ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Εμπειρίες της Χάριτος

Όταν, καμμιά φορά, τον ρωτούσαμε από περιέργεια για τον νόμο της επιρροής, πως ενεργεί αυτό το μυστήριο της επαφής, ώστε να επικοινωνή μια ψυχή με άλλο πρό­σωπο μακρινό, απέφευγε να μας εξηγήση κατ' ευθείαν εξ αιτίας της περιέργειάς μας.
Σε άλλη όμως ώρα, όταν προ­έκυπτε το ίδιο θέμα για περίπτωσι προσωπικού μας στηριγμού, μας ερμήνευε κατά τα μέτρα της μικρότητάς μας να καταλάβωμε αυτό το πράγμα...
Μαζί μας ήταν ο παραδελφός μας Αθανάσιος, κατά σάρκα αδελφός του Γέ­ροντα, ο οποίος περισσότερο άπ' όλους μας γύριζε εδώ κι εκεί για εργασίες και ευθύνες της συνοδείας...
Για ν' αποφεύγη τις επαφές και συναντήσεις με πολλούς ανθρώ­πους, αλλά και το καύμα της ημέρας, αφού πάντοτε σχε­δόν αχθοφορούσε, βάδιζε είτε πολύ πρωί είτε -το συνηθέστερο- τα απογεύματα, οπότε δεν είχε μπροστά του πολύ χρόνο και περπατούσε νύχτα. Αυτό, ιδίως τα καλοκαίρια, γινόταν σχεδόν πάντοτε. Εγώ θαύμαζα, ό­ταν ο Γέροντας, μια φορά, τον περίμενε με ιδιαίτερο εν­διαφέρον ως προς την ώρα που ήρθε, τι μετέφερε και όλη γενικά την κατάστασί του.
Σε άλλην ευκαιρία έδειχνα ιδιαίτερα την επιμονή μου να μάθω τον τρόπο της πληροφορίας του και μου είπε τα εξής...
Ήταν καλύτερα να σου ευχηθώ να το αισθανθής μάλλον, παρά να μάθης το πως γίνεται σαν ψιλή γνώσιν όμως, αφού επιμένεις, άκουσε. Καθόμουν εδώ στο παρά­θυρό μου γονατιστός στα κουρέλια μου και έλεγα την ευ­χή.
Σε μια στιγμή, όπως κρατούσα τον νου μου στην ενέργεια της ευχής -που η θεία χάρις ενεργεί με τον θείο φωτισμό της - αυξήθηκε περισσότερο το φως και ο νους μου άρχισε να πλατύνεται και να περισσεύη τόσο...
Που ό­λα μου έγιναν φωτεινά πλέον.. και έβλεπα όλη την πλευρά του τόπου μας, από τα Κατουνάκια ως τα μοναστήρια κάτω μέχρι την Δάφνη καθώς και πίσω μου και τίποτα δεν μου ήταν αφανές η άγνωστο.
Το δε φως δεν ήταν τό­σο, όπως τούτο το φυσικό που δίνει ο ήλιος η το τεχνικό που κάνουν οι άνθρωποι, αλλά ήταν φως εξαίσιο, λευκό, άϋλο, που δεν είναι μόνον άπ' έξω, καθώς τούτο το φυσι­κό που επιτρέπει στους έχοντας όρασι να βλέπουν εξωτε­ρικά.
Το φως εκείνο είναι και μέσα στον άνθρωπο και το αισθάνεται σαν δική του πνοή και τον γεμίζει σαν τροφή και αναπνοή...
και τον ελαφρύνει από το φυσικό του βάρος και τον μεταμορφώνει έτσι, ώστε να μη ξέρη αν έχη σώμα και βάρος η περιορισμόν τινά.
Τότε, μας λέγει, είδα και τον Αθανάσιο να έρχεται προς εμάς από την στράτα του Αγίου Παύλου φορτωμένος με τον μεγάλο ντορβά του και έμεινα να τον παρακολουθώ, έως ότου ήρθε μέχρις εδώ. 
Τον έβλεπα σε όλες του τις κινήσεις, που καθόταν να ξεκουραστή η ακουμπούσε το φορτίο του, την πηγή της Αγίας Άννης στον μύλο όπου σταμάτησε και ήπιε νερό, και μέχρι που έφθασε στην πόρτα μας και πήρε το κλειδί και άνοιξε και μπήκε μέσα και ήρθε μπροστά μου και έ­βαλε μετάνοια.
Αλλά τι είναι τούτο και σάς έκανε κατάπληξι;
Όταν ο νους του ανθρώπου καθαρίση και φωτισθή, χώρια που έχει και δικό του φωτισμό χωρίς την προ­σθήκη της θείας χάριτος - με τον οποίο βλέπει και πέραν των δαιμόνων, καθώς λέγουν οι Πατέρες - , τότε δέχεται επιπροσθέτως και τον φωτισμό της θείας χάριτος, ώστε αυτή να μπορή να μένη μόνιμα σ' αυτόν και τότε τον αρ­πάζει σε θεωρίες και οράσεις, όπως και όσον γνωρίζει αυ­τή.
Μπορεί όμως και ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν θέλη να δη η να μάθη κάτι που τον ενδιαφέρει, να το ζητήση στην προσευχή του και να ενεργήση η χάρις να του 'πληρώση' το αίτημα..
Επειδή το ζήτησε αυτός..Νομίζω όμως ότι οι ευλαβείς αποφεύγουν να το ζητούν αυτό εκτός μεγάλης α­νάγκης. 
Πάντως, ο Κύριος ''θέλημα των φοβούμενων αυ­τόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών επακούσεται..''

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ
ΑΓΩΝΕΣ-ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ: ΚΕΛΛΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ-ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1984

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

ΠΕΤΡΟΣ ΞΕΚΟΥΚΗΣ: ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ


Πέτρος Ξεκούκης
Τι αποκάλυψε για τη γνωριμία του με τον Άγιο Παΐσιο

Ο Πέτρος Ξεκούκης παραχώρησε τηλεοπτική συνέντευξη και μίλησε για τη συμμετοχή του στη σειρά του Mega, Άγιος Παΐσιος, όπου και υποδύεται τον μοναχό Γαλακτίων.

Συγκεκριμένα, ο Πέτρος Ξεκούκης αναφέρθηκε στο θαύμα που έζησε στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Άνδρο όπου η εικόνα της Παναγίας δάκρυσε: «Η κόρη μου η μεγάλη που ήταν μπροστά έπαθε σοκ. Με τραβάει και μου λέει, “μπαμπά, μπαμπά, έλα να δεις”.

Πήγε ο μοναχός, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σκούπισε τα μάτια της Παναγίας με ένα βαμβάκι και το έδωσε τυχαία στην κόρη μου που ήταν μπροστά».

Στη συνέχεια ο ηθοποιός μίλησε για την γνωριμία του με τον Άγιο Παΐσιο και το συμβάν που δεν θα ξεχάσει ποτέ: «Σε ένα περιστατικό ήμασταν 7-8 άτομα στο καλύβι του. Όπως μιλάγαμε ένας νεαρός του λέει: “Εγώ δεν πιστεύω σε αυτά, εμένα ο φίλος μου με έφερε εδώ στο Άγιο Όρος”. Και του απαντά: “Καλά παιδί μου, μόνο πρόσεχε ένα φίδι μη σε δαγκώσει”.

Δίπλα του ήταν ένα τεράστιο φίδι το οποίο ερχόταν κοντά. Εκείνος πετάχτηκε και είπε: “Παναγία μου”. Είδες του λέει ο Παΐσιος… δεν είπες μαμά μου, ούτε μπαμπά μου, ούτε Πέτρο μου. Είπες Παναγία μου», μετέφερε ο Πέτρος Ξεκούτης για την γνωριμία του με τον Άγιο Παΐσιο.

pronews.gr

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ

 Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης
Ο Γέροντας και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ

Διηγείται σχετικά ό π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης:
"Στίς 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωϊ, μόλις κτύπησα τήν καμπάνα τής Εκκλησίας, περικύκλωσε τό χωριό αντάρτικος στρατός μέ εντολή εκκαθαρίσεων...

Άρχισαν νά ρίχνουν πυρά πρός εκφοβισμό. Εγώ μόλις είχα μπεί στήν Εκκλησία, έκανα τόν σταυρό μου, παρακάλεσα τόν Άγιο Νικόλαο νά μάς φυλάξει καί σηκώθηκα νά φύγω. Μού ρίχνανε μέ τό πυροβόλο ταμπουρωμένοι σ΄ ένα φυλάκιο, όμως καμμιά σφαίρα δέν μέ εκτύπησε. Τόν Απόστολο Κατσιμπίρη πού ήταν δίπλα μου τόν έρριξαν κάτω. Έμεινα μόνος καί ακολουθώντας ένα ρέμα μέ έχασαν... 

Όμως, κοντά στά σύνορα τών χωριών Ριζώματος - Βασιλικής μέ έφτασαν πάλι. Ήσαν 10 άτομα καί μέ τόν αρχηγό 11, τρέχοντας πάνω σέ άλογα γιά νά μέ πιάσουν. Έβριζαν καθώς μέ κυνηγούσαν, καί έρριχναν μέ τά Στέν, χωρίς νά μπορούν νά μέ σκοτώσουν. Οί σφαίρες τρύπαγαν τά ράσα μου, τίς καταλάβαινα, αλλά κυλούσαν στό χώμα χωρίς νά μέ τραυματίζουν...  

Μέ πλησίασαν στά 50 μέτρα γύρω - γύρω, μέ περικύκλωσαν φωνάζοντας, "κερατά τράγο, πού θά μάς πάς;" βρίζοντάς με χυδαία... 

Καί τότε εγώ, ευρισκόμενος έν μέσω κινδύνου ζωής καί θανάτου, σταμάτησα, σήκωσα τά χέρια μου πρός τόν ουρανό, καί από τό βάθος τής ψυχής μου φώναξα, "Μιχαήλ Αρχιστράτηγε τών Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω!..."  

Καί ώ τού θαύματος! Σάν αστραπή παρουσιάσθηκε ό Αρχάγγελος Μιχαήλ στόν αρχηγό. Είδε έναν νέο μέ σπαθί, όπως ομολογούσε κι΄ ό ίδιος αργότερα, πού κόβοντας μέ μιά σπαθιά τά σχοινιά από τήν σέλα του, τόν έρριξε κάτω σπάζοντας τήν σπονδυλική στήλη του. Οί υπόλοιποι δέκα, έμειναν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι!... 

Οί ενορίτες τού χωριού Βασιλική φύγανε από τήν Εκκλησία καί βγαίνοντας έξω κοιτάζανε τί θά γίνει. 

Ακούω μιά φωνή. Ήταν τού αρχηγού τους, "Νά μάς συγχωρέσεις παπά μου, είπε, καί νά πάς στό καλό. Έχεις όριο ζωής καί υψηλούς προστάτες..." 

Ευχαριστώ, τούς απάντησα. Τούς συγχώρεσα, καί τούς ευχήθηκα ό Θεός νά τούς φωτίσει, νά μετανοήσουν καί νά γίνουν καλοί άνθρωποι. Νά λέτε τήν αλήθεια, τούς είπα, καί νά έχετε τόν Θεό βοήθεια. Πήραν τόν τραυματισμένο συντροφό τους καί έφυγαν μαζεμένοι... 

Μού έκαναν μεγάλη υποδοχή οί χωριανοί σάν έφτασα στήν Εκκλησία. Τούς λέγω, πρώτα νά προσκυνήσουμε καί νά ευχαριστήσουμε τόν Θεό, πού μέ έσωσε από τόν μεγάλο αυτό κίνδυνο. Είμαστε ευτυχείς, πού ή θρησκεία μας είναι ζωντανή..." 

Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης 

Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ: ΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΣΩΖΟΥΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΠΟ ΧΑΛΑΣΜΟ

Π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης
Οι Ταξιάρχες σώζουν το χωριό από χαλασμό  

Ὁ παπα- Δημήτρης Γκαγκαστάθης διηγεῖται ... 

«Την 14ην Ιουλίου 1965, ημέρα Πέμπτη, και ώρα 5 με 7 μ.μ., παρουσιάσθη το εξής πρωτοφανές και μεγάλο σημείο καταστροφής: Επί 2 ώρες, σκότος μέγα και σύννεφα βαρειά παρουσιάσθηκαν, με πολλές και δυνατές βροντές. 

Έδειχνε πλημμύρα και καταστροφή! Ο κόσμος όλος, μαζεύτηκαν εις τα σπίτια τους και περίμεναν. Οι αστραπές και οι βροντές, πραγματικά, δείχνανε καταστροφή. Η βαζούρα του κακού πλησίαζε και οι βροντές διπλασιάζονταν και οι κεραυνοί έπεφταν βροχή. Θαρρείς, γίνονταν χαλασμός του κόσμου! Υπήρχε, δε, και μέγα σκότος.

Εγώ, ως εφημέριος του χωριού μου (“Πλάτανος” ή, παλαιότερα· “Βάνια” Τρικάλων), τρέχω και πάλιν εις τον Ναόν των Ταξιαρχών και ανάβω την κανδήλα του Χριστού, της Παναγίας και των Ταξιαρχών. Βάνω το πετραχήλι και, γονυπετής, με δάκρυα και, εκ βάθους ψυχής και καρδίας, προσευχόμουν να απαλλάξει ο Θεός τον κόσμον από τον μεγάλον κίνδυνον. 

Επί μία ώρα και δέκα λεπτά, προσευχόμουν και παρακαλούσα τους Ταξιάρχας. Ο ιδρώτας μου, βγήκεν από την κεφαλήν μέχρι τους πόδας, από την μεγάλην αγωνίαν και δέησιν διά να απαλλαχθή το χωριό και, ω του θαύματος! Ούτε εις τα σύνορα του τόπου μας δεν έπεσε χαλάζι και ούτε οι κεραυνοί μάς έβλαψαν τίποτε! Μόνον ολίγη δροσιά μάς ήρθεν και, έτσι, με την δύναμι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και των παρακλήσεών μου, εσώθη η χώρα. 

“Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου”! Αυτά τα γράφω ως ενθύμιον, και δια τους συναδέλφους μου ιερείς που θα προλάβουν από εμένα, ώστε να μη αφήσουν τους Ταξιάρχας, διότι το χωριό μας έχει αποκτήσει μεγάλους προστάτας και βοηθούς. Εις όλους τους κινδύνους, να τρέχουν και να τους παρακαλούν και να σώνεται η χώρα μας. Διότι ο ιερεύς, όταν προσεύχεται με πίστη και συντριβή της καρδίας του, εισακούεται... 

Εγώ που τα γράφω αυτά, τα έχω δοκιμάσει όλα. Και δι’ αυτό πρέπει να αγωνίζεται και να κουράζεται ο εφημέριος δια την χώρα του (=την ενορία του, το ποίμνιό του). Έχει υποχρέωση να προσεύχεται και να παρακαλή τον Θεόν διά να τον βοηθή και απαλλάση ό,τι δει (=από ό,τι είναι ανάγκη). Το λέγει και το Ιερόν Ευαγγέλιον: “Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται…” (Ματθ. ζ΄ 11). Αμήν».  

Από το βιβλίο: «παπα–Δημήτρης Γκαγκαστάθης (1902–1975, Βίος–Θαύματα–Νουθεσίαι–Επιστολαί)», κεφ. α΄, σελ. 132–134, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1990.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

ΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΤΑΝΙΣΗ: ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΙ ΕΙΧΑ ΔΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ!

Κατερίνα Στανίση: «Όταν ήμουν παιδί είχα δει την Παναγία

Η Κατερίνα Στανίση παραχώρησε τηλεοπτική συνέντευξη και μίλησε για τη βαθιά πίστη της στον Θεό, σημειώνοντας πως αυτή την ηρεμεί και της δίνει δύναμη.
Μάλιστα, μίλησε για ένα περιστατικό από τα παιδικά της χρόνια, όπου, όπως υποστήριξε, είχε δει την Παναγία.

Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε: «Η πίστη με ηρεμεί και μου δίνει δύναμη. Όταν ήμουν παιδί, είχα δει την Παναγία».  Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Κατερίνα Στανίση αναφέρεται στην πίστη της στον Θεό. Τον Νοέμβριο του 2023, μιλώντας στην κάμερα της εκπομπής Πάμε Δανάη», είχε δηλώσει πως δεν προσποιείται τη θεούσα, αλλά πιστεύει βαθιά μέσα της. «Δεν κάνω τη θεούσα, πιστεύω όμως βαθιά μέσα μου χωρίς να πηγαίνω κάθε μέρα στην εκκλησία.  Έχω διαλέξει έναν άλλον δρόμο, χωρίς να ακουστεί ότι το παίζω θρήσκια. Ο Χριστός είναι μέσα μας. Εγώ τις μετάνοιες τις κάνω, μου αρέσει», είχε πει χαρακτηριστικά.

pronews.gr

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ

 Ο Άγιος Νεκτάριος και ο πονεμένος Σωτήρης

Ήταν ένα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Το ηλιοβασίλεμα αρκετά γλυκό σαν αυτά του καλοκαιριού πού δύσκολα ξεχνιούνται όλον τον χρόνο. Μόνο πού τώρα πια, τα ξερά φύλλα της γέρικης λεύκας βρίσκονταν σκόρπια στο μικρό ανηφορικό μονοπάτι, πού οδηγεί στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής. Οι πρώτες διστακτικές σταγόνες της βροχής μετά από την κάψα του θέρους έμοιαζαν να μην λυπούνται πού πέφτουν τόσο νωρίς, θυμίζοντας ότι μπήκε μια νέα εποχή του χρόνου. Το χώμα άρχισε να υγραίνει, ενώ τα πουλιά, πού απ' ώρα είχαν προαισθανθεί το πρωτοβρόχι, πετούσαν για τελευταία φορά προς την δύση του ηλίου αποχαιρετώντας το καλοκαίρι. Και αυτό με τη σειρά του, τους έγνεφε και τους τραγουδούσε γλυκά ότι θα ξανάρθει. Τα πεύκα μοσχοβολούσαν σαν θυμιατήρια, καθώς ή βροχή, πού όλο και δυνάμωνε, τα δροσόλουζε. Κάπου παράμερα κι ό γερο-πλάτανος, ό κατεργάρης έμοιαζε να ετοιμάζη τα κλωνάρια του -τα «σπαθιά» του- για να παλαίψη με τον άνεμο. Τον δρόμο για το ξωκκλήσι είχε πάρει ένα παλληκάρι. Περπατούσε σαν γέρος παρά τα νειάτα του και ή καρδιά του ήταν τόσο μαύρη απ' την λύπη πού δεν του 'δινε κουράγιο ούτε να κλάψει, θύμιζε καράβι δίχως πανιά πού βολοδέρνεται αδιάκοπα από τα αφρισμένα κύματα της απόγνωσης, έτοιμο να βουλιάξει. Όμως παρά την θλίψη, ό Σωτήρης είχε κάτι πού του δίνε δυνάμεις ν' ανηφορίσει: την ελπίδα. Το γραφικό εκκλησάκι εκεί πάνω στην βουνοπλαγιά ήταν πραγματικό καταφύγιο. Ή πληγωμένη καρδιά του νέου σταμάτησε για λίγο την μελαγχολική του σιωπή και αφέθηκε στο δροσερό αεράκι πού όλο και ξεθάρρευε. 

Το ξωκκλήσι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια πού λίκνιζαν τίς κορυφές τους στα σφυρίγματα του άνεμου, ενώ τα σπουργιτάκια πέταγαν τριγύρω μπας και βρουν κανένα σκουλικάκι γιά τά μικρά τους.

Ό Σωτήρης άνοιξε την σιδερένια πόρτα καί έκανε τον Σταυρό του. Τα καντηλάκια με το λιγοστό τους φως χρωμάτιζαν κατανυκτικά τίς εικόνες των Αγίων, την ώρα πού ό ήλιος έδυε αργά καί προσκαλούσε το βραδάκι για να σκεπάσει αυτό, τώρα, με το πέπλο του την φύση. 

Το παλικάρι προσκύνησε τίς εικόνες μιά-μιά, ξεχάστηκε για λίγο μπρος στο αναμμένο κερί καί μετά έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα της Παναγίας. Στά μάτια της είδε το Απέραντο Βλέμμα της Ελπίδος των Απηλπισμένων καί του δωσε παρηγοριά. Τόσο θερμή ήταν ή παρηγοριά αυτή, πού καί ή ψυχή του ακόμα πετάχθηκε απ' τον λήθαργο της λύπης καί ξέσπασε σ' ένα ασταμάτητο κλάμα. Τα δάκρυα στα μάτια του Σωτήρη σχημάτιζαν ένα ποταμάκι που λες κι έτρεχε για να δροσίσει τα ωχρά του μάγουλα. Ύστερα, ό νέος άνοιξε ένα διπλωμένο χαρτί πού είχε στην τσέπη του καί άρχισε να διαβάζει αυτά πού του 'χε δώσει λίγο πριν κοιμηθεί ό Γέροντας: 

«Δέσποινα μου Θεοτόκε, ή έλπίς μου, ή ισχύς μου, ή θερμή μου προστασία, σκέπη καί καταφυγή μου 

Εκ ψυχής συντετριμμένης. Δέσποινα άναβοών Σοι, πρόφθασαν, άντιλαβού μου, σώσον με, έκδυσωπώ Σε». 

Τα μάτια του -πνιγμένα στα δάκρυα-ίκέτευαν μέσα άπ' το σκοτάδι της απελπισμένης ψυχής την Αγνή Παρθένον, ενώ τα χείλη ψέλλιζαν κι αυτά ό,τι ή καρδιά τους υπαγόρευε. Το ποτάμι του Ελέους άρχισε να περιδιαβαίνει τα σπλάγχνα του παλληκαριού καί ν' ανακουφίζει την διψασμένη ψυχή.

Μετά από λίγο, ό Σωτήρης σηκώθηκε, έσβησε το κεράκι καί τράβηξε για τον δρόμο του γυρισμού. Δεν είχε ακόμη νυχτώσει, όταν εκεί μπροστά στα σκαλάκια -δίπλα στο μικρό καμπαναριό- πρόσεξε μια ανθρώπινη φιγούρα. Την προσπέρασε όμως, δίχως να δώσει σημασία, αφού νόμισε ότι τον πρόδιδαν τα δακρυσμένα μάτια του. Προχώρησε για λίγο μα... σταμάτησε στο άκουσμα μιας φωνής.

- Σωτήρη. Σωτηράκη! Εγώ είμαι παιδί μου! 

Ό νέος γύρισε σαστισμένος καί αντίκρυσε καθισμένον στα σκαλάκια τον Σεβασμιώτατο! Καί ήταν έτσι όπως τον είχε γνωρίσει στο μοναστήρι του, όταν πήγαινε στην Αίγινα. Με το ρασάκι του, το καλλιμαύχι, με τον Σταυρό στο στήθος και με το κομποσχοίνι στα χέρια του. Τα πόδια του σταυρωμένα, ή γενειάδα του πιο λευκή απ' το χιόνι, ενώ τα μάτια του γεμάτα παρηγοριά, θάρρος κι ελπίδα. 

- Μην φοβάσαι! Ό Πολυεύσπλαγχνος Κύριος καί ή Ύπεραγία Θεοτόκος δεν σε ξεχνούν. Όπως πάντα, έτσι καί τώρα είναι μαζί σου. Μην απελπίζεσαι! Μόνον πίστευε! Ή πίστις είναι το πάν παιδί μου, ή πίστις!... "Άντε, νάχεις την ευχή μου... 

Χαμογέλασε παρηγορητικά στο παλληκάρι καί το ευλόγησε από μακριά. Ό Σωτήρης έκανε να τον πλησιάσει μα δεν τον πρόλαβε. Ό Γέροντας είχε φύγει... Τότε έριξε μια ματιά στον ουρανό καί ευχαρίστησε τον Επουράνιο Πατέρα, ενώ άπ' τα χείλη του ξεγλίστρησε μια φράση: ''Σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ Άγιε''! 

Από δίπλα του πέταξε ένα σπουργιτάκι καί του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Ναί: «Κύριος ποιμαίνει με καί ουδέν με ύστερήσει». Αυτό του είπε καί πέταξε ψηλά σ' ένα δέντρο, για να αναπαυθή καθώς ή βραδιά το καλούσε στην αγκαλιά της.