ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΖΩΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΖΩΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΦΤΕΡΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΕ ΝΑ ΦΟΡΤΩΘΕΙ Η ΚΑΜΗΛΑ


ΤΟ ΦΤΕΡΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΕ ΝΑ ΦΟΡΤΩΘΕΙ Η ΚΑΜΗΛΑ

Το φτερό που δεν άντεξε να φορτωθεί η καμήλα, μια διδακτική ιστορία για τον πόνο που μπορεί να προκαλέσουμε στον πλησίον μας.

Πολλές φορές μας ερεθίζουν οι υπερβολικές αντιδράσεις των πλησίον μας, αγαπητών και όχι μόνο. Κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, ένα αστείο και ξαφνικά ο άνθρωπός μας κλαίει ή εξεγείρεται.
Ένας θρύλος της ερήμου αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που μετακινούνταν από την Όαση και άρχισε να φορτώνει την καμήλα του. Έβαλε τα χαλιά, τα κουζινικά, τα μπαούλα με τα ρούχα … και η καμήλα ανεχόταν τα πάντα.
Καθώς έφευγε θυμήθηκε ένα όμορφο μπλε φτερό που ο πατέρας του τού είχε δωρίσει. Αποφάσισε να το πάρει και το έβαλε πάνω στην καμήλα. Αυτοστιγμεί το ζώο κατέρρευσε κάτω από το βάρος του φτερού και πέθανε.
«Η καμήλα μου δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος του φτερού» πρέπει να σκέφτηκε ο άνθρωπος.

Μερικές φορές πιστεύουμε το ίδιο για τον πλησίον μας, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι το αστείο μας μπορεί να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του πόνου.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Ο ΓΕΡΩΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΗΛΟΣ (ΜΙΣΑ)


O γέρων Μελχισεδέκ ερημίτης στα βουνά τής Κεντρικής Ρωσίας τού 18ου αιώνος, νέος ακόμα έγινε δεκτός ώς δόκιμος στο μικρό και απομονωμένο μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία.

Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί. Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός του έπεσε σε παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς, εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.



Στο μοναστήρι τού Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον γέροντα να περιποιείται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του – όπως αναφέρει ο Ιλαρίων – όταν αυτός έφυγε από το Μοναστήρι, έπεσαν στη γούρνα και πνίγηκαν.

Ο γέρων Μελχισεδέκ ασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μία ημέρα, τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος τής πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο. Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα να βλέπης τον Μιχαήλο (ή Μίσα, όπως αποκαλούσε ο γέροντας την αρκούδα) ένα τεράστιο θηρίο, γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμα του κι ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό, να περιμένη στωικά, όρθιο στην πόρτα του κελλιού, τον Γέροντα να τού δώση φαγητό.

H αρκούδα αυτή είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα την ώρα τού γεύματος του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιο της, κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς μία ώρα που γευμάτιζε ο Γέροντας. Και περίμενε στην πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητής την πλησιάσει κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του. Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το δάσος.

Ζώντας σ΄εκείνη την έρημο ο Γέρο Μελχισεδέκ (τότε πατήρ Μάξιμος) υπέμενε για ένα μακρύ διάστημα τις διώξεις των αδελφών, που τού αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή.

Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Τού έστειλε για παρηγοριά μία αγριόχηνα. Κάθε άνοιξη, χωρίς καθυστέρηση, αυτή πήγαινε στο ερημητήριο του και γεννούσε εκεί τ΄αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσσούσε, μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της. Έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας για να πάει σε θερμότερα κλίματα.

Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επιθέσεις των αδελφών γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου τού ζήτησαν να φύγη από εκείνον τον τόπο. Την παραμονή αναχωρήσεως του συνέβη το εξής περιστατικό: η χήνα, σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρσμό της από τον προστάτη της, άρχισε να κράζη αλλόκοτα και να πετάη με αγωνία από την μιά μεριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, ώρμησε με τα χηνάκια της, προς τα πάνω, πάνω από τον πύργο τής Εκκλησίας.

Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή κάνοντας κύκλους. Και ύστερα, από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέση πάνω στον τρούλλο τής Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεσαν κι αυτοί πάνω στον τρούλλο και σκοτώθηκαν.

Ο π. Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς τού Γέροντα, είχε καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα. Μία ημέρα, ένας ευεργέτης του γέροντα Μελχισεδέκ θέλησε να τον επισκεφθή. Ο γέρων, που είχε το προορατικό χάρισμα, είπε στον Μητροφάνη:

– Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή. Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρόμο και πάθει κακό.

Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και, όντως, η αρκούδα είχε φθάσει στο δρόμο και ήταν έτοιμη να χυμήξη στον επισκέπτη. Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη, το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.

Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελλί τού Γέροντα, τού είπε:

– Τώρα, Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο καιρό, που κινδύνευσε η ζωή μου, άρχισα να φωνάζω συνεχώς «Κύριε με τις προσευχές τού Γέροντα Μελχσεδέκ, σώσε με !» και ο Θεός με έσωσε από το θηρίο.

Μετά τον θάνατο τού γέροντα Μελχισεδέκ, η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ΄εκείνα τα μέρη.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ

Κάποιος που θα καταλαβαίνει…

Πήγε κάποτε ένας πιτσιρίκος να αγοράσει ένα σκυλάκι από petshop. Μπαίνει, λοιπόν, στο μαγαζί και ρωτάει τον ιδιοκτήτη πόσο στοιχίζει ένα κουταβάκι. «100 ευρώ» του λέει εκείνος. «Τι κρίμα», λέει ο μικρός, «δεν έχω τόσα χρήματα.» Ψάχνει τις τσέπες του και βλέπει ότι έχει 7,58 ευρώ. «Έχω μόνο τόσα», λέει. «Μπορώ με αυτά να δω τουλάχιστον τα κουτάβια και να τα χαϊδέψω λιγάκι;
Ο καταστηματάρχης το σκέφτεται λίγο, σφυρίζει, και τα κουτάβια έρχονται τρέχοντας κοντά του. Ένα από τα κουτάβια κούτσαινε λίγο και ήρθε τελευταίο στην παρέα. Μόλις το είδε ο μικρός, είπε: «Αυτό θέλω να αγοράσω!» «Μα, αυτό είναι ανάπηρο ξέρεις και δε θα μπορέσει ποτέ να παίξει μαζί σου όπως τα άλλα», του λέει ο κύριος. «Εγώ δε σου συνιστώ να πάρεις αυτό, διάλεξε κανένα άλλο.» «Όχι», λέει ο μικρός, «εγώ αυτό θα αγοράσω όταν μαζέψω τα χρήματα.»
Αφού με τα πολλά ο καταστηματάρχης βλέπει ότι ο μικρός δεν αλλάζει γνώμη, του λέει: «Εντάξει, μπορείς να πάρεις αυτό το κουτάβι δωρεάν, δε θέλω χρήματα.» Έξαλλος ο μικρός τού αποκρίνεται: «Όχι, αυτό το κουτάβι αξίζει τα ίδια χρήματα με τα άλλα, έχει την ίδια αξία.» Βγάζει, λοιπόν, τα 7,58 ευρώ που είχε πάνω του, τα δίνει στον κύριο και του λέει: «Τα υπόλοιπα θα σου τα δίνω ένα ευρώ την ημέρα, ώσπου να σε ξεχρεώσω.»
Ο καταστηματάρχης δεν κατάλαβε την εμμονή του μικρού να αγοράσει ένα ανάπηρο ζώο και τότε ο μικρός σηκώνει το παντελόνι του και δείχνει το πόδι του που ήταν τεχνητό (πρόσθετο μεταλλικό) και λέει: «Δε χρειάζομαι ένα σκύλο να τρέχει γιατί και εγώ δεν μπορώ να τρέξω βλέπετε, και νομίζω ότι ο σκύλος χρειάζεται κάποιον που θα τον καταλαβαίνει!»

