ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ! ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

 ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

Κάποιος ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», διηγείται (δήθεν για κάποιον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα όμως για τον ίδιο τον εαυτό του), ότι την ώρα που προσευχόταν με την Ευχή ήρθε σε έκσταση και είδε τότε άπειρο πλήθος δαιμόνων –που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας– να του επιτίθενται, γεμάτοι λύσσα. Οι διαθέσεις τους ήταν πραγματικά φονικές. Αγριεμένοι, ορμούσαν απ’ όλες τις πλευρές για να τον κατασπαράξουν. 

Έντρομος αυτός, έτρεξε προς την Εκκλησία.
–Πού να καταφύγω; αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού παρά στον φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα πανάχραντα Μυστήρια. Θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκύτατης Παναχράντου Μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Έχοντας αυτά στον νου και στον λογισμό του, τρέχοντας έφθασε έντρομος μέσα στον Ναό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του τέμπλου σαν ζωντανούς, κατάστεπτους με βασιλική δόξα. Το θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά κι από τον ήλιο. Όλο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή ακτινοβολία. Τα πάντα εκεί, στολίζονταν λαμπροφόρα. Οι καντήλες, τα μανουάλια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό δεσποτικό, το Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Άγια Πρόθεση, τα πάντα ήταν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα! Και, προπαντός, οι αγιογραφίες γύρω–γύρω στους τοίχους του Ναού: παρούσα, λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη, όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία. 

Ο ασκητής εκείνος και ιερέας, δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπο της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου! Μόνο προσκύνησε. Άγγιξε ή δεν άγγιξε το χέρι του Κυρίου που με ευμένεια του προτάθηκε για ασπασμό.
Με φόβο και δέος, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας. Ασπάσθηκε το παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την ατενίσει στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά, είδε το θείο Βρέφος καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θείο αυτό σύμπλεγμα, όσο ταιριαστή είναι η ομορφιά και η ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα. Ομορφιά κι ευωδία, μαζί! 

Η Κυρία Θεοτόκος κοίταζε αυτόν τον ιερομόναχο με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος έλαβε θάρρος από αυτό και ρώτησε:
–Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία και Μητέρα του Χριστού μου, πώς να γλυτώσω από τους εχθρούς δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, του απάντησε:
–Με το Όνομα του Υιού Μου και με το Όνομα το δικό Μου θα μπορέσεις να νικάς και να εξολοθρεύεις τους δαίμονες. Και εδώ μέσα στον Ναό που βρίσκεσαι και έξω στο κελλί σου, είτε εργάζεσαι είτε ησυχάζεις, παντού και πάντοτε, το όνομα του Υιού Μου και το Όνομα το δικό Μου να επικαλείσαι! 

Ο ασκητής ιερομόναχος, με μεγάλη ευλάβεια, έβαλε αμέσως μια στρωτή εδαφιαία μετάνοια, βγήκε έξω από την μικρή εκκλησία και φώναξε με όλη του την δύναμη:
–Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!
–Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!

Κι αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι και δειλοί δαίμονες, εξαφανίστηκαν όλοι τους από μπροστά του σαν αστραπή… 

«Ανωνύμου τινός Αγιορείτου Ησυχαστού “Απελπισμένου” επικληθέντος»:
«Νηπτική Θεωρία»,  Λόγος 1ος, σελ. 29–31, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕ, ΜΕΤΡΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΑΣΤΡΑ;

«Εὐλογημένε, μετριοῦνται τά ἄστρα;!»

Ἡ ἀλήθεια γιά τό Δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος ξεπερνᾶ τίς νοητικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. (Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἀναφερώμεθα σ᾿ αὐτό, τό ὁποῖο πιστεύουμε.) Δέν μπορεῖ τό πεπερασμένο καί περιορισμένο μυαλό μας νά χωρέση τό ἄπειρο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅμως Τόν τιμοῦμε, Τόν προσκυνοῦμε, Τόν λατρεύουμε. εἶναι ὁ Ἕνας Τριαδικός Θεός μας, ὁ Δημιουργός μας.

   Αὐτή ἡ διδασκαλία γιά τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, γιά τό ἀπρόσιτον τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀδιαίρετο φύσι Του, γιά τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν τριῶν Προσώπων, ἀπασχολοῦσαν μέρα – νύχτα ἕναν διάσημο Ἡγούμενο σ᾿ ἕνα μοναστήρι.
     Ἔνα βράδυ, λοιπόν, μέ ἔναστρο πεντακάθαρο οὐρανό, ὁ Ἡγούμενος, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τή μελέτη, ἀπό τό στοχασμό καί ἀπό τήν ἔρευνα, πού ἔκανε γύρω ἀπό τά πράγματα, πού ἀφοροῦσαν τά Πρόσωπα τῆς Ἀγίας Τριάδος, βγῆκε ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί περπατοῦσε, ἀπολαμβάνοντας τήν ἡσυχία τῆς νύχτας καί λέγοντας τήν εὐχούλα, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

    Περπατῶντας, ὅμως, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μοναστήρι καί ὕστερα ἀπό μισή ὥρα περίπου συνάντησε ἕνα μαντρί μέ πρόβατα.
     «Τί παράξενο! ἔχουμε τόσο κοντά στό μοναστήρι μαντρί μέ πρόβατα καί δέν τό ξέρω;» εἶπε μέσα του. Πρόσεξε ὅμως καί τόν τσοπάνη τοῦ κοπαδιοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε κάτι περίεργο: σήκωνε τό χέρι του πρός τόν οὐρανό, δείχνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί ὕστερα ἔσκυβε καί κάτι σκάλιζε κάτω στό χῶμα. Αὐτό τό ἔβλεπε νά τό κάνη συνέχεια καί γιά ἀρκετή ὥρα. Πλησίασε ὁ Ἡγούμενος περίεργος καί τόν ρώτησε:

– Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί κάνεις ἐδῶ, μέσ᾿ στή νύχτα;

– Ἄ, λέγει, πάτερ μου, μετράω τ᾿ ἄστρα! Καί γράφω κάτω στό χῶμα πόσα μέτρησα. Ὕστερα σηκώνω ξανά τό χέρι μου καί πάλι μετράω: ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα… Μετράω ἑκατό – διακόσια καί τά ξαναγράφω. Καί στό τέλος θά κάνω πρόσθεσι!

– Εὐλογημένε, τοῦ λέει, μετριοῦνται τά ἄστρα;! Αὐτά εἶναι ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων… Μπορεῖς νά τά μετρήσης τά ἄστρα;

– Μά καί οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, πού ἐσύ μετρᾶς καί ψάχνεις, μετριοῦνται; Χωρᾶνε στό μυαλό, πάτερ μου;

Καί εὐθύς ἀμέσως καί ὁ τσοπάνης καί τό μαντρί ἐξαφανίστηκαν ἀπό μπροστά του! Μέ σκυμμένο τό κεφάλι καί ταπεινωμένος ὁ Ἡγούμενος γύρισε στό μοναστήρι. «Καλά νά πάθω – ἔλεγε – καλά νά πάθω!»
Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ δέν μετρῶνται, δέν ἐρευνῶνται, δέν ἀνακαλύπτονται μέ τό μυαλό, ἀλλά ἀποκαλύπτονται μέσα στόν καθαρό καί φωτισμένο νοῦ, ἐντός τῆς «κεκαθαρμένης καί τεταπεινωμένης καρδίας». Καί ἄν θέλουμε νά κάνουμε κάποια ἑρμηνεία σέ ἕνα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά τήν κάνουμε πάντοτε μέ βάσι τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά αὐθαιρετοῦμε, ὅπως κάνουν οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί.
Ἡ προσκύνησις, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ ἱερή καί ἁγία κληρονομιά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βάσις καί τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως!

Ο Άγιος Ραφαήλ, Ενημερωτικό φυλλάδιο, Αύγουστος 2014, σελ. 2.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Ο ΑΒΒΑΣ ΣΙΣΩΗΣ ΟΤΑΝ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

Ο Αββάς Σισώης όταν επρόκειτο να πεθάνει

Τοῦ Ἀββᾶ Σισώη

Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Σισώη, ὅτι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει καὶ κάθονταν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ λέει ὁ ἀββᾶς στοὺς μοναχούς: «Νά, ἦρθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο λέει: «Νά, ἦλθε ἡ χορεία τῶν προφητῶν». Καὶ πάλι τὸ πρόσωπό του περίσσεια ἔλαμψε καὶ εἶπε: «Νά, ἡ χορεία τῶν ἀποστόλων ἦρθε». Καὶ ἔλαμψε πάλι τὸ πρόσωπό του πιὸ πολύ. Καὶ ἦταν σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους. Καὶ τὸν ρώτησαν οἱ ἄλλοι πατέρες λέγοντας: «Μὲ ποιοὺς μιλᾷς, Πάτερ;» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νά, οἱ Ἄγγελοι ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μπορέσω περισσότερο νὰ μετανοήσω». Καὶ τοὺς εἶπε ὁ γέροντας: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἀκόμα δὲν ἔχω βάλει ἀρχὴ μετανοίας». Ὅλοι ἤξεραν ὅμως ὅτι ἦταν τέλειος πνευματικά. Καὶ πάλι, ξαφνικά, τὸ πρόσωπό του ἔγινε σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ φοβήθηκαν ὅλοι. Καὶ τοὺς λέει πάλι: «Βλέπετε, ἦρθε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ φωνάζει: «Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου». Καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Καὶ φάνηκε σὰν ἀστραπή, ἐνῷ ὅλο τὸ κελὶ πλημμύρισε ἀπὸ μία θεϊκὴ εὐωδία!

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

 Ο Όσιος Σισώης ο Μέγας στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου

«Σισώης ο Μέγας εν Ασκηταίς έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου*, του πάλαι λάμψαντος εν Δόξει φρύττει και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού κλαίει…»

Ο Όσιος Σισώης ο Μεγάλος, είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ονομαστός ασκητής, και καταγόταν από την Αίγυπτο, επονομαζόμενος ο Μέγας. Ασκήτεψε στην έρημο και έπειτα στο ίδιο βουνό, όπου εκοιμήθη ο μέγας Αντώνιος. Ο Άγιος Σισώης έφυγε από αυτή τη ζωή το 429 μ.Χ., μετά από 62 χρόνια ασκητικής ζωής. Η μνήμη του τιμάται την 6η Ιουλίου.

Ο Όσιος Σισώης επεσκέφθη κάποτε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν στάθηκε μπροστὰ και αναλογίσθηκε το μεγαλείο, στο οποίο έζησε ο ενδοξώτατος αυτὸς βασιλιὰς των Ελλήνων, την δόξα που απέκτησε με τα κατορθώματά του στους πολέμους, που τον έκαμαν ήρωα και κατακτητὴ της εποχής εκείνης, έφριξε με την σκέψη πόσο άστατη είναι η ζωὴ και πόσο πρόσκαιρη η δόξα της. Έκλαψε και θρήνησε για τη ματαιότητα όλης αυτής μιάς προσπάθειας που κατέλαβε όλη του την ζωή και που δεν του προσέφερε κανένα καλὸ στην ψυχή του.

Οι μαθητές του αββά Σισώη ζωγράφισαν την εικόνα του πνευματικού τους πατέρα κοντά στον τάφο, και έγραψαν και το εξής επίγραμμα:

Ορῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;”

Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στη θεωρία σου, και χύνω δάκρυα από την καρδιά μου, φέροντας στον νου μου το χρέος που του οφείλουμε όλοι (δηλαδὴ τον θάνατον). Πώς και εγώ μέλλω να διαβώ τέτοιο τέλος; Αί, αί, θάνατε, ποιὸς μπορεί να σου ξεφύγη;

Η τοιχογραφία αυτή, που βρίσκεται στο νάρθηκα της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1566), είναι έργο του ιερέα και σακελλάριου Γεωργίου (Φωτογραφία Ν. Κοντού, αλιευθείσα εκ της «Δομής»).

«Σισώης ο Μέγας εν Ασκηταίς έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου*, του πάλαι λάμψαντος εν Δόξει φρύττει και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού κλαίει…»

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

ΜΙΑ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΠΑΜΒΩ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

Μια προφητεία του Αββά Παμβώ για τους έσχατους καιρούς

"Εκείνο τον καιρό θα ψυχρανθεί η αγάπη των πολλών* και θα πέσει μεγάλη θλίψη. θα γίνουν επιδρομές Εθνών, μετακινήσεις λαών, αστάθεια στους βασιλείς, ανωμαλία στους κυβερνήτες, οι ιερείς θα γίνουν άσωτοι και οι μοναχοί θα ζουν με αμέλεια. Οι ηγούμενοι θα αδιαφορούν για τη δική τους σωτηρία αλλά και του ποιμνίου τους. θα είναι όλοι τους πρόθυμοι και πρώτοι στα τραπέζια και εριστικοί. οκνηροί στις προσευχές αλλά πρόθυμοι στην καταλαλιά, έτοιμοι για κατηγόρια. δεν θα θέλουν ούτε να μιμούνται ούτε να ακούνε βίους και λόγους Γερόντων, αλλά κυρίως θα φλυαρούν και θα λένε "αν ζούσαμε κι εμείς στις μέρες τους, θα αγωνιζόμασταν κι εμείς".

Οι επίσκοποι πάλι των καιρών εκείνων θα δείχνουν δουλικότητα στους ισχυρούς, θα βγάζουν τις αποφάσεις ανάλογα με τα δώρα που θα παίρνουν και δεν θα υπερασπίζονται τους φτωχούς, όταν θα κρίνονται. θα θλίβουν τις χήρες και θα καταταλαιπωρούν τα ορφανά.

Ακόμη θα εισχωρήσει και στο λαό απιστία, ασωτία, μίσος, έχθρα, ζήλεια, φιλονικία, κλεψιά, μέθη, έξαλλες διασκεδάσεις, μοιχεία, πορνεία, φόνοι και διαρπαγές". Είπε τότε ο αδελφός : "Και τί θα μπορεί να κάνει κανείς σε τέτοιους δύσκολους καιρούς;" Και απάντησε ο Γέροντας : "Παιδί μου, σε τέτοιες μέρες θα σωθεί εκείνος που θέλει και προσπαθεί να σώσει την ψυχή του και αυτός θα ονομαστεί μέγας στη Βασιλεία των Ουρανών".

_________

*Πρβλ. Ματθ. 24, 12

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΤΟΜ. Α΄, ΕΚΔ. Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ "ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ", ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1994, σ. 115 κ.ε. 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΕΙΠΕ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ: ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΚΟΠΙΑΖΟΥΝ, ΦΡΟΝΤΙΖΩ!

Είπε ο Άγγελος: Μόνο αυτούς που κοπιάζουν, φροντίζω!

Ένας υποτακτικός, νέος στην ηλικία και καταγόμενος από πλούσια οικογένεια, ανέβαζε από την θάλασσα μέχρι την καλύβα τους το φορτίο στην πλάτη.

