ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

ΛΕΩΝ ΜΠΡΑΝΓΚ: ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΣΤΕΡΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥΣ!

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΣΤΕΡΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥΣ!
Ἀπαιτεῖται ἐπειγόντως διορισμὸς Θεολόγων Καθηγητῶν εἰς τὸ Δημοτικὸν
Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, θεολόγος
 

«Τὰ παιδιὰ εἶναι ἄδειες κασσέττες. Ἂν γεμίσουν Χριστό, θὰ εἶναι κοντά Του πάντα. Ἂν ὄχι, εἶναι πιὸ εὔκολο, ὅταν μεγαλώσουν, νὰ παραστρατήσουν. Ἂν μικρὰ βοηθηθοῦν, καὶ νὰ ξεφύγουν ἀργότερα λίγο, πάλι θὰ συνέλθουν. Ἂν ποτισθῆ τὸ ξύλο μὲ λάδι, δὲν σαπίζει. Λίγο ἂν ποτισθοῦν τὰ παιδιὰ μὲ εὐλάβεια, μὲ φόβο Θεοῦ, δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετά.» Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ἀπευθύνονται πρωτίστως σὲ γονεῖς μικρῶν παιδιῶν, ἔχουν ὅμως ἐφαρμογὴ καὶ σὲ παιδιὰ μεγαλύτερης ἡλικίας, στὴν ἡλικία τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Καὶ ἐκεῖ ἀφοροῦν κυρίως καὶ στοὺς δασκάλους ποὺ ἔχουν τὴν εἰδικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν διαπαιδαγώγησή τους.

  Αὐτὴ τὴν εὐθύνη τονίζει καὶ τὸ Σύνταγμά μας, τὸ ὁποῖο ὡς σκοπὸ τῆς παιδείας ὁρίζει στὸ ἄρθρο 16 παρ. 2  μεταξὺ ἄλλων τὴν «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης». Καὶ μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ δὲν ἐννοεῖται γενικὰ καὶ ἀόριστα  κάποια θρησκευτικὴ συνείδηση, ἀλλὰ  αὐτὴ ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση προσδιορίζεται ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως μᾶς διευκρινίζουν οἱ σχετικὲς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. Οἱ τελευταῖες ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ (2018 καὶ 2019) μιλοῦν ρητὰ γιὰ τὴν «ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν», τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Γι’ αὐτὸ «πρέπει νὰ διδάσκεται ἐπὶ ἱκανὸ ἀριθμὸ ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως» καὶ φυσικὰ «νὰ μὴ ὑποβαθμίζεται… σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα μαθήματα». Στὰ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα τῶν τελευταίων 30 ἐτῶν αὐτὸς ὁ ἱκανὸς ἀριθμὸς ὡρῶν γιὰ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο ὁρίζεται μὲ δίωρο ὑποχρεωτικὸ μάθημα τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ τὴν Γ’ ἕως καὶ τὴν ΣΤ’ Τάξη.

  Πῶς ὅμως κατὰ τὸ ΣτΕ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης; Ἐκεῖνο τὸ λάδι ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, γιὰ νὰ μὴ σαπίζει τὸ ξύλο καὶ τὸ προσδιορίζει στὴ συνέχεια ὡς εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει ἔστω λίγο νὰ ποτιστοῦν τὰ παιδία, γιὰ νὰ μὴ σαπίζουν ἀργότερα, στὴν προφανῶς ἐπιστημονικὴ ὁρολογία τοῦ ΣτΕ σημαίνει «ἐμπέδωση καὶ ἐνίσχυση τῆς συγκεκριμένης αὐτῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν». Ἤδη οἱ ὅροι ἐμπέδωση καὶ ἐνίσχυση φανερώνουν ὅτι δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ τὴν παροχὴ κάποιων πληροφοριῶν καὶ τὴν ἐπεξεργασία κάποιων γνώσεων, ἀλλὰ στόχος εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ὀρθόδοξης θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Ἡ συνείδηση ποὺ εἶναι κάτι πολὺ βαθὺ στὸν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ παρέχεται ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ποτίζεται, ὥστε νὰ διαμορφώνεται καὶ νὰ φέρεται σὲ ἄνθιση. Αὐτὴ ἡ ἐμπέδωση καὶ ἐνίσχυση τῆς συνειδήσεως ἐξασφαλίζεται, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατό, μὲ τὸ νὰ διδάσκονται οἱ μαθητὲς «μὲ σαφήνεια καὶ  πληρότητα,  τὰ   δό­γματα, τὶς ἠθικὲς ἀξίες καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ προκαλεῖται σύγχυση μὲ τὴ διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν». Τὸ δόγμα στὴν Ἐκκλησία μας ὁρίζει σὲ συμπυκνωμένη μορφὴ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ ἠθικὲς ἀξίες εἶναι ἡ βίωση τῶν ἀρετῶν τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μας καὶ οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας προφανῶς δὲν ἀναφέρονται στὸν πασχαλινὸ ὀβελία, ἀλλὰ στὴ λειτουργικὴ ὅπως καὶ τὴ γνήσια κοινωνικὴ ἔκφραση τοῦ ἑορτολογίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἐν ἰσχύει ἐκπαιδευτικὸς νόμος 1566/85 στὸ ἄρθρο 1 τὸ ὁρίζει ἀκόμα πιὸ συγκεκριμένα τὸν σκοπὸ τοῦ Μαθήματος: νὰ ὑποβοηθεῖ τοὺς μαθητὲς «νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴ φύση καὶ νὰ διακατέχονται ἀπὸ πίστη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης». Μὲ τὴν ἀναφορὰ στὶς κεντρικὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης μᾶς δίνει μία περιεκτικὴ θεώρηση τῆς ἀποστολῆς τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Καταγράφουμε λοιπὸν ἕνα πολὺ ὑψηλὸ στόχο, τὸν ὁποῖο καλοῦνται νὰ ὑπηρετήσουν οἱ δάσκαλοι στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ὅπως καὶ οἱ θεολόγοι καθηγητὲς στὸ Γυμνάσιο καὶ στὸ Λύκειο, μὲ τὴν ὑποχρεωτικὴ γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους μαθητές διδασκαλία τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.

  Μάλιστα, στὸν ἀνωτέρω ὁρισμὸ τοῦ περιεχόμενου τοῦ Μαθήματος ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ καὶ ἡ διατύπωση: «χωρὶς νὰ προκαλεῖται σύγχυση μὲ τὴ διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καὶ θρησκειῶν». Αὐτὴ ἡ διατύπωση στοχεύει στὶς ἀπόπειρες ἀλλοίωσης τοῦ περιεχόμενου τοῦ Μαθήματος μὲ τοὺς νόμους τῶν Ὑπουργῶν Παιδείας τῆς διακυβέρνησης τοῦ ΣΥΡΙΖΑ Νικόλαου Φίλη (2016) καὶ Κωνσταντίνου Γαβρόγλου (2017), οἱ ὁποῖ­ες ἀκυρώθηκαν μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ τοῦ 2018 καὶ 2019, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶχαν στόχο νὰ ἐκτρέψουν τὸ Μάθημα σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες ἐκπαίδευσης ἀπὸ ὀρθόδοξο σὲ πολυθρησκειακό. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπέφεραν σύγχυση ἰδίως στὰ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ Σχολεῖο, προκάλεσαν, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πρωθυπουργὸ (2016), «ποδηγέτηση τῶν μαθητῶν γιὰ τὸν πολιτικὰ ὀρθὸ τρόπο τοῦ “θρησκεύειν”, ἀσκώντας θρησκευτικὸ πατερναλισμό». Ἀλλὰ εὐτυχῶς αὐτὴ ἡ παράλογη ἀπόπειρα ἐναντίον τοῦ Μαθήματος ἀποτελεῖ πλέον παρελθόν.

  Δυστυχῶς δὲν ἔχει ὅμως παρέλθει ἡ ἐκ μέρους τῆς μεγάλης πλειοψηφίας τῶν δασκάλων περιφρόνηση τοῦ Συντάγματος καὶ τῆς νομοθεσίας τῆς χώρας μας. Ἐνῶ συμπεριλαμβάνουν μέσα στὸ ὡράριό τους ἀπὸ τὴν Γ΄ μέχρι τὴν ΣΤ΄ Δημοτικοῦ τὶς 2 ὧρες ὑποχρεωτικῆς διδασκαλίας τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους μαθητές, δὲν τὸ διδάσκουν κανονικά. Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ ὁδηγεῖ ἡ πεῖρα τῶν θεολόγων ποὺ διδάσκουν τὸ μάθημα ἰδίως στὴν Α΄ Γυμνασίου. Ὅταν, ἀντιμέτωποι μὲ τὴν πολὺ ἐλλιπῆ ἢ καὶ παντελῆ ἀπουσία γνώσης στὰ Θρησκευτικά, ἐρωτοῦν τοὺς μαθητὲς γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Μαθήματος στὰ προηγούμενα χρόνια, λαμβάνουν τὴ σχεδὸν στερεότυπη ἀπάντηση, ὅτι δὲν τὸ ἔχουν καθόλου διδαχθεῖ ἢ μόνο πολὺ λίγο . Μία πιὸ σαφῆ ὅμως εἰκόνα μᾶς παρέχει ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, μὲ Ἐρωτηματολόγιο, ποὺ ἀπευθύνθηκε σὲ γονεῖς, γιὰ τὸ ἂν διδάχθηκαν ἢ ὄχι τὰ παιδιά τους στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἔρευνα αὐτὴ ποὺ ἀνατέθηκε ἀπὸ τὴν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων σὲ εἰδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ διεξήχθη τὸ ἔτος 2022, σὲ ποσοστὸ ἄνω τοῦ 80% τῶν μαθητῶν ἡ δὲν διδάσκεται καθόλου τὸ μάθημα ἢ μόνο πλημμελῶς.

  Ὅσοι ἐκ τῶν δασκάλων εὐθύνονται γιὰ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ἐπικαλοῦνται ἕνα πολὺ σοβαρὸ δικαιολογητικό, ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν τους δὲν ἔχουν λάβει τὴν ἀπαραίτητη θεολογικὴ κατάρτιση γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Μαθήματος. Καὶ ἔχουν δίκαιο μὲ αὐτό. Ὄντως τὰ παιδαγωγικὰ τμήματα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή τους, μὲ ἐλάχιστες μόνο ἐξαιρέσεις, δὲν προσφέρουν κατάρτιση πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Δὲν ἔχουν προσλάβει προσωπικὸ, γιὰ νὰ καλύψουν τὴ διδακτική τοῦ μόνου μαθήματος ποὺ ἔχει σαφῶς συνταγματικὴ θεμελίωση. Τὸ δεδομένο αὐτὸ μοιάζει μὲ συνωμοσία, δηλ. τὴν κατάργηση στὴ πράξη ἐκείνου τοῦ σχολικοῦ μαθήματος, τὸ ὁποῖο λόγω ἀκριβῶς τῆς συνταγματικῆς του θεμελίωσης δὲν μπορεῖ νὰ καταργηθεῖ ἀλλιῶς. Δὲν εἶναι ὅμως τοῦ παρόντος νὰ δώσουμε μία συγκροτημένη ἀπάντηση στὸ ζήτημα αὐτό. Πάντως ἡ ἐνσωμάτωση τῶν 2 ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στὸ ὡρολόγιο πρόγραμμα ἑνὸς δασκάλου, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πρόθεση νὰ τὸ διδάξει καὶ ὄντως δὲν τὸ διδάσκει, πλήττει ἄμεσα τὸν ἴδιο ὡς παιδαγωγό, ἐπειδή: α) Ἐξαπατᾶ, τόσο τὸ κοινωνικὸ σύνολο, ὅσο καὶ τοὺς ἴδιους τούς μαθητὲς β) Μὲ τὴν παράβαση τοῦ καθήκοντος διδασκαλίας ἑνὸς ὑποχρεωτικοῦ μαθήματος διαπράττει ποινικὸ ἀδίκημα γ) Περιφρονεῖ τοὺς συναδέλφους του καθηγητὲς Θεολόγους, οἱ ὁποῖοι, παραλαμβάνοντας τοὺς μαθητὲς στὸ Γυμνάσιο, ἀντὶ νὰ δομοῦν στὶς βάσεις, τὶς ὁποῖες ἐκεῖνος ὄφειλε νὰ ἔχει θέσει, ἀναγκάζονται νὰ καλύπτουν τὰ κενὰ ποὺ ἐνσυνείδητα δημιούργησε δ) Ἀκυρώνει ἢ τουλάχιστον παρεμποδίζει τὴν ὁλόπλευρη ψυχοσωματική, παιδαγωγικὴ ἀνάπτυξη (πνευματική, συναισθηματική, προσωπική, κοινωνική, πολιτισμικὴ) τῶν μαθητῶν ε) Πρὸ πάντων ὅμως ἀκυρώνει τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ «Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρὸς με», καὶ ἄρα μὲ τὴ στέρηση τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀδικεῖ τοὺς μαθητὲς ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔχουν ἐμπιστευτεῖ.

  Γιατί ὅμως μιλᾶμε γιὰ ἀδικία; Ἤδη αὐτὴ διαφαίνεται στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ποὺ παραθέσαμε στὴν ἀρχή. Ἡ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ τελικὰ εἶναι ἀβίωτη καὶ πολὺ περισσότερο ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν ἀντέχεται, ἐνῶ μὲ τὸν Χριστό, τὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, μετατρέπεται σὲ ζωή, σὲ αἰώνια ζωή. Ἀπόδειξη εἶναι τὰ ἑκατομμύρια μαρτύρων στὸν Χριστιανισμό, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου τους ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ συγχώρηση τῶν βασανιστῶν τους. Ἡ σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση (ἔτσι ὅπως ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ) ζωὴ ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο ψυχικὴ ἰσορροπία καὶ ὑγεία, ἐνῶ ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατὰ φύσιν ζωὴ σὲ παρὰ φύσιν τὴν καθιστᾶ ἀρρωστημένη καὶ ἀνυπόφορη. Τὸ φανερώνει ἡ συνέχεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν πρότροπη «Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρὸς με»: «Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

  Ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει ἕνα παιδί, ὥστε νὰ ἀξιώνεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο «ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, ὅτι δὲν εἶναι μνησίκακον ἔναντι ἐκείνων ποὺ τὸ ἔχουν λυπήσει. … γνωρίζει νὰ διακρίνει τὸ ἰδικόν του καὶ τὸ ξένον ὄχι μὲ τὴν πτωχείαν καὶ τὸν πλοῦτον, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπην. Καὶ τίποτε ἐπὶ πλεὸν δὲν ζητεῖ ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ τόσον μόνον ὅσον νὰ χορτάση μὲ τὸ γάλα τοῦ μαστοῦ καὶ μετὰ ἀφήνει καὶ τὴν θηλήν.» Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐφαρμόζει ἐκεῖνα ποὺ ἐντέλλεται ὁ Ἀπ. Παῦλος, «ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε», ὁ Θεὸς στέφει αὐτὴ τὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ «ὑπὲρ φύσιν». Ὅπως συνέβει διαχρονικὰ μέσα στὴν ἱστορία, συμβαίνει καὶ σήμερα καὶ θὰ συμβαίνει γιὰ πάντα, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο πνευματοφόρο, τοῦ παρέχει ἰδιαίτερα χαρίσματα, τὸν ἁγιάζει. Αὐτὸ εἶναι τὸ χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ κάποια ἀνθρωπιστικὴ θεωρία, ἀλλὰ ἡ θεραπεία καὶ ἡ ὁλοκλήρωση ποὺ παρέχεται στὸν ἄνθρωπο ἀποδεικνύεται στὴν πράξη μὲ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἀναδεικνύει.

 Ὅποιος ἑπομένως ἀναλαμβάνει τὴν εἰδικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀνατροφὴ μαθητῶν, κυρίως στὴν μικρή τους ἡλικία, ὅταν εἶναι εὔπλαστοι ἀκόμα καὶ τοὺς ἀφήνει στὴν ἄγνοια εἴτε λόγῳ τῆς δικῆς του ἰδεολογικῆς πεποίθησης εἴτε λόγῳ τῆς προσωπικῆς του διευκόλυνσης, τοὺς κακοποιεῖ τρόπον τινὰ ψυχικά. Ἐφόσον τοὺς ἀποκλείει ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμο, στέκει ἐμπόδιο στὴν ἁγιαστικὴ πορεία τους, στὸ νὰ νηπιάζουν στὸ κακὸ καὶ νὰ ἀνοίγονται στὸν Χριστό. Μία στοιχειώδης ἔστω ὑπευθυνότητα θὰ ἐπέβαλε, νὰ ἀφήνει, ἐφόσον δὲν εἶναι πρόθυμος ἢ δὲν μπορεῖ λόγῳ ἐλλιποῦς θεολογικῆς κατάρτισης νὰ παιδαγωγεῖ τοὺς μαθητὲς του ἀνάλογα, δηλ. νὰ τοὺς ἄγει πρὸς τὸν Σωτήρα μας, τὸν Χριστό, νὰ ἀφήσει τὸ ἔργο αὐτὸ σὲ ἄλλους ποὺ ἔχουν καὶ τὴν προθυμία καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις λόγῳ σπουδῶν.

  Τελικά, ἐξαιτίας τῶν συνθηκῶν ποὺ ἔχουν διαμορφωθεῖ στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο μὲ τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἡ μόνη λογικὴ λύση εἶναι ὁ διορισμὸς Θεολόγων. Ἐφόσον καὶ γιὰ ἄλλες εἰδικότητες, ὅπως γιὰ τὴ γυμναστική, τὶς ξένες γλῶσσες, τὴν πληροφορικὴ κ.ἄ., ἤδη ἐφαρμόζεται ὁ διορισμὸς ἐκπαιδευτικῶν αὐτῶν τῶν εἰδικοτήτων στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση, πολὺ περισσότερο ἐπιβάλλεται στὸ ἰδιαίτερα νευραλγικὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. 

Ορθόδοξος Τύπος

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Η ΤΗΛΕΘΕΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ

Η τηλεθέαση της Αγιότητας
Απόστολος Νικολαΐδης, Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Ινστιτούτου «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός»

Πολλοί, και εξ ημών, διερωτώνται εύλογα, πώς γίνεται σε μια εποχή αυξημένης αποϊεροποίησης, κατεστημένης εκκοσμίκευσης, κορύφωσης της παραδοσιακής αντιθρησκευτικότητας, δαιμονοποίησης και γελοιοποίησης των παραδοσιακών αξιών, κακοποίησης της αισθητικής, αποθέωσης του ευδαιμονισμού, επιβολής νέων μορφών ηθικότητας, ειδωλοποίησης της τεχνολογίας, μεταλλαγής της κανονικότητας και βιασμού της φυσικότητας, η τηλεοπτική προβολή της ζωής ενός αγίου, και συγκεκριμένα του οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, να διασφαλίζει τόσο μεγάλη αποδοχή και να αφήνει τόσο συγκλονιστικά αποτυπώματα στις ψυχές των νεοελλήνων, ανεξάρτητα από ηλικίες, επαγγέλματα, τάξεις, μορφωτικό επίπεδο, ακόμη και από το βαθμό ατομικής και θεσμικής θρησκευτικότητας. Το ίδιο συνέβη και με προηγούμενη τηλεοπτική παραγωγή με κέντρο αναφοράς τον άγιο Νεκτάριο.

Αυτό το πρωτοφανές για τα τηλεοπτικά πράγματα στη χώρα μας φαινόμενο εμφανίζεται με μια τέτοια δυναμική ώστε να εκπλήσσει και να δυσκολεύει όσους θα ήθελαν είτε να συνεχίσουν είτε να ξεκινήσουν μια συκοφαντική, εμπαικτική, μηδενιστική και απαξιωτική κριτική με σκοπό να πλήξουν πρώτα την όλη προσπάθεια του Ινστιτούτου και της Μονής Βατοπαιδίου, και ύστερα το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα του λαού, αφού πρώτα θα έχουν μετέλθει πλήθος αθεϊστικών εργαλείων για να μεταλλάξουν ή και να ξεριζώσουν την εκκλησιαστική συνείδηση και προσήλωση των Ελλήνων στις καθαρές και αυθεντικές ρίζες του Γένους. Αντ’ αυτού για μια ακόμη φορά, και μάλιστα εν μέσω πολλαπλών κρίσεων, έρχεται στην επιφάνεια αυτό που λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ναι μεν δεν κραυγάζει παραμένει όμως βαθιά αποτυπωμένο στο μεδούλι της χριστιανικής συνείδησης.

Πού οφείλονται λοιπόν όχι μόνο αυτή η εκπληκτική αποδοχή της σειράς αλλά και η δυναμική ανταπόκριση του λαού στα μηνύματα που εκπέμπει η σειρά «Άγιος Παΐσιος από τα Φάρασα στον Ουρανό»;

Κατά την γνώμη μου οφείλεται σε δύο παράγοντες: Πρωτίστως στο φως που εκπέμπουν το πρόσωπο και η ζωή του αγίου Παϊσίου, όπως αυτά προβάλλονται από εξαίρετους ερμηνευτές, που όπως ομολογούν σχεδόν ταυτίστηκαν με τους ρόλους, και δευτερευόντως στην ασυνείδητη μεν αλλά αδήριτη ανάγκη υπέρβασης της πνευματικής πτώχευσης που έντεχνα σχεδιάζεται και καλλιεργείται σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο από όλους σχεδόν τους θεσμούς.

Ο αγιολογικός τύπος του οσίου Παϊσίου διαφοροποιείται από άλλα αγιολογικά πρότυπα, επειδή έχει χαρακτηριστικά που εκτός των άλλων τον καθιστούν λίαν προσιτό και αγαπητό στο λαό:

-Δεν είναι άγιος επειδή είχε απαλλαγεί από την αμαρτία αλλά εξαιτίας της παρουσίας της θείας Χάριτος. Δεν αισθάνεται ούτε και συμπεριφέρεται ως αναμάρτητος αλλά ως ο χειρότερος όλων.

-Τίποτε από όσα ενάρετα και θαυμαστά έκανε δεν τα απέδιδε στην αξιοσύνη του αλλά στη Χάρη του Θεού και τη βοήθεια της Παναγίας που τόσο αγαπούσε. Είχε δε έναν ιδιαίτερο, και μάλιστα χαριτωμένο, τρόπο να τα κρύβει. Έκανε ό,τι μπορούσε για να διαψεύδει την δοξαστική κοινή γνώμη και να ακυρώνει όσο μπορούσε κάθε προσπάθεια αυτοδιαφήμισης. Ο ίδιος μάλιστα έλεγε ότι ένας άγιος θα ήταν ανόητος αν φανέρωνε στους άλλους όσα ζει ο ίδιος εν τω κρυπτώ .

-Σκεφτόταν και φερόταν κόντρα στον καθωσπρεσπισμό, στην τρέχουσα λογική, αυτή που αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του οικείου συμφέροντος, και ακολουθούσε μια υπέρλογη και για τον κόσμο παράλογη λογική. Ό,τι ήταν και ό,τι είχε ήταν για τους άλλους και όχι για τον ίδιο.

-Δεν επένδυε σε κάποια επίκτητη κοσμική σοφία, όπως κάνουν συνήθως οι θεσμικοί εκπρόσωποι της Εκκλησίας, αλλά στην βιωματική θεολογία, καρπό της στενής κοινωνίας του με το άγιο Πνεύμα, συνδυασμένη με την απόλυτη ταπείνωση, την επίπονη άσκηση και την θαυμαστή άρνηση του ιδίου θελήματος. Έτσι ήταν σε θέση με τον απλό, περιεκτικό, παραδειγματικό και σοφό κατά πάντα λόγο να ξεκλειδώνει καρδιές, να κατοικεί σ’ αυτές, να φωτίζει το νου, να δίνει ευπρόσδεκτες απαντήσεις σε υπαρξιακά προβλήματα των ανθρώπων, να προβληματίζει όσους δυσκολεύονταν λόγω συνθηκών να ακολουθήσουν τις συμβουλές του. Και μόνο η παρουσία του, η όψη του προσώπου, το καταδεκτικό βλέμμα του, το έξυπνο χιούμορ, ο τόνος της φωνής, ο απλός και κατανοητός λόγος του μετέδιδαν από μόνα τους τα αναγκαία σωστικά μηνύματα.

-Πάντα ήταν έτοιμος να μιμηθεί τον Ιώβ στο να αποδέχεται ως θείες δωρεές όχι μόνο τις ευεργεσίες αλλά και τις δοκιμασίες. Εντυπωσιάζει δε η ετοιμότητά του να φορτώνεται εκείνος τα ασθενήματα και τις ασθένειες των άλλων αρκεί να απαλλάσσονταν εκείνοι από αυτά.

-Είχε και τα τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός αγίου, όπως τα όρισε ο ίδιος, όχι βέβαια για τον εαυτό του αλλά για τους αγίους που συναναστρεφόταν: την αγάπη, την ταπείνωση, την απλότητα και την διάκριση .

-Ακολουθούσε ακόμη την πάγια τακτική των αγίων: Σμίκρυνε ή δικαιολογούσε τα λάθη των άλλων ενώ μεγιστοποιούσε τα δικά του, σκεπτόμενος ότι, αν ήταν στη θέση των άλλων θα έκανε πολύ χειρότερα .

-Εντυπωσιάζει ο τρόπος που αντιμετώπιζε τις αδικίες, τις προσβολές, τις κατηγορίες και τις ταπεινώσεις, επιστρατεύοντας την προσευχή, την υπομονή, την υπακοή, την συγχώρεση και την αγάπη, σεβόμενος δε απολύτως τις θεσμικές εξουσίες παρά την απόρριψη και την περιφρόνηση που εισέπραττε από κάποιους φορείς τους. Ταυτόχρονα δίδασκε τον αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης των πειρασμών που προβάλλει ο μισάγιος διάβολος με σκοπό να αλλοτριώσει τον άνθρωπο από το Θεό.

-Δίδασκε με τα λόγια και τα έργα του ότι η χριστιανική ζωή δεν είναι ούτε δύσκολη ούτε και περίπλοκη αλλά εύκολη και απλή. Με αυτήν την αίσθηση αναχωρούσαν από κοντά του όσοι τον πλησίαζαν. Την ίδια αίσθηση αποκομίζουν πολλοί από τους τηλεθεατές, κατά τη μαρτυρία τους, με το πέρας των τηλεοπτικών επεισοδίων. Αξίζει να αναφέρουμε το περιστατικό που άκουσα αυτές τις ημέρες για κάποιο μικρό παιδί που το πήγαν οι γονείς του φοβισμένο να εμβολιαστεί, άλλαξε δε στάση όταν μπροστά στο γιατρό άρχισε να προσεύχεται φωνακτά, όπως ο τηλεοπτικός Παΐσιος το προηγούμενο βράδυ, λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και το «μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος», θέτοντας στη συνέχεια άφοβο και ήρεμο τον εαυτό του στη διάθεση του γιατρού.

-Τέλος, ο όσιος ακολούθησε σε απόλυτο βαθμό το δρόμο της πλήρους αφέσεως και εμπιστοσύνης στην πρόνοια του Θεού, πρωτίστως στην πρόνοια και την καθοδηγητική δύναμη της Θεοτόκου. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι πριν ενεργήσει οτιδήποτε έσπευδε να πάρει την ευχή του γέροντά του και την ευχή της Παναγίας. Δείγμα της άκρας ταπείνωσης και της βαθιάς κοινωνίας του με το Θεό.

Μια τέτοια λοιπόν εικόνα αγίου ανθρώπου ήταν αδύνατο να μην συγκινήσει, να μην συναρπάσει και να μην ξεσηκώσει πιστούς και άπιστους. Ωστόσο αυτή είναι η μια πλευρά, και χωρίς αμφιβολία η πλέον καθοριστική για την αποδοχή ενός αγίου στη σύγχρονη αθεϊστική εποχή. Υπάρχει βέβαια και η άλλη που αναφέρεται στις πραγματικές συνθήκες που δεν αρκούνται απλά και μόνο στην ανοχή, για λόγους που έχουν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εθιμική πολιτισμική παράδοση, αλλά ανοίγουν το δρόμο, και αναγκάζουν θα έλεγα, σε μια αγωνιώδη αναζήτηση του αληθινού, του αυθεντικού, του ανθρώπινου, του αληθινά αγαπητικού και σωτήριου. Αυτό σημαίνει ότι η αγιότητα δεν εκλαμβάνεται πλέον ως κάτι περιθωριακό, γραφικό, ουτοπικό, σκοταδιστικό, ξεπερασμένο, αλλά ως κάτι αναγκαίο για την ανατροπή της διάχυτης κακοδαιμονίας, η οποία αυξάνεται με τους ίδιους ρυθμούς που αυξάνεται και η τεχνολογική πρόοδος.

Η αγιότητα είναι πλέον ο καταλληλότερος τρόπος για να ανατραπούν όλα τα κατεστημένα που καμιά πρόοδος δεν είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσει, και αναφερόμαστε στις αδικίες, την απανθρωπιά, τις διακρίσεις, τους αποκλεισμούς, την εκμετάλλευση και την κάθε μορφή αλλοτρίωσης.

Με την αγιότητα ξεσκεπάζεται η διάχυτη υποκρισία, κρίνεται η διπλή ηθική, ανακρίνεται η ανθρώπινη δικαιοσύνη, δοκιμάζεται η ειλικρίνεια των κινήτρων της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και η αξιοπιστία των θεσμών. Με την αγιότητα κρίνεται ακόμη η ποιότητα της θρησκευτικότητας, αξιολογείται η πιστότητα και η αυθεντικότητα της χριστιανικής ταυτότητας, επαναξιολογούνται τα πρότυπα, κάνει επανεκκίνηση ο μηχανισμός σωτηρίας του κόσμου με αληθινούς, υγιείς και αποτελεσματικούς όρους. Επιπλέον ενδυναμώνονται όσοι κινούνται στα όρια της χλιαρότητας ή είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν λόγω των θεσμικών εκκλησιαστικών σκανδάλων.

Τέλος, με την ήρεμη, ανεπιτήδευτη, και προπαντός με όρους ελευθερίας προβολή της αγιότητας καλύπτονται βασικές εσωτερικές ανθρώπινες ανάγκες του κουρασμένου, εγκαταλελειμμένου, αηδιασμένου, απογοητευμένου και προδομένου ανθρώπου, όπως η αγάπη, η στοργή, η ανοικτή αγκαλιά, η κατανόηση, η ελπίδα, η ασφάλεια, προπαντός η πίστη, μέσω της οποίας μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να δίνει νόημα και προοπτική στη ζωή του. Πίστη που δεν στηρίζεται στις τεχνητές ικανότητες του ανθρώπου, οι οποίες συχνά τον γεμίζουν με ανασφάλεια και τον αναγκάζουν να βρίσκεται πάντα μπροστά σε διλήμματα, αλλά στο διαχρονικό και πάντα στέρεο θεμέλιο του Θεανθρώπου Χριστού, το κέντρο αναφοράς όλων των αγίων, προφανώς και του αγίου Παϊσίου.

Το πλέον πειστικό για όσα αυτόν τον καιρό συμβαίνουν είναι ότι τα παραπάνω συναισθήματα δεν κινούνται στη σφαίρα του ευκταίου, επιθυμητού ή του ιδεατού αλλά αποτελούν στοιχεία συνταύτισης της ζωής του σύγχρονου νεοέλληνα με την ιστορική πορεία του αγίου από τα Φάρασα της Καππαδοκίας στην προσφυγιά με όσα αυτή συνεπάγεται. Ο Παΐσιος άρα δεν είναι ένας ξένος και απρόσιτος αλλά σπλάχνο από τα σπλάχνα του καθημερινού ανθρώπου, γνήσιο τέκνο της ταλαιπωρίας, της κακουχίας, της απόρριψης. Είναι ο δικός του άγιος, ο αδύνατος, ο καχεκτικός, ο ταπεινός, αλλά ταυτόχρονα αυτός που υπερβαίνει όλα τα εμπόδια, διασκεδάζει τις δυσκολίες, κατανοεί τα προβλήματα, καταργεί τους φυσικούς νόμους όταν χρειάζεται, θαυματουργεί χάρη των ανθρώπων. Ένας τέτοιος, βαθιά ανθρώπινος, άγιος πρέπει στους ανθρώπους της εποχής μας, και δεν χάνουν την ευκαιρία να τον έχουν.

Αν αυτή είναι η τεράστια σε σημασία δυναμική της αγιότητας στη σύγχρονη εποχή, τότε κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει αφενός την καθοριστική συμβολή της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, που με τον Γέροντά της Εφραίμ εμπνεύστηκε, σχεδίασε και οργάνωσε την τηλεοπτική παραγωγή, και του Ινστιτούτου «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός» που το πραγμάτωσε, και αφετέρου του τηλεοπτικού καναλιού MEGA που δέχτηκε να υιοθετήσει και να προβάλλει τη σειρά χωρίς να υπολογίσει όχι μόνο τα αρνητικά ή και ειρωνικά σχόλια που θα επέσυρε μια τέτοια επιλογή, αλλά και το ενδεχόμενο μιας οικονομικής αποτυχίας. Και μόνο το γεγονός ότι μια τέτοια παραγωγή με καθαρό θρησκευτικό περιεχόμενο προβάλλεται από ένα κοσμικό κανάλι, ανεξάρτητα από τα κίνητρά του, δεν πολλαπλασιάζει μόνο την επιτυχία της προβολής αλλά και το βαθμό δραστικότητας στο κοινό. Επιβεβαιώνεται δε για μια ακόμη φορά, ότι η πρόνοια του Θεού δεν κινείται, όπως το προκαθορίζουν οι άνθρωποι, παρερμηνεύοντας το θέλημά του, αλλά με πολλούς και διάφορους και καμιά φορά «ανορθόδοξους» τρόπους.

pemptousia.gr

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Ο ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ


Ο Αλβανίας Αναστάσιος, ως Ορθόδοξος Επίσκοπος
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Σε όλους όσους παρακολουθήσαμε το τελευταίο ταξίδι του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, από την Ελλάδα στην Αλβανία, με τελικό προορισμό τον Ναό της Αναστάσεως των Τιράνων, μας έκανε εντύπωση ότι οι πιστοί, μικροί – μεγάλοι, που έσπευσαν να τον αποχαιρετήσουν, έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη», το τροπάριο που εκφράζει την πίστη των Χριστιανών στη νίκη κατά του θανάτου και στην βεβαιότητα της αιωνιότητας. Και αυτό, διότι δεν έχουν ξεχάσει, ούτε θα ξεχάσουν, ότι ο Αναστάσιος, από το 1992 έως σήμερα, ήταν ο Αρχιεπίσκοπος, που τους βοήθησε να βγουν από τον θάνατο και να περάσουν στη ζωή και την Ανάσταση.

Ο ίδιος αναφέρει: «Είχαμε και άλλοτε διωγμούς της θρησκείας, αλλά αυτό που συνέβη στην Αλβανία ήταν κάτι το μοναδικό. Η Εκκλησία διαλύθηκε εντελώς. Ανάλογα φαινόμενα δεν έχουμε στην ιστορία. Δεν υπάρχει άλλο κράτος, που να ανακηρύχθηκε με το Σύνταγμά του αθεϊστικό. Ο Ενβέρ Χότζα ήθελε να πρωτοτυπήσει. Οι περισσότεροι ναοί γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε στάβλους, αχυρώνες, μηχανουργεία, κινηματογράφους κ.ά. Όλοι οι κληρικοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το έργο τους. Το χειρότερο δεν ήταν πως οι ναοί κατεδαφίστηκαν, αλλά ότι οι διώκτες προσπάθησαν να ξεριζώσουν από τις καρδιές των ανθρώπων τη δυνατότητα να πιστεύουν. Από τα παιδικά έως τα πανεπιστημιακά χρόνια, η εκπαίδευση ήταν συστηματικά αθεϊστική. Ο ανελέητος διωγμός οδήγησε τη χώρα σε πνευματική κατάρρευση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ντοστογιέφσκι, αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται. Στη χώρα αυτή είχαν σταυρώσει και είχαν θάψει τον Χριστό για 23 χρόνια. Τελικά, όμως, ο Χριστός Ανέστη».

Το αθεϊστικό καθεστώς είχε διώξει και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας. Ο Αναστάσιος, συνεπής στη χριστιανική πίστη του, που σέβεται την ελευθερία του άλλου, άπλωσε χέρι συνεργασίας και σεβασμού σε όλους τους θρησκευόμενους της Αλβανίας, καθώς πίστευε ότι «κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι Εικόνα του Θεού, άρα πρόσωπο σεβαστό».

Είναι  πολύ σοφή η ερμηνεία που δίνεται από τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο στην οικουμενικότητα της προσωπικότητάς του Μακαριωτάτου και στη σχέση που είχε με τις θρησκείες: «Ήταν σαφής στην πίστη του, δεκτικός στις σχέσεις του, οικουμενικός στην ομολογία του, ανοιχτός σε άλλους πολιτισμούς, σε ξένες νοοτροπίες, σε ποικίλες θρησκείες, όχι σχετικοποιώντας την πίστη του, αλλά εμπνεόμενος από τη βίωσή της, μπόρεσε να ταπεινωθεί στην ποικιλότητα, που οικονομεί ο Θεός και στη διαφορετικότητα, που ανέχεται. Ο οικουμενικός λόγος του δεν είναι συγκρητιστικός· Είναι ιεραποστολικός, είναι λόγος μαρτυρίας. Η τόλμη του στο αντίκρισμα της παγκόσμιας πρόκλησης δεν γεννάται από κενό πίστεως, που πρέπει να καλυφθεί, αλλά από πλήρωμα ορθόδοξου βιώματος, που πρέπει να διαδοθεί, να μοιραστεί. Η οικουμενική αγάπη του δεν προδίδει έλλειμμα Ορθόδοξης ευαισθησίας, αλλά αγάπη εκκλησιαστικής ευθύνης και ομολογίας».

Αγαπούσε, αδιάκριτα, όλους τους ανθρώπους, γιατί όλους τους θεωρούσε δημιουργήματα του Θεού, με τυπωμένα πάνω τους τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα» Θεού και την προοπτική του «καθ’ ομοίωσιν» Θεού.

Η στάση του ήταν εκείνη της συνεννόησης και της ειρηνικής συνύπαρξης: «Πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις διότι μόνο με σεβασμό προσεγγίζεις τον άλλο», έλεγε, εξηγώντας πώς απέφυγε οποιαδήποτε σύγκρουση, αφού, θρησκευτικά, η Αλβανία έχει Ορθοδόξους, Καθολικούς, Μουσουλμάνους αλλά και Μπεχτασήδες:

 «Μιλώ για συνύπαρξη και όχι για θρησκευτική ανοχή, καθώς η έννοια αυτή έχει υπεροπτική προσέγγιση. Επιδιώκουμε σχέσεις αρμονικές κατανοήσεως και συνυπάρξεως. Ο άλλος μπορεί να είναι διαφορετικός, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι αντίπαλος ή εχθρός.    Βρισκόμαστε σε "διάλογο ζωής". Προφανώς, δεν κάνουμε καμιά έκπτωση στις ιδέες, στις πεποιθήσεις μας. Είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά, όχι σε σχέση συγκρουσιακή».

Ο Αναστάσιος κλήθηκε στην Αλβανία, από τον Θεό, να μαζέψει τον πληγωμένο λαό Του μέσα από τα ερείπιά του. Για 33 χρόνια, δίδασκε, ανακαίνιζε, χειροτονούσε, δημιουργούσε και θυσιαζόταν, κτίζοντας, όπως έλεγε, με τις πέτρες, που πετροβολούσαν το ποίμνιό του.

Παρά τις δυσκολίες που συνάντησε, παραδίδει, μεταβαίνοντας στην αιώνια ζωή, μια ζωντανή Εκκλησία με πολυάριθμους ναούς και πνευματικά κέντρα, μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό στο κέντρο των Τιράνων, ιδρύματα και εξαιρετικό πνευματικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο.

Ως Επίσκοπος του Θεού, αγωνιζόταν να είναι, όπως σημειώνει ο Απ. Παύλος, άκακος, ανεπίληπτος, άρτιος, «προς παν έργον αγαθόν εξηρτισμένος», πάντοτε, «εις τόπον και εις τύπον Θεού», κατά τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, εκτελώντας την αποστολή του, κατά τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, να αρπάξει τον κόσμο και να τον δώσει στον Θεό: «αρπάσαι κόσμον και δούναι Θεώ».

Μέσα από τη ζωή και τη διδασκαλία του, προσφέρει μια «πολυδιάστατη αγάπη, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις».

Αυτά που έκανε και δίδασκε, πίστευε προφητικά ότι είναι το θέλημα του Θεού. Κάθε άνθρωπος του Θεού με ό, τι κάνει, μοιάζει στον κόκκο του σίτου, έλεγε: «Aν ο κόκκος τού σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, αυτός μονάχος μένει· αν, όμως, πεθάνει, φέρνει πολύ καρπό» (Ιω.12, 24). Το θέμα είναι, πού θέλει ο Θεός, τελικά, να σε φυτέψει για να πεθάνεις;».

Ο Αναστάσιος ήταν ένας φωτισμένος από τον Θεό κληρικός. Ο Φωτισμός ή η Προφητεία δίνεται, ως χάρισμα, μόνον στους καθαρούς.  Αυτοί, δεχόμενοι τον Φωτισμό, γίνονται πνευματοφόροι και μπορούν  να ερμηνεύουν τα πνευματικά μηνύματα του Θεού.

Πνευματικός άνθρωπος και Προφήτης είναι εκείνος που νικά τα πνευματοκτόνα πάθη, που θέλουν να μετατρέπουν τον άνθρωπο σε υπηρέτη του διαβόλου και εχθρό του Θεού.

Ο άνθρωπος, όμως, χωρίς τη ζωηφόρο πνοή του Θεού, γίνεται σαρκικός. Αυτό που τον ελευθερώνει, όπως σημείωνε ο Αναστάσιος, είναι η πίστη, «το οξυγόνο που κάνει τον άνθρωπο να ζει και να κινείται σ αυτόν τον κόσμο με το Πνεύμα του Θεού, που του χορηγεί την αιώνια ζωή και τον εισάγει από αυτήν τη ζωή στη Αιώνια Βασιλεία του Θεού». 

Ο Αναστάσιος σκορπούσε την παρουσία του  ζωντανού Θεού της Ορθοδοξίας, της αγάπης και της ειρήνης σε όλους τους ανθρώπους. Ήταν ο εμπνευστής, ο πατέρας, ο οδηγός, ο άκακος, ο φιλάνθρωπος, ο φιλόθεος, ο φιλόκαλος, ο επί σκοπών (Επίσκοπος),  που φυλάει το ποίμνιο από το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα, που ως λέων ωρυόμενος  ζητάει να καταπιεί τον πιστό άνθρωπο και να καταστρέψει το αιώνιο μέλλον του, που είναι να ζει κοντά στον Θεό.

Η παρουσία ενός τέτοιου Ιεράρχη του Θεού σε έναν τόπο αποτελεί ευλογία για αυτόν τον τόπο, καθώς, με τον ένθεο ζήλο και την αέναη επικοινωνία του με τον Θεό, με ό, τι λέει, ό, τι σκέπτεται, ό, τι κάνει, ό, τι προσπαθεί, δεν αφήνει χώρο στο κακό, στην πλάνη, στη σύγχυση, στο θάνατο. Διότι, όπου υπάρχει ζωντανή η πίστη στον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστόν, από τον οποίο πηγάζει μόνον ζωή, τα οψώνια της αμαρτίας αφανίζονται, ο θάνατος δεν ευδοκιμεί, πεθαίνει χωρίς τροφή.

Ο προφητικός Ιεράρχης, μεταφέρει την παρουσία, την αγάπη και το έλεος του Θεού στο ποίμνιό του και με τη χαρά του Θεού αιχμαλωτίζει και σκλαβώνει τις καρδιές του ποιμνίου του.

Ο Αναστάσιος,  με τον προφητικό του λόγο έλεγε: «Υπάρχουν μήτρες στη χριστιανική πίστη, που γεννούν ανθρώπους με ευαισθησίες. Η πίστη δεν θέτει περιορισμούς, ανοίγει ορίζοντες, μιλάει για το νόημα της ζωής, δίνει ουσία στις σχέσεις με τους άλλους. Ακόμα και το σύμπαν έχει ένα πλαίσιο. Δεν αισθάνομαι, λοιπόν, την πίστη ως περιορισμό, αλλά ως μία δύναμη ελευθερίας από τον εγωκεντρισμό. Το αντίθετο της ειρήνης δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ο εγωκεντρισμός, το αντίδοτο του οποίου είναι μόνο η αγάπη. Μόνο η εξουσία της αγάπης μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία».

Αυτή η γνήσια και αληθινή αγάπη είναι εκείνη, που φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων δίχως να γνωρίζει σύνορα, δίχως να γνωρίζει προκαταλήψεις».

Αυτή η αγάπη, ως πρότυπο ζωής, ήταν το κέντρο της ζωής και της διδασκαλίας του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στο ποίμνιό του. Αιωνία του η μνήμη!

thriskeftika.blogspot.com