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ

-Γέροντα, γιατί τα άγρια ζώα δεν πειράζουν τους Αγίους;

– Αφού ημερεύουν οι άνθρωποι, ημερεύουν και τα άγρια ζώα και αναγνωρίζουν ότι ο άνθρωπος είναι αφεντικό τους. Στον Παράδεισο, πριν από την πτώση, τα άγρια θηρία έγλειφαν τους Πρωτοπλάστους με ευλάβεια, αλλά μετά από την πτώση πήγαιναν να τους ξεσκίσουν.

Όταν ένας άνθρωπος επανέρχεται στην προπτωτική κατάσταση, τα ζώα τον αναγνωρίζουν πάλι για αφεντικό. Σήμερα όμως βλέπεις ανθρώπους που είναι χειρότεροι από τα άγρια θηρία, χειρότεροι από τα φίδια. Εκμεταλλεύονται απροστάτευτα παιδιά, τους παίρνουν τα χρήματα και, όταν έρχωνται σε δύσκολη θέση, τα ενοχοποιούν, καλούν την αστυνομία, τα πηγαίνουν και στο ψυχιατρείο. Γι’ αυτό τον 147ο Ψαλμό, που διάβαζε ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης ,τον διαβάζω, για να ημερέψουν οι άνθρωποι και να μην κάνουν κακό στους συνανθρώπους τους και στα ζώα.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

ΟΤΑΝ ΤΑ ΖΩΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ «ΚΑΛΟΙ ΣΑΜΑΡΕΙΤΕΣ»!




Μερικές φορές η αντίδραση των ζώων όταν βλέπουν ένα άλλο ζώο να είναι τραυματισμένο η γενικότερα σε δύσκολη κατάσταση... μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό!

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

Ένας λαϊκός μύθος διηγείται πως τα χελιδόνια παλαιότερα δεν ήξεραν να αποδημούν στα πιο ζεστά μέρη πριν το χειμώνα. Και όταν έπεφτε το χιόνι και έσφυζε η παγωνιά αυτά υπέφεραν σκληρά και πέθαιναν.

Βλέποντας αυτό ένας ελεήμων άνθρωπος τα λυπήθηκε κι άρχισε να κατευθύνει τα χελιδόνια στο νότο, σε πιο ζεστά μέρη.
Έδινε σημάδια, τα δελέαζε με την τροφή προς το νότο αλλά δεν τον καταλάβαιναν.
Τα φόβιζε, τα έδιωχνε, αλλά τίποτα. Τότε αυτός προσευχήθηκε στον Θεό, Να τον μεταμορφώσει σε χελιδόνι.
Και ο Θεός τον άκουσε. Τον έκανε χελιδόνι το οποίο μπορούσε να σκέφτεται και να αισθάνεται όπως ο άνθρωπος.
Τότε ο άνθρωπος-χελιδόνι εύκολα συνεννοήθηκε με τα υπόλοιπα χελιδόνια και τα οδήγησε σε ποιο ζεστά μέρη.

Ο Θεός μας μιλούσε μα δεν τον καταλαβαίναμε. Μας άγγιζε και τον διώχναμε.
«Φύγε εσύ είσαι κακός, δεν ξέρουμε τι λες». Ο Θεός τόσο πολύ μας αγαπούσε που ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα. Ο Λόγος σαρκώθηκε. Έγινε άνθρωπος!
Και από τότε μας λέει τα ίδια.

«Έλα να μην κρυώνεις.
Σ΄αγαπώ. Σ΄αγαπώ. Σε συγχωρώ. Έλα να σε πάρω σε ζεστά μέρη να μην ξεπαγιάζεις στην αμαρτία, στη μοναξιά»

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται».


Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Ο ΟΛΕΤ, ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ!

Στὸ τελευταῖο σας γράμμα 12 μοῦ εἴχατε στείλει μιὰ εἰκόνα μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὰ ζῶα στὸν Παράδεισο.
Σκέφθηκα λοιπὸν νὰ σᾶς στείλω κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου ζωγραφισμένο ἕνα πουλί, τὸν πιὸ στενό μου φίλο, γιατί, ἂν σᾶς ἔστελνα ζωγραφισμένο ἕνα φίδι, νομίζω, θὰ σᾶς ἔπιανε φόβος.
Τὸν ἔχω ὀνομάσει Ὄλετ, ποὺ σημαίνει στὰ ἀραβικὰ «παιδί»13. Μένει στὸ ραχώνι14, πεντακόσια μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ Καλύβι μου15. 

Κάθε μεσημέρι τοῦ πηγαίνω καλούδια καὶ φιλεύματα. Μόλις τοῦ δίνω κάτι νὰ φάη, παίρνει λίγο καὶ φεύγει. Ἐγὼ τὸ φωνάζω νὰ ἔρθη, ἀλλὰ αὐτὸ φεύγει καὶ σὲ λίγο ἔρχεται κρυφὰ ἀπὸ πίσω καὶ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ζακέτα μου. Ὅταν πάω νὰ φύγω, μὲ ξεπροβοδίζει σὲ ἀπόσταση ἑκατὸ μέτρων περίπου, κι ἐγώ, γιὰ νὰ μὴ συνεχίση νὰ ἔρχεται ἀπὸ πίσω μου καὶ κουρασθῆ, τοῦ ἀφήνω κανένα ψίχουλο, γιὰ νὰ ἀπασχοληθῆ, καὶ φεύγω γρήγορα, γιὰ νὰ μὲ χάση. Τώρα τελευταῖα ἄφησε τὴν ἄσκηση καὶ ζητάει καλοπέραση!... Οὔτε σπασμένο ρύζι τρώει οὔτε βρεγμένο παξιμάδι, ἀλλὰ μόνο σκουληκάκια, ποὺ θέλει νὰ τὰ βάζω στό... πιάτο –στὴν χούφτα μου –καὶ νὰ ἀνεβαίνη ἐκεῖ νὰ τρώη. 

Πρόοδος!Εἶναι μέρες ποὺ πανηγυρίζω μὲ τὸν Ὄλετ καὶ τὴν συντροφιά του. Μπορεῖ νὰ πῆ κανείς:
 «Γιατί κάνεις ἐξαιρέσεις στὸν Ὄλετ; Γιατί δὲν κάνεις τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ ἄλλα πουλιά;». Ἀπαντῶ: «Ὅταν φωνάζω τὸν Ὄλετ νὰ ἔρθη, φέρνει μαζί του καὶ ἄλλα πουλιά, φίλους του, τὰ ὁποῖα τρέχουν ἀμέσως στὸ φαΐ, ἐνῶ ὁ Ὄλετ ἔρχεται ἀπὸ ὑπακοὴ καὶ ἀπὸ ἀγάπη. Ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι νηστικός, κάθεται ἀρκετὴ ὥρα μαζί μου καὶ ξεχνάει τὸ φαγητό· ἐγὼ τοῦ τὸ θυμίζω. Καὶ τώρα ποὺ καλωσύνεψε ὁ καιρὸς καὶ βρίσκει ζουζούνια νὰ φάη, ὅταν τὸ φωνάζω, πάλι ἔρχεται, γιὰ τὴν ὑπακοή, ἐνῶ εἶναι χορτάτο καὶ δὲν τὸ ἀναγκάζει ἡ πεῖνα.
Ἔ, πῶς νὰ μὴν τὸ χαίρεσαι περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλιὰ αὐτὸ τὸ φιλότιμο πουλάκι;».
Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀγάπη νὰ τὸ σφίξω μέσα στὴν χούφτα μου, ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως κάνω σὰν τὴν μαϊμοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη σφίγγει τὰ παιδιά της καὶ τελικὰ τὰ πνίγει.
Γι ̓ αὐτὸ σφίγγω τὴν καρδιά μου καὶ τὸ χαίρομαι ἀπὸ μακριά, γιὰ νὰ μὴν τὸ βλάψω16.
Μιὰ μέρα ἄργησα νὰ πάω στὸ ραχώνι καὶ ὁ Ὄλετ, ἐπειδὴ φυσοῦσε πολύ, εἶχε λουφάξει ἀπὸ νωρίς. Ἄφησα τὸ φαγητό του καὶ ἔφυγα, χωρὶς νὰ τὸν δῶ. Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησα νὰ πάω πολὺ νωρίς, γιατὶ ἀνησύχησαμήπως τὸ ἔφαγε κανένα γεράκι. Αὐτό, ὅταν εἶδε τὸ πρωὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ εἶχα ἀφήσει ἀποβραδίς, «τὸ πείραξε ὁ λογισμὸς» καὶ κατέβηκε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ μὲ περίμενε. Ὅταν μὲ εἶδε, ἔκανε σὰν τρελλὸ ἀπὸ τὴν χαρά του. Τοῦ ἔδινα νὰ φάη, ἀλλὰ αὐτὸ περισσότερο ἤθελε συντροφιὰ παρὰ φαγητό.
Τὸ θαυμάζω γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει, καθὼς καὶ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη του.

Εὔχεσθε νὰ μιμηθῶ τὶς ἀρετές του.Πιστεύω νὰ μὴν ἔχετε παράπονο· σᾶς τὰ εἶπα ὅλα, χωρὶς νὰ πάρω τὴν συγκατάθεση τοῦ Ὄλετ.
Ἐλπίζω νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσω, μιὰ ποὺ δὲν θὰ γίνουν γνωστὰ ἔξω... Ἔχετε τοὺς χαιρετισμοὺς τοὺς δικούς του καὶ τοὺς δικούς μου τοὺς πολλούς.
Στὸ Καλύβι μου ὄχι μόνον τὰ πετούμενα πουλάκια ἀλλὰ ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ –τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελῶνες, σαῦρες, φίδια –χορταίνουν ἀπὸ τὴν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης μου καὶ χορταίνω κι ἐγώ, ὅταν χορταίνουν αὐτά, καὶ ὅλοι μαζί, «τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά»17, «αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον».

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -126-
12 Τὸ γράμμα τὸ εἶχαν στείλει στὸν Γέροντα ἀδελφὲς τοῦ Ἡσυχαστηρίου τὴν ἄνοιξη τοῦ 1975. 

13 Τὸ πουλὶ αὐτὸ ἦταν ἕνας κοκκινολαίμης.
14 Ραχώνι: Λόφος, βουναλάκι.
15 Τὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. 
16 Ἡ σχέση τοῦ Γέροντα μὲ τὰ ζῶα δὲν ἦταν μιὰ ἐκδήλωση ζωοφιλίας ἀλλὰ ἔκφραση «ἐλεήμονος καρδίας», τῆς ὁποίας ἡ ἀγάπη ξεχυνόταν πρὸς ὅλη τὴν κτίση.

17 Ψαλμ. 148, 10

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΛΙ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

Κάποιος, κάποτε, βρήκε το κουκούλι μιας πεταλούδας. Μια μέρα, παρουσιάστηκε ένα μικρό άνοιγμα στο κουκούλι. Ο άνθρωπος κάθισε και παρατηρούσε
την πεταλούδα για ώρες, καθώς εκείνη αγωνιζόταν να περάσει το σώμα της μέσα από την μικρή τρύπα

Κάποια στιγμή φάνηκε ανήμπορη να προχωρήσει άλλο.Έτσι, ο άνθρωπος αποφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα.

Με ένα ψαλίδι έκοψε το υπόλοιπο κομμάτι του κουκουλιού. Η πεταλούδα πρόβαλε εύκολα, αλλά είχε πρησμένο σώμα και μαραμένα φτερά.

Ο άνθρωπος συνέχισε να παρατηρεί την πεταλούδα, γιατί περίμενε ότι τα φτερά της θα μεγάλωναν και θα άπλωναν για να στηρίξουν το σώμα της, το οποίο θα ξεπρήζονταν σιγά-σιγά.

Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε.
Αντίθετα, η πεταλούδα πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σέρνοντας το πρησμένο της σώμα και έχοντας μαραμένα φτερά. Ποτέ δεν μπόρεσε να πετάξει.

Αυτό που ο άνθρωπος, με την καλοσύνη και την βιασύνη του, δεν κατάλαβε, ήταν πώς ό αγώνας για να βγει η πεταλούδα από το άνοιγμα, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ό Θεός διοχέτευε υγρό από το σώμα της προς τα φτερά, ούτως ώστε να είναι έτοιμη να πετάξει, μόλις ελευθερωθεί από το κουκούλι.

Ο άνδρας της ιστορίας μας παρορμητικά και επιπόλαια πήγε να βοηθήσει την πεταλούδα και ξέχασε πώς οι δυσκολίες της θα ήταν η πηγή τής δύναμης της. Θα ήταν τα όμορφα πετάγματα της, το υγιές μέλλον της.

Ξέχασε πώς οι δυσκολίες στη ζωή ζωογονούν, είναι ευεργετικές , είναι ακριβώς αυτές που έχουμε ανάγκη.

Ίσως προκαλεί τη λογική μας ή πιο πάνω σκέψη αλλά ναι, ό πόνος, οι αντιξοότητες, τα δύσκολα, μας κάνουν δυνατούς, αν σοφά ξέρουμε να τα χρησιμοποιούμε.

Μας αλλάζουν οπτικές, αναθεωρούμε, αξιολογούμε τα της ζωής μας διαφορετικά. Γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας, συνειδητοποιούμε την ανεπάρκεια μας και αναζητούμε την παρουσία του Θεού.

Ο δικός μας πόνος, όποιας μορφής, συντελεί στο να αποκτήσουμε σπλάγχνα οικτιρμού για τους άλλους. Σωστά ελέχθη πώς όποιος πόνεσε έμαθε πολλές γλώσσες, εύκολα επικοινωνεί με τον πονεμένο συνάνθρωπο του.

Τα βάσανα μας υπενθυμίζουν μια σώζουσα διέξοδο στα αδιέξοδά μας, την προσευχή. Τα δύσκολα τής ζωής είναι το υνί του Θεού να οργώνει την καρδιά για περισσότερες αρετές. Μπορεί τάχα να υπάρξει σοδειά χωρίς βροχές;

Οι δοκιμασίες χτίζουν χαρακτήρα, όταν αντιμετωπίζονται εν Χριστώ.

Εξάλλου, ο Θεός μας δεν υποσχέθηκε εύκολο ταξίδι, αλλά ασφαλές αγκυροβόλημα. Και ύστερα, η αγιότητα πηγάζει από τα παθήματα, γιατί ότι μας ταιριάζει μας κοιμίζει, ότι είναι αντίθετο αυτό μας αφυπνίζει.

Η στάση μας απέναντι στις ποικιλόμορφες δυσκολίες είναι θέμα πίστης. Μπορούμε γι’ αυτά και για κείνα και για τα άλλα να ευχαριστήσουμε το Θεό; Έτσι είναι, φίλοι μας.

Η δειλή ψυχή προσπαθεί να ψάλλει μέσα στο φως. Η πυρφόρα, όμως και γεμάτη πίστη, μέσα στο σκοτάδι Τον υμνεί.

Ο πόνος ευεργετικός. Ας φιλούμε το χέρι Του ευγνωμόνως που μας τον προσφέρει.

ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΙΕΡΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ – ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΤΕΥΧΟΣ 4ο – ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

ΓΕΡΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΜΕ ΦΙΔΙΑ, ΑΡΚΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΛΑΓΟΥΣ!

Θαυμαστή συγκατοίκηση μέ φίδια, ἀρκοῦδες καί λαγούς!
Ἐξαίσιες διηγήσεις ἀπό τήν ἀσκητική ζωή
τοῦ γέροντα Βασιλείου τοῦ Καυσοκαλυβίτη

ΜΕΡΟΣ Β'
Τοῦ Διονύση Μακρῆ

«Ἕνα φίδι, ἕνα φίδι. Πάτερ ἕνα τεράστιο φίδι χώθηκε μέσα στήν ἀποθήκη μέ τά ἐργαλεῖα» φώναξε τό νεαρό παλικάρι ἀπό τό Λουτράκι. Τό πρόσωπό του ἦταν κατακόκκινο ἀπό τό φόβο του. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πετάχτηκε σάν ἀστραπή ἔξω ἀπό τό κελί του. Ὁ νεαρός ἔντρομος τοῦ εἶπε: «Συγνώμη γέροντα δέν τό πρόλαβα. Πῆρα τό φτυάρι νά τό χτυπήσω ἀλλά ἐκεῖνο θαρρῶ πῶς μπῆκε μέσα στήν ἀποθήκη σου. Ἦταν σχεδόν δύο μέτρα»!
-Τί ἔκανες βρέ ἀθεόφοβε; Ἐλπίζω νά μήν τό χτύπησες. Εἶναι ἡ  ὥρα νά φάει γι’ αὐτό ἐρχόταν, εἶπε ὁ π. Βασίλειος.
-Μά...  δέν ἤξερα, ψιθύρισε ὁ νεαρός ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ γέροντα καί ταυτόχρονα ἔσκυψε τό κεφάλι.
- Καλά –καλά, μήν στεναχωριέσαι. Ἔλα νά τό ψάξουμε μαζί. Εἶναι πολύ φιλικό. Ἔλα βρέ εὐλογημένε νά σέ συστήσω στό φίλο μου.
-Δέν θέλω γέροντα, δέν θέλω. Ξέρεις ἀπό μικρό παιδί φοβᾶμαι πολύ τά φίδια.

Ὁ γέροντας δέν ἀπάντησε. Ἔσκυψε πῆρε ἕνα τενεκεδάκι κι ἄρχισε νά τό χτυπᾶ ρυθμικά πηγαίνοντας κοντά στήν ἀποθήκη. Γιά δέκα λεπτά ἔκανε τό ἴδιο χωρίς νά μιλᾶ. Στή συνέχεια πῆγε στό μικρό μπαξέ πού διατηροῦσε καί ἔκανε πάλι τό ἴδιο.
Καί ξαφνικά ἀπό ἕνα θάμνο πού βρισκόταν κοντά στήν ἀποθήκη ἄρχισε νά βγαίνει τό φίδι. Ἦταν καφέ καί ἄσπρο.
-Ἔλα εὐλογημένο κι ἀνησύχησα. Νόμιζα πώς τραυματίστηκες. Ἔλα νά σέ γνωρίζω στό Βαγγέλη. Εἶναι καλό παιδί, ἀλλά λίγο τό φόβισες. Ἔλα νά τοῦ δείξεις πόσο ἀγαπᾶς τήν Παναγία μας. Νά τοῦ μάθεις νά κάνει καί καμιά μετάνοια, μήπως δεῖ καμιά προκοπή στή ζωή του, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος κατά κοινή ὁμολογία αὐτῶν πού τόν γνώρισαν εἶχε πάντοτε πολύ χιοῦμορ... 

Τό φίδι ἀκολούθησε τόν γέροντα μέχρι τήν αὐλή τοῦ κελιοῦ. Ὁ Βαγγέλης εἶχε μαζευτεῖ στήν πόρτα, ἕτοιμος νά μπεῖ μέσα ἄν κάτι πήγαινε στραβά.  Ὅλα αὐτά πού ἔβλεπε τά θεωροῦσε ἐντελῶς ἀλλόκοτα. Πρώτη φορά ἔβλεπε ἕνα τεράστιο φίδι, νά ἀκολουθεῖ σάν ὑπάκουο σκυλάκι ἕναν παράξενο καλόγερο. Κι αὐτό ἀκριβῶς τοῦ ἐνίσχυε τό φόβο του.
-Φέρε βρέ εὐλογημένε λίγο γάλα. Κόψε καί μία φέτα ψωμί. Καί ἔλα νά σοῦ γνωρίσω ἕναν καλό φίλο, εἶπε χαμογελώντας  ὁ γέροντας.

Ὁ Βαγγέλης ἀμέσως ἀνταποκρίθηκε στήν ἐντολή του. Ἄλλωστε, θεωροῦσε πώς ἦταν καλύτερο νά εἶναι μέσα στό κελί ἀπό τό νά παραμείνει στήν αὐλή μαζί μέ τόν γέροντα καί τό τεράστιο φίδι. Βγαίνοντας ἔξω μέ τό γάλα καί τό ψωμί, βρέθηκε μπροστά σέ μία εἰκόνα πού δέν πρόκειται ποτέ νά λησμονήσει στή ζωή του. Τό φίδι ἦταν κουλουριασμένο στά πόδια  τοῦ γέροντα κι ἐκεῖνος στοργικά τό χάιδευε στό κεφάλι.

-Ἔλα, ἔλα Βαγγέλη νά δεῖς τί μετάνοιες κάνει στήν Παναγία μας. Νά πάρε καί τό κεσεδάκι καί βάλε λίγο γάλα. Τρίψε καί λίγο ψωμάκι καί ἀκούμπησέ το ἐκεῖ στήν ἄκρη.
-Γέροντα εἶσαι σίγουρος ὅτι δέν θά μέ πειράξει;
-Ὄχι εὐλογημένε γιατί νά σέ πειράξει. Πλασματάκι τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτό.
-Νά, γιατί πῆγα προηγουμένως νά τό σκοτώσω. Δέν ἤξερα ὅτι τό ἔχεις σάν κατοικίδιο;
- Μήν φοβᾶσαι. Νά ἔλα νά τό χαϊδέψεις γιά νά λυθεῖ ἐπί τόπου ἡ παρεξήγηση.
-Θά ἀστειεύεσαι γέροντα. Καί πού τό βλέπω τόσο κοντά τρομάζω, ὄχι καί νά τό χαϊδέψω.
-Καλά, καλά.

Τό φίδι ἀφοῦ ἔφαγε ἀπό τό τενεκεδάκι τό ψωμί καί ἤπιε τό γάλα στεκόταν καί κοιτοῦσε τό γέροντα σάν νά τοῦ μιλοῦσε, σάν νά τόν εὐχαριστοῦσε.
-Τήν Παναγιά μας νά εὐχαριστεῖς εὐλογημένο, τήν Παναγιά μας εἶπε ὁ γέροντας.
Καί τότε τό φίδι ἄρχισε ρυθμικά νά σηκώνει τό κεφάλι καί νά τό κατεβάζει, λές καί ἔκανε μετάνοιες. Ἔπειτα γύρισε καί ἔφυγε πρός τό μέρος τοῦ μικροῦ κήπου πού διατηροῦσε ὁ γέροντας Βασίλειος, κοντά στό κελί του.