Από τον πολύ κόπο σαν να δυσανασχέτησε. Παρακάλεσε λοιπόν τον γέροντά του να του επιτρέψει να χρησιμοποιεί υποζύγιο, για να ανεβοκατεβαίνει ο ίδιος και να μεταφέρει τα απαραίτητα.

Ο γέροντας, γνωρίζοντας την αδυναμία του, του επέτρεψε να πάρει ένα για τον σκοπό αυτό.

Μία μέρα, καθώς ανέβαζε με το γαϊδουράκι το φορτίο του, σε μία στροφή, εκεί που είναι το δυσκολότερο σημείο του δρόμου (στο μονοπάτι προς μικρή Αγία Άννα στο Άγιο Όρος), εκεί ακριβώς βλέπει ένα λαμπροφορεμένο νέο να βαστάει στα χέρια του ένα σφουγγάρι, με το οποίο σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο των διερχομένων πατέρων, και του θυμίαζε.

Πλησίασε κι αυτός και πρότεινε το μέτωπό του περιμένοντας να τον σκουπίσει. Αλλά ο νέος, αντί να σκουπίσει αυτόν, σκούπισε το μέτωπο του γαϊδάρου. Κι όταν ο μοναχός παραπονέθηκε, ο φαινόμενος νέος του είπε:

Εγώ, αδελφέ, σκουπίζω, αρωματίζω και πληρώνω μόνο αυτούς που κοπιάζουν και ιδρώνουν, και όχι αυτούς που ζητούν ανέσεις εδώ.

Και όταν είπε αυτά έγινε άφαντος. Ύστερα από το μάθημα αυτό ο νέος μοναχός δεν μεταχειρίστηκε άλλη φορά το υποζύγιο, αλλά μετά χαράς μεγάλης μετέφερε κι αυτός το φορτίο του στην πλάτη, όπως και οι άλλοι πατέρες.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΙ ΟΥ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ! Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΚΟΠΟ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ!

Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε
O αδερφός που σώθηκε χωρίς κόπο επειδή δεν κατέκρινε

Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, για να γίνει Μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαύονταν στην Σκήτη, παρακάλεσε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένη ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά. 

Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέσως μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πια στο κρεβάτι και ψυχορραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του. Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνη! Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:

Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:
«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι' αυτόν ετοιμάσου να πας στην κόλαση»

Τότε εγώ του λέω:
«Για κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως;»

Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει :
«Όχι , δεν υπάρχει»

«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος. «Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε»

Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο. Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» και είπα: «Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσης», και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο»

Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ!

Γεροντικό: Οι υπομένοντες τους πειρασμούς,
Μάρτυρες λογίζονται

Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της Αγίας Άννας, ασκητικά ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι οποίοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τα ονόματα : Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος, και Μακάριος.
 Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Μοναχισμού.
 Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη η πρώτη ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα που με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ο διάβολος, άρχισαν να κάνει ο καθένας ό,τι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον.
 Έτσι μπήκε ανάμεσά τους, χωρίς να το καταλάβουν, η ψύχρα, ακολούθησε η γκρίνια και φιλονικίες, οι οποίες καταλήγανε σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα χτυπήματα τόσο, που ο ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ό,τι άλλο μπορούσε του άλλου αδερφού, ώσπου να τον υποτάξει στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ο μικρός το μεγάλο, ούτε ο μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.

 Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζονταν σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ημέρα και να μην ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να καυγαδίζουν και να χτυπιούνται. Όποιος από τους γείτονες ή από τους άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει, ή να μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια αυτά.
   Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, που τα πέντε αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές και λέγανε : «Οι ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται».
 Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και από τ΄ αδέρφια αυτά δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στην Καλύβα τους επικρατούσε άκρα σιγή.
 Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο που δεν άκουγαν να μαλώνουν, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πάει για να ιδεί τί συμβαίνει.
 Την τρίτη προς την τέταρτη ημέρα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάστηκε η Αγία Άννα και του είπε : «Πηγαίνετε με τους Πατέρες να θάψετε, με δόξα και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, που για την αγάπη του Κυρίου γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του διαβόλου μαλώνανε χωρίς αιτία και παρά τη θέλησή τους, το βράδυ όμως κάθε ημέρα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ο ένας τον άλλον και δεν βάστηξε ποτέ η κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ημέρα, διότι εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό που λέγει : «Μή επιδύετω ο ήλιος επί τω παροργισμώ υμών, οργίζεσθε, και μη αμαρτάνετε» (Εφεσίους 4, 24).
 Ο Δίκαιος άμα άκουσε αυτά από την Αγία Άννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε Γεροντική Σύναξη και πήγαν όλοι στην Καλύβα, που ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν την πόρτα ανοικτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση που βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην Εκκλησία και τους πέντε πεθαμένους, να εκπέμπουν άρρητη ευωδία και επληρώθη σ΄ αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής που λέγει : «Μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε……… » (Ματθαίος Ζ΄, 1 - 2).
 Τότε όλοι οι Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματά τους στο κοινό κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, που με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων.

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σσ. 53 – 54.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ 20ου ΑΙΩΝΟΣ- ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΗΜΟΥ

Αθωνικοί Γέροντες 20ου Αιώνος
Διδαχές Ερήμου

  ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

Έχει λεχθεί όσον αφορά τον Αβά Αγάθωνα, ένα πατέρα της ερήμου του 4ου αιώνα, ότι κάποιοι μοναχοί ήρθαν και τον βρήκανε έχοντας ακούσει για τη μεγάλη του διάκριση. Θέλοντας να δουν άμα θα μπορούσε να χάσει την ψυχραιμία του τού είπανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που λέγεται ότι είναι πόρνος και υπερήφανος» «Ναι, είναι αλήθεια». Συνέχισαν, «εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που πάντα λέει ανοησίες;» «Εγώ είμαι.» Μετά τον ρωτήσανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας ο αιρετικός;» αλλά σε αυτό απάντησε «Δεν είμαι αιρετικός.» Οπότε τον ρώτησαν, «πες μας γιατί αποδέχτηκες οτιδήποτε πετάξαμε εναντίον σου, αλλά αρνήθηκες την τελευταία αυτή προσβολή» Απάντησε «Τις πρώτες κατηγορίες τις παίρνω για τον εαυτό μου γιατί αυτό είναι καλό για την ψυχή μου. Αλλά η αίρεση είναι διαχωρισμός από το Θεό. Δεν επιθυμώ να αποχωριστώ από το Θεό». Με αυτό το ρητό εντυπωσιάστηκαν από τη διάκρισή του και επέστρεψαν φωτισμένοι.  

ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑΣ

Κάποιος μοναχός συκοφαντήθηκε για πορνεία. Μη μπορώντας ο μοναχός αυτός την αδικία, έφυγε από το μοναστήρι του και πήγε στον Αββά Αντώνιο. Μετά από λίγο ήλθαν στον Αββά Αντώνιο μοναχοί από το μοναστήρι για να δουν τον μοναχό και να τον πάρουν πίσω. Άρχισαν λοιπόν να τον ελέγχουν και να επιμένουν ότι έπραξε την αμαρτία, ενώ εκείνος επέμενε ότι δεν έκανε τέτοια αμαρτία.

Συμπτωματικά έτυχε να βρίσκεται εκεί ο Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και βλέποντας την φιλονικία είπε αυτή τη παραβολή. Είδα –είπε- στη όχθη ενός ποταμού κάποιον άνθρωπο να έχει μπει στη λάσπη μέχρι τα γόνατα και ήλθαν κάποιοι να τον βοηθήσουν. Δίνοντας όμως το χέρι τους να τον τραβήξουν τον βύθισαν στη λάσπη μέχρι το λαιμό. Ακούγοντας την παραβολή αυτή ο Αββάς Αντώνιος λέει στους άλλους για τον Αββά Παφνούτιο.

Να ένας αληθινός άνθρωπος, που μπορεί να βοηθήσει και να σώσει ψυχές. Ακούγοντας αυτά οι μοναχοί συγκινήθηκαν και ζήτησαν συγγνώμη από το αδελφό που είχε συκοφαντηθεί. Και αφού τους παρακάλεσαν οι αββάδες τον πήραν και πάλι στο κοινόβιο. 

ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ

Κάποτε διηγήθηκε ο Αββάς Αρσένιος μία ιστορία: Καθόταν ένας γέροντας στο κελί του και άκουσε μία φωνή να του λέει « έλα, να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων». Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Τον πήγε λοιπόν σε κάποιο τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα που έκοβε ξύλα από τα οποία είχε φτιάξει ένα μεγάλο φορτίο. Προσπαθούσε στη συνέχεια να σηκώσει το φορτίο αλλά δεν μπορούσε. Αντί όμως να αφαιρέσει βάρος, έκοβε ξύλα και τα πρόσθετε στο φορτίο.

Αυτό το έκανε συνέχεια. Προχωρώντας πιο πέρα του έδειξε άλλον άνθρωπο να στέκεται σ΄ ένα λάκκο και να βγάζει νερό, το οποίο το μετέφερνε σε μια δεξαμενή τρύπια, ώστε το νερό να ξαναγυρίζει στο λάκκο. Έλα του είπε να σου δείξω και άλλον. Τότε βλέπει ένα Ναό και δύο άνδρες πού κάθονταν πάνω στα άλογά τους και κρατούσαν ο καθένας πλαγιαστά ένα ραβδί. Ήθελαν όμως να περάσουν από τη πόρτα του Ναού αλλά δεν μπορούσαν εξ αιτίας του ραβδιού που κρατούσαν πλαγιαστά.

Από υπερηφάνεια δεν ίσιωνε κανένας το ραβδί του και γι’αυτό έμεναν και οι δύο εμπρός στη πόρτα του Ναού. Αυτοί είναι –είπε η φωνή- που κάνουν τους δίκαιους αλλά έχουν υπερηφάνεια και οι οποίοι δεν υποχωρούν ώστε να διορθώσουν τους εαυτούς τους και να ακολουθήσουν το ταπεινό δρόμο του Χριστού. Γι’αυτό μένουν εκτός της Βασιλείας του Θεού. Αυτός που έκοβε ξύλα είναι ο άνθρωπος που έχει πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει προσθέτει στις υπάρχουσες αμαρτίες και άλλες. Όσο για εκείνον που αντλούσε νερό, πρόκειται για τον άνθρωπο που κάνει βέβαια καλά έργα αλλά επειδή τα έργα του έχουν και πονηρία, γι’αυτό χάνει και αυτά. Πρέπει λοιπόν κάθε άνθρωπος με σωφροσύνη να πράττει κάθε έργο του ώστε να μην κοπιάζει μάταια. 

ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

Κάποιος αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο και του είπε: Πες μου Αββά, τι να κάνω για να σωθώ; Ο γέροντας του είπε: Πήγαινε στο κοιμητήριο και βρίσε τους νεκρούς. Πράγματι ο αδελφός πήγε στο κοιμητήριο, έβρισε τους νεκρούς, τους λιθοβόλησε και επέστρεψε στο γέροντα και του το είπε. Τον ρώτησε ο γέροντας σου είπαν τίποτα οι νεκροί και αυτός απάντησε. Όχι. Του λέει ο γέροντας. Πήγαινε πάλι αύριο στο κοιμητήριο και αυτή τη φορά να εγκωμιάσεις τους νεκρούς.

Ο αδελφός πήγε τη επομένη στο κοιμητήριο και έλεγε προς τους νεκρούς. Είστε απόστολοι, άγιοι και δίκαιοι. Αφού έκανε και αυτό επέστρεψε στο Αββά Μακάριο και του το ανέφερε. Ο γέροντας τον ρώτησε: Δεν σου απάντησαν τίποτα; Ο αδελφός είπε. Όχι. Τότε τού λέει ο γέροντας. Είδες όσο και αν τους έβρισες δεν σου είπαν τίποτα, και όσο επίσης τους εγκωμίασες πάλι δεν σου απήντησαν τίποτα. Έτσι και συ αν θέλεις να σωθείς γίνου νεκρός. Ούτε τη αδικία των ανθρώπων ούτε τα εγκώμια τους να λογαριάζεις όπως οι νεκροί και μ’ αυτό το τρόπο θα σωθείς. 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Υπήρχε κάποιος πολύ ευλαβής  κοσμικός, ο οποίος πήγε στο Αββά Ποιμένα. Τον ίδιο καιρό πήγαν και άλλοι αδελφοί στο γέροντα, ζητούντες απ’ αυτόν να ακούσουν πνευματικές νουθεσίες. Λέγει τότε ο γέροντας στο ευλαβή εκείνο κοσμικό. Πες στους αδελφούς κάποια νουθεσία. Αυτός όμως παρακαλούσε λέγοντας· «συγχώρεσέ με Αββά, εγώ ήλθα για να μάθω». Αλλά μετά από πίεση του γέροντα είπε· «Εγώ είμαι ένας κοσμικός άνθρωπος πού μεταπουλάω χόρτα.

Τα μεγάλα δεμάτια χόρτα που παίρνω τα λύνω και τα κάνω μικρότερα. Με το τρόπο αυτό αγοράζω  χοντρικά και πουλάω λιανικά. Έτσι δεν ξέρω να σάς μιλήσω από τις γραφές, θα  πω όμως μία παραβολή. Κάποιος άνθρωπος είπε στο φίλο του· «Επειδή έχω την επιθυμία να δω τον Βασιλέα, έλα μαζί μου». Του απαντά ο φίλος του· «Θα έρθω μαζί σου μέχρι το μισό δρόμο». Αφού πήγαν μέχρι τα μισά του δρόμου λέει σε άλλο φίλο του· «Έλα εσύ τώρα να με πάς στο Βασιλιά» και εκείνος του απάντησε· «Θα σε πάω μέχρι το παλάτι του Βασιλιά». Τότε λέει σε κάποιο τρίτο φίλο του· «Έλα μαζί μου στο Βασιλιά», και αυτός απάντησε· «Θα έρθω και θα σε πάω στο παλάτι, θα σου συμπαρασταθώ, θα μιλήσω και θα σε παρουσιάσω στο Βασιλέα».

Τον ρώτησαν λοιπόν πια η σημασία της παραβολής και εκείνος αποκρίθηκε. «Ο πρώτος φίλος είναι η άσκηση πού οδηγεί μέχρι το δρόμο, ο δεύτερος φίλος είναι η αγνότητα η οποία φθάνει μέχρι τον ουρανό και ο τρίτος φίλος είναι η ελεημοσύνη που σε φέρνει απευθείας μέχρι το Βασιλέα Θεό. Έτσι, μορφωθέντες οι αδελφοί από τη παραβολή έφυγαν. 

ΠΕΡΙ ΑΚΑΚΙΑΣ

Κάποιος μοναχός διηγόταν για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι από την πολλή χάρη πού τον περιέβαλλε, είχε φθάσει σε μεγάλη ακακία. Και εξιστόρησε το εξής περιστατικό. Αυτός (ο Αββάς Ιωάννης) έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου. Κάποτε χρειάστηκε και πήρε από κάποιον αδελφό ένα νόμισμα και αγόρασε λινάρια για να εργασθεί. Ήλθε τότε κάποιος αδελφός και τον παρακάλεσε λέγοντας·  χάρισε μου Αββά λίγα λινάρια για να φτιάξω ένα λέβητα. Ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε λινάρια με χαρά. Ήλθε και άλλος αδελφός και τον παρακάλεσε όπως ο προηγούμενος λέγοντας· δώσε μου λίγα λινάρια Αββά για να φτιάξω ένα προσόψιο. Ο Αββάς Ιωάννης έδωσε και σ’ αυτόν με χαρά όπως και στον προηγούμενο.  Παρόμοια με τούς προηγούμενους ήλθαν και άλλοι αδελφοί πού ζήτησαν λινάρια, στους οποίους έδωσε ο Αββάς με ευχαρίστηση.

Κάποια στιγμή ήλθε και εκείνος πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζήτησε. Του λέγει τότε ο Αββάς· θα πάω να στο φέρω, αλλά μη έχοντας από που να το δώσει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο πού ήταν εφημέριος, προκειμένου να τον παρακαλέσει να του δώσει το νόμισμα, ώστε να το επιστρέψει στον αδελφό πού το χρωστούσε. Πηγαίνοντας λοιπόν προς τον Αββά Ιάκωβο, βρήκε καταγής ένα νόμισμα αλλά δεν το άγγιξε και βάζοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του.

Ήλθε και πάλι ο δανειστής στον Αββά Ιωάννη ενοχλώντας τον για το νόμισμα. Του απάντησε ο γέροντας· μη στεναχωριέσαι για την καθυστέρηση φροντίζω γι’ αυτό. Πάλι λοιπόν βγήκε από το κελί του προς αναζήτηση του νομίσματος και βρήκε ξανά το νόμισμα στο δρόμο εκεί πού το πρωτοείδε. Δεν το πήρε όμως αλλά κάνοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του. Και τρίτη φορά Ήλθε ο αδελφός πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζητούσε. Τότε του είπε ο γέροντας· αυτή τη φορά να είσαι σίγουρος ότι θα στο δώσω. Σηκώθηκε για μία φορά ακόμη και διερχόμενος από το ίδιο δρόμο βρήκε και πάλι το νόμισμα χάμω.

Κάνοντας λοιπόν μετάνοια το πήρε και πήγε στο Αββά Ιάκωβο λέγοντας του· Αββά, ερχόμενος σε σένα βρήκα αυτό το νόμισμα στο δρόμο. Κάνε λοιπόν αγάπη και πες το στην ενορία μήπως κάποιος το έχασε, και αν βρεθεί ο απολέσας τούτο, δός του το. Πράγματι ο Αββάς Ιάκωβος πηγαίνοντας στην ενορία το είπε σε τρεις συνάξεις αλλά δεν βρέθηκε κανένας πού να το είχε χάσει. Τότε είπε ο Αββάς Ιωάννης στον Αββά Ιάκωβο· αφού λοιπόν κανένας δεν το έχασε δός το στον τάδε αδελφό διότι του χρωστώ, αφού ερχόμενος σε σένα για να δείξεις την αγάπη σου ώστε να επιστρέψω το χρέος μου το βρήκα στο δρόμο. Θαύμασε τότε ο Αββάς Ιάκωβος, πως αφού χρωστούσε και βρήκε το νόμισμα δεν το πήρε αμέσως αλλά το έδωσε.

Και το επί πλέον αξιοθαύμαστο σχετικά με τον Αββά Ιωάννη είναι ότι εάν κάποιος ερχόταν πού χρειαζόταν κάτι απ’  αυτόν, δεν το έδινε ο ίδιος αλλά έλεγε στο αδελφό· πήγαινε μόνος σου και πάρε ότι χρειάζεσαι, και όταν το επέστρεφε του έλεγε· βάλε το πάλι κει απ’ όπου το πήρες. Αν πάλι δεν το επέστρεφε ο δανειστής δεν του έλεγε ποτέ τίποτε. 

ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ

Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον μαθητή του Αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή. Ήταν κάποτε σ’ ένα μέρος μνήματα και κατοικούσε εκεί μία ύαινα. Είδε ο γέροντας ο Αββάς Παύλος εκεί τριγύρω βολβούς και είπε στον υποτακτικό του Αββά Ιωάννη, να πάει εκεί και να του φέρει βολβούς.

Του είπε όμως ο Αββάς Ιωάννης· τι να κάνω όμως γέροντα όσον αφορά την ύαινα. Αστειευόμενος ο γέροντας του είπε· αν έλθει κατ’ επάνω σου, δέστην και φέρε την εδώ. Έτσι, πήγε ο αδελφός εκεί. Πράγματι, μόλις έφθασε εκεί ο Αββάς Ιωάννης, όρμησε η ύαινα κατ’ επάνω του, και αυτός σύμφωνα με το λόγο του γέροντα προσπάθησε να την πιάσει. Η ύαινα όμως έφυγε, ο δε Αββάς Ιωάννης έτρεχε πίσω της λέγοντας· στάσου, ο Αββάς μου είπε να σε δέσω. Κάποια στιγμή έπιασε την ύαινα και την έδεσε.

Ο γέροντας όμως πού τον περίμενε στεναχωριόταν. Κάποια στιγμή Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης έχοντας δεμένη την ύαινα, γεγονός πού όταν το είδε ο γέροντας θαύμασε. Θέλοντας όμως να ταπεινώσει τον Ιωάννη τον χτύπησε στη πλάτη λέγοντας του· παλαβέ, τρελό σκύλο έφερες εδώ; Και αμέσως ο γέροντας έλυσε την ύαινα και την άφησε ελεύθερη. 

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Διηγήθηκε κάποτε ο Αββάς Ιωάννης των κελιών, λέγοντας. Υπήρξε μία πόρνη στην Αίγυπτο πολύ όμορφη και πάρα πολύ πλούσια, την οποία <> οι άρχοντες της πόλης. Μία μέρα λοιπόν, βρέθηκε αυτή η πόρνη στην Εκκλησία και θέλησε να μπει μέσα. Ο υποδιάκονος όμως πού βρισκόταν στη πόρτα της Εκκλησίας δεν της επέτρεπε την είσοδο λέγοντας της· δεν είσαι άξια να μπεις στον οίκο του Θεού, διότι είσαι ακάθαρτη.

Άρχισε λοιπόν μία διαμάχη μεταξύ του υποδιακόνου και της πόρνης. Την φασαρία πού γινόταν στη πόρτα της Εκκλησίας, την άκουσε ο Επίσκοπος και πήγε εκεί. Τότε λέγει η πόρνη στον Επίσκοπο. Δεν με αφήνει να μπω στην Εκκλησία. Της απάντησε ο Επίσκοπος· δεν σου επιτρέπετε η είσοδος, διότι είσαι ακάθαρτη. Αυτή λοιπόν αισθάνθηκε τότε κατάνυξη και είπε στον Επίσκοπο· Δεν θα πορνεύσω ξανά. Της λέει ο Επίσκοπος· θα με βεβαιώσεις ότι δεν θα πορνεύσεις ξανά, αν φέρεις εδώ τα χρήματά σου.

Αμέσως η πόρνη έφυγε και επέστρεψε με όλα τα χρήματά της τα οποία έδωσε στον Επίσκοπο. Τότε ο Επίσκοπος παρέλαβε τα χρήματα και τα έκαψε. Μετά απ’ αυτό η πόρνη μπήκε στην Εκκλησία με συντριβή καρδιάς και δάκρυα μετανοίας, και έλεγε· Αλλοίμονο! Εάν εδώ σ’ αυτόν το κόσμο μου έγινε αυτό, τι έχω να πάθω στο άλλον κόσμο. Έτσι μετανόησε η πόρνη και έγινε σκεύος εκλογής. 

ΠΕΡΙ ΣΟΦΙΑΣ

Κάποτε συνομιλούσαν κάποιοι γέροντες με τον Αββά Αντώνιο, ήταν δε μαζί του και ο Αββάς Ιωσήφ. Θέλοντας ο Αββάς Αντώνιος να τούς δοκιμάσει, είπε κάποιο εδάφιο από την Αγία Γραφή και άρχισε να ερωτά από τον νεότερο προς τον αρχαιότερο, τι σήμαινε το συγκεκριμένο αγιογραφικό χωρίο.

Τότε, καθένας από τούς πατέρες εκείνους απαντούσε κατά την προσωπική του δυνατότητα. Ο Αββάς Αντώνιος αποκρίνετο σε καθέναν λέγοντας· <>. Μετά από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ· <>. Ο Αββάς Ιωσήφ του απήντησε· <>. Τότε, τούς είπε ο Αββάς Αντώνιος· <>. 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ

Ο Αββάς Σπυρίδων πού ήταν βοσκός, διεκρίνετο από τόση ευσέβεια πού αξιώθηκε να γίνει και ποιμένας ανθρώπων διότι είχε κληρωθεί επίσκοπος μιας πόλεως της Κύπρου πού ονομάζετο Τριμυθους. Λόγω της ταπεινότητάς του ταυτόχρονα με τα Επισκοπικά του καθήκοντα συνέχιζε να ποιμένει πρόβατα. Ένα βράδυ ήλθαν κρυφά στο μαντρί κλέπτες και προσπαθούσαν να κλέψουν τα πρόβατα. Ο Θεός όμως πού φρόντιζε για την σωτηρία του ποιμένα έσωσε και τα πρόβατα.

Διότι από κάποια αόρατη δύναμη οι κλέπτες δέθηκαν στο μαντρί! Αφού ξημέρωσε ήλθε και ο βοσκός στα πρόβατα, ο οποίος βλέποντας τούς κλέπτες δεμένους πισθάγκωνα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τότε προσευχήθηκε και έλυσε τούς κλέπτες. Αφού τούς ενουθέτησε και τούς συμβούλευσε ότι είναι προτιμότερο με τίμιους κόπους να φροντίζουν για την ζωή τους παρά με αδικίες, τούς άφησε ελεύθερους χαρίζοντας τους ένα κριάρι και χαριτολογώντας τούς είπε· λάβετε αυτό για να μην θεωρηθή ότι ξενυχτήσατε άδικα. 

athonikoigerontes.blogspot.com