ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: Η ΑΝΑΓΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΜΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ!

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός:
Η ανάγκη Θεολογικών Σχολών με εκκλησιαστικόν χαρακτήρα 

180 χρόνια (1837-2017) από την ίδρυσιν του Παν/μίου Αθηνών
Του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτ. Καθηγητού Παν. Αθηνών

Οι Βαυαροί ανέλαβαν στην Ελλάδα συγκεκριμένη αποστολή, χωρίς να πρέπει να ζητούμε σ αὐτήν πάντοτε κακόβουλες η συνωμοτικές διαθέσεις. Επιδιώκοντας να δημιουργήσουν στην ελεύθερη Ελλάδα ένα σύγχρονο Κράτος, θέλησαν να κατασκευάσουν τα κατάλληλα νομικά, κοινωνικά, πνευματικά και πολιτικά πλαίσια, ώστε το νέο Κράτος να γίνει ευρωπαϊκό[2]. Και όχι μόνο αυτό, αλλά παράλληλα το Κράτος αυτό να μπορέσει να παίξει το ρόλο του πολιτιστικού καταλύτη σ’ όλη την Εγγύς Ανατολή. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η αποστολή του αθηναϊκού Πανεπιστημίου[3]. Ήδη ο Maurer στα 1835 είχε υποστηρίξει «την υψηλή σκοπιμότητα μιας ανώτατης Σχολής επιστημών στον ελλαδικό χώρο, η οποία θα μεταβιβάσει στην Ανατολή τα φώτα, όσα θα παίρνει από τη Δύση»[4]. Βέβαια, στη συνείδηση των Βαυαρών ως Δύση «κατ ἐξοχήν» δεν μπορούσε να νοείται κάτι άλλο από τη Γερμανία. Έτσι, το όλο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αποτέλεσε πιστοτάτη μίμηση γερμανικών και γερμανογενών προτύπων[5]. 

Συνεργοί των Βαυαρών σ’ αυτήν την προσπάθεια βρέθηκαν οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ιδέας, σπουδασμένοι στη Δύση και δυτικίζοντες, μία μειοψηφία φυσικά μέσα στο πληθυσμικό σύνολο –ο Λαός στην πλατειά διαστρωμάτωσή του έβλεπε πάντα με δυσπιστία τη «Φραγκιά»-, αλλά που είχαν την πολιτική δύναμη να επιβάλουν τη βούλησή τους.

Αυτός ο στόχος συνδέθηκε άμεσα στην πράξη με την κατάρτιση των καθηγητών του Ιδρύματος. Ο Maurer  ομολογεί απροκάλυπτα, ότι μέσα στο πρόγραμμα των Κυβερνώντων ήταν εξ αρχής και η αποστολή νέων, κατά προτίμηση τέκνων Αγωνιστών, για να σπουδάσουν στο Μόναχο, ώστε ν’ αναλάβουν την πνευματική ηγεσία της Χώρας [6].

Η Αντιβασιλεία, πάντως, εδραίωσε τον συγκεντρωτικό κρατικό έλεγχο στα εκπαιδευτικά πράγματα. Η παιδεία (και η θρησκευτική) εντάχθηκε στα πλαίσια της κρατικής σκοποθεσίας και μεταβλήθηκε σε υπηρετική των επιδιώξεων της κρατικής ιδεολογίας[7], αφού πρώτα αποεκκλησιοποιήθηκε, για να καταστεί έτσι δυνατή η κρατικοποίηση και εκκοσμίκευσή της. Και αυτοί οι Κληρικοί, που θα χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση, θα είναι απλοί κρατικοί υπάλληλοι, που θα καλούνται να διακονούν όχι την Εκκλησία, ως λαό του Θεού, αλλά το Κράτος και την ιδεολογία του[8].

Οι προϋποθέσεις αυτές ίσχυσαν και στη δόμηση του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου και, φυσικά, και στη συγκρότηση της Θεολογικής Σχολής, που από την αρχή συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στις Σχολές του, ως πρώτη μάλιστα στην απαρίθμησή τους[9]. Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών οργανώθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των Γερμανικών Πανεπιστημίων, εφαρμόζοντας πιστά τα γερμανικά προγράμματα[10]. Οι θεολογικές σπουδές διαιρέθηκαν στους τέσσερις γνωστούς στη Γερμανία τομείς: ερμηνευτικό, ιστορικό, συστηματικό και πρακτικό με όλη την σχολαστική διάρθρωσή τους. Βέβαια δεν υπάρχουν από την αρχή έδρες (οι καθηγηταί είναι αόριστα «της Θεολογίας»)[11], αλλά είναι ευδιάκριτη η αντιστοιχία.

Η επιλογή των πρώτων καθηγητών έγινε και αυτή με πολιτειακά κριτήρια. Αναζητήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτα στους ευρωπαΐζοντες, γιατί ανάμεσά τους υπήρχαν και κληρικοί – θεολόγοι, πρόθυμοι να συμπράξουν στον εξευρωπαϊσμό του νέου Κράτους. Συγκλονιστική επιβεβαίωση της διακριβώσεως αυτής είναι ο πεισματικός αποκλεισμός από το Πανεπιστήμιο του Κων. Οικονόμου. Δεύτερο στους γερμανοσπουδασμένους. Η μεγάλη  ανάπτυξη μάλιστα των θεολογικών σπουδών στη Γερμανία και η πρωτοπορία των γερμανικών Πανεπιστημίων σ αὐτό το χώρο θα επιβάλουν τη νοοτροπία, ότι δεν μπορεί να γίνει κανείς καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, αν δεν έχει κάμει σπουδές και στη Γερμανία. Επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού για τον 19ο αιώνα είναι περιπτώσεις Καθηγητών, που είχαν σπουδάσει σε κάποιο άλλο «εξωτερικό» (λ.χ. Ρωσία), αλλά θεωρήθηκε απαραίτητο να περάσουν και από τη Γερμανία[12].

Οι πρώτοι θεολόγοι καθηγητές ήταν τρεις, δύο τακτικοί και ένας έκτακτος. Οι τακτικοί ήσαν: 1) Ο Αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδης (1789 – 1862)[13], συνδεόμενος στενά με τον Βασιλέα ως διδάσκαλός του στα Ελληνικά. Ιερατεύοντας πολλά χρόνια στην Ευρώπη (Τεργέστη), έκαμε συστηματικές σπουδές στο Μόναχο, « ίνα εγκύψη βαθύτερον εις συστηματικήν σπουδήν των θεολογικών επιστημών» [14]. Έμεινε πάντα πιστός στον Όθωνα  και την πολιτειοκρατία και είναι γνωστή η ανάμειξή του στη «λύση» του ελλαδικού εκκλησιαστικού προβλήματος στα 1850, ως και οι εναντίον του επιθέσεις[15]. 2) Ο Αρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784–1860)[16], συναρχιτέκτονας με τον Maurer της πραξικοπηματικής ελλαδικής αυτοκεφαλίας και όλων των κατοπινών εξελίξεων, σπούδασε ως υπότροφος του Λόρδου Γκίλφορδ ήδη από το 1819 στο Göttingen[17]. Παρόλο που μία χρόνια φαρυγγίτιδα δεν του έδινε τη δυνατότητα να διδάξει, εκλέχθηκε καθηγητής παραμένοντας και Α  Γραμματέας της Συνόδου. Δίδαξε μεν ελάχιστα[18], αλλά με το κύρος και του πανεπιστημιακού Καθηγητή υπήρξε ο επισημότερος φορέας προτεσταντικών ιδεών, τις οποίες υποστήριζε με συνέπεια στα συγγράμματά του και στην όλη δράση του στα εκκλησιαστικά πράγματα. 3) Ο Κων. Κοντογόνης (1812–1878)[19], προστατευόμενος του Μ. Αποστολίδη, σπούδασε από το 1830 στο Μόναχο και τη Λειψία, προτεσταντική θεολογία. Όταν διορίσθηκε, ήταν έκτακτος καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή και εντεταλμένος με παραδόσεις στη Θεολογική.

Είναι γεγονός, ότι πολύ ελλιπέστερα από τις άλλες Σχολές λειτούργησε στις πρώτες δεκαετίες η Θεολογική Σχολή. Μέχρι το 1864 δίδασκαν σ  αὐτήν ένας η δύο καθηγητές. Από το 1852 μέχρι το 1864 υπήρχε ένας μόνο καθηγητής, ο Κ. Κοντογόνης, που δίδασκε σχεδόν όλα τα θεολογικά μαθήματα. Η επιρροή των θεολόγων καθηγητών, μικρότερη μέσα στο Πανεπιστήμιο και μεγαλύτερη στην εξωπανεπιστημιακή τους δράση (ομιλίες, περιοδικά κλπ.)[20], θα αυξηθεί, όταν η Σχολή θα οργανωθεί καλύτερα στη δεκαετία του 1870. Στο μεταξύ δίδαξαν σ  αὐτήν μερικά ακόμη πρόσωπα επιλεγμένα με ανάλογα κριτήρια: 4) Ο Δαμιανός Λιβιερόπουλος, σπουδασμένος στη Γερμανία, δίδαξε ως έκτακτος (1852-56)[21]· 5) Ο Διονύσιος Κλεόπας[22] με σπουδές στο Βερολίνο και τη Λειψία, δίδαξε ως τακτικός μόνο ένα έτος (1856/57)· 6) Ο Παναγ. Ρομπότης[23], με σπουδές πρώτα στην Πετρούπολη και έπειτα στη Γερμανία, έμεινε έκτακτος για μια δεκαετία (1858-1868) και μετά δίδαξε ως τακτικός (1868-1875)· 7) Ο Αλέξ. Λυκούργος[24], με σπουδές στη Λειψία, τη Χάλλη και το Βερολίνο, δίδαξε μόνο στα έτη 1864—1866, γιατί μετά εκλέχθηκε μητροπολίτης. Με τους διορισμούς του Θεοκλήτου Βίμπου (τακτ. 1867)[25], του Νικ. Δαμαλά (εκτ. 1868, τακτ. 1872)[26] και του Αναστ. Διομήδους Κυριακού (τακτ. 1872)[27] πέρασε η Θεολογική Σχολή σε μια περισσότερο οργανωμένη φάση της. Αυτή όμως η πορεία εξηγεί το περίεργο γεγονός, ότι το πρώτο πτυχίο της δόθηκε το 1857, ακριβώς δηλαδή 20 χρόνια μετά την ίδρυσή της (πρώτος πτυχιούχος ο «εκ Κιεβίας ορμώμενος Πέτρος Νιντσίσκη)[28]. Οργάνωση γερμανική και καθηγητές με σπουδές στη Γερμανία είναι το χαρακτηριστικό της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, στην αρχική φάση της λειτουργίας της.

Οι γερμανικές όμως και γενικότερα ευρωπαϊκές επιδράσεις στο χώρο της Θεολογίας δεν περιορίσθηκαν στα οργανωτικά. Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει, είναι οι ιδεολογικές επιρροές, η εξάρτηση της ελλαδικής θεολογίας από τη γερμανική. Και το πρόβλημα αυτό έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα πολλές συζητήσεις. Πρέπει δε να λεχθεί εδώ, ότι ο χώρος της θεολογίας στην «καθ  ἡμᾶς Ανατολήν» είναι εκείνος, στον οποίο η διαφοροποίηση της ελληνορθοδόξου παραδόσεως από τη δυτική φαίνεται πολύ εντονότερα από κάθε άλλη επιστήμη[29]. Η γερμανική θεολογία του 19ου αιώνα, αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας, που πέρασε από τον σχολαστικισμό και τη «φιλελεύθερη» ορθολογιστική θεολογία του Διαφωτισμού στην κριτική θεολογία του Schleiermacher (+1834), του καντιανού ηθικισμού και ευσεβισμού, ως αυτόνομη διανοητική λειτουργία, διαφοροποιείται ριζικά από τη θεολογική παράδοση της ελληνορθόδοξης Ανατολής, η οποία ακολουθώντας μιαν εντελώς διαφορετική ιστορική πορεία, δεν θεώρησε ποτέ τη Θεολογία ως απλή σχολική-επιστημονική υπόθεση, αλλά αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την άσκηση και τη νήψη (κάθαρση) της καρδίας και μέθοδο σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως της ανθρωπίνης υπάρξεως και δοξασμού της[30].

Ενώ, λοιπόν, στους άλλους χώρους της επιστήμης η γερμανική επίδραση μπορούσε να αποβεί όχι μόνο θετική, αλλά αυτόχρημα ευεργετική, στην περιοχή της Θεολογίας και η ελάχιστη επίδραση ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε αλλοίωση της ορθοδοξοπατερικής παραδόσεως. Και είναι, βέβαια, γεγονός, ότι στο μέρος εκείνο, που η Θεολογία μπορεί να θεωρηθεί – και ορθόδοξα – ως επιστημονική έρευνα των μαρτυριών (ιχνών) της πορείας και παρουσίας της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία , η γερμανική επίδραση ήταν – και είναι – θετική και πολύτιμη. Το γερμανικό κριτικό πνευ­μα, με την εφαρμογή της ιστορικοκριτικής και γενετικής μεθόδου, όπως φαίνεται ιδιαίτερα στο χώρο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας[31], προσέφερε σημαντική βοήθεια στην πρόοδο των ελληνικών θεολογικών σπουδών. Και το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους άλλους χώρους της θεολογικής επιστήμης.

Αυτό όμως, που τον 19ο αιώνα εθεωρείτο αυτονόητο στην γερμανική πραγματικότητα, ο χωρισμός δηλαδή της θεολογίας από τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος και η θεώρησή της ως αυτοτελούς «επιστήμης», παράλληλα με τις υπόλοιπες «πνευματικές» επιστήμες, για την ελληνορθόδοξη παράδοση ήταν – και είναι – κάτι αδιανόητο. Πρόκειται για το πολυσυζητημένο φαινόμενο του «θεολογικού ακαδημαϊσμού» η «επιστημονισμού», που αποτέλεσε μόνιμο πρόβλημα της ελλαδικής θεολογικής επιστημονικής οικογένειας για δεκαετίες[32].

Το αποτέλεσμα ήταν – μιλούμε πάντα για τον 19ο αιώνα – η ανάπτυξη μιας «επιστημονικής» ακαδημαϊκής Θεολογίας, όπως φαίνεται πιο ευδιάκριτα στο χώρο της Δογματικής και της Πατρολογίας, όπου συχνά διαπιστωνόταν ουσιαστική διαφοροποίηση από την θεολογία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, όπως προσφέρεται ως καθημερινό «άκουσμα και λάλημα» του εκκλησιαστικού πληρώματος, με τα πατερικά κείμενα, στην ορθόδοξη λατρεία.

Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την πραγματικότητα, ότι οι ξένες επιδράσεις υπήρξαν μόνιμο πρόβλημα της ορθοδόξου θεολογικής παραδόσεως επί πολλούς αιώνες. Η μεταφορά αυτούσιου του δυτικού θεολογικού προβληματισμού από τους σπουδάζοντες κατά καιρούς στη Δύση και η δι  αὐτοῦ του τρόπου «νόθευση της ορθοδόξου παραδόσεως» υπήρξε συνεχής πράξη[33]. Ενώ όμως παλαιότερα η διαδικασία αυτή περιοριζόταν σε μεμονωμένα πρόσωπα και στο χώρο της στενά νοουμένης διανοήσεως, τώρα αποκτά καθολικότερο και μονιμότερο χαρακτήρα. Καταξιώνεται επίσημα και επιβάλλεται άνωθεν, με την ανάδειξη επιστημόνων Θεολόγων και Κληρικών, που θα αναπτύξουν δραστηριότητα στο εκκλησιαστικό σώμα, με ουσιαστικότερο εφόδιο, πολιτειακά αναγνωρισμένο, όχι τη σχέση τους με την εκκλησιαστική παράδοση της πατερικής θεολογήσεως, που σώζεται στις παραμόνιμες Θεολογικές Σχολές της Ορθοδοξίας, τα μοναστήρια, αλλά τα τεκμήρια των πανεπιστημιακών θεολογικών σπουδών τους[34]. Η διάλυση μάλιστα των περισσοτέρων μοναστηριών και η αρνητική στάση απέναντί τους, ως και η στρατευμένη δυσφήμιση του μοναχικού βίου από τους ευρωπαϊστές[35], δεν ήταν δυνατόν παρά να συμβάλει στην ανάπτυξη αποστροφής προς τη φιλοσοφία της «μοναστικής πολιτείας» και τα μοναστήρια, κυρίως στα αστικά στρώματα, βοηθώντας στην εξάπλωση του ευσεβιστικού πνεύματος και τον εκδυτικισμό της ελλαδικής πραγματικότητας[36]. Κρατική Θεολογική Σχολή, γερμανικά προσανατολισμένη, και Κρατική Εκκλησία στα δεσμά της βαυαρικής πολιτειοκρατίας, αποτελούσαν ισχυρές προκλήσεις για την ελληνική συνείδηση, όταν μάλιστα ήταν γνωστό, ότι η Θεολογική Σχολή και ολόκληρο το Οθώνειο Πανεπιστήμιο στήριζαν οικονομικά τη λειτουργία τους στη δημευθείσα περιουσία των  διαλυμένων Μοναστηρίων[37].

Έτσι κατανοείται η αντίδραση, που αντιμετώπισε η Θεολογική Σχολή από το μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που αντιστρατευόταν σύνολη τη δράση της Βαυαροκρατίας. Όπως η Θεολογική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας θεωρήθηκε όργανο της Βρεττανικής Προστασίας και των Προτεσταντών[38], έτσι και η Θεολογική Σχολή των Αθηνών αντιμετωπίσθηκε από την αρχή με αρκετή δόση υποψίας και δυσπιστίας. Κυρίως λόγω της αναμείξεως των πρώτων Καθηγητών της στα τεκταινόμενα εις βάρος της παραδόσεως και της Εκκλησίας. Ο Λαός, στο ευρύτερο φάσμα του, έδειξε έμπρακτη αποστροφή στην ίδρυση της Θεολογικής Σχολής και την παρουσία της στη ζωή του.

Δεν είναι, έτσι περίεργο, ότι από τους 52 πρώτους φοιτητές του Πανεπιστημίου μόνο 8 γράφτηκαν στη Θεολογία. Εκπληκτικό είναι, ότι 7 έμειναν οι φοιτητές και στα 1852, ενώ το 1838/9 ήσαν 2, το 1839/40 ένας και το 1844/5 κανένας[39]. Ιδιαίτερα οι Κληρικοί έδειχναν για τη Σχολή τελεία αδιαφορία[40]. Αναζητήθηκαν βέβαια, οι λόγοι της αδιαφορίας (αποστροφής, καλύτερα), αλλά – πιστεύουμε – με αρκετή μονομέρεια και όχι πάντα στη σωστή κατεύθυνση[41].

Ο γερμανικός χαρακτήρας της Σχολής και οι προτεσταντίζουσες τάσεις  των πρώτων καθηγητών της δημιουργούσαν κατά κανόνα την επιφυλακτικότητα[42]. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις παρατηρούμενες τότε αντιδράσεις. Άλλωστε, και μόνη η συσχέτιση με τη Σχολή του Θεοκλήτου Φαρμακίδη ήταν αρκετή, για να αντιμετωπίζεται με καχυποψία τόσο η Σχολή, όσο και το έργο της.

Οι ξένες εξαρτήσεις, έπειτα, δεν είναι απλή υποψία. Τις φανερώνουν τα συγγράμματα των πρώτων καθηγητών, τα οποία δέχονταν γι  αὐτό πολλές επικρίσεις[43]. Και είναι, βέβαια, γεγονός, ότι η προσκόλληση σε δυτικά πρότυπα κυρίως γερμανικά, έφθανε συχνά στην αυτούσια παράθεση θέσεων, αλλά και την αποδοχή ολόκληρων έργων με τη μετάφρασή τους.

Και δεν πρέπει, βέβαια να αποδώσει κανείς αυτή την προσκόλληση σε έλλειψη ικανοτήτων, αλλά κυρίως – κατά την προσωπική μας εκτίμηση –  σε ένα πνεύμα επαρχιωτισμού, που οδηγούσε στη δουλική στάση απέναντι στη γερμανική επιστήμη και στην πεποίθηση, ότι μόνο έτσι ένα ελληνικό επιστημονικό σύγγραμμα θα μπορούσε να αποτιμηθεί θετικά από τους «προηγμένους» ξένους. Είναι μόνιμο δράμα του Νεώτερου Ελληνισμού, άλλωστε η αναζήτηση δυτικής καταξιώσεως. Η κριτική όμως για τα έργα των πρώτων καθηγητών, που άσκησαν ο Κ. Οικονόμος και ο κύκλος του, δημιούργησε «προηγούμενο». Γι’ αυτό συνεχίσθηκε για τη συγγραφική παραγωγή και των μεταγενεστέρων Καθηγητών από τον Απ. Μακράκη[44], τον π. Γ. Φλωρόφσκυ[45], μέχρι τον π. Κάλλιστο Ware[46], τον Χρ. Γιανναρά[47], τον Μ. Φαράντο[48], κ.α. Λόγω μάλιστα της ηγεμονίας των γερμανών θεολόγων στο χώρο της θεολογικής επιστήμης, ο λόγος για δυτική επίδραση σημαίνει σχεδόν πάντα «γερμανική».

Έμπρακτη αντίδραση στο δυτικό χαρακτήρα της Θεολογικής Σχολής υπήρξε η λειτουργία στην αθηναϊκή κοινωνία ενός είδους αντι-Σχολής (η αντι-Πανεπιστημίου) στο σπίτι του Κ. Οικονόμου[49]. Ο Αλ. Λυκούργος, κατοπινός καθηγητής, αλλά για λίγο χρόνο, ήταν ένας από τους «συνόντες» στο οικονόμειο αυτό περιβάλλον. Παράλληλα αναπτυσσόταν η προσπάθεια του Κ. Οικονόμου για ίδρυση Θεολογικής Ακαδημίας, ενώ λειτουργού­σε ήδη η Κρατική Θεολογική Σχολή. Βέβαια, ο λόγος για Εκκλησιαστική Ακαδημία ήταν παλαιότερος, ένα τέτοιο δε στόχο είχαν και τα σχέδια του Ι. Καποδίστρια. Το 1827/8  ο Οικονόμος είχε συντάξει σχέδιο οργανισμού της Ακαδημίας χάριν του Καποδίστρια. Και μόνο η μελέτη του σχεδίου αυτού τεκμηριώνει εκκλησιαστικά την αντίδραση κατά της Κρατικής Θεολογικής Σχολής[50].

Σημαντικό είναι, ότι στις 11.6.1838[51] σε γράμμα του στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ  ἐπανέρχεται ο Κ. Οικονόμος στο αίτημα ιδρύσεως Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας και μάλιστα στο Άγιον Όρος. «Πολλά δε κατά τον Άθω τα συνεργούντα προς την εκπαίδευσιν, ου μόνον η ησυχία και η περί τον βίον εγκράτεια και ευταξία και η περί την υποταγήν άσκησις…αλλά και ο θησαυρός των Βιβλιοθηκών και προ πάντων η ενδελέχεια των προσευχών, προσοικειούσα Θεώ…». Πέρα από οποιαδήποτε ευνόητη αντίδραση του Οικονόμου για τη μη καθηγητοποίησή του[52], ούτε καν στη Φιλοσοφική Σχολή, όπως υποδείκνυε και αυτή η αντίπαλός του «Αθηνά»[53], είναι εμφανής στα λόγια αυτά η παραδοσιακότητα και πατερικότητα του σχεδίου του, που πιστοποιεί συνάμα και τη συνείδηση για την ανάγκη εκκλησιαστικότητας της θεολογίας ακόμη και ως σχολικής λειτουργίας, δηλ. συναρτήσεώς της με την Εκκλησία και τη ζωή της, κάτι που θα συνειδητοποιηθεί στα νεώτερα χρόνια.

Το πρακτικά αδύνατο για ίδρυση μιας Θεολογικής Σχολής στο άγιον Όρος αυτή την εποχή θα οδηγήσει τον Οικονόμο σε νέα σκέψη για εγκατάστασή της στο Μ. Σπήλαιο, συνδεόμενο πνευματικά με το Άγιον Όρος. Αυτό δείχνουν γράμματά του στα 1842 και 1843[54]. Ομολογούσε εντούτοις ότι αυτή η λύση ήταν «ασύμφορος προς γε το παρόν». Το κλίμα δεν ήταν ακόμη κατάλληλο (βρισκόμαστε ακόμη στη Βαυαροκρατία) και η έλλειψη «αξίων διδασκάλων» ήταν «πολλή και μεγάλη[55]». Ίσως γι’ αυτό βρήκε διέξοδο στην δημιουργία του θεολογικού κύκλου στο σπίτι του. Κατά τη γνώμη μας και αυτή η ίδρυση της Ριζαρείου Σχολής (1844) δεν ήταν παρά αναγκαία λύση του αιτήματος για Εκκλησιαστική Ακαδημία, όπως άλλωστε ήταν και η αρχική βούληση των Ριζαρών ιδρυτών της κατά την υπόδειξη του Οικονόμου[56]. Η Ριζάρειος, Σχολή  καθαρά της Εκκλησίας, παρόλες τις ατέλειες και ελλείψεις, ήταν το αντίβαρο της Θεολογικής Σχολής, με πολύ μεγαλύτερη από αυτήν ακτινοβολία.

Αυτό το μειονέκτημα της Θεολογικής Σχολής, στην αρχή της πορείας της, την αδυναμία της να πείσει γενικότερα για την «ελληνικότητα», δηλαδή την παραδοσιακότητά της, εκφράζει ένα γράμμα του καθηγητή στο Μεσολόγγι Δημητρ. Παλαμά, θείου του Ποιητή, από 15 Αυγούστου 1862. Απευθύνεται στο νέο Μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλο (1862-1873), διάδοχο του αποθανόντος Μισαήλ (Αποστολίδη), του πρώτου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής: «Ο Θεός ημών ο μέγας και ποιών θαυμάσια μόνος, αφήρπασε βιαίως- σημειώνει ο Δ. Παλαμάς- κατά τας ημέρας ταύτας τους οίακας της εαυτού Εκκλησίας από τας χείρας γερμανοπαιδευθέντων, ξενοφρονούντων, νεωτεριζόντων και σεμνυνομένων επί τη υπ  αὐτῶν καλουμένη συστηματική παιδεία…[57]». Στο πρόσωπο του Μισαήλ Αποστολίδη η Θεολογική Σχολή Αθηνών, 25 χρόνια μετά την ίδρυσή της, κρίνεται από μη θεολόγο, αλλά ευπαίδευτο Ρωμηό, ως καταγώγιο επιρροών αντιπαραδοσιακών και αντιεθνικών. Είναι μια επιβεβαίωση του γεγονότος, ότι η συνείδηση για το γερμανικό πνεύμα της Σχολής δεν περιοριζόταν σε πλαίσια ακαδημαϊκά, αλλά τροφοδοτούσε μιαν ευρύτερη νοοτροπία. Θα περάσουν πολλά ακόμη χρόνια, για να αποκτήσει η Σχολή, και μαζί της η ακαδημαϊκή μας Θεολογία, το κύρος της στην Ελληνική κοινωνία. 

Σημειώσεις:

[1] Για τα 180 χρόνια από την ίδρυση του Παν/μίου Αθηνών δημοσιεύεται σε ανανεωμένη μορφή η παλαιότερη μελέτη μας: Το πρόβλημα των σχέσεων Ελληνικής και Γερμανικής θεολογίας στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολ. Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, αρ. ΚΗ (1989) σ. 481-494. Το ίδιο γερμανικά στο περιοδικό Orthodoxes Forum (Μόναχο 1989) σ. 83-91. [2] Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ιδεολογικοί προσ­ανατολισμοί και δομικές διαφοροποιήσεις στην Νεοελληνική Κοινωνία, στον τόμο (του Ιδίου): Παράδοση και Αλλοτρίωση, Αθήνα 1986, σ. 191 ε. ε. (208 ε.). [3] Κ. Θ. Δημαρά, Ελληνικός Ρωμαντισμός, εκδ. ΕΡΜΗΣ (Νεοελληνικά Μελετήματα, 7) Αθήνα 1982, σ. 349. [4] Στο ίδιο. [5] Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση, οπ. παρ., σ. 283. [6] G. L. Von Maurer, Ο Ελληνικός Λαός (μετάφρ. Όλγας Ρομπάκη), Αθήνα 1976, σ. 530. [7] Γ. Δ. Μεταλληνού, οπ. παρ., σ. 284 ε. [8] Στο ίδιο. Παρατηρεί και ο Κ. Θ. Δημαράς (οπ. παρ., σ. 349), ότι για την οργάνωση του Κράτους (από τους Βαυαρούς) «χρειάζονταν ιατροί, χρειάζονταν διδάσκαλοι, που κι αυτοί θα ενταχθούν σε ένα νέο, κρατικό πια, σχήμα, χρειάζονταν κληρικοί μορφωμένοι, κατά τα δυτικά, πάντοτε πρότυπα». [9] Με το πρώτο περί Πανεπιστημίου Διάταγμα (Δεκέμβριος 1836) πρώτη στη σειρά ήταν η «Σχολή των Γενικών Επιστημών» και δεύτερη η της Θεολογίας. Με το νέο Διάταγμα του Απριλίου 1837 η Σχολή της Θεολογίας τάχθηκε πρώτη και τέταρτη (τελευταία) η «Σχολή της Φιλοσοφίας και της άλλης Εγκυκλίου Παιδείας» [Μ. Στασινοπούλου, Η οργάνωσις του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την ίδρυσίν του και οι πρώτοι καθηγηταί του, στο περιοδ. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, τ. ΙΓ (1971) σ. 53]. [10] Βλ. Δημητρ. Μωραΐτου, άρθρο «Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημ. Αθηνών» στη Θ.Η.Ε. τ. 6 (1965), στ. 269. Πρβλ. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τ. Α , Εν Αθήναις 1920, σ. 326 ε.ε. [11] Μέχρι το 1882 οι καθηγητές Πανεπιστημίου δεν εκλέγονταν από τη Σχολή, αλλά τους διόριζε το Υπουργείο Παιδείας (βλ. Δημ. Σ. Μπαλάνου. Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιστορική επισκόπησις 1837-1930, στα: «Αινέσιμα»-Τιμ. Τόμος Χρυσ. Παπαδοπούλου, Εν Αθήναις 1931, σ. 159. Η διάκριση των ειδικοτήτων γινόταν μέσα στην Σχολή. [12] Π. χ. ο Παναγ. Ρομπότης (βλ. παρακάτω). [13] Ανδρ. Ι. Φυτράκη, Μισαήλ Αποστολίδης, στην Επιστ. Επετηρ. της Θεολογ. Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, τομ. ΙΕ (1965) σ. 767-805. Πρβλ. άρθρο στη Θ.Η.Ε., τ. 8 (1966) στ 1165/66 (Ι. Χ. Κωνσταντινίδης). [14] Θ.Η.Ε. τ. 8 (1966) στ. 1165. [15] Βλ. στου Γ. Δ. Μεταλληνού, Ελλαδικού Αυτοκεφάλου Παραλειπόμενα, Αθήνα 19892, σ. 159 ε.ε. [16] Βλ. το άρθρο του Ν. Ε. Τζιράκη στη Θ.Η.Ε., τ. 11 (1967) στ. 999-1004 (όπου και βιβλιογραφία). [17] Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ο κόμης Φρειδερίκος – Δημήτριος Γκίλφορδ και η ιδεολογική θεμελίωση των θεολογικών σπουδών της Ιονίου Ακαδημίας, Αθήναι 1986 (ανάτυπο από την ΕΕΘΣΠΑ, τ. ΚΖ, 1986), σ.10 ε., 27 ε. [18] Δ. Μπαλάνου, οπ. παρ., σ. 144 ε. [19] Θ.Η.Ε. τ. 7 (1965) στ. 798/9 (Γ. Μαντζαρίδης). [20] Δ. Σ. Μπαλάνου, οπ. παρ., σ. 171 ε.ε. Ο Κ. Κοντογόνης διηύθυνε το επιστημονικό περιοδικό «Ευαγγελικός Κήρυξ» από το 1857 μέχρι το 1871. Ο Αλ. Λυκούργος εξέδιδε το περιοδικό «Ιερομνήμων» (1859-62). Ο Αναστ. Διομ. Κυριακός τα περιοδικά «Ορθόδοξος Επιθεώρησις» (1869 ε.) και «Θρησκευτική Φωνή» (1880-82). [21] Θ.Η.Ε., τ. 8 (1966) στ. 301/2 (Ι. Χ. Κωνσταντινίδης). [22] Θ.Η.Ε., τ. 7 (1965) στ. 617/19 (Ι. Χ. Κωνσταντινίδης). [23] Θ.Η.Ε., τ. 10 (1967) στ. 830/31 (Ι. Χ. Κωνσταντινίδης). [24] Θ.Η.Ε., τ. 2 (1963) στ. 112/13 (Ι. Χ. Κωνσταντινίδης). [25] Θ.Η.Ε., τ. 6 (1965) στ. 238/9 (Ι. Χ. Κωνσταντινίδης). [26] Θ.Η.Ε., τ. 4 (1964) στ. 901/903 (Μ. Σιώτης). [27] Θ.Η.Ε., τ. 7 (1965) στ. 1153/55 (Ιω. Αναστασίου). [28] Δ. Σ. Μπαλάνου, οπ. παρ., σ. 175. [29] Σε μικρότερο βαθμό πρέπει να συμβαίνει αυτό και στο χώρο του Δικαίου. [30] Για το πρόβλημα βλ. Θεόφιλος Κορυδαλλεύς-Ευγένιος Αιτωλός, παραδόσεις αλληλοσυμπληρούμενες η αλληλοαποκλειόμενες; Στου Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση, οπ. παρ., σ. 26 ε.ε. Πρβλ. Κ. Ε. Παπαπέτρου, Είναι η Θεολογία Επιστήμη; Αθήναι χ. χρ. [31] Βλ. Βασιλ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 19592, σ. 672 ε.ε. [32] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση. Η Θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, Αθήνα 1972, σ. 56 ε.ε. (Πρβλ. του Ιδίου, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σ. 303 επ.). [33] Γ. Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση, σ. 46 ε.ε. [34] Στις 31.5.1855 εκδόθηκε Εγκύκλιος (αρ. Πρωτ. 4802), αναφερομένη στη σπουδή των κληρικών στο Πανεπιστήμιο και τη Ριζάρειο (Βλ. στου αρχιμ. Θεοκλ. Α. Στράγκα, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών, τ. Α , Αθήναι 1967, σ. 302 ε.ε.). Το ίδιο θα επικρατήσει και για το διορισμό των καθηγητών των Θρησκευτικών στη Μ. Παιδεία. Η παρατήρησή μας, βέβαια, δεν αποβλέπει στην υποτίμηση της σχολικής παιδείας, αλλά στην κατάδειξη της διασαλεύσεως της αναγκαίας ιεραρχήσεως (Χρ. Παπαδόπουλου, Ιστορία…., οπ. παρ. σ. 324 ε, 328  ε.). [35] Δείγμα μιας τέτοιας προγραμματικής «κριτικής» προσ­φέρει η διαβόητη Έκθεση της «επταμελούς Επιτροπής» της 7/19 Ιουνίου 1833, που προετοίμασε το πραξικοπηματικό ελλαδικό αυτοκέφαλο του 1833. (Βλ. Θεοκλ. Στράγκα, οπ. παρ., σ. 38 ε.ε). [36] Βλ. την αναλυτική αναφορά στο πρόβλημα από τον καθηγ. Χρ. Γιανναρά, στο βιβλίο του: Η ελευθερία του ήθους, Αθήνα 19792 , σ. 150 ε.ε. [37] Μ. Στασινοπούλου, οπ. παρ. σ. 59. [38] Γερ. Η. Πεντόγαλου, Η Ιατρική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας (1824-1828, 1844-1865), Θεσσαλονίκη 1980, σ. 33. [39] Δ. Μπαλάνου, οπ. παρ., σ. 172. [40] Μ. Στασινοπούλου, οπ. παρ. σ. 83. [41] Βλ. λ.χ. στου Δ. Σ. Μπαλάνου, οπ. παρ., σ. 172 ε.ε. Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ιστορία…, οπ. παρ. σ.329 ε. [42] Βλ. στου Μ. Στασινοπούλου, σ. 87 λ.χ [43] Ο Κων. Οικονόμος, ο σημαντικότερος θεολόγος του 19ου αιώνα, υπήρξε ο κυριότερος κριτής της συγγραφικής παραγωγής των πανεπιστημιακών θεολόγων καθηγητών. Στις 28.3.1843 έγραφε στον Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου: «Η κατά των Ο  διδασκαλία περικρατείται και εν τη καθ’ ημάς θεολογική καθέδρα υπό του κατέχοντος αυτήν ανθρωπαρίου, όστις αντιγράφει και δυσσεβώς και αμαθώς τα των ξένων και παραδίδωσι τοις ακροαταίς» (Δ. Σ. Μπαλάνου, Ανέκδοτοι επιστολαί Κων. Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Πραγματείται της Ακαδημίας Αθηνών, τομ. Ε. 1, 1936, σ. 15). Το «ανθρωπάριον» είναι ο Μισαήλ Αποστολίδης και οι κατά των Ο  ἀντιδράσεις είχαν προφανώς προτεσταντική προέλευση (Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ  αἰῶνα, Αθήναι 1977, σ. 302 ε.). Αλλού ο Οικονόμος σημειώνει: Ο Μισ.  Αποστολίδης «μετήγγιζεν εις τας αδιαφθόρους ακοάς των αστηρίκτων μαθητών ξενικάς μεταφράσεις βιβλίων προτεσταντικών μάλιστα» (Κ. Οικονόμου, Τα Σωζόμενα Εκκλησιαστικά Συγγράμματα…, εκδίδοντος Σοφ. Κ. του εξ Οικονόμων…, τομ. Β , Αθήνησι 1864, σ. 644, σημ. α ). Το έργο επίσης του Μισαήλ «Ιστορικοκριτική Εισαγωγή εις τας Θείας Γραφάς» (ανέκδοτο εγχειρίδιο) το κατακρίνει ο Οικονόμος ως «εκ προτεσταντικών βιβλίων μεταφρασμένον… πλήρες βλασφημιών» (Γράμμα του Οικονόμου προς τον ρώσο Πρέσβη Τιτώφ από 16.2.1850. Βλ. π.  Γ. Δ. Μεταλληνού, Κων. Οικονόμος προς Τιτώφ  περί του Ελλαδικού Αυτοκεφάλου), στο βιβλίο του Ιδίου, Ελληνισμός Μαχόμενος, Αθήνα 1995, σ. 189-225. Παράλληλα όμως ο Μ. Αποστολίδης κατηγορείται και για ρωμαιοκαθολικές επιδράσεις (Τα Σωζόμενα, οπ. παρ.). Επικρίσεις της εφημερίδας  «Αιών» για προτεσταντικές επιδράσεις στην Ηθική του Μ. Αποστολίδη (Της κατά Χριστόν Ηθικής Πραγματεία…, Αθήνησι 1847) βλ. στου Χρ. Παπαδοπούλου, Ιστορία…, οπ. παρ. σ. 327, σημ. 3. Για τα συγγράμματα του Φαρμακίδη και τον σάλο, που προκάλεσαν, δεν είναι ανάγκη να κάμουμε ιδιαίτερο λόγο. Βλ. πρόχειρα στου Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, οπ. παρ. σ. 300 ε.ε. [44] Βλ. π.χ. Αποστ. Μακράκη, Έλεγχος Εκκλησιαστικής Ιστορίας Α. Διομ. Κυριακού (1898) και Βιβλιοκρισία Δογματικής Ζήκου Δ. Ρώση (1905) – Ιστορικόν και Δογματικόν Φως…, Εν Αθήναις 1949. Και δεν είναι τα μόνα. [45] «Die Theologische Fakultät an der Universität Athen folgte der westlichen Richtung. Die grundlegenden Handbücher der Theologie in griechischer Sprache, waren in diesem Geiste abgefasst» (Die Orthodoxe Theologie, στην R.G.G.3, τ. VI, 781). [46] Βλ. στου Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, οπ. παρ., σ. 60 ε.ε., 69, 93 ε. [47] Στο ίδιο. [48] Μ. Φαράντου, Δογματική και Ηθική – Εισαγωγικά, Αθήναι 1973, σ. 74 ε.ε. ( Κριτική του έργου του σημαντικοτέρου ίσως καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Αθηνών στο α  μισό του 20ου αι. Χρ. Ανδρούτσου). Πρβλ. και το θεμελιακό έργο του πρωτοπρ. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν αμάρτημα, Αθήναι 1957, το οποίο επαναπροσανατόλισε την ελλαδική θεολογία στην πατερική παράδοση και τη διαφοροποίησε ριζικά από τη θεολογία της Δύσεως. [49] Βλ. στου Γ. Δ. Μεταλληνού, Κων. Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Επιστολή προς Const. Tischendorf, Αθήναι 1981 (=ανάτ. από την ΕΕΘΣΠΑ τομ. ΚΕ) σ. 17 ε. [50] Κ. Οικονόμου, Τα Σωζόμενα…, τομ. Α , Αθήνησι 1862, σ. 134 ε.ε. Ο Οικονόμος σχεδίαζε φοιτητικό κοινόβιο (Σεμινάριο η Συσσίτιον, όπως αυτός ελληνικότατα το ονόμαζε) με άμεσο σύνδεσμο σπουδών και λατρείας (πνευματικότητας). [51] Δ. Σ. Μπαλάνου, Ανέκδοτοι Επιστολαί…, οπ. παρ., σ. 26. [52] Ο C. Tischendorf δέχεται, ότι ο ίδιος ο Κ. Οικονόμος αποποιόταν το διορισμό του (Γ. Μεταλληνού, Κ. Οικονόμου… Επιστολή, οπ. παρ., σ. 17). Κατά τη δική μας όμως κρίση μόνο εν μέρει δικαιώνεται μια τέτοια θέση, τουλάχιστο για την πρώτη φάση της Θεολογικής Σχολής. Να σημειωθεί δε, ότι ο Οικονόμος πλην άλλων ήταν καλός γνώστης και της γερμανικής γλώσσας, αλλά όχι σύμφωνος με τα έργα των Βαυαρών. [53] Βλ. στου Μ. Στασινοπούλου, οπ. παρ., σ. 68, 71. [54] Δ. Σ. Μπαλάνου, Ανέκδοτοι Επιστολαί…, σ. 23 ε. [55] Στο ίδιο, σ. 24. [56] Χρυσ. Παπαδοπούλου, Μάνθος και Γεώργιος Ριζάραι…  Επισκόπησις της Ιστορίας της Ριζαρείου Σχολής, στου: Γερασ. Κονιδάρη, Ιστορία της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, Εν Αθήναις 1969. σ. 6 ε.ε. [57] Κ. Ν. Τριανταφύλλου, Ο Δημ. Παλαμάς προς τον Μητροπολίτην Αθηνών Θεόφιλον Βλαχοπαπαδόπουλον, στη ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ τ. 9 (1982/4), σ. 352. 

Ορθόδοξος Τύπος

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

ΠΟΤΕ ΕΓΙΝΕ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΘ

Πότε ἔγινε ἡ πραγματικὴ καταστροφὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ
Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου ,
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
    
Ὅταν μιὰ Σχολὴ ἰδρυμένη μὲ σκοπὸ νὰ διδάσκει Ὀρθόδοξη Θεολογία, σὲ συμφωνία μάλιστα καὶ μὲ τὸ ἰσχύον σύνταγμα, τουλάχιστον ὡς τώρα, ποὺ προβλέπει γιὰ τὴν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» (ἄρθρο 3), ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη, καὶ ἀνάλογη παιδεία πρὸς ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης σύμφωνα μὲ αὐτή (ἄρθρο 16.2), ἀθετεῖ αὐτόν σὲ περιπτώσεις ὅπως:

Εἰσάγωντας ἐντὸς τῶν κόλπων της Εἰσαγωγικὴ Κατεύθυνση Μουσουλμανικῶν Σπουδῶν ἀπὸ 1η Σεπτεμβρίου 16 γιὰ νὰ τροφοδοτήσει τὰ σχολεία τῆς Θράκης μὲ δασκάλους τοῦ Ἰσλάμ, ποὺ ἡ κοινὴ λογικὴ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ποιὸ ἀκατάλληλο μέρος γιὰ νὰ λυθεῖ αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῶν μουσουλμάνων τῆς Θράκης ἀπὸ τὸ τόπο ποὺ διδάσκεται ὁ Χριστὸς δὲν ὑπήρχε κατὰ τὸ «τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;», Β Κορ. 6,14. Καὶ ὅμως κάποιοι τὸ θέλησαν καὶ τὸ τόλμησαν, πρώτα μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Σχολή, καὶ τελικὰ τὸ πετύχαν. Μάλιστα βρήκαν καὶ ἄλλοθι τοῦ «κατορθώματός» τους στὴ προτίμηση τῆς Σχολῆς ἀπὸ σχετικὰ μεγάλο ἀριθμὸ μαθητῶν, ποὺ προφανῶς εἶχαν βέβαια στὴν προτεραιότητά τους κίνητρα θρησκειολογικὰ ἤ ἐπαγγελματικὰ καὶ ὄχι τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ θὰ προτιμοῦσαν καὶ πάλι τὴν ΕΚΜΣ ὅπου καὶ ἄν βρισκόταν, ἤ στὴ Φιλοσοφικὴ ἤ σὲ ἄλλη Σχολὴ. 

(Ἀποφεύγοντας νὰ ποῦμε κάτι γιὰ τὸ συνέδριο γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ποὺτουλάχιστον ἄσχετα μὲ τὶς ἐπιδιώξεις του ἤταν Πατριάρχης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας)διοργανώνοντας «Διεθνή Επιστημονική Ημερίδα, αφιερωμένη στον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Κερκύρας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και Αποστολικό Βικάριο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη (Σπιτέρη), με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας» στὶς 25 Μαΐου 18. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἀπόδοση τιμῆς σὲ αἱρετικὸ ἀρχιεπίσκοπο γιὰ τὰ 50 χρόνια ̍ιερατικής διακονίας̍ του στὴν Ἑλλάδα, κατὰ τὴν ὁποία εἶναι ἄγνωστο πόσες ψυχὲς Ἑλλήνων προσηλύτισε στὸν παπισμό! Βέβαια κάτι τέτοιο ἤταν ἀναμενόμενο τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε γίνει ἀρχὴ παλαιότερα. Ἔτσι λοιπὸν στὶς 21 Ἀπριλίου 15 ἡ Σχολὴ εἶχε διοργανώσει τὴν ἡμερίδα «Πρότυπα Θρησκευτικών Ηγετών στὸν 21ο αἰώνα» μὲ στόχο τὴν διεθνή προβολή καὶ ἀνάδειξη μαζὶ μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ αἱρεσιάρχου πάπα Φραγκίσκου Α’. Ὀρθόδοξη Σχολὴ νὰ προβάλλει τὸν αἱρετικὸ θρησκευτικὸ ἡγέτη ὡς πρότυπο…! Ἀλλὰ βέβαια…ὅλοι ἀδέλφια εἴμαστε, τὶ μας χωρίζει;

Διοργανώνοντας τὸ 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ θέμα “Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στὸν 21ο αἰώνα”, ὄχι γιὰ νὰ ἐντοπιστοῦν τὰ προβλήματα στὴν διεξαγωγὴ καὶ στὶς  ἀποφάσεις της καὶ οἱ ἀποκλίσεις τους ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Συνοδικὴ καὶ Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ αὐτὴ καὶ νὰ προβληθοῦν οἱ ἀποφάσεις της ὡς αὐθεντικὲς καὶ κατὰ συνέπεια ὡς κανόνας ζωῆς στὸν ὁποῖο ὅλοι θὰ πρέπει νὰ εὐθυγραμμιστοῦμε. Τὶ καὶ ἄν οἱ ἀντιδιαμετρικὰ ἀντίθετες σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν προσυνοδικῶν κειμένων ἀποφάσεις τῆς ΙΣΙ τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀγνοήθηκαν, ὁμότιμοι καθηγητὲς τῆς Σχολῆς ἀντιτάχθηκαν σφόδρα στὰ προσυνοδικὰ κείμενα καὶ ποτὲ δὲν δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ΙΜ Πειραιῶς ἐκφράζοντας τὶς θέσεις της σὲ ἡμερίδα λίγους μήνες πρὶν τῆς Συνόδου (πρόσφατα ἔκφρασε πάλι τὶς θέσεις της στὴ «Σύναξη γιά τήν Ὀρθοδοξία» στις 5η Ὀκτωβρίου 18), τέσσερις τοπικὲς Ἐκκλησίες δὲν συμμετεῖχαν καν, πολλοὶ ἱεράρχες ποὺ συμμετεῖχαν δὲν ὑπέγραψαν κάποια κείμενα; Ἄνευ καμιᾶς σημασίας ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ Συνέδριο τῆς Σχολῆς.

Γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε λεπτομερειακὰ στὶς προσωπικὲς ἀπροϋπόθετες  συμμετοχὲς πολλῶν καθηγητῶν σὲ διορθόδοξους καὶ διαχριστιανικοὺς διαλόγους χωρὶς κανένα ὀρθόδοξο ὄφελος ὡς τώρα καὶ χωρὶς καμιὰ προοπτικὴ ὅπως ἀποδεικνύεται τρανταχτά, μόνο γιὰ προσωπικὴ ἀνάδειξη καὶ δόξα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ συμμετοχὲς ἀπὸ τὴ Σχολὴ σὲ συμπροσευχὲς ἤ στὴν καθιερωμένη παρουσία καθηγητῶν της σὲ οἰκουμενιστικὰ κέντρα ὅπως αὐτὸ τοῦ Bose.   
 Ὅταν λοιπὸν συμβαίνουν αὐτὰ σὲ μιὰ σχολή, εἰς βάρος τῆς ἀποστολῆς της νὰ διδάσκει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη σὲ ὅποιον τὸ ζητά, πρωτίστως στὰ ἑλληνόπουλα, μήπως ἐπειδὴ ὑπάρχει καὶ Θεός, θὰ ἔπρεπε ὅλα νὰ τὰ περιμένουμε; Τουλάχιστον ὅσοι πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ἀληθινὴ. Μήπως ὑπάρχει περίπτωση τὰ γεγονότα στὶς 6 Δεκέμβρη 18 νὰ  συνέβησαν στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ ὄχι κάπου ἀλλοῦ ἐπειδὴ οἱ ἀντιεξουσιαστὲς εἶχαν θρησκευτικὰ κίνητρα; Ἡ ἐπέτειος τῆς δολοφονίας τοῦ δεκαπεντάχρονου δὲν ἔχει καθαρὰ πολιτικοκοινωνικὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ σκοτώθηκε ἀπὸ ἀστυνομικὸ σὲ δρόμο τῶν ἐξαρχείων, καὶ κανένας ἱερέας δὲν ἐμπλέκεται, οὔτε σὲ καμιὰ Θεολογικὴ Σχολὴ ἤ σὲ κανένα ναό δὲν συνέβηκε; Μήπως ὅμως ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἐνέπλεξαν στὴν κινητοποίησή τους καὶ νὰ κατευθύνθηκαν ἀπὸ μιὰ γενικὴ ἀποστροφὴ στὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἀκαίρως; Ἀλλὰ τότε γιατὶ οἱ  ̍συντροφοί̍  τους στὰ παράλληλα ἐπεισόδια στὰ ἐξάρχεια δὲν ἐπιτέθηκαν, ἀντὶ γιὰ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ ποὺ εἶναι μακρυά, σὲ κάποιο ναὸ ἐκεῖ γύρω; Μήπως τελικὰ ὁ πραγματικὸς λόγος ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ δὲν προέρχεται ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ αὐτοὶ βρέθηκαν ἐκεῖ κατὰ συγκυρία ἀπὸ τὴν πλευρά τους ἤ γιὰ κάποιον δευτερεύον ἐπουσιώδη λόγο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν βρεθεῖ καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου καὶ νὰ κάνουν τὴν ̍δουλειά̍ τους; Γιατὶ καὶ στὴ Φιλοσοφικὴ ποὺ μπήκαν δὲν πειράξαν τίποτα αὐτὴ τὴ φορὰ παρὰ μόνο τὶς κλειδαριὲς ποὺ παραβιάσαν καὶ τοὺς καφέδες ποὺ ἤπιαν; Καὶ ἀκόμα γιατὶ ἔκαναν τέτοιες ἀνεπανάληπτες καταστροφὲς καὶ μόνο μετὰ ἀπὸ ὧρες τοὺς ἀντιλήφθηκε ἡ ἀστυνομία, ὥστε τότε καὶ μόνο νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ παραβιάσει τὸ ἄσυλο;

   Μήπως ὁ Θεὸς τελικὰ τὸ ἐπέτρεψε νὰ γίνει ἐκεῖ τὸ ἐπερχόμενο κακὸ ἀντὶ ἀλλοῦ, χωρὶς νὰ ἀφυπνίσει, οὔτε τὴ διοίκηση τοῦ Πανεπιστημίου, οὔτε τὰ ὄργανα τῆς τάξης, ἤ νὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὰ μέσα, νὰ δράσουν πιὸ ἔγκαιρα; Ἄρα αὐτὸ σημαῖνει ὅτι, εἴτε ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ, ὥστε νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν Σχολή της ὁ Θεός, ἤ πλέον ἡ Σχολὴ δὲν ὑπηρετεῖ τὴν Ὀρθοδοξία γιὰ τὴν ὁποία τὴν ἔχει προορίσει καὶ τὴν ἔχει εὐλογήσει ὁ Θεὸς, καὶ αὐτὴ ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ στὸ Ὀρθόδοξο Ἔθνος μας, πράγμα ποὺ διασφαλίζεται καὶ ἀπὸ τὸ ἰσχύον σύνταγμα, ὅπως προαναφέραμε ἤδη. Γιὰ ὅσους λοιπὸν πιστεύουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ καὶ μόνος βέβαιος δρόμος σωτηρίας, αὐτὸ ποὺ ἰσχύει εἶναι ὁπωσδήποτε ὅτι ἡ Σχολὴ ὑπηρετεῖ ἄλλους σκοποὺς ἀπὸ αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἰδρύθηκε, πράγμα τὸ ὁποῖο ἰδίως μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἔχει γίνει πλέον ἄκρως ἐμφανές. Ὁ Θεὸς καταλαβαίνουμε ὅτι ἐπιτρέπει νὰ μὴν ἔχουμε μιὰ Ὀρθόδοξη Σχολὴ γιὰ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μας ὡς λαός, ὅμως αὐτὸ δὲν σημαῖνει ὅτι θὰ ἀφήσει ἄλλους νὰ σφετεριστοῦν ἕνα μέρος ποὺ ἔχει ὁριστεῖ στὴν ὑπηρεσία Του, οὔτε θὰ ἐπιτρέψει νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν κατὰ βούληση σύμφωνα μὲ τὶς δικὲς τους ὀρέξεις καὶ σκοπιμότητες, ἐπαναπροσδιορίζοντας ἐκ νέου γι’ αὐτὸ ἕναν ἄλλο χαρακτήρα καὶ σκοπό του. Μήπως λοιπὸν αὐτὸ ποὺ συνέβη φέτος στὶς 6 Δεκέμβρη εἶναι ἕνα μήνυμα τοῦ Θεοῦ ποὺ προειδοποιεῖ γιὰ τὰ χειρότερα ποὺ μποροῦν νὰ ρθοῦν σύντομα στὴν Σχολή, ἄν οἱ ἰθύνοντες δὲν ἀλλάξουν γραμμὴ πλεύσης, γιατὶ προφανῶς αὐτὸ ποὺ κάνουν τώρα μόνο  σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι; Καὶ ὅποιος δὲν κάνει τὸ θέλημά Του στὸ τέλος ἀκούει τὸ «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος», Μτ. 23,38. Πάντως ἄν ὁ Θεὸς μας δίνει πρὸς τὸ παρὸν μόνο αὐτὸ τὸ δυνατὸ μήνυμα, αὐτὸ σημαῖνει ὅτι ὑπάρχει ἀκόμα χρόνος ἐπίγνωσης καὶ διόρθωσης πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ
Του κ. Παναγιώτου Κατραμάδου

Δεν παρήλθεν ούτε εβδομάς και κατέφθασεν η απάντησις εις το ερώτημα του Ο.Τ. που έθεσεν ο π. Γεώργιος Μεταλληνός δια του άρθρου του με τι­τλον «Θα παραδοθή η Χάλκη εις τα σχέδια της Νέας Εποχής;».

Πολλάκις είμεθα όλοι μάρτυρες οικουμενιστικών συναντήσεων η συνεδρίων, τα οποία λαμβάνουν χώραν εις Χάλκην. Ποίος έχει την ευθύνην; Ως γνωστόν ηγούμενος της Χάλκης είναι ο Σεβ. Προύσης Ελπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης. Ο Σεβασμιώτατος τυγχάνει Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Από αυτό δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι οι άμεσοι και πρώτοι συνεργάται εις περίπτωσιν επαναλειτουργίας της Χάλκης θα είναι οι Καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών, αυτοί άλλωστε είναι που στηρίζουν τα συνέδρια του Πατριαρχείου. Τα δύο μεγάλα συνέδρια που επίκεινται δίδουν την απάντησιν εις το ερώτημα που εθέσαμε.
Το πρώτον λήγει σήμερα, 25η Μαΐου. Πρόκειται δια το 8ον Διεθνές Συνέδριον Ορθοδόξου Θεολογίας, που βεβαίως ευρίσκεται υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Κων/λεως και αφορά την διεθνή συν­άντησιν των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών. Το κεντρικόν θέμα είναι δια το «Κολυμβάριον», εκείνο που διήρεσε την Εκκλησίαν και απερρίφθη από 500 Αρχιερείς των τεσσάρων Εκκλησιών που δεν προσήλθαν, εκ των περίπου 700 της Ορθοδοξίας. Εις την οργανωτικήν επιτροπήν πρώτον δεσπόζει το όνομα του κ. Μ. Κωνσταντίνου και δεύτερον του Σεβ. Πρου­σης, ενώ εις τους χορηγούς μεταξύ άλλων ευρίσκονται η Ι. Μ. Βατοπαιδίου, το Φιλανθρωπικόν Ίδρυμα Ιβάν Σαββίδη, η Πεμπτουσία της Ι. Μ. Βατοπαιδίου κ.α. Εις τους ομιλητάς και ομιλητρίας συγκαταλέγονται η κ. Ελισάβετ Προδρόμου από το βαθύ κράτος των ΗΠΑ, ο πρόεδρος του ΚΑΙΡΟΥ κ. Δ. Μόσχος με θέμα «Το βυζαντινό παρελθόν: προτέρημα η εμπόδιο σε μία συνοδικότητα του μέλλοντος;» (περίεργον!), ο κ. Στ. Γιαγκάζογλου, που προσφάτως μετεκόμισεν από το Ινστιτούτον Εκπαιδευτικής Πολιτικής εις την έδραν του Καθηγητού, ο φίλος του κ. Π. Καλαϊτζίδης της Ακαδημίας της Ι. Μ. Δημητριάδος, που δεν είναι καθηγητής εις Θεολογικήν Σχολήν (πως τότε συμμετέχει;) και πολλοί άλλοι οικουμενισταί η εξαναγκασμένοι να ακολουθούν τα κελεύσματα όσων αύριον μεθαύριον θα τους κρίνουν δια την εξέλιξίν των εις την επομένην βαθμίδα. Ευτυχώς που είναι τόσαι πολλαί αι συνεδρίαι και δεν θα εξαχθή συμπέρασμα.
Μετ’ ολίγον όμως έπεται και έτερον συνέδριον που διοργανώνει το Πατριαρχείον Κων/λεως από 5 έως 8 Ιουνίου με τίτλον «Προς μία πιο πράσινη Αττική». Ενθυμούμεθα όλοι προ καιρού τας συναντήσεις του Πατριάρχου με την περιφερειάρχην κ. Δούρου του Σύριζα. Όπως μας ενημερώνει το Πατριαρχείον «στους ομιλητές συμπεριλαμβάνονται Χριστιανοί, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδουιστές επιστήμονες, ενώ οι σύνεδροι προέρχονται από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Τουρκίας…»! Αι συνεδρίαι θα διεξαχθούν κυρίως εις την Ι. Μ. Ύδρας. Είναι εις γνώσιν του Αρχιεπισκόπου; Ελήφθη άδεια από την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος; Ο Σεβ. Ύδρας παραμένει και πρόεδρος της τριμελούς εξ Αρχιερέων επιτροπής δια τον διάλογον των νέων οικουμενιστικών θρησκευτικών, εις τα οποία προβάλλεται το «Κολυμβάριον» και ο Σεβ. Περγάμου. Είναι άραγε τυχαίον ότι ομιληταί εις το συνέδριον θα είναι ο Σεβ. Περγάμου, ο π. Ι. Χρυσαυγής, εκπρόσωπος τύπου του Κολυμβαρίου, αλλά και οι Σεβ. Βελγίου, Σεβ. Σηλυβρίας, Σεβ. Ν. Ιωνίας, π. Ελευθέριος Χρυσοχόος, ο Καρδινάλιος Kurt Koch, ο Καρδινάλιος Turkson, ο Αγγλικανός επίσκοπος Holtam, ο Γ.Γ. του ΠΣΕ κ. Tveit, ο Καθηγητής κ. Χρυσόστομος Σταμούλης αλλά και η κ. Αλεξάνδρα Μητσοτάκη, όπως επίσης και ο δημοσιογράφος κ. Αλέξης Παπαχελάς, γνωστός δια τας σχέσεις του με διεθνή κέντρα αποφάσεων. Χορηγός μεταξύ άλλων η Ι. Μ. Βατοπαιδίου και η Πεμπτουσία της Ι. Μ. Βατοπαιδίου! Υπάρχει επομένως πλέον και εις το Άγιον Όρος μία οικουμενιστική Ι. Μονή, που στηρίζει την κατά κρημνών πορείαν του Φαναρίου και το διχασμόν εις την Ορθοδοξίαν; Επληροφορήθημεν μάλιστα ότι θα συμβάλη και εις την επαναλειτουργίαν της Χάλκης. Δεδομένων όλων αυτών αμφιβάλλει κανείς δια το ποίους σκοπούς θα υπηρετήση η Χάλκη;

Είναι Ορθόδοξοι αι Θεολογικαί Σχολαί;

Δεν πρέπει ποτέ να είμεθα αφοριστικοί καθώς υπάρχουν και άξιοι διάκονοι της θεολογίας εις τας Θεολογικάς Σχολάς, οι οποίοι αγωνίζονται να μεταδώσουν την αλήθειαν. Τόσον όμως η σχολαστική διαίρεσις των αντικειμένων εις τα θεολογικά Τμήματα όσον και η οικουμενιστική επίδοσις ορισμένων Καθηγητών δεν μας επιτρέπουν να καταλήξωμεν εις μίαν θετικήν αποτίμησιν. Δια να το τεκμηριώσωμεν ανεζητήσαμεν πληροφορίας, τας οποίας παραθέτομεν ενδεικτικώς ακολούθως, σχετικώς με το διδακτικόν προσωπικόν.
Εις το Τμ. Θεολογίας Αθηνών ο κ. Δ. Μόσχος έχει συγγράψει βιβλίον με τίτλον «Από τον Όσιρι στον Υιό Δαβίδ. Η γένεση και το αρχέγονο πολίτευμα του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο»!
Η Καθηγήτρια της «Οικουμενικής Κινήσεως» κ. Β. Σταθοκώστα καυχάται ότι κατά την μετεκπαίδευσίν της υπήρξεν «υπό την επιστημονική καθοδήγηση του δομινικανού καθηγητή της Συστηματικής Θεολογίας π. Liam Walsh, συμμετέχοντας στα μαθήματα Δογματικής, Ιστορίας, Ιεραποστολικής και Οικουμενικής Κίνησης».
Ο κ. Ι. Παναγιωτόπουλος, στέλεχος της Ν. Δημοκρατίας, επίσης εξεπόνησε διπλωματικήν εργασίαν «υπό την επίβλεψιν του καθηγητού π. Γεωργίου Δράγα εις το γνωστικόν αντικείμενον «Patristics and Church History» και έχει συγγράψει μελέτην «Σουφισμός, ο ισλαμικός μυστικιστικός ασκητισμός»»!
Ο κ. Μ. Μαριόρας αναφέρει εις το βιογραφικόν του ότι:«Τα ερευνητικά ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται στην ανάδειξη της ισλαμικής αυθεντικότητας των μουσουλμανικών θέσεων, στην αναψηλάφηση εσφαλμένων στερεοτυπικών αντιλήψεων της δυτικής κοινής γνώμης περί Ισλάμ, στην έμπρακτη υλοποίηση της ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων μεταναστών στην Ελλάδα… Η ευρύτερη προσπάθειά του συνίσταται στη διερεύνηση των δυνατοτήτων προσέγγισης και «επαναδιαπραγμάτευσης» της σαρία εντός του σύγχρονου κόσμου, μουσουλμανικού και δυτικού… Τα στοιχεία αυτά έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν γόνιμα για την προσ­έγγιση χριστιανών και μουσουλμάνων, διαθρησκειακά η/και διαπολιτισμικά, με ο,τι θετικό συνεπάγεται μία τέτοια προοπτική σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο».
Ο κ. Μ. Κουκουνάρας- Λιάγκης, υπεύθυνος της παιδαγωγικής μεθόδου των νέων συγκρητιστικών θρησκευτικών έχει δημοσιεύσει ένα άρθρον με τίτλον  «Πιστεύω εις άλλον Θεόν …». «Ετερότητα στην εκπαίδευση και θρησκευτική αγωγή», ενώ μία από τας προσφάτους δημοσιεύσεις του είναι «Η εκπαιδευτική αξία των επιτραπέζιων παιχνιδιών στη διδασκαλία στο Γυμνάσιο»!
Ο κ. Κωνσταντίνος Ζάρρας διδάσκει, ως ο ίδιος μας πληροφορεί:«θρησκεία και γραμματεία του Ιουδαϊσμού (για πρώτη φορά διδάχθηκε στην Ελλάδα η ιστορία και η θεολογία του Ταλμούδ), με έμφαση στη ραββινική θεολογία και ερμηνευτική (για πρώτη φορά διδά­χθηκαν στην Ελλάδα οι ραββινικές οδοί ερμηνείας της Τορά και του Ταλμούδ σε μεταπτυχιακό επίπεδο) αρχαίος, μεσαιωνικός και ύστερος μυστικός Ιουδαϊσμός, με έμφαση στη γραμματεία των Ανακτόρων, το Ζοχάρ, τη Λουριανική Καμπαλά και τον Χασιδισμό (για πρώτη φορά στην Ελλάδα)… Ας σημειωθεί ότι στα πλαίσια του PaRDeS, Ο κήπος των θεολόγων  και με πρωτοβουλία και ενέργειες δικές μου προσεκλήθη δια της Κοσμητείας μας και προσήλθε ο Σοφιολογιώτατος Ραββίνος Αθηνών κ. Νεγρίν, πραγματοποιώντας μία πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία και στη συνέχεια διάλογο με Καθηγητές και φοιτητές από το ακροατήριο (ομολογουμένως, μία πρωτότυπη για τη Σχολή, πολύ ενδιαφέρουσα και ωφέλιμη εμπειρία)»!
Εις το Τμ. Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας, ως μετωνομάσθη προσφάτως, ο θρησκειολόγος κ. Στ. Παπαλεξανδρόπουλος «σπούδασε Ιαπωνική Βουδιστική Φιλοσοφία, ιδίως το έργο του ιδρυτή της λεγόμενης «Σχολής του Κυότο» Νισίντα Κιταρό υπό τον καθηγητή Σουέκι Τακεχίρο στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο…», ενώ ως γνωστόν έχει ασχοληθή και με την ιαπωνικήν Λογοτεχνίαν, εκπονώντας μεταφράσεις με εισαγωγάς, σχόλια κ.λπ.
Ο κ. Χ. Βέντης, εις το άρθρον του «Η θεσμική πώρωση του ιδρυματικού χριστιανισμού και ο φόβος της θεολογίας», μετά το οποίον εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής, γράφει:
«θα πρέπει η Εκκλησία (αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι κανονιστικές της αρχές όντως διαμορφώνονται με θεολογικά κριτήρια και όχι τροφοδοτούμενες από τις πολιτιστικές προκαταλήψεις παρελθόντων εποχών, που παρεισέφρησαν στη ζωή της αλλά και στα ιερά της κείμενα), να αναστοχαστεί γύρω από το θέμα της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θα είναι και το Βατερλώ της… Κάποια στιγμή ρώτησαν τον Μάξιμο τον Ομολογητή, αν ο Θεός μας γνωρίζει από τη φύση μας και η απάντηση που έδωσε είναι εκπληκτική: Όχι! Ο Θεός είναι πρόσωπο και σχετίζεται με πρόσωπα, όχι με «φύσεις¨». Γιατί αν μας γνώριζε με βάση τα φυσικά μας χαρακτηριστικά, θα μετατρεπόμασταν σε αντικείμενα και θα χάναμε το κατ’ εικόνα… Όπως διορατικότατα και κατ’ επανάληψη έχει επισημάνει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, η συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία δεν συνεπάγεται ομοιομορφία και ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων, αφού η ετερότητα, ένεκα του ότι ενυπάρχει στην καρδιά του ίδιου του Θεού, είναι συστατική του Μυστηρίου. Με τα λόγια του ίδιου του Μητροπολίτη Περγάμου, «Το πρόσωπο δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του, αλλά από την απλή κατάφαση της ταυτότητάς του ως μοναδικού και αναντικατάστατου όντος … το πρόσωπο είναι ελεύθερο από ιδιότητες και δεν κρίνεται από αυτές … [κατά συνέπεια] Η Εκκλησία είναι ο χώρος στον οποίο ο άνθρωπος δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του, αλλά από το ότι είναι αυτός που είναι», «ο χώρος μέσα στον οποίον μαθαίνουμε να αγαπούμε εξίσου αυτούς που δεν είναι όπως θα τους θέλαμε ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά τους»!
Εις το Τμ. Θεολογίας της Θεσσαλονίκης ο κ. Παναγιώτης Παχής, Καθηγητής της Θρησκειολογίας, έχει συγγράψει μελέτην με θέμα «Η λατρεία της Ίσιδας και του Σάραπι.
Από την τοπική στην οικουμενική κοινωνία» και παρέχει εις τους φοιτητάς γνώσεις δια τις «Αβραμικές Θρησκείες»!
Η κόρη του κ. Θ. Ζιάκα κ. Αγγελική Ζιάκα εσπούδασεν εις το Ποντιφικικόν Ινστιτούτον Αραβοϊσλαμικών Σπουδών της Ρώμης, είναι μέλος της Ελληνικής Αντιπροσωπίας εις τον ΙΗRA (Διεθνής συμμαχία δια την ενθύμησιν του Ολοκαυτώματος) και μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μ. Δημητριάδος. Κατανοεί κανείς πως η ίδρυσις της Κατευθύνσεως Ισλαμικών Σπουδών ήτο αναμενομένη…
Ο κ. Π. Υφαντής με υποτροφίαν από την  Ποντιφικικήν Επιτροπήν δια την «προώθηση της ενότητας των χριστιανών» μετεκπαιδεύθη εις το μεταπτυχιακόν «Τμήμα Οικουμενικών Σπουδών «San Nicola»» εις το Μπάρι της Ιταλίας. Εις τα πονήματά του διακρίνονται όσα αφορούν την Σιμόν Βέιλ και τον Φραγκίσκον της Ασσίζης!
Ο κ. Χρυσόστομος Σταμούλης εις την περίληψιν του βιβλίου του «Περί της ενανθρωπήσεως του Μονογενούς» αναφέρει «Η ενανθρώπηση του Χριστού μας, του Υιού του Θεού, το Μέγα μυστήριον, δεμένη με το Μέγα Μυστήριον, την Εκκλησία Του, η Κένωση, το άδειασμα, το ζωντανό μηδέν του Χριστού (!), για τον άνθρωπο, είναι και υπάρχει και οδεύει αιώνια».
Ο κ. Στυλιανός Τσομπανίδης με διδακτικόν αντικείμενον «Οικουμενική Κίνηση: Ιστορία – Θεολογικοί Διάλογοι», μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται εις τας μονογραφίας του «Η Διακήρυξη «Dominus Iesus» και η Οικουμενική σημασία της», αλλά και το βιβλίον «Εκκλησιολογία και Παγκοσμιοποίηση. Οι Εκκλησίες στην οικουμενική πορεία για μία εναλλακτική παγκοσμιοποίηση στην υπηρεσία των ανθρώπων και της γης»!
Η κ. Δ. Κούκουρα έχει ως προβαλλόμενον ακαδημαϊκόν προσόν ότι έχει: «πλούσια εμπειρία από τους διαχριστιανικούς  διαλόγους στα πλαίσια του ΠΣΕ, όπου κατά τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια έχει συμμετάσχει με ποικίλες ιδιότητες. Από το 2003 εκπροσωπεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις Επιτροπές «Πίστις και Τάξις» (F&Ο), στη διαρκή επιτροπή και την ολομέλεια, και στην επιτροπή «Εκκλησίες σε διάλογο» της Διάσκεψης των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC) (2004-2009) Από το έτος 2009 εξάλλου εκπροσωπεί το WCC Global Christian Forum και από το έτος 2012 το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Elijah Interfaith Institute Board of World Religious Leaders.  Εκλεγμένο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Νοέμβριος 2013). Καρπός αυτής της ενασχόλησης υπήρξε μία σειρά άρθρων προβληματισμού για τη θέση της γυναίκας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και την ανάγκη του διαχριστιανικού διαλόγου».
Ο κ. Π. Σκαλτσής εφοίτησε επίσης εις Ρώμην. Εις τας διδακτικάς ενότητας του μαθήματος της Λειτουργικής περιλαμβάνει την κακόδοξον «Ευχαριστιακή εκκλησιολογία»! Διδάσκει επίσης άλλο μάθημα με θέμα «Θεία Λατρεία και Οικολογία» με σκοπόν μεταξύ άλλων «να αναδείξει την ευχαριστιακή διάσταση του κόσμου»!
Ο κ. Ν. Μαγγιώρος  εσπούδασε και αυτός εις το Ποντιφικόν Πανεπιστήμιον του Λατερανού εις Ρώμην και έχει συγγράψει μελέτην με θέμα «Το περιουσιακό δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας»!
Ο κ. Πέτρος Παναγιωτόπουλος εργάζεται εις το Τμ. Θεολογίας και παραλλήλως ως αρχισυντάκτης εις την «Πεμπτουσία» της Ι. Μ. Βατοπαιδίου!
Εις το Ποιμαντικόν τμήμα της Θεσσαλονίκης ο Σεβ. Προύσης ανεδείχθη καθηγητής προβάλλων ως συγγραφικόν έργον την επιμέλειαν της εκδόσεως των πρακτικών της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου και προσφάτως καθιέρωσε τα εξής μαθήματα «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» και «Η Ορθόδοξη Εκκλησία, η διδασκαλία και η μαρτυρία κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο»!

Που οδεύομεν;

Παρεθέσαμεν ελάχιστα και παρελείψαμεν πολλά. Η κατάστασις ως αντιλαμβάνεται κανείς είναι δυσοίωνος, καθώς αρκετοί καθηγηταί εγαλουχήθησαν και χρεωστούν ευγνωμοσύνην εις Παπικούς και Προτεστάντας. Παραλλήλως κτίζουν την σταδιοδρομίαν τους από τα συνέδρια του ΠΣΕ και των διαλόγων. Ασχολούνται με επουσιώδη, που είναι αρεστά εις τον περίγυρον -εκεί­νον που θα τους προσδώση φήμην και τιμάς-, αλλά δεν καταρτίζουν σωστά τους φοιτητάς, αφού κομβικά κείμενα της Ορθοδόξου Παραδόσεως δεν διδάσκονται. Η άγνοια των ιδίων των Καθηγητών μεταφέρεται εις τους νέους πτυχιούχους. Δια τούτο απουσιάζει ο ζήλος δια την πίστιν και έχει απομείνει μία «νερόβραστη» νεοεποχίτικη αγάπη άνευ αληθείας και δικαιοσύνης, την οποίαν υπαγορεύει το ΠΣΕ. Υπάρχει περισσεύουσα ενασχόλησις καθώς πολλά εξάμηνα ασχολούνται οι φοιτηταί με την «οικουμενική κίνηση», τα παιδαγωγικά, τας κοινωνιολογίας κ.α., ενώ η Δογματική και η Πατερική Διδασκαλία, που θα έπρεπε να είναι ο κορμός, αποτελούν μίαν ασήμαντον πτυχήν. Είναι αναγκαία η δομική αναμόρφωσις των προγραμμάτων σπουδών των Θεολογικών Σχολών. Αυτό δεν διεπίστωσεν ο Αρχ. Κύπρου και ίδρυσεν ιδικήν του Σχολήν; Αυτό δεν επεσήμαναν όσοι ήνοιξαν παράρτημα του τμήματος θεολογίας της Λευκωσίας εις την Κηφισιάν, που ενεκαινίασεν ο Σεβ. Κηφισίας;
Πως όμως συζητείται η επαναλειτουργία της Χάλκης, όταν χωλαίνουν αι Μητέραι Σχολαί, που θα τροφοδοτήσουν αυτήν; Πλανώνται όσοι πιστεύουν ότι θα λάμψη η Ορθοδοξία δια της Χαλκής, εφ’ όσον θα την ελέγχη το παγκόσμιον κέντρον του οικουμενισμού: Το Φανάρι! Ούτε όμως εθνικά οφέλη θα υπάρξουν, καθώς το Πατριαρχείον Κων/λεως μάλλον δια το αντίθετον μας έχει πείσει (βλ. στάσις εις Σκοπιανόν, δηλώσεις δια τους ήρωας του 1821 κ.α.). Την προπαγάνδα υπέρ της Χάλκης θα συνεχίση το Πατριαρχείον κατά το συνέδριον εις την Ύδραν;


Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 23η Μαΐου 2018
ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Εδώ και αρκετά χρόνια η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. εμφανίζεται πρωτοπόρος στο συγκρητισμό. Χωρίς αμφιβολία έχει ξεπεράσει την αντίστοιχη Σχολή των Αθηνών και έχει αναδειχθεί σε πρωταθλήτρια Σχολή σε συγκρητιστικές επιδόσεις. Σε επιδόσεις και εκδηλώσεις, που πραγματικά θα τις ζήλευαν ακόμη και παπικές και προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές της Ευρώπης. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης βάλθηκε με ένα πρωτοφανή οίστρο, να εφαρμόσει στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της.


Τι να μνημονεύσει κανείς πρώτο και τι δεύτερο σ’ αυτές τις επιδόσεις; Την πρωτιά της στη δημιουργία κατευθύνσεως μουσουλμανικών σπουδών; Ή την διοργάνωση ενός πλήθους συνεδρίων, όπως αυτό που πραγματοποιείται στις ημέρες μας από 21 έως 24 Μαΐου; Ή την προβολή και διαφήμιση πατριαρχών και επισκόπων διεθνούς φήμης, όπως πρόσφατα του πρώην οικουμενικού πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου, (σύμφωνα με έγκυρες μαρτυρίες, μασόνου 33ου βαθμού), του μοιραίου και τραγικού αυτού ανθρώπου, που προώθησε όσο κανένας άλλος την παναίρεση του Οικουμενισμού στην εκκλησία μας;
 Ένα ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των ολεθρίων αυτών επιδόσεων ήρθε να προσθέσει πρόσφατα με την  διοργάνωση Ημερίδας, προκειμένου να τιμήσει έναν παπικό «αρχιεπίσκοπο». Σύμφωνα με ανακοίνωση στο διαδίκτυο «την Τρίτη 15 Μαΐου 2018 και ώρα 11:30, η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. διοργανώνει στην αίθουσα Συνεδριάσεων της Θεολογικής Σχολής  Διεθνή Επιστημονική Ημερίδα, αφιερωμένη στον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Κερκύρας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και Αποστολικό Βικάριο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη (Σπιτέρη), με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας»! Η Ημερίδα εντάσσεται στα πλαίσια εκδηλώσεων «Διαδρομές Θεολογικού Διαλόγου και διαχριστιανικής καταλλαγής».Σύμφωνα με το πρόγραμμα εισηγητές ήταν οι: α) Ευαγγελία Αμοιρίδου, «Πνευματικοί, ακαδημαϊκοί και ποιμαντικοί βηματισμοί από τα καντούνια της Κέρκυρας στα ίχνη του Φραγκίσκου της Ασίζης και του Αντωνίου της Πάδοβας» και β)Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Οικουμενικές εμπνεύσεις και δράσεις. Ακολούθησε επίδοση πλακέτας και μουσική εκδήλωση (http://aktines.blogspot.gr/2018/05/blog-post_41.html#more).

Με έκπληξη διαβάσαμε ότι ο τιμώμενος αιρετικός «αρχιεπίσκοπος» τιμήθηκε από την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή «με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας»του. Πράγμα που σημαίνει με απλά ελληνικά ότι η εν λόγω Σχολή, ακολουθώντας και εφαρμόζοντας πάνω στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, (η οποία ως γνωστόν αναγνώρισε πλήρη εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς παπικούς), έρχεται τώρα να τιμήσει τον εν λόγω παπικό «αρχιεπίσκοπο»! Για τους καθηγητές της Σχολής ο παπικός«αρχιεπίσκοπος»έχει πλήρη και κανονική αρχιεροσύνη, η δε 50ετής ιερατική και ποιμαντική του διακονία υπήρξε θεοφιλής και θεάρεστη, ώστε αξίζει και πρέπει να τιμηθεί όχι απλώς από τους παπικούς, αλλά και από μας τους Ορθόδοξους! Μ’ άλλα λόγια η 50ετής προσηλυτιστική του δράση εις βάρος του ορθοδόξου ποιμνίου, εξ’ αιτίας της οποίας ως άλλος προβατόσχημος λύκος κατασπάραζε και έστελνε στην απώλεια της αιρέσεως του Παπισμού πλήθος ψυχών, υπήρξε κατά πάντα θεάρεστη και γι’ αυτό έπρεπε να τιμηθεί!!!
Αδυνατούν δυστυχώς οι καθηγητές της Σχολής να συνειδητοποιήσουν, ότι μέσα στην αίρεση δεν υπάρχει ποιμαντική, διότι απλούστατα δεν υπάρχει σωτηρία. Στην αίρεση μία μόνο ποιμαντική υπάρχει, η ποιμαντική, που οδηγεί στην απώλεια. Λυπούμεθα, διότι αναγνωρίζοντας τον Παπισμό ως Εκκλησία, ακυρώνουν συνοδικές αποφάσεις δέκα αιώνων, που τον καταδίκασαν ως αίρεση και τον απέκοψαν από το σώμα της Εκκλησίας. Λυπούμεθα διότι με τη διαγωγή τους εφαρμόζουν πάνω στην πράξη την κακόδοξη οικουμενιστική θεωρία περί Μιας, αλλά ταυτόχρονα και «διηρημένης Εκκλησίας»! Λυπούμεθα, διότι απεμπολούν τον όρο«Καθολική» από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και τον χαρίζουν στους αιρετικούς παπικούς. Λυπούμεθα και οδυρόμεθα, διότι είδαμε σε φωτογραφίες της Ημερίδας, να παρίστανται σε αυτή και ορθόδοξοι Επίσκοποι, οι οποίοι «τίμησαν» με την παρουσία τους τον αιρετικό «αρχιεπίσκοπο»!  
Κλείνοντας εκφράζουμε την λύπη μας καθώς διαπιστώνουμε όλο και εναργέστερα  την απομείωση των Ορθοδόξων κριτηρίων των ακαδημαϊκών θεολόγων της πατρίδος μας, οι οποίοι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αντί να είναι οι άγρυπνοι οφθαλμοί της θεολογικής επιστήμης και οι φύλακες των Ορθοδόξων δογμάτων και των ευσεβών παραδόσεων, έγιναν φερέφωνα του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Ειλικρινά λυπούμεθα για τις Σχολές μας, οι οποίες, ενώ πριν μερικές δεκαετίες ήταν προπύργια της Ορθοδοξίας, τώρα απέβησαν εκκολαπτήρια θεολόγων με αλλοιωμένο, φρόνημα. Θεολόγων οι οποίοι θα μεταδίδουν στη συνέχεια στα σχολεία και στο λαό το δηλητήριο της αιρέσεως και θα οδηγούν στην απώλεια πλήθος ψυχών. Λυπούμεθα, αλλά δεν απογοητευόμεθα. Διότι το τιμόνι της Εκκλησίας το κρατάει στα χέρια του ο Θεός! Ο Θεός είναι εκείνος που θα δώσει τελικά τη νίκη στην Ορθοδοξία. Δεν θα θριαμβεύσει τελικά η αίρεση, όσο και αν φαίνεται, ότι τώρα συνεχώς κερδίζει έδαφος. Η «ένωση των εκκλησιών» δεν θα είναι τελικά μονόδρομος. Μια μέρα ο συγκρητισμός των ημερών μας θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, όπως ακριβώς κατέρρευσε ο Μαρξισμός-Λενινισμός στις χώρες του πρώην υπαρκτού Σοσιαλισμού.

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 26η Φεβρουαρίου 2018

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, δεν ήρθε στον κόσμο για να ιδρύσει κάποια θρησκεία, έστω την καλλίτερη και τελειότερη, αλλά
να ελευθερώσει τον πεσόντα άνθρωπο από τη δουλεία του διαβόλου. Όντας ο άνθρωπος μέσα στον Παράδεισο, δεν του δόθηκε από το Θεό καμιά θρησκευτική πίστη, ή συγκεκριμένη λατρεία προς Αυτόν, διότι η ίδια η ζωή του ήταν, (και θα συνέχιζε να είναι), μια διαρκής δοξολογία και λατρεία του Δημιουργού του. Δεν χρειαζόταν καμιά θρησκεία να τον ενώσει με το Θεό, διότι η κοινωνία μ’ Αυτόν ήταν μια δεδομένη πραγματικότητα.

Όμως η πτώση και η σταδιακή απομάκρυνσή του από το Θεό, έφεραν ως αναπόφευκτο επακόλουθο, τον σκοτισμό του νου του, τη φθορά και τον θάνατο, τον πνευματικό και στη συνέχεια τον βιολογικό. Έτσι δημιουργήθηκε χάσμα μέγα ανάμεσά στον Θεό και στον άνθρωπο, αγεφύρωτο για τις ανθρώπινες δυνατότητες. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος, στην προσπάθεια του να γεφυρώσει αυτό το χάσμα και να ενωθεί ξανά με το Θεό, επινόησε, με τη σκέψη και τη φαντασία του, κτιστά υποκατάστατα του Θεού, παρμένα από τον εξωτερικό κόσμο των αισθήσεων. Έτσι δημιούργησε τις διάφορες θρησκείες με τις πεπλανημένες και χονδροειδείς περί Θεού αντιλήψεις του. Ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής πρωτ. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, πολύ ωραία επισημαίνει στη Δογματική του, ότι «με τον όρο θρησκεία εννοούμεν κάθε ‘ταύτισιν’ του ακτίστου με το κτιστό και μάλιστα κάθε ‘ταύτισιν παραστάσεων’ του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως, που είναι το θεμέλιο της λατρείας των ειδώλων».1 Και συνεχίζει: «Οι πατριάρχαι και οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, οι απόστολοι και οι προφήται της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί των γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον ιατρόν που θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριον, (Γιαχβέ) της δόξης. Αυτός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εθεράπευσε την νόσον αυτήν, [της θρησκείας], στους φίλους και πιστούς του προ της ενσαρκώσεως του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει.  Η εν λόγω  νόσος συνίσταται εις το ότι υπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ του πνεύματος εν τη καρδία του ανθρώπου, (δηλαδή της κατά τους πατέρας νοεράς ενεργείας), και του εγκεφάλου. Εις την φυσιολογικήν της κατάστασιν η νοερά ενέργεια κινείται κυκλικώς ωσάν στρόφαλος  προσευχομένη εντός της καρδίας. Εις την νοσούσαν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια δεν στροφαλίζεται κυκλικώς, αλλά ξεδιπλωμένη και ριζωμένη εις την καρδίαν κολάει στον εγκέφαλον και δημιουργεί βραχυκύκλωμα μεταξύ εγκεφάλου και καρδίας. Έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοεράς ενεργείας, ριζωμένη πάντα στην καρδίαν. Έτσι ο πάσχων γίνεται δούλος του περιβάλλοντος του . Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα προερχόμενα εκ του περιβάλλοντος του νοήματα με τον θεόν, η τους θεούς του…Εις την θεραπευτικήν παράδοσιν της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιούνται κατάλληλα νοήματα και ρήματα ως μέσα κατά την διάρκειαν της καθάρσεως  και του φωτισμού της καρδίας και τα οποία καταργούνται κατά την διάρκειαν του δοξασμού, όταν αποκαλύπτεται εν τω  σώματι του Χριστού η πληρούσα τα κτιστά πάντα απερίγραπτος και ακατάληπτος και άκτιστος δόξα του Θεού… Από τον δοξασμόν του ο πάσχων διαπιστώνει ότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι ‘Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατότερον’».2 Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής συμπληρώνει ότι ο άνθρωπος «εικότως οία του νοητού κάλους ήδη της θείας ωραιότητος διαμαρτήσας, την φαινομένην κτίσιν εις Θεόν παρεγνώρισεν δια την αυτής προς σύστασιν σώματος χρείαν θεοποιήσας. Και το σώμα το ίδιον οικείως έχον κατά φύσιν προς την νομισθείσαν είναι θεόν κτίσιν, κατά το εικός ηγάπησε, κατά πάσαν σπουδήν, δια της περί μόνον το σώμα φροντίδος και επιμελείας, λατρεύων τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».3 Tέλος ο απόστολος Παύλος επιβεβαιώνοντας όλα τα παρά πάνω επισημαίνει ότι «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν η ευχαρίστησαν, αλλ’ ἐματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία• φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών», (Ρωμ.1,21-23). 

Δεν είναι τυχαίο το ότι οι θρησκείες του προχριστιανικού και του εξωχριστιανικού παρελθόντος, αλλά και του παρόντος, υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι, η αγιάτρευτη πληγή της ανθρωπότητας, η πηγή της δεισιδαιμονίας, του σκοταδισμού, της ανηθικότητας, της βίας, του πολέμου, των γενοκτονιών, της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης και κάθε μορφής κακού. Και τούτο διότι ο αντίδικος διάβολος άρπαξε την δημιουργηθείσα ανάγκη της θρησκευτικότητας και την έθεσε στη δική του σκοπιμότητα, να λατρεύεται ως θεός μέσω των ψευδοθεών των θρησκειών του κόσμου. Στην εποχή μας, όπου κυριαρχεί οι οικουμενιστικός οίστρος, προβάλλονται δυστυχώς οι θρησκείες του κόσμου «ως αξίες» και επιχειρείται να παραβλεφθούν όλα τα αρνητικά τους στοιχεία. Και ακόμη περισσότερο: Επιδιώκεται να έρθουν οι θρησκείες «κοντά», για να υπάρξει δήθεν «ειρήνη» και «καταλλαγή» και το χειρότερο, να υπάρξει «εμπλουτισμός» των επί μέρους θρησκειών από τον «πλούτο» των άλλων θρησκειών, που σημαίνει ότι έτσι ετοιμάζεται η σχεδιαζόμενη Πανθρησκεία! Μάλιστα μεταξύ των θρησκειών ενέταξαν και την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποφάνθηκαν, ότι και εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, με τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους! Κύριο «εργαλείο» προς αυτή την κατεύθυνση είναι, οι χωρίς όρια και προϋποθέσεις, Διαθρησκειακοί Διάλογοι.

Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Εφημερίδα των Συντακτών» (φ. 4-2-2018), του κ. Αποστόλου Λυκεσά, με τίτλο: «Στις θρησκείες της Ανατολής βρήκαν τη μέθοδο να αγαπάς τον άνθρωπο». Στο άρθρο γίνεται προβολή των προσώπων και του έργου δύο θεολόγων καθηγητών του ΑΠΘ, του κ. Γρηγόρη Ζιάκα, ομότιμου καθηγητού και της κόρης του κ. Αγγελικής Ζιάκα, αναπληρώτριας καθηγήτριας. Μελετήσαμε με προσοχή τις δηλώσεις των ειρημένων καθηγητών και μείναμε έκπληκτοι, διότι δεν περιμέναμε τέτοιου είδους δηλώσεις από ορθοδόξους καθηγητές της Θεολογίας.Παρά κάτω σχολιάζουμε μερικές εξ’ αυτών. 

Γράφει ο κ. Ζιάκας: «Εντρυφώντας στις ανατολικές θρησκείες έμαθα τον τρόπο να προσεγγίζει κάποιος αντιλήψεις και προσδοκίες άλλων λαών, κυρίως βρήκα τη μέθοδο να αγαπά κανείς τον άνθρωπο»! 
Αλλά, που αλλού μπορεί να βρει κανείς «τη μέθοδο να αγαπά τον άνθρωπο», παρά μόνον εν τω  Χριστώ, δια του Χριστού και εν τη Εκκλησία, αφού ο Χριστός είναι κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας η ενυπόστατη, η σαρκωμένη αγάπη, Εκείνος ο οποίος συνόψισε όλο το περιεχόμενο της Καινής του Διαθήκης στην εντολή της αγάπης προς τον πλησίον; «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους», (Ιω.13,34). Είναι αδύνατο λοιπόν σύμφωνα με την διδασκαλία, αλλά και την εμπειρία της Εκκλησίας μας, να βρει κανείς «τη μέθοδο να αγαπά τον άνθρωπο» πραγματικά, έξω από τον Χριστό και την Εκκλησία και μέσα στα άλλα θρησκεύματα.
Είναι φανερό ότι ο κ. καθηγητής, περιπλανώμενος μέσα στις θρησκείες του κόσμου, έψαξε να βρει την αληθινή αγάπη προς τον πλησίον εκεί που δεν υπάρχει. Και αυτό, που νόμισε ότι βρήκε, φυσικά δεν είναι η εν Χριστώ αληθινή προς τον πλησίον αγάπη. Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια καρικατούρα, ένα φάσμα κίβδηλης και ψεύτικης αγάπης. Διότι, πως είναι δυνατόν να βρει κανείς αληθινή αγάπη στον απόκοσμο και ατομοκεντρικό Ινδουισμό, στον εχθρό της ζωής Βουδισμό, στους Σιχ, οι οποίοι έχουν κάνει συχνά φρικτά μαζικά εγκλήματα μέσα στους ναούς τους, στο Ισλάμ και το «ιερό» του βιβλίο, το Κοράνιο, το οποίο είναι γεμάτο από μίσος και εκδικητικότητα για τους «απίστους», και εξωθεί τους πιστούς του να έχουν διαπράξει και να διαπράττουν εκατομμύρια ειδεχθή εγκλήματα, στους 13 αιώνες της ιστορίας του; 

Παρά κάτω γράφει: «Όταν είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με τις ανατολικές θρησκείες σε επίπεδο μελέτης, μου λέγανε “τι τα θες κι ασχολείσαι μ’ αυτά;”, αλλά όταν τέλειωσα τη μελέτη μου για το Ισλάμ, ο επικεφαλής καθηγητής μου είπε πως “κάθε ύμνος ηττάται” μπροστά στη δουλειά που είχα κάνει. Εγώ, ερευνώντας και μαθαίνοντας, βρήκα τον έρωτα της ψυχής του ανθρώπου για το Κάτι Άλλο, το πέρα από τις πεζότητες». Είναι δυνατόν ο έρωτας της ψυχής ενός ορθόδοξου Χριστιανού και πολύ περισσότερο ενός καθηγητού, να είναι το «Κάτι Άλλο», και όχι ο Χριστός, ο επουράνιος Νυμφίος της Εκκλησίας; Με τον τρόπο που εκφράζεται δηλώνει σαφέστατα ότι   δε μπόρεσε να βρει «τον έρωτα της ψυχής του» στο Νυμφίο της Εκκλησίας, στο Χριστό, αλλά στο «Κάτι Άλλο» των ανατολικών θρησκευμάτων! Η ορθόδοξη θεολογία, την οποία σπούδασε και υπηρέτησε, μάλλον, θα είναι κατ’ αυτόν, «πεζότητα» και ελάσσονος σημασίας, μπροστά στο «Κάτι Άλλο», που υπάρχει μόνο στα ανατολικά θρησκεύματα.

Παρά κάτω γράφει: «Στα 82 χρόνια του σήμερα συμπεραίνει για την επιστήμη του πως όσο κι αν ακουστεί περίεργο, παρότι η αναζήτηση του θείου έχει μεταφυσικό χαρακτήρα, η επιστήμη μου υπηρετεί τον ορθό λόγο»! Χαρακτήρα μεταφυσικής αναζήτησης του θείου έχουν οι θρησκείες του κόσμου, που εκφράζουν την απέλπιδα και αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου, να βρει τον Θεό και να επιτύχει τη λύτρωσή του, όπως και ο αιρετικός δυτικός χριστιανισμός του σχολαστικισμού. Για μας τους ορθοδόξους δεν τίθεται θέμα αναζήτησης του Θεού, διότι ο Θεός είναι Εκείνος ο Οποίος ήλθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ.19,10) και είναι μαζί μας «πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20). Ισχυρίζεται επίσης ότι «η επιστήμη μου υπηρετεί τον ορθό λόγο». Η έρευνα των θρησκειών του κόσμου ασφαλώς και έχει επιστημονικό χαρακτήρα, διότι οι θρησκείες ως ανθρώπινα κατασκευάσματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και μπορούν να προσεγγιστούν με τον ορθό λόγο. Αν λοιπόν με τη λέξη «επιστήμη» εννοεί το μάθημα της Θρησκειολογίας έχει καλώς. Αν όμως εννοεί την Ορθόδοξη Θεολογία, τότε δεν πρέπει να ξεχνά ότι η αυθεντική Ορθόδοξη Θεολογία είναι αποκάλυψη Θεού στους αξίους, στους διαβεβηκότας δια πράξεως και θεωρίας και δεν έχει καμία σχέση με την επιστημονική έρευνα και τον ορθό λόγο.

Στη συνέχεια γράφει: «Μέχρι σήμερα προσπάθησα να δω τα πνευματικά αγαθά των ανθρώπων. Ασχολήθηκα με τις διαχρονικές αξίες της ανθρωπότητας. Έτσι αγαπά κανείς»! Ανάλωσε την ζωή του ο κ. καθηγητής για να βρει «τα πνευματικά αγαθά των ανθρώπων», (προφανώς μελετώντας τις θρησκείες του κόσμου), αλλά δεν μπορεί τελικά να μας βεβαιώσει, αν τα βρήκε και ποια είναι αυτά. Δεν φαίνεται να είναι σε θέση να μας εξηγήσει από που πηγάζουν αυτά τα πνευματικά αγαθά. Αδυνατεί να μας  βεβαιώσει ότι το πρώτο πνευματικό αγαθό, η πρώτη και ανεκτίμητη πνευματική δωρεά του Θεού στην ανθρωπότητα είναι ο Χριστός και το απολυτρωτικό του έργο. Κατ’ επέκταση κάθε άλλη πνευματική δωρεά πηγάζει από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, αυτό δηλαδή που ομολογούμε κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας: «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνων εξ’ ου του Πατρός των φώτων». Δεν φαίνεται επίσης να είναι σε θέση να μας εξηγήσει, από που πηγάζουν οι «διαχρονικές αξίες της ανθρωπότητας». Από που πηγάζει δηλαδή η ελευθερία, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ισότης μεταξύ των ανθρώπων, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ. Αν ανοίξει κανείς το ευαγγέλιο, πολύ εύκολα θα διαπιστώσει ότι όλες οι παρά πάνω διαχρονικές αξίες ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Χριστού. Και μόνον μέσα στην Εκκλησία και με τη δύναμη του αναστάντος Χριστού είναι σε θέση το κάθε πιστό μέλος της να κάνει βίωμα και πράξη στη ζωή του τις παρά πάνω διαχρονικές αξίες. 

Η κόρη του, κα Αγγελική Ζιάκα, αναφέρθηκε στην «παρεξηγημένη» ισλαμική θρησκεία. Γράφει: «είναι σπουδαίο που τα ανοίγματα αυτά [προς τις άλλες θρησκείες], τα έχουν κάνει θεολογικές σχολές (άνοιγμα από το 1960) σε θρησκείες, άρα και κουλτούρες, καθώς κάθε μέρα που περνά διαπιστώνουμε ότι το πεδίο είναι τεράστιο, αφού ‘δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη του Ισλάμ ακόμη και στον μουσουλμανικό κόσμο, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και πολιτιστικά και πολιτικά’»! Θεωρεί σπουδαίο η κ. Ζιάκα και μεγάλο επίτευγμα, το γεγονός ότι στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ έχει εισαχθεί πρόσφατα Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών, στην οποία μάλιστα είναι και επιστημονικά υπεύθυνη. Καυχάται μ’ άλλα λόγια, διότι «αξιώνεται» να διδάσκει το Ισλάμ, που υβρίζει τον Χριστό ως κτίσμα και τον ορίζει ως προφήτη, κατώτερο του Μωάμεθ, και τα διδάγματα του Κορανίου, που είναι γεμάτα από ύβρεις και βλασφημίες κατά της πίστεώς μας, τα οποία οι άγιοι Πατέρες και ιδιαίτερα ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, χαρακτηρίζουν ως «γέλωτος άξια». 

Σχετικά με το θέμα αυτό πολύ σοφά παρατηρεί σύγχρονος ομολογητής κληρικός ότι: «Η επιχειρούμενη ενσωμάτωση του Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών αποτελεί: «άμικτο μίξη», ανόσια παρεμβολή, ανίερη σύζευξη, …καταιγίδα στην ορθόδοξη θεολογία και εκκλησιαστική μας ενότητα, απαράδεκτη, διεθνώς, πανεπιστημιακή πράξη, εμπέδωση των ξενοκίνητων και επίβουλων διαθρησκειακών συναντήσεων, προοίμιο της νεοεποχίτικης πανθρησκείας. Ποιά σύνδεση μπορεί να υπάρξει μεταξύ της ακτίστου χάριτος και της ψευδοπροφητικής ιδεοληψίας του Κορανίου; της εν Αγίω Πνεύματι εμπειρικής θεολογίας των αγίων μας και των εκφυλισμένων θρησκευτικών διατάξεων της Σαρίας; Πως είναι δυνατόν να συνυπάρξουν η αλήθεια με το ψέμα, η αγάπη με το μίσος, το φως με το σκοτάδι; Με ποιά λογική μπορεί να συνδυαστούν ο ιερός πόλεμος (τζιχάντ) που κηρύσσει το Κοράνιο εναντίον κάθε αντιθέτου πίστεως προς το Ισλάμ, με την ειρήνη και την αγάπη που διδάσκει το ιερό Ευαγγέλιο του Χριστού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας; Με ποιά λογική μπορεί να συνδυαστούν η ορθόδοξη θεολογία της θεώσεως …με τους φανταστικούς παραδείσους και τις επαγγελίες ηδονικών απολαύσεων και γευστικών εδεσμάτων που υπόσχεται το Κοράνιο;». 

Περαίνοντας εκφράζουμε τη λύπη μας και την απογοήτευσή μας για την κατάπτωση της σύγχρονης  ακαδημαϊκής Ορθοδόξου διδασκαλίας, η οποία απομακρύνθηκε παρασάγγας από την αγιοπατερική Παράδοση. Τα λεγόμενα και πραττόμενα από τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς (και όχι μόνο) θεολόγους είναι αρεστά από τους έχοντες κοσμικό φρόνημα και τις επιδιώξεις της παγκοσμιοποίησης, η οποία έρχεται, ως οδοστρωτήρας μεγατόνων, για να συνθλίψει την μόνη σώζουσα ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας μας. Ο πιστός λαός μας μπορεί να μην γνωρίζει θεολογία, έχει όμως την εμπειρική σχέση με την Εκκλησία μας, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να ξεχωρίζει το γνήσιο από το νόθο.Είμαστε σίγουροι λοιπόν ότι οι περισσότεροι από όσους διάβασαν τις δηλώσεις τους κατάλαβαν ότι αυτές δεν εκφράζουν την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του πιστού λαού!   

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών