίσει τό καλό ἀποτέλεσμα. Γεμάτος φθόνο, ἔρχεται βιαστικά καί κλείνει κάθετα τό δρόμο. Φοβᾶται μήπως τά παρηγορητικά λόγια, πού φέρνει ὁ Γαβριήλ, φθάσουν ἐγκαίρως στόν Δανιήλ καί τονώσουν τό λαό τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ Γαβριήλ εἶναι προστάτης. Αὐτός τό ἀποκαλύπτει στόν προφήτη Δανιήλ. ῾Η ἐπίθεση ἦταν τόσο σφοδρή, πού δέν θά κατόρθωνε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ νά ἔρθει μέχρι τόν Δανιήλ, οὔτε τήν ἔσχατη ὥρα, ἄν ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ δέν εἶχε τρέξει νά τόν βοηθήσει. Εἶχε μάλιστα παρουσιασθεῖ νωρίτερα ἀπό τόν ἄρχοντα-δαίμονα πού ἦταν προστάτης τοῦ Περσικοῦ βασιλείου, γιά νά πάρει μέρος στή μάχη καί νά προστατέψει τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ ἀπό τά κτυπήματα τοῦ ἀντιπάλου. Καί τελικά, νά τοῦ ἐπιτρέψει, ὕστερα ἀπό καθυστέρηση εἴκοσι καί μίας ἡμερῶν, νά φέρει τό μήνυμα μέ τό ὁποῖο ἦταν ἐπιφορτισμένος. ῾Ο ᾿Αρχάγγελος μετά συνεχίζει καί λέει. «Ξέρεις γιατί ἦρθα σέ σένα; Γιά νά σοῦ ἀναγγείλω αὐτό πού εἶναι γραμμένο στό βιβλίο τῆς ἀλήθειας. Τώρα θά ἐπιστρέψω νά πολεμήσω ἐναντίον τοῦ ἀρχαγγέλου τῶν Περσῶν· κι ὅταν ἐγώ θά φύγω, θά ἔλθει ὁ ἀρχηγός τῶν ῾Ελλήνων. Καί δέν θά ὑπάρχει κανείς νά μέ ἐνδυναμώσει ἐναντίον αὐτῶν, ἐκτός ἀπό τόν Μιχαήλ, τόν ἀρχάγγελό σας» (Δαν. 10, 20-21). Καί στή συνέχεια λέει· «᾿Εκείνη τήν ἐποχή θά παρουσιασθεῖ ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ προστάτης τοῦ λαοῦ σου» (Δαν. 12, 1). Νά λοιπόν, ἕνας ἄλλος δαίμονας πού εἶναι ἄρχοντας τῆς εἰδωλολατρικῆς ῾Ελλάδας. Προστατεύει αὐτόν τό λαό πού εἶναι ὑπήκοός του, καί ἐμφανίζεται ἐχθρός τόσο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τοῦ Περσικοῦ ἔθνους.

Βλέπουμε μέ ὅλα αὐτά καθαρά, ὅτι οἱ διχόνοιες, οἱ συρράξεις, οἱ ἀνταγωνισμοί, πού οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ διεγείρουν μεταξύ τῶν λαῶν, ἔχουν σχέση μ᾿ αὐτές τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Καί ὅπως ἡ νίκη αὐτῶν πού τούς ὑπακούουν τίς γεμίζει μέ χαρά, ἔτσι καί ἡ ἧττα τους εἶναι γι᾿ αὐτές μαρτύριο. Κάθε μιά ἀπ᾿ αὐτές τίς δυνάμεις διακατέχεται, πρός ὄφελος τοῦ λαοῦ πού προστατεύει, ἀπό ἀνήσυχο φθόνο γιά τήν πνευματικά ἀντίπαλη δύναμη τοῦ κακοῦ, ἡ ὁποία ὑπερασπίζεται τόν ἐχθρικό λαό. ῎Ετσι, δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑπάρχει ὁμόνοια μεταξύ τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους. 

imaik