ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ- ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ!

 
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή μετά την Ύψωση: Ερμηνεία της Αποστολικής περικοπής 

[Γαλ. 2, 16-20]

«Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ (: επειδή όμως μάθαμε από τη δική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό λοιπόν και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι όπως αναφέρεται και στους ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος)» [Γαλ. 2,16· ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].
Πρόσεξε και εδώ πώς με ασφάλεια λέγει τα πάντα. «Διότι όχι όμως ως κακό αλλά ως ασθενή στο να μας εξασφαλίσει τη σωτηρία», λέγει, «εγκαταλείψαμε τον μωσαϊκό νόμο». Εάν λοιπόν ο μωσαϊκός νόμος δεν παρέχει δικαίωση και σωτηρία στον άνθρωπο, είναι περιττή η περιτομή. Αλλά εδώ μεν έτσι αναφέρει· προχωρώντας όμως δείχνει ότι όχι μόνο είναι περιττή η περιτομή, αλλά και επικίνδυνη· κάτι το οποίο είναι και περισσότερο αξιοπαρατήρητο, το ότι δηλαδή στην αρχή μεν λέγει ότι «δεν δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου», προχωρώντας όμως ομιλεί και με πιο βαριές εκφράσεις.

«Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; (: Αλλά όμως εάν υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι επιβεβλημένη, και συνεπώς εμείς που αφήσαμε τον νόμο αμαρτήσαμε και βρεθήκαμε να είμαστε αμαρτωλοί μόνο και μόνο επειδή ζητούμε να δικαιωθούμε και να σωθούμε με την πίστη και την κοινωνία μας με τον Χριστό, τότε γεννιέται το άτοπο ερώτημα: “Άραγε ο Χριστός είναι υπηρέτης της αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;”. Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία)»[Γαλ.2,17]. «Διότι εάν δεν έχει δύναμη», λέγει, «η πίστη στον Χριστό να δικαιώσει, αλλά υφίσταται πάλι η αναγκαιότητα του μωσαϊκού νόμου, εκείνοι οι οποίοι εγκατέλειψαν τον νόμο για τον Χριστό και δεν δικαιώνονται από την άφεση, αλλά κατακρίνονται, θα βρούμε να γίνεται αίτιος της κατακρίσεως Αυτός, για τον οποίο, αφού εγκαταλείψαμε τον νόμο, καταφύγαμε στην πίστη».

Είδες σε πόσο αναγκαστική ατοπία οδήγησε τον λόγο και πώς αγωνίστηκε με δύναμη; «Διότι, εάν δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον νόμο», λέγει, «τον εγκαταλείψαμε όμως για τον Χριστό, πρόκειται να κριθούμε». Γιατί λοιπόν παραινείς και λέγεις αυτά στον Πέτρο, ο οποίος τα γνωρίζει αυτά ακριβέστερα από όλους; Δεν φανέρωσε σε αυτόν ο Θεός ότι δεν πρέπει να κρίνει άνθρωπο απερίτμητο για την περιτομή που δεν έχει κάνει; Μήπως όταν ομιλούσε στους Ιουδαίους γι΄ αυτά δεν αντιπαρατάχθηκε γενναιόψυχα από αυτήν την άποψη; Μήπως πάλι δεν απέστειλε από τα Ιεροσόλυμα σαφή διδασκαλία για αυτά;

Δεν λέγει, λοιπόν, αυτά ο Απόστολος Παύλος για να διορθώσει τον Πέτρο· αλλά φαίνεται μεν ότι ο λόγος απευθύνεται σε εκείνον, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχει τους μαθητές. Αυτά λοιπόν τα λέει απευθυνόμενος όχι μονάχα προς τους Γαλάτες, αλλά και προς εκείνους οι οποίοι πάσχουν από την ίδια νόσο· διότι, εάν και δεν περιτέμνονται πολλοί τώρα, νηστεύουν όμως και τηρούν την αργία του Σαββάτου, πράττουν αυτά μαζί με εκείνους, αποχωρίζοντας τους εαυτούς τους από τη χάρη· διότι, εάν αυτούς οι οποίοι χρησιμοποιούν μόνο την περιτομή, ο Χριστός δεν τους ωφελεί σε τίποτε, όταν προστίθεται και η νηστεία και το Σάββατο και όχι μόνο μία, αλλά δύο εντολές τηρούνται, πρόσεξε πως ο κίνδυνος και με την πρόοδο του χρόνου έγινε φοβερότερος· διότι εκείνοι μεν στην αρχή αυτό έκαναν, ενώ υπήρχε ακόμη η πόλη και ο ναός και όλα τα άλλα· αυτοί όμως, ενώ είδαν και την τιμωρία στην οποία παραδόθηκαν οι Ιουδαίοι και την καταστροφή της πόλεως και περισσότερο έβλαψαν τους εαυτούς τους και τους άλλους, ποια απολογία θα έχουν για το ότι τηρούν τον νόμο τότε, όταν αυτοί, ενώ ήσαν Ιουδαίοι και παρά το ό,τι ήθελαν πάρα πολύ, δεν μπορούν να τηρούν αυτά; Τον Χριστό ενεδύθης, μέλος του Δεσπότη έγινες, στην άνω πόλη αναγράφηκες, και ακόμη στον μωσαϊκό νόμο ακόμη έρπεις; Και πώς είναι δυνατόν να επιτύχεις τη βασιλεία;

Άκουσε τον Παύλο ο οποίος λέγει ότι το ευαγγέλιο ανατρέπεται από την τήρηση του μωσαϊκού νόμου. Και εάν θέλεις, μάθε και τον τρόπο και φρίξε και απόφυγε το βάραθρο· διότι, γιατί τηρείς το Σάββατο και νηστεύεις μαζί με εκείνους; Είναι φανερό ότι επειδή φοβάσαι τον νόμο και το να εγκαταλείψεις εκείνες τις εντολές· δεν θα φοβόσουν όμως να εγκαταλείψεις τον νόμο, εάν δεν θεωρούσες την πίστη ως ασθενή και μη ικανή να σώσει μόνη της· διότι εάν φοβάσαι τη μη τήρηση του Σαββάτου, είναι ολοφάνερο ότι φοβάσαι τον νόμο σαν να επικρατεί ακόμη.
Και αν υπάρχει ανάγκη του νόμου πάλι, όχι ενός μέρους, ούτε μιας εντολής, αλλά ολόκληρου βέβαια του νόμου υπάρχει ανάγκη· εάν όμως ολόκληρος ο μωσαϊκός νόμος είναι αναγκαίος, εξοβελίστηκε βαθμιαία η δια της πίστεως δικαίωση. Διότι, εάν τηρείς τα Σάββατα, γιατί όχι και την περιτομή; Και εάν περιτέμνεσαι, γιατί και να μη θυσιάζεις; Διότι εάν πρέπει να φυλάττει κανείς, ολόκληρο τον νόμο πρέπει να φυλάττει· εάν όμως δεν πρέπει να τον τηρεί ολόκληρο, ούτε μέρος του νόμου πρέπει. Εάν δεν φρίττεις για την τήρηση ενός μέρους, μήπως κριθείς για παράβαση, πρέπει να φοβάσαι και για την τήρηση ολόκληρου· και εάν η παράβαση ολοκλήρου του νόμου δεν κολάζει είναι φανερό ότι ούτε η παράβαση ενός μέρους κολάζει· αν πάλι η παράβαση ενός μέρους κολάζει, πολύ περισσότερο η παράβαση ολόκληρου. Αν όμως είναι ανάγκη να τηρηθεί ολόκληρος, πρέπει να παρακούσουμε τον Χριστό, ή, υπακούοντας στον Χριστό, να γίνουμε παραβάτες του νόμου· διότι εάν πρέπει να τηρούμε αυτόν, όσοι δεν τον τηρούν, είναι παραβάτες, και αίτιος αυτής της παραβάσεως θα βρεθεί για εμάς ο Χριστός· διότι Αυτός κατέλυσε τον νόμο που δόθηκε γι’ αυτούς και πρόσταξε να τον καταλύουν.

Βλέπεις τι αποδεικνύουν οι ιουδαΐζοντες; Τον Χριστό, τον αίτιο της δικής μας δικαιώσεως, Αυτόν εμφανίζουν ως αίτιο και αμαρτίας ακόμη, όπως και ο Παύλος λέγει: «ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος;». Ύστερα, αφού απέδειξε τον λόγο ως άτοπο, δεν χρειάστηκε πλέον απόδειξη για να τους ανατρέψει, αλλά αρκέστηκε μόνο στην απαγόρευση λέγοντας: «Μή γένοιτο! (: Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία!)»· διότι για τα αναίσχυντα και αναιδή, ούτε αποδεικτικών λόγων υπάρχει ανάγκη, αλλά αρκεί και να απαγορεύσει μόνο.

«Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι (: και καταλήγουμε οπωσδήποτε στη βλασφημία αυτή, εάν δεχθούμε ως αληθινή την υπόθεση που κάναμε· διότι, εάν εκείνα που κατάργησα και αθέτησα ως ανώφελα, δηλαδή τις τυπικές διατάξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία, με την επάνοδό μου αυτήν στην τήρηση του νόμου αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω έμπρακτα ότι έκανα λάθος πρωτύτερα που αθέτησα τον νόμο, και αμάρτησα όταν προτίμησα τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός)» [Γαλ. 2, 18]. Κοίταξε σύνεση που διακρίνει τον Παύλο. Εκείνοι ήθελαν να δείξουν ότι όποιος δεν τηρεί τον νόμο είναι παραβάτης· αυτός στο αντίθετο έστρεψε τον λόγο, δείχνοντας ότι παραβάτης είναι αυτός ο οποίος τηρεί τον μωσαϊκό νόμο· διότι με τους λόγους «οικοδομώ αυτά που κατάργησα», εννοεί τον νόμο. Αυτό λοιπόν το οποίο λέγει, είναι το εξής: «ο νόμος έπαψε να ισχύει, και αυτό ομολογήσαμε δια του ότι, εγκαταλείποντάς τον, καταφύγαμε στην σωτηρία από την πίστη. Αν λοιπόν επιδιώξουμε να αναστήσουμε αυτόν, σε αυτόν τον ίδιο γινόμαστε παραβάτες, αγωνιζόμενοι να τηρούμε αυτά τα οποία ο Θεός κατέλυσε».

Ύστερα δείχνει και πώς καταλύθηκε ο μωσαϊκός νόμος: «Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω (: Αλλά όχι. Δεν αμάρτησα, ούτε είμαι παραβάτης· διότι εγώ με κριτήριο τον νόμο που κατάργησα και ο οποίος τιμωρεί με θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού)» [Γαλ. 2, 19]. Αυτό έχει διπλή εκδοχή. Δηλαδή ή την χάρη λέγει νόμο- διότι γνωρίζει και τη χάρη να ονομάζει νόμο, όπως όταν λέγει: «ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου (: διότι ο Νόμος του Πνεύματος, η χάρη, ο φωτισμός και η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστό ζωή, με απελευθέρωσε από τον νόμο και την κυριαρχία της αμαρτίας και του θανάτου)» [Ρωμ. 8, 2] – ή εννοεί τον παλαιό νόμο, δείχνοντας ότι δι’ αυτού του ίδιου του νόμου πέθανε για τον νόμο· δηλαδή «αυτός ο ίδιος ο νόμος με οδήγησε στο να μην είμαι προσηλωμένος σε αυτόν. Εάν λοιπόν φροντίσω να προσηλώνομαι σε αυτόν, και τον ίδιο τον νόμο παραβαίνω». Πώς και με ποιον τρόπο; Ο Μωυσής, ομιλώντας για τον Χριστό, λέγει: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε (: Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα οπό τους αδελφούς σου Ισραηλίτες ένα προφήτη σαν εμένα• σε Αυτόν πλέον θα υπακούετε)» [Δευτ. 18, 15]. Ώστε αυτοί οι οποίοι δεν πείθονται σε Αυτόν, παραβαίνουν τον νόμο.

Και με άλλον τρόπο πρέπει να νοήσουμε το «διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον». Ο νόμος δηλαδή διατάσσει όλα όσα έχουν γραφεί να τηρούνται, και κολάζει εκείνον ο οποίος δεν τα τηρεί. Επομένως όλοι κατά τον νόμο έχουμε αποθάνει· διότι κανείς δεν τον τήρησε πλήρως. Και πρόσεξε πως και εδώ με μετριοπάθεια διεξάγει τον πόλεμο προς το νόμο· δεν είπε δηλαδή «ο νόμος πέθανε για εμένα», αλλά «εγώ πέθανα ως προς τον νόμο». Και αυτό το οποίο εννοεί, είναι το εξής: «όπως ο νεκρός και πεθαμένος δεν είναι δυνατόν να υπακούει στις εντολές του νόμου, έτσι ούτε εγώ ο οποίος πέθανα ως προς την κατάρα εκείνου· διότι για τον λόγο εκείνου πέθανα». Ας μην προστάσσει λοιπόν τον πεθαμένο, τον οποίο και αυτός φόνευσε, και με θάνατο όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό, δια του οποίου επέφερε και τον σωματικό. Το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, έκανε φανερό δια των εξής: «ἵνα Θεῷ ζήσω (: Γιατί εγώ πέθανα ως προς τον νόμο διαμέσου του νόμου, για να ζήσω για το Θεό)», λέγει, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι (: μαζί με το Χριστό έχω σταυρωθεί)»· διότι επειδή είπε «πέθανα», για να μην πει κανείς, «πώς λοιπόν ζεις;», πρόσθεσε και την αιτία της ζωής, και έδειξε ότι ο μεν νόμος, και τον ζωντανό φόνευσε, ο δε Χριστός, ενώ παρέλαβε νεκρό με τον θάνατό Του, χάρισε σε αυτόν τη ζωή. Και λέγοντας «ζωή» εννοεί την αθάνατη ζωή· διότι αυτό σημαίνει το «για να ζήσω ως προς τον Θεό».

«Χριστῷ συνεσταύρωμαι (: Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο νόμος)». Και πώς αυτός που ζει και αναπνέει λέγει ότι συσταυρώθηκε; Διότι το ότι ο Χριστός μεν σταυρώθηκε, είναι γνωστό· εσύ όμως, Παύλε, πώς σταυρώθηκες και ζεις; Πρόσεξε πως εξηγεί και αυτό, λέγοντας: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός (: έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός)» [Γαλ. 2, 20]· διότι με το να πει: «σταυρώθηκα μαζί με τον Χριστό» υπαινίχτηκε το βάπτισμα· ενώ με το να πει: «Δεν ζω πλέον εγώ», υπαινίχτηκε την μετά από αυτά ζωή, δια της οποίας νεκρώνονται τα δικά μας μέλη.

Και τι σημαίνει «αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός»; «Τίποτε δεν γίνεται από εμένα», θέλει να πει, «από εκείνα τα οποία δεν θέλει ο Χριστός». Όπως δηλαδή «θάνατο» λέγει όχι τον φυσικό, αλλά τον προερχόμενο από τις αμαρτίες, έτσι και ζωή, εννοεί την απαλλαγή από αυτές· διότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ως προς τον Θεό με άλλο τρόπο, παρά μόνο αφού νεκρωθεί ως προς την αμαρτία.

Όπως ακριβώς λοιπόν ο Χριστός υπέστη τον σωματικό θάνατο, έτσι και εγώ υπέστην τον θάνατο ως προς την αμαρτία. «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, μοιχείαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία (: Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)» [Κολοσ. 3, 5]. Και πάλι: «ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος ἐσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ (: θα γίνουμε ένα με τον Χριστό εάν γνωρίζουμε ότι η διεφθαρμένη από την αμαρτία φύση που κληρονομήσαμε από τον Αδάμ σταυρώθηκε μαζί με τον Χριστό μυστηριακώς με το βάπτισμα, για να γίνει αδρανές και πεθαμένο το δουλωμένο στην αμαρτία σώμα μας, ώστε να μη γίνεται όργανό της και να μην είμαστε πλέον δούλοι και σκλάβοι στην αμαρτία)» [Ρωμ. 6, 6], πράγμα το οποίο έγινε στο βάπτισμα. Μετά λοιπόν από αυτά, εάν παραμένεις νεκρός ως προς την αμαρτία, ζεις ως προς τον Θεό· αν όμως πάλι αναστήσεις την αμαρτία, τότε κατέστρεψες αυτή και τη ζωή. Ο Παύλος όμως δεν ήταν τέτοιος, αλλά παρέμενε τελείως νεκρός ως προς την αμαρτία. «Εάν λοιπόν ζω ως προς τον Θεό», λέγει, «ζωή διαφορετική από αυτήν που βρίσκεται υπό τον νόμο, και έχω γίνει νεκρός για τον νόμο, δεν μπορώ να τηρώ τον νόμο».

Πρόσεξε την τελειότητα του βίου και θαύμασε τη μακάρια εκείνη ψυχή· διότι δεν είπε «ζω εγώ» αλλά «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός». Ποιος θα τολμήσει να εκστομίσει αυτόν τον λόγο; Διότι επειδή κατέστησε τον εαυτό του ευπειθή στον Χριστό και απέβαλε όλα τα βιοτικά και έπραττε πάντοτε σύμφωνα με το θέλημα Εκείνου, δεν είπε: «ζω ως προς τον Χριστό», αλλά, πράγμα πολύ περισσότερο, «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός»· διότι όπως ακριβώς η αμαρτία, όταν επικρατήσει, αυτή είναι εκείνη η οποία ζει, κατευθύνοντας την ψυχή σε εκείνα τα οποία θέλει, έτσι και, όταν εκείνη νεκρωθεί, γίνονται αυτά τα οποία θέλει ο Χριστός, και δεν είναι πλέον ανθρώπινη αυτή η ζωή, όταν αυτός ο ίδιος ζει μέσα σε εμάς, δηλαδή ενεργεί, επικρατεί.

Επειδή επίσης έλεγε: «Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο μωσαϊκός νόμος.» και «δεν ζω πλέον εγώ, αλλά πέθανα», πρόσθεσε: «ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (: Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και τη φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, τη ζω με έμπνευση και με την κυριαρχία της πίστεως στον Χριστό, τη ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της πίστεως στον Υιό του Θεού, ο οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου)» [Γαλ. 2, 20].

«Αυτά μεν τα οποία είπα», λέγει, «τα είπα για τη νοερά ζωή· εάν πάλι κάποιος ήθελε να εξετάζει και αυτή την αισθητή ζωή, και αυτήν τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού. Διότι όσο ζούσα με τον παλαιό τρόπο ζωής και τον νόμο, ήμουνα άξιος εσχάτης κολάσεως και θα είχα καταστραφεί»· διότι «όλοι αμάρτησαν και στερούνται της θείας δόξης» και όλοι βρισκόμαστε υπό την καταδικαστική απόφαση· και διότι οι πάντες πέθαναν, αν και όχι εμπειρικά, αλλά ως προς την απόφαση· και επειδή δεχτήκαμε την πληγή, διότι και ο νόμος κατηγόρησε και ο Θεός αποφάσισε, αφού ήλθε ο Χριστός και παρέδωσε τον εαυτό Του στον θάνατο, εξάρπασε όλους εμάς από τον θάνατο.

Ώστε «τη ζωή την οποία τώρα ζω στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Θεό»· δηλαδή ζω για την πίστη σε Αυτόν. Επειδή εάν δεν υπήρχε αυτό, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να καταστραφούμε όλοι· πράγμα το οποίο έγινε και με τον κατακλυσμό· αλλά η παρουσία του Χριστού, αφού κατάπαυσε την οργή του Θεού, κατέστησε δυνατόν να ζούμε δια της πίστεως. Για το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, μάθε από τα εξής. Αφού είπε δηλαδή ότι «τη ζωή την οποία ζω τώρα στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού» πρόσθεσε «ο οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του προς χάριν μου». Τι κάνεις, Παύλε, σφετεριζόμενος αυτά τα οποία ανήκουν σε όλους και οικειοποιούμενος αυτά τα οποία έγιναν για όλους; Διότι δεν είπε «ο οποίος μας αγάπησε», αλλά «ο οποίος με αγάπησε».

Αλλά όμως ο ευαγγελιστής λέγει: «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον (: Και μη σου φαίνεται παράδοξο ότι ο υιός του ανθρώπου πρόκειται να υψωθεί πάνω στον σταυρό για τη σωτηρία σας· διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο των ανθρώπων που ζούσε στην αμαρτία, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό Του, για να μη χαθεί σε αιώνιο θάνατο κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια)» [Ιω. 3, 16] και εσύ ο ίδιος λέγεις: «ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; (: Αυτός, ο οποίος δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέδωσε στον σταυρικό θάνατο, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρίσει και κάθε άλλη εύνοια και όλα τα άλλα, που είναι απαραίτητα για τη σωτηρία μας; Αφού μας χάρισε τον Υιό Του, δεν θα μας χαρίσει και όλα τα άλλα που χρειαζόμαστε για να σωθούμε;)» [Ρωμ. 8, 32]· όχι προς χάριν σου, αλλά «ὑπὲρ ἡμῶν πάντων (: προς χάριν όλων μας)» · και πάλι: «προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων (: και να ενισχυόμαστε στην ενάρετη ζωή περιμένοντας με χαρά τη μακαριότητα που ελπίζουμε και τη φανέρωση της δόξας του μεγάλου Θεού και σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος έδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη μας, για να μας εξαγοράσουν από κάθε παράβαση του νόμου, να μας καθαρίσει και να μας κάνει έτσι δικό Του εκλεκτό λαό, λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)» [Τίτ. 2, 14].

Τι είναι λοιπόν αυτό το οποίο λέγει εδώ; Ομιλεί έτσι, επειδή κατανόησε την απελπιστική κατάσταση της ανθρώπινης φύσεως και την απερίγραπτη κηδεμονία του Χριστού, και από ποια δεινά απάλλαξε και ποια χάρισε, και φλογίστηκε από τον πόθο γι΄Αυτόν· διότι και οι προφήτες οικειοποιούνται πολλές φορές τον Θεό, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω (:Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωί, από τα χαράματα προσεύχομαι προς Εσένα)» [Ψαλμ. 62, 1]. Και για να δείξει, εκτός από αυτά, ότι ο καθένας από εμάς εάν είναι δίκαιος, τόση χάρη πρέπει να οφείλει στον Χριστό, όση θα όφειλε εάν είχε έλθει μόνο για Αυτόν· διότι δεν θα αρνιόταν να δείξει τόση οικονομία και για ένα μόνον άνθρωπο· διότι σε τόσο μεγάλο βαθμό αγαπά τον κάθε άνθρωπο, όσο ολόκληρη την οικουμένη. Η μεν θυσία λοιπόν προσφέρθηκε υπέρ ολόκληρου του κόσμου και ήταν αρκετή να ελευθερώσει όλους. Εκείνοι όμως οι οποίοι δέχονται την ευεργεσία είναι μόνο όσοι πιστεύουν. Αλλά το ότι δεν προσήλθαν όλοι, δεν Τον απομάκρυνε από αυτήν την οικονομία· αλλά όπως το δείπνο της ευαγγελικής παραβολής, ετοιμάστηκε μεν για όλους, επειδή όμως δε θέλησαν να έλθουν αυτοί οι οποίοι κλήθηκαν δεν απέσυρε τα όσα ετοιμάστηκαν αλλά κάλεσε άλλους, έτσι έκανε και εδώ· διότι και το πρόβατο το οποίο αποχωρίστηκε από τα ενενήντα εννιά, ένα ήταν, αλλά ούτε αυτό το καταφρόνησε.

Αυτό το ίδιο λοιπόν κάπως έτσι υπαινισσόταν ομιλώντας για τους Ιουδαίους ο Παύλος λέγοντας: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται · ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε (: και το προνόμιο αυτό να κατέχουν αυτοί τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού δεν εκμηδενίστηκε· διότι, τι σημασία έχει αν μερικοί από τους Ιουδαίους έδειξαν απιστία; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την αξιοπιστία και την αλήθεια του Θεού; Ποτέ να μη συμβεί να πει κανείς ότι είναι δυνατόν να φανεί ο Θεός αναξιόπιστος και καταπατητής των υποσχέσεών Του. Κι ας αποδεικνύεται από τα πράγματα ο Θεός αξιόπιστος στα λόγια Του, ενώ κάθε άνθρωπος ασυνεπής και ψεύτης, σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφεί στους ψαλμούς: “Για να αποδειχθείς, Θεέ μου, δίκαιος στα λόγια Σου και τις υποσχέσεις Σου και να νικήσεις όταν οι άνθρωποι Σε κρίνουν”)» [Ρωμ. 3, 3-4]. Ύστερα, Αυτός μεν τόσο σε αγάπησε, ώστε και τον εαυτό Του να παραδώσει και ενώ δεν είχες ελπίδα σωτηρίας σε οδήγησε σε τόση και τέτοια ζωή, και εσύ μετά από τόσα αγαθά επιστρέφεις προς τα παλαιά;

Επειδή λοιπόν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τους συλλογισμούς τα έθεσε ο Παύλος μέσα τους με ακρίβεια, διακηρύσσει με έντονο και εμφαντικό τρόπο λέγοντας: «Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν (: δεν απορρίπτω ως ανώφελη τη χάρη που μου έδωσε ο Θεός. Οπωσδήποτε όμως θα αθετήσω τη χάρη αυτή, εάν επανέλθω στον μωσαϊκό νόμο· διότι εάν επανέλθω στον νόμο, σημαίνει ότι παραδέχομαι πως μπορώ να δικαιωθώ και να σωθώ με τον νόμο. Αλλά εάν η δικαίωση και η σωτηρία του ανθρώπου αποκτάται με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου, αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός χωρίς λόγο πέθανε και ήταν περιττός ο θάνατός Του)» [Γαλ. 2, 21]. Ας ακούνε αυτά αυτοί οι οποίοι και τώρα ιουδαΐζουν και προσκολλώνται στον νόμο· διότι και προς αυτούς απευθύνονται αυτά.

«Διότι εάν με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου δίδεται δικαίωση, τότε ματαίως πέθανε ο Χριστός». Τι υπάρχει φοβερότερο από αυτήν την αμαρτία; Τι προκαλεί ντροπή περισσότερο από αυτά τα λόγια; Διότι εάν πέθανε ο Χριστός είναι φανερό ότι πέθανε διότι ο νόμος δεν είχε τη δύναμη να μας δικαιώσει εάν όμως ο νόμος παρέχει δικαίωση, τότε είναι περιττός ο θάνατος του Χριστού. Και πώς θα ήταν λογικό, πράγμα τόσο μεγάλο, το οποίο είναι πλήρες τόσης φρίκης, και υπερβαίνει τον ανθρώπινο νου, και μυστήριο τόσο απόρρητο, το οποίο οι μεν προφήτες γεννούσαν σαν με πόνους τοκετού, οι δε πατριάρχες προέλεγαν και οι άγγελοι βλέποντας εκπλήσσονταν, και ομολογείται από όλους ότι είναι κεφάλαιο της πατρικής φροντίδας του Θεού, αυτό να λένε ότι έγινε άσκοπα και μάταια; Αφού λοιπόν κατάλαβε την υπερβολική ατοπία, εάν τόσο μεγάλο και τέτοιο πράγμα επιτρεπόταν να λένε ότι έγινε μάταια- διότι αυτό εξαγόταν ως συμπέρασμα από όσα έπρατταν-χρησιμοποιεί και έντονη επιτίμηση εναντίον τους με τα λόγια που τους απευθύνει αμέσως παρακάτω [:στο τρίτο κεφάλαιο της Προς Γαλάτας επιστολής]. 

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Γαλάτας επιστολήν, ομιλία στο κεφάλαιο Β΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 267-283.

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

• Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016 

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος) 

alopsis.gr

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ- ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ!



Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού:
Για την αυταπάρνηση που οδηγεί στη Σωτηρία 

[Υπομνηματισμός στα εδάφια Ματθ. 16 ,24-27]

«Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι (: Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του: “Εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει ως μαθητής μου, ας διακόψει κάθε σχέση με τον διεφθαρμένο από την αμαρτία εαυτό του κι ας πάρει τη σταθερή απόφαση να υποστεί ακόμη και θάνατο σταυρικό και βίαιο. Κι ας με ακολουθήσει μιμούμενος σε όλα το παράδειγμά μου· και να μη διστάσει να προβεί στις αποφάσεις και τις θυσίες αυτές)»[Ματθ.16,24].

«Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του», λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής· πότε δηλαδή; Όταν ο Πέτρος λίγο πριν είχε πει: « Ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο(:ο Θεός να σε φυλάξει, Κύριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν· Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά)»[Ματθ.16,22]· και άκουσε ως απάντηση από τον Κύριο: « Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων (:Πήγαινε πίσω μου και φύγε από μπροστά μου, σατανά˙ μου είσαι εμπόδιο στο δρόμο του καθήκοντός μου και πειρασμός· διότι δεν φρονείς εκείνα που αρέσουν στον Θεό, αλλά εκείνα που αρέσουν στους ανθρώπους)»[ Ματθ. 16,23]· διότι δεν αρκέστηκε στην επιτίμηση μόνο, αλλά θέλοντας να δείξει και με το παραπάνω και το ότι τα λόγια του Πέτρου ήταν άτοπα και ανάρμοστα και να αποκαλύψει και το κέρδος που θα πήγαζε από το Πάθος, λέγει: «Εσύ μου λέγεις: “ο Θεός να σε φυλάξει και να σε ευσπλαχνιστεί, ώστε να μη σου συμβεί αυτό”· εγώ όμως σου λέγω ότι δεν είναι μόνο επιβλαβές για σένα και ολέθριο το να με εμποδίσεις και να δυσφορείς για το Πάθος μου, αλλά ότι ούτε θα μπορέσεις να σωθείς εάν και εσύ ο ίδιος δεν είσαι προετοιμασμένος με κάθε τρόπο να πεθάνεις». Για να μη νομίσουν δηλαδή ότι είναι ανάξιο Αυτού το να πάθει, διδάσκει σε αυτούς το κέρδος του πράγματος, όχι μόνο με όσα είχαν προηγηθεί, αλλά και με όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν.

Στο περιστατικό που καταγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη, λοιπόν, λέγει: «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει(:Αληθινά σας λέω, εάν το μικρό σπυρί του σιταριού δεν πέσει στη γη και δεν σαπίσει μέσα στο χώμα, μένει απλώς ένας μόνο σπόρος και δεν πολλαπλασιάζεται. Εάν όμως με τη σπορά του στη γη πεθάνει και ταφεί, βγάζει πολύ καρπό. Έτσι κι εγώ, εάν πεθάνω, όπως ο Πατέρας μου όρισε, θα καρποφορήσω τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους)»[Ιω.12,24]. Στην αντίστοιχη περικοπή του Ματθαίου  στο συγκεκριμένο σημείο [Ματθ.16,24], διδάσκοντας αυτό σε μεγαλύτερο βάθος, δεν περιορίζει τον λόγο μόνο στον Εαυτό του, περί του ότι πρέπει δηλαδή να πεθάνει, αλλά επεκτείνει αυτόν και προς εκείνους. «Είναι δηλαδή τόσο το κέρδος αυτού του πράγματος, ώστε και για σας το να μη θέλετε μεν να πεθάνετε να είναι φοβερό, ενώ το να είστε όμως έτοιμοι προς αυτό να είναι αγαθό».

Αλλά αυτό μεν το δηλώνει με όσα λέγει στη συνέχεια, ενώ τώρα εξετάζει αυτό από μία μόνο σκοπιά. Και πρόσεχε ότι δεν ομιλεί κατά τρόπο καταναγκαστικό· διότι δεν είπε ότι «και αν θέλετε, και αν δεν θέλετε, πρέπει να πάθετε εσείς αυτό»· αλλά τι είπε; «Εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει». «Δεν εκβιάζω, δεν εξαναγκάζω, αλλά τον καθένα αφήνω κύριο της προαιρέσεώς του· για τον λόγο αυτό λέω: «εάν κάποιος θέλει»· διότι προς αγαθά προσκαλώ· όχι προς κακά και δυσάρεστα, όχι προς κόλαση και  τιμωρία, για να αναγκάσω».

Πράγματι λοιπόν αυτή η ίδια η φύση του πράγματος είναι ικανή να προσελκύσει. Και λέγοντας αυτά προσείλκυε ακόμη περισσότερο· διότι εκείνος μεν, ο οποίος χρησιμοποιεί βία, πολλές φορές αποτρέπει τον ακροατή του · εκείνος όμως που αφήνει ελεύθερο τον ακροατή να κάνει τις επιλογές του, περισσότερο τον προσελκύει· διότι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη βία η ελεύθερη εκλογή. Για τον λόγο αυτόν ο Κύριος έλεγε: «εάν κάποιος θέλει». «Είναι μεγάλα», λέγει, «τα αγαθά τα οποία σας προσφέρω και τέτοια, ώστε να σπεύδετε με τη θέλησή σας». Πράγματι δεν θα ήταν δυνατόν να προσελκύσει κανείς με τη βία, ούτε και αν ακόμη πρόσφερε χρυσό και έθετε θησαυρό μπροστά μας. Εάν λοιπόν προς εκείνα δεν προσελκύει κανείς με βίαιο τρόπο, πολύ περισσότερο ο Θεός προς τα επουράνια αγαθά· διότι εάν δεν σε πείθει να προστρέξεις η φύση του πράγματος, ούτε να λάβεις είσαι άξιος, αλλά ούτε και εάν λάβεις, θα γνωρίσεις καλώς εκείνο που έλαβες.

Για τον λόγο αυτό ο Χριστός δεν αναγκάζει, αλλά προτρέπει, σεβόμενος την ελευθερία μας. Επειδή λοιπόν φαίνονταν να διαδίδουν πολλά, και ιδιαιτέρως να στενοχωριούνταν γι’ αυτό που τους είπε, λέγει: «δεν χρειάζεται να θορυβείστε και να ταράζεστε. Εάν δεν θεωρείτε ότι αυτό που σας έχει ειπωθεί είναι αίτιο αναρίθμητων αγαθών και θα σας οδηγήσει στη σωτηρία σας, δεν εκβιάζω, ούτε εξαναγκάζω, αλλά εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, αυτόν προσκαλώ. Μη νομίζετε όμως ότι τούτο είναι το να με ακολουθείτε, αυτό το οποίο πράττετε τώρα ακολουθώντας με. Είναι ανάγκη να υπομείνετε πολλούς κόπους, πολλούς κινδύνους εάν έχετε σκοπό να με ακολουθήσετε. Δεν πρέπει λοιπόν, Πέτρε, επειδή τώρα με ομολόγησες Υιό του Θεού, να περιμένεις για τον λόγο αυτό και μόνο στεφάνους και να νομίζεις ότι είναι αρκετό αυτό για σένα για τη σωτηρία σου, και να αισθάνεσαι λοιπόν τον εαυτό σου ασφαλή και αναπαυμένο, διότι τάχα πραγματοποίησες το παν με το να με ομολογήσεις απλά με τα λόγια. Μπορώ βέβαια επειδή είμαι Υιός του Θεού, να μη σε αφήσω να λάβεις πείρα των δυσχερειών· δεν το θέλω όμως αυτό για χάρη σου, ώστε να συνεισφέρεις και ο ίδιος κάτι και να γίνεις άξιος για μεγαλύτερες τιμές». Ούτε βέβαια, εάν κανείς είναι κριτής των αγώνων και έχει αθλητή ένα φίλο του, θα θελήσει να τον στεφανώσει απλά και μόνο από εύνοια, αλλά και για τους δικούς του κόπους, και προπαντός γι’ αυτό, επειδή τον αγαπά· έτσι και ο Χριστός αυτούς τους οποίους ιδιαιτέρως αγαπά, αυτούς κατεξοχήν θέλει να προκόπτουν, και με τη δική τους προαίρεση και όχι μόνο από τη βοήθειά Του.

Πρόσεξε, όμως, ότι και τον λόγο κάνει υποφερτό. Δεν περιορίζει λοιπόν τις δυσκολίες και τα εμπόδια μόνο σε αυτούς, αλλά και παρουσιάζει την αλήθεια αυτή και τη διδασκαλία κοινή για όλη την οικουμένη, λέγοντας: «Εάν κάποιος θέλει», είτε γυναίκα, είτε άνδρας, είτε άρχοντας, είτε αρχόμενος, ας ακολουθεί αυτήν την οδό. Και φαίνεται μεν εκ πρώτης όψεως ότι ένα πράγμα έχει πει, τρία όμως είναι αυτά που λέει· το «ας απαρνηθεί κανείς τον εαυτό του», το «ας σηκώσει τον σταυρό του» και το «ας με ακολουθήσει»· και τα μεν δύο είναι αλληλένδετα, το  άλλο όμως ειπώθηκε ως κάτι ξεχωριστό.

Αλλά ας δούμε πρώτα τι άραγε σημαίνει το να αρνηθούμε τον εαυτό μας. Ας μάθουμε προηγουμένως τι σημαίνει να αρνηθούμε κάποιον άλλο άνθρωπο και τότε θα κατανοήσουμε πληρέστερα τι περίπου σημαίνει να αρνηθούμε τον εαυτό μας. Τι σημαίνει λοιπόν να αρνηθούμε έναν άλλον άνθρωπο; Εκείνος ο οποίος αρνείται κάποιον άλλον, λόγου χάριν τον αδελφό του ή τον δούλο του, ή οποιονδήποτε άλλον, και αν ακόμη τον δει να μαστιγώνεται ή να αλυσοδένεται ή να οδηγείται σε φυλακή ή οτιδήποτε άλλο να πάσχει, δεν τον συμπαρίσταται, δεν τον βοηθεί, δεν κάμπτεται, δεν υποφέρει κάτι χάριν αυτού, επειδή άπαξ διαπαντός αποξενώθηκε από αυτόν.

Τέτοια αδιαφορία λοιπόν επιθυμεί να δείχνουμε για το σώμα μας, ώστε και αν το μαστιγώνουν ή το καταδιώκουν ή το καίνε ή οτιδήποτε το κάνουν, να μην το λυπούμαστε· διότι αυτό σημαίνει το να μη λυπάται κανείς κάτι. Επειδή και οι γονείς τότε πραγματικά λυπούνται τα τέκνα, όταν αφού τα παραδώσουν στους διδασκάλους, δώσουν εντολή σε αυτούς να μην τα λυπούνται. Έτσι και ο Χριστός· δεν είπε να μη λυπούμαστε τον εαυτό μας, αλλά κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, το «να απαρνηθούμε τον εαυτό μας»· δηλαδή, να μην έχει τίποτε κοινό προς τον εαυτό του, αλλά να τον παραδίδει στους κινδύνους, στους αγώνες, και τέτοια να είναι η όλη στάση του σαν να ήταν κάποιος άλλος που τα έπασχε αυτά. Και δεν είπε: «ας αρνηθεί», αλλά «ας απαρνηθεί», φανερώνοντας πάλι και με τη μικρή αυτή προσθήκη το έπακρο της αρνήσεως του εαυτού μας· διότι πράγματι με το σύνθετο ρήμα «απαρνηθεί» δίνεται ακόμη μεγαλύτερη έμφαση και απολυτότητα στην άρνηση απ’ ό,τι με το απλό «αρνηθεί».

«Και ας σηκώσει τον σταυρό του». Τούτο προέρχεται εξ εκείνου που είπε προηγουμένως, δηλαδή την πλήρη αυταπάρνηση. Για να μη νομίσεις δηλαδή, ότι πρέπει να απαρνηθείς τον εαυτό σου όσον αφορά μόνο τα εναντίον σου λόγια και τις ύβρεις και τις κατηγορίες, λέγει και μέχρι ποιου βαθμού πρέπει να απαρνηθείς τον εαυτό σου· δηλαδή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου επονείδιστου(σταυρικού).Για τον λόγο αυτό δεν είπε «ας απαρνηθεί τον εαυτό του μέχρι θανάτου», αλλά «ας σηκώσει τον σταυρό του», δηλώνοντας τον ατιμωτικό θάνατο· και ότι όχι μία φορά, ούτε δύο, αλλά σε όλη μας την ζωή, πρέπει να το κάνουμε αυτό. «Συνεχώς δηλαδή», λέγει, «να σκέπτεσαι τον θάνατο αυτόν και καθημερινά να είσαι έτοιμος προς σφαγή· διότι επειδή πολλοί μεν περιφρόνησαν τα χρήματα και την τρυφή και τη δόξα, τον θάνατο όμως δεν τον περιφρόνησαν, αλλά φοβήθηκαν τους κινδύνους, εγώ», λέγει, «θέλω ο δικός μου στρατιώτης να παλεύει μέχρις αίματος και οι αγώνες να φθάνουν μέχρι σφαγής». Ώστε και αν είναι ανάγκη και θάνατο να υπομείνουμε, είτε θάνατο επονείδιστο, είτε θάνατο επικατάρατο, είτε να διασύρεται η υπόληψή μας, όλα πρέπει να τα υποφέρουμε με γενναιότητα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να χαιρόμαστε πιο πολύ.

«Και ας με ακολουθεί». Επειδή δηλαδή είναι δυνατό και να πάσχει κανείς χωρίς να ακολουθεί τον Χριστό, όταν κανείς δεν υφίσταται τα παθήματα για χάρη Του (καθόσον και οι ληστές υποφέρουν πολλά και φοβερά και οι τυμβωρύχοι και οι απατεώνες), για να μην νομίσεις ότι αρκεί η ύπαρξη μόνη των δεινών, προσθέτει και την προϋπόθεση των δεινών. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Πραγματοποιώντας αυτά και πάσχοντας αυτά, να  ακολουθείς Αυτόν και να υπομένεις τα πάντα χάριν Αυτού και να έχεις και την υπόλοιπη αρετή. Καθόσον και τούτο φανερώνει το «Ας με ακολουθεί»· ώστε να μην επιδεικνύουμε μόνο ανδρεία κατά τη διάρκεια των δεινών, αλλά και σωφροσύνη και επιείκεια και κάθε είδος ευσέβειας. Αυτό σημαίνει το να ακολουθούμε τον Χριστό, όπως πρέπει, το να φροντίζουμε και για τα άλλα είδη της αρετής και το να υποφέρουμε τα πάντα γι’ Αυτόν.

Διότι υπάρχουν εκείνοι, οι οποίοι ακολουθούν τον διάβολο και πάσχουν αυτά, και χάριν εκείνου παραδίδουν τις ψυχές τους· αλλά εμείς πρέπει να τα πάσχουμε χάριν του Χριστού, μάλλον δε χάριν του ίδιου μας του εαυτού. Εκείνοι μεν ακολουθούν τον διάβολο και υποφέρουν για να βλάψουν τους εαυτούς τους και εδώ και εκεί(στη μέλλουσα ζωή)· εμείς όμως ακολουθούμε τον Χριστό και υποφέρουμε για να κερδίσουμε και τις δύο. Πώς λοιπόν δεν είναι απόδειξη της πιο μεγάλης ανοησίας, το να μην επιδεικνύουμε ούτε την ίδια ανδρεία με αυτούς οι οποίοι οδηγούνται στην απώλεια και μάλιστα τη στιγμή που εμείς πρόκειται να αποκομίσουμε τόσα στεφάνια; Αν και σε μας, βέβαια, και ο Χριστός παρίσταται ως βοηθός, σε εκείνους όμως κανείς.

Έδωσε φυσικά και προηγουμένως αυτήν την παραγγελία όταν απέστελλε αυτούς λέγοντας: «Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε(:Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες και μην μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες”)»[Ματθ.10,5] και: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν(:Να λοιπόν, εγώ ο Κύριός σας σάς αποστέλλω για να είστε σαν πρόβατα ήμερα ανάμεσα σε αιμοβόρους λύκους, με τους οποίους μοιάζουν οι εχθροί του ευαγγελίου, οι οποίοι είναι κυριευμένοι από τα άγρια πάθη της σάρκας. Αφού λοιπόν τόσο δεινή θα είναι η θέση σας, φροντίστε να είστε φρόνιμοι σαν τα φίδια, ώστε να μην εκθέτετε τον εαυτό σας σε ανωφελείς και ανόητους κινδύνους, και άκακοι κι απλοί σαν τα περιστέρια.Έχοντας ως μόνο όπλο τη φρόνηση και την ακακία αυτή να προφυλάγεστε απ’ τους ανθρώπους· διότι θα σας παραδώσουν σε συνέδρια για να καταδικαστείτε απ’ αυτά, και στις συναγωγές τους, και θα σας μαστιγώσουν μπροστά στον λαό. Ακόμη θα σας σύρουν μπροστά σε ηγεμόνες και σε βασιλείς ως κατηγορούμενους για μένα, για να δώσετε μαρτυρία για το πρόσωπό μου που να την ακούσουν και αυτοί και οι εθνικοί, ώστε να μην προφασίζονται ύστερα ότι δεν άκουσαν το κήρυγμά σας)»[Ματθ.10,16-18], τώρα όμως εκτενέστερα μάλλον και αυστηρότερα· διότι τότε ανέφερε μόνο τον θάνατο, ενώ εδώ έκανε λόγο και περί του σταυρού, και μάλιστα περί συνεχούς σταυρού· διότι λέγει: «ας σηκώσει τον σταυρό του»· δηλαδή, ας βαστάζει συνεχώς και ας φέρει τον σταυρό. Και τούτο συνηθίζει να κάνει παντού, όχι εξαρχής και εκ προοιμίων, αλλά ήσυχα και σιγά-σιγά να εισάγει τα μεγαλύτερα των παραγγελμάτων, για να μην παραξενεύονται όσοι ακούνε.

Έπειτα επειδή φαινόταν ότι είναι υπερβολικό αυτό που ειπώθηκε, βλέπε ότι με τα επόμενα λόγια τούς παρηγορεί και υπόσχεται έπαθλα τα οποία υπερτερούν των ιδρώτων και των κόπων που θα κατέβαλλαν με τον αγώνα τους· και όχι μόνο βραβεία, αλλά και την αντιμισθία της κακίας. Πράγματι, με αυτήν ασχολείται περισσότερο παρά για εκείνα, επειδή τους περισσότερους συνηθίζει να σωφρονίζει όχι τόσο η προσφορά των αγαθών, όσον η απειλή των φοβερών.

Πρόσεχε λοιπόν πώς και από εδώ αρχίζει και σε αυτό καταλήγει: «Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν.  τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;(: διότι εκείνος που θέλει να σώσει τη ζωή του, αυτός θα χάσει την πνευματική και ευτυχισμένη αιώνια ζωή· ενώ εκείνος που θα χάσει τη ζωή του για την ομολογία και υπακοή του σε μένα, θα τη βρει στο μελλοντικό αιώνα, όπου θα κερδίσει την αιώνια ζωή.Και η αιώνια αυτή ζωή είναι το παν· διότι ποια ωφέλεια έχει ο άνθρωπος, εάν κερδίσει τον κόσμο ολόκληρο, χάσει όμως την ψυχή του, η οποία ως πνευματική και αιώνια δεν συγκρίνεται με κανένα από τα υλικά αγαθά του φθαρτού κόσμου; Ή εάν ένας άνθρωπος χάσει την ψυχή του, τι θα δώσει ως αντάλλαγμα, με το οποίο θα την εξαγοράσει από την αιώνια απώλεια;)»[Ματθ. 16,25-26].

Αυτό λοιπόν που λέγει εδώ ο Κύριος, σημαίνει: «όχι από έλλειψη λύπης προς εσάς, αλλά από υπερβολική λύπη (και φροντίδα) παραγγέλλω αυτά. Καθόσον εκείνος ο οποίος λυπάται να τιμωρήσει το τέκνο του, το καταστρέφει και το οδηγεί στην απώλεια· εκείνος όμως ο οποίος δεν λυπάται, το διασώζει». Τούτο έλεγε και κάποιος σοφός: « Σὺ μὲν γὰρ πατάξεις αὐτὸν ῥάβδῳ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥύσῃ(:διότι εσύ μεν θα χτυπήσεις το σώμα του υιού σου με τη ράβδο, όμως δεν θα πεθάνει από αυτό· θα ελευθερώσεις ωστόσο την ψυχή του από την απώλεια και τον αιώνιο θάνατο)»[Παροιμ.23,14]· και πάλι: «Περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ(:Εκείνος που παραχαϊδεύει και δεν παιδαγωγεί ορθώς το παιδί του, θα το ενθαρρύνει σε εκτροπές και έπειτα θα επιδέσει τις πληγές του)»[ Σοφ. Σειρ. 30,7].

Τούτο γίνεται στα στρατόπεδα. Αν δηλαδή ο στρατηγός, λυπούμενος για τους στρατιώτες, διατάζει να παραμένουν συνεχώς στην ασφάλεια του στρατοπέδου, μαζί με αυτούς χάνει και όσους βρίσκονται μέσα. «Για να μη συμβαίνει λοιπόν αυτό και σε σας», λέγει, «πρέπει εσείς να είστε παρατεταγμένοι συνεχώς προς θάνατον· καθόσον και τώρα πρόκειται να ανάπτει εκ νέου πόλεμος φοβερός». Μην καθίσεις λοιπόν μέσα, αλλά ας εξέρχεσαι και ας πολεμάς· και αν πέσεις στην παράταξη της μάχης, τότε έζησες· διότι στην περίπτωση των αισθητών πολέμων εκείνος που είναι έτοιμος για σφαγή, αυτός πιο πολύ υπερισχύει των άλλων και είναι ακατάβλητος και φοβερότατος και στους εχθρούς, αν και βέβαια ο βασιλιάς προς χάριν του οποίου πολεμάει, δεν μπορεί μετά θάνατον να τον αναστήσει· πολύ περισσότερο λοιπόν στην περίπτωση των πολέμων αυτών των πνευματικών, όταν υπάρχουν και τόσο πολλές ελπίδες αναστάσεως, αυτός που παραδίδει την ψυχή του στον θάνατο, θα τη σώσει· κατά ένα μεν τρόπο, διότι δεν θα αιχμαλωτιστεί εύκολα· και κατά δεύτερον, διότι και αν πέσει, θα οδηγήσει αυτήν προς υψηλότερη ζωή.

Έπειτα, επειδή είπε ότι «εκείνος ο οποίος θέλει να σώσει(τη ζωή του),θα τη χάσει, εκείνος όμως ο οποίος θα τη χάσει, θα τη σώσει» και στην πρώτη περίπτωση ανέφερε σωτηρία και απώλεια, για να μη νομίσει κανείς ότι είναι της ίδιας αξίας η απώλεια και η σωτηρία στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση, αλλά να γνωρίσει καλώς ότι μεταξύ της σωτηρίας εκείνης και αυτής τόση είναι η διαφορά, όση μεταξύ απωλείας και σωτηρίας· και εκ των αντιθέτων αποδεικνύοντας αυτά διαμιάς λέγει: «διότι, τι έχει να ωφεληθεί ο άνθρωπος, εάν κερδίσει τον κόσμο όλο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του;». Είδες πως η παρά το πρέπον σωτηρία της ζωής ισοδυναμεί με απώλεια, και χειρότερη μάλιστα από κάθε απώλεια, επειδή και αθεράπευτη είναι, εφόσον δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να την εξαγοράσει; «Διότι μη μου λέγεις αυτό», λέγει, «ότι έσωσε τη ζωή του εκείνος ο οποίος διέφυγε τους τόσους μεγάλους κινδύνους, αλλά μαζί με τη ζωή του εσύ συναρίθμησε ότι κέρδισε και όλη την οικουμένη. Και τι το περισσότερο έχει να κερδίσει αυτός από αυτό, τη στιγμή που οδηγείται στην απώλεια η ίδια η ψυχή του; Πες μου, εάν έβλεπες τους δούλους σου να ζουν μέσα στην τρυφή, τον εαυτό σου όμως να ζει μέσα στα χειρότερα κακά, άραγε θα κερδίσεις κάτι από το ότι είσαι κύριός τους; Καθόλου. Τούτο λοιπόν σκέψου και για την ψυχή σου, όταν αυτή αναμένει τη μέλλουσα απώλεια, ενώ κατά την ίδια στιγμή το σώμα σου ζει μέσα στην πολυτέλεια και τον πλούτο».

«Τι είναι δυνατόν να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής του;». Πάλι επιμένει στο ίδιο. «Μήπως», λέγει, «έχεις να δώσεις άλλη ψυχή αντί της ψυχής σου; Αν χάσεις βέβαια χρήματα, θα δώσεις χρήματα ή σπίτι ή δούλους ή οτιδήποτε άλλο εκ των υπαρχόντων σου· αν χάσεις όμως την ψυχή, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις να προσφέρεις· αλλά και αν έχεις δικό σου όλο τον κόσμο, και αν είσαι βασιλιάς ολόκληρης της οικουμένης, δεν θα μπορέσεις, και αν ακόμη καταβάλεις ως αντίτιμο όλα τα πράγματα της οικουμένης μαζί με αυτήν την οικουμένη, να αγοράσεις μια ψυχή. Και τι το παράδοξο εάν τούτο συμβαίνει στην περίπτωση της ψυχής; Καθόσον και στο σώμα θα μπορούσε να δει κανείς να γίνεται τούτο. Και αν είσαι περιβεβλημένος αναρίθμητα διαδήματα, έχεις όμως εκ φύσεως ασθενικό σώμα και δυσθεράπευτο, δεν θα μπορέσεις, και αν ακόμη προσφέρεις όλη τη βασιλεία, να θεραπεύσεις το σώμα αυτό, και αν ακόμη προσθέσεις σε αυτήν αναρίθμητα σώματα και πόλεις και χρήματα. Τοιουτοτρόπως λοιπόν σκέψου και για την ψυχή· μάλλον και πολύ σοβαρότερα για την ψυχή, και αφού αφήσεις στην άκρη όλα τα άλλα, σε αυτήν και τη δική της τη σωτηρία να δαπανάς όλη σου τη φροντίδα».

Μην παραμελείς λοιπόν τον εαυτό σου και όσα σε αφορούν προσωπικά για την αιωνιότητα, επειδή αφιερώνεις τη φροντίδα σου σε ξένα πράγματα, πράγμα που κάνουν οι πολλοί τώρα, μοιάζοντας προς αυτούς οι οποίοι εργάζονται στα μεταλλεία (ως κατάδικοι). Πράγματι, και εκείνοι κανένα όφελος δεν έχουν από την εργασία αυτή, ούτε από τον πλούτο· αντιθέτως, είναι μεγάλη η ζημία τους και διότι μοχθούν άσκοπα και διότι μοχθούν χάριν άλλων, χωρίς να αποκομίζουν τίποτα από τους ιδρώτες εκείνους που καθημερινά χύνουν και τους μεγάλους κόπους τους.

Υπάρχουν και τώρα πολλοί οι οποίοι τους μιμούνται, αυτοί που εργάζονται για να πλουτίσουν άλλοι· ή μάλλον εμείς και από αυτούς είμαστε αθλιότεροι, καθόσον αναμένει εμάς και η γέεννα μετά τους κόπους αυτούς· διότι σε εκείνους μεν ο θάνατος αποτελεί το τέρμα των ιδρώτων εκείνων· σε εμάς όμως ο θάνατος γίνεται αρχή αναρίθμητων κακών. Εάν όμως έλεγες ότι απολαμβάνεις τους κόπους σου με το να πλουτίζεις, απόδειξέ μου ότι η ψυχή σου ευφραίνεται και ωφελείται και τότε θα πειστώ· διότι από όσα έχουμε, κυριότερο είναι η ψυχή· εάν όμως το σώμα παχαίνει, ενώ εκείνη φθείρεται, τίποτα δεν προσφέρει σε σένα η αφθονία αυτή· όπως πράγματι, και όταν ευφραίνεται η δούλη, τίποτε δεν προσφέρει η ευημερία της υπηρέτριας προς την οικοδέσποινα που κινδυνεύει, έτσι ούτε και η ασθένεια του σώματος δεν θεραπεύεται από τη λαμπρότητα της στολής την οποία έχει ενδυθεί· αλλά θα σου πει πάλι ο Χριστός: «Τι είναι δυνατόν να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα υπέρ της ψυχής του;» προτρέποντάς σε να στρέφεις συνεχώς την προσοχή σου προς εκείνη, και για μόνη αυτή να επιδεικνύεις όλο το ενδιαφέρον σου.

Αφού τους ενέπνευσε λοιπόν τον φόβο με όλα αυτά, στη συνέχεια τούς παρηγορεί και με την υπενθύμιση των αγαθών που πρόκειται να λάβουν αιωνίως με τους αγώνες τους αυτούς: «Μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ(:πράγματι, λοιπόν, κάθε άνθρωπος πρόκειται ή να χάσει ή να κερδίσει την ψυχή του· διότι πρόκειται ο υιός του ανθρώπου να έλθει περιβεβλημένος με τη δόξα του Πατέρα Του μαζί με τους αγγέλους. 

alopsis.gr