ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ & ΚΟΛΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ & ΚΟΛΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΑΡΙΖΟΝΑΣ: "ΦΑΡΔΥΣ ΔΡΟΜΟΣ" ΟΔΗΓΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας
"Φαρδύς δρόμος" οδηγεί τους ανθρώπους στην κόλαση!

Οι εντολές του Θεού δεν είναι βαριές, είναι πολύ ελαφριές, ανακουφίζουν, δροσίζουν και δημιουργούν και φτιάχνουν μακαριότητα στην ψυχή του ανθρώπου. Γι’ αυτό ο Χριστός μας δεν ζήτησε πολλά πράγματα. Και στη Δευτέρα Παρουσία δεν θα πει «γιατί δεν ασκητεύσατε …». Όχι. Θα πει «γιατί δεν ελεήσατε, γιατί δεν θρέψατε, γιατί δεν ντύσατε, γιατί δεν ανακουφίσατε το φυλακισμένο». Τι είναι αυτά; Έργα αγάπης. Γι’ αυτό είπε ο Χριστός «Ποιος είναι αυτός που με αγαπάει; Αυτός που τηρεί τις εντολές μου. Εκείνος που δε με αγαπάει δεν τηρεί τις εντολές μου». Με τον έλεγχο που έκανε στους εξ αριστερών, ήθελε να τους πει, ότι «εσείς δεν είχατε αγάπη και εφόσον δεν είχατε αγάπη, δεν μπορείτε να μπείτε στο νυμφώνα της αγάπης». Ο νυμφώνας της αγάπης κερδίζεται μόνο με την αγάπη και τη θυσία. Γι’ αυτό θα πρέπει, με την αγάπη και την ταπείνωση, να περάσουμε στη Βασιλεία των Ουρανών. 

Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν. Ο φαρδύς δρόμος οδηγεί τους ανθρώπους στην κόλαση. Ποιος είναι ο φαρδύς δρόμος; Η ξένοιαστη κοσμική ζωή, και όταν περνούν οι μέρες μας άδειες …  

Δεν πρέπει να μας πλανά ο διάβολος· και να προσπαθήσουμε, κατά το Ευαγγέλιο του Χριστού μας, να καθαρίσουμε το έσωθεν του ποτηρίου που είναι η ψυχή μας, η καρδιά μας, ο νους μας. Αν το μέσα του ποτηρίου, λέει, το κάνεις, άνθρωπε, καθαρό και το έξωθεν θα είναι καθαρό. Υποκριτά, μην κάνεις το έξω, και το μέσα το αφήνεις ακάθαρτο. Στα μάτια του Θεού είναι όλα φανερά. Τους ανθρώπους θα τους ξεγελάσουμε, θα δείξουμε άλλο πρόσωπο, αλλά τα μέσα μας είναι γνωστά στο Θεό. Να φροντίσουμε μέσα μας να τακτοποιηθούμε, ν’ αλλάξουμε. Το χρόνο που μας έδωσε ο Θεός να τον γεμίσουμε με καλά έργα, με καλές σκέψεις, με αγνά αισθήματα. 

Να μην καθόμαστε και ασχολούμαστε με αργολογίες, να μην ασχολούμαστε με συζητήσεις άκαιρες και βλαβερές. Ν’ απαλλάξουμε τη γλώσσα μας από το να κρίνουμε τους ανθρώπους, τον αδελφό μας, τον πλησίον μας. Όχι, όχι μην το κάνουμε αυτό. Να κρίνουμε τον εαυτό μας, να καταδικάσουμε τον εαυτό μας. Αν τον καταδικάσουμε, θα τον απαλλάξουμε της καταδίκης του Θεού. Αν καταδικάσουμε, θα καταδικαστούμε κι αν κρίνουμε, θα κριθούμε, και με όποια μεζούρα μετρήσουμε θα μας μετρήσει ο Θεός. 

Η κάθε στιγμή που περνάει δεν ξαναγυρνάει. Ο διάβολος μάς κερδίζει χρόνο, μάς απασχολεί με πράγματα γήινα και πρόσκαιρα προκειμένου να μας κερδίσει το χρόνο να μην τον έχουμε, ώστε να μην προσφέρουμε περισσότερα στο Θεό και στην ψυχή μας. Ας προσέξουμε όσο μπορούμε να είμαστε εν εγρηγόρσει, να γρηγορούμε στο μυαλό, στην καρδιά, να μην αφήνουμε σκέψεις, να μην αφήνουμε την καρδιά μας να μολύνεται. […] Πόσες φορές αν θα ελέγξουμε τη συνείδησή μας, θα δούμε ότι δεν προσέχουμε. Επομένως δημιουργούμε σκάνδαλο. Αυτές τις αμαρτίες δεν τις γνωρίζουμε. Να τις εξαγορευθούμε και να σβήσουν. 

Γι’ αυτό θα τα προσέχουμε όλα αυτά τα πράγματα, για να είμαστε έτοιμοι. Ο θάνατος είναι φοβερός, δεν είναι παιχνίδι. Εάν κανείς από μας έχει γνωρίσει λίγο περί θανάτου, αν κινδύνεψε από ασθένεια, είδε πόσο φοβερό είναι. Βλέπετε πώς δακρύζει ο άνθρωπος ή και κλαίει και τρέχουν τα μάτια του κατά την ώρα την επιθανάτια; Γιατί κλαίει; Γιατί βλέπει ότι έρχονται οι ενάντιες δυνάμεις, έρχονται τα δαιμόνια ν’ αρπάξουν την ψυχή. Κι η ψυχή τρέμει σαν το φθινοπωρινό φύλλο στον ελάχιστο άνεμο. 

Λέει το τροπάριο της νεκρώσιμης ακολουθίας: «οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη του σώματος, πόσα δάκρυα τότε; Προς τους αγγέλους τα όμματα τρέπουσα άπρακτα καθικετεύει, προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα». Λέει, στρέφει τα μάτια στους αγγέλους δεν παίρνει τίποτα. Γιατί οι άγγελοι λένε «κατά τα έργα σου αλληλούια». Θα σε βοηθήσουμε, αλλά έπρεπε να βοηθήσεις κι εσύ με τα έργα σου. Σηκώνει τα χέρια προς τους ανθρώπους, βοηθήστε με. Κι εκείνοι λένε: τι να σε βοηθήσουμε, τον εαυτό μας δεν μπορούμε να βοηθήσουμε, εσένα θα βοηθήσουμε; Και τότε βάζει μυαλό ο κάθε άνθρωπος. Τι μπορεί όμως να κάνει εκείνη την ώρα, αφού ξεψυχάει; 

Αυτή τη μελέτη, αυτή την αλήθεια, αυτή την πραγματικότητα την οποία βλέπουμε να την ζει κάθε δικός μας άνθρωπος που φεύγει από τη ζωή, γιατί δε μας γίνεται μάθημα να τακτοποιήσουμε τον εαυτό μας τώρα, ώστε όταν έρθει αυτή η περίπτωση, η ώρα, να είμαστε έτοιμοι; Ναι μεν θα πικραθούμε, ο θάνατος είναι από φύσεως σκληρός και πικρός, αλλά όταν η συνείδηση δεν μας καταμαρτυρεί, βάλσαμο έρχεται στην ψυχή. Η ψυχή ελπίζει, της γίνεται μια αίσθηση ότι κάτι θα γίνει. Γι’ αυτό λοιπόν, πριν έρθει αυτή η φοβερή ώρα, πριν έρθει αυτή η πρώτη κρίση της ψυχής από τη μεγάλη κρίση της Δευτέρας Παρουσίας, ας ετοιμαστούμε, ας προσέξουμε, ας βιαστούμε τώρα, όχι αύριο και μεθαύριο. Από σήμερα, απ’ αυτή τη στιγμή, μέσα στην ψυχή μας μετάνοια κι επιστροφή στο Θεό. Κι όταν ο Θεός δει αυτή την καλή διάθεση από μέρους μας, θα μας βοηθήσει. Και αυτή τη μικρή διάθεση θα την κάνει μεγάλη, ώστε να επιτελεστεί αυτή η μεγάλη σωτηρία των ψυχών μας. 

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας

ΓΕΡΩΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ: ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΔΑ!

 
Γέροντας Αμβρόσιος της Μονής Δαδίου
Πήγα στην Κόλαση και την είδα!

Κάποτε πού ήταν στην Αιδηψό και έκανε μπάνια, ξυπνούσε από τίς 3 τά χαράματα καί προσευχόταν. Ένα πρωί διηγήθηκε ότι τήν προηγούμενη βραδιά τον επισκέφθηκαν γνωστοί κεκοιμημενοι, οί όποιοι τού έδωσαν τά ονόματα τους, γιά νά προσευχηθεί.

Ένας άπό αυτούς κάθισε δίπλα του στό κρεβάτι καί ήταν τόσο παγωμένος, πού μετά έκανε 5 ώρες νά συνέλθει άπό τό ψύχος. Ήταν, λές καί τόν είχαν βάλει στην κατάψυξη…»

Άπό τότε έλεγε ότι θά προσευχηθεί στον Θεό, γιά νά του δείξει πώς ζουν οί δίκαιοι καί πώς ζουν οί άνθρωποι οί οποίοι πάνε στην Κόλαση, δηλαδή εκείνοι πού σώζονται καί εκείνοι πού βρίσκονται μακριά άπό τή Χάρη του Θεού.

Έπειτα άπό ένα χρόνο δυνατής προσευχής, ό Θεός του έδωσε αυτή τή δυνατότητα. Σε μία άπό τις συναντήσεις μέ πνευματικά του παιδιά στή Μονή Δαδίου (27.7.2002), ρώτησε μετά τή θεία Λειτουργία του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος αν γνωρίζουν τί είναι Κόλαση. Κάποιος τού απάντησε:

-Γέροντα, γνωρίζουμε ότι ή Κόλαση, όπως διηγείται τό Ευαγγέλιο, είναι ό χώρος όπου πηγαίνουν οί άνθρωποι πού δέν αγάπησαν τόν Θεό καί δέν τήρησαν τις εντολές Του. Καί έχουμε αυτή τήν πληροφορία επίσης άπό τους Πατέρες.

-Ναί, άλλα αυτά είναι θεωρητικά, απάντησε. Έγώ θά σας πώ τήν εμπειρία πού είχα, όταν πρίν άπό λίγο καιρό μέ οδήγησε ό Άγγελος μου στις πύλες της Κολάσεως καί είδα έκεί τούς κολασμένους πώς ζουν. Καί εις άπόδειξιν αύτού, σας δείχνω τό σημάδι στό χέρι μου. Αυτό τό σημάδι τό έπαθα, όταν βρέθηκα στίς πύλες της κολάσεως.

Σάν νά έφυγε ή φωτιά άπό τόν πύρινο ποταμό καί μου δημιούργησε ένα μικρό έγκαυμα, γιά νά καταλάβω ότι αυτό τό οποίο μού συμβαίνει δέν είναι ψέματα, ούτε όραμα, ούτε ψευδαίσθηση, άλλα μιά πραγματικότητα, τήν οποία μέ βοήθησε ό Άγιος Άγγελος μου νά τή δεχτώ, νά τήν κατανοήσω καλύτερα, νά την πιστέψω περισσότερο, καί νά σας τή διηγηθώ…

Καί τους αφηγήθηκε πώς είδε τους ανθρώπους πού βρίσκονται στην Κόλαση, νά κολυμπούν μέσα σ’ έναν πύρινο ποταμό, ενώ τό σημάδι πού απέκτησε, σάν μιά ουλή, ήταν λίγο πιό πάνω άπό τόν καρπό του.

Στή συζήτηση επάνω, είπε καί τά έξης:

– Ό κάθε άνθρωπος άπό εσάς έχει έναν Άγγελο πού τόν συνοδεύει. Αλλά προσέξτε, παιδιά, Άγγελο έχουν μόνο οί βαπτισμένοι. Οί άβάπτιστοι δέν έχουν Άγγελο φύλακα.

Τόν φύλακα Άγγελο τόν παίρνουμε τή μέρα της βαπτίσεώς μας. Άν προσευχηθείς σ’ αυτόν, θά σου φανερωθεί. Αλλά έχεις καί δαίμονες δίπλα σου, νά το ξέρεις. Νά προσέχεις!

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΠΩΣ ΒΑΡΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ!

 Γερόντισσα Λαμπρινή
Πως βαραίνουν οι ψυχές στον άλλο κόσμο

Για το κοριτσάκι από τον άλλο κόσμο: Κάποτε συνέβη το εξής, όπως το διηγήθηκε:

«Ήταν η 30κοστή μέρα από την κοίμηση ενός γνωστού μου 7χρονου κοριτσιού. Το βραδάκι, ως συνήθως, πήρα να διαβάσω ένα πνευματικό βιβλίο και καθόμουν στο κρεββάτι, ενώ δίπλα μου ο άνδρας μου είχε ήδη κοιμηθεί.

Τότε απ' το παράθυρο μπήκε ένας Άγγελος και έφερε το γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Το ρώτησα τι ήθελε ξανά στον αμαρτωλό αυτόν κόσμο και μου απάντησε:
«Ήρθα για σένα. Δεν μπόρεσα να βρω άνθρωπο να πω το παράπονό μου. Οι γονείς μου με ζόριζαν να τρώω για να γίνω καλά, ενώ δεν μου έλειπε το φαγητό. Ο Θεός ήθελε να με πάρει. Τώρα όμως πού πέθανα έπρεπε να πάω στον παράδεισο, αλλά έχω εμπόδια.

Ένα οφείλεται στους γονείς μου, και ένα σε μένα. Τώρα πού πέθανα, ακόμη δεν σαράντισα και η μητέρα μου έμεινε έγκυος. Αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Ακόμη στον δρόμο είναι η ψυχή μου, δεν πέρασα όλα τα τελώνια. Ξέρω ότι με έκλαψαν πολύ, αλλά δεν έπρεπε να γίνει. Νομίζουν ότι τρόπον τινά θα με αναστήσουν, αλλά πες τους ότι αγοράκι θα κάνουν, όχι κορίτσι, όπως νομίζουν...

Αυτή τους η πράξη δυσκολεύει την ψυχή μου... Όσο για μένα, την τελευταία φορά που πήγα στο σχολείο πριν πεθάνω, δεν είχα μολύβι και πλάκα για να γράψω. Μια συμμαθήτρια μου όμως μου έδωσε καινούργια πλάκα και μολύβι, τα οποία δεν επέστρεψα. Πες στην μάννα μου να αγοράσει καινούργια και να τα επιστρέψει. Για το μεγάλο καλό πού θα κάνεις στην ψυχή μου θα σε πάρω τώρα μαζί μου να δεις τον θάλαμο που έχει έτοιμο ο Κύριος για μας τις παρθένες. Εμείς νυμφευθήκαμε τον Χριστό».

Βγήκαμε από το παράθυρο και ανεβαίναμε. Μας συνόδευε και ο Άγγελος κρατώντας από το χέρι την κόρη. Φθάσαμε στον Παράδεισο και τον βλέπαμε. Ήταν σπίτια πολλά αλλά πολύ ωραία.

Φθάσαμε στο παρθενικό σπίτι, αλλά δεν μ’ άφησε να μπω μέσα. Αυτή μπήκε και μου είπε: «Εσύ είσαι ακόμα στην γη δεν μπορείς να μπεις εδώ». Είδα όμως από το παράθυρο τις παρθένες, άλλες μικρές στην ηλικία και άλλες μεγάλες. Φορούσαν ρούχα πού έλαμπαν.

Μου είπαν: «Εμείς εδώ δεν έχομε ποτέ χειμώνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Είμαστε πάντα στο άνθος».

Μετά σήμανε ένα σήμαντρο και ήταν η ώρα για προσευχή και έπρεπε να φύγουμε. Ήθελα να μείνω και εγώ να μάθω πώς προσεύχονται, και μου είπε: «Εσείς έχετε τους παπάδες, τους πνευματικούς και σας τα λένε όλα».

Ο Άγγελος με γύρισε πίσω χωρίς να μου μιλήσει. Έβλεπα το σώμα μου να βρίσκεται στο κρεβάτι δίπλα στον άνδρα μου, ανέπνεε λίγο, ίσα - ίσα που ζούσε. Μπήκα ξανά στο σώμα μου, άφησα το βιβλίο στο τραπέζι και κοιμήθηκα. Το πρωί θα πηγαίναμε στο χωράφι για να δουλέψω στο βαμπάκι αλλά δεν μπόρεσα να πάω. Για τρεις μέρες αισθανόμουν πολύ κουρασμένη και ήμουν χλωμή.

Όταν είχα ρωτήσει το κοριτσάκι: «Καλά, για μια πλάκα και ένα μολύβι έχεις τόσες δυσκολίες; Με μας που έχουμε κάνει τόσα, τι θα γίνει»; Μου απάντησε:

«Αυτή η πλάκα και το μολύβι είναι σαν βάρος εκατό κιλών καθώς με δυσκολεύει και η αμαρτία των γονέων μου». Γι' αυτό δεν πρέπει τίποτα να χρωστάμε δανεικό σε τούτη την ζωή, αν θέλουμε να απολαύσουμε τα αγαθά του παραδείσου».

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ: ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΒΕΤΣΙΟΥ
ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ…

Άλλη φορά, όπως διηγήθηκε, η Παναγία της έδειξε την κόλαση και τον παράδεισο: «Το 1982 ήμουν στην σπηλιά της Αγίας Παρασκευής στου Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στην σπηλιά με άλλες γυναίκες και σκέφτηκα: «Αχ, σπηλιά, που να σ' εύρισκα, να 'ναι δική μου αυτή η σπηλιά...»

-Όχι, όχι, μου είπε μια φωνή. Η σπηλιά η δική σου είναι της Παρθένου (της Παναγίας δηλαδή).
-Που είναι αυτή η σπηλιά;
-Θα σου την βρω εγώ, αλλά μετά από καιρό.
Πέρασαν πέντε χρόνια για νάρθει ο καιρός. Εγώ στο διάστημα αυτό έψαχνα. Άκουγα για σπηλιά και έπαιρνα καμμιά γυναίκα για παρέα και πήγαινα. Το βράδυ πού γύριζα στο σπίτι και έκανα προσευχή άκουγα φωνή: «Όχι αυτού, παιδί μου. Άδικα κουράστηκες».

Μία μέρα με κάλεσε η ξαδέλφη μου στην Άρτα για δουλειά. Εκεί μίλησε για μια σπηλιά που θα πήγαινε την άλλη μέρα με άλλες γυναίκες. Αποφάσισα να πάω. Ξεκινήσαμε το πρωί στις πέντε με τα πόδια.
Μόλις φθάσαμε η σπηλιά δεν φαινόταν εξωτερικά παρά μόνο δυο τρύπες πού χωρούσες σφηνωτά. Κοντά στην είσοδο της σπηλιάς είχε και εκκλησάκι. Είχα πάρει μαζί μου λαμπάδες και κεριά. Αναρωτήθηκα: «Είναι άραγε αυτή η σπηλιά»; Και άκουσα φωνή: «Εδώ μέσα είμαι. Κράτησε μια λαμπάδα για να μπεις στην σπηλιά».

Για να ξεφύγω τις γυναίκες είπα ότι είμαι κουρασμένη και θα καθίσω λίγο να ξεκουραστώ.
Μόλις αυτές μπήκαν στο Εκκλησάκι, άναψα την λαμπάδα και μπήκα μέσα στην σπηλιά.
Ήταν μεγάλη η σπηλιά. Μέσα είδα την Παναγία καθαρά, έσκυψα και την προσκύνησα. Τότε ξέχασα τα πάντα, ήθελα να μείνω για πάντα εκεί σ' όλη μου την ζωή. Προσκυνούσα συνέχεια την Παναγία και μου είπε:

- Φθάνει. Θα δεις πολλά εδώ μέσα, θα δεις τον άλλο κόσμο. Αυτά που θα δεις εσύ, να τα ομολογήσεις σε πρόσωπα που τα αγαπάνε αυτά. Άμα βλέπεις αδιαφορία, δεν θα λες τίποτε. Και στις γυναίκες έξω αδιαφορία θα δείξεις άμα βγεις. Αν σε ρωτήσουν θα πεις πήγα να προσευχηθώ μέσα στην σπηλιά. Τώρα όμως βγες έξω αμέσως διότι σε ζητάνε. Μετά απόφευγε τις με τρόπο και ξαναμπές να συνεχίσουμε. Θα τις ετοιμάσω και εγώ εσωτερικά να δεχθούν ό,τι τους πεις.

Βγήκα έξω και τις καθησύχασα διότι με ψάχνανε και φωνάζανε. Είχε αλλοιωθεί το πρόσωπό μου από την συνάντηση με την Παναγία, το κατάλαβαν και μου έλεγαν: «Γιατί είσαι έτσι; Τι έπαθες»;
Εγώ δικαιολογήθηκα ότι φοβήθηκα λίγο στο σκοτάδι της σπηλιάς και χλώμιασα. Τους είπα ότι θα ξαναμπώ στην σπηλιά να προσευχηθώ και αυτές το δέχθηκαν. Άναψα την λαμπάδα και ξαναμπήκα. Η Παναγία με περίμενε και μου είπε: «Μη φοβάσαι τώρα. Οι γυναίκες θα σε περιμένουν, και μόλις σε δουν θα πουν: Δόξα σοι ο Θεός».

Με πήρε ύστερα η Παναγία σ’ έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία.
Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»!
–Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό…
Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.
Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν…

Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή».
Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι…
Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. Δεν αντέχουν το κάψιμο.

Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:
– Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; Δεν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;
– Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις, να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.
– Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω. Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα;
– Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις…

Εμένα, (έλεγε η Λαμπρινή ), μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι;
Η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου».
–«Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια».
–«Μη γένοιτο», μου είπε.
Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω…
«Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».
Φεύγοντας είπε η Παναγία:
«Ευλογημένοι να είστε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε.

Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».
Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν».
Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε:
«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ’ ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.
Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.
Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.

Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την αρρώστια του. Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.
Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ’ αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου.
Ύστερα η Παναγία συνέχισε: Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο στην γη.
Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θαρθούν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ’ όποιον τ’ απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος…»

Η Λαμπρινή άλλη φορά προείδε τον θάνατο της ανεψιάς της:
«Είχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ότι την Τετάρτη θα κοιμηθεί η ανεψιά μου Κασσιανή. Αυτή με επισκέφθηκε το προηγούμενο Σάββατο το απόγευμα και μου είπε ότι συμφώνησε με τον παπά να κάνουμε Λειτουργία την ερχόμενη Τετάρτη, με κάλεσε και μένα να βοηθήσω.
Είχα ευλογία από τον Δεσπότη να ψέλνω στο αναλόγιο όταν υπήρχε ανάγκη. Της λέω: «Όχι την Τετάρτη αλλά τη Δευτέρα». Αυτή επέμενε την Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στον παπά και δεν μπορούσε να το αλλάξει.
Για να την διευκολύνω πήγα τότε εγώ και το άλλαξα. Έγινε η Λειτουργία, είχαμε προετοιμαστεί και κοινωνήσαμε.
Η Κασσιανή έδειχνε υγιέστατη. Με ευχαρίστησε πού βοήθησα και εγώ στην θεία Λειτουργία και αποχαιρετιστήκαμε.
Την Τετάρτη τα χαράματα την Κασσιανή την πήρε τηλέφωνο ο αδελφός της Νίκος να πάει στην κλινική, διότι θα γεννούσε η γυναίκα του Όλγα και ήθελε να έχει κάποιον δίπλα του. Πήγε η Κασσιανή, αλλά αμέσως μετά την γέννα η Κασσιανή έπαθε πνευμονικό οίδημα και εκοιμήθηκε ύστερα από λίγο…
Γι’ αυτό σας λέω, δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε.

Από το βιβλίο: «Ασκητές μέσα στον κόσμο»

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ: Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΙΑ ΘΕΪΚΗ!

Γερόντισσα Γαλακτία: Είναι φωτιά θεϊκή, χειρότερη από τη φωτιά που εμείς ξέρομε… Εκεί το φως του Θεού το ΆΠΛΕΤΟΝ (έτσι το ονόμαζε πάντα), ξεσκεπάζει, καίει, βασανίζει αφόρητα, τύψεις έχουν, κακομοιριές… Βλέπουν τους άλλους στην άλλη πάντα (στον παράδεισο) και λιώνουν περισσότερο. Σου λένε, γιατί να μη ζήσομε και εμείς καλά να ‘μαστε σαν κι αυτούς… Μαρμαρωμένοι, μέσα στη βρώμα, την απελπισία… Κάνουμε προσευχή, ανάβουμε κερί καθαρό και βλέπεις και χοροπηδούν οι καημένοι!!! 

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ: ΕΙΔΑ ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ!

Γερόντισσα Γαλακτία: Είδα στον Άδη τί γίνεται. Να μην πάει κανείς ούτε δευτερόλεπτο. Είδα χωριανούς μου. Δεν φανέρωσα σε κανέναν αυτούς που είδα. Μετά άναβα κεριά. Έκανα προσευχή. Άρχισαν να χοροπηδούν οι καημένοι.
Εκεί είναι οι αιρετικοί. Οι μάγοι, οι μάγισσες. Να ξέρανε τι τους περιμένει αυτούς καλύτερα να μην είχανε γεννηθεί.
Εκεί ποιοί άλλοι είναι; Οι ασεβείς ιερωμένοι. Ω τους κακομοίρηδες. Εκεί είναι οι βλάσφημοι, οι κακούργοι, οι μαγαρισμένοι στο σώμα, οι άτιμοι, οι μοιχοί, οι πόρνοι, προπαντός οι αρσενοκοίτες. Αφόρητα βάσανα. Τώρα τα κάνουνε και οι παντρεμένοι αυτά. Φρίκη. Φρίκη.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 Ο Άγιος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης μιλάει για τον Παράδεισο

 Διηγείται ο Γέροντας. Κάποτε διάβαζα το βίο του Άγιου Σεραφείμ του Σαρώφ και στο σημείο που έλεγε ο Άγιος ότι είδε τα σκηνώματα του Παραδείσου, «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισί», τότε λέω πώς να είναι άραγε Θεέ μου, αυτές οι Μονές;
Ξαφνικά μου έπεσε το βιβλίο από τα χέρια και βρέθηκα σ` ένα ωραίο μέρος. Μπροστά μου ήταν ένας δρόμος κατάφυτος με βιολέτες, όλες το ίδιο ύψος και πυκνοφυτεμένες, ευωδιαστές και δίπλα μου στεκόταν ένας Γέροντας, ο Άγιος Δαβίδ ήταν. Ήθελα να προχωρήσω και δίσταζα να μην σπάσω τα λουλούδια. Έλεγε μάλιστα ποιος τα φύτεψε τόσο πυκνά. Αν ήταν λίγο αραιότερα θα έβαζα το πόδι μου ανάμεσα και δε θα τα έσπαζα και δίσταζα να προχωρήσω.
Τότε μου λέει ο Γέροντας.
Προχώρα, προχώρα, προχώρα, πάτερ Ιάκωβε, μη φοβάσαι τα λουλούδια αυτά δεν είναι σαν και εκείνα που ξέρεις , δεν σπάζουν. Καθώς προχωρούσα λοιπόν πατούσα και δεν σπάζανε. Βλέπω δεξιά μου, ένα απότομο κατήφορο, χωματόδρομο πολύ επικίνδυνο και λέω. Τι δρόμος κατηφορικός είναι αυτός; Αν περάσει κανένα αυτοκίνητο θα κινδυνεύσει.
Μου λέει τότε ο γέροντας.
Εδώ πάτερ Ιάκωβε δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, ας` τον αυτόν τον δρόμο μην τον κοιτάζεις καθόλου, εσύ βάδιζε το δρόμο που βαδίσεις.
Βαδίζαμε λοιπόν στο ανθισμένο αυτό δρόμο και λέω. «ας κοιτάξω τι υπάρχει γύρω». Βλέπω κάτι ωραιότητα σπιτάκια, αραιοκατοικημένα, σαν παλατάκια, με τις περιφράξεις τους με τις εξώπορτες τους, γεμάτα λουλούδια και ομορφιά και φως, αλλά ήταν εντελώς άδεια, δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος μέσα. Λέω τότε στον Γέροντα που με συνόδευε.
Γέροντα, τι ησυχία και τι ομορφιά είναι αυτή;
Ας είχα και εγώ ένα τέτοιο σπιτάκι να κάθομαι στην ησυχία, να κάνω την προσευχή μου, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος της ησυχίας. Τότε σήκωσε ο Γέροντας το χέρι του και μου έδειξε το σπιτάκι του που ήταν για μένα. Αμέσως όμως βρέθηκα στο κελί μου και είπα. Γιατί ξαναγύρισα σ` αυτό το κόσμο; Αχ να μην ξαναγύριζα, αλλά να έμενα για πάντα εκεί!

Άγιος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ: ΦΟΒΟΥΜΑΣΤΕ, ΤΡΕΜΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ!

Γερόντισσα Γαλακτία: «Φοβούμαστε, τρέμουμε την αιώνια ζωή γιατί δεν γνωρίζουμε πώς είναι. ...Όσοι την γνώρισαν, έχουν ακατανίκητη ορμή στην ψυχή να πάνε εκεί... Πλένε οι δίκαιοι μέσα στο άπλετον φως της Αγίας Τριάδας!
Δεν αλλάζουν σε τίποτα, διατηρούν απόλυτα το χαρακτήρα τους, θυμούνται τα πάντα από εδώ και ενδιαφέρονται για εμάς... Εκεί έχουν άλλες γνώσεις. Ξέρουν άπειρα πράγματα αλλά πάνσοφος είναι μόνο ο θεός...
Για να πάμε εκεί πρέπει να σταυρωθούμε εδώ... Για να νεκρώσουμε την αμαρτία... 

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

ΠΑΠΑ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ: "ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙΑ ΣΩΖΕΤΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ..!".

 -Αφού παιδί μου ενδιαφέρεσαι, να σου πω και κάτι για το κομποσχοίνι πιο φοβερό, γύρω από την ζωή του Γέροντά μου (Ιωσήφ). Ο Γέροντάς μου, είχε στον κόσμο μια ξαδέλφη.

Αν και η ζωή της δεν ήταν τόσο καλή, ο Γέροντας όμως την αγαπούσε πολύ. Κάποτε τον ειδοποίησαν ότι η ξαδέλφη του πέθανε και μάλιστα όχι καλά.

Έκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς∙ μιλούσε άσχημα κ.λπ. και σ’ αυτά τα χάλια πάνω ξεψύχησε. Μόλις το μαθαίνει ο Γέροντας, άρχισε τα κλάματα.

Εγώ παραξενεύτηκα· τόση ευαισθησία· να κλαίει τόσον πολύ. Όμως κατάλαβε ο ίδιος τον λογισμό μου και με προλαβαίνει:

–«Εγώ δεν κλαίω παιδί μου που πέθανε αλλά κλαίω γιατί κολάστηκε».

Ωστόσο απ’ εκείνην την ημέρα ο Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία και προσευχή για την ξαδέλφη του. Ύστερα από αρκετές ημέρες, βλέπω τον Γέροντα πολύ χαρούμενο.

-«Τι συμβαίνει Γέροντα;» .

-«Να σου πω παιδί μου. Αφού όλες τις μέρες δεν ησύχασα να προσεύχομαι και να αγρυπνώ με νηστεία και δάκρυα για την ξαδερφούλα μου, σήμερα είδα το εξής ευχάριστο και θαυμαστό όραμα.

Ενώ προσευχόμουν βλέπω ζωντανά την ξαδερφούλα μπροστά μου και μου φωνάζει με πολλή αγαλλίαση:

-«Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας μου. Σήμερα γλύτωσα από την κόλαση. Σήμερα πηγαίνω στον Παράδεισο».

Ξαφνικά την ίδια στιγμή βλέπω τον μακαρίτη τον παπά–Γιώργη μπροστά μου.

Αυτός είναι ένας σύγχρονος άγιος. Όταν ήμουν στον κόσμο τον πρόλαβα.

Έβαλε στο μυαλό του, ει δυνατόν, να βγάλει όλους τους αμαρτωλούς από την κόλαση.

Κάθε μέρα λειτουργούσε και μνημόνευε χιλιάδες ονόματα. Κατόπιν γυρνούσε τα μνήματα και όλη μέρα διάβαζε τρισάγια και μνημόσυνα στους πεθαμένους.

Αφού λοιπόν εν οράματι τον είδα μπροστά μου, τον ακούω και με μεγάλο θαυμασμό μού λέγει:

-«Βρε-βρε ….εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι οι πεθαμένοι σώζονται μόνο με λειτουργίες και μνημόσυνα. Τώρα όμως είδα και κατάλαβα ότι και με τα κομποσχοίνια σώζονται οι κολασμένοι».

Και ξανά με θαυμασμό:

«Και με τα κομποσκοίνια σώζεται ο κόσμος ….!».

Μ’ αυτό το όραμα πληροφορήθηκα ότι η ξαδερφούλα μου σώθηκε, αλλά μου δείξε ο Θεός και την δύναμιν του κομποσκοινιού ώστε και από την κόλαση να βγάζει ψυχή».

Λέγοντας στον αδελφό συγκινημένος ο Γέροντας αυτά, του έδωσε την ευλογία του και του ευχήθηκε:

-«Άντε στην ευχή μου και κοίταξε να βιαστής όσο μπορείς στην υπακοή και στην ευχή, αν θέλεις και τον εαυτό σου και τους άλλους να βοηθήσεις».

Βιβλίο: Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης. Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 157-158)