ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΔΙΑΛΕΞΤΕ ΕΝΑ ΣΤΑΥΡΟ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΗΣΤΕ!



















Τα χρόνια περνάνε οι άνθρωποι γερνάνε. Μη κάθεστε λοιπόν στο σταυροδρόμι, διαλέξτε ένα Σταυρό ανάλογα με το φιλότιμό σας και προχωρείτε σ' ένα δρόμο, από τους δύο της Εκκλησίας μας, και ακολουθείστε τον Χριστό στην Σταύρωση, εάν θέλετε να χαρείτε αναστάσιμα. 

Γέροντας Παΐσιος

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΟΛΟΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΤΙΠΟΤΑ!
























Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για τον άλλο; Κανείς. Όλοι ενδιαφερόμαστε για τον εαυτό μας, για τον άλλο τίποτα. Γι’αυτό θα δώσουμε λόγο. Γιατί ο Θεός που είναι όλος αγάπη δε θα μας συγχωρέσει αυτή την αδιαφορία για τον πλησίον μας…”

Γέροντας Παΐσιος

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!


Γέροντα, ὅταν μιλοῦν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἢ κατὰ τοῦ Μοναχισμοῦ κ.λπ., τί πρέπει νὰ κάνη κανείς;
- Κατ' ἀρχάς, ἂν κάποιος μιλάει ἄσχημα λ.χ. γιὰ σένα ὡς ἄτομο, δὲν πειράζει. Νὰ σκεφθεῖς: «Τὸν Χριστό, ποὺ ἦταν Χριστός, Τὸν ἔβριζαν, καὶ δὲν μιλοῦσε• ἐμένα ποῦ εἶμαι ἁμαρτωλὸς τί μου ἀξίζει;». Ἂν ἔρχονταν νὰ βρίσουν ἐμένα ὡς ἄτομο, δὲν θὰ μὲ πείραζε καθόλου. Ἄλλα, ὅταν μὲ βρίζουν ὡς μοναχό, βρίζουν καὶ ὅλο τὸν θεσμὸ τοῦ Μοναχισμοῦ, γιατί ὡς μοναχὸς δὲν εἶμαι ἀνεξάρτητος, καὶ πρέπει νὰ μιλήσω. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις πρέπει κανεὶς νὰ τοὺς ἀφήσει λίγο νὰ ξεσπάσουν καὶ ὕστερα νὰ τοὺς πεῖ δύο κουβέντες.


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΛΟΓΟΙ Β΄, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΑ

Ήταν κάποτε μία κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα. Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέγει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε.

Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέως ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.

Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος. Της διάβασε την συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε τελείωσαν και πήγε να φύγει.

Ο ιερέας όμως την είπε: «Μην βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στην στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις τι έγινε.

Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας.  Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.
«Έκανα ότι μου είπατε», είπε η γυναίκα. Ο ιερέας λοιπόν την ρώτησε: «Τι παρατήρησες καθώς έσκιζες το μαξιλάρι»;

Η γυναίκα χωρίς δισταγμό είπε: «Με το που άρχισα να σκίζω το μαξιλάρι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα του και να γεμίζουν τον τόπο…κάποια τα έπαιρνε ο αέρας και τα πήγαινε πολύ μακριά».

Ο ιερέας μετά την σύντομη αυτή περιγραφή της είπε: «Τώρα λοιπόν, θέλω να πας σπίτι σου και να μαζέψεις όλα εκείνα τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα στο μαξιλάρι σου»!
 
Η γυναίκα τα έχασε. «Μα, τι λέτε πάτερ, πώς να τα μαζέψω όλα εκείνα τα πούπουλα; Ένας Θεός ξέρει που έχουνε πάει τώρα με τον αέρα. Αυτό που λέτε είναι αδύνατο να το κάνω». Ο ιερέας την κοίταξε στα μάτια γεμάτος ηρεμία και τις είπε: «Να λοιπόν τι είναι το κουτσομπολιό»!!!

Η γυναίκα σάστισε. Κατάλαβε ότι αν και μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε, τα λόγια της ακόμα και τώρα πληγώνουν ανθρώπους και γίνονται αιτία σκανδαλισμού κι άλλων. 

Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

O ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΜΑ ΤΩΡΑ μας δουλεύεις; Θα είναι ο Αντίχριστος πιστός και θα πηγαίνει και στην Εκκλησία;
-Βεβαίως! Αφού είδε και αποείδε ότι με άμεσους διωγμούς  τόσους αιώνες κατάφερε μια τρύπα στο νερό, τώρα προσπαθεί με πονηριά και υπουλότητα να βάλει τους χριστιανούς στο σακί του μέσα από την αλλοίωση της πίστης μας.
Ο Αντίχριστος δεν θα κλείσει τις Εκκλησιές, ούτε και θα τις κάψει κατά πως έκανε παλιά, αλλά θα τις γεμίσει κιόλας από χριστιανούς που θα βαπτίζονται θα εξομολογούνται ,θα κοινωνούν, θα κάνουν ευλαβή έργα, μα στην ουσία δεν θα ξέρουν σε ποιον Θεόν πιστεύουν.

Εάν εστιάσουμε στη ετυμολογία της λεξης -Αντίχριστος-  «αντι» δεν σημαίνει μόνο «αυτός που εναντιώνεται» αλλά και «αυτός που βρίσκεται στη θέση άλλου», δηλαδή ο άνομος που θα έρθει θα παραπλανήσει τον κόσμο προσποιούμενος τον Χριστό και προσπαθώντας να τον μιμηθεί σε όλα.
Γι’ αυτό βλέπουμε σήμερα κάποιοι να προσπαθούν να εκλογικεύσουν  την Αγία μας πίστη, να αγωνίζονται να κάνουν την Ορθοδοξία «επιστημονική» και «ευρωπαϊκή»  και όχι την λιβανισμένη και «βλάχικη» που είχαμε έως τώρα. Ακόμη και Του Χριστού θέλουνε  να του δώσουμε πτυχίο να μην είναι  «αγράμματος» και «ξυπόλητος» αλλά και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας τους θέλουνε επιστήμονας και προφέσσορες και όχι φανατικούς λιπόσαρκους ασκητάδες σαν τους αγράμματους ντερβίσηδες…
Στα χρόνια λοιπόν του Αντιχρίστου,  ο οποίος θα είναι πραγματικό πρόσωπο και όχι απλά μία κατάσταση, όπως  αναφέρει άλλωστε και η Αγ. Γραφή (Β’ Θεσσ. Β’ 3,4) αλλά και πολλοί παλαιοί και σύγχρονοι Άγιοι Πατέρες.
Τότε λοιπόν οι Χριστιανοί θα χωριστούν σε δύο κατηγορίες, σε εκείνους που θα πιστεύουν με την καρδιά και σε εκείνους που θα πιστεύουν με το μυαλό. Γι’ αυτό και όσοι Χριστιανοί ακολουθήσουν τον Αντίχριστο δεν θα νοιώθουν καμία αμφιβολία και αβεβαιότητα αλλά θα νομίζουν ότι κάμουνε και το χρέος τους κιόλας κινούμενοι στα γνωστά ήσυχα νερά τους.

Αναφέρει για το θέμα αυτό ο Άγιος Γαβριήλ ο νέος από την Γεωργία:
«Για τους πιστούς χριστιανούς η μεγαλύτερη θλίψη θα είναι ότι αυτοί θα φεύγουν στο δάσος, αλλά οι κοντινοί τους άνθρωποι θα δέχονται το χάραγμα του Αντιχρίστου. Στους εσχάτους καιρούς οι οπαδοί του Αντιχρίστου θα πηγαίνουν στην Εκκλησία, θα βαπτίζονται, θα κηρύττουν για τις ευαγγελικές εντολές. Όμως μην τους πιστεύετε. Αυτοί δεν θα έχουν τα καλά έργα. Μόνο με τα καλά έργα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον αληθινό Χριστιανό».

Αλλά και τα Θεολογικά κηρύγματά  πλέον καταντήσανε συναισθηματικές αγαπολογίες με κοινωνικές και ψυχολογικές αναφορές και ζήτημα πλέον είναι να ακούσουμε σήμερα να μιλάνε για Παράδεισο ,Κόλαση, Δευτέρα Παρουσία και Κρίση.
Ας αναβαπτιστούμε λοιπόν στην αγία Ορθοδοξία μας που μυρίζει Αγιορείτικο μοσχολίβανο και όχι λεβαντίνικη κολόνια. Στην πίστη μας που μας έμαθαν οι αγράμματοι μεν πατεράδες και παππούδες μας,  μα μοσχομυρισμένοι από την ευωδία Του Παναγίου Πνεύματος. 

Ιερεύς π.Διονύσιος Ταμπάκης

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΓΕΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: «ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»


Γέρων Γαβριήλ: Χρειάζεται μετάνοια για να βοηθήσει ο Θεός την Ελλάδα!

Ρώτησαν τον Γέροντα στη Θεσσαλονίκη, όταν βγήκε αναγκαστικά για λίγο για λόγους υγείας! Αλλοιωμένη, φωτεινή, μορφή, με πρόσωπο που φέγγει πνευματικά, και λόγους γεμάτους γλυκύτητα και πραότητα, αλλά και σθένος, ξαπλωμένος στην κλίνη της δοκιμασίας και αναβάσεως, δεν σταματά επί ώρες κάθε απόγευμα να μοιράζει την ευλογία και τις άμεσες και καίριες συμβουλές για κάθε πρόβλημα, όπως τον φωτίζει ο Θεός, γιατί δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν έχει τη λύση του!
Εκεί είχαν την ευκαιρία να πάρουν την ευχή του και να τον ρωτήσουν για την Ελλάδα:
-Τι θα γίνει Γέροντα με την Ελλάδα;
-Χρειάζεται μετάνοια για να βοηθήσει ο Θεός την Ελλάδα!
-Θα πάμε καλύτερα ή....
-Αν δεν υπάρξει μετάνοια; Ο Θεός θέλει να βοηθήσει, αλλά θέλει μετάνοια... Πηγαίνουμε, λέμε... αλλά μετάνοια χρειάζεται... Αν δεν μετανοήσουμε πώς θα γίνει; Λογικό δεν είναι;


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΟΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ένας παντρεμένος άνθρωπος που είχε παιδιά και δούλους και άφθονο πλούτο, ήταν πολύ ελεήμων και φιλόξενος. Μία νύκτα, αφού εδείπνησε, κοιμήθηκε και το πρωί τον εβρήκαν ξαπλωμένο στη γη, ψυχρό, αναίσθητο, σαν να ήταν πεθαμένος. Οι συγγενείς του τον εσήκωσαν, τον έβαλαν στο στρώμα, κάνοντάς του διάφορες γιατρειές και ζεσταίνοντάς τον για να αναζήση, αλλά μάταια εκοπίαζαν. Μετά από πολλές ημέρες ήλθε στον εαυτό του και ερωτήθηκε από τους συγγενείς του να τους ειπεί τί έπαθε και πού βρισκόταν τόσες ημέρες νεκρός. Εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο έκλαιγε απαρηγόρητα και ακατάπαυστα και, μέχρι του θανάτου του, δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Όταν πλησίαζε το τέλος, εκάλεσε τον μεγαλύτερο γιο του και του είπε τα εξής μπροστά σε όλους: 

«Αγαπητό μου παιδί, αυτή την τελευταία εντολή σου δίνω προστακτικά και σε διατάζω να την τηρής αυστηρά, όσο μπορείς. Να δίνεις ελεημοσύνη στους πτωχούς και να έχεις πολλή συμπάθεια στους ξένους και οδοιπόρους. Να τους περιποιείσαι στο σπίτι σου με πολλή αγάπη, να τους υπηρετής πρόθυμα και να τους δίνεις άφθονα, όσα χρειάζονται, καθώς είδες να κάνω και εγώ μέχρι τώρα. Διότι η φιλοξενία είναι η πιο ευπρόσδεκτη στον Θεό απ' όλες τις αρετές και όποιος την εκτελεί επιμελώς, για την αγάπη του Θεού, ευρίσκει πολύ μισθό στην ουράνια Βασιλεία Του. Και για να παρακινηθήτε όλοι οι συγγενείς μου σ' αυτή την φιλόθεη πράξη της καλωσύνης και συμπαθείας προς τους ξένους και πτωχούς, την τελευταία αυτή ημέρα μου θα σας διηγηθώ την φοβερή οπτασία που είδα, όταν με ευρήκατε ωσάν αποθαμμένον προ ετών, κάτω στο πάτωμα του σπιτιού μας. 

Γνωρίζετε ότι από την νεότητά μου είχα πολλή ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο και κάθε ημέρα της εδιάβαζα εγκώμια και ευχές. Γι' αυτό μου τον πόθο και την αγάπη που είχα με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, με αξίωσε ο Δεσπότης, με τις δικές της πρεσβείες, να απολαύσω πολλές δωρεές και χάριτες, μα προπαντός για τη συμπάθεια που είχα για τους πτωχούς και ξένους, καθώς εσείς το ξέρετε, υποδεχόμενος τον καθένα με αγάπη και παρέχοντας άφθονα, όλα τα χρειαζόμενα. 

Την νύκτα εκείνη που είδα την οπτασία, άκουσα φωνή που εφώναξε με το όνομά μου λέγοντας: «Σήκω από το κρεβάτι και ακολούθησέ με». «Όταν σηκώθηκα, μ' έπιασε βίαια εκείνος που με φώναξε από το χέρι και με ωδήγησε σ' ένα μεγάλο λιβάδι. Τότε αυτός έγινε άφαντος και εγώ μόνος μου, μη ξέροντας τι να κάνω, άκουσα πίσω μου ξαφνικά φοβερές φωνές και ταραχές. Γυρίζοντας πίσω βλέπω ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων και ήρχοντο κατεπάνω μου να με αρπάξουν ως θηρία ανήμερα. Εγώ, καθώς τους είδα, όσο μπορούσα, έτρεχα με ασυγκράτητο φόβο έως ότου έφθασα σε ένα σπίτι και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα. Αλλά αυτοί την έσπασαν και μπήκαν μέσα να μ' αρπάσουν. Αλλά για να καταλάβεις καλλίτερα, άκουσε και αυτά. Είναι τώρα τρία χρόνια αφ' ότου επήρα ένα ξένο εδώ στο σπίτι μου, από το βράδυ της εορτής των Αγίων Πάντων για να τον φιλοξενήσω, κατά την συνήθειά μας. Φθάνοντας στο σπίτι, ευρήκα και άλλον ξένο, που είχε κρατήσει η μητέρα σου, κατά το πρόσταγμά μου που της είχα δώσει, να υποδέχεται και φιλοξενή τον καθένα ως άγγελο Κυρίου και σε λίγο έφερε άλλον έναν και ο αδελφός σου. Τότε εγώ εδοκίμασα μεγάλη χαρά που αξιώθηκα να υποδεχθώ και φιλοξενήσω στο σπίτι μου αυτούς τους τρεις ξένους κατά τον τύπο της Παναγίας Τριάδος. Τους εφίλευσα πλουσιοπάροχα, όσο μου ήταν δυνατόν, κατά την συνήθειά μου. 

Όταν λοιπόν, επανέρχομαι στην οπτασία, μπήκαν μέσα οι δαίμονες, άρχισα να φωνάζω στον Κύριο να μ' ελεήση με τις πρεσβείες της Παναχράντου Μητρός Του. Τότε βλέπω τρεις ωραίους άνδρες και μου λέγουν: «Μη φοβάσαι διότι εμείς ήλθαμε να σε βοηθήσουμε». Αφού έδιωξαν τους δαίμονες μ' ερώτησαν, εάν τους ήξερα. Εγώ τους είπα: «Όχι, Κύριοί μου, δεν σας γνωρίζω». Οι δε αποκρίθηκαν: «Εμείς είμεθα εκείνοι οι τρεις ξένοι που εφίλευσες στο σπίτι σου με πλούσια και αβραμιαία καρδιά και μας έστειλε ο Κύριος προς βοήθειά σου, να σε ανταμείψουμε για την πολλή αγάπη που μας έδειξες, και να οπού σε ελυτρώσαμε από τα χέρια των δαιμόνων». Αφού είπαν αυτά έγιναν άφαντοι. 

Εγώ ευχαρίστησα τον Θεό και φοβούμενος να βγω έξω μήπως με πειράξουν πάλι, έμεινα λίγη ώρα μέσα στο σπίτι. Μετά από λίγο έκανα το σημείο του Σταυρού και βγήκα έχοντας την ελπίδα μου στον Κύριο. Αφού εβάδισα λίγο, είδα να τρέχουν πίσω μου οι δαίμονες λέγοντας τα εξής: Ας τρέξουμε τώρα να τον πιάσουμε μήπως και μας φύγη». Εγώ φοβήθηκα και τρέχοντας περισσότερο, εφώναξα στην Θεοτόκο: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθησέ με». Έτσι τρέχοντας έφθασα σ' ένα πύρινο ποτάμι, που ήταν γεμάτο φίδια και άλλα φοβερά θηρία του Άδου. Το σώμα τους ήταν όλο χωμένο μέσα στις φλόγες και μόνο το στόμα τους είχαν έξω ανοιχτό, ωσάν να πεινούσαν και ήθελαν να με φάγουν. Οι δαίμονες που με κυνηγούσαν, με φώναζαν να πέσω μέσα στο ποτάμι η θα με ρίξουν εκείνοι. Εγώ τότε εκύταζα τριγύρω, εάν υπάρχη κάποια άλλη διέξοδος, οπότε και βλέπω ένα πολύ στενό γεφύρι ως μια σπιθαμή και τόσο ψηλό, ώστε μου φαινόταν πως έφτανε στον ουρανό. Μη ξέροντας τι να κάνω απ' αυτά τα τρία, δηλαδή να πέσω στο ποτάμι, όπου φοβόμουν την φωτιά και τους δράκοντες, να μείνω στην εξουσία των δαιμόνων, που ήταν χειρότερο ή να ανέβω το γεφύρι; Προτίμησα το τρίτο. Έτσι ανέβαινα τα σκαλιά ένα-ένα με πολύ φόβο και κίνδυνο να πέσω κάτω στις φλόγες. Οι πονηροί δαίμονες με ακολουθούσαν με φωνές και απειλές. Όταν ήμουν στην κορυφή του γεφυριού, έφθασαν και οι δαίμονες και εγώ τότε με δάκρυα εβόησα προς την Θεοτόκο: «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με». Τότε, ευρέθηκε ενώπιόν μου η φιλεύσπλαχνη Μητέρα της ελεημοσύνης και μου έδωσε το δεξί της χέρι λέγοντας: Μη φοβάσαι, αγαπημένε δούλε μου. Επειδή εσύ μου διάβαζες εγκώμια και προσευχές και αγαπούσες τους φτωχούς, τους ελαχίστους αδελφούς του Υιού και Δεσπότου μου, γι' αυτό ήλθα και εγώ να σε βοηθήσω στην ανάγκη σου». Αφού μου είπε αυτά με εκράτησε από το χέρι και, ώ του θαύματος! σε μια στιγμή μ' έφερε στο σπίτι μου και μπήκε η ψυχή μου στο σώμα μου, ενώ εσείς με θεωρούσατε ως πεθαμένο. 

Λοιπόν παιδί μου, να μη αμελήσης και εσύ την υπηρεσία αυτή προς την Μητέρα του Παντοδυνάμου Θεού, την Πανάχραντη Θεοτόκο, αλλά κάθε ώρα να την υμνολογής, να την δοξάζεις, όπως πρέπει και όπως μέχρι τώρα έκανα και εγώ ο πατέρας σου. Έτσι θα την έχεις βοήθεια σε κάθε σου ανάγκη. Αυτό είναι το πρώτο πρόσταγμά μου που σου παραγγέλλω. Το δεύτερο είναι, όπως σου προείπα, βίαζε τον εαυτό σου, όσο μπορείς να αγαπάς τους ξένους, τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά, να τους δίνεις όλα τα αναγκαία, εάν θέλεις ν' απολαύσης σ' αυτόν τον κόσμο κάθε αγαθό και να κληρονομήσης και την αιώνια Βασιλεία του Θεού!».

Αυτά, αφού είπε ο αοίδιμος σ' όλους τους παρευρισκομένους να ευλαβούνται την Θεομήτορα και να βοηθούν τους πτωχούς, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού. Ο γυιός του, ενθυμούμενος σ' όλη την ζωή του τις πατρικές συμβουλές, εξήσκησε ενάρετη πολιτεία και μετά το τέλος της επιγείου ζωής του, αξιώθηκε της ουρανίου μακαριότητος. 

Εκ του βιβλίου "Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις γιάτην άλλη ζωή" 
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ!

Μία ευσεβής κοπέλα παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Μετά από κάμποσο καιρό έμεινε έγκυος.
Ευτυχισμένοι και οι δύο περίμεναν με ανυπομονησία την ιερή μέρα του τοκετού με προσευχή με συχνή θεία κοινωνία και με εξομολόγηση.
Και ήρθε η ημέρα εκείνη του τοκετού. Πήγε στο νοσοκομείο όπου γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι.
Οι γιατροί πήραν το κοριτσάκι όμως δεν το έδειξαν στην μητέρα.
Της είπαν θα το πάμε να το εξετάσουμε μην ανησυχείς έχει ένα μικρό πρόβλημα, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε.
Όταν επέστεψαν οι γιατροί της είπαν ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το μωρό είναι μεγάλο και δεν υπάρχει θεραπεία.
Τι έχει γιατρέ μου; ρώτησε ανήσυχη η μητέρα.
Ο γιατρός με σκυμμένο το κεφάλι της είπε ότι δεν βλέπει είναι δυστυχώς τυφλό.
Η μητέρα φώναξε: συμφορά μου! Τυφλό το κοριτσάκι μου… κακό που με βρήκε!
Ο γιατρός σιωπηλός έφυγε και η μητέρα άρχισε να κλαίει ασταμάτητα.
Μετά από λίγες μέρες πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και πήγε στο σπίτι της.
Αμέσως φώναξε τον ιερέα της ενορίας για να της διαβάσει τις ευχές.
Η μητέρα στενοχωρημένη λέγει στον ιερέα το πρόβλημά της.
Ο ιερέας την καθησύχασε λέγοντάς της λόγια παρηγοριάς, και φεύγοντας της είπε ότι θα την περιμένει στον ναό για τον σαραντισμό.
Αφού πέρασαν οι μέρες πήρε το παιδάκι της και πήγε στο Ναό για τον σαραντισμό.
Περιμένοντας τον Ιερέα γονάτισε μπροστά στην εικόνα της παναγίας και ρωτούσε: παναγία μου πες μου πως θα μεγαλώσει; Πως θα ζήσει; Τι θα απογίνει;
- Μην απελπίζεσαι. Έχει ο Θεός, κυρά, της είπε ενθαρρυντικά ο γέροντας ψάλτης του χωριού.
- Πως έχει; Δεν καταλαβαίνω…
- Δεν το καταλαβαίνεις, γιατί ