ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΑΟΤΑΤΟ ΑΒΒΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΤΙΜΟΥΣΑΝ ΣΑΝ ΑΓΓΕΛΟ!

 Αββάς Ζωσιμάς: Για τον πραότατο αββά
που τον τιμούσαν σαν άγγελο!

Θυμήθηκε ο μακάριος Αββάς Ζωσιμάς κάποιον αββά πραότατο, που για τη μεγάλη του αρετή και τα θαυμαστά σημεία που επιτελούσε, όλη η χώρα τον τιμούσε σαν άγγελο Θεού: 

“Μια μέρα πήγε κάποιος παρακινημένος από τον πονηρό και τον έβρισε βαριά μπροστά σε όλους.

Ο γέροντας στεκόταν προσέχοντάς τον μέσα στο στόμα και λέγοντας:
– Χάρη Θεού στο στόμα σου αδελφέ.
– Ναι, φαύλε, γεροφαγά!…
 

Συνέχιζε μανιασμένος εκείνος.
– Αυτά τα λες για να φανείς στους άλλους πράος.
– Πράγματι, αδελφέ μου, παραδέχτηκε ο γέροντας, αυτό που λες είναι αληθινό.

Μετά το επεισόδιο τον ρώτησε κάποιος:
– Δεν ταράχτηκες καθόλου καλόγερε;
– Όχι! αποκρίθηκε. Αλλά ένιωθα σαν να σκέπαζε την ψυχή μου ο Θεός.
 

Από την περιοδική έκδοση “Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία”, τεύχος 23-24, σ. 123.

ΑΒΒΑΣ ΑΓΑΘΩΝ: ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

 Αββάς Αγάθων: Δοκιμασία

Ήρθε κάποτε ο αββάς Αγάθων στην πόλη να πουλήσει τα σκεύη του και βρίσκει κάποιο λεπρό κοντά στην οδό.

Τον ρώτησε ο λεπρός «πού πηγαίνεις;» και του απαντά ο αββάς Αγάθων «στην πόλη για να πουλήσω σκεύη». Τότε του λέει ο λεπρός «κάνε αγάπη και πήγαινέ με εκεί».

Τον σήκωσε ο αββάς και τον έφερε στην πόλη και του λέει ο λεπρός «Εκεί που πουλάς τα πράγματά σου, εκεί να με βάλεις».

Ο αββάς έκανε όπως του είπε. Τότε, όταν πουλούσε κάποιο σκεύος, του έλεγε ο λεπρός «Πόσο το πούλησες;». «Τόσο», του έλεγε. «Αγόρασέ μου πίτες». Και του αγόραζε. Και πάλι πουλούσε ο αββάς άλλο σκεύος, και του έλεγε ο λεπρός «Κι αυτό πόσο το πούλησες;». «Τόσο». Και έλεγε «αγόρασέ μου το τάδε». Και του το αγόραζε.

Αφού λοιπόν ο αββάς πούλησε όλα του τα σκεύη και σκόπευε να φύγει, του λέει ο λεπρός «Φεύγεις;» Του λέει «Ναι». «Κάνε πάλι αγάπη και πήγαινέ με εκεί που με βρήκες».

Ο αββάς τον σήκωσε και τον έφερε στον τόπο του. Τότε του λέει ο λεπρός «Είσαι ευλογημένος, Αγάθων, από τον Κύριο στον ουρανό και στη γη».

Σήκωσε ο αββάς τα μάτια του και δεν είδε κανένα γιατί ήταν άγγελος Κυρίου που είχε έλθει να τον δοκιμάσει.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΖΕΥΓΑΛΟΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

 Η Παναγία και οι ζεύγαλοι στο Άγιο Όρος

Διήγηση μοναχού από την Αδελφότητα των Ιωασαφαίων, απόσπασμα από αυτό το σημαντικό άρθρο [κεφ. «Οι ζεύγαλοι – Ο γέρο Κώστας»]


…Αλλά και οι λαϊκοί που μένουνε εδώ στο Άγιον Όρος παίρνουνε μία χάρη, παρ’ ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν. Μερικοί λένε: «Τί τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω η Ιερά Κοινότης». Σε παλαιότερη εποχή, απ’ ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων που είναι μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους, ζούσαν άσωτη ζωή. Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», που ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή ήταν η συγκοινωνία του Αγίου Όρους.
Όταν τους μαζέψανε εκεί στην Δάφνη, είπαν: «Μια που είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία, έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε».

Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ’ όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους σκεπάζει. Παρουσιάστηκε η Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού η Παναγία μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς που θα τους διώξουμε;».

***

Γνωρίσαμε έναν απ’ αυτούς, που τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ’ έξω και ζούσανε κάποιοι απ’ αυτούς τους «ζεύγαλους».
Σ’ ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας. Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε: «Γέρο-Κώστα, πώς τα πέρασες με το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να περάσης;». «Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου και μ’ έκανε και τσάι. Μου ‘δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος».
Τον υπηρετούσε η Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό [επειδή ήταν ταπεινός και δε σκεφτόταν πως ήταν κάτι φοβερό και τρομερό]…

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Ο ΙΕΡΕΑΣ, Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΘΟΣ

 Ο Ιερέας, ο Άγγελος και το λάθος!

Κάποιος γέροντας, καθαρός και άγιος, κάθε φορά πού λειτουργούσε, έβλεπε αγγέλους δεξιά κι αριστερά του.

Αυτός είχε παραλάβει την τάξη της λειτουργίας από τούς αιρετικούς, κι επειδή ήταν άπειρος στα θεία δόγματα, έλεγε τις ευχές της αναφοράς με απλότητα και ακακία, χωρίς να ξέρει ότι τις λέει εσφαλμένα.

Κάποτε όμως, από οικονομία Θεού, τον επισκέφθηκε ένας αδελφός πού γνώριζε καλά τα θεία δόγματα. 

Ο αδελφός ήταν διάκονος, κι έτυχε να παρευρεθεί την ώρα πού ο γέροντας λειτουργούσε.

Διαπίστωσε λοιπόν το λάθος και του είπε: Αυτά πού λες, πάτερ, στη λειτουργία δεν είναι της ορθοδόξου πίστεως.

Ο γέροντας όμως, επειδή έβλεπε την ώρα εκείνη αγγέλους, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια του. Μα ο διάκονος επέμενε νά ελέγχει την κακοδοξία: Σφάλλεις, καλόγερε. Η Εκκλησία δεν τα παραδέχεται αυτά.

Τότε ο γέροντας, βλέποντας την επιμονή του διακόνου, ρώτησε σε κάποια λειτουργία τούς αγγέλους πού τον παράστεκαν: Τι είναι αυτά πού μου λέει ο διάκονος;

Καλά σου λέει, απάντησαν εκείνοι, να τα παραδεχθείς.

και γιατί τόσον καιρό δεν μου το λέγατε εσείς; – Γιατί ο Θεός έτσι οικονόμησε: ο άνθρωπος να διορθώνεται από ανθρώπους.

Από τότε ο γέροντας διορθώθηκε, ευχαριστώντας το Θεό και το διάκονο.

Ο ΑΠΕΙΘΑΡΧΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Ο απείθαρχος μοναχός και ο φύλακας Άγγελος της οικογένειας 

Ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιότης (†1959), προσπαθώντας να στηρίξει ένα νέο μοναχό, που τον πολεμούσαν λογισμοί φυγής κι επιστροφής στους γονείς του, διηγήθηκε το ακόλουθο θαυμαστό γεγονός:

Έτυχε κάποιος στις ημέρες μας εδώ στα Κατουνάκια, που εγώ δεν τον πρόφθασα, γιατί πριν από λίγο καιρό είχε πεθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός σε ένα Γέροντα τυφλό. Λοιπόν μία ημέρα ήλθε ένας πτωχός κοσμικός, περαστικός από το Κελλί του. Και τον ρωτά ο νέος μοναχός: 

- Από πού είσαι;

Και αυτός ήταν χωριανός του. 

Λοιπόν δεν του έδωκε γνωριμία, μόνον του είπε τί κάμνει ο τάδε - για τον πατέρα του. Του λέει ο ξένος, ότι αυτός πέθανε και άφησε τη γυναίκα του και τρία κορίτσια στους δρόμους ορφανά και πτωχά. Είχαν και έναν υιό, λέει, που έφυγε από χρόνια και δεν γνωρίζουν τι έγινε. 

Λοιπόν σαν να τον κτύπησε κεραυνός τον μοναχό. Και αμέσως τον προσέβαλε η πάλη των λογισμών. 

- Θα φύγω, λέει στο Γέροντά του. Θα φύγω να πάω να τους προστατεύσω! 

Ζητά ευλογία. Δεν του δίνει ο Γέροντας. Αυτός συνεχώς επιμένει. Και συμβουλεύοντάς τον ο Γέροντας κλαίει για τον εαυτό του, κλαίει και για εκείνον. Αλλά στάθηκε αδύνατον να τον μεταπείσει. Τέλος τον άφησε στο θέλημά του, και έφυγε ο υποτακτικός. 

Αφού βγήκε έξω από το Όρος κάθισε να συνέλθει κάτω από τη σκιά ενός δένδρου. Εν τω μεταξύ έφθασε εκεί ιδρωμένος και ένας άλλος μοναχός κάθισε και αυτός κάτω από την ιδία σκιά. Και άρχισε να του λέει: 

- Σε βλέπω, αδελφέ, ταραγμένο. Δεν μου λες τί έχεις;

- Άφησε, Πάτερ, του λέει· έπαθα μεγάλο δυστύχημα. Και του διηγείται με λεπτομέρεια όλη την ιστορία του, Ο δε αγαθός οδοιπόρος του λέει:

- Αν θέλεις, αγαπητέ αδελφέ, άκουσέ με· γύρισε πίσω στο Γέροντά σου και ο Θεός θα προστατεύσει το σπίτι σου. Συ να υπηρετείς το Γέροντά σου, αφού μάλιστα είναι και τυφλός. 

Αλλ’ αυτός δεν τον άκουε. Κυριευμένος από τους λογισμούς του φαίνονταν σαν παραλήρημα τα λόγια του άλλου. Και, αφού του έφερε πολλά παραδείγματα, σηκώθηκε ο ανυπάκουος μοναχός να συνεχίσει το δρόμο του προς τον κόσμο. Ο μοναχός εν τέλει του λέει: 

- Λοιπόν δεν με ακούς να γυρίσεις πίσω;

-Όχι! αντιλέγει εκείνος.

- Ε τότε λέει ο μοναχός. Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου και εμένα πρόσταξε ο Θεός, αμέσως όταν πέθανε ο πατέρας σου να πάω κοντά τους να τους φυλάω και να γίνω προστάτης τους. Αφού λοιπόν τώρα εσύ πηγαίνεις αντί για μένα, εγώ τους αφήνω και φεύγω, εφ’ όσον δεν με ακούς. Και έγινε άφαντος. Τότε λοιπόν συνήλθε ο μοναχός και γύρισε αμέσως στο Γέροντα και τον βρήκε γονατιστό, να προσεύχεται γι’ αυτόν. 

- Κατάλαβες, τέκνο μου; Έτσι γίνεται, όταν εμείς τα αφήνουμε όλα στο Θεό. Αφού πολύ καλά τα οικονομεί Εκείνος ως αγαθός κυβερνήτης και κανένα σφάλμα δεν υπάρχει στο θέλημά του. Αλλά χρειάζεται να έχει υπομονή εκείνος που ζητά να σωθεί. Αν δε ζητούμε εμείς να τα κάνει ο Θεός, όπως αρέσουν στη δική μας διάκριση, τότε αλλοίμονο στο χάλι μας. 

Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας»
«Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων»