ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΙ ΙΕΡΕΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΙ ΙΕΡΕΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

ΑΡΧΙΜ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΤΖΕΒΕΛΕΚΑΣ: Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ - ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ!

 «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» – Κυριακή του Θωμά
Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Τζεβελέκας

Μετά την Ανάστασή του ο Χριστός και μέχρι την Ανάληψή του εμφανίστηκε αρκετές φορές σε πολλούς. Ο σκοπός ήταν να πιστοποιηθεί το γεγονός της Ανάστασης. Όπως γίνεται στην σημερινή ευαγγελική διήγηση άφησε να τον αγγίξουν, άλλοτε έφαγε μαζί τους και σε μία περίπτωση είχε «ανθρακιάν κειμένην και οψάριον», είχε δηλαδή ετοιμάσει ο ίδιος και τους είπε «δεύτε αριστήσατε», ελάτε να φάμε.

Ο Χριστός φρόντισε να βεβαιωθούν οι μαθητές ότι μετά την Ανάσταση έφερε το αναστημένο σώμα του και δεν ήταν πνεύμα η φάντασμα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την σωτηρία μας. Ο Χριστός, λοιπόν, προσέλαβε την φύση μας μία φορά και για πάντα και γι αυτό την θέωσε. Εφόσον ο Χριστός αναστήθηκε, όλοι εμείς οι χοϊκοί θα αναστηθούμε. Όχι μόνο αυτό. Εφόσον «εκάθησε εκ δεξιών του Πατρός» φέροντας το ανθρώπινο σώμα, όλοι εμείς που φέρουμε σώμα και είμαστε ενωμένοι μαζί του έχουμε πρόσκληση να καθίσουμε στον ίδιο θρόνο, να είμαστε σύνθρονοι και συγκάθεδροι του Θεού. Βεβαίως τα παραπάνω είναι σχηματικά, αποδίδουν όμως την αλήθεια: η ανθρώπινη φύση προσλήφθηκε και θεώθηκε από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Η ανθρώπινη φύση δεν γίνεται, ασφαλώς, θεία, αλλά η θεότητα γίνεται «ψιλός άνθρωπος». Υπάρχει κατά χάρη μέθεξη. Με την Ανάσταση του Χριστού «ο θάνατος τεθανάτωται». Έπαυσαν οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, η φθορά και ο θάνατος, να ισχύουν. Πλέον απομένουν τα έσχατα για να παγιωθούν η ανάσταση των νεκρών και η αιώνιος ζωή. «Πού σου θάνατε το νίκος;». 

Με τον παραπάνω τρόπο γίνεται η ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσης. Γίνεται δηλαδή στο πρόσωπο του Χριστού. Δεν θεώνεται η ανθρώπινη φύση έξω από το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό έχει οντολογικές συνέπειες. Επειδή το έργο του Χριστού αφορά όλη την ανθρωπότητα ο Χριστός ανακεφαλαιώνει όλους τους ανθρώπους, ανακαινίζει όλη την ανθρώπινη φύση. Πρόκειται, δηλαδή, για αναδημιουργία, για ένα προεπινοούμενο δεύτερο στάδιο της Δημιουργίας. Η Ανάσταση του Χριστού ανακαινίζει την ανθρώπινη φύση επειδή όλη η ανθρώπινη φύση ήταν υποστασιασμένη στο πρόσωπό του. Συνεπώς, είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι με το πρόσωπο του Χριστού και ό,τι έχει ο Χριστός κατά φύση εμείς τα έχουμε κατά χάρη και κατά υιοθεσία. Η ανάσταση του ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να μετέχει στην αιώνια ζωή. Ο άνθρωπος μπορεί να συνδοξάζεται με τον Θεό.

Ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Επειδή έχει υποστατικό ιδίωμα το γεννητό, μας ανάγει σε υιούς και θυγατέρες του Πατέρα. Κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο μέσω του Υιού. Πρέπει να είμαστε διαρκώς αγκιστρωμένοι πάνω του , ενωμένοι μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας και μέσω της προσευχής. Ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ και η ανθρωπότητα ξαναρχίζει με αυτόν, οι συνέπειες της Ανάστασης αφορούν όλους τους ανθρώπους, όλο το σύμπαν. Ο άνθρωπος και όλη η κτίση ανακαινισμένοι μετά την πρόσληψή μας στην μία υπόσταση του Θεού Λόγου «ελογώθηκαν», βαδίζουν προς την τελειότητα με την διαρκή αγιοποίηση όλης της κτίσης. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός». 

Μπορεί κανείς να πει ότι από αυτήν την πρώτη εμφάνισή του στους μαθητές την «μία των Σαββάτων», ο Χριστός εξαπολύει την Εκκλησία στο έργο της. Δίνει στους μαθητές το Άγιο Πνεύμα («λάβετε Πνεύμα άγιον»), τους καθιστά Αποστόλους («καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ καγώ πέμπω ημάς») και τους δίνει την εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες («αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς»). Η ημέρα της Ανάστασης και η ημέρα της Πεντηκοστής είναι ένα γεγονός, μια ημέρα, η «ημέρα Κυρίου». Βέβαια χρονικά μετά την Ανάσταση έπρεπε να γίνει η Ανάληψη και μετά η Πεντηκοστή αλλά το έργο της ίδρυσης της Εκκλησίας σαν σώμα Χριστού και η πορεία της μέσα στον χρόνο είναι έργο του Τριαδικού Θεού. Για τον λόγο αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουμε χριστομονισμό ή πνευματομονισμό αλλά γνωρίζουμε ότι το Άγιο Πνεύμα μας βοηθά στην οικείωση του έργου του Χριστού. Χριστός και Άγιο Πνεύμα είναι διαρκώς παρόντες στην ζωή της Εκκλησίας.

Κάθε άνθρωπος μπορεί να αναφωνήσει τα λόγια του Θωμά: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ο Χριστός εκτός από άσαρκος και ένσαρκος Λόγος, είναι ο «πνευματικώς ορώμενος» μέσα στην Εκκλησία και μετά την Ανάληψή του. Σου επιτρέπει να τον ψηλαφήσεις εάν είσαι καλοπροαίρετος. Η ίδια η Εκκλησία είναι η παράταση της ζωής του Χριστού μέσα στον κόσμο. Όσοι μετέχουν στην σοφοποιό ή φωτιστική ή θεοποιό άκτιστη ενέργεια του Θεού, όσοι έχουν την εμπειρία της όρασης του ακτίστου φωτός, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, έχουν «εμπειρία» του Θεού. Για εμάς, που δεν έχουμε εμπειρίες θέωσης, η αίσθηση της αγάπης του είναι μία καθημερινή πραγματικότητα. Στην μικρή άσημη καθημερινότητά μας η παρουσία του είναι αισθητή σαν βοήθεια. Χωρίς την άπειρη αγάπη του θα ήταν τεράστιο το βάρος της ζωής. Η αγάπη του Θεού ψηλαφίζεται, και από μόνη της είναι λόγος να ζεις αυτή την ζωή. 

Από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα, ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ (η αγάπη του Θεού στα κυριακάτικα Eυαγγέλια). Θεσσαλονίκη 2015

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΘΩΜΑΣ ΒΑΜΒΙΝΗΣ: ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ!



Απέναντι στην αφύπνιση της υποκρισίας
Πρωτοπρ. Θωμάς Βαμβίνης 

Εἶναι κοινοτοπία νά ποῦμε ὄτι ἡ σημερινή κοινωνία τοῦ δυτικοῦ κόσμου πάσχει. Ἡ καταγραφή, γιά παράδειγμα, τῆς καθημερινότητάς της ἀπό τά δελτία εἰδήσεων δείχνει ὅτι βρίσκεται σέ μεγάλη ταραχή καί ἀνασφάλεια, μέ τούς πολέμους, τίς τρομοκρατικές ἐνέργειες, τήν ἐγκληματικότητα, ἀλλά καί τήν ἔκλυση τῶν ἠθῶν, τήν ἀπώλεια τῶν κριτηρίων τοῦ καλοῦ καί τοῦ φυσικοῦ, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν ἀποκοίμηση τῆς συνείδησης πολλῶν μέσα σέ φιλοσοφίες, ὅπως ἡ woke. Δέν θά μείνουμε ὅμως στίς γενικές διατυπώσεις γιά τά πάθη τοῦ κόσμου μας. Θά ἐπικεντρωθοῦμε σέ ἕνα μόνο «ὕπουλο πάθος», ἀρκετά διαδεδομένο, κυρίως στόν δημόσιο λόγο﮲ θά μιλήσουμε γιά τήν «πονηρία τῆς ὑποκρισίας».

Στήν σημερινή, λοιπόν, κοινωνία τοῦ δυτικοῦ κόσμου, τήν ἀνοιχτή, τήν ἀσυμβίβαστη, τήν ἐλεύθερη, ἡ ὑποκρισία εἶναι παροῦσα καί ρυθμίζει σέ πολλούς τίς συμπεριφορές τους καί τίς σχέσεις τους. Εἶναι περιττό, βέβαια, νά ποῦμε ὅτι, παρά ταῦτα, ἡ ὑποκρισία, ὡς συμπεριφορά, ἀπορρίπτεται μετά βδελυγμίας ἀπό ὅλους.

Συνήθως ἡ ὑποκρισία παρουσιάζεται ὡς χαρακτηριστικό τῶν «θρησκευομένων». Γίνεται συχνά λόγος, κυρίως ἀπό τούς ἐπιρρεπεῖς στό πάθος τῆς κατάκρισης, γιά φαρισαϊσμό, ἠθικισμό, εὐσεβισμό κ.λ.π. Ἡ ὑποκρισία εἶναι πράγματι ἕνας ἰσχυρός πειρασμός τῶν «θρησκευομένων», ὁ ὁποῖος, ἄν δέν γίνη ἔγκαιρα ἀντιληπτός, ἡ πονηρία του μπορεῖ νά καταστήση τελείως ἄκαρπη τήν πνευματική ζωή ἀνθρώπων πού ἐπιθυμοῦν νά ζήσουν ἀληθινά τήν ἐν Χριστῷ ζωή.

Εἶναι ὅμως σκανδαλώδης μονομέρεια νά περιορίζουμε τήν ὑποκρισία στούς θρησκευομένους, διότι κατατρώει, δυστυχῶς, τήν ζωή τοῦ παρόντος κόσμου. Μπορεῖ νά πῆ μάλιστα κανείς ὅτι στά κοσμικά περιβάλλοντα ἔχει καταστῆ ἐπιστήμη, ἐπιστήμη ὠφελιμιστικῆς ἐπικοινωνίας. Ἄλλωστε, ἕνα σύμπτωμα αὐτῆς τῆς «ἐπικοινωνιακῆς ὑποκρισίας» ἔγινε ἀφορμή γιά ὅσα διατυπώνονται σ’ αὐτό τό σημείωμα.

Νά γίνουμε πιό συγκεκριμένοι. Ἀρχικά, πολλοὶ πολιτικοί τοῦ δυτικοῦ κόσμου, εἰδικὰ ἀπὸ τό λεγόμενο Δημοκρατικό τόξο, ὑποστήριζαν τὴν «woke» κουλτούρα ὡς τὸ μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ὑπερασπιζόμενοι τά δικαιώματα τῶν μειονοτήτων, τῶν γυναικῶν, τῶν ΛΟΑΤΚΙ+ κοινοτήτων καὶ τῶν διαφόρων ἄλλων ὁμάδων. Ὡστόσο, ἡ ἀλλαγή στήν διοίκηση τῶν ΗΠΑ καὶ ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πολιτικῆς τάξης πού πήγαινε νά καθιερωθῆ, ἡ ὁποία ἀνέτρεπε φυσικούς παραδοσιακούς θεσμούς, ὅπως ἡ οἰκογένεια, ἀλλά εἰσέδυε διαβρωτικά ἀκόμη καί σέ Πανεπιστήμια, ἄλλαξε τήν ροή τῶν πραγμάτων. Ἔτσι, παρατηρεῖται ἀλλαγή τῆς στάσης πολλῶν ἀπέναντι στήν «woke» κουλτούρα. Αὐτή ἡ ἀλλαγή στάσης ὅμως δέν σημαίνει ὑποχρεωτικά ἀλλαγή ἀπόψεων. Εἶναι μᾶλλον τρόπος διατήρησης τῆς πολιτικῆς ἐπιρροῆς, μέ τήν προσαρμογή στὶς ἀπαιτήσεις πού ἔχει ἡ πλειονότητα τοῦ ἐκλογικοῦ σώματος. Αὐτή ἡ στάση εἶναι φανερά ὑποκριτική.

Κάποιοι μιλοῦν καθαρά γι’ αὐτήν τήν ἀλλαγή στάσης καί τίς αἰτίες της, χωρίς νά ἀλλάζουν τίς ἀπόψεις τους. Συγκεκριμένα, θιασώτης τῆς woke κουλτούρας θεωρεῖ «ἱλαροτραγωδία τῶν ἀποστόλων τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας, τοῦ νεοφεμινισμοῦ, τοῦ woke κινήματος», τό ὅτι «ξεκινώντας ἀπὸ εὐγενεῖς προθέσεις, κατέληξαν πολὺ σύντομα ζηλωτές. Χώρισαν τὸν κόσμο στοὺς δικούς τους καὶ στοὺς ἄλλους. Στοὺς ὁποίους ἄλλους ἄξιζε ἐξοστρακισμός… Τὸ πιὸ ἀμετροεπές; Πίστεψαν ὅτι ἡ ἀτζέντα τους ἀπασχολεῖ τὸ σύνολο τῆς κοινωνίας ὅσο καὶ τοὺς ἴδιους» (Χρ. Χωμενίδης). Καί σημειώνει: «Πανάρχαιο φαινόμενο τὰ κινήματα ὅταν δὲν πιάνουν ρίζες στὸν λαὸ νὰ ἐκφυλίζονται σὲ σέχτες. Σὲ μικρὲς πλὴν φανατικὲς αἱρέσεις». Δέν πιάνουν ρίζες στόν λαό γιατί δέν ἀνταποκρίνονται στίς πραγματικές ἀνάγκες του κι ἄς ἔχουν ἀνάμεσα στούς πολλούς καί κάποιους πολύ ὡραίους καί ὑψηλούς στόχους. Κλείνοντας τό κείμενό του ρωτᾶ: «Λυπᾶμαι γιὰ τὸ διαφαινόμενο τέλος τοῦ woke;» Στήν ἀπάντησή του βρίσκεται ἡ ἐμμονή στήν ἀντίφαση τῆς ἰδεολογίας πρός τήν ἀληθινή ζωή. Γράφει: «Ναί [λυπᾶμαι], καὶ ἂς βρίσκω τοὺς πιὸ διαπρύσιους ὀπαδούς του ἐχθροπαθεῖς, γραφικούς, ἐνίοτε καὶ ὑποκριτές-καριερίστες». Τό πρόβλημα ὅμως δέν εἶναι οἱ ἐχθροπαθεῖς διαπρύσιοι ὀπαδοί τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητας», ἀλλά ὅλο τό πλέγμα τῶν ἀπόψεων πού προβάλλεται ὡς «πολιτική ὀρθότητα».

Παρεκβατικά, ἀντλοῦμε ἕνα παράδειγμα ὑποκρισίας ἡγέτη ἀπό τήν ἱστορία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἡρώδης, πού βασίλευε στήν Ἰουδαία κατά τόν χρόνο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ὁ Μέγας, ἦταν χαρακτηριστική περίπτωση ὑποκριτή. Γι’ αὐτόν ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει: «Τότε ὁ Ἡρώδης λάθρα καλέσας τοὺς Μάγους…» καί ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας παρατηρεῖ: «Λάθρα τούτους ἐκάλεσε διὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ὑπώπτευε γὰρ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἴσως περὶ πολλοῦ ποιήσονται τὸ παιδίον, καὶ φροντίσουσι τοῦ σῶσαι αὐτὸ, ὡς μέλλον ἐλευθερῶσαι αὐτούς. Διὰ τοῦτο οὖν λάθρα ἐπιβουλεύει». Ἑτοιμάζεται γιά τόν φόνο τοῦ νεογέννητου Βασιλέως κρυφά ἀπό τούς Ἰουδαίους, γιά νά μήν ἀντιληφθοῦν ἐκεῖνοι τίς προθέσεις του. Καί ἀφοῦ ἔμαθε ἀπό τούς ἱερεῖς ὅτι στήν Βηθλεέμ θά γεννηθῆ «ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ» κι ἀκόμη ἐξακρίβωσε τόν χρόνο πού φάνηκε ὁ ἀστέρας στούς Μάγους (δύο χρόνια ἔκαναν ὁδοιπορία καθοδηγούμενοι ἀπό τόν ἀστέρα), τούς εἶπε: «Πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου»· καί παρατηρεῖ πάλι ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Οὐκ εἶπε περὶ τοῦ βασιλέως ἀλλὰ περὶ τοῦ παιδίου, οὐδὲ γὰρ τὸ ὄνομα ἀνέχεται, ὅθεν δεικνύει ὅτι μαίνεται κατ’ αὐτοῦ». Δέν ἀνέχεται νά ὀνομάση τόν νεογέννητο Χριστό Βασιλέα. «Μαίνεται κατ’ αὐτοῦ». Ἔχει μῖσος καί θυμό πού μοιάζει μέ τρέλα. Ὅμως κρύβει τά συναισθήματα καί τίς προθέσεις του. Ὑποκρίνεται τόν ἄδολο. Στέλνει τούς Μάγους νά ἐξετάσουν μέ ἀκρίβεια τά σχετικά μέ τό «παιδίον» καί βάζοντας ἱλαρό προσωπεῖο στήν ταραχή καί τό φθόνο του, τούς λέει: «Ἑπὰν δὲ εὕρητε ἀπαγγείλατέ μοι ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ». Κάλυψε τόν φθόνο καί τήν πρόθεση τοῦ φόνου μέ τήν διάθεση νά πάη κι αὐτός δῆθεν νά τό προσκυνήση. Καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει: «Οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν». Καί ὁ ἱερός Θεοφύλακτος σχολιάζει: «Ἄδολοι γὰρ ὄντες αὐτοὶ ἐνόμιζον κἀκεῖνον ἀδόλως λέγειν». Ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἡρώδη ξεγέλασε τούς σοφούς, ἀλλά ἄδολους Μάγους, γι’ αὐτό κατόπιν Ἄγγελος Κυρίου τούς προφύλαξε ἀπό τήν πονηρία τοῦ Ἡρώδη. Ἡ ὑποκρισία τῶν ἔμπειρων στήν πονηρία παραπλανᾶ ἀκόμη καί σοφούς.

Οἱ ὑποκριτές δέν βλέπουν μέσα τους. Παρατηροῦν τούς γύρω τους καί μηχανεύονται τρόπους γιά νά εἶναι ἀρεστοί ἀπό τούς πολλούς, κυρίως στούς ἀνθρώπους πού τούς ἐνδιαφέρουν, τούς ψηφοφόρους ἤ τό κοινωνικό ἤ ἀκόμη τό ἐκκλησιαστικό τους περιβάλλον. Κατά κάποιον τρόπο κάνουν ἕναν διάλογο μέ ὅλους αὐτούς, ὅπως στίς ἀρχαῖες τραγωδίες ὁ ἠθοποιός μέ τόν χορό. Ἀπό ἐκεῖ προέρχεται καί ἡ λέξη ὑποκριτής.

Στά σύγχρονα λεξικά ἡ σημασία τῆς λέξης «ὑποκριτής» εἶναι αὐτή πού ὅλοι γνωρίζουμε· εἶναι «ὁ προσποιούμενος αἰσθήματα πού δέν ἔχει» (Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη)· καί «ὑποκρισία» εἶναι «ἡ συμπεριφορά πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν προσπάθεια κάποιου νά μήν ἐμφανίσει τόν πραγματικό ἑαυτό του καί νά παρουσιάσει μιά ψεύτικη εἰκόνα γιά τίς ἰδέες, τά συναισθήματα καί τίς προθέσεις του» (Λεξικό Μπαμπινιώτη).

Τά λεξικά τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας μᾶς δίνουν σαφέστερα τίς σημασίες τοῦ «ὑποκριτή» καί «ὑποκρίνεσθαι». Στό Λεξικό Liddell-Scott «ὑπόκρισις» σημαίνει: «Ι …ἀπόκρισις, ΙΙ… τό παριστάνειν τι ἐπί τῆς σκηνῆς, ἡ τέχνη τοῦ ἐπί τῆς σκηνῆς ὑποκριτοῦ» καί «ὑποκριτής» πρωταρχικά σημαίνει «ὁ ἀποκρινόμενος».

Στόν Σουΐδα, ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἑλληνικά λεξικά τοῦ 10ου μ.Χ. αἰῶνος, διαβάζουμε: «Ὑποκρίνεσθαι, τό ἀποκρίνεσθαι οἱ παλαιοί. Καί ὑποκριτής ἐντεῦθεν ὁ ἀποκρινόμενος τῷ χορῷ». Δηλαδή, ἡ σημασία τοῦ ὑποκρίνεσθαι στούς παλαιούς συγγραφεῖς εἶναι τό ἀποκρίνεσθαι καί ἀπό αὐτήν τήν σημασία προκύπτει ἡ σημασία τῆς λέξης ὑποκριτής, ἡ ὁποία σημαίνει αὐτόν πού ἀποκρίνεται στόν χορό, δηλαδή τόν ἠθοποιό πού ἀποκρίνεται σέ ὅσα λέει ὁ χορός στίς τραγωδίες.

Συνθέτοντας ὅλες αὐτές τίς σημασίες μέσα στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης πραγματικότητας, μπορεῖ νά εἰπωθῆ ὅτι ὁ ὑποκριτής ἀποκρίνεται στόν «χορό» τῶν ἀνθρώπων πού θέλει νά τόν ἐκτιμοῦν. Διαλέγεται μαζί τους. Ἀκούει τίς ἀπόψεις τους, τά αἰτήματά τους καί ἀποκρίνεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι πάντα ἀρεστός, ἔστω καί ἄν φαίνεται νά ὑποστηρίζη ἀπόψεις πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ αὐτά πού πρίν ἀπό λίγο καιρό ὑποστήριζε. Δέν λέει αὐτό πού ἔχει μέσα του, «παρουσιάζει μιά ψεύτικη εἰκόνα γιά τίς ἰδέες, τά συναισθήματα καί τίς προθέσεις του». Μπορεῖ νά μήν ἔχει τό φονικό μῖσος τοῦ Ἡρώδη, ἔχει ὅμως τό ἄγχος του γιά τήν διατήρηση τῆς ἐξουσίας του.

Ἡ ἀλλαγή στάσης πολλῶν ἀπέναντι στήν «woke» κουλτούρα, δέν σημαίνει ὅτι τήν ἔχουν ἀρνηθῆ ἤ ἀπορρίψει. Ἁπλῶς βλέπουν ὅτι δέν τήν εὐνοοῦν τώρα οἱ συνθῆκες. Βλέποντας τά πράγματα μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι χρειάζεται ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ σέ σχέση μέ τήν ὑγεία καί τήν ἀνακαινιστική δύναμη τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παραδόσεώς του, γιά νά μπορεῖ νά διαχειρίζεται μέ ἀσφάλεια τήν «ἀφύπνιση τῆς ὑποκρισίας», δηλαδή τήν θετική ἀνταπόκριση στίς ἀρχές του ἀπό αὐτούς πού στήν πραγματικότητα δέν τίς πιστεύουν. 

alopsis.gr

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

Π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: ΣΥΝΕΧΩΣ ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ!

π. Συμεών Κραγιόπουλος
Συνεχώς να καλλιεργούμε το χωράφι της ψυχής μας

Το όνομα του αγίου Γεωργίου, όπως λένε και τα τροπάρια, μας θυμίζει το γεώργιον του Θεού – Θεού γεώργιόν εσμεν (Α’ Κορ. 3:9) – ότι είμαστε χωράφι του Θεού, και ο καθένας μας πρέπει να γίνει καλός γεωργός. Όπως ο άγιος Γεώργιος, ο οποίος, σύμφωνα και με την έννοια του ονόματός του, έζησε αντάξια του ονόματός του – όπως λέει το δοξαστικό του εσπερινού: αξίως του ονόματος επολιτεύσω. Δεν άφησε χέρσα τη γη, την ψυχή του δηλαδή, αγεώργητη, αλλά την καλλιέργησε. Ας ήταν και στρατιώτης, ας είχε και αξιώματα. Τίποτε δεν τον εμπόδισε να είναι καλός γεωργός στην ψυχή του· να πιστέψει, δηλαδή, με όλη την καρδιά του, και, εφόσον χρειαζόταν, να αρνηθεί τα πάντα, να αφήσει τα πάντα για την αγάπη του Χριστού. Το έκανε και αυτό.

Αν μη τι άλλο, θα έλεγα το όνομα Γεώργιος να μας θυμίζει αυτό το μεγάλο χρέος που έχουμε: να γεωργούμε, να καλλιεργούμε τη γη, τη γη της ψυχής μας. Πώς ένας γεωργός, ένας κηπουρός έχει μεράκι μέσα του και καλλιεργεί τη γη που έχει: βγάζει όλα τα ζιζάνια, τα αγριόχορτα, τις πέτρες, τα φυτά και στη συνέχεια λιπαίνει το χώμα, φυτεύει, σπέρνει, και έχει καρπό, έχει απόδοση.

Να μην οκνήσουμε, να μην τεμπελιάσουμε, να μην αποφύγουμε να καλλιεργήσουμε την ψυχή μας. Αλλά, όπως ο γεωργός που σκύβει εκεί – αλλού θα σκάψει, αλλού θα οργώσει με τα ζώα, αλλού θα φρεζάρει, θα λέγαμε σήμερα – να μην αφήσουμε την ψυχή έτσι όπως είναι, που έχει μέσα της την αμαρτία, και φουντώνουν τα «αγριόχορτα». Το καλύτερο χωράφι, άμα το αφήσεις ακαλλιέργητο, θα αρχίσει σιγά-σιγά, όχι απλώς να βγάζει αγριόχορτα, αλλά να γίνεται δάσος, να βγάζει αγκάθια και τριβόλια. Χρειάζεται συνεχώς να καλλιεργεί κανείς το χωράφι, τον κήπο, την ψυχή του.

Να θυμόμαστε, λοιπόν, το όνομα Γεώργιος, προπαντός τώρα, απόψε, και αύριο όλη μέρα, που γιορτάζουμε κιόλας. Και να παρακαλέσουμε τον άγιο Γεώργιο, που ξέρει από καλλιέργεια της ψυχής, να πρεσβεύσει για μας, να μας βοηθήσει να τον μιμηθούμε. Να κάνουμε και εμείς ό,τι έκανε εκείνος: να μαρτυρήσουμε. Πολλές φορές στην προσπάθειά σου να μην αφήσεις τα πάθη, τα ελαττώματα να κάνουν ό,τι θέλουν, μοιάζει σαν να μαρτυρείς. Πονάει κανείς, συνθλίβεται, δυσκολεύεται. Αλλά πρέπει να το κάνει.

Είθε ο Κύριος, δια πρεσβειών του αγίου Γεωργίου, να μας δώσει όλα αυτά τα αγαθά, να μας δώσει αυτή την πίστη, να μας κάνει δικούς του, να μας βάλει στον δρόμο του, για να συμπάθουμε – όπως λέγαμε όλες αυτές τις ημέρες – και να συναναστηθούμε μαζί του.

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου (†), “Θέλεις να αγιάσεις;”, Απρίλιος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2025, σελ. 99.

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ!


Η υμνογραφία τής Μεγάλης Εβδομάδας
(Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός)

Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀνακεφαλαιώνει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία, τὴν δημιουργίᾳ, τὴν πτώση, τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάπλαση καὶ ἀναδημιουργία. Ὁ Χριστός, ὁ σταυρωμένος καὶ ἀναστὰς Κύριος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἱστορίας, προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ὡς Αὐτὸς ποὺ δίνει λύση στὴ διαχρονικὴ τραγῳδία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νοηματοδοτεῖ τὴν Ἱστορία.

Ὑπάρχει δὲ συνοχὴ καὶ συνέχεια στὰ ἀναγιγνωσκόμενα, ἀδόμενα καὶ τελούμενα στὴ Λατρεία, ποὺ ἀποδυναμώνεται ὅμως μὲ τὴν ἀποσπασματικότητα τῆς μετοχῆς, σ᾿ ἀντίθεση μὲ τὴν μοναστικὴ λειτουργικὴ πράξη. Ἡ καταφυγὴ τῶν φιλακολούθων στὰ μοναστήρια αὐτὲς τὶς μέρες, καὶ μάλιστα τὰ ἁγιορείτικα, αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει: τὴν δυνατότητᾳ βιώσεως ὅλου του φάσματος τῆς προσφερόμενης, ἀπὸ τὴν λατρείᾳ, ἀνακεφαλαιώσεως τῆς σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κόσμου.

Ἡ παροντοποίηση τῶν συνδεομένων μὲ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ ἱστορικῶν σωτηριωδῶν γεγονότων πραγματοποιεῖται μὲ τὰ δρώμενα (λιτάνευση τῆς εἰκόνας τοῦ Νυμφίου, τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Ἐπιταφίου, Ἀποκαθήλωση), ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ βασικότερο μέσον της ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, τὸν λόγο τοῦ ὕμνου καὶ τὸ μουσικὸ ἔνδυμά του, τὸν ὑπέροχο αὐτὸ διφυῆ φορέα καὶ ἐκφραστὴ τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ὁ λειτουργικὸς ὕμνος συνιστᾷ τὴν καρδιὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, διότι οἱ δυνατότητες ποὺ προσφέρει ὁ ποιητικὸς λόγος καθιστοῦν τὴν ὑμνογραφία τὸ προσφορότερο μέσο γιὰ τὴν μυσταγωγία τοῦ σώματος-συνάξεως. Ὁ ὕμνος μεταβάλλει τὴν λατρεία σὲ ἀσίγαστο στόμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ποὺ δίνει καθημερινὰ τὴν μαρτυρία καὶ ὁμολογία τῆς πίστεώς της, τῆς ἐμπειρίας τῆς σωτηρίας της. Ποιητικὸς ὅμως λόγος καὶ μελῳδία συνάπτονται στὸν ὀρθόδοξο λειτουργικὸ ὕμνο ἐμπροϋπόθετα, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστικὴ Τέχνη στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ποτὲ αὐτόνομα καὶ αὐθυπόστατα, ἀλλὰ λειτουργικὰ καὶ διακονικά, προσφέροντας μέσα γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. Ἡ Τέχνη τῆς Ὀρθοδοξίας κινεῖται στὸ μεταίχμιο κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, γεφυρώνοντας χαρισματικὰ τὴν ἀπόστασή τους ὡς ἱστορικὴ σάρκα τῆς θεανθρώπινης πραγματικότητας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι ὁ Ὕμνος, ὡς λόγος πατερικός, γίνεται ποιμαντικὸ μέσο γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Προσφέρει τὴν θεογνωσίᾳ καὶ θεολογία τῆς καθαρμένης καὶ φωτισμένης ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καρδιᾶς τῶν Ἁγίων, ποὺ θεολογώντας ποιητικά, βλάπτουν τὸν κάλαμο στὰ νάματα τῆς πίστεώς τους καὶ στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τους. Μεγάλοι Πατέρες καὶ Μητέρες μας εἶναι ποιητὲς καὶ μελῳδοὶ τῶν ὕμνων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ, Μᾶρκος Ὑδροῦντος, Ἀνδρέας Κρήτης, Κασσιανὴ ἢ Κασσία εἶναι τὰ γνωστότερα ὀνόματα, ποὺ μετασκευάζουν σὲ «τραγούδι» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ «Θεο-λογία» τὴν πνευματικὴ-καρδιακὴ ἐμπειρία τους.

Ἂν ὅμως ὁ ὑμνογραφικὸς λόγος εἶναι φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μουσικὴ (μελῳδία) εἶναι τὸ κατάλληλο ἔνδυμά της. Ὑπάρχει γιὰ τὸν λόγο, «τῶν ρημάτων τὴν δύναμιν» καὶ ὄχι ὡς αὐθυπόστατο καλλιτεχνικὸ μέσο. Στόχος της δὲν εἶναι ἡ τέρψη ἢ ἡ συναισθηματικὴ διέγερση ἀλλὰ ἡ ὑποβοήθηση τοῦ λόγου γιὰ νὰ διεισδύσει στὰ βάθη τῆς ὕπαρξης, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη καὶ αὐτομεμψία. Δὲν εἶναι μουσικὴ ἀκροάματος («οὐκ ἔστι θέατρον ἡ Ἐκκλησία, ἵνα πρὸς τέρψιν ἀκούωμεν», παρατηρεῖ ὁ Ἱ. Χρυσόστομος), ἀλλὰ λειτουργική. Διακονεῖ τὸ μυστήριο τοῦ ἔνσαρκου Λόγου, ἐπενδύοντας τὸν θεολογικὸ λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα νὰ «πλέκει» εἰς τὸν Θεῖον Λόγο-Χριστὸ «ἐκ λόγων μελῳδίαν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βρῆκαν στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Ὀρθοδοξίας, ποτὲ θέση τὰ μουσικὰ ὄργανα. Στὴν Ἐκκλησία, «ὄργανον» γλυκύφθογγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ πιστὸς («Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος», κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιον), μὲ τὴν καθαρὴ ἀπὸ πάθη καρδιά του. Χωρὶς τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄλλωστε, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει κανεὶς τὰ γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τοῦ Πάσχα. Προχωρώντας γιὰ τὴν «τελετὴ» τῆς Ἀναστάσεως, τὴν νύχτᾳ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, θὰ ψάλουμε. «…καὶ ἡμᾶς τοὺς εὐσεβεῖς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδία Σὲ δοξάζειν». Εἶναι ἡ «καλὴ καρδιά», γιὰ τὴν ὁποία εὔχεται ὁ λαός μας στὰ πανηγύρια καὶ στὶς χαρές του, ὑψώνοντας τὸ κρασοπότηρο. Γιατί, χωρὶς «καλὴ καρδιὰ» δὲν ὑπάρχει δυνατότητα κοινωνίας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ χωρὶς «καθαρὰν καρδίαν» χάνεται ἡ δυνατότητα μετοχῆς στὴν Ἄκτιστη Θεία Χάρη.

Αὐτὲς εἶναι οἱ ἐκκλησιολογικὲς καὶ θεολογικὲς ἀρχές, ποὺ διέπουν τὸν ὑμνογραφικὸ λόγο (καὶ) τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τὴν μουσικὴ-μελῳδία του, καθιερωμένες ἀπὸ τὴν ἁγιοπνευματικὴ συνείδηση, ταυτιζόμενη μὲ τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς – ὅλοι μας δηλαδὴ- μετέχει μὲ κατάνυξη καὶ συμψάλλει τὰ βασικὰ τροπάρια («Ἰδοὺ Ὁ Νυμφίος ἔρχεται …», «Τὸν νυμφῶνά Σου βλέπω…», τὰ «Ἐγκώμια» τοῦ Ἐπιταφίου κ.ἄ.π.). Ἀπὸ τὴν στιγμή, ποὺ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα χάνει τὴν δυνατότητᾳ παρακολούθησης τοῦ ὑμνογραφικοῦ λόγου καὶ τῆς συμψαλμῳδίας, ἐλέγχεται ἡ (ἐνίοτε μὴ θεολογοῦσα) ψαλτικὴ τέχνη, ποὺ ἀποβαίνει περισσότερο «τέχνη» καὶ λιγότερο διακονικὸ ἔνδυμα τοῦ λόγου. Τότε σκοπὸς γίνεται τὸ ἀκρόαμα καὶ ὄχι ἡ κατανυκτικὴ συμμετοχή. Ἔτσι, ὅμως, «δυτικοποιεῖται» ἡ ἐκκλησιαστικὴ Τέχνη καὶ ἐκκοσμικεύεται ἡ Λατρεία.

(Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα Παρὸν τῆς Κυριακῆς, 12-04-2009)

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ- Ο ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΙΩΣΗΦ, ΠΡΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

π. Συμεών Κραγιόπουλος
Μ. Δευτέρα: Ο πάγκαλος Ιωσήφ, προτύπωση του Χριστού


Δεν μπορούμε σήμερα, πρώτη ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδος, να μη θυμηθούμε τον Ιωσήφ. Η Εκκλησία όρισε να «ποιούμεθα μνείαν του παγκάλου Ιωσήφ» την Μεγάλη Δευτέρα.

Τι δεν έπαθε ο Ιωσήφ! Από ποιους; Από τα ίδια του τα αδέλφια. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Από κει που μπορεί να είναι του Θεού άνθρωπος και ν’ ακολουθεί τον Θεό και τελικά να σώζεται εν Θεώ, μπορεί να βρεθεί στην αντίθετη πλευρά και να τυραννεί και να βασανίζει τους ανθρώπους του Θεού.

Όπως η ανθρωπότητα, ενώ έρχεται ο Κύριος να σώσει τον άνθρωπο, η ανθρωπότητα σταυρώνει, θανατώνει τον Χριστό. Δεν τον θανάτωσαν τον Χριστό απλώς κάποιοι κακοί άνθρωποι. Όλοι μας, εάν δεν νιώσουμε ότι είμαστε σταυρωτές του Χριστού, δεν μπορούμε να νιώσουμε όλη τη λύτρωση αυτή που φέρνει και όλη αυτή την ανάσταση που φέρνει ο Κύριος.

Τα αδέλφια του Ιωσήφ είναι αυτά που τόσο άπονα φέρονται, τόσο εγωιστικά, τόσο άσπλαχνα, σαν να μην έχουν ίχνος ανθρωπίνης ευαισθησίας, πολύ περισσότερο αδελφικής, από ζήλεια και φθόνο. Να το θυμηθούμε αυτό, παρακαλώ, όλοι μας αυτές τις ημέρες· θα πούνε και τα τροπάρια «δια φθόνον παρέδωκαν αυτόν». Εκεί είναι το κακό.

Τον Χριστό δεν μπορούσαν να τον δεχθούν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν; Δεν σ’ αφήνει ο φθόνος να καταλάβεις, δεν σ’ αφήνει ο φθόνος να δεις την αλήθεια. Και δεν υπάρχει ψυχή που δεν προσβάλλεται από τον φθόνο· και, όποιος κρατάει μέσα του τον φθόνο, ούτε να δει μπορεί ούτε να καταλάβει ούτε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Γίνεται θεριό κανείς. Μπορεί δηλαδή τα χειρότερα πράγματα να τα κάνει κανείς επηρεαζόμενος, κινούμενος από φθόνο, όχι απλώς από την αγριότητα που μπορεί να έχει κανείς. «Δια φθόνον παρέδωκαν» τον Κύριον και εσταύρωσαν τον Κύριον (Ματθ. 27:18), τον θανάτωσαν τον Κύριον· και από φθόνο εδώ τα αδέλφια του Ιωσήφ εγκληματούν.

Και ο Ιωσήφ έζησε πριν από τον Κύριο· γιατί, όπως είπαμε κι άλλη φορά κι όπως λένε τα βιβλία, είναι προτύπωσις του Κυρίου. Μιμητής του Κυρίου πριν έρθει ο Κύριος. Φθονείται κι αυτός, όπως ο Κύριος, πάσχει κι αυτός αναιτίως όπως ο Κύριος. Και υφίσταται σε τέτοιο βαθμό ό,τι υφίσταται, που πρέπει συν τοις άλλοις να έφτασε στο σημείο εκείνο που ο άνθρωπος αισθάνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη μεγάλη δυσκολία, τη μεγάλη πίεση, το μεγάλο ζόρισμα, όπως ο Κύριος θα πει πάνω στον Σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες» (Ματθ. 27:46).

Και ο Ιωσήφ εκεί κάτω, άγνωστος εν μέσω αγνώστων, και τόσο-τόσο άδικα να εγίνοντο όλα και το ένα κατόπιν του άλλου, το ένα χειρότερο από το άλλο. Και οπωσδήποτε έζησε και τέτοιες καταστάσεις, τέτοια βιώματα: «Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες». Ωστόσο όμως μένει εκεί, άνθρωπος του Θεού, πιστός. Και όπως το γνωρίζουμε, όταν αργότερα φανερώθηκε στ’ αδέλφια του και είδαν τ’ αδέλφια του ποιος είναι κλπ., μεταφέρθηκαν όλοι στην Αίγυπτο, μετακόμισαν εκεί. Αλλά, όταν πέθανε ο Ιακώβ, φοβήθηκαν τ’ αδέλφια του φοβήθηκαν. «Τώρα – σκέφθηκαν – που πέθανε ο πατέρας μας, κάτι θα μας κάνει ο αδελφός μας». Και τον πλησίασαν και του είπαν: «Ξέρεις, ο πατέρας μας είπε να σου πούμε να μας συγχωρήσεις εκείνη την αμαρτία και να μη μας κάνεις τίποτε». Και ο Ιωσήφ τους λέει: «Μη φοβείσθε, είμαι άνθρωπος του Θεού εγώ» (Γεν. 50:19).

Πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, οι άνθρωποι που τιμήθηκαν μ’ αυτήν την αξία τη μεγάλη, που είπαμε. Αλλά πώς γίνεται ο άνθρωπος και πώς σκέφτεται ο άνθρωπος, όταν δεν είναι του Θεού, είναι έξω από τον Θεό. Πόσες φορές ο αμαρτωλός, που ακόμη δεν βρήκε την πίστη την αληθινή και δεν πήρε σωστά τον δρόμο, νομίζει ότι κι ο Θεός ακόμη θα τον εκδικηθεί· έτσι μοιάζει το πράγμα στα βάσανα που περνάει.

Έτσι νόμιζαν κι αυτοί. Αλλά ο Ιωσήφ τους είπε δεν είναι δυνατόν, μη φοβάστε, «του γαρ Θεού ειμι εγώ». Όντως δηλαδή είναι ο εκλεκτός του Θεού, όντως είναι το σκεύος του Θεού, είναι το όργανο του Θεού, ο άνθρωπος του Θεού.

Ο Ιωσήφ από μικρό παιδί το ένιωσε αυτό σαν να είχε μέσα του ένα κάτι που τον οδηγούσε στον δρόμο αυτό. Και αποδέχθηκε πλήρως αυτή την εύνοια που του έδειξε ο Θεός· τα δέχθηκε ευχαρίστως όλα, όσα υπέστη, ακριβώς διότι ήταν του Θεού άνθρωπος, διότι τον διάλεξε ο Θεός, διότι ήθελε να τον κάνει τελικά ο Θεός έτσι όπως τον ήθελε. Και παρεδόθη ο Ιωσήφ, παρεδόθη, έδωκε τον εαυτόν του. Όχι φανταζόμενος τούτο και κείνο. Όχι, αλλά κάνοντας υπακοή στον Θεό. Και πέρασε όλα αυτά που πέρασε και ήπιε τα πικρά ποτήρια που ήπιε. Αλλά τίποτε όμως δεν τον άλλαξε προς το κακό, δεν τον επηρέασε· είναι του Θεού μέχρι τέλους.

[Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου “Σταυροαναστάσιμα”, Β’ έκδοση, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2003, σελ. 80 (αποσπάσματα)]

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ: ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΠΤΩΧΕΙΑ!

π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης: Προβλέπεται μεγάλη δυστυχία και πτώχεια, αλλά επιβάλεται να γίνει και αυτό, διότι είναι δοκιμασία του Θεού. Αφού ο Πανάγαθος Θεός, μας έχει δώσει όλα τα αγαθά, εμείς όχι μόνο Τον ξεχάσαμε, αλλά και Τον βλασφημούμε, γι’ αυτό χρειάζεται να μας δώσει κανένα ράπισμα να συνέλθουμε.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ: Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η παρουσία κακών ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

«Από τη στιγμή που το βασικό μοτίβο του κακού είναι η μεταμφίεση, ένα από τα πιθανότερα μέρη για να βρει κανείς κακούς ανθρώπους είναι μέσα στην Εκκλησία». Η διαπίστωση αυτή του Σκότ Πέκ, Αμερικανού συγγραφέα και ψυχιάτρου, αν και ακούγεται υπερβολική, είναι όμως αληθινή. Γιατί να μην υπάρχουν «κακοί άνθρωποι» και μέσα στην Εκκλησία, αφού αποτελείται από ανθρώπους ατελείς, αμαρτωλούς και άρρωστους; Μήπως η Χάρις του Θεού, που υπάρχει έντονα και με πληρότητα στην Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, μπορεί να μετατρέψει την κακία σε καλοσύνη και την αμαρτία σε αγιότητα χωρίς τη θέληση του ανθρώπου;

Νομίζω πως είναι λάθος να ταυτίζουμε το Θεό με τους ανθρώπους, ζητώντας από τους «ανθρώπους της Εκκλησίας» να συμπεριφέρονται ως τέλειοι και αναμάρτητοι, επιθυμώντας υποκατάστατά Του για να καλύψουμε τις ανασφάλειές μας. Ξεχνάμε ότι «μόνο ο Χριστός εκτός αμαρτίας υπάρχει» και ότι μόνο Εκείνος είναι ο αληθινός σωτήρας του κόσμου και άρα μόνο σ’ Αυτόν πρέπει να στηριζόμαστε. Όχι πως δεν μπορούμε να ζητούμε συμπόρευση και βοήθεια από ανθρώπους μέλη της Εκκλησίας, όταν αυτοί γνωρίζουν εμπειρικά τον πνευματικό αγώνα, αλλά δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν στην καρδιά μας τον ένα Κύριο και λυτρωτή, τον Ιησού Χριστό.
Ο Θεός δεν θέλει, νομίζω, να είμαστε αφελείς ούτε θρησκόληπτοι. Οι άγιοι ήταν έξυπνοι και φωτισμένοι, κι ας έδειχναν κάποτε πως δεν καταλάβαιναν. Έτσι, αν παρατηρούμε κακίες, πονηριές και κοσμικές συμπεριφορές σε «ανθρώπους της Εκκλησίας», κληρικούς και λαϊκούς, δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, ούτε να μας διαλύει πνευματικά, λες και κινδυνεύει η Εκκλησία του Χριστού. Μήπως στην ομάδα των Αποστόλων δεν υπήρχε ο Ιούδας; Μήπως δεν παρουσιάζονται οι ψευδαπόστολοι την εποχή του Αποστόλου Παύλου και αργότερα; Δεν ξεφύτρωσαν οι αιρετικοί μέσα από την Εκκλησία και την ταλαιπώρησαν με τον εγωισμό τους; Δεν διώχτηκαν οι μεγάλοι Πατέρες από τους συνεπισκόπους τους; Δεν συκοφαντήθηκε ο άγιος Νεκτάριος και απορρίφτηκε από τους δεσποτάδες της εποχής του; Σήμερα δεν συμβαίνουν παρόμοια;

Τι θα γίνει λοιπόν; Θα αρχίσουμε τις κριτικές και τις ανυπακοές στους κληρικούς, όταν αυτοί συμπεριφέρονται κοσμικά και με εμπάθεια; Πώς θα εφαρμοστεί η προσευχή του Κυρίου που ζητούσε από τον Πατέρα Του «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»;

  Βεβαίως υπάρχουν και οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη θέση τους ή την ιδιότητά τους για να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα και πάθη. Όμως, είναι αναγκαίο να πιστεύομε την αλήθεια που λέει πως την Εκκλησία δεν την κυβερνούν αυτοί αλλά ο Ιδρυτής Της που ξέρει να σιωπά και να ανέχεται «άχρι καιρού». Η ενότητα στην Εκκλησία είναι ουσιαστική υπόθεση και δεν θα πρέπει να γινόμαστε αιτία να διασπάται, εφόσον δεν κινδυνεύει η αλήθειά Της.

  Οι αδικίες που υφίστανται οι άνθρωποί Της από τους «ανθρώπους Της», εκκολάπτουν τον αγιασμό των μεν και αποκαλύπτουν την κακία των δε.
Πάντοτε και μέχρι συντελείας του αιώνος θα υπάρχουν οι άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, που αγωνίζονται να ζήσουν το Θεό στη ζωή τους και γίνονται, χωρίς να το επιδιώκουν, σημείο της ζωντανής παρουσίας του ζώντος Κυρίου. Όπως θα υπάρχουν και αυτοί που υποκρίνονται, εμπαίζουν και δεν γνωρίζουν εμπειρικά το Θεό. Αν η συνάντηση με τους πρώτους γίνεται ευλογία, η παρουσία των δεύτερων γίνεται σκάνδαλο και πρόβλημα, που ταλαιπωρεί και προκαλεί για υπομονή, προσευχή, ανεξικακία, αναμένοντας την «ἡμέραν τοῦ Κυρίου, τήν μεγάλην και ἐπιφανῆ».

proskynitis.blogspot.com

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ: ΣΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!


Στο επανιδείν στον Παράδεισο!
Ιερομόναχος Ιουστίνος

Κωνσταντινουπολίτης έμπορος στο Παρίσι, επιτυχημένος, χωρίς όμως οικογένεια, ζούσε άσωτα. Για να εκφρασθούμε με τα ίδια του τα λόγια, η ζωή του και τα ενδιαφέροντά του ήταν «η γαστέρα και τα υπογάστρια».

Σε κάποιο από τα κενά που ένιωθε μετά τις κραιπάλες του, στα συνειδησιακά κονταροχτυπήματά του, αισθάνθηκε αόρατο χέρι να τον πιάνει από τον ώμο και στιβαρά να τον οδηγεί σε ένα κομοδίνο. Άνοιξε, σαν υπνωτισμένος πάντα, το συρτάρι και τράβηξε έξω ένα βιβλίο.

Το είχε βρει πεσμένο στον δρόμο και το είχε περιμαζέψει γιατί είχε ελκυσθεί η προσοχή του από την εμφάνισή του – ήταν δεμένο καλλιτεχνικά.

Το πήρε λοιπόν από το συρτάρι και το άνοιξε. Ήταν η Αγία Γραφή. Αυτό ήταν! Γνώρισε τον Κύριο, παράτησε τα πάντα και έγινε μοναχός σε ακουστό νησιώτικο μοναστήρι, εδώ στην Ελλάδα. Λευκάνθηκε εσωτερικά και εξωτερικά μετανοώντας και ασκούμενος. Στα βαθιά του γεράματα, και μισοτυφλωμένος πια, περιερχόταν την υφήλιο με το κομποσχοίνι του προσευχόμενος υπέρ «του σύμπαντος κόσμου».

Σε τούτον αφιέρωσε ένα χρονογράφημά του επιφανέστατος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και ιδίως χρονογράφος μεγάλης ημερήσιας εφημερίδας της πρωτεύουσας.

Τι είχε συμβεί; Ο συγγραφέας καίτοι δεν φημιζόταν για το εκκλησιαστικό του φρόνημα, έτυχε να περάσει από το μοναστήρι του συγκεκριμένου γέροντα. Κατάπληκτος και εμβρόντητος αντίκρισε μέσα στο πένθιμο ράσο τον «ζωηρό» συμμαθητή του στην Πόλη – ήταν και αυτός Κωνσταντινουπολίτης, και με ένδοξο επώνυμο μάλιστα.

Τα επίθετα που χρησιμοποίησε ο χρονογράφος, υπαινίσσονταν πολλά σε όσους ήξεραν τον μοναχό, που ήταν «βίος και πολιτεία» στα νιάτα του, όπως είπαμε.

Είχαν χρόνια να συναντηθούν. Συζήτησαν. Και το κείμενο έκλεισε με τέσσερις γαλλικές λέξεις. Ήσαν τα λόγια με τα οποία ξεπροβόδισε ο κοινοβιάτης τον φίλο του – ήσαν και οι δυο τους ηλικιωμένοι και υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να ξαναϊδωθούν· τώρα είναι μακαρίτες. Λοιπόν αποχαιρέτησε τον επισκέπτη ευχόμενος «Ο ρεβουάρ ο Παραντί [Στο επανιδείν στον Παράδεισο]»!

Άραγε να επέδρασε καρποφόρα παραδείσια στον άνθρωπο η πρόταση-πρόκληση-πρόσκληση αυτή του πάτερ Νεκτάριου εκεί στη Λογγοβάρδα της Πάρου; Ο Θεός ξέρει· το γραπτό πάντως κάτι έδειχνε.

Όποιος αγκιστρώνεται στον σταυρό, όποιος τον χρησιμοποιεί όχι απλά σαν σανίδα σωτηρίας αλλά σαν εφαλτήριο για τον Ουρανό, έχει τη βεβαιότητα του μέλλοντος, του Παραδείσου, άσχετα από το βεβαρημένο ή μη παρελθόν του. Μάλλον ζει από τώρα τον Παράδεισο και αναμένει να τον απολαύσει στην ολοκληρία του μετά την ανάσταση. Και τον επιθυμεί και για τους αδελφούς του.

Αν κι εμείς εγκολπωθούμε τον Εσταυρωμένο, ε τότε θα έχουμε τις καλές αλλοιώσεις, θα έχουμε κοσμογονία, και η εμπειρία αυτή θα έχει δυναμικές προεκτάσεις στο όλον μας και στα γύρω μας. Είθε! Αμήν!

koinoniaorthodoxias.org

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ: ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ!

Ορθοδοξία και ορθοπραξία
Ιερομόναχος Ιουστίνος 

Ο Κύριος διακήρυξε ότι είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14.6). Όταν συσκιάζουμε την αλήθεια αποπλανιόμαστε από την οδό και τη ζωή και περιπλανιόμαστε στο σκότος του σατανά, στην αίρεση. Αυτή η τελευταία είναι φοβερότατο κακό, κατά την κοινή γνώμη της Εκκλησίας. Την εκφράζει εκφραστικά η αντιμετώπιση του οσίου Αγάθωνα:

«Πήγαν μερικοί σε αυτόν, επειδή άκουσαν ότι έχει μεγάλη διάκριση. Και θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται, του λένε: “Συ είσαι ο Αγάθων; Ακούμε για σένα πώς είσαι πόρνος και υπερήφανος”. Αυτός δε είπε: “Ναι, έτσι είναι”… Και του λένε: “Συ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος”; Αυτός δε είπε: “Εγώ είμαι”… Λένε πάλι: “Συ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός”; Και αποκρίθηκε: “Δεν είμαι αιρετικός”!

»Και τον παρακάλεσαν λέγοντας: “Πες μας, γιατί σου είπαμε τόσα και τα αποδέχθηκες, μα τούτο τον λόγο δεν τον βάστηξες”; Τους λέει: “Τα πρώτα τα επιγράφω στον εαυτό μου, επειδή είναι όφελος στην ψυχή μου. Αλλά το αιρετικός είναι χωρισμός από τον Θεό, και δεν θέλω να χωρισθώ από τον Θεό”.

»Εκείνοι δε μόλις το άκουσαν θαύμασαν τη διάκρισή του και έφυγαν οικοδομημένοι ψυχικά» (Γεροντικό 12).

Κοινός τόπος των Πατέρων, η απαγόρευση κάθε αβαρίας σε θέματα δόγματος. Ακόμη και οι ασκητικοί συγγραφείς που υπερτονίζουν την ταπείνωση και δεν ανέχονται ούτε «οσμή» αντιλογίας και απειθείας, προσθέτουν την εξαίρεση «εκτός αν κάπου ο λόγος είναι για την πίστη» (Κλίμαξ 25.9).

Να γιατί είναι μεν καλές οι επαφές με τους αιρετικούς και είναι απόβλητα τα μίση και οι αλληλοΰβρεις, είναι δηλαδή καλή η αγάπη, αλλά όχι εις βάρος της πίστεως. Εδώ δεν χωρούν αβρότητες και πληθωρισμοί φιλοφρονήσεων με σκοπιμότητες αμφίβολες. Καλύτερα να τα χαλάμε με τους αλλοδόξους παρά με τον Θεό γιατί «είναι καλύτερος ο επαινετός πόλεμος από ειρήνη η οποία χωρίζει από τον Θεό», που λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος (Απολογητικός Β’, 82). Η δε αίρεση χωρίζει από τον Θεό καθώς μας δίδαξε ο όσιος Αγάθων. Οποιοδήποτε αντάλλαγμα είναι μηδαμινό μπροστά στη σπίλωση και παραφθορά του δόγματος. Άλλο οι καλές σχέσεις και το καλό πρόσωπο του Χριστιανισμού προς τους έξω, τους αλλοθρήσκους ή αθέους, και άλλο η καθαρότητα της θείας αποκαλύψεως. Δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση με κανένα τρόπο. 

Τονίζουμε πολύ την Ορθοδοξία, την ορθή «δόξα», δηλαδή γνώμη, γνώση και θεώρηση περί Θεού. Ή, σύμφωνα με δεύτερη ερμηνεία, την ορθή δοξολογία Του, την ορθή λατρεία Του, που προϋποθέτει φυσικά την ορθή αντίληψη γι’ Αυτόν.

Ας μη μας διαφεύγει ωστόσο και η ορθοπραξία. Δεν πάει ορθοδοξία χωρίς ορθοπραξία, δηλαδή πράξεις, ήθος και ζωή όπως τα θέλει η ορθή έννοια περί Θεού, όπως τα θέλει ο Θεός.

Αυτά τα δυο ανέβασαν στους Ουρανούς πλήθος αμέτρητο αγίων, ανθρώπων ομοουσίων μας, που είχαν σάρκα και οστά και ψυχή όπως εμείς, που έζησαν πάνω στην υδρόγειό μας όπως εμείς, που δεν ήσαν όντα εξωκόσμια.

Και τώρα μαζί με όλους τους σωσμένους και με τους αγγέλους συναποτελούν τη «Θριαμβεύουσα στους Ουρανούς Εκκλησία». Και μας περιμένουν και μας, να μας υποδεχθούν εκεί στην άνω Βασιλεία, όταν θα επιστεί ο καιρός της αναλύσεώς μας.

Τούτο θα πραγματοποιηθεί εφόσον θα έχουμε αγωνισθεί «τον αγώνα τον καλόν» εδώ, στη «Στρατευόμενη επί γης Εκκλησία» και θα έχουμε τελέσει τον δρόμο ορθοπράττοντας και θα έχουμε τηρήσει την πίστη ορθοδοξώντας, κατά τον Παύλο (Β’ Τιμ. 4.6-7). Ζούμε και βαστάμε το βάρος του νυν αιώνα και τον καύσωνα του πυρίνου πολέμου του διαβόλου (πρβλ. Ματθ. 20.12). Ανήκουμε ακόμη στο πρώτο σκέλος της Εκκλησίας, που πατάει και περπατάει στη γη, αλλά ελπίζουμε να μεταβούμε με το έλεος του Θεού στη Θριαμβεύουσα στους Ουρανούς Εκκλησία.

Για εκεί κατευθυνόμαστε και μεις. Είμαστε «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. 2.19). Μας φαίνεται σαν όνειρο, άπιαστο όνειρο; «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ» (Λουκ. 18.27).

Ας το ζούμε, ας το χαιρόμαστε, ας μας ελαφρώνει τον κόπο του αγώνα: Είμαστε εγγεγραμμένοι στα μητρώα της Βασιλείας, δηλαδή της Ορθοδοξίας, της μόνης και πραγματικής Εκκλησίας.

Συνεπώς ας είμαστε πάντοτε ενεργά και με επίγνωση μέλη της. Μην αφηνόμαστε να ψυχραινόμαστε ενίοτε, να χαλαρώνουμε τις σχέσεις μας μαζί της, τον ζωοδότη δεσμό, και να «ξεκόβουμε». Μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας ν’ απομακρύνεται. 

Ο χρυσόφωνος Ιωάννης ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, παλλόμενος από την αγάπη και τον πόθο της Εκκλησίας, τη σκιαγράφησε ρωμαλέα με τον δυνατό νοητό χρωστήρα του, και στους δυο λόγους του «Προς Ευτρόπιον».

Απανθίζουμε σε ελεύθερη απόδοση, σαν συνέχεια αυτού που είπαμε: να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας ν’ απομακρύνεται.

«Εμπρός! Μη στέκεσαι μακριά από την Εκκλησία. Τίποτε δεν είναι ισχυρότερο από την Εκκλησία! Η ελπίδα σου η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία. Είναι υψηλότερη από τον ουρανό, είναι πλατύτερη από τη γη! Ποτέ δεν την παίρνουν τα χρόνια, πάντοτε ακμάζει.

Η Γραφή την αποκαλεί όρος, για να δηλώσει την ασάλευτη στερεότητα της· παρθένο, για την αφθορία της· βασίλισσα για τη μεγαλοπρέπειά της· θυγατέρα, για τη συγγένεια με τον Θεό· στείρα που γέννησε εφτά, για την πολυτεκνία της.

Μύρια ονόματα για να παραστήσει την ευγένειά της, όπως ακριβώς και ο Δεσπότης και Κύριός της έχει πολλές ονομασίες.

Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου αναφέρεις τείχη και όπλα, επειδή τα μεν τείχη με την πάροδο του χρόνου παλιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δεν γερνάει. Τα τείχη τα γκρεμίζουν οι βάρβαροι, την Εκκλησία ωστόσο ούτε οι δαίμονες τη νικούν.

Και ότι δεν είναι κούφια κομπορρημοσύνη τα λόγια μου το μαρτυρούν τα πράγματα. Πόσοι και πόσοι δεν πολέμησαν την Εκκλησία. Όλοι τους χάθηκαν, αυτή όμως εξυψώθηκε πάνω από τους ουρανούς! Τέτοιο μέγεθος και ιδιότητα έχει η Εκκλησία: Όταν πολεμάται, νικά· όταν υπονομεύεται, υπερτερεί· όταν εξυβρίζεται, αποβαίνει περιφανέστερη. Δέχεται τραύματα, μα δεν καταπίπτει από τις πληγές· κλυδωνίζεται, μα δεν καταποντίζεται· χειμάζεται, μα δεν ναυαγεί· παλεύει, μα δεν καταβάλλεται· πυγμαχεί, μα δεν νικάται» (πρβλ. Φωνή Πατέρων, 16, Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Εις Ευτρόπιον». Έκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής).

koinoniaorthodoxias.org