-Βαγγέλη ἡ ἀντίδρασή σου μοῦ θύμισε ἕναν φίλο μου δικαστικό ἀπό τή Θεσσαλονίκη πού τρία χρόνια πρίν μέ εἶχε ἐπισκεφθεῖ. Κι ἐκεῖνος σάν καί σένα φοβόταν πολύ τά φίδια. Ἔμεινε δύο μέρες φιλοξενούμενός μου καί θέλησε νά μέ βοηθήσει στίς ἐργασίες μου. Τά χέρια του ὅμως ἦταν βελούδινα. Τοῦ εἶπα νά πάει στίς ντοματιές καί νά ξεριζώσει τά ἀγριόχορτα πού εἶχαν φυτρώσει δίπλα στίς ρίζες. «Τράβα –τοῦ εἶπα- ἀλλά νά προσέχεις. Μή δεῖς κανένα φίδι καί τρομάξεις καί μοῦ χαλάσεις τίς ντοματιές». Ἐκεῖνος χαμογέλασε πιστεύοντας πώς ἀστειεύομαι. Δέν πέρασαν δύο λεπτά καί τόν ἀκούω νά οὐρλιάζει στήν κυριολεξία. Ἔτυχε νά περνᾶ ἀπό ἐκεῖ τό φίδι πού εἶδες καί ἐσύ. Μέ τό πού τό εἶδε ὁ εὐλογημένος ἄρχισε νά τρέχει καί νά χοροπηδᾶ σάν τρελός. Μοῦ πάτησε δύο ντοματιές. Εὐτυχῶς δέν ἔκανε πολύ μεγάλη ζημιά. «Νόμιζα γέροντα ὅτι ἀστειεύεσαι ἀλλά ἀπό ὅτι διαπιστώθηκε δέν ἦταν καθόλου ἀστεῖο»! Τόν καθησύχασα  καί τοῦ εἶπα πώς τό φίδι εἶναι ὑπάκουο καί ζεῖ στήν αὐλή σάν κατοικίδιο. Μετά λίγες ὧρες τοῦ πρότεινα νά μοῦ φέρει ἕνα σκαλιστήρι ἀπό τήν ἀποθήκη ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νά πάει, μή τυχόν καί τό συναντήσει πάλι.
-Βλέπεις γέροντα κοτζάμ δικαστικός φοβήθηκε, δέν θά φοβόμουν τοῦ λόγου μου! Φοβήθηκε καί τρόμαξε αὐτός πού δέν διστάζει νά κλείσει ἐγκληματίες στή φυλακή καί περιμένατε νά μήν φοβηθῶ ἐγώ.

Ἀπό τότε ὁ Βαγγέλης συμπεριλάμβανε σέ κάθε προσκύνημα στό Ἅγιο Ὄρος καί τά Καυσοκαλύβια. Ἔμενε πάντα στό κελί τοῦ πατέρα Βασιλείου. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν, ἀφοῦ ὁ γέροντας τοῦ μάθαινε πράγματα πού τόν βοηθοῦσαν νά χαράξει μία καλή πορεία στή ζωή του. Ἦταν Μάρτιος, ἀρχές Ἀνοίξεως, ὅταν ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τόν γέροντα. Ἡ περίοδος τοῦ χειμώνα ἄλλωστε δέν ἐνδείκνυται γιά προσκυνηματικές ἐπισκέψεις στήν ἔρημο τῶν Καυσοκαλυβίων, ἀφοῦ ἐπικρατεῖ σχεδόν μονίμως θαλασσοταραχή πού δέν ἐπιτρέπει σέ σκάφος νά ἔχει πρόσβαση στό φυσικό λιμανάκι. Καί κατά τή δεύτερη ἐπίσκεψη του ἔγινε ἀδιάψευστος μάρτυρας  μίας ἁρμονικῆς σχέσης, πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα σέ ἕνα κότσυφα καί τόν γέροντα.  Ὁ κότσυφας ἐρχόταν καί τίς δύο ἡμέρες πού ἔμεινα στό κελί μόλις ξημέρωνε ἀλλά καί λίγο πρίν σουρουπώσει. Ἐρχόταν λίγα λεπτά ἀφότου ὁλοκληρωνόταν ὁ κανόνας τοῦ γέροντα. Μέ τό ράμφος του χτυποῦσε τό παράθυρο. Ὁ γέροντας τότε τοῦ ἄνοιγε καί τοῦ ἔδινε νά φάει λίγα ψίχουλα ψωμί. Τά ἔτρωγε μέσα ἀπό τήν παλάμη του καί ἔφευγε. Μάλιστα τή δεύτερη ἡμέρα ὁ κότσυφας χτυποῦσε στό δικό μου παράθυρο. Ἔτρεξα καί φώναξα τόν γέροντα, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε «ἄχ τό καημένο τό πουλί. Θά χτυποῦσε σέ μένα ἀλλά βλέπεις εἶμαι περήφανος στά αὐτιά (δηλαδή δέν ἄκουγε καλά) καί δέν τό ἄκουσα. Ἄντε βρέ Βαγγελάκι ἄνοιξέ του καί δώστου λίγα ψιχουλάκια νά φάει». Ὁ κότσυφας ἔφαγε ἀπό τό χέρι μου, χωρίς νά φοβηθεῖ ἐνῶ τήν ὅλη σκηνή παρακολουθοῦσε τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ παππούλη. «Βαγγέλη βρίσκεσαι σέ καλό δρόμο. Κάνει καλή δουλειά ὁ πνευματικός σου. Ὁ κότσυφας δέν φοβήθηκε» μοῦ εἶπε χαριτολογώντας. Ὡστόσο ἤξερα ὅτι τό ὑποτιθέμενο κατόρθωμά μου ἔγινε χάρη στίς προσευχές τοῦ γέροντα.  Ἡ θερμή προσευχή τοῦ γέροντα  εἶχε μετατρέψει τό κελί του καί τό περιβάλλον γύρω ἀπ’ αὐτό σέ ἀληθινό παράδεισο.
Ἀνάλογα περιστατικά ἔχουν νά διηγηθοῦν κι ἄλλα πνευματικά παιδιά τοῦ γέροντα. Περιστατικά πού σχετίζονταν μέ τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλά καί τή μακράν διαμονή του στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας στήν Κλεισούρα.

Ὁ γέροντας εἶχε ἀναπτύξει ἰσχυρούς πνευματικούς δεσμούς μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Σισανίου καί Σιατίστης Ἀντώνιο. Συναντιόντουσαν πολύ συχνά καί γιά ὧρες ὁλάκερες συνομιλοῦσαν. Τό ἐπίκεντρο τῆς συζήτησης τους ἀποτελοῦσε πάντα ὁ Σωτήρας Χριστός. Ὁ ἅγιος Μητροπολίτης Ἀντώνιος εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ στά πνευματικά του παιδιά ὅτι ὁ καλός Θεός εἶχε δώσει τό διορατικό χάρισμα στόν πατέρα Βασίλειο ἀπό τήν ἐποχή πού ἀσκήτευε γιά πολύ καιρό σέ μία σπηλιά στό Ἅγιο Ὄρος. Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ὁ γέροντας Βασίλειος, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης μιλοῦσε μέ τά ἄγρια ζῶα. Καί τούς διηγήθηκε πώς ὁ ἴδιος εἶχε γίνει μάρτυρας τῆς στενῆς σχέσης πού εἶχε ἀναπτύξει μέ μία ἀρκούδα πού ζοῦσε στό κοντινό δάσος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κλεισούρας.

«Κάποτε διανυκτέρευσα στό μοναστήρι. Δέν ὑπῆρχε ἄλλος προσκυνητής. Ὅταν τελείωσε ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου ἀκούστηκαν οἱ φωνές τῆς ἀρκούδας. «Συγνώμη Σεβασμιώτατε, ξέχασα νά ταΐσω τό ζωντανό καί τό καημένο φωνάζει» εἶπε καί ἔτρεξε πρός τήν κουζίνα τῆς Μονῆς.
Πίστευα πώς λέγοντας ζωντανό θά ἐννοοῦσε καμιά κατσικούλα. Ἐκεῖνος ἔτρεξε στήν πόρτα τῆς Μονῆς, τήν ἄνοιξε καί τότε ἔκπληκτος εἶδα νά μπαίνει στό μοναστήρι μία ἀρκούδα.
-Ἔχουμε τό δεσπότη σήμερα. Δέν θά μπορέσεις νά μείνεις στό μοναστήρι, τῆς εἶπε ὁ γέροντας ἐνῶ ταυτόχρονα ἅπλωσε τό χέρι του καί τῆς ἔδινε νά φάει τά ἀποφάγια πού εἶχε κρατήσει ἀπό τό μεσημέρι μέσα σέ ένα πλαστικό κουβαδάκι. Καί πρόσθεσε:
-Ἔλα αὔριο τό πρωί πάλι. Ἄντε τώρα πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ. 
-Ἄστ’ τήν ἀρκουδίτσα νά μείνει στό μοναστήρι εὐλογημένε. Ἐμένα δέν μέ ἐνοχλεῖ.
-Ὄχι Σεβασμιώτατε, τά χαράματα θά ἔρθουν προσκυνητές ἀπό τή Θεσσαλονίκη γιά νά λειτουργηθοῦν καί θά ἀνέβει καί ὁ παπά Δημήτρης, πού ἔμαθε γιά τήν παρουσία σου στό μοναστήρι. Μπορεῖ νά συναντήσουν τήν ἀρκούδα καί νά φοβηθοῦν. Ἄντε ἀρκουδίτσα μου στό καλό.

Ἐκείνη λές καί κατάλαβε τί ἀκριβῶς τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Γύρισε πρός τήν ἐξωτερική πόρτα καί μέ ἕνα γρύλλισμα, σάν κι αὐτό πού κάνουν ἀπό ἱκανοποίηση τά σκυλιά ἔφυγε.  Στό μοναστήρι ἐκτός ἀπό τή φιλία πού εἶχε ἀναπτύξει μέ τήν ἀρκούδα τόν συντρόφευε κι ἕνας λαγός, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξοικειωθεῖ ἀκόμη καί μέ τούς προσκυνητές. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πάντοτε εἶχε ἕνα καρότο διαθέσιμο γιά νά τοῦ δώσει. Μία πνευματική κόρη του ἀπό τήν Καστοριά ἀποθανάτισε σέ φωτογραφία τόν γέροντα νά ταΐζει στόν καναπέ τό λαγό.

Κατά τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο στή Θεσσαλονίκη ὁ γέροντας εἶχε ἀντίστοιχη φιλία μέ ἕνα περιστέρι, τό ὁποῖο ὅταν δέν ὑπῆρχαν ἐπισκέψεις στό δωμάτιο, ἔμπαινε ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ κρατοῦσε συντροφιά.
-Φύγε τώρα, ἔρχονται κάποιοι νά μέ δοῦν τοῦ ἔλεγε ὁ γέροντας κι ἐκεῖνο ἀμέσως πετοῦσε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Ἡ μαρτυρία αὐτή διασώθηκε ἀπό μία κυρία, ἡ ὁποία ἐπισκέφθηκε τόν γέροντα μέ τούς δύο γιούς της.  Ἦταν στήν πόρτα, ὅταν ἄκουσε τήν ἀνωτέρω στιχομυθία. Ἄνοιξε τήν πόρτα καί ὄχι μόνο εἶδε τό περιστέρι νά κάθεται ἤρεμα στόν ὦμο τοῦ γέροντα ἀλλά ἔγινε αὐτήκοος μάρτυς πού τοῦ ἔλεγε νά πετάξει ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Κι ἐκεῖνο ἀμέσως ἐξῆλθε.  

Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, Θεολόγος, Δημοσιογράφος 
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Η ΖΩΟΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ Η ΑΓΙΟΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Είναι άκρως συγκινητική η σχέση των αγίων της Εκκλησίας μας προς τα ζώα και αυτά ακόμη τα θηρία. Αλλά και των θηρίων η σχέση προς τους αγίους είναι άκρως διδακτική. Είναι μία σχέση αμφίδρομη που θυμίζει αδαμιαίους χρόνους.
Τα ελάχιστα δείγματα αυτής της ιεράς φιλίας που ακολουθούν αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Ανοίγουν ένα κεφάλαιο άγνωστο στους πολλούς και ίσως ανεπανάληπτο.

Από το μαρτύριο του αγίου Μάμαντος
που μαρτύρησε επί του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270-275)

«Πρόσταξε, λοιπόν ο ασεβής τύραννος να ρίξουν τον Άγιο στα θηρία για να τον κατασπαράξουν· ο δε Μάρτυρας βάδιζε και σ’ αυτήν την δοκιμασία χαμογελώντας. Όταν μπήκαν στο στάδιο άφησαν μία λεοπάρδαλη και μία αρκούδα για να του επιτεθούν. Η μεν αρκούδα αφού τον πλησίασε τον προσκυνούσε και με ευλάβεια έπεσε μπροστά στα πόδια του, η δε λεοπάρδαλη ελαφρά, ήρεμα και χωρίς να τον πειράξει, αφού πήδηξε στους ώμους του σπόγγιζε και έγλειφε με τη γλώσσα της τους ιδρώτες του. Έτσι τα θηρία του ηγεμόνα συμπεριφέρθηκαν στον Μάρτυρα, το δε πλήθος βλέποντας την θεία δύναμή του δοξολογούσαν τον αληθινό Θεό του. Αυτά τα θαυμάσια ήσαν αρκετά και πέτρες να μαλακώσουν, ο ηγεμόνας όμως γινόταν περισσότερο σκληρός. Γι’ αυτό εξαπέλυσε εναντίον του Αγίου ένα λιοντάρι, το οποίο ενώ εξαγριωνόταν εναντίον των ασεβών και τους προκαλούσε πικρό θάνατο, τώρα ήρεμα και ταπεινά πλησίασε τον Άγιο Μάρτυρα».

Από το μαρτύριο του Αγίου Ανικήτου (+ 305)

«Κατόπιν εξαπολύουν λιοντάρι εναντίον του. Σαν το είδε ο Άγιος, από τον όγκο του, από το μανιασμένο τρέξιμό του, από τον φοβερό και τρομερό βρυχηθμό του, φοβήθηκε. Το λιοντάρι όμως όταν τον πλησίασε φάνηκε ημερότερο κι από πρόβατο και σαν να συμπάθησε τον Άγιο, άρχισε να σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρό­σωπό του με το δεξί του πόδι, σαν να ήτανε σφουγγάρι».

Από τον βίο του Αγίου Μακαρίου του Αλεξανδρέως

«Επιθύμησε κάποτε ο άγιος Μακάριος να επισκεφθεί το μνημείο που ήσαν οι τάφοι Ιαννή και Ιαμβρή, που έζησαν τον καιρό του Μωυσή. Επιστρέφοντας χάθηκε στην έρημο για είκοσι μέρες. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση λόγω ελλείψεως τροφής και νερού.
Τότε παρουσιάσθηκε εμπρός του ένα πλήθος από αγριοβουβάλες. Μια απ’ αυτές που είχε και μοσχάρι σταμάτησε. Σ’ εκείνους τους τόπους υπάρχουν πολλές βουβάλες. Έλεγε λοιπόν ο άγιος ότι από το μαστό της έτρεχε γάλα. Έσκυψε λοιπόν και θήλασε και στάθηκε στα πόδια του. Και αυτή η βουβάλα ήλθε μέχρι το κελλί του και τον θήλαζε. Χωρίς να δέχεται προς θηλασμό το μοσχαράκι της.

Μας διηγείτο ο Παφνούτιος ο μαθητής του, ότι κάποια ημέρα μια ύαινα πήρε το μικρό της κουτάβι που ήταν τυφλό και το έφερε στον Μακάριο. Έσπρωξε με το κεφάλι την καγκελόπορτα και μπήκε μέσα στην αυλή που καθόταν ο άγιος. Έριξε το κουτάβι στα πόδια του. Ο άγιος το πήρε στα χέρια του, έφτυσε στα μάτια του, προσευχήθηκε και αμέσως το κουτάβι βρήκε το φως του. Η μάνα του το θήλασε, το πήρε πάλι από το σβέρ­κο και έφυγε. Την άλλη μέρα έφερε στον άγιο μια προβιά από μεγάλο πρόβατο. Μου είπε δε (λέει ο Παλλάδιος επίσκοπος Ελενουπόλεως, ο συγγραφέας της Λαυσαϊκής ιστορίας) αργότε­ρα η μακαρίτισσα Μελάνη η Ρωμαία ότι αυτή την προβιά την έχω εγώ. Μου την έδωσε ο Μακάριος σαν φιλοδώρημα φιλοξε­νίας. Και τί το παράξενο έχει αυτή η ιστορία; Αυτός που εξημέ­ρωσε τα λιοντάρια τον καιρό του προφήτου Δανιήλ, αυτός έδωσε σύνεση και φρόνηση στην ύαινα (Από το Λαυσαϊκό).

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΕΠΟΥΔΙΤΣΑ

Στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν στη βαθιά χριστιανική αρχαιότητα πολλά μεγάλα μοναστήρια, ζούσε ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν αγράμματο απονήρευτο αγρότη-φελάχο. Μια μέρα ο φελάχος είπε στο μοναχό:

«Κι εγώ λατρεύω το Θεό που δημιούργησε αυτό τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από ένα φοίνικα. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε κάτι στη γαβάθα».
 
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο μοναχός, δε μπόρεσε να μη γελάσει. Καλόψυχα και κατανοητά εξήγησε στο φίλο του ότι ο Θεός δε χρειάζεται κατσικίσιο γάλα.
Όμως ο αγρότης επέμενε με πείσμα στο δικό του. Τότε ο μοναχός πρότεινε την επόμενη νύχτα να παρακολουθήσουν κρυφά  τι συμβαίνει, όταν αφήσουν τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τον φοίνικα.
 
Το είπαν και το έκαναν:

τη νύχτα ο μοναχός κι ο αγρότης κρύφτηκαν κοντά και στο φως του φεγγαριού σύντομα είδαν ότι μια αλεπουδίτσα είχε πλησιάσει κρυφά τη γαβάθα κι έγλειφε όλο το γάλα ώσπου να την αφήσει πεντακάθαρη.
 
Αυτή η αποκάλυψη χτύπησε τον αγρότη σαν κεραυνός! «Ναι», παραδέχτηκε συντετριμμένος, «τώρα το βλέπω, δεν ήταν ο Θεός!».
Ο μοναχός προσπάθησε να καθησυχάσει τον αγρότη κι άρχισε να εξηγεί ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, ότι είναι απόλυτα διαφορετικός σε σχέση με τον κόσμο μας, ότι οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν με ιδιαίτερο τρόπο… Όμως ο αγρότης στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι κάτω και μετά άρχισε να κλαίει κι έφυγε για την καλύβα του.
 
Ο μοναχός πήγε κι αυτός στο κελί του. Όμως όταν πλησίασε είδε με κατάπληξη έναν άγγελο στην πόρτα να του φράζει το δρόμο. Ο μοναχός τρομαγμένος έπεσε στα γόνατα κι ο άγγελος είπε:
 
«Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει το Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε. Κι εσύ με τη σοφία και τη μόρφωσή σου του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στο φοίνικα την αλεπουδίτσα για να τον καθησυχάσει και να δεχτεί τη θυσία του».

Απόσπασμα από το βιβλίο “Σχεδόν Άγιοι”
του Αρχιμ. Τύχων Σεβκούνωβ

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΥΜΒΟΗΘΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

Πολυάριθμες είναι οι περιπτώσεις των ζώων, ειδικά του λιονταριού, που γίνονται φίλοι και συμβοηθοί των Αγίων στην έρημο. Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος χαρίζει σύνεση στην ύαινα, της δείχνει το σωστό και ορθό δρόμο και εκείνη τον αποδέχεται. ‘‘Συνθηκολογεί’’ με τον Άγιο ν’ ακολουθήσει όσα εκείνος της προτρέπει…

Παρόμοια περίπτωση επίσης έχουμε και με ένα βουβάλι, το οποίο ακολουθεί τον Άγιο υπακούοντας στο κέλευσμά του…

Χαρακτηριστικές είναι στο βίο του Αγίου Θεοδώρου του Συκεώτου, όπου ο Άγιος συχνά ημερεύει τα ζώα και συνεργάζεται μ’ αυτά στην επίτευξη κάποιου έργου. Ο Όσιος Κόπριος ημερεύει διά της προσευχής μία άγρια αρκούδα και αργότερα τη χρησιμοποιεί στη διακονία του και συνεργάζεται μαζί της.

Τα λιοντάρια συμβιώνουν στην έρημο, στα όρη, στις σπηλιές με τους Αγίους ασκητές. Το λιοντάρι βγαίνοντας από την έρημο γίνεται συμβοηθός, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του Οσίου Ζωσιμά στην ταφή της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Οι Άγιοι, πολλές φορές, όχι μόνο συμφιλιώνονται και συνεργάζονται με τα ζώα οι ίδιοι, αλλά και τις μεταξύ των ζώων διαμάχες συμφιλιώνουν και ειρηνεύουν διώχνοντας κάθε πονηρό πνεύμα και πάθος. Ακόμα και με την επίκληση και μόνο του ονόματος του Αγίου από κάποιον πιστό Χριστιανό πετυχαίνεται το ίδιο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του λιονταριού με κάποιο γαϊδούρι στο βίο του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου.

Πολλά επίσης ζώα συμπροσεύχονται με τον Άγιο, όπως το ποίμνιο του Αγίου Ιωάννη του Κουκουζέλη, το οποίο σταματά να βόσκει συνεπαρμένο από τη Θεία Χάρη την στιγμή που ο Άγιος υμνεί και δοξολογεί το Δημιουργό Θεό. Άλλα πάλι ζώα έρχονται ν’ ανακουφίσουν και να παρηγορήσουν τον Άγιο από την άσκηση και τις θλίψεις του. Το πουλί διώχνει με το κελάηδημά του τη θλίψη και τον πόνο του Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου. Μερικά απ’ αυτά φέρνουν τροφή στην έρημο, όπως ο κόρακας για εβδομήντα χρόνια έφερνε κάθε μέρα ψωμί στον Όσιο Παύλο το Θηβαίο, ενώ προσέφερε διπλό μερίδιο όταν επισκέφθηκε τον Όσιο ο Άγιος Αντώνιος.

Παρόμοιο περιστατικό με τα προαναφερόμενα έχουμε και στο βίο του Αγίου Ιερωνύμου, πού νηστεύει, χωρίς να φάει τίποτα, ολόκληρες βδομάδες, προσπαθώντας να δαμάσει έτσι την επαναστατημένη σάρκα του και να έρθει η ειρήνη στην ψυχή του. Καθημερινώς κλαίει, προσεύχεται στον Κύριο και πολεμάει εναντίον των παθών για να γλιτώσει, όπως λέει ο ίδιος, από το πυρ της κολάσεως. Αλλά δεν είναι μόνος του στην έρημο, περιστοιχίζεται από άγρια θηρία και φρικαλέα ερπετά, που συμπάσχουν στη λύπη του και στο καθημερινό του μαρτύριο.

Εκτός απ’ αυτά, σπουδαίες περιπτώσεις ζώων, ειδικά του λιονταριού, όπως προείπαμε, είναι το ζώο να μετέχει στο μαρτύριο του Αγίου. Ενώ πιέζεται το λιοντάρι να κατασπαράξει τον Άγιο, βλέποντας όμως το φυσικό πρόσωπο του Αγίου να ακτινοβολεί τη Θεία Χάρη γίνεται ημερότερο του προβάτου. Εντυπωσιακή η περίπτωση του Αγίου Ανίκητου.
Συχνά ο Άγιος με την άσκησή του, με την προσευχή και την νηστεία του δαμάζει την αγριότητα των ζώων, τα διδάσκει και τα παιδαγωγεί. Ο Δανιήλ φράζει τα στόματα των λεόντων με την εγκράτεια, την προσευχή και τη νηστεία του.

Με τη Θεία Χάρη και τα Θεία χαρίσματα ο ασκητής Άγιος, επειδή μέσα του κατοικεί και αναπαύεται ο Θεός, όχι μόνο τα αισθητά, αλλά και τα νοητά θηρία υποτάσσει. Στο Βίο του Αγίου Λαζάρου του Γαλησιώτου, έχουμε παρόμοιο περιστατικό με ένα ζευγάρι αρκούδες, οι οποίες ενώ έρχονται να κατασπαράξουν τον Άγιο, προσευχόμενος προς τον Θεό για να σωθεί τις ημερεύει!

Η οικειότητα των Αγίων με τα ζώα είναι τόσο συνηθισμένο φαινόμενο στην καθημερινή τους ζωή πού τίποτα δεν φοβούνται, χρησιμοποιούν αυτά χωρίς ενδοιασμούς σε κάθε τους ανάγκη. Ο Άγιος Παχώμιος χρησιμοποιεί τους κροκοδείλους ως μέσο μεταφορικό για να τον μεταφέρουν στην απέναντι όχθη.

Ο διάβολος πολλές φορές χρησιμοποιεί τη μορφή ζώων, για να οδηγήσει σε πλάνη τον Άγιο και να τον περιπαίξει, γιατί μετά την πτώση διασπάστηκε η αρμονία ζώου και ανθρώπου, φύσεως γενικότερα και ανθρώπου, Έτσι τα ζώα, η φύση, αντιδρούν στις θελήσεις και στις επιθυμίες του ανθρώπου.

Μετασχηματιζόμενοι οι δαίμονες σε θηρία και ερπετά, λιοντάρια, αρκούδες, λεοπαρδάλεις, φίδια, σκορπιούς και λύκους προσπαθούν να παρασύρουν τον άνθρωπο εκεί που θέλουν αυτοί… Ενδεικτικά στο βίο του Αγίου Κωνσταντίνου του εξ Ιουδαίων, (ο διάβολος) παίρνει τη μορφή του λύκου πού φέρει το πάθος του θυμού και της αγριότητας, για να μπορεί έτσι να εκφοβίσει τον Άγιο και να τον κατασπαράξει. Αλλά οι Άγιοι με την προσευχή και την άσκηση, και με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος λαμβάνουν το χάρισμα της διακρίσεως και έτσι έχουν τη δυνατότητα να ξεχωρίζουν τα μηχανεύματα και το σκοπό του καθενός. Ο Άγιος Αντώνιος πάντα με ψυχική εγρήγορση αντιμετώπιζε αυτούς… δεν φοβόταν τίποτα και ούτε δειλίαζε, αλλά αντιθέτως τους δαίμονες έδιωχνε και τα άγρια θηρία ημέρευε και ειρήνευε.

Βλέπουμε πώς το Άγιο Πνεύμα χαριτώνει τους Αγίους με τη Θεία χάρη, ώστε οι Άγιοι να οικειοποιούνται τη φύση. Τους διδάσκει την αγάπη για κάθε κτίσμα και η ψυχή συμπάσχει για κάθε ύπαρξη, αγαπά και συμπονεί ακόμα και τους εχθρούς και τα δαιμόνια, γιατί εξέπεσαν από το αγαθό και την αρετή. Ενώ ο διάβολος προσπαθεί να βρει τεχνάσματα να ξεγελάσει τον άνθρωπο, τον ασκητή, ο Άγιος εντείνει πνευματικά τις προσπάθειες του και διαρκώς γρηγορεί.

Πηγή: «Οι Άγιοι και το φυσικό περιβάλλον» του Σωτηρίου Ι. Μπαλατσούκα
dogma.gr

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ "ΠΡΟΣΕΥΧΗ" ΤΟΥ ΠΡΙΝ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ



Όπως βλέπουμε το 11 μηνών μικρό Λαμπραντόρ, έχει ήδη εκπαιδευτεί να ακολουθεί το αφεντικό του στην συνήθεια αυτή, να κάνουν δηλαδή μαζί την προσευχή τους πριν ο μικρός σκυλάκος ορμήξει στην τροφή του. Η γλυκύτατη εικόνα του μικρού σκυλιού που σκύβει και αυτό με μεγάλη ευλάβεια απέναντι στην τροφή του είναι πραγματικά απολαυστική.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΩ, Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙΑ

Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ο Όσιος Σίω ο Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, που έφθαναν ως εκεί ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, πού είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία.
Ο Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τους προσκυνητές όσο και τους μοναχούς να θλίβονται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήσει μπροστά του όλα τα άγρια ζώα που ζούσαν στον Μγβίμε.

Μόλις τελείωσε την παράκληση του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρισε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκονται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.
– Ακούστε τι θα σας πω, άρχισε να τα νουθετεί ο Όσιος. Ο Χριστός γνωρίζει πως η καρδιά μου πονά για σας. Αυτή η έρημος όμως θα γεμίσει ανθρώπους, που θα δοξολογούν τον Θεό, γι’ αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σας θα μείνει εδώ, για να βόσκει τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξιλεωθείτε για τις ζημιές που κάνατε.

Σε λίγα λεπτά όλα τα θηρία είχαν εξαφανιστεί, εκτός από έναν λύκο, που έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
– Στον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είπε εκείνος, σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωί θα τα οδηγείς στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνεις πίσω. Θα τρως ότι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξεις. Εμπρός, δουλειά τώρα.

Από τότε ο λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωί έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του -μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα στην σπηλιά του- όπου περνούσε την νύχτα.
Πέρασαν έτσι έξι χρόνια. Μια μέρα ο λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε ν’ αλυχτά παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πώς έλειπε ένα γαϊδουράκι, που ανήκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πώς ο λύκος είχε φάει τον ζώο του, ο Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.
 Γέροντα, εξιλεωθείτε αιτίας σου έχασα τον γάιδαρο μου, ξέσπασε θυμωμένος.

Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την απρεπή συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ο λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τους κοιτούσε και κουνούσε την ουρά του, σαν να ήθελε κάτι να τους πει. Βλέποντας όμως πώς δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε το ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του κι άρχισε να τον τραβά επίμονα.
Τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν φανερό ότι είχε τσακιστεί στο γκρεμό.
Ο Κόνων, μετανοημένος, ζήτησε με δάκρυα συγγνώμη από τον Γέροντα. Ύστερα από αυτό το γεγονός ο Όσιος είπε στον λύκο:

Αρκετά μας υπηρέτησες. Σ’ ευχαριστούμε για τους κόπους σου. Πήγαινε πια να βρεις τους συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δω και πέρα οι αδελφοί.

ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