ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Πνευματικός Πατήρ

Ο π. Σεραφείμ ελειτούργει ταπεινά, απλά, με συναίσθηση βαθειά. Κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, όταν έβγαινε στην Ωραία Πύλη για να πη το Ευαγγέλιο, δεν εχρειάζετο να κοιτάζη μέσα, γιατί το ήξερε απ’ έξω.
Το κήρυγμά του βγαλμένο από το βίωμά του ήταν περιεκτικό, κατανοητό και άγγιζε τις καρδιές των ακροατών. Μιλούσε με άνεση χωρίς να κρατά χειρόγραφο. Συνήθως κοίταζε λίγο ψηλά και κάθε τόσο ύψωνε τα χέρια του.
Ως Πνευματικός ήταν διακριτικός και πραγματικός θεραπευτής των ψυχικών νόσων. Κοντά του κατέφευγαν πλήθη ανθρώπων για να εξομολογηθούν, αν και ο ίδιος απέφευγε.
Διηγείται πνευματικό του τέκνο: «Εξωμολογιόμουν μία φορά τον χρόνο, όταν επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος. Ο Πνευματικός μου, κάποια στιγμή, με συμβούλευσε να αναζητήσω εξομολόγο στην πόλη μου την Λάρισα για να βοηθηθώ καλύτερα. Ενώ έψαχνα να βρώ έναν καλό Πνευματικό, άκουσα σε συζήτηση ότι στην Λάρισα υπάρχει ένας Πνευματικός, ρακένδυτος και ατημέλητος, που μένει λίγο πιο κάτω από τις δικαστικές φυλακές σε ένα σπιτάκι, που είναι μέσα στα χωράφια, και στην βεράντα έχει μία σημαία Βυζαντινή. Αναπαύτηκα σε αυτά τα λόγια και σκέφτηκα να τον επισκεφτώ, αλλά γρήγορα το ξέχασα και αμέλησα. Πέρασαν 7-8 μήνες από τότε και μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Φεύγοντας από τον γιατρό ταραγμένος, κατά το μεσημέρι, μου ήρθε μία έντονη επιθυμία να πάω να βρώ αυτόν τον Γέροντα, που ούτε το όνομά του δεν θυμόμουν με βεβαιότητα. Εντόπισα εύκολα το σπίτι, και μία γυναίκα που περίμενε απ’ έξω μου επιβεβαίωσε ότι εκεί μένει ο π. Σεραφείμ. Ήταν ένα μικρό σπίτι με ισόγειο και πρώτο όροφο. Στην βεράντα είχε δύο μπαλκονόπορτες με χοντρά κάθετα σίδερα που θύμιζαν φυλακή. Ο μικρός προαύλειος χώρος είχε συρματόπλεγμα. Χορταριασμένος, με σκουπίδια και 3-4 πλαστικές καρέκλες. Όλα έδιναν μία εικόνα εγκατάλειψης.
»Άρχισα να φωνάζω: «Πάτερ Σεραφείμ! Πάτερ Σεραφείμ!». Ένας αναμαλλιασμένος, μαυριδερός Γέροντας βγήκε στην μπαλκονόπορτα και είπε: «Γειά σου… (το όνομά μου). Τι κάνεις;». Ξαφνιάστηκα που είπε το όνομά μου, αλλά τον ρώτησα, αν μπορούμε να μιλήσουμε και είπε: «Φύγε, φύγε…».
— Πότε να έρθω;
— Φύγε και να μην ξανάρθης.
»Την επομένη το πρωί ξαναπήγα. Οι πόρτες (αυλόπορτα και κεντρική) ήταν τώρα ανοιχτές. Ήταν σαν να με περίμενε: «Έλα, έλα μέσα», μου είπε, και μπήκα σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου υπήρχε μεγάλη ακαταστασία. Πάνω σε ένα τραπέζι ριγμένα κάθε είδους πράγματα. Αλλά σκεπτόμενος το πρόβλημά μου, δεν έδωσα καμμία σημασία. Ένιωθα απολογούμενος εμπρός στον θρόνο του Θεού. Κατέβαλα κόπο να πνίξω τα δάκρυά μου και ο Γέροντας απέναντί μου, ρακένδυτος, ηλιοκαμένος, χωρίς δόντια, με αστραφτερές ματιές με έπειθε ότι τα ξέρει όλα. Με διακριτικό τρόπο άρχισε να λέη τις αμαρτίες μου: «Είναι μερικοί άνθρωποι που κάνουν αυτό… κάποιοι άλλοι κάνουν εκείνο… και ζούνε έτσι…». Όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι, το φόρεσε και εγώ γονάτισα χωρίς να πω λέξη. Φεύγοντας μου χάρισε ένα βιβλίο του, το Λαυσαϊκόν.
»Ποτέ δεν του ανέφερα το πρόβλημα υγείας μου, το οποίο σιγά-σιγά υπεχώρησε, ενώ στις επόμενες συναντήσεις μας ξαλάφρωνα από το βάρος των πολλών μου αμαρτιών.
»Έκτοτε άρχισα να επισκέπτωμαι όλο και συχνότερα τον Γέροντα. Είχα την βεβαιότητα ότι είχα μπροστά μου έναν άγιο άνθρωπο και κάθε συνάντηση με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό. Καμμία φροντίδα για τον χώρο όπου ζούσε, καμμία έγνοια για τον εαυτό του, καμμία φιλοδοξία για καριέρα και μάταιη δόξα. Μία ψυχή εκατό τοις εκατό παραδομένη στην αγάπη του Θεού. Άρχισα να αναλογίζωμαι αν αξίζη να στενοχωριέμαι για όλα αυτά τα μάταια για τα οποία έτρεχα από το πρωί έως το βράδυ. Αναθεωρούσα καθημερινά τις απόψεις μου, σκεπτόμενος πως για την ψυχή μου δεν δούλεψα καθόλου. Τρόμαζα μπροστά στο ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου θανάτου και μιας αιώνιας καταδίκης. Με τον Γέροντα ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο, μία άλλη πορεία που με συνάρπαζε κάθε μέρα περισσότερο.
»Όταν έβλεπα τον Γέροντα, το άγχος, οι φοβίες, και οι στεναχώριες έφευγαν αμέσως, σε βαθμό που ξεχνούσα για ποιο λόγο πήγαινα και τι ήθελα να τον ρωτήσω. Από την συζήτηση όμως, σκεπτόμενος καθώς έφευγα, εύρισκα τις απαντήσεις. Αυτά που λίγο πριν φάνταζαν σπουδαία τώρα μου φαίνονταν ασήμαντα. Κάποιες φορές που δεν μπορούσε να με δεχτή, μου αρκούσε που τον έβλεπα και έφευγα ξαλαφρωμένος. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως συνήθως γνώριζε τον λόγο της επίσκεψής μου».
Ο Συνταγματάρχης Διαμαντόπουλος Ευστάθιος αναφέρει: «Αναζητούσα έναν Πνευματικό με βαθειά πίστη για να εξομολογηθώ. Το 2005 επισκέφθηκα το Άγιον Όρος και στη Νέα Σκήτη άκουσα γέροντα Ασκητή να μου μιλά για τον π. Σεραφείμ που μένει στην Λάρισα, την πατρίδα μου, με μεγάλη πνευματικότητα και σπάνια χαρίσματα. Έτσι κάποια ημέρα έφθασα στο σπιτάκι του για να εξομολογηθώ. Εκεί ήταν ακόμη οκτώ άτομα που τον περίμεναν. Μόλις ήρθε ο Γέροντας παρακάλεσε ευγενικά τους άλλους να αποχωρήσουν και κράτησε μόνο εμένα. Μου είπε να καθήσω σε μία καρέκλα χωμένη μέσα στα αγριόχορτα της αυλής, και ο ίδιος κάθησε κοντά μου φορώντας ένα παλαιό πετραχήλι. Μου έκανε νεύμα και άρχισα να εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Γέροντας κάλυπτε με τις παλάμες του το πρόσωπό του αποφεύγοντας να με κοιτάζη κατάματα. Αφού τελείωσα την εξομολόγηση, μου έδωσε κάποιες συμβουλές και πνευματικές οδηγίες, αποκαλώντας με με το όνομά μου κατ’ επανάληψη, χωρίς να με γνωρίζη. Μου αναπτέρωσε το ηθικό, με αναζωογόνησε, με γέμισε ελπίδες για την ζωή, με γέμισε θάρρος και δύναμη για να αγωνισθώ, και με συγκίνησε».
Τον κόσμο συνήθως τον εδέχετο απογευματινές ώρες. Τότε έβγαινε με ένα 300άρι κομποσχοίνι στην αυλή, καθόταν σε μία πλαστική καρέκλα και κοιτούσε προς την Ανατολή. Μιλούσε ελάχιστα και αινιγματικά. Μερικές φορές τον ρωτούσαν κάτι και εκείνος έμενε για λίγο σιωπηλός, κάτι ψυθίριζαν τα χείλη του, ίσως την ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και σε λίγο επανήρχετο και απαντούσε. Κάποτε είπε: «Αν δεν έχω πληροφορία, δεν μιλώ, ούτε μου αρέσει να κάνω τον δάσκαλο. Διδάσκαλος ήταν ένας, ο Κύριος».
Ήταν από τους λίγους Πνευματικούς που μπορούσε να δηλώση την άγνοιά του και σε ερωτήματα να απαντάη: «Δεν ξέρω».
Επίσης, εστενοχωρείτο για την πνευματική στασιμότητα των ανθρώπων που εξωμολογούντο. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Έρχονται και λένε τα ίδια και τα ίδια· δεν έχουν πνευματική πρόοδο».
Επανειλημμένα είχε ζητήσει από γνωστούς του να μη μιλούν σε τρίτους για τον ίδιο.
— Γέροντα, να σας φέρω κάποιους γνωστούς μου να τους εξομολογήσετε;
— Όχι, τόσοι Πνευματικοί είναι, να πάνε αλλού. Να μη λες τίποτα σε άλλους για μένα.
Ο χρόνος του Γέροντα αφιερώνετο κυρίως στην προσευχή και στην εξομολόγηση. Τα τελευταία χρόνια η φήμη του εξαπλώθηκε και ερχόταν κόσμος και εκτός Νομού. Σχηματίζετο μία μεγάλη ουρά αυτοκινήτων και άνθρωποι κάθε ηλικίας ήθελαν να τον δούν. Αυτός με διάκριση προσπαθούσε να βλέπη όσους είχαν πραγματική ανάγκη. Επειδή όμως πολλοί εγίνοντο πιεστικοί και φορτικοί, ο Γέροντας έχανε την ησυχία του και σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του. Έτσι κρέμασε ένα σημείωμα στην εξώπορτα όπου έλεγε: «Όχι εξομολογήσεις, όχι επισκέψεις». Οι άνθρωποι όμως δεν έφευγαν. Θορυβούσαν συζητώντας και ο Γέροντας κατέφευγε κάποιες φορές στον παιδικό σταθμό «τα μικρά χελιδονάκια», για ησυχία, μελέτη και προσευχή.
 
  Συμβουλές
 
Έλεγε ο Γέροντας: «Η επιστήμη εξαπάτησε τον άνθρωπο για να επαναπαυθή σ’ αυτήν, και έτσι τον ελέγχει απόλυτα».
«Η Πολιτεία δυστυχώς άφησε ανεύθυνα τα σχολεία να παρακμάσουν και τους νέους χωρίς βοήθεια».
Επισκέφτηκε πνευματικό του τέκνο τον Γέροντα και είδε έναν ψυχοπαθή με τον συνοδό του να φεύγουν. Με αυτή την αφορμή τον ρώτησε: «Γέροντα, τι κάνετε με αυτούς; Πώς βοηθάτε τους ψυχοπαθείς;». Απάντησε: «Τους λέω να τους κοινωνούν συχνά. Το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μεταμορφώνει ριζικά όλον τον άνθρωπο. Αναζωογονείται η ψυχή και το σώμα. Γίνεται ένας καινούργιος άνθρωπος με άλλο χαρακτήρα και ψυχισμό. Αλλά και τα κύτταρα αναζωογονούνται. Βλέπω πως πολύ σύντομα βελτιώνονται».
Τον ρώτησε ιερέας αν πρέπη να διαβάζη εξορκισμούς σε δαιμονισμένους και απάντησε: «Να διαβάζης, να διαβάζης. Να τους εξομολογής και να κοινωνούν τακτικά».
Κάποιος ρώτησε τον Γέροντα πώς είναι ο Θεός και τι μορφή έχει. Εκείνος απάντησε: «Σου λέω να ξερής. Όπως τα ψάρια είναι μέσα στη θάλασσα και δεν μπορούν καν να φανταστούν πως είναι ο άνθρωπος έξω από αυτήν, έτσι και εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε και ούτε καν να συλλάβη ο νους μας πως είναι η μορφή του Θεού».
Ο μακαριστός Γέροντας για τους γονείς που είχαν παιδιά με μεγάλα προβλήματα έλεγε συχνά: «Να ξέρετε ότι αυτοί οι γονείς που σηκώνουν τέτοιους μεγάλους σταυρούς για τα άρρωστα παιδιά τους, έχουν μεγάλη θέση στον παράδεισο».
Είπε σε κάποιον: «Δεν ξέρεις να προσεύχεσαι. Να κανονίσουμε να έρθης ένα βράδυ να σου μάθω. Πρέπει να λέμε πολλές φορές (ιδιαίτερα πρωί και βράδυ) τον Αρχαγγελικό χαιρετισμό «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…», αλλά και την ευχή να την λέμε συνέχεια. Να την καλλιεργήσης όσο μπορείς. Εγώ την ακολουθία την κάνω διαβαστά, δεν ψέλνω. Η ψαλμωδία μετεωρίζει το νου. Κάνε και μετάνοιες όσες αντέχουν τα γόνατά σου».
Ο Γέροντας πρότεινε σε αυτούς που θέλουν να μάθουν την ευχή, να διαβάσουν τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
Διηγήθηκε ο π. Παύλος Τσουκνίδας: «Κάποια μέρα το πρωί βρήκα τον Γέροντα στο σπιτάκι του μόνο του. Με κάλεσε μέσα και αφού συζητήσαμε διάφορα πνευματικά θέματα, ο Γέροντας άνοιξε το θέμα της προσευχής: «Άντε, άντε», μου λέει, «κάτσε τώρα εδώ που έχω τις εικόνες να προσευχηθής, να δω πως προσεύχεσαι!» Έκανα αμέσως υπακοή και εκείνη την στιγμή γονάτισα και προσευχόμουνα στην Παναγία μας και στους Αγίους μας, καθώς και στον γέροντα Παΐσιο, τον γέροντα Πορφύριο, που τους είχε εκεί και τους αγαπούσε πολύ. Μετά από κανένα τέταρτο περίπου μου λέει: «Σήκω τώρα, φτάνει. Άκου, πάτερ μου, στην προσευχή να μη σφίγγεσαι, να είσαι χαλαρός και πολύ συγκεντρωμένος για να την ακούη ο Θεός! Να, έτσι χαλαρά να προσεύχεσαι. Καλοί είναι και οι τύποι στην προσευχή, μας χρειάζονται κι’ αυτοί δεν λέω, να στο Άγιον Όρος πολύ τους προσέχουν τους τύπους, αλλά την ουσία να την προσέχης πολύ περισσότερο». Πολλές φορές ο Γέροντας με πολύ αγάπη μου έδειχνε τον τρόπο πώς πρέπει να προσεύχωμαι, πώς να διαβάζω τις ευχές στην θεία Λειτουργία, να μη βιάζωμαι όταν τις λέω και να είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτές, πώς να κάνω το κήρυγμά μου και άλλα τέτοια πολλά».
«Κάποτε, κατευθυνόμενος προς την Λάρισα», διηγείται ο κ. Χρυσοβέργης Αθανάσιος, Δήμαρχος Αμπελώνος, «συνάντησα τον π. Σεραφείμ έξω από τον Αμπελώνα να επιστρέφη πεζός στην Λάρισα. Τον παρακάλεσα να μπη στο αυτοκίνητό μου για να τον πάω στην Λάρισα. Δέχθηκε με χαρά, όμως υστέρα από λίγο, όταν διαπίστωσε την πολυτέλεια του αυτοκινήτου μου, είπε: «Διαπιστώνω ότι πολλοί χριστιανοί, ενώ θέλουν να ζουν ευσεβώς, έχουν πολυτελή αυτοκίνητα και άλλες ανέσεις στην ζωή τους».
«Να πέφτουμε στο δάπεδο με το κεφάλι κάτω και να προσευχώμαστε «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσε τον κόσμο σου», και να ζητούμε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, γιατί χωρίς Αυτό δεν γίνεται τίποτε».
«Οι άνθρωποι που τρώνε κατά κόρον κρέας φαίνονται από το πρόσωπο αλλά κυρίως από τα μάτια. Είναι θολά. Είχε έρθει εχτές κάποιος με πρόσωπο σαν τριαντάφυλλο και τα μάτια του ήταν λαμπερά. Είχε πολλούς μήνες που δεν έτρωγε κρέας».
«Ο πνευματικός άνθρωπος και το νερό το πίνει με μέτρο, με εγκράτεια. Το πολύ να πιη την ημέρα το ένα τρίτο του ποτηριού».
«Να γνωρίζετε ότι και σ’ αυτήν την ζωή ο Κύριός μας θέλει να είμαστε χαρούμενοι και όχι να περνάμε μια ζωή με δυστυχία και κατάθλιψη».
Πνευματικό του τέκνο του εξωμολογήθηκε ότι είχε προσβολές σαρκικών λογισμών, και ο π. Σεραφείμ του είπε: «Τώρα που θα πας στο σπίτι σου άνοιξε το παράθυρο και πέταξε την τηλεόραση έξω». Αιφνιδιάστηκε από την απροσδόκητη εντολή, γιατί τον τελευταίο καιρό ήθελε να αγοράση μία πιο μεγάλη και πιο σύγχρονη τηλεόραση. Του είπε: «Γέροντα, μένω μόνος μου και η τηλεόραση είναι μία συντροφιά». Τότε ο Γέροντας χτύπησε την γροθιά του στο τραπέζι και είπε δυνατά: «Συντροφιά ο Σατανάς; Πέταξέ την».
Λυπήθηκε να την πετάξη, αφήρεσε τα καλώδια και για λίγο διάστημα δεν έβλεπε. Όταν αργότερα την άνοιξε πάντα πρόβαλλαν άσχημες εικόνες και είδε μία γυναίκα να μεταμορφώνεται σε διάβολο. Έτσι απεφάσισε οριστικά να την δώση. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα καθάρισε ο νούς του και ειρήνευσαν οι λογισμοί του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να απεξαρτηθή, αλλά αργότερα εδυσκολεύετο να παρακολουθή και του δημιουργούσε πονοκέφαλο.
Άλλοτε κάποιο ανδρόγυνο έλεγαν στον Γέροντα για τα προβλήματα επικοινωνίας με τα παιδιά τους, είναι απείθαρχα, δεν διαβάζουν κ.ά. Ο Γέροντας αφού τους ακούσε προσεκτικά στο τέλος τους είπε: «Εάν θέλετε γρήγορη βελτίωση, βγάλτε την τηλεόραση από το σπίτι σας». Εκείνοι είπαν ότι θα την ανοίγουν μόνο για κάποιες εκπομπές, αλλά ο Γέροντας επέμενε να την πετάξουν και πρόσθεσε: «Από τις οικογένειες που γνωρίζω, όσες δεν έχουν τηλεόραση είναι πιο πνευματικές από τις άλλες που έχουν, γιατί η τηλεόραση κάνει μεγάλη ζημιά».

Πηγή: “Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄“, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Ο ΑΒΒΑΣ ΣΙΣΩΗΣ ΟΤΑΝ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

Ο Αββάς Σισώης όταν επρόκειτο να πεθάνει

Τοῦ Ἀββᾶ Σισώη

Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Σισώη, ὅτι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει καὶ κάθονταν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ λέει ὁ ἀββᾶς στοὺς μοναχούς: «Νά, ἦρθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο λέει: «Νά, ἦλθε ἡ χορεία τῶν προφητῶν». Καὶ πάλι τὸ πρόσωπό του περίσσεια ἔλαμψε καὶ εἶπε: «Νά, ἡ χορεία τῶν ἀποστόλων ἦρθε». Καὶ ἔλαμψε πάλι τὸ πρόσωπό του πιὸ πολύ. Καὶ ἦταν σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους. Καὶ τὸν ρώτησαν οἱ ἄλλοι πατέρες λέγοντας: «Μὲ ποιοὺς μιλᾷς, Πάτερ;» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νά, οἱ Ἄγγελοι ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μπορέσω περισσότερο νὰ μετανοήσω». Καὶ τοὺς εἶπε ὁ γέροντας: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἀκόμα δὲν ἔχω βάλει ἀρχὴ μετανοίας». Ὅλοι ἤξεραν ὅμως ὅτι ἦταν τέλειος πνευματικά. Καὶ πάλι, ξαφνικά, τὸ πρόσωπό του ἔγινε σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ φοβήθηκαν ὅλοι. Καὶ τοὺς λέει πάλι: «Βλέπετε, ἦρθε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ φωνάζει: «Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου». Καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Καὶ φάνηκε σὰν ἀστραπή, ἐνῷ ὅλο τὸ κελὶ πλημμύρισε ἀπὸ μία θεϊκὴ εὐωδία!

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

 Ο Όσιος Σισώης ο Μέγας στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου

«Σισώης ο Μέγας εν Ασκηταίς έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου*, του πάλαι λάμψαντος εν Δόξει φρύττει και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού κλαίει…»

Ο Όσιος Σισώης ο Μεγάλος, είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ονομαστός ασκητής, και καταγόταν από την Αίγυπτο, επονομαζόμενος ο Μέγας. Ασκήτεψε στην έρημο και έπειτα στο ίδιο βουνό, όπου εκοιμήθη ο μέγας Αντώνιος. Ο Άγιος Σισώης έφυγε από αυτή τη ζωή το 429 μ.Χ., μετά από 62 χρόνια ασκητικής ζωής. Η μνήμη του τιμάται την 6η Ιουλίου.

Ο Όσιος Σισώης επεσκέφθη κάποτε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν στάθηκε μπροστὰ και αναλογίσθηκε το μεγαλείο, στο οποίο έζησε ο ενδοξώτατος αυτὸς βασιλιὰς των Ελλήνων, την δόξα που απέκτησε με τα κατορθώματά του στους πολέμους, που τον έκαμαν ήρωα και κατακτητὴ της εποχής εκείνης, έφριξε με την σκέψη πόσο άστατη είναι η ζωὴ και πόσο πρόσκαιρη η δόξα της. Έκλαψε και θρήνησε για τη ματαιότητα όλης αυτής μιάς προσπάθειας που κατέλαβε όλη του την ζωή και που δεν του προσέφερε κανένα καλὸ στην ψυχή του.

Οι μαθητές του αββά Σισώη ζωγράφισαν την εικόνα του πνευματικού τους πατέρα κοντά στον τάφο, και έγραψαν και το εξής επίγραμμα:

Ορῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;”

Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στη θεωρία σου, και χύνω δάκρυα από την καρδιά μου, φέροντας στον νου μου το χρέος που του οφείλουμε όλοι (δηλαδὴ τον θάνατον). Πώς και εγώ μέλλω να διαβώ τέτοιο τέλος; Αί, αί, θάνατε, ποιὸς μπορεί να σου ξεφύγη;

Η τοιχογραφία αυτή, που βρίσκεται στο νάρθηκα της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1566), είναι έργο του ιερέα και σακελλάριου Γεωργίου (Φωτογραφία Ν. Κοντού, αλιευθείσα εκ της «Δομής»).

«Σισώης ο Μέγας εν Ασκηταίς έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου*, του πάλαι λάμψαντος εν Δόξει φρύττει και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού κλαίει…»

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΕΙΣ, ΦΥΓΕ, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΑΓΙΑΣΕΙΣ, ΜΕΙΝΕ!

Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης
Αν θες να γλιτώσεις, φύγε... αν θέλεις να αγιάσεις, μείνε!

Το 1933 ο περίφημος γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης σε ηλικία 21 ετών πήρε την μεγάλη απόφαση της ζωής του να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει μοναχός στο άγιο Όρος.

Έχοντας σαν οδηγό του την ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη του στο Θεό έφτασε σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και απαράκλητες περιοχές του Άθωνα, τα Καυσοκαλύβια. Εκεί η πρόνοια του Θεού τον οδήγησε στο ασκητικό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί ζούσανε τρεις γέροντες, πολύ αυστηροί και τραχείς, κατά γενική ομολογία.

Έζησε κοντά τους με πολύ υπακοή, ταπείνωση και... υπομονή. Και τονίζουμε την υπομονή διότι οι γέροντες του (τους οποίους όλους γηροκόμησε και φρόντισε μέχρι την τελευταία τους πνοή), ήταν πάρα πολύ αυστηροί μαζί του. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Το όνομά του δεν το άκουσε ποτέ να το λένε, παρά τον αποκαλούσαν πάντα με τα χειρότερα λόγια και πολλές φορές έφταναν και να τον χτυπούν.

Μια μέρα σαν άνθρωπος λύγισε και αγανακτισμένος πήρε την απόφαση να φύγει. Διστάζοντας όμως να εμπιστευτεί τον λογισμό του, σκέφτηκε να πάει πρώτα να τον εξομολογηθεί σε έναν πνευματικό στην Ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας.

Με ειλικρίνεια εξέθεσε στον πνευματικό του όλη την αλήθεια και περιέγραψε τα γεγονότα. Αφού λοιπόν εξέθεσε όλα του δεινά που υφίστατο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους στο τέλος είπε: "Πάτερ δώσ' μου ευλογία να φύγω να γλιτώσω...". Ο διακριτικός πνευματικός αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε: "Πάτερ Εφραίμ, αν θες να γλιτώσεις, φύγε, αν θέλεις να αγιάσεις μείνε... σκέψου και αποφάσισε". Ο Γέροντας Εφραίμ σκέφτηκε... και έμεινε....

Πέρασαν έτσι 45 ολόκληρα χρόνια. Ο τελευταίος από τους γέροντές του ο π. Νικηφόρος, ήταν ο χειρότερος απ' όλους... Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αρρώστησε και έγινε ακόμα πιο δύστροπος και επιθετικός. Ο π. Εφραίμ, πιστός στην απόφασή του -γιατί αυτή είναι η λεβεντιά στη ζωή, να έχεις το θάρρος να την αντιμετωπίζεις και να σηκώνεις τον Σταυρό που σου οικονόμησε για τη σωτηρία σου η πρόνοια του Θεού- υπέμενε τα πάντα σαν νέος Ιώβ.

Το 1973 όταν κατάκοιτος πια ο γέροντας Νικηφόρος ψυχορραγούσε, ο π. Εφραίμ νύχτα και ημέρα καθόταν στο προσκέφαλό του και τον υπηρετούσε, ενώ συνέχισε να δέχεται "βροχή" τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις.

Λίγο πριν το τέλος ο π. Νικηφόρος του είπε: "Σήκωσέ με. Σκύψε να σου πω..." Ο π.Εφραίμ πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη του κατάκοιτου γέροντά του και έσκυψε το κεφάλι. Ξαφνικά το πρόσωπο του π. Νικηφόρου αλλοιώθηκε, έχασε την τραχύτητά του και πήρε την πιο ιλαρή έκφραση που μπορούσε να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει ο γέροντας άρπαξε το χέρι του π. Εφραίμ και του είπε: "Παιδί μου, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγγελος... ευλόγησον..." του φίλησε το χέρι και ξεψύχησε στην αγκαλιά του...

Ανάμνηση του π. Διονυσίου Ανθόπουλου, 
από διήγηση του γέροντος Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου, 
στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟΥ ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ "ΑΟΡΑΤΟΥΣ ΑΣΚΗΤΕΣ" ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ

Η απρόσμενη συνάντηση του Γέροντα Παΐσιου
με έναν από τους «αόρατους ασκητές» του Άθωνα 

Όταν είχα έρθει στό Άγιον Όρος γιά πρώτη φορά, τό 1950, ανεβαίνοντας άπό τά Καυσοκαλύβια για τήν "Αγία "Αννα, είχα χάσει τόν δρόμο" άντί νά πάρω τόν δρόμο γιά τήν Σκήτη τής "Αγίας "Αννης, προχώρησα γιά τήν κορυφή του Άθωνα. Άφού βάδισα αρκετά, κατάλαβα ότι πάω ψηλά καί έψαχνα νά βρώ κανένα μονοπάτι νά βγώ σύντομα. 

Επάνω λοιπόν σ' αυτή τήν αγωνία μου, ένώ παρακαλούσα τήν Παναγία νά μέ βοηθήση, ξαφνικά μου παρουσιάζεται ένας Αναχωρητής μέ φωτεινό πρόσωπο - θά ήταν γύρω στά εβδομήντα χρόνια - πού έδειχνε άπό τήν ενδυμασία του νά μήν είχε επαφή μέ ανθρώπους. Φορούσε ένα ζωστικό σάν άπό καραβοπάνι, άλλά πολύ ξεθωριασμένο καί κατατρυπημένο. Τίς δέ τρύπες τίς είχε πιασμένες μέ ξύλινα σουβλιά, όπως πιάνουν οί γεωργοί τά τρύπια σακιά, όταν δέν έχουν σακοράφα και σπάγγο. Είχε επίσης έναν τουρβά δερμάτινο, ξεθωριασμένο καί τίς τρύπες πιασμένες πάλι μέ τόν ίδιο τρόπο. Στόν δέ λαιμό του είχε μιά χονδρή αλυσίδα, πού κρατούσε ένα κουτί μπροστά στό στήθος του. Φαίνεται είχε κάτι τό ίερό! 

Πρίν λοιπόν τόν ρωτήσω έγώ, μου είπε εκείνος:
- Παιδί μου, δέν πάει γιά τήν Αγία Άννα αυτός ό δρόμος, καί μου έδειξε τό μονοπάτι. Άπ' όλο τό παρουσιαστικό του φαινόταν Άγιος!  

Ρώτησα μετά τόν Ερημίτη:
- Που μένεις, Γέροντα; Κι εκείνος μου απήντησε:
- Κάπου έδώ, καί μου έδειχνε τήν κορυφή του Άθωνα. 

Επειδή είχα περιπλανηθή δεξιά καί αριστερά, ψάχνοντας νά βρώ Γέροντα νά μέ πληροφορή εσωτερικά, είχα ξεχάσει καί τί ήμερα είναι καί πόσο έχει ό μήνας. Ρώτησα λοιπόν τόν Ερημίτη καί μου είπε ότι ήταν Παρασκευή. Μετά έβγαλε ένα μικρό σακουλάκι δερμάτινο, το οποίο είχε μέσα κάτι ξυλάκια μέ χαρακιές, καί άπό τίς χαρακιές πού είδε, μου είπε πόσο είχε ό μήνας. Πήρα μετά τήν ευχή του, προχώρησα άπό τό μονοπάτι πού μου έδειξε καί βγήκα στήν Σκήτη τής Αγίας Άννης. Ό νους μου όμως συνέχεια γύριζε στό φωτεινό πρόσωπο του Άναχωρητού, πού ακτινοβολούσε.  

Αργότερα, όταν είχα ακούσει ότι υπάρχουν στήν κορυφή τού Άθωνα δώδεκα Άναχωρηταί - άλλοι έλεγαν επτά - είχα μπή σέ λογισμούς καί τό είχα διηγηθή σέ έμπειρους Γεροντάδες αυτό πού είδα, οί όποιοι μου είπαν:

- Θά ήταν καί αυτός ένας άπό τούς Οσίους Άναχωρητάς πού ζουν στήν αφάνεια στήν κορυφή του Άθωνα! 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου «Αγιορείτες Πατέρες και Αγιορείτικα»

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ!

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Η θαυμαστή μεταστροφή ενός εξελικτικού θεολόγου

Μια φορά, όταν ο Γέροντας βρισκόταν ακόμα στον Άγιο Βασίλειο, βγήκε έξω και πήγε μέχρι πάνω στο Κυριακό, στον παπα-Γεράσιμο. Εκεί ήταν κάποιος κοσμικός.

Ο Γέροντας τον πλησίασε και του λέγει:
― Κάποιο λάθος έχετε πάνω σας, το οποίο είναι σοβαρό.

Λέγει ο κοσμικός:
― Τι λάθος έχω;
― Δεν το γνωρίζω, απαντά ο Γέροντας, πάντως έχετε ένα λάθος πολύ σοβαρό.
― Και δεν μπορούμε να το βρούμε;
― Τώρα την ημέρα δεν μπορούμε να το βρούμε. Αν θέλεις, έλα κάτω στο σπίτι την νύχτα.
― Μετά τα μεσάνυχτα θα έρθω, Γέροντα.

Τα μεσάνυχτα πήγε όντως ο κοσμικός εκεί. Άρχισαν την συζήτηση και στο τέλος φανερώθηκε: Ο κοσμικός, ενώ ήταν πτυχιούχος της θεολογίας, είχε γράψει ολόκληρο βιβλίο υπέρ της Δαρβίνειου θεωρίας, της εξελίξεως των ειδών!

Και ο Γέροντας του είπε:
― Καλά, όταν εκθέτεις μια θεωρία, μια αντίληψη, γιατί δεν παίρνεις ορθοδόξους θεολόγους, αγίους Πατέρας, αλλά παίρνεις από τους άλλους, τους ξένους, τους Προτεστάντες, τους Εβραίους, τους Μασώνους…, αυτοί δεν είναι χριστιανοί! Γιατί δεν παίρνεις τους αγίους Πατέρας; Τότε κατοχυρώνεται μία θεωρία ή μία απόψις όταν βεβαιώνεται  είτε από την Αγία Γραφή είτε από τους αγίους θεοφόρους Πατέρας.

Ο θεολόγος παραδέχθηκε, ότι είναι λάθος τοποθετημένος σ’ αυτήν την θεωρία, και ζήτησε από τον Γέροντα να του ειπεί από πού το κατάλαβε.

Του λέγει τότε ο Γέροντας:
― Εχθές όταν σε πλησίασα, μια αποφορά, μια βρώμα βγήκε από πάνω σου και απ’ αυτό κατάλαβα ότι κάποιο λάθος έχεις πάνω σου. 

Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959)
εκδ. Ι. Μονής Αγίου Αντωνίου

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Εμπειρίες της Χάριτος

Όταν, καμμιά φορά, τον ρωτούσαμε από περιέργεια για τον νόμο της επιρροής, πως ενεργεί αυτό το μυστήριο της επαφής, ώστε να επικοινωνή μια ψυχή με άλλο πρό­σωπο μακρινό, απέφευγε να μας εξηγήση κατ' ευθείαν εξ αιτίας της περιέργειάς μας.
Σε άλλη όμως ώρα, όταν προ­έκυπτε το ίδιο θέμα για περίπτωσι προσωπικού μας στηριγμού, μας ερμήνευε κατά τα μέτρα της μικρότητάς μας να καταλάβωμε αυτό το πράγμα...
Μαζί μας ήταν ο παραδελφός μας Αθανάσιος, κατά σάρκα αδελφός του Γέ­ροντα, ο οποίος περισσότερο άπ' όλους μας γύριζε εδώ κι εκεί για εργασίες και ευθύνες της συνοδείας...
Για ν' αποφεύγη τις επαφές και συναντήσεις με πολλούς ανθρώ­πους, αλλά και το καύμα της ημέρας, αφού πάντοτε σχε­δόν αχθοφορούσε, βάδιζε είτε πολύ πρωί είτε -το συνηθέστερο- τα απογεύματα, οπότε δεν είχε μπροστά του πολύ χρόνο και περπατούσε νύχτα. Αυτό, ιδίως τα καλοκαίρια, γινόταν σχεδόν πάντοτε. Εγώ θαύμαζα, ό­ταν ο Γέροντας, μια φορά, τον περίμενε με ιδιαίτερο εν­διαφέρον ως προς την ώρα που ήρθε, τι μετέφερε και όλη γενικά την κατάστασί του.
Σε άλλην ευκαιρία έδειχνα ιδιαίτερα την επιμονή μου να μάθω τον τρόπο της πληροφορίας του και μου είπε τα εξής...
Ήταν καλύτερα να σου ευχηθώ να το αισθανθής μάλλον, παρά να μάθης το πως γίνεται σαν ψιλή γνώσιν όμως, αφού επιμένεις, άκουσε. Καθόμουν εδώ στο παρά­θυρό μου γονατιστός στα κουρέλια μου και έλεγα την ευ­χή.
Σε μια στιγμή, όπως κρατούσα τον νου μου στην ενέργεια της ευχής -που η θεία χάρις ενεργεί με τον θείο φωτισμό της - αυξήθηκε περισσότερο το φως και ο νους μου άρχισε να πλατύνεται και να περισσεύη τόσο...
Που ό­λα μου έγιναν φωτεινά πλέον.. και έβλεπα όλη την πλευρά του τόπου μας, από τα Κατουνάκια ως τα μοναστήρια κάτω μέχρι την Δάφνη καθώς και πίσω μου και τίποτα δεν μου ήταν αφανές η άγνωστο.
Το δε φως δεν ήταν τό­σο, όπως τούτο το φυσικό που δίνει ο ήλιος η το τεχνικό που κάνουν οι άνθρωποι, αλλά ήταν φως εξαίσιο, λευκό, άϋλο, που δεν είναι μόνον άπ' έξω, καθώς τούτο το φυσι­κό που επιτρέπει στους έχοντας όρασι να βλέπουν εξωτε­ρικά.
Το φως εκείνο είναι και μέσα στον άνθρωπο και το αισθάνεται σαν δική του πνοή και τον γεμίζει σαν τροφή και αναπνοή...
και τον ελαφρύνει από το φυσικό του βάρος και τον μεταμορφώνει έτσι, ώστε να μη ξέρη αν έχη σώμα και βάρος η περιορισμόν τινά.
Τότε, μας λέγει, είδα και τον Αθανάσιο να έρχεται προς εμάς από την στράτα του Αγίου Παύλου φορτωμένος με τον μεγάλο ντορβά του και έμεινα να τον παρακολουθώ, έως ότου ήρθε μέχρις εδώ. 
Τον έβλεπα σε όλες του τις κινήσεις, που καθόταν να ξεκουραστή η ακουμπούσε το φορτίο του, την πηγή της Αγίας Άννης στον μύλο όπου σταμάτησε και ήπιε νερό, και μέχρι που έφθασε στην πόρτα μας και πήρε το κλειδί και άνοιξε και μπήκε μέσα και ήρθε μπροστά μου και έ­βαλε μετάνοια.
Αλλά τι είναι τούτο και σάς έκανε κατάπληξι;
Όταν ο νους του ανθρώπου καθαρίση και φωτισθή, χώρια που έχει και δικό του φωτισμό χωρίς την προ­σθήκη της θείας χάριτος - με τον οποίο βλέπει και πέραν των δαιμόνων, καθώς λέγουν οι Πατέρες - , τότε δέχεται επιπροσθέτως και τον φωτισμό της θείας χάριτος, ώστε αυτή να μπορή να μένη μόνιμα σ' αυτόν και τότε τον αρ­πάζει σε θεωρίες και οράσεις, όπως και όσον γνωρίζει αυ­τή.
Μπορεί όμως και ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν θέλη να δη η να μάθη κάτι που τον ενδιαφέρει, να το ζητήση στην προσευχή του και να ενεργήση η χάρις να του 'πληρώση' το αίτημα..
Επειδή το ζήτησε αυτός..Νομίζω όμως ότι οι ευλαβείς αποφεύγουν να το ζητούν αυτό εκτός μεγάλης α­νάγκης. 
Πάντως, ο Κύριος ''θέλημα των φοβούμενων αυ­τόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών επακούσεται..''

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ
ΑΓΩΝΕΣ-ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ: ΚΕΛΛΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ-ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1984

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ: ΘΑ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΕΙΣ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ!

 Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Θα παρακαλέσεις πολύ την Παναγία να σε βοηθήσει

Σε μια γυναίκα που άφησε αβοήθητη μια μητέρα που γεννούσε και πέθανε το παιδί της στάθηκε πολύ αυστηρός στην ασπλαχνία της. Μετά την εξομολόγηση της είπε: «Για να συγχωρεθείς, θα πας στο σπίτι σου, και θα παρακαλέσεις πολύ την Παναγία να σε βοηθήσει να κάνεις τον κανόνα σου. Θα πας να ζητιανέψεις σε εφτά χωριά. Από το πρωί ως το βράδυ θα ζητιανεύεις στο ένα χωριό και ότι μαζεύεις θα το μοιράζεις σε φτωχούς και ορφανά. Αυτό θα το κάνεις επί μία εβδομάδα». Η γυναίκα ρώτησε αν μπορεί να μοιράσει χρήματα δικά της, για μην εκθέσει την οικογένειά της. Ο Γέροντας όμως επέμενε: «Το αμάρτημα αυτό δεν συγχωρείται με χρήματα, αλλά με ζητιάνεμα, για να ταπεινωθείς, για να φύγει ο εγωισμός, για να πέσει η μύτη ως το χώμα».

ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ: ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ, ΕΓΩ ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΚΑΛΑ!

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης:
«Μη φοβάσαι, εγώ θα σε κάνω καλά»

Είναι γεγονός πως η ακτινοβολία της αγάπης των αγίων δεν περιορίζεται σε όρια τοπικά, αλλά σαν αύρα λεπτή δροσίζει κι ευφραίνει κάθε ευλαβική ψυχή, που πλησιάζει στον τόπο της θαυμαστής βιοτής τους, ώστε ν’ αναφωνεί εκ βαθέων: «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού».

Μία οικογένεια από τον Πειραιά βρέθηκε στο μοναστήρι του οσίου Γεωργίου Καρσλίδη για τη μοναχική κουρά μίας συγγενούς τους. Εκεί η μητέρα μελέτησε την πνευματέμφορη ζωή του οσίου, προσκύνησε στο κατανυκτικό εκκλησάκι και τον απέριττο τάφο του κι αισθάνθηκε την παρουσία του πολύ πλησίον της. Είχε την αίσθηση ότι είναι ο δικός της άγιος. Έφυγαν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι για τον Πειραιά.

Στα μισά της διαδρομής στάθμευσαν το αυτοκίνητο για λίγη ξεκούραση. Όταν ετοιμάσθηκαν όμως να ξεκινήσουν, παρά τις προσπάθειες, η μηχανή δεν εκινείτο. Αγωνιούσαν, γιατί νύχτωνε και δεν ήξεραν πού να πάνε και πού να μείνουν. Η μητέρα κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο και πήρε στα χέρια της ένα μπαμπάκι με λάδι, που είχε λάβει από την ακοίμητη κανδήλα του οσίου. Σταύρωσε τη μηχανή του αυτοκινήτου και αμέσως ξεκίνησε και τους πήγε στον προορισμό τους. Μόλις έφθασαν, χάλασε πάλι το αυτοκίνητο. Φαίνεται ήθελε και η μηχανή επισκευή. 

Μία Μακεδονίτισσα γιαγιά μένει χρόνια στο Τορόντο του Καναδά. Μικρή είχε γνωρίσει τον όσιο και τον είχε αγαπήσει. Μία μεγάλη φωτογραφία του οσίου την είχε σε κορνίζα στο σαλόνι της. Από τη γιαγιά είχαν γνωρίσει για τον όσιο και τα εγγόνια της. Μία δεκαεφτάχρονη εγγονή της μία ημέρα λιποθύμησε κι έχασε τις αισθήσεις της.

Την πήγαν στο νοσοκομείο και οι ιατροί βλέποντας να έχει παραισθήσεις και να μη επικοινωνεί με το περιβάλλον της ανησύχησαν και την έστειλαν σ’ ένα άλλο ειδικό νοσοκομείο. Εκεί δέχθηκαν οι υπεύθυνοι ιατροί ένα τηλεφώνημα που τους έλεγε ότι η νέα πάσχει από εγκεφαλομηνιγγίτιδα. Άρχισαν μία θεραπεία, αλλά είπαν ότι η νέα όταν συνέλθει δεν θα μπορεί να μιλά, να βαδίζει και να τρώει. Η γιαγιά έλεγε πως στο τηλεφώνημα ήταν ο όσιος Γέροντας.

Η νέα χωρίς να κοιμάται είδε τον όσιο με ράσα καθισμένο στην άκρη του κρεβατιού και της είπε: «Μη φοβάσαι, εγώ θα σε κάνω καλά» και τη σταύρωσε. Αυτό επανελήφθη επί τρεις βραδιές συνεχώς. Η νέα από τότε συνήλθε, άρχισε να μιλά άνετα, να βαδίζει και σιγά-σιγά να τρώει.

Δύο εβδομάδες μετά, όλα τελείωσαν, η ασθένεια θεραπεύθηκε δίχως να της αφήσει τίποτε. Ακόμη και οι ιατροί έλεγαν πως έγινε θαύμα. Η νέα σπούδασε ψυχολογία και προοδεύει. Η μητέρα της έπασχε επί μία εικοσαετία από μία ανίατη και σοβαρή ασθένεια που λέγεται λύκος. Θεραπεύθηκε και αυτή από τον όσιο. Όλοι τον ευχαριστούν ευγνώμονα. 

Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 448

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Ο ΠΑΤΗΡ ΚΟΣΜΑΣ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΟΜΙΟΥ ΚΟΝΙΤΣΗΣ

 Ο πατήρ Κοσμάς, ηγούμενος της Μονής Στομίου Κονίτσης
του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου

Ο ηγούμενος της ιεράς Μονής Στομίου Κονίτσης, ο πατήρ Κοσμάς, ο καλόγερος, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν κυρίως οι Κάτω Κονιτσιώτες, εκοιμήθη στις 23 Φεβρουαρίου 2025 και σε λίγες μέρες θα τελεστεί το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του. Υπήρξε άνθρωπος απλός, φίλος της ησυχίας, ολιγομίλητος, ανδρείος, διακριτικός σε όλα και κυρίως σε όσα συμβούλευε τα πνευματικά του τέκνα, αυτοδίδακτος ησυχαστής, ολιγαρκής και πράος. Αν και απέφευγε να διδάσκει τους άλλους, μερικές από τις απαντήσεις του σε ερωτήματα πιστών έχουν μείνει ανεξίτηλες σε όσους είχαμε τη μεγάλη ευλογία να ζήσουμε κοντά του. 

“Ποτέ μου δεν μετάνιωσα που δεν μίλησα” έλεγε, για να διδάξει ότι όποιος κρατά το στόμα του κλειστό αποφεύγει την κατάκριση, τις συγκρούσεις χωρίς λόγο, τις διαφωνίες και τις άσκοπες συνομιλίες. Στην τράπεζα της Μονής Στομίου, όπου συνέτρωγαν μοναχοί και λαϊκοί επισκέπτες, τις περισσότερες φορές παρακολουθούσε σιωπηλός τις συζητήσεις μεταξύ των επισκεπτών ενώ σπανιότερα παρενέβαινε λέγοντας τη γνώμη του με λίγες μόνο λέξεις, εάν επρόκειτο για θέμα άξιο λόγου, πνευματικό, εκκλησιαστικό ή εθνικό. Όταν τον ρωτούσαν τη γνώμη του για κάποιο ζήτημα άλλοτε την έλεγε και άλλοτε, εάν το θέμα δεν ήταν σημαντικό ή δεν αφορούσε άμεσα τους παρόντες συνομιλητές, άλλαζε την συζήτηση. Όταν έβλεπε πως η συζήτηση ξεστράτιζε σε θέματα της επικαιρότητας, πολιτικά ή άλλα αδιάφορα από πνευματικής άποψης, έβαζε τέλος στη συζήτηση και σηκωνόταν για την ευχαριστήρια προσευχή μετά το γεύμα ή το δείπνο.

Στα νέα παιδιά ήθελε πολύ να εμφυσήσει την ανδρεία και την όρεξη για πνευματικό αγώνα. Πολεμούσε τη νωχελικότητα και την καλοπέραση και έλεγε χαρακτηριστικά σε όλους: “Να μην σας βρίσκει ο ήλιος στο κρεβάτι”, εννοώντας ότι θα πρέπει να σηκώνονται από τον ύπνο πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος. Όταν μάλιστα ένας νέος του είπε χαριτολογώντας ότι δεν τον βρίσκει ο ήλιος στο κρεβάτι γιατί κλείνει τις γρίλιες στα παράθυρα, εκείνος δεν φάνηκε να συμμερίζεται το αστείο και επέμεινε: “Άφησέ τα αυτά. Να σηκώνεσαι πρωΐ. Να έχεις τη μέρα μπροστά”. Ο ίδιος ήταν πραγματικό νυχτοπούλι. Κοιμόταν λίγες ώρες και αγαπούσε να βλέπει την ανατολή του ήλιου. Ήξερε μάλιστα στο μοναστήρι του το ακριβές σημείο που εμφανίζεται ο ήλιος κατά την ανατολή σε κάθε εποχή και μήνα του χρόνου. Για τους μοναχούς ακόμη περισσότερο έλεγε ότι ταιριάζουν τα λόγια του αγίου Παϊσίου ότι “η νύχτα δεν είναι ποτέ μεγάλη για τον μοναχό”, δηλαδή ο χρόνος δεν φτάνει ποτέ για τη βραδινή περισυλλογή, την προσευχή μέσα στη νυχτερινή ησυχία για τον εαυτό μας και τους άλλους. Ο π. Κοσμάς έλεγε επίσης συχνά ότι “το ηλιοβασίλεμα θαυμάζουν μόνο όσοι δεν είναι άξιοι να γευτούν την ομορφιά της ανατολής” επειδή ο ύπνος τους κρατάει κοιμισμένους στο κρεβάτι. 

Ο π. Κοσμάς ήταν άνθρωπος με μεγάλη σωματική δύναμη και πολλή αντοχή. Νεότερος κουβαλούσε πολλά υλικά για την ανοικοδόμηση και ανακαίνιση της Μονής Στομίου με τα χέρια του, φόρτωνε με δεξιοτεχνία μουλάρια και άλογα σηκώνοντας τσιμέντα, τσουβάλια με άμμο, μάρμαρα, πλάκες, βαριά ξύλα και άλλα απαραίτητα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η ασθένεια του πάρκινσον μαζί με τα φυσικά γεράματα κατέβαλαν τη σωματική του δύναμη και αυτό αποτελούσε μία μεγάλη ταπείνωση για εκείνον, κυρίως γιατί χρειαζόταν τη βοήθεια άλλων για πολλές από τις καθημερινές του ανάγκες. Δεν του άρεσε να τον υπηρετούν και με δυσκολία ζητούσε βοήθεια. Ωστόσο μέχρι την τελευταία ημέρα της επίγειας ζωής του σηκωνόταν από το κρεβάτι και η Παναγία δεν επέτρεψε να παραμείνει κατάκοιτος. Στο κελί του στο Στόμιο, όταν η δυσκαμψία, που του προκαλούσε το πάρκινσον, άρχισε να αυξάνει, τοποθέτησε χοντρά σχοινιά, κρεμασμένα από το ταβάνι, τα οποία τραβούσε με τα χέρια του για να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κάποιος αδελφός τον ρώτησε αν τα σχοινιά αυτά είναι για να κρατιέται όρθιος σε προσευχή και εκείνος αυθόρμητα του απάντησε ότι τα σχοινιά είναι απλά για να σηκώνεται όρθιος. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τον προσωπικό του πνευματικό αγώνα αλλά όταν είχε κάποιο πρόβλημα ή όταν κάποιος ασθενής ή συγγενής ασθενούς ή εμπερίστατου αδελφού ζητούσε προσευχή, έλεγε σε κάποιους γνωστούς του ότι πρέπει να κάνουμε προσευχή για τον τάδε. Όταν κάποτε το πρωί μετά την αγρυπνία για την εορτή του Αγίου Παϊσίου, κάποιος πιστός ζήτησε από έναν ιερέα, που βρισκόταν στη Μονή, να γίνει μία Παράκληση για ένα παιδί που έπασχε από σοβαρή ασθένεια, ο π. Κοσμάς παρά την προχωρημένη ασθένεια και αδυναμία του και τον κόπο της αγρυπνίας είπε: “Θα έρθω κι εγώ”. Τελικά ανέλαβε ο ίδιος να πει τα λόγια του ιερέα στην Παράκληση που έγινε, έμεινε σκυφτός, σκεπτικός και προσευχόμενος όλη την ώρα και με πολύ πόνο πρόφερε το όνομα του ασθενή νέου παρακαλώντας την Παναγία για εκείνον. 

Αυτά τα λίγα γράφτηκαν για τον μακαριστό πλέον πατέρα Κοσμά, τον ηγούμενο της Μονής Στομίου και τον πνευματικό της Κόνιτσας με αφορμή τον τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του. Υπάρχουν και άλλα πολλά που θα μπορούσαν να γραφούν από όσα ακούσαμε και ζήσαμε κοντά του. Δεν είναι όμως ακόμη η κατάλληλη στιγμή ούτε αρκεί ένα άρθρο για να γραφούν όλα αυτά. 

Για πολλούς από όσους γνωρίσαμε τον π. Κοσμά η αναχώρησή του από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο μας γέμισε λύπη πολλή, κυρίως γιατί χάσαμε τον πνευματικό μας πατέρα κι οδηγό, το πνευματικό μας στήριγμα. Η κοίμησή του όμως ήρθε όταν έφτασε για εκείνον το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη στιγμή, αφού τον τελευταίο καιρό δοκιμάστηκε πολύ από την ασθένειά του, υπέμεινε καρτερικά και τελικά ήσυχα και απλά, όπως έζησε όλη του τη ζωή, αναχώρησε για τη μόνιμη ουράνια πατρίδα μας. Την ευχή του να έχουμε. 

 Ορθόδοξος Τύπος, 28/03/2025