ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

ΓΕΡΩΝ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΤΥΦΛΟΣ: ΜΑΘΕ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΟ!

Γέρων Ισίδωρος ο Τυφλός
Μάθε να έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό

1:30 ώρα το μεσημέρι. Η βροχή έπεφτε, άλλες φορές με ορμή, άλλες φορές χαλάρωνε. Παρ` όλο που έβρεχε είπαμε να πάμε με τα πόδια στην γειτονική μονή Φιλοθέου. Μισή ώρα απόσταση, μέσα από ένα γοητευτικό ανηφορικό μονοπάτι μέσα στις καστανιές. Τόσο πυκνό που η βροχή δεν έφτανε. Ψιχάλες μόνο μας ενοχλούσαν. Ένα καλυβάκι εγκαταλελειμμένο. Ένα ρυάκι. Ευτυχώς δεν είχε φουσκώσει και πατώντας προσεχτικά στις πέτρες το περάσαμε αβρόχοις ποσί. 

Ύστερα από 20 λεπτά σταμάτησε και μπήκαμε σε αμαξωτό δρόμο. εδώ δεν είχαμε την κάλυψη των δέντρων και γίναμε παπιά. Σε 10 λεπτά φτάσαμε. Το κόκκινο χρώμα, τόσο στην εκκλησία, όσο και στους τοίχους μας έκανε εντύπωση. Προσκυνήσαμε στην εκκλησία. Πριν φύγουμε πετύχαμε τον γέροντα Ισίδωρο τον τυφλό. Του είπα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω. 

Πήρε το μπαστούνι του και με χτύπησε ελαφρά στα πόδια. “Τι πράγματα είναι αυτά. Για κοίτα με στο πρόσωπο. Πως με βλέπεις εμένα. Με βλέπεις δυστυχισμένο, λυπημένο; Χαρούμενο δεν με βλέπεις. Εγώ είμαι εκ γενετής τυφλός. Και δοξάζω την Παναγία γιατί έτσι κάνω λιγότερες αμαρτίες. Πριν γίνω μοναχός, στην Πάτρα από όπου είμαι, μια μέρα ενώ πουλούσα λαχεία για να ζήσω, στην πλατεία Γεωργίου άρχισα να βλέπω θολά. Ξεχώριζα κάποια πράγματα. Έτσι ξαφνικά. Οπότε λέω στην Παναγία. Παναγία μου, μην επιτρέψεις να δω το φως μου, γιατί αν το δω δεν θα γίνω μοναχός. Και εκείνη τη στιγμή ξανατυφλώθηκα“.

Μα, επέμενα εγώ, δύσκολο είναι να μην στενοχωριέσαι στις θλίψεις, στις δυσκολίες. 
“Α, δεν με ακούς εσύ. Εγώ βαράω. Μάθε να έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό. Δεν ξέρει ο Θεός και ξέρεις εσύ. Αν ο Θεός στο επιτρέπει αυτό είναι επειδή είναι προς όφελος της σωτηρίας της ψυχής σου. Άντε μη βαρέσω“. 

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Ο ΓΕΡΩΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ

 Ο Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης
για τη ζωή στο Άγιο Όρος και τους δαίμονες
 
- Γέροντα, πες μου πώς ζούσες, όταν ήσουν στο Άγιον Όρος;
- Στο Άγιον Όρος ήταν βαρύς χειμώνας. Πάνω από ένα μέτρο χιόνι στο Κουτλουμούσι…
Είχαμε φασόλια, ρεβίθια, ψωμί, παστή σαρδέλα, κρεμμύδι και κουκιά. Κρέας δεν τρώγαμε ποτέ, ψάρια τρώγαμε. Μια φορά, με βάλανε εκεί που έχουνε τα βαρέλια με τα κρασιά. Με βάλανε εκεί δύο χρόνια, γιατί είχε πολλά αμπέλια το Μοναστήρι. Κάτω, στη θάλασσα το ένα, και κάτω από το Μοναστήρι, ένα χιλιόμετρο, το άλλο. Μετά με βάλανε τραπεζάρη. Εγώ φρόντιζα στο τραπέζι το κρασί. Πήγαινα κάθε μέρα στην αποθήκη και έπαιρνα δέκα κιλά κρασί σε μία νταμιτζάνα και έβαζα πάνω στο τραπέζι από ένα ποτήρι. Αλλά είχα ένα κελί ξεχωριστό, που είχα τα πράγματα. Κάνανε ωραίο κρασί τα σταφύλια μας. 
 
- Ποιόν μοναχό είχες ξεχωρίσει;
- Ο παπά-Κύριλλος ήταν ο καλύτερος, στη σκήτη του Κουτλουμουσίου, καλόγερος τέλειος ψυχικώς και σωματικώς. Τον ξέρανε όλοι, στις Καρυές και παντού. Τον φέρανε εκεί, κάθισε ένα φεγγάρι και μετά δεν τ” άρεσε κι έφυγε. Έβλεπε ότι δεν γινότανε πρόοδος στο Μοναστήρι μέσα και τα παρατάει και πάει στο καλύβι του. 

- Και από προσευχή πώς πήγαινες;
- Εγώ στις αρχές έκανα κάποιες προσπάθειες. Δεν κοιμόμουνα τα βράδια, έκανα προσευχή να πετάξω το αμαρτωλό σαρκίο. Κάποτε, λοιπόν, που έκανα προσευχή, ακούω έναν θόρυβο, ένα πράγμα σαν να είχε γκρεμιστεί το Μοναστήρι. Και έρχονται, που λες, κάτι θηρία και μου κοπανάνε μαγκουριές στη πλάτη… μα δεν το πιστεύεις αυτό. Την άλλη μέρα με φώναζαν, γιατί ήμουν κανονάρχης. Ψάχνανε να με βρούνε, ήμουνα κάτω από το ξύλο. Αυτά είχα πάθει. 
 
- Πώς ήταν, Γέροντα, οι δαίμονες;
- Μη συζητάς! θηρία, άγρια θηρία. Μορφή δεν είχανε σχηματισμένη. Ήταν μαύροι, κατάμαυροι. Αλλά τότε ήμουνα νέος και άντεχα λιγάκι. 
 
- Γέροντα, όταν εκείνη την ώρα επικαλεστείς το όνομα του Ιησού, δεν φεύγουνε;
- Δεν φεύγανε, κατά παραχώρησιν Θεού. Πρέπει να αποταθείς στον Κύριο, για να ελεήσει, ώστε να γίνει αυτό, και άξαφνα να σταματήσει κάθε ενέργεια, ακόμα και μέσα στο μυαλό μας. Ακόμα αυτοί μένουνε μέσα στο μυαλό μας, είναι εδώ σαράντα χρόνια και δεν φεύγουνε. Για κάνε ότι φυλάς τις εντολές του Χριστού, και θα με θυμηθείς – να δεις τί θα πάθεις!
 
- Πες μου λίγα για τον σατανά και τους δαίμονες.
- Ο Θεός έπλασε πρώτα τους Αγγέλους στον Ουρανό και μετά έπλασε τον άνθρωπο επί της γης. Ταξίαρχος ο πρώτος ήτανε αυτός, τόση δόξα τού είχε δώσει κι ελευθερία και είχε υπό την υποταγή του πεντακόσιες χιλιάδες Αγγέλους. Οι Άγγελοι δεν είναι πέντε, δέκα κι εκατό∙ καλύπτουν όλον τον Ουρανό και τη γη. Αυτός ήταν αρχηγός, τον είχε αρχηγό ο Κύριος. Εκεί που είχε αυτή τη δόξα, μια μέρα τού λέει το μυαλό τού σατανά: «Μωρέ, μ’ αυτή τη δόξα που έχω εγώ, θα κάνω το έξης: θ’ ανεβώ πάνω στον Ουρανό, θα πιάσω τον Θεό, θα τον στραγγαλίσω και θα Του πάρω τη δόξα». Μόλις, λέει ο Απόστολος, το σκέφτηκε αυτό, «είδον τον σατανάν ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα». Και έφυγε η Χάρις που ήταν επάνω του και από Άγγελος φωτός έγινε αυτό το θηρίο, μαύρος, κατάμαυρος και μισερός∙ και μισεί όλους τώρα. 

- Πώς είναι το πρόσωπό του, Γέροντα;
- Μην το συζητάς! 
 
- Όπως είναι τώρα, κι αυτός δεν βασανίζεται;
- Αυτός περισσότερο από όλους βασανίζεται. Διότι θυμάται τη δόξα που είχε -Πρωτάγγελος, πρώτος των Αγγέλων- και τρώει τα δόντια του. 
 
- Αν ζητούσε συγχώρεση τότε;
- Θα τον συγχωρούσε ο Κύριος. Αν μετανοούσε, λέει, εκείνη την ώρα, αμέσως θα τον συγχωρούσε. 
 
- Το ξέρει το τέλος του ο σατανάς, Γέροντα;
- Το ξέρει. Μέσα στη φωτιά είναι, δεν πρόκειται να βγει από εκεί ποτέ. Γιατί τώρα μέσα εκεί δεν έχει μετάνοια. Προτού να πέσει μέσα στη φωτιά, στη φλόγα, όταν έκανε το λάθος αυτό, [έπρεπε] να πει: «Θεέ μου, συγχώρεσε με, έκανα λάθος». Ο Θεός θα τον συγχωρούσε. 
 
- Και τί θέλει από τον άνθρωπο;
- Ο Θεός τον έχει τον σατανά, όπως ο άνθρωπος το σκυλί. Του αφήνει λίγο χαλαρό το σκοινί, για να δει μέχρι που αντέχεις. Και μετά το τραβάει, άμα δει ότι δεν αντέχεις πολύ. Ο πόλεμος με κάποιο άλλο κράτος έχει μία ημερομηνία λήξεως. Ενώ ο πόλεμος τον σατανά δεν έχει ποτέ ημερομηνία λήξεως, μέχρι να πεθάνουμε. Τώρα όλα τα στρατεύματα του σατανά έχουν ξεχυθεί στον κόσμο και παρασύρουν τους ανθρώπους στην απώλεια – με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Εσύ ή με τον Θεό θα είσαι ή με τον σατανά. 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΓΕΡΩΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ – Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΔΑΔΙΟΥ – ΜΕΡΟΣ Β’, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ. 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΕΧΟΥΝ ΕΥΚΟΛΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΑΔΥΝΑΜΟΥΣ!

Οι δαίμονες έχουν εύκολη πρόσβαση στους αδύναμους!
 
Οι δαίμονες πολεμούν τους σθεναρούς αγωνιστές, ενώ αδιαφορούν για τους αμελείς. Όσοι αγωνίζονται, βρίσκουν συνεργό το Θεό στους πολέμους που παραχωρούνται για το πνευματικό τους συμφέρον.
Ένας αδελφός, που πειραζόταν από τους δαίμονες, πήγε σε κάποιον γέροντα και του φανέρωσε τους πειρασμούς που δοκίμαζε. 

Κι ο γέροντας του λέει:
-Αδελφέ, να μη σε φοβίζουν οι πειρασμοί που σού συμβαίνουν, γιατί όσο βλέπουν οι εχθροί την ψυχή ν᾿ ανεβαίνει και να ενώνεται με το Θεό, τόσο οργίζονται και λιώνουν από το φθόνο τους.
Είναι, άλλωστε, αδύνατον να μην παραβρίσκονται ο Θεός και οι άγγελοί Του, όταν ο άνθρωπος πειράζεται και ζητάει χέρι βοήθειας.
Εσύ λοιπόν μη σταματάς να σηκώνεις πάντα το βλέμμα σου προς Αυτόν και να ζητάς τη βοήθειά Του με ταπείνωση, έχοντας συνάμα στο νού σου, κατά την ώρα του πειρασμού, την ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, τη δική μας αδυναμία και του εχθρού μας τη σκληρότητα.
Έτσι σύντομα θα σε βοηθήσει ο Θεός.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΧΑΛΑΣΑΜΕ ΜΙΣΟ ΚΥΒΙΚΟ ΞΥΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΛΕΣ ΤΟ "ΝΑΝΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ"!

Όσιος Παΐσιος: «χαλάσαμε μισό κυβικό ξύλα
για να μάθεις να λές το νάναι ευλογημένο»

Να αναφέρουμε κι ένα παράδειγμα από τη ζωή του Αγίου Γέροντα Παϊσίου που το αναφέρει ο Ηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος.

Όταν πήγε ο Γέροντας στο Μοναστήρι να κοινοβιάσει-να γίνει δόκιμος μοναχός, τον ρώτησε ο Ηγούμενος αν γνωρίζει κάποια τέχνη. Εκείνος του απάντησε ότι είναι ξυλουργός. 
Τον παρέπεμψε στον Γέροντα τον υπεύθυνο του ξυλουργείου. Εκείνος του είπε: «πάρε μέτρα από το τάδε παράθυρο να δούμε αν ξέρεις να δουλεύεις.» Ενώ τα μέτρα ήταν 120 Χ 80 ο Γέροντας του έλεγε ότι δεν μέτρησε καλά και τον ανάγκαζε να κόψει τα ξύλα μικρότερα. Αφού τελείωσε το παράθυρο δεν ταίριαζε στα μέτρα που πήρανε. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές. Ο π. Παϊσιος αντιδρούσε λέγοντας στον Γέροντα ότι ενώ έπαιρνε σωστά τα μέτρα εκείνος δεν τον άφησε να τα εφαρμόσει. Την επόμενη φορά που μετρούσαν σκέφθηκε ότι ο Γέροντας θα έχει κάποιο πρόβλημα και για να μην συνεχίζεται αυτή η δουλειά, του λέει: «νάναι ευλογημένο Γέροντα.»
 Και τότε ο γέρο-μαραγκός που έδινε σημασία περισσότερο στην πνευματική κατάρτιση του δοκίμου και λιγότερο στην τεχνική του ικανότητα, του λέει: «βρε παιδί μου χαλάσαμε μισό κυβικό ξύλα για να μάθεις να λές το νάναι ευλογημένο, εδώ ήρθες να γίνεις καλόγερος και όχι μαραγκός.»
 Σημασία έδιναν οι παππούδες στην πνευματική κατάρτιση κυρίως και λιγότερο στα πρακτικά-καθημερινά ζητήματα. Όταν πηγαίναμε να γίνουμε μοναχοί το πρώτο που μας μάθαιναν οι Γεροντάδες ήταν «το νάναι ευλογημένο» και το «ευλόγησον» αυτό που οδηγεί στην ταπείνωση, την κοπή του θελήματος και τελικά την μετάνοια.

Να πούμε και ένα λίγο ευτράπελο. Είχαμε ένα γεροντάκι μεγάλης ηλικίας, άρρωστο, δυσκολεμένο και που περίμενε το θάνατο για να λυτρωθεί. Έλεγε λοιπόν: «Τόσο δύσκολο ήταν να πει εκείνος ο κερατάς ο Αδάμ, εννοώντας τον προπάτορα, ένα ευλόγησον για να μην υποφέρουμε εμείς τώρα; Αλλά βρε παιδί μου και με όσα παθαίνουμε μήπως βάλαμε μυαλό να το λέμε κι εμείς; Μας τρώει ο εγωϊσμός μας.»
Παρ’ όλα τα χάλια μας, παρ’ όλους τους εγωϊσμούς μας, παρά την έλλειψη αγάπης, εκείνο που μας παρηγορεί είναι ότι η σωτηρία, το άνοιγμα των ουρανών δεν είναι επίτευγμα των πράξεών μας αλλά της αγάπης και του ελέους Του Θεού. Είπαν στον Κύριο: «καὶ τίς δύναται σωθῆναι; ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν»

Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ

 Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ
«Όταν μου τα είπε αυτά ο Γέροντας χωρίς να με ξέρει,
ταράχτηκα τόσο πολύ»

Όταν βρισκόμουν στο τελευταίο έτος των σπουδών μου, είχα ακούσει από φίλους μου πως είχε επισκεφτεί τον π. Παΐσιο [νυν όσιο Παΐσιο] κάποιος στρατιωτικός. Είχε πάει για πρώτη φορά. Όταν τον αντίκρισε ο Γέροντας, του είπε:

– Καλώς τον κύριο Σωτήρη. Πώς πάει ο στρατός; Να είστε δίκαιος με τους φαντάρους. Να διοικείτε σωστά. Να μη βλασφημείτε και να μην πίνετε τόσο πολύ!

Σημειωτέον ότι ο Γέροντας δε γνώριζε τον στρατιωτικό, καθώς τον έβλεπε για πρώτη φορά.

Όταν αργότερα, υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία, βρέθηκα στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων, εντελώς συμπτωματικά γνώρισα αυτόν τον στρατιωτικό, ο όποιος ήταν ο συνταγματάρχης και διοικητής του στρατοπέδου μου.

Σε μία κατ’ ιδίαν συζήτηση στο γραφείο του αναφέρθηκε στο πρόσωπο του π. Παϊσίου κι εγώ του ανέφερα το συγκεκριμένο περιστατικό.

Τότε αυτός, με περισσή συγκίνηση και σοβαρότητα, μού είπε:
– Αυτός ο στρατιωτικός ήμουν εγώ. Όταν μου τα είπε αυτά ο Γέροντας χωρίς να με ξέρει, ταράχτηκα τόσο πολύ, που για πολλές ώρες δεν μπορούσα να συνέλθω. Ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω.

Φυσικά, ο κ. Σωτήρης Σ. από τότε άλλαξε ριζικά τη ζωή του. Έκοψε τις κακές συνήθειες, μιλώντας πάντα με βαθύτατο σεβασμό για το πρόσωπο του Γέροντα.

Από το βιβλίο «Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, (1924-1994), Μαρτυρίες προσκυνητών», τόμος β’, των εκδόσεων Αγιοτόκος Καππαδοκία.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Ο Όσιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης και ο πλούσιος του χωριού

Ὅταν ὁ Ὅσιος κατὰ τὰ ἔτη 1833-36 ἔκτιζε τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας στὸν Σταυρό, εἶχε ἄμεση ἀνάγκη χρημάτων γιὰ νὰ πληρώσει τοὺς τεχνίτες ἀπὸ τὴν Ἀνωγή. Ἀποφάσισε τότε νὰ τὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Νικόλαο Πήλικα.

Ὁ Ὅσιος Παπουλάκης πῆγε ὁ ἴδιος στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα. Ὁ τελευταῖος ὑποδέχθηκε ψυχρὰ τὸν καλόγερο καὶ τὸν ρώτησε τὶ κάνει καὶ πῶς πηγαίνει ἡ οἰκοδομή. -Καλὰ, ἀπάντησε ὁ Παπουλάκης, ἀλλὰ μοῦ χρειάζονται χρήματα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μᾶς εὐκολύνετε νὰ πληρώσουμε τοὺς Ἀνωϊσάνους μαστόρους. -Καὶ πόσα θέλεις καλόγηρε; 

-Ἑξῆντα τάλληρα. -Πώ! Πώ! Ἑξήντα τάλληρα! Θέλω μιὰ μέρα νὰ τὰ μετρήσω! Δὲν ἔχω καλόγηρε, δὲν ἔχω! φώναξε ἀνάστατος ὁ φιλάργυρος Πήλικας. -Δὲν πείραζε κυρ-Νικολῆ, ἀποκρίθηκε ἥρεμα ὁ Ὅσιος, ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχετε, ἄν δὲν ἔχετε τί πειράζει; Ὁ Θεὸς θὰ τὰ οἰκονομήσει· καὶ ἔφυγε.

Ὅμως ἔφθασεἡ νύκτα γεμάτη τρομακτικὰ ὄνειρα γιὰ τὸν κὺρ-Νικολή. Ὅλη τὴν νύκτα τυραννιόταν ἀπὸ τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἄρνησή του πρὸς τὸν Ὅσιο. Μόλις προσπαθοῦσε νὰ ἡρεμήσει καὶ νὰ κλείσει τὰ μάτια του, ἔβλεπε τὸν Παπουλάκη νὰ ἔρχεται ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος του. Πρὶν ἀκόμη ξημερώσει, φώναξε τὸν ὑπηρέτη του Στάθη Κοῦρο καὶ τὸν ἔστειλε νὰ ψάξει παντοῦ καὶ νὰ τοῦ φέρει γρήγορα τὸν καλόγερο Ἰωακείμ. Ὁ τελευταῖος, βλέποντας τὸν ὑπηρέτη νὰ ἔρχεται, εἶπε:

- Ἀλήθεια Στάθη, ὁ κὺρ-Νικολῆς μετενόησε; Μὲ θέλει;

- Μάλιστα Παπούλη μου, τὸν τρόμαξες ὅλη τὴν νύκτα καὶ ζητεῖ νὰ σᾶς δεῖ ἀμέσως.

Ὁ Παπουλάκης πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα, ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε ἀνυπόμονα ἔξω στὴν πόρτα. Φτάνοντας τοῦ φίλησε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε:

- Μὲ ἐλάμπαξες (τρόμαξες) ἀπόψε Ἅγιε Καλόγερε. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σου, πόσα χρήματα θέλεις;

- Ἑξῆντα τάλληρα καὶ ὅ,τι ἄλλο σὲ φωτίσει ὁ Θεός, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος.

Ἀμέσως ὁ φιλάργυρος Πήλικας μέτρησε ἑξῆντα τάλληρα καὶ τὰ ἔδωσε πρόθυμα στὸν Ὅσιο. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς τὸν εὐχαρίστησε καὶ χαιρόταν διότι ὁ Ὕψιστος ἔφερε τὸν Πήλικα σὲ μετάνοια, εὐεργετῶντας ἔτσι τὸ κτίσιμο τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας.

Ἀπὸ τότε ὁ Νικόλαος Πήλικας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸν Ὅσιο ποὺ τὸν βοήθησε νὰ νικήσει τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαργυρίας.