ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΙ & ΟΣΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΙ & ΟΣΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ

 ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ

Υπάρχει ένα θαυμάσιο γεγονός από τη ζωή του Αγίου Ονουφρίου, τον οποίο εορτάζει η εκκλησία μας στις 12 Ιουνίου.

Όταν ήταν πολύ μικρός ο Άγιος Ονούφριος, μπήκε σ' ένα κοινόβιο, άγνωστο πως. Μεγάλος ανεχώρησε για την έρημο, όπου έζησε 60 χρόνια χωρίς να δει ποτέ άνθρωπο.

Ήταν γυμνός, αλλά ολόκληρο το σώμα του επικαλύπτετε από την μακρυά γενειάδα του, που έφθανε μέχρι το έδαφος, καθώς και από τα μαλλιά του και τις μεγάλες τρίχες του όλου σώματος.
Τον μεγάλο αυτό Άγιο τον ανακάλυψε ο Όσιος Παφνούτιος, στον οποίο διηγήθη τα της οσιακής και ερημικής ζωής του.

Όταν λοιπόν ήταν πολύ μικρός, 5-6 ετών, και ζούσε στο Κοινόβιο, συνέβη το εξής:
Ως μικρός που ήταν, έτρωγε συχνότερα από τους άλλους πατέρες. Όταν πεινούσε, έτρεχε στον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα....Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.

- Κάποιο ζωάκι θα ταΐζει σκέφτηκε.

Αυτό συνεχίστηκε για καμιά εβδομάδα.

- Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, που τα πηγαίνει αυτά που του δίνω.

Πράγματι, τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της Μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα.

Έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και μ' αυτά που είδε, γούρλωσαν τα μάτια του... Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς, που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στην εικόνα του Τέμπλου!

-Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στον Χριστούλη, μια και δε Σε ταΐζει κανείς...ούτε και η μαμά Σου...

Και άπλωσε το χέρι και Του έδωσε μια φέτα ψωμί..
Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που ήταν μικρό παιδάκι στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι, πήρε το ψωμί και όπως μάζεψε το χεράκι του μαζί με το ψωμάκι, εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα.
Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης, με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος, έτρεξε στον Ηγούμενο και του διηγήθηκε τι συνέβη. Τότε ο Ηγούμενος του έδωσε εντολή να μην δώσουν του παιδιού καθόλου ψωμί, αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε, να του λέγουν:

- Να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί Εκείνος, τον οποίον μέχρι χθες εσύ τάιζες.

Την επομένη ημέρα, βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίδουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από Εκείνον, που μέχρι τότε έτρεφε, έτρεξε αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα είπε στον Χριστούλη: 

- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να Σου πω να μου δώσεις από το δικό Σου. Τώρα, που θα το βρεις Εσύ, δεν ξέρω! 

Και ω του θαύματος! άπλωσε το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του, και του έδωσε ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε να το σηκώσει! Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ, που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, αλλά και σ' όλο το μοναστήρι και στον γύρω τόπο. 

Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα, είδαν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω, μετά πολλού-πολλού κόπου. Έτρεξαν δύο μοναχοί να βοηθήσουν, αλλά ήταν πολύ βαρύς! Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν, αλλά ο ουράνιος άρτος ήταν και παρέμενε αδαπάνητος. Είναι αυτό, που έχει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λατρεία: " Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".

Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο, διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα αυξάνετο και η αγιότης του. Θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε.
Από τέτοιον όμοιο ουράνιο άρτο ετρέφετο ο Άγιος Ονούφριος, όταν για εξήντα ολόκληρα χρόνια ζούσε στην έρημο.

Αναδημοσίευση από Ωφελήματα από το βιβλίο: Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ!

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός
Επίσκεψη στον τόπο των κολασμένων!

Ο χρόνος που δόθηκε στον Ιωάννη (ένας κενόδοξος, αμαρτωλός νέος που γνωρίστηκε με τον Άγιο Επιφάνιο πνευματικοπαίδι του Αγίου Ανδρέα) για να μετανοήσει, συμπληρώθηκε.
Καί μια νύχτα ο Επιφάνιος είδε σε όραμα ότι τον πήρε ο μακάριος Ανδρέας και τον οδήγησε σε τόπους δύσβατους, απαίσιους και ζοφερούς.

Κρατούσε μια λαμπάδα, για να φωτίζει το πυκνό σκοτάδι. Ο Επιφάνιος είχε την αίσθηση πως όλα αυτά βρίσκονταν κάτω από τη γη. Έβλεπε φυλακές και αμπάρες, δεσμωτήρια αποτρόπαια και σκοτεινά. Σε άλλα απ’ αυτά ήταν κλεισμένα ποντίκια, αγριόγατες και αλεπούδες, σε άλλα φίδια, κουρούνες και κοράκια, κάθε λογής ακάθαρτα πουλιά και ζώα. Ήταν πολλά, αμέτρητα, σαν τ’ αστέρια του ουρανού.
Ήρθαν, τέλος, σ’ ένα βρωμερό καλύβι, όπου δεν υπήρχαν παρά μόνο περιττώματα ανθρώπων σκύλων.
-Πες μου, σε ικετεύω, γιατί ήρθαμε εδώ; ρώτησε ο Επιφάνιος τον όσιο. Γι’ αυτό αγνωνιστήκαμε; Γιά να βρεθούμε σε τέτοια βρωμιά;
-Όχι, παιδί μου, αλλά για να δείς τον τόπο που ετοίμασε για τον εαυτό του ο φίλος σου ο Ιωάννης.Οι ακαθαρσίες, που βλέπεις, είναι τα έργα του, ο κόπος του και ο ιδρώτας του. Κοίταξε τι γράφει εδώ!
Ο Επιφάνιος είδε στον αέρα μια σκοτεινή επιγραφή που έλεγε: “Αιώνια κατοικία και βαριά τιμωρία του Ιωάννη, του γιού του Κελεστίνου”- αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του.
-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! αναφώνησε ο Επιφάνιος. Τέτοια συμφορά ούτε στους εχθρούς μου! Αλλά πως μαζεύτηκαν τόσες ακαθαρσίες;
-Όσοι άνδρες και όσες γυναίκες αμαρτάνουν, όπως ο Ιωάννης, στοιβάζουν εδώ τις ακαθαρσίες τους, ώστε, όταν πεθάνουν, να χορτάσουν οι ψυχές τους, καθώς θα είναι αλυσοδεμένες. Όταν, όμως, γίνει η ανάσταση των σωμάτων, θα παραδοθούν στη φωτιά.
-Καί όλα εκείνα τα ζώα που είδαμε φυλακισμένα, τα ποντίκια, τα θηρία, τα ερπετά, τι είναι;
-Είναι οι ψυχές των άσωτων και αμαρτωλών.
-Πω πω! Έτσι είναι οι ψυχές των ανθρώπων;
-Όχι παιδί μου.Ὁ Θεός οἰκονόμησε νά φανοῦν ἔτσι, γιά νά μᾶς δείξει ποιάν ἁμαρτία ἔκανε κάθε ψυχή. Ἄλλες ἀπ’ αὐτές ἀνήκουν σέ φονιάδες, ἄλλες σέ μοιχούς καί πόρνους, ἄλλες σέ σοδομίτες, ἄλλες σέ κλέφτες καί φιλάργυρους, ἄλλες σέ αἱρετικούς, ἄλλες σέ κενόδοξους καί ἄλλες σέ ἄλλους ἁμαρτωλούς. Εἶναι οἱ ψυχές πού “ταυτίστηκαν μέ τά ἄλογα κτήνη καί ἔγιναν ὅμοιες μ’ αὐτά”(Ψαλμ. 48:13). Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τίς ἔκανε νά φαίνονται μέ τέτοιες μορφές. 
Συγκεκριμένα,

οἱ φονιάδες φαίνονται σάν σκορπιοί,
οἱ εἰδωλολάτρες σάν ἀγριοκάτσικα,
οἱ μάγοι σάν φίδια,
οἱ κτηνοβάτες σάν ποντίκια,
οἱ ἀρσενοκοῖτες (ὁμοφυλόφιλοι) σάν βρωμόσκυλα,
οἱ πόρνοι σάν γουρούνια,
οἱ κλέφτες σάν λύκοι,
οἱ ἀπατεῶνες σάν ἀλεποῦδες,
οἱ φιλάργυροι σάν ἀγριόγατες,
οἱ ὀργίλοι σάν πάνθηρες,
οἱ μνησίκακοι σάν ὀχιές,
οἱ γαστρίμαργοι σάν ἄλογα,
οἱ προαγωγοί σάν γαϊδούρια,
οἱ βλάσφημοι σάν κουροῦνες,
οἱ συκοφάντες σάν κοράκια,
οἱ αἰσχροί τραγουδιστές σάν βατράχια,
οἱ χορεύτριες σάν ἐρωδιοί,
οἱ πόρνες σάν κατσίκες…
 

Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός (σελ. 173-175)
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΟΛΑΣΤΟΣ ΕΥΝΟΥΧΟΣ

 Ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός και ο ακόλαστος ευνούχος

Σε μια στιγμή τον πλησίασε (τον Άγιο Ανδρέα τον δια Χριστόν σαλό) κι ένας νεαρός ευνούχος, δούλος κάποιου πλούσιου άρχοντα. Το πρόσωπό του ήταν ροδαλό και το δέρμα του λευκό. Όμορφος, ξανθός και λεπτεπίλεπτος, φορούσε ρούχα πολυτελή και μύριζε από μακριά αρώματα. Ήταν συνομήλικος, γείτονας και φίλος του Επιφανίου (φίλου και μαθητή του Αγίου). Στο χέρι του κρατούσε μια αρμαθιά χουρμάδες. Βλέποντας τον όσιο γυμνό, απόρησε και ρώτησε ταραγμένος τον Επιφάνιο:

-Ποιός είναι αυτός φίλε μου; Γιατί γυρίζει γυμνός μέσα στο κρύο και κάθεται κάτω σαν θαλασσοδαρμένος;

-Τι να σου πω, δεν ξέρω. Φαίνεται πως τον νου του τον έχει αιχμαλωτίσει ο πονηρός, γι’ αυτό γυρίζει εδώ κι εκεί σαν τρελός (ο Επιφάνιος γνώριζε ότι ο όσιος παριστάνει τον σαλό, αλλά δεν είχε ευλογία από τον Άγιο να τον φανερώσει στον κόσμο). Όλοι οι δαιμονισμένοι έτσι κάνουν, ξεσκίζουν τα ρούχα τους και κυκλοφορούν γυμνοί, χωρίς να αισθάνονται το κρύο ή τη ζέστη.

Ο ευνούχος συμπόνεσε τον όσιο και του έδωσε τους χουρμάδες.

-Πάρε αυτά για την ώρα, του είπε, δεν έχω τίποτ’ άλλο μαζί μου.

Ο όσιος, όμως, που με τα νοερά μάτια έβλεπε την κατάσταση της ψυχής του, τον κοίταξε βλοσυρά και του είπε:

-Οι σαλοί δεν δέχονται δώρα από κωλοφονίους.

Εκείνος δεν κατάλαβε το υπονοούμενο και είπε:

-Είσαι πραγματικά τρελός. Χουρμάδες βλέπεις και για κολοφώνια τους περνάς;

-Πήγαινε, δόλιε, στο δωμάτιο του κυρίου σου, του αποκρίθηκε ο μακάριος, και κάνε μαζί του την βδελυρή αμαρτία των Σοδομιτών, για να σου δώσει κι άλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Ούτε το φως της Βασιλείας των Ουρανών βλέπεις, ούτε την αγριότητα της γέεννας γνωρίζεις, ούτε τον άγγελό σου, που σε ακολουθεί καταλυπημένος, ντρέπεσαι. Τι θα γίνει μ’ εσένα, βρωμερέ, που συχνάζεις στις γωνιές μαζί με άλλους και κάνεις πράξεις αφύσικες, πράξεις που ούτε τα σκυλιά τις ξέρουν, ούτε οι χοίροι, ούτε τα φίδια; Από που τα έμαθες αυτά, ακάθαρτε; Κρίμα στα νιάτα σου, που τα πλήγωσε ο σατανάς και τα γκρέμισε εύκολα στα τρίσβαθα του άδη. Πρόσεξε, μη συνεχίσεις έτσι, για να μη ρίξει φωτιά ο Θεός και σε κάψει, κι έτσι από τη μια φωτιά πέσεις πρόωρα στην άλλη, την αιώνια!

Η ταραχή του ευνούχου ήταν φανερή. Είχε κατακοκκινίσει από την ντροπή του.

-Αλίμονό μου! μπόρεσε μόνο να ψελλίσει.

-Τι έπαθες φίλε μου; τον ρώτησε ο Επιφάνιος. Γιατί κοκκίνισες έτσι; Ωστόσο μην περιφρονήσεις τα λόγια του. Αν η συνείδησή σου σε ελέγχει για κάτι απ’ αυτά που σου είπε, φρόντισε να διορθωθείς. Είσαι νέος κάι εύκολα ξεγελιέσαι από τον σατανά. αυτός είναι φοβερός, είναι πανούργος και μοχθηρός συνάμα. Μας σπρώχνει στην αμαρτία, για να έχει κι εμάς μαζί του στη φωτιά της γέεννας και να παρηγοριέται.

Ο ευνούχος έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, δίχως να πει τίποτα.

Ο Επιφάνιος σήκωσε τον όσιο και μπήκαν στο σπίτι του. Βρήκαν το τραπέζι στρωμένο. Κάθησαν κι έφαγαν. Όταν τελείωσαν, ο Επιφάνιος ρώτησε τον όσιο:

-Γιατί, κύριέ μου, μίλησες τόσο σκληρά στον φίλο μου;

-Επειδή ακριβώς είναι φίλος σου, γι’ αυτό του μίλησα έτσι. Αν δεν ήταν φίλος σου, δεν θα του έλεγα ούτε μια λέξη. Σκοπός μου δεν είναι να ελέγχω τους αμαρτωλούς, αλλά να βαδίζω στον ίσιο δρόμο, που οδηγεί στον ουρανό.

-Αφού, όμως, είναι δούλος και βιάζεται από τον αφέντη του, τι μπορεί να κάνει ο καημένος;

-Το ξέρω πως είναι δούλος, είπε ο όσιος, πρέπει να υπηρετεί τον αφέντη του μόνο στις υλικές του ανάγκες, όχι στα έργα του διαβόλου και στις άνομες πράξεις, και μάλιστα σ’ αυτό το σιχαμερό, σ’ αυτό το καταραμένο αμάρτημα, που ούτε στα άλογα ζώα το συναντάμε! Τι άνθρωπος είναι, αφού δεν αισθάνεται τη δυσοσμία της κοπριάς και δεν φεύγει μακριά της;

-Αν, όμως, ο αφέντης του, ξαναείπε ο Επιφάνιος, τον προστάξει να κάνει κάποια υπηρεσία, ακόμα και αμαρτωλή, και ως δούλος δεν υπακούσει, ξέρεις τι τον περιμένουν-και βρισιές και ξύλο και τόσα άλλα βάσανα.

-Αυτό, παιδί μου, είναι το μαρτύριο του Χριστού. Αυτό εννοούσε ο Κύριος, όταν έλεγε: «Μακάριοι είναι όσοι διώκονται για την αρετή, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία του Θεού” (Ματθ. 5, 10). Αν οι δούλοι δεν υποκύπτουν στη βδελυρή σοδομιτική επιθυμία των κυρίων τους, είναι μακάριοι και τρισμακάριοι, γιατί με τα βάσανα που θα υποφέρουν, θα στεφανωθούν από τον Κύριο σαν μάρτυρες.

Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο δια Χριστόν σαλός. Ιερά Μονή Παρακλήτου.

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ν' ΑΝΕΒΩ ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ!

Ο μικρός Γιωργάκης: «Μητέρα, ο Άγιος Ιωάννης από τη Ρωσία
μου είπε ν’ ανέβω στο άλογό του»

Το περιστατικό καταγράφεται λεπτομερώς στο βιβλίο: «Βίος και νέα Θαύματα του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου» – Ιερέως Ιωάννου Βερνέζου -1999.

Σ’ ένα από τα δύο Νοσοκομεία παίδων της Αθήνας η μάνα νύχτα-μέρα βρίσκεται στο προσκέφαλο του παιδιού της που το μετέφεραν επειγόντως από την Πάτρα, γιατί η χρόνια πάθησή του, παράλυση των κάτω άκρων (ο φάκελός του έχει όλες τις έρευνες, τα εργαστηριακά αποτελέσματα) επιδεινώθηκε τις τελευταίες ημέρες.

Στο Νοσοκομείο όπως επί χρόνια επαναλαμβάνεται η μόνιμη γνωστή θεραπεία (λείπει ασβέστιο από τον οργανισμό του παιδιού).

Ένα απόγευμα που ο ήλιος έγερνε και οι λιγοστές ακτίνες του φώτιζαν το δωμάτιο του Νοσοκομείου, η μάνα θυμήθηκε που πήγαινε σε εξωκκλήσι της Παναγίας, ψηλά έξω απ’ την Πάτρα και προσευχόταν ανάβοντας τα καντηλάκια, πότε με το σύζυγό της, πότε με τα παιδιά. Ο νους της πλανιέται στο εξωκκλήσι. Νοερά προσεύχεται: «Παναγία μου, Μάνα γλυκειά που πόνεσες, βοήθησέ μου το παιδί. Παναγιά μου, στείλε μου έναν άγιο, δες το καϋμένο μου πως παλεύει στη ζωή να σταθεί στα πόδια του. Βοήθησε το πονεμένο μου παλικαράκι».

-Μητέρα, τι λες, με ποιον μιλάς;

-Γιωργάκη παιδί μου, θυμάσαι που διάβαζες στα θρησκευτικά σου πως ο Κύριος μας όταν ζούσε εκεί στην Παλαιστίνη, γιάτρεψε δαιμονισμένους, άνοιξε τα μάτια σε τυφλούς, σήκωσε παράλυτους και περπάτησαν, ανάστησε νεκρούς; Πες του, Γιωργάκη μου, και συ που είσαι καλό παιδί και σε ακούει, πες του να σε κάνει ο Χριστούλης μας καλά.

Τ’ ανήμπορο παιδί με το αθώο βλέμμα του κοιτάζει τη μάνα του, τον ήλιο που πάει να βασιλέψει, κοιτάζει ψηλά, το βλέμμα του χάνεται στους ουρανούς.

Μεσάνυχτα περασμένα ο Γιωργάκης βλέπει στ’ όνειρό του έναν ωραίο καβαλάρη μ’ ένα γερό περήφανο άλογο. Σταματάει μπροστά του και του λέει:

-Σήκω πάνω Γιωργάκη, δώσε ένα σάλτο, ανέβα στ’ άλογό μου!

-Μα εγώ είμαι παράλυτος, τα πόδια μου δεν με σηκώνουν να με κρατήσουν όρθιο.

-Δώσ’ μου το χέρι σου Γιωργάκη, ανέβα στ’ άλογό μου, είμαι ο Άγιος Ιωάννης από την Ρωσία μ’ έστειλε ο Κύριος να σου μεταφέρω την χάρη Του και την θεραπευτική Του δύναμη!

Ο μικρός παλεύει μισοξυπνημένος, ξυπνάει η μάνα του και πιάνει το παιδί να μην της πέσει από το κρεββάτι.

-Μητέρα, πιάσε με, ο Άγιος Ιωάννης από τη Ρωσία μου είπε να σηκωθώ.

Το πρωί όταν το νυχτερινό προσωπικό είπε στον καθηγητή πως το παράλυτο παιδί από την Πάτρα περπάτησε τη νύχτα, με το σφυράκι στα χέρια χτυπάει τα γόνατα του παιδιού, τσιμπάει με βελόνα τα πόδια και αντιδρά σωστά ο οργανισμός. Πηγαίνετε, λέει ο καθηγητής, έχει να κάνει ο Θεός μαζί σας.

από το βιβλίο: «Βίος και νέα Θαύματα του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου» – Ιερέως Ιωάννου Βερνέζου -1999.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

Από τον βίο του αγίου Αρσενίου

Έλεγαν για τον αββά Αρσένιο ότι το βράδυ του Σαββάτου, καθώς θα ξημέρωνε Κυριακή, άφηνε τον ήλιο να δύει πίσω του και ύψωνε τα χέρια του στον ουρανό και προσευχόταν, μέχρι την ώρα που ο ήλιος ανέτελλε και φώτιζε το πρόσωπό του· και τότε καθόταν.

Ο αββάς Δανιήλ έλεγε: «Μια φορά με κάλεσε ο αββάς Αρσένιος και μου είπε· “Ανάπαυσε τον πατέρα σου ώστε, όταν φύγει προς τον Κύριο, να τον παρακαλέσει για χάρη σου, και να βρεις καλό”».

Κάποιος από τους πατέρες πήγε στον αββά Αρσένιο, και μόλις χτύπησε την πόρτα, ο γέροντας άνοιξε νομίζοντας ότι είναι ο υποτακτικός του. Όταν είδε ότι είναι άλλος, έπεσε κάτω με το πρόσωπο στη γη. Εκείνος του είπε: «Σήκω, αββά, να σε ασπαστώ». Ο γέροντας του απάντησε: «Δεν σηκώνομαι, αν δεν φύγεις». Και ενώ εκείνος τον παρακαλούσε πολλή ώρα, δεν σηκώθηκε, ώσπου έφυγε.

Έλεγαν για κάποιον αδελφό που είχε έρθει στη Σκήτη για να δει τον αββά Αρσένιο, ότι πήγε στην εκκλησία και παρακαλούσε τους κληρικούς να συναντήσει τον αββά Αρσένιο. Εκείνοι του έλεγαν: «Ξεκουράσου λίγο, αδελφέ, και θα τον δεις», αυτός όμως είπε: «Δεν βάζω τίποτε στο στόμα μου, αν δεν τον συναντήσω». Έστειλαν λοιπόν μαζί του έναν αδελφό για να τον οδηγήσει, επειδή το κελλί του ήταν μακριά. Εκεί χτύπησαν την πόρτα, μπήκαν μέσα, και αφού ασπάστηκαν τον γέροντα, κάθισαν και έμεναν σιωπηλοί. Στη συνέχεια ο αδελφός από την εκκλησία είπε: «Εγώ φεύγω, προσευχηθείτε για εμένα». Και ο αδελφός ο ξένος, βλέποντας ότι ο γέροντας δεν του μιλούσε, απάντησε στον αδελφό: «Έρχομαι και εγώ μαζί σου», και έφυγαν και οι δύο. Τότε ο ξένος παρακάλεσε τον αδελφό λέγοντας: «Πήγαινέ με και στον αββά Μωυσή, που προηγουμένως ήταν ληστής». Όταν πήγαν σε αυτόν, τους δέχτηκε με χαρά, και αφού τους περιποιήθηκε, τους έστειλε στο καλό. Ο αδελφός λοιπόν που τον οδήγησε, τον ρώτησε: «Δες, σε πήγα και στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιος από τους δύο σου άρεσε;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Εμένα πάντως μου άρεσε ο Αιγύπτιος».

Όταν τα άκουσε αυτά κάποιος από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, εξήγησέ μου πώς γίνεται αυτό, ο ένας να αποφεύγει τους ανθρώπους για το όνομά σου και ο άλλος να τους αγκαλιάζει για το όνομά σου». Του παρουσιάστηκαν τότε σε όραμα δύο πλοία μεγάλα στον ποταμό, και είδε τον αββά Αρσένιο και το Πνεύμα του Θεού να πλέουν ήσυχα στο ένα, και στο άλλο να πλέουν ο αββάς Μωυσής και οι άγγελοι του Θεού που τον έτρεφαν με μέλι και κερήθρα. (*)

Έλεγε ο αββάς Δανιήλ: «Όταν ήταν στα τελευταία του, ο αββάς Αρσένιος μας έδωσε εντολή λέγοντας· “Μη φροντίσετε να κάνετε ελεημοσύνες για χάρη μου. Γιατί αν έκανα εγώ για τον εαυτό μου κάποιο έργο αγάπης, αυτό θα βρω”».

(*) Κατά τον Ευεργετινό το όραμα έδειχνε ότι «και οι δύο είχαν πολύ μεγάλη αξία μπροστά στον Θεό, ωστόσο η σιωπή του Αρσενίου ήταν ανώτερη από τη φιλοξενία του Μωυσή, αφού τον πρώτο συντρόφευε το άγιο Πνεύμα, ενώ τον Μωυσή άγγελοι του παντοκράτορα Θεού» (τ. Δ’, υπόθ. Ε’, σ. 62).

Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 37 (§§ 30, 35, 37-39).

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΑΟΜΜΑΤΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ

ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΑΟΜΜΑΤΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ

Η Οσία Ματρώνα γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1881, στο χωριό Σέμπινο της Ρωσίας. Οι γονείς της Δημήτριος και Ναταλία ήταν φτωχοί χωρικοί αλλά πολύ ευλαβείς. Η Αγία ήταν το μικρότερο παιδί από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. 

Η μητέρα της λόγω της φτώχειας σκεφτόταν να αφήσει την Οσία σε ένα ορφανοτροφείο μια διπλανής πόλης αλλά μετά από θαυματουργική επέμβαση,- είδε στο όνειρο της ότι ήλθε και κάθησε στο χέρι της ένα άσπρο πουλί με ανθρώπινη φωνή αλλά χωρίς μάτια , την κράτησαν άν και γεννήθηκε αόμματη (δηλαδή χωρίς οφθαλμούς, με κενές τις κόγχες). Βαπτίστηκε Ματρώνα προς τιμήν της Οσίας Ματρώνας της εν Κωνσταντινουπόλει.

Η θεία της εκλογή φάνηκε φάνηκε πολύ νωρίς. Κατά το βάπτισμα της είδαν οι παρευρισκόμενοι να υπάρχει πάνω της ένα σύννεφο που ευωδίαζε. Στη ηλικία των έξι χρόνων σχηματίστηκε στο στήθος της ένα εξόγκωμα σε σχήμα σταυρού. Όπως αφηγείτο η μητέρα της Τετάρτη και Παρασκευή η Οσία δεν θήλαζε αλλά κοιμόταν συνεχώς χωρίς να μπορεί κανείς να την ξυπνήσει.

Σε κάποια πνευματική κόρη της, που της είπε με λύπη ότι δεν μπορεί να δεί τη φυσική ομορφιά του κόσμου αποκάλυψε τα εξής: « Ο Θεός μια φορά μου άνοιξε τα μάτια και μου έδειξε τον κόσμο και όλα τα δημιουργήματα του. Εἰδα τον ήλιο, τα άστρα στον ουρανό και όλα όσα υπάρχουν πάνω στη γη, την ομορφιά της, τα βουνά, τους ποταμούς, το πράσινο χορτάρι, τα λουλούδια τα πουλιά».
Όταν ήταν μικρή λόγω της κοροϊδίας των άλλων παιδιών σταμάτησε να παίζει και έμενε στο σπίτι. Αγωνιζόταν στην προσευχή και γρήγορα φάνηκε το διορατικό, προορατικό αλλά και το θεραπευτικό της χάρισμα. Αν και ήταν αόμματη της δόθηκε, στην ηλικία των έξι ετών, από τον Θεό το χάρισμα της διόρασης αλλά και της προόρασης. Μπορούσε να βλέπει γεγονότα από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και σε άγνωστους γι αυτήν τόπους. Γνώριζε αμαρτίες, σκέψεις, προβλήματα και πράξεις των ανθρώπων. Ένιωθε και προγνώριζε συμφορές και καταστροφές, με τις ευχές της δέ, θεράπευε πλήθος αρρώστων πού συνέρεαν όχι μόνο από το χωριό της αλλά και από την ευρύτερη περιοχή. Δεκάδες ασθενείς περνούσαν καθημερινά από το σπίτι της και οι περισσότεροι, έχοντας πίστη, γίνονταν καλά… Όλοι οι επισκέπτες για να την ευχαριστήσουν έφερναν μαζί τους πολλά αγαθά. Έτσι η Οσία έγινε βοηθός της φτωχής οικογένειας της.
Η Οσία έζησε και μεγάλωσε μέσα στις λατρευτικές ακολουθίες της Εκκλησίας. Στεκόταν όρθια συνήθως αριστερά της εισόδου.

Στην εφηβική της ηλικία πήγε σε αρκετά προσκυνήματα συχνά συνοδευόμενη από την κόρη ενός πλούσιου ευγενούς της περιοχής. Λέγεται ότι σε μία επίσκεψή της στην Κρονστάνδη, στον ναό όπου λειτουργούσε ο Άγιος Ιωάννης, εκείνος μετά από την Θεία Λειτουργία μέσα στον κατάμεστο από κόσμο ναό του Αγίου Ανδρέα παρεκάλεσε τον κόσμο να παραμερίσει για να περάσει η δεκατετράχρονη τότε Ματρώνα, την οποίαν δεν γνώριζε, λέγοντας: «Έλα Ματρώνουσκα, έλα σε μένα. Ιδού έρχεται η αντικαταστάτριά μου, ο όγδοος στύλος της Ρωσίας!», προμηνύοντας την αποστολή της Αγίας για την εκκλησία και τον πολυπαθή Ρωσικό λαό, στα μετέπειτα χρόνια των διωγμών πού έβλεπε να έρχονται. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, η Αγία καθηλώθηκε εξαιτίας μόνιμης παράλυσης στα πόδια. Αυτό το γνώριζε γιατί της δόθηκε σημείο με το πότε θα της συμβεί. Έζησε παράλυτη πενήντα χρόνια χωρίς ποτέ να παραπονεθεί, βαστάζοντας το βαρύ σταυρό της. Παρέμεινε καθιστή σε ένα κρεβάτι πενήντα χρόνια, ως το τέλος της οσιακής ζωής της, ευχαριστώντας και δοξολογώντας τον Θεό. Έλεγε ότι την πνευματική αιτία για όσα της συνέβαιναν την γνώριζε μόνο Αυτός. 

Σε μικρή ακόμη ηλικία προείπε την Ρωσική επανάσταση του 1917 πού έγινε χρόνια αργότερα, λέγοντας: «Θα ληστεύουν και θα αφανίζουν τις Εκκλησίες, θα αρπάζουν τα εδάφη και θα τα μοιράζουν άπληστα μεταξύ τους, καταδιώκοντας όλους, χωρίς εξαίρεση». Προέβλεψε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα των Γερμανών από τους Ρώσους.

Προβλέποντας τη δολοφονία του Τσάρου, ζήτησε μια φορά από την μητέρα της ένα φτερό μεγάλο. Το μάδησε, και δείχνοντας το στην μητέρα της, της είπε:
– Βλέπεις μαμά, αυτό το φτεράκι;
– Και τι να δω παιδάκι μου, αφού το χεις μαδήσει;
– Έτσι μητέρα, θα μαδήσουν σε λίγο, και τον πατερούλη μας τον Τσάρο…Η μητέρα της φοβήθηκε, όμως σε λίγο καιρό η προφητεία βγήκε σωστή. 

Μετά την κομμουνιστική επανάσταση, όταν και τα αδέλφια της έγιναν μέλη του κομμουνιστικού κόμματος η κατάσταση γι’ αυτήν έγινε αφόρητη γι’ αυτό και μετακόμισε στη Μόσχα το 1925, χωρίς μάλιστα διαβατήριο και άδεια παραμονής, στην οποίαν έζησε μέχρι τέλους της ζωής της βοήθώντας πλήθη δυστυχισμένων και πονεμένων ανθρώπων χωρίς πίστη στο Θεό. Στη Μόσχα δεν είχε μόνιμη στέγη διαμονής αλλά πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο. Το Σοβιετικό καθεστώς επανειλημμένως προσπάθησε να την συλλάβει. Παρ’ όλο που ήταν τυφλή, τους ξέφευγε την τελευταία στιγμή ειδοποιημένη από τον Θεό με διάφορους περίεργους τρόπους.

Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές, Άλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά τον σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Συνιστούσε συχνή μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και αγάπη στους ασθενείς και ηλικιωμένους. 

Η Αννα Βιμπορνόβα θυμάται το παρακάτω περιστατικό.
«Ήρθε μια φορά ένας αστυνομικός να συλλάβει την Ματρώνα και εκείνη του λέει,
«Φύγε, φύγε γρήγορα, έχεις συμφορά στο σπίτι σου. Η τυφλή δεν φεύγει από σένα, εδώ στο κρεβάτι κάθομαι, δεν πάω πουθενά…»
Την άκουσε ο αστυνομικός, πήγε σπίτι του και βρήκε την γυναίκα του καμένη από την γκαζιέρα. Πρόλαβε και την μετέφερε στο Νοσοκομείο. Όταν την άλλη μέρα ήρθε στην υπηρεσία, τον ρώτησαν,

– Την συνέλαβες την τυφλή;
– Την τυφλή, τους είπε, δεν θα την συλλάβω ποτέ. Χάρη στην τυφλή πρόλαβα να πάω την γυναίκα μου στο Νοσοκομείο. Άμα δεν μου το λεγε θα την έχανα…

Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές. Άλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά το σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Να αγάπούν τους ασθενείς και ηλικιωμένους. Έλεγε: « άμα άνθρωποι γέροι, άρρωστοι ή εκείνοι που έχασαν τα μυαλά τους σας λένε κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό, μην τους ακούτε, αλλά απλά να τους βοηθάτε. Με όλη την επιμέλεια πρέπει να βοηθά κανείς τους αρρώστους και να τους συγχωρεί ό,τι και να πουν, ό,τι και να κάνουν» .

Η ίδια έκανε συνεχώς πολλούς σταυρούς ώστε στο μέτωπο της σχηματίστηκε μιά μικρή ουλή από τα δάκτυλα της. Μισοκοιμόταν ακουμπώντας πάνω στη γρονθιά του χεριού της. Συμβούλευε όσους την πλησίαζαν να έχουν πίστη στον Θεό, να αφήσουν την αμαρτωλή ζωή τους, να εξομολογούνται, και να ζουν την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Τόνιζε σε όλους ότι η βοήθεια που δίνει δεν είναι δική της, ούτε έχει από μόνη της τέτοια δύναμη. Όλα προέρχονται από τον Θεό.

Σε όλους έλεγε να φορούν πάντοτε το σταυρό τους και να κάνουν προσευχή. « Αδικοχαμένος γίνεται κανείς, όταν ζεί χωρίς προσευχή» έλεγε.
Φοιτητές αποκλεισμένοι πολιτικά από το τότε καθεστώς διηγούνται πώς με τις προσευχές αυτής της τυφλής γυναίκας ξεπέρναγαν τα εμπόδια για την απόκτηση ενός πτυχίου. Ακόμη και αξιωματούχοι του καθεστώτος, κατά παράδοξο τρόπο, βοηθούσαν αυτούς για τους οποίους η Αγία Ματρώνα προσηύχετο.

Την ρώτησε κάποτε η Ζηναΐδα Ζδάνοβα:

– Γιατί επέτρεψε ο Θεός να κλείσουν και να γκρεμίσουν τόσες Εκκλησίες; και απάντησε με τα παρακάτω λόγια,- Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Ο λαός είναι σαν υπνωτισμένος και μια φοβερή δαιμονική δύναμη έχει μπεί σε δράση. Βρίσκεται στον αέρα, και διεισδύει παντού. Παλιά, η δαιμονική αυτή δύναμη κατοικούσε στα έλη και στα πυκνά δάση, επειδή οι άνθρωποι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, φορούσαν και τιμούσαν τον σταυρό. Τα σπίτια τους ήταν προστατευμένα από τις εικόνες, τα κανδήλια πού έκαιγαν, τον αγιασμό πού έκαναν… Τα δαιμόνια πετούσαν μακριά και φοβόντουσαν να πλησιάσουν… Σήμερα όμως, τα σπίτια αυτά αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουνε γίνει κατοικητήριο δαιμόνων για την απιστία τους, και την απομάκρυνσή τους από τον Χριστό… 

Από τα απομνημονεύματα της Άννας Βύμπορνοβα και της Ξένιας Σιφάροβα: “Η Ματρώνα βαπτίστηκε στην εκκλησία μας. Όταν την βύθισαν στην κολυμβήθρα, ευωδίασε όλη η εκκλησία. Όλοι απόρησαν και ο παπάς είπε: “Αυτό το κορίτσι είναι σταλμένη απ’ τον Θεό. Θα γίνει Δίκαια”.Μια μέρα η Ματρώνουσκα λέει: “Μαμά, βλέπω στο όνειρό μου συνέχεια την εικόνα της Παναγίας “Γλυκοφιλούσας”. Η Θεομήτηρ ζητάει να μπει στην εκκλησία μας”. Συγκεντρώθηκαν όλες οι γυναίκες του χωριού. Η Ματρώνουσκα τις ευλόγησε για να πάνε σ’ όλα τα διπλανά χωριά να μαζέψουν λεφτά για την εικόνα. Μάζεψαν πολλά: λεφτά, ψωμί, βούτυρο, αυγά. Επίσης βρήκαν στην πόλη έναν ζωγράφο. Η Ματρώνουσκα τον ρώτησε: “Θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την εικόνα;” Ο ζωγράφος απάντησε, ότι θα μπορέσει. Η Ματρώνουσκα τον έστειλε πρώτα στην εκκλησία να εξομολογήσει τις αμαρτίες του και να κοινωνήσει προτού να ξεκινήσει τη δουλειά. Πέρασε αρκετός καιρός. Μια μέρα ο ζωγράφος ήρθε στη Ματρώνα και της είπε ότι δεν μπορεί να ζωγραφίσει τίποτα. Η Ματρώνουσκα του λέει τότε: “Πήγαινε ξανά να εξομολογήσεις τις αμαρτίες σου, σκότωσες έναν”. Ξαναπήγε στον παπά, εξομολόγηθηκε και μετέλαβε. Ύστερα γύρισε στη Ματρώνουσκα να ζητήσει συγγνώμη που έκρυψε την αλήθεια στην αρχή. Η Ματρώνουσκα του λέει: “Τώρα θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την θαυματουργή εικόνα της Βασίλισσας του Ουρανού “Γλυκοφιλούσας”.
Σ’ αυτήν την θαυματουργή εικόνα έρχονται οι άνθρωποι με όλες τις θλίψεις τους και με βαριές αρρώστιες.

Αν δεν βρέχει αρκετό καιρό και γίνεται ξηρασία, την βγάζουν την εικόνα στο λιβάδι και προσεύχονται όλοι μαζί και δεν προλαβαίνουν να γυρίσουν σπίτι, αρχίζει να βρέχει.
Από τα απομνημονεύματα της Πάσας, της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο Τσαρίτσινο που έμενε κάποιο διάστημα η Αγία:
Από επτά χρονών η Ματρώνουσκα άρχισε να προβλέπει πολλά γεγονότα και έγινε η υποστηρίκτρια όχι μόνο της οικογένειάς της, αλλά και πολλών άλλων. Η Αγία έλεγε: «δεν υπάρχουν ψυχικές αρρώστιες, υπάρχουν πνευματικές: αδύναμοι, εξαντλημένοι, παθιασμένοι από τα πονηρά πνεύματα… Υπάρχουν «κατά φαντασίαν» αρρώστιες, τις οποίες στέλνει κάποιος. Ποτέ δεν πρέπει να σηκώνετε λεφτά ή άλλα πράγματα από το δρόμο».

Μας δίδασκε να μην ξεχνάμε να σταυρώνουμε φαγητό και όταν πάμε για ύπνο, να μην το αφήνουμε πάνω στο τραπέζι.
– Με τη δύναμη του Σταυρού να σώζεστε και να αμυνόσαστε. Ο εχθρός έρχεται – πρέπει συνέχεια να προσευχόμαστε. Αιφνίδιος θάνατος υπάρχει μόνο χωρίς προσευχή. Ο εχθρός είναι στον αριστερό ώμο, και στο δεξιό – ο Άγγελος. Να κάνετε το σταυρό σας πιο συχνά, είναι η κλειδαριά σας όπως η κλειδαριά της πόρτας.
 

Αν οι άρρωστοι ή ηλικιωμένοι σας λένε κάτι προσβλητικό, να μην τους ακούτε, αλλά να τους βοηθάτε.
Η Άγια Ματρώνα έλεγε:
– Μη στεναχωριέστε. Σύντομα θα καταργήσουν το άρθρο 58 και θα αλλάξουν οι εποχές. Μετά τον πόλεμο πρώτα θα βγάλουν τον Στάλιν. Μετά απ’ αυτόν όλοι οι κυβερνήτες θα είναι ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Θα κατακλέψουν την Ρωσία. Μετά τον πόλεμο οι συνέταιροι θα κάνουν ταξίδια στο εξωτερικό, θα αποσυντιθούν και θα σπάσουν τα δόντια τους. Μερικοί θα δουν, τι είναι καλό και τι είναι κακό. Θα καταλάβουν, ότι αν θα προχωρήσουν τη ζωή τους όπως πριν θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Εκείνο τον καιρό θα εμφανιστεί ο Μιχαήλ. Θα θελήσει να βοηθήσει, να τα αλλάξει όλα, να τα ανατρέψει. Αν θα ήξερε όμως που δεν θα μπορέσει να αλλάξει τίποτα… Μόνο θα πληρώσει ακριβά… Θα ξεκινήσουν διχόνοιες, διαμάχες, ένα κόμμα θα είναι κατά του άλλου. Μετά θα γίνει κάποια καλυτέρευση, αλλά για λίγο καιρό μόνο…
 

Επίσης έλεγε: Μην τρέχετε γυρεύοντας προορατικούς και διορατικούς. Εάν είναι κάτι ο Θεός θα στο δείξει μόνος Του. Έλεγε στον κόσμο να πηγαίνει συχνά στην εκκλησία, αλλά από τη στιγμή που θα μπεις στην εκκλησία να μην βλέπεις τίποτα και κανέναν, να κάμεις την προσευχή σου με κλειστά μάτια ή να βλέπεις τις εικόνες ή να κατεβάσεις τα μάτια σου χαμηλά. Προέτρεπε τις γυναίκες να μην βάφουν το πρόσωπό τους αλλάζοντας την μορφή τους επειδή ο Θεός μας έδωσε αυτήν την μορφή και πρέπει να την αγαπάμε όπως είναι.

Όλα θα γίνουν: και η δοξολογία στην Κόκκινη Πλατεία, και το μνημόσυνο για τον Τσάρο και την οικογένειά του, που σκότωσαν. Μετά θα γυρίσουν οι παλαιοί, και θα γίνει η κατάσταση χειρότερη από ότι ήταν πριν! Η ζωή θα είναι χειρότερη και χειρότερη. Θα ‘ρθει καιρός που θα βάλουν μπροστά σας τον Σταυρό και το ψωμί και θα σας πουν:
– Διαλέξτε. Θα διαλέξουμε τον Σταυρό.
 

Εβρισκόμενη στο στρατόπεδο τα λόγια της Αγίας εμπνέανε ελπίδα σε μένα. Με συνέλαβαν στις 6 Ιανουαρίου 1950. Με κατηγόρησαν με βάση το άρθρο 58 – «Εκκλησιαστική μοναρχική ομάδα». Πολλά θαύματα γινόταν στην ανάκριση, η Ματρώνουσκα βοηθούσε απαρατήρητα. Σε μένα κάλεσαν έναν υπνωτιστή, ο οποίος ζητούσε συνέχεια να κοιτάζω στα μάτια του και επαναλάμβανε: «Εσείς είστε ένοχη». Με πίεζαν να υπογράψω την ψεύτικη καταγγελία κατά του αδερφού μου που μόλις γύρισε από τον πόλεμο. Προσευχόμουν, ζητούσα βοήθεια και κάποια στιγμή ξαφνικά θυμήθηκα τα λόγια της Αγίας, ότι κατά του υπνωτιστή πρέπει να διαβάζω «Ο κατοικών εν βοήθεια του Υψίστου…» (τον Ψαλμό 90). Προσευχόμουν και κοίταζα στα μάτια του υπνωτιστή χωρίς φόβο. Αυτός όμως έγινε έξω φρενών, άρχισε να φωνάζει, οι φλέβες του φούσκωσαν από την ένταση. Μετά ξαφνικά έπεσε στο δερμάτινο καναπέ και είπε: «Δεν μπορώ να της κάνω τίποτα».

Η αρετή της συνίστατο στην μεγάλη της υπομονή και καρτερία, και την απόλυτη αγάπη της και εμπιστοσύνη στο Θεό. Τρεις ημέρες πριν την κοίμησή της ο Κύριος της απεκάλυψε την τελείωσή της ώστε εκείνη να προετοιμαστεί. Προείπε και τα εξής: «όταν πεθάνω, στον τάφο μου θα έρχονται λίγοι, μόνο οι οικείοι μου, και όταν θα πεθάνουν και εκείνοι θα ερημώσει ο τάφος μου, σπάνια θα έρχεται κανείς. Μα μετά από χρόνια ο κόσμος θα με γνωρίσει και θα έρχονται σαν κοπάδια για να βοηθηθούν. Και εγώ θα τους ακούω και όλους θα τους βοηθώ. Είπε ακόμη: «όλους πού ζητάνε βοήθεια από μένα θα τους συναντώ μετά τον θάνατό τους».Πλήθος είναι τα θαύματα της Οσίας Ματρώνας. Και όταν ζούσε θαυματουργούσε αλλά και μετά την κοίμηση της μέχρι σήμερα. 

Πηγές για τη σύνταξη του βίου:

«Η Αγία Ματρώνα της Μόσχας» Εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσ/κη 2002.
«Η Αγία Γερόντισσα Ματρώνα η Αόμματη, ο όγδοος στύλος της Ρωσίας», Εκδ. Ιεράς Καλύβης Αγίου Χαραλάμπους, Νέα Σκήτη, Αγιον Όρος 2002. (Υπάρχει καταγραφή των θαυμάτων της Αγίας).
Η Οσία Ματρώνα η Ρωσίδα η Αόμματος ( Επιμέλεια: Αρχ. Φιλοθέου Νικολάκη) Περιέχονται: ο Παρακλητικός Κανών και οι Χαιρετισμοί στην Οσία. Εκδ. Σαΐτης. 
 

ekklisiaonline.gr