ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025

ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΛΟΙ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ!

 ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΛΟΙ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ
Ο ΠΑΡΗΚΟΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Στις 15 Οκτωβρίου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός ανώνυμου μάρτυρα μοναχού. Ο μοναχός αυτός ζούσε σε μία σκήτη της Αιγύπτου, και για αρκετά χρόνια έκανε υπακοή σε γέροντα.

Από φθόνο όμως του μισόκαλου δαίμονα αθέτησε την υπακοή του κι έφυγε από την καθοδήγηση του γέροντα, χωρίς να υπάρχει εύλογη και βλαπτική για την ψυχή του αιτία. Καταφρόνησε μάλιστα και το επιτίμιο, με το οποίο τον κανόνισε ο γέροντάς του. Έφυγε λοιπόν και κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια.

Αλλά εκεί τον έπιασε ο ειδωλολάτρης άρχοντας του έβγαλε το μοναχικό σχήμα και τον πίεζε να θυσιάσει στα είδωλα. Καθώς όμως με κανένα τρόπο δεν τον έπειθε να το κάνει, πρόσταξε πρώτα να τον δείρουν αλύπητα με βούρδουλα, κι έπειτα να τον αποκεφαλίσουν με ξίφος. Έτσι κι έγινε. Άρπαξαν το μοναχό οι ειδωλολάτρες, του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν το σώμα του έξω από την πόλη για να το φάνε τα σκυλιά. Μερικοί όμως ευσεβείς χριστιανοί ήρθαν τη νύχτα και το σήκωσαν. Το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν με σεντόνια και το έβαλαν μέσα σε λάρνακα. Ύστερα το τοποθέτησαν στο άγιο βήμα ενός ναού της πολιτείας για να τιμάται σαν μαρτυρικό λείψανο. 

Κάθε φορά όμως που γινόταν θεία λειτουργία και ο διάκονος εκφωνούσε το «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε», έβλεπαν όλοι τη λάρνακα να βγαίνει μόνη της έξω από το ιερό! Χωρίς να την αγγίζει ανθρώπινο χέρι, έφτανε μέχρι το νάρθηκα της εκκλησίας κι έμενε εκεί μέχρι την απόλυση. Έπειτα γυρνούσε πάλι μόνη της πίσω στο ιερό ! Όλοι έμεναν εκστατικοί μ΄ αυτό πού γινόταν. 

Το πληροφορήθηκε κι ένας από τούς διακριτικούς πατέρες, και παρακάλεσε το Θεό να του δώσει εξήγηση. Δεν άργησε να του φανερωθεί η αιτία του θαύματος. Άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του και του λέει: Γιατί θαυμάζεις και απορείς γι΄ αυτό που συμβαίνει; δεν έλαβαν οι απόστολοι του Χριστού, καθώς γνωρίζεις, εξουσία «του δεσμείν και λύειν»; Κι από κείνους πάλι οι διάδοχοί τους, κ.ο.κ.; Αυτόν λοιπόν τον αδελφό, που αξιώθηκε να χύσει το αίμα του για το Χριστό και όμως δεν του επιτρέπεται να βρίσκεται μέσα στο ιερό βήμα όσο τελείται η αναίμακτη θυσία, μάθε πως Άγγελος τον διώχνει μέχρι το νάρθηκα. Γιατί, ενώ ήταν υποτακτικός του τάδε συνασκητή σου, αθέτησε την υπακοή.

Κι όταν ο γέροντάς του εύλογα τον επιτίμησε με κανόνα, εκείνος τον άφησε κι έφυγε δεμένος με το επιτίμιο. Και, σαν μάρτυρας μεν, έλαβε το μαρτυρικό στεφάνι. σαν δεμένος όμως με επιτίμιο από το γέροντά του, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο ιερό, όταν τελείται η θεία λειτουργία. Εκτός κι αν του λύσει τον κανόνα ο γέροντας πού τον έδεσε. Σαν τα ‘μαθε αυτά ο άγιος εκείνος ασκητής, πήρε το ραβδί του, πήγε στο γέροντα του μάρτυρα και του διηγήθηκε τα πάντα. Έπειτα τον πήρε και κατέβηκαν μαζί στην Αλεξάνδρεια. Πήγαν στο ναό, όπου βρισκόταν το μαρτυρικό λείψανο. Άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το σώμα του μάρτυρα, και του έδωσαν κι οι δύο τη συγχώρηση. Έπειτα, αφού τον ασπάστηκαν, στάθηκαν και προσευχήθηκαν δοξολογώντας το Θεό.

Από τότε, όταν γινόταν θεία λειτουργία, παρέμενε ο μάρτυρας μοναχός ασάλευτος στη θέση του μέσα στο άγιο βήμα.

ΠΗΓΗ: ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, σ. 111  κ.ε.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΙ ΝΑ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΥ ΑΣΚΗΤΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ!


 Γεροντικό: Αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα,
να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι 

Ζούσε εδώ κοντά μας, στο γειτονικό ασκητήριο, ο Γέρων Αβιμέλεχ. Σεβάσμιος Γέροντας, φίλος του Αγίου Νεκταρίου του Πενταπόλεως, του Θαυματουργού, και ο οποίος Γέροντας συνέγραψε τον πρώτο «Βίο του Αγίου Νεκταρίου».  

Ζούσε ασκητικά εδώ εις το ασκητήριον και τον επισκέφτηκε κάποια στιγμή ένας νέος φοιτητής που είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε σπουδές και στο Παρίσι, ο μετέπειτα Καθηγούμενος των Ιερών Μονών Σταυρονικήτα και Ιβήρων, Πατήρ Βασίλειος Γοντικάκης.  

Εκμυστηρεύτηκε στον Γέροντα την επιθυμία του: «Γέροντα, σκέφτομαι να γίνω Ιερεύς. Τι λέτε εσείς για την ιεροσύνη;» Ήταν δε και πατριώτες από τη μεγαλόνησο Κρήτη και οι δύο. «Παιδί μου», είπε ο σοφός Γέροντας, «η ιεροσύνη είναι όπως η κόρη του οφθαλμού μας, η οποία δεν επιδέχεται κανένα σκουπιδάκι». Και με τη φράση αυτή ήθελε να δηλώσει το ύφος του μυστηρίου αυτού της ιεροσύνης, πόσο δηλαδή πρέπει να προσέχει κανείς όταν σκέπτεται και όταν αναλάβει αυτή τη διακονία της Θείας Λειτουργίας. 

Στην Αγία Άννα ασκείτο ο Γέρων Ζαχαρίας. Είχε τρία μεγάλα χαρίσματα• ήταν ανυπόκριτος, αυθόρμητος και ειλικρινής. Παλαιότερος του ήταν ο Γεώργιος Αρσένιος Καυσοκαλυβίτης, ο περίφημος ξυλόγλυπτης, με τα γνωστά σε όλον τον κόσμο ξυλογλυπτικά έργα του, τη Σταύρωση στη Μεγίστη Λαύρα και την Ανάσταση στην Αμερική. 

«Και οι δυο», μου έλεγε ο Γέρο Ζαχαρίας,«αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα, να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι στο δάσος ή εις τα απόκρημνα βράχια του Όρους. Φθάσαμε εις την Παναγία, μια ώρα προ της κορυφής του Άθω που φθάνει στα 2.030 μέτρα. Μετά την Παναγία, αφού προσκυνήσαμε, αρχίσαμε να ερευνούμε τη γύρω περιοχή λέγοντας ενδιαθέτως, αλλά εντόνως, την ευχή του Ιησού. 

Μετά πολλήν πορεία και κούραση, βαδίζοντας συνεχώς στα σπασμένα από τους κεραυνούς βράχια, είδαμε ένα σημείο που έμοιαζε με δρομάκι. Δηλαδή επάνω στα βραχάκια υπήρχαν σημάδια από το πέρασμα κάποιου ανθρώπου.

Ακολουθήσαμε προσεκτικά το υποτυπώδες δρομάκι, βαδίσαμε αρκετά με κομμένη την αναπνοή και αμίλητοι. Μετά την αγωνιώδη πορεία, ευρήκαμε μετά πολλής χαράς και συγκινήσεως το κατάλυμα ενός ασκητού. ‘Ένα σπήλαιο, μερικά ξύλα διά κάθισμα και κρεβάτι, άλλα φρεσκοκομμένα ξύλα, ένα πήλινο δοχείο με νερό, και παξιμάδια, πολύ ξερά κομμάτια ψωμιού. 

Ο ασκητής μάς αντελήφθη, οπωσδήποτε, και απεμακρύνθη. Φωνάξαμε επί πολύ “Γέροντα, Γέροντα”, δεν παρουσιάσθηκε. 

Ευχαριστήσαμε τη Θεοτόκο γι’ αυτά που είδαμε και επιστρέψαμε στα Καυσοκαλύβια. Ήμασταν ευτυχείς που αισθανθήκαμε την ευωδιά της παρουσίας των πτηνών της Θεοτόκου που ζουν στις αετοφωλιές του Περιβολιού της». 

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΓΕΡΩΝ ΓΕΛΑΣΙΟΣ Ο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΑΟΡΑΤΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ!

 Γέρων Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης 
Αόρατοι ερημίτες 

Στις Φώκιες, της Μικρασίας πρωτοείδε τον ήλιο ο γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε το 1902, και μέχρι τον φρικτό διωγμό του 1922 γαλουχήθηκε με τα νάματα και τις παραδόσεις της μικρασιατικής ευσέβειας. Μικρός πήγαινε στα εξωκκλήσια των νησιών που ήταν μπροστά στο λιμάνι, κι όταν γύριζε ρωτούσε τη μητέρα του:

- Μάνα, ποια είναι η γυναίκα που κρατάει το παιδί στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία;

- Η κυρά Παναγιά, απαντούσε εκείνη γλυκά, με τον αφέντη τον Χριστό.

Από μικρός ο Γέροντας έβλεπε χειροπιαστή στη ζωή του την προστασία της Παναγίας και την καθοδήγηση Της. Σε ηλικία 15 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στον συμμαχικό στρατό , φλεγόμενος από ζήλο για την μεγάλη Ελλάδα. Τότε σε ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικά από την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο, αφού πάλεψε τρία μερόνυχτα στο ανοιχτό πέλαγος.

Στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε παρηγοριά του την Παναγία της Αγιάσου. Τα τάματα που Της είχε κάνει σαν ψαράς και ναυτικός, τα
ξεπλήρωσε αργότερα σαν μοναχός, εκδηλώνοντας έτσι την ευχαριστία και ευγνωμοσύνη του για τη βοήθειά Της.

« Το 1928, διηγείται ο ίδιος, ταξίδευα με το καΐκι μας έξω από την Τήνο. Ο καιρός ήταν καλός και το καΐκι έτρεχε με 8 μίλια.

- Βρε Αντώνη, είπα στον αδελφό μου, επιθυμώ να προσκυνήσουμε την Παναγία.

Εκείνος όμως αρνήθηκε.

- Τέτοιον καιρό δεν θα τον ξαναβρούμε. Εμείς το πρωί θα είμαστε στον Πειραιά.

Τι να έλεγα; Ο Αντώνης ήταν μεγαλύτερος. Έκανα λοιπόν βόλτες στο κατάστρωμα, μέχρι που πλησιάσαμε 300-400, μέτρα στο λιμάνι. Τότε ξαφνικά κόπηκε ο άνεμος. Η θάλασσα έγινε λάδι γύρω από το καΐκι. Κρέμασαν τα πανιά. Τι παράξενο όμως! Η μπουνάτσα έγινε μόνο για μας. Πιο πέρα ο αέρας βούιζε. Ήταν, φαίνεται, επέμβαση της Παναγίας, για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου.

- Άντε, να γίνει το χούι σου, είπε ο Αντώνης.

Ήταν Πάσχα. Βγήκαμε και προσκυνήσαμε. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το «Ο άγγελος εβόα ».

Αργότερα η Παναγία κάλεσε με θαυμαστό τρόπο τον π. Γελάσιο από το καΐκι του στο περιβόλι Της.

« Μια νύχτα στον ύπνο μου, διηγείται ο γέροντας, μου φάνηκε πως ήταν πολύς λαός συγκεντρωμένος για να υποδεχθεί τη βασίλισσα. Από μακριά φάνηκαν " τα αλόγατα" που τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσή άμαξα. Πάνω της καθόταν η βασίλισσα με πλήθος δορυφόρων και αξιωματικών. Ξαφνικά κάποιος με άρπαξε και με ανέβασε στην άμαξα, στο πίσω μέρος. Σε λίγο φθάσαμε σε ένα κάστρο με πύργους και λαμπρό παλάτι. Εκεί η βασίλισσα κατέβηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη δω καθαρά. Πρόσεξα μόνο το ένα μέρος του προσώπου της, καθώς ανέβαινε τις σκάλες του παλατιού.

Ξύπνησα! Βγήκα έξω και πήγα στο καφενείο, όπου ήταν και άλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στο Πασαλιμάνι με το καΐκι μου φορτωμένο. Ο νους μου όμως είχε γεμίσει από την ομορφιά της βασίλισσας. Αργότερα συνάντησα κάποιον αγιαννανίτη μοναχό. Του διηγήθηκα το όνειρό μου κι εκείνος μου εξήγησε πως με καλεί η Παναγία στο Άγιον Όρος να γίνω πιστός Της ακόλουθος.

Η καρδιά μου για λίγο διακόπηκε. Νίκησε όμως η αγάπη της Βασίλισσας. Την ίδια μέρα εγκατέλειψα κι εγώ, σαν τους Αποστόλους, πλοίο φορτωμένο, αδελφό, γονείς ,και ξεκίνησα για τον Άθωνα. Το τέρμα του ταξιδιού μου ήταν η μονή Γρηγορίου. Μπήκα στο Καθολικό να προσκυνήσω. Την ώρα εκείνη ψαλλόταν η θεία λειτουργία. Στη θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισα τη Βασίλισσα του ονείρου μου! Έσπευσα να την ασπασθώ, οπότε ο διακο- Θεόδωρος, που στεκόταν εκεί, μου είπε:

- Χάθηκαν, οι εικόνες της Παναγίας, παιδί μου, και ήρθες στο τέμπλο να προσκυνήσεις; Αλλά, βέβαια, που να ήξερε τη δική μου καρδιά… »

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΟΤΑΝ ΚΑΘΕΣΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΛΟΓΟ ΘΕΟΥ!

 Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ
 

Εἶπε μακάριος Ἰωάννης Χρυσόστομος

«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ μὴ γίνει καταδίκη μας μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ 

Ο ΑΒΒΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 Ο Αββάς Αντώνιος για την κρίση του Θεού 

Ο αββάς Αντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά βαθιά τη σκέψη του στου Θεού την κρίση ζήτησε να μάθει: «Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζουν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;

Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν; Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;» Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει: «Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».  
 

ΤΟΜΟΣ Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΙΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΑΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ;

 Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο; 

Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον Aσκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωσι. Ποιόν άραγε προσκυνούσε; Tρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ.

- Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;

- Mα, παιδί μου, δεν Τον βλέπεις; 

-Ποιόν; 

-Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν Τον βλέπης, δεν Τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.

Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το Όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα μάτια τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο Σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από Σένα; Γιατί τόσο σπάνια Σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας, λέγει η Αγία Γραφή. Σαν νά λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστό, για τον Ουρανό; Όσο Τον διψάς, όσο Σε Αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης.

ΓΕΡΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ: Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΕ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 Η κόλαση της σκοτεινής σπηλιάς μεταβάλλεται σε Παράδεισο 

Βλέποντας ο γέροντας την υπερβολική προθυμία του δόκιμου Χαράλαμπου, μια μέρα τον προσκαλεί ιδιαιτέρως και του λέει:
- Εκεί πάνω σε κείνα τα βράχια που βλέπεις, έχει μια μικρή σπηλιά. Σε διαβεβαιώ ότι είναι παράδεισος. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσεις να πας εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;
- Να 'ναι ευλογημένο γέροντα.
"Βάζω, λέει ο Χαράλαμπος, μετάνοια και αμέσως σκαρφαλώνω στα βράχια. Πλησιάζω στη σπηλιά. Αλλά τι να δεις! Ένας άγριος τόπος που μόνο φίδια μπορούσαν εκεί να κατοικήσουν και η σπηλιά τόσο στενή που μόνο σκυφτά μπορούσες να μπεις μέσα. Στην αρχή σαν άνθρωπος δείλιασα, φοβήθηκα και συγχρόνως μονολογούσα: "Ε, γέροντα πού μ' έστειλες εδώ; Αυτός είναι ο παράδεισος; Βρε εδώ κόλαση είναι. Όχι παράδεισος. Για να δούμε πώς θα τη βγάλουμε ώσπου να τελειώσει ο κανόνας, να με φωνάξει ο γέροντας να κατέβω. Όμως, αφού το 'πε ο γέροντας, κάτω δεν το βάζω. Έστω και να πεθάνω, αν δεν με φωνάξει ο γέροντας πίσω δεν γυρνάω. Ας πεθάνω στην υπακοή παρά να λιποτακτήσω".

Αρχίζω, λοιπόν, τον κανόνα μου. Δώστου-δώστου μετάνοιες, προσευχή. Δεν άργησε να υποχωρήσει ο φόβος και η δειλία και άρχισα να αισθάνομαι άνετα. "Αφού, λέω, για προσευχή σ' έστειλε ο γέροντας, βάλε Χαράλαμπε όλη σου την βία". Βία-βία, δεν άργησε να θερμανθεί η καρδιά μου και να εκπηγάζει κρουνούς τα δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας. Εκεί αξιώθηκα την πρώτη θεωρία, όπου σταματά, κατά τους Πατέρες, ο νους. Δεν ενεργεί αυτός, αλλά ενεργείται απ' το Άγιο Πνεύμα, που τον οδηγεί όπου θέλει, μέχρι και αυτούς ακόμα τους ουρανούς. Επανερχόμουν στην φυσική μου κατάσταση και πάλι άλλη αρπαγή σε άλλα ουράνια σκηνώματα. Τούτο επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές. Τότε έπαθα κάτι παρόμοιο με τους μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ κι έλεγα: "καλόν εστίν ημάς ώδε είναι. Όντως εδώ που μ' έστειλε ο γέροντάς μου είναι παράδεισος. Μακάρι να μη με φωνάξει ποτέ να κατέβω ξανά απ' αυτό τον παραδεισένιο τόπο".
Κι όμως, μετά από δυο-τρεις μέρες ακούω μια γνωστή φωνή, κάτω, από τα καλυβάκια: "Χαράλαμπε, είπε ο γέροντας να κατέβεις".
Ε, δεν θα με πιστέψετε πόση δυσφορία μου ήλθε όταν άκουσα την εντολή να γυρίσω. Κι όμως δεν μπορούσα αλλιώς. Βρισκόμουν στην υπακοή. Μόλις γυρνάω και η αλλοίωση στο σκυφτό πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη, με περιλαμβάνει ο γέροντας και μου λέει: "Θέλω, Χαράλαμπε, να μου πεις την αλήθεια. Είναι παράδεισος εκεί που σ' έστειλα ή όχι;''. Εγώ συγκινημένος με σκυφτό πρόσωπο του απαντώ με βουρκωμένα μάτια: "Ναι γέροντα, πράγματι είναι παράδεισος". Ε, δεν άντεξε ο γέροντάς μου, μ' έβαλε στην αγκαλιά του και με φιλούσε.
Κατά κανόνα, ο γέροντάς μας, συμπεριφερόταν αυστηρά. Όμως, μερικές φορές, όταν διαπίστωνε πνευματική πρόοδο στα καλογέρια του, δεν άντεχε από την χαρά του. Μας φανέρωνε τον πραγματικό εαυτό του. Μας αγκάλιαζε και, συγκινημένος, δεν μπορούσε να βαστάξει τα δάκρυα".

Από το βιβλίο του Ιωσήφ Μ.Δ. "ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ- Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: ΤΙ ΚΑΝΕΙ Η ΠΑΡΑΚΟΗ!

 Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης
Τι κάνει η παρακοή

Εις την Αγία Άννα, ζούσε ένας Γέροντας με τον υποτακτικό του, ο οποίος έκανε συχνά παρακοές. Ήτανε παραμονή μιας εορτής της Παναγίας. «Γέροντα», λέει ο υποτακτικός, «θά πάω να ψαρέψω κανένα ψάρι, διότι της Παναγίας εορτή είναι αύριο. Τί θα φάμε;» «Παιδί μου», του λέει ο Γέροντας, «εδώ οι γείτονες μας ψαράδες είναι. Ώρες ψάρευαν και δεν πιάσανε ψάρια. Αν ήθελε η Παναγία να τρώγαμε ψάρια, θα έπιαναν, θα έφερναν και σε μας. Να μην πάς για ψάρεμα». «Όχι, Γέροντα», ξαναλέει ο υποτακτικός, «εγώ θα πάω να ψαρέψω». «Μην πηγαίνεις», επαναλαμβάνει ο Γέροντας. «Όχι, θα πάω», λέει ο υποτακτικός και φεύγει…

Ο Γέροντας τότε σκέπτεται ότι ο υποτακτικός του ευρίσκεται σε παρακοή· αν του τύχει κανένας μεγάλος πειρασμός του υποτακτικού του; Μήπως γλιστρίσει εις την θάλασσα; Διά τούτο μπαίνει στο κελλί του και κάνει προσευχή, κάνει κομποσχοίνι για τον υποτακτικό του.

Ο υποτακτικός πηγαίνει στη θάλασσα· πετάει την πετονιά· κάτι έπιασε τ’ αγκίστρι· τραβάει δυνατά. Βγαίνει τότε ξαφνικά ένας αράπης μαύρος-κατάμαυρος, με αγριωπά μάτια, έτοιμος να ορμήσει επάνω στον μοναχό! Αλλά μια αόρατος δύναμις τον κρατούσε. Αυτός τρομοκρατημένος φεύγει· ο διάβολος ακολουθεί από πίσω, μέχρι την Αγία Άννα, μέχρι το κελλί του… Του λέει τότε ο διάβολος: «Ρε, καλόγερε, τι να σου κάνω, που από την ώρα που έφυγες, ο Γέροντας κάνει κομποσχοίνι για σένα; Ειδάλλως θα σε έπνιγα μέσα στη θάλασσα· στη θάλασσα θα σ’ έπνιγα!» Να τι κάνει η παρακοή. 

Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτη (Λόγοι Διδαχής περί υπακοής)
Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους, Α’ έκδοση 2000.

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: ΜΗΝ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΟΥ!

 Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης
Μην παραβλέπεις τη συνείδησή σου 

Δεν σε κατηγορώ ότι έκανες αμαρτίες πολλές και σοβαρές, όχι, άνθρωπος είσαι. Σε κατηγορώ, γιατί δεν εξομολογείσαι. Αυτό σε κατηγορώ. Έπεσες; Στον πνευματικό. Έπεσες; Στον πνευματικό, όλα στον πνευματικό. Και η οσία Μαρία, πρώτα εξομολογήθηκε. 

Στη γειτονιά μας ήτανε κάποιος Κύπριος και είχε έναν υποτακτικό, ο οποίος τους γονείς του δεν είχε αναπαύσει, να πούμε. Όταν καλογέρευσε, και τον Γέροντά του δεν τον ανέπαυσε.

Κι εκεί που καθόμαστε στη Μικρή Αγία Άννα, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον Γέροντα, τον γερο-Ιωσήφ [τον όσιο Ιωσήφ Ησυχαστή], να πει τον λογισμό του και ό,τι μπορεί να τον βοηθήσει. 

Όταν ήρθε εκεί, ήμαστε γύρω έτσι με τον Γέροντα, λέει:
«Άντε εσύ, πήγαινε εσύ, πηγαίνετε στα δωμάτιά σας· έλα ‘δω, πάτερ Ιωάννη». Ανεβαίνει, πήγαινε στο δωμάτιό του. 

– Γέροντα, λέει, η ψυχή μου κλαίει, κλαίει, κλαίει σαν μικρό παιδί.
– Γιατί, παιδί μου, η ψυχή σου κλαίει;
– Διότι, λέει, δεν ανέπαυσα τον Γέροντά μου.
– Ε, πού καταλαμβάνεις ότι δεν ανέπαυσες τον Γέροντα;
– Να, λέει, έτσι στην υπακοή.
– Άκουσε, παιδί μου. Εκεί που γκρέμισες, εκεί να διορθώσεις.  

Εχαλάρωσες το «να ‘ναι ευλογημένο», την ταπείνωση και την αυταπάρνηση στον Γέροντα. Μη ζητάς τώρα με την ευχή ή με την Θεία Μετάληψη, πάτερ μου, να διορθώσεις το λάθος σου. Εκεί έσφαλες, εκεί να βάλεις μετάνοια, εκεί να διορθώσεις.

Ο αββάς Παμβώ, όταν ήταν κοσμικός, πήγε και κλέψανε σύκα από άλλο γειτονικό αμπέλι. Και όταν τους πήρε μυρωδιά ο δραγάτης, το ‘βαλαν στα ποδάρια να φύγουν. Αλλά από το μαντήλι που είχε τα σύκα, του ‘πεσε ένα σύκο κάτω και να μην το χάσει, πήγε και το ‘φαγε. Και λέει ο ίδιος: «Όποτε θυμάμαι αυτό το σύκο, κάθομαι και κλαίω». Κάθομαι και κλαίω… Αυτό το σύκο…

Έτσι κι εγώ, να πούμε. Όταν θυμάμαι αυτήν την παρακοή που έκανα στον Γέροντα, ως άλλος απόστολος Πέτρος, κάθομαι και κλαίω. Γιατί να κάνω αυτήν την παρακοή, να μην την κάνω υπακοή να κερδίσω;

Ένα πράγμα, άμα σε κεντάει η συνείδησή σου, πήγαινε και βάλε μετάνοια: «Αδερφέ μου, ευλόγησον, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις, έσφαλα». Αυτό διορθώνει το λάθος σου. Μην παραβλέπεις τη συνείδησή σου. Άνθρωποι είμεθα, ένας στον άλλον φταίει. Ή σου είπε έναν λόγο, είτε δεν έκανε εκείνο το οποίο είπες, και όποτε κατόπιν η συνείδηση έρχεται ελέγχουσα. Μην την παραβλέπεις, πήγαινε ταπεινώσου και πες το «ευλόγησον» εις τον αδελφό η εις τον Γέροντα. 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης», έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

 Γεροντικό: Ο πονηρός του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού 

Πήγαινε συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήσει και να τον κάμει να φύγει από κει.  Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήσει του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού. 

- Είμαι ο Χριστός, του είπε.

Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.

- Γιατί κλείνεις τα μάτια σου ; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. Σου είπα πως είμαι ο Χριστός.

- Εγώ δε θέλω να ιδώ το Χριστό σ΄ αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά. 

Με τη θαρρετή απάντηση του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξει. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 399.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΠΑΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ!

 Γεροντικό: Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς 

Πηγαίνοντας να επισκεφθεί μια Σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ΄ ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνει κι εκείνος προς τα εκεί.

- Για πού ; τον ρώτησε ο Όσιος.

- Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς, αποκρίθηκε μ΄ αναίδεια εκείνος.

- Και τί είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου ;

- Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.

- Τόσα πολλά ; απόρησε ο Όσιος.

- Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέσω κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ΄ όλα θα είναι του γούστου τους.

- Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε ; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.

- Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.

- Πώς ονομάζεται ; ρώτησε με ενδιαφέρον ο Όσιος.

- Θεόπεμπτος, αποκρίθηκε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του. 

Συλλογισμένος απ΄ όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη Σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέσει στη καλύβα του, Ο Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήσει. Σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.

- Καλά με την ευχή σου Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

- Δε σε πειράζουν οι λογισμοί ;

- Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώσει στον Όσιο πώς δεχόταν ακάθαρτους λογισμούς.

- Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.

- Άχ, αδελφέ μου ! Αναστέναξε βαθιά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια Ασκητής και γηρασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι. 

Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Οσίου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν΄ αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίσει στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, αλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.

- Τί νέα ; τον ρώτησε ο Αββάς.

- Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι Μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι΄ αυτό κι εγώ ορκίστηκα για πολύ καιρό να τους αφήσω απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα. 

Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ΄ αυτή το ποίμνιό Του. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 408 κ.ε.

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΞΙΖΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ!

 Γέρων Παϊσιος: Ένας τέλειος Μοναχός
αξίζει περισσότερο από όλη αυτή την πολιτεία! 

Κάποτε, ένας Μοναχός από τη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων είχε πολεμηθεί από τον πονηρό, από τα δεξιά, με τον λογισμό ότι δεν κάνει τίποτα, ενώ στον κόσμο θα έκανε καλοσύνες στους συνανθρώπους του κλπ. Του έφερνε δε και λογισμούς ότι η Μοναχική πολιτεία είναι κάτι το δευτερεύον κ.α. 

Βλέποντας την πονηριά του μισόκαλου ο Καλός Θεός και τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε ο αδελφός, οικονόμησε να ιδεί μια θαυμαστή οπτασία εν εγρηγόρσει. 

Είδε λοιπόν τον εαυτό του πεθαμένο και τους δαίμονας να τον πλησιάζουν και να τον ονειδίζουν και πιο πέρα μια πολιτεία με πλήθος ανθρώπων. Ξαφνικά, κατέφθασε ένας Άγγελος και του λέει :
-Ένας τέλειος Μοναχός αξίζει περισσότερο από όλη αυτή τη πολιτεία. 

Όταν συνήλθε ο Μοναχός από την οπτασία, είπε στον εαυτό του:
-Για δες τι αξιώνεται από τον Θεό ο άνθρωπος, όταν γίνεται Μοναχός! 

Έκτοτε είχε επιδοθεί σε μεγαλύτερη άσκηση πνευματική. Είχε γράψει δε και τα λόγια του Αγγέλου στο κελλί του, για να τα βλέπει και να αγωνίζεται περισσότερο και με προθυμία. 

ΠΗΓΗ: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ (+), ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ, εκδ. ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1995, σ. 127 κ.ε.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ! ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

 ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

Κάποιος ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», διηγείται (δήθεν για κάποιον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα όμως για τον ίδιο τον εαυτό του), ότι την ώρα που προσευχόταν με την Ευχή ήρθε σε έκσταση και είδε τότε άπειρο πλήθος δαιμόνων –που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας– να του επιτίθενται, γεμάτοι λύσσα. Οι διαθέσεις τους ήταν πραγματικά φονικές. Αγριεμένοι, ορμούσαν απ’ όλες τις πλευρές για να τον κατασπαράξουν. 

Έντρομος αυτός, έτρεξε προς την Εκκλησία.
–Πού να καταφύγω; αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού παρά στον φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα πανάχραντα Μυστήρια. Θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκύτατης Παναχράντου Μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Έχοντας αυτά στον νου και στον λογισμό του, τρέχοντας έφθασε έντρομος μέσα στον Ναό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του τέμπλου σαν ζωντανούς, κατάστεπτους με βασιλική δόξα. Το θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά κι από τον ήλιο. Όλο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή ακτινοβολία. Τα πάντα εκεί, στολίζονταν λαμπροφόρα. Οι καντήλες, τα μανουάλια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό δεσποτικό, το Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Άγια Πρόθεση, τα πάντα ήταν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα! Και, προπαντός, οι αγιογραφίες γύρω–γύρω στους τοίχους του Ναού: παρούσα, λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη, όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία. 

Ο ασκητής εκείνος και ιερέας, δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπο της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου! Μόνο προσκύνησε. Άγγιξε ή δεν άγγιξε το χέρι του Κυρίου που με ευμένεια του προτάθηκε για ασπασμό.
Με φόβο και δέος, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας. Ασπάσθηκε το παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την ατενίσει στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά, είδε το θείο Βρέφος καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θείο αυτό σύμπλεγμα, όσο ταιριαστή είναι η ομορφιά και η ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα. Ομορφιά κι ευωδία, μαζί! 

Η Κυρία Θεοτόκος κοίταζε αυτόν τον ιερομόναχο με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος έλαβε θάρρος από αυτό και ρώτησε:
–Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία και Μητέρα του Χριστού μου, πώς να γλυτώσω από τους εχθρούς δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, του απάντησε:
–Με το Όνομα του Υιού Μου και με το Όνομα το δικό Μου θα μπορέσεις να νικάς και να εξολοθρεύεις τους δαίμονες. Και εδώ μέσα στον Ναό που βρίσκεσαι και έξω στο κελλί σου, είτε εργάζεσαι είτε ησυχάζεις, παντού και πάντοτε, το όνομα του Υιού Μου και το Όνομα το δικό Μου να επικαλείσαι! 

Ο ασκητής ιερομόναχος, με μεγάλη ευλάβεια, έβαλε αμέσως μια στρωτή εδαφιαία μετάνοια, βγήκε έξω από την μικρή εκκλησία και φώναξε με όλη του την δύναμη:
–Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!
–Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!

Κι αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι και δειλοί δαίμονες, εξαφανίστηκαν όλοι τους από μπροστά του σαν αστραπή… 

«Ανωνύμου τινός Αγιορείτου Ησυχαστού “Απελπισμένου” επικληθέντος»:
«Νηπτική Θεωρία»,  Λόγος 1ος, σελ. 29–31, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕ, ΜΕΤΡΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΑΣΤΡΑ;

«Εὐλογημένε, μετριοῦνται τά ἄστρα;!»

Ἡ ἀλήθεια γιά τό Δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος ξεπερνᾶ τίς νοητικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. (Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἀναφερώμεθα σ᾿ αὐτό, τό ὁποῖο πιστεύουμε.) Δέν μπορεῖ τό πεπερασμένο καί περιορισμένο μυαλό μας νά χωρέση τό ἄπειρο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅμως Τόν τιμοῦμε, Τόν προσκυνοῦμε, Τόν λατρεύουμε. εἶναι ὁ Ἕνας Τριαδικός Θεός μας, ὁ Δημιουργός μας.

   Αὐτή ἡ διδασκαλία γιά τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, γιά τό ἀπρόσιτον τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀδιαίρετο φύσι Του, γιά τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν τριῶν Προσώπων, ἀπασχολοῦσαν μέρα – νύχτα ἕναν διάσημο Ἡγούμενο σ᾿ ἕνα μοναστήρι.
     Ἔνα βράδυ, λοιπόν, μέ ἔναστρο πεντακάθαρο οὐρανό, ὁ Ἡγούμενος, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τή μελέτη, ἀπό τό στοχασμό καί ἀπό τήν ἔρευνα, πού ἔκανε γύρω ἀπό τά πράγματα, πού ἀφοροῦσαν τά Πρόσωπα τῆς Ἀγίας Τριάδος, βγῆκε ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί περπατοῦσε, ἀπολαμβάνοντας τήν ἡσυχία τῆς νύχτας καί λέγοντας τήν εὐχούλα, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

    Περπατῶντας, ὅμως, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μοναστήρι καί ὕστερα ἀπό μισή ὥρα περίπου συνάντησε ἕνα μαντρί μέ πρόβατα.
     «Τί παράξενο! ἔχουμε τόσο κοντά στό μοναστήρι μαντρί μέ πρόβατα καί δέν τό ξέρω;» εἶπε μέσα του. Πρόσεξε ὅμως καί τόν τσοπάνη τοῦ κοπαδιοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε κάτι περίεργο: σήκωνε τό χέρι του πρός τόν οὐρανό, δείχνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί ὕστερα ἔσκυβε καί κάτι σκάλιζε κάτω στό χῶμα. Αὐτό τό ἔβλεπε νά τό κάνη συνέχεια καί γιά ἀρκετή ὥρα. Πλησίασε ὁ Ἡγούμενος περίεργος καί τόν ρώτησε:

– Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί κάνεις ἐδῶ, μέσ᾿ στή νύχτα;

– Ἄ, λέγει, πάτερ μου, μετράω τ᾿ ἄστρα! Καί γράφω κάτω στό χῶμα πόσα μέτρησα. Ὕστερα σηκώνω ξανά τό χέρι μου καί πάλι μετράω: ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα… Μετράω ἑκατό – διακόσια καί τά ξαναγράφω. Καί στό τέλος θά κάνω πρόσθεσι!

– Εὐλογημένε, τοῦ λέει, μετριοῦνται τά ἄστρα;! Αὐτά εἶναι ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων… Μπορεῖς νά τά μετρήσης τά ἄστρα;

– Μά καί οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, πού ἐσύ μετρᾶς καί ψάχνεις, μετριοῦνται; Χωρᾶνε στό μυαλό, πάτερ μου;

Καί εὐθύς ἀμέσως καί ὁ τσοπάνης καί τό μαντρί ἐξαφανίστηκαν ἀπό μπροστά του! Μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί ταπεινωμένος ὁ Ἡγούμενος γύρισε στό μοναστήρι. «Καλά νά πάθω – ἔλεγε – καλά νά πάθω!»
Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ δέν μετρῶνται, δέν ἐρευνῶνται, δέν ἀνακαλύπτονται μέ τό μυαλό, ἀλλά ἀποκαλύπτονται μέσα στόν καθαρό καί φωτισμένο νοῦ, ἐντός τῆς «κεκαθαρμένης καί τεταπεινωμένης καρδίας». Καί ἄν θέλουμε νά κάνουμε κάποια ἑρμηνεία σέ ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά τήν κάνουμε πάντοτε μέ βάσι τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά αὐθαιρετοῦμε, ὅπως κάνουν οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί.
Ἡ προσκύνησις, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἱερή καί ἁγία κληρονομιά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βάσις καί τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως!

Ο Άγιος Ραφαήλ, Ενημερωτικό φυλλάδιο, Αύγουστος 2014, σελ. 2.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Ο ΑΒΒΑΣ ΣΙΣΩΗΣ ΟΤΑΝ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

Ο Αββάς Σισώης όταν επρόκειτο να πεθάνει

Τοῦ Ἀββᾶ Σισώη

Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Σισώη, ὅτι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει καὶ κάθονταν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ λέει ὁ ἀββᾶς στοὺς μοναχούς: «Νά, ἦρθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο λέει: «Νά, ἦλθε ἡ χορεία τῶν προφητῶν». Καὶ πάλι τὸ πρόσωπό του περίσσεια ἔλαμψε καὶ εἶπε: «Νά, ἡ χορεία τῶν ἀποστόλων ἦρθε». Καὶ ἔλαμψε πάλι τὸ πρόσωπό του πιὸ πολύ. Καὶ ἦταν σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους. Καὶ τὸν ρώτησαν οἱ ἄλλοι πατέρες λέγοντας: «Μὲ ποιοὺς μιλᾷς, Πάτερ;» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νά, οἱ Ἄγγελοι ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μπορέσω περισσότερο νὰ μετανοήσω». Καὶ τοὺς εἶπε ὁ γέροντας: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἀκόμα δὲν ἔχω βάλει ἀρχὴ μετανοίας». Ὅλοι ἤξεραν ὅμως ὅτι ἦταν τέλειος πνευματικά. Καὶ πάλι, ξαφνικά, τὸ πρόσωπό του ἔγινε σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ φοβήθηκαν ὅλοι. Καὶ τοὺς λέει πάλι: «Βλέπετε, ἦρθε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ φωνάζει: «Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου». Καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Καὶ φάνηκε σὰν ἀστραπή, ἐνῷ ὅλο τὸ κελὶ πλημμύρισε ἀπὸ μία θεϊκὴ εὐωδία!

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

 Ο Όσιος Σισώης ο Μέγας στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου

«Σισώης ο Μέγας εν Ασκηταίς έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου*, του πάλαι λάμψαντος εν Δόξει φρύττει και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού κλαίει…»

Ο Όσιος Σισώης ο Μεγάλος, είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ονομαστός ασκητής, και καταγόταν από την Αίγυπτο, επονομαζόμενος ο Μέγας. Ασκήτεψε στην έρημο και έπειτα στο ίδιο βουνό, όπου εκοιμήθη ο μέγας Αντώνιος. Ο Άγιος Σισώης έφυγε από αυτή τη ζωή το 429 μ.Χ., μετά από 62 χρόνια ασκητικής ζωής. Η μνήμη του τιμάται την 6η Ιουλίου.

Ο Όσιος Σισώης επεσκέφθη κάποτε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν στάθηκε μπροστὰ και αναλογίσθηκε το μεγαλείο, στο οποίο έζησε ο ενδοξώτατος αυτὸς βασιλιὰς των Ελλήνων, την δόξα που απέκτησε με τα κατορθώματά του στους πολέμους, που τον έκαμαν ήρωα και κατακτητὴ της εποχής εκείνης, έφριξε με την σκέψη πόσο άστατη είναι η ζωὴ και πόσο πρόσκαιρη η δόξα της. Έκλαψε και θρήνησε για τη ματαιότητα όλης αυτής μιάς προσπάθειας που κατέλαβε όλη του την ζωή και που δεν του προσέφερε κανένα καλὸ στην ψυχή του.

Οι μαθητές του αββά Σισώη ζωγράφισαν την εικόνα του πνευματικού τους πατέρα κοντά στον τάφο, και έγραψαν και το εξής επίγραμμα:

Ορῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;”

Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στη θεωρία σου, και χύνω δάκρυα από την καρδιά μου, φέροντας στον νου μου το χρέος που του οφείλουμε όλοι (δηλαδὴ τον θάνατον). Πώς και εγώ μέλλω να διαβώ τέτοιο τέλος; Αί, αί, θάνατε, ποιὸς μπορεί να σου ξεφύγη;

Η τοιχογραφία αυτή, που βρίσκεται στο νάρθηκα της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1566), είναι έργο του ιερέα και σακελλάριου Γεωργίου (Φωτογραφία Ν. Κοντού, αλιευθείσα εκ της «Δομής»).

«Σισώης ο Μέγας εν Ασκηταίς έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου*, του πάλαι λάμψαντος εν Δόξει φρύττει και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού κλαίει…»

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

ΜΙΑ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΠΑΜΒΩ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

Μια προφητεία του Αββά Παμβώ για τους έσχατους καιρούς

"Εκείνο τον καιρό θα ψυχρανθεί η αγάπη των πολλών* και θα πέσει μεγάλη θλίψη. θα γίνουν επιδρομές Εθνών, μετακινήσεις λαών, αστάθεια στους βασιλείς, ανωμαλία στους κυβερνήτες, οι ιερείς θα γίνουν άσωτοι και οι μοναχοί θα ζουν με αμέλεια. Οι ηγούμενοι θα αδιαφορούν για τη δική τους σωτηρία αλλά και του ποιμνίου τους. θα είναι όλοι τους πρόθυμοι και πρώτοι στα τραπέζια και εριστικοί. οκνηροί στις προσευχές αλλά πρόθυμοι στην καταλαλιά, έτοιμοι για κατηγόρια. δεν θα θέλουν ούτε να μιμούνται ούτε να ακούνε βίους και λόγους Γερόντων, αλλά κυρίως θα φλυαρούν και θα λένε "αν ζούσαμε κι εμείς στις μέρες τους, θα αγωνιζόμασταν κι εμείς".

Οι επίσκοποι πάλι των καιρών εκείνων θα δείχνουν δουλικότητα στους ισχυρούς, θα βγάζουν τις αποφάσεις ανάλογα με τα δώρα που θα παίρνουν και δεν θα υπερασπίζονται τους φτωχούς, όταν θα κρίνονται. θα θλίβουν τις χήρες και θα καταταλαιπωρούν τα ορφανά.

Ακόμη θα εισχωρήσει και στο λαό απιστία, ασωτία, μίσος, έχθρα, ζήλεια, φιλονικία, κλεψιά, μέθη, έξαλλες διασκεδάσεις, μοιχεία, πορνεία, φόνοι και διαρπαγές". Είπε τότε ο αδελφός : "Και τί θα μπορεί να κάνει κανείς σε τέτοιους δύσκολους καιρούς;" Και απάντησε ο Γέροντας : "Παιδί μου, σε τέτοιες μέρες θα σωθεί εκείνος που θέλει και προσπαθεί να σώσει την ψυχή του και αυτός θα ονομαστεί μέγας στη Βασιλεία των Ουρανών".

_________

*Πρβλ. Ματθ. 24, 12

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΤΟΜ. Α΄, ΕΚΔ. Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ "ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ", ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1994, σ. 115 κ.ε. 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΕΙΠΕ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ: ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΚΟΠΙΑΖΟΥΝ, ΦΡΟΝΤΙΖΩ!

Είπε ο Άγγελος: Μόνο αυτούς που κοπιάζουν, φροντίζω!

Ένας υποτακτικός, νέος στην ηλικία και καταγόμενος από πλούσια οικογένεια, ανέβαζε από την θάλασσα μέχρι την καλύβα τους το φορτίο στην πλάτη.

Από τον πολύ κόπο σαν να δυσανασχέτησε. Παρακάλεσε λοιπόν τον γέροντά του να του επιτρέψει να χρησιμοποιεί υποζύγιο, για να ανεβοκατεβαίνει ο ίδιος και να μεταφέρει τα απαραίτητα.

Ο γέροντας, γνωρίζοντας την αδυναμία του, του επέτρεψε να πάρει ένα για τον σκοπό αυτό.

Μία μέρα, καθώς ανέβαζε με το γαϊδουράκι το φορτίο του, σε μία στροφή, εκεί που είναι το δυσκολότερο σημείο του δρόμου (στο μονοπάτι προς μικρή Αγία Άννα στο Άγιο Όρος), εκεί ακριβώς βλέπει ένα λαμπροφορεμένο νέο να βαστάει στα χέρια του ένα σφουγγάρι, με το οποίο σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο των διερχομένων πατέρων, και του θυμίαζε.

Πλησίασε κι αυτός και πρότεινε το μέτωπό του περιμένοντας να τον σκουπίσει. Αλλά ο νέος, αντί να σκουπίσει αυτόν, σκούπισε το μέτωπο του γαϊδάρου. Κι όταν ο μοναχός παραπονέθηκε, ο φαινόμενος νέος του είπε:

Εγώ, αδελφέ, σκουπίζω, αρωματίζω και πληρώνω μόνο αυτούς που κοπιάζουν και ιδρώνουν, και όχι αυτούς που ζητούν ανέσεις εδώ.

Και όταν είπε αυτά έγινε άφαντος. Ύστερα από το μάθημα αυτό ο νέος μοναχός δεν μεταχειρίστηκε άλλη φορά το υποζύγιο, αλλά μετά χαράς μεγάλης μετέφερε κι αυτός το φορτίο του στην πλάτη, όπως και οι άλλοι πατέρες.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΙ ΟΥ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ! Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΚΟΠΟ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ!

Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε
O αδερφός που σώθηκε χωρίς κόπο επειδή δεν κατέκρινε

Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, για να γίνει Μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαύονταν στην Σκήτη, παρακάλεσε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένη ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά. 

Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέσως μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πια στο κρεβάτι και ψυχορραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του. Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνη! Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:

Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:
«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι' αυτόν ετοιμάσου να πας στην κόλαση»

Τότε εγώ του λέω:
«Για κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως;»

Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει :
«Όχι , δεν υπάρχει»

«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος. «Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε»

Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο. Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» και είπα: «Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσης», και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο»

Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ!

Γεροντικό: Οι υπομένοντες τους πειρασμούς,
Μάρτυρες λογίζονται

Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της Αγίας Άννας, ασκητικά ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι οποίοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τα ονόματα : Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος, και Μακάριος.
 Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Μοναχισμού.
 Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη η πρώτη ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα που με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ο διάβολος, άρχισαν να κάνει ο καθένας ό,τι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον.
 Έτσι μπήκε ανάμεσά τους, χωρίς να το καταλάβουν, η ψύχρα, ακολούθησε η γκρίνια και φιλονικίες, οι οποίες καταλήγανε σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα χτυπήματα τόσο, που ο ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ό,τι άλλο μπορούσε του άλλου αδερφού, ώσπου να τον υποτάξει στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ο μικρός το μεγάλο, ούτε ο μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.

 Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζονταν σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ημέρα και να μην ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να καυγαδίζουν και να χτυπιούνται. Όποιος από τους γείτονες ή από τους άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει, ή να μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια αυτά.
   Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, που τα πέντε αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές και λέγανε : «Οι ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται».
 Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και από τ΄ αδέρφια αυτά δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στην Καλύβα τους επικρατούσε άκρα σιγή.
 Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο που δεν άκουγαν να μαλώνουν, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πάει για να ιδεί τί συμβαίνει.
 Την τρίτη προς την τέταρτη ημέρα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάστηκε η Αγία Άννα και του είπε : «Πηγαίνετε με τους Πατέρες να θάψετε, με δόξα και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, που για την αγάπη του Κυρίου γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του διαβόλου μαλώνανε χωρίς αιτία και παρά τη θέλησή τους, το βράδυ όμως κάθε ημέρα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ο ένας τον άλλον και δεν βάστηξε ποτέ η κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ημέρα, διότι εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό που λέγει : «Μή επιδύετω ο ήλιος επί τω παροργισμώ υμών, οργίζεσθε, και μη αμαρτάνετε» (Εφεσίους 4, 24).
 Ο Δίκαιος άμα άκουσε αυτά από την Αγία Άννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε Γεροντική Σύναξη και πήγαν όλοι στην Καλύβα, που ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν την πόρτα ανοικτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση που βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην Εκκλησία και τους πέντε πεθαμένους, να εκπέμπουν άρρητη ευωδία και επληρώθη σ΄ αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής που λέγει : «Μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε……… » (Ματθαίος Ζ΄, 1 - 2).
 Τότε όλοι οι Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματά τους στο κοινό κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, που με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων.

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σσ. 53 – 54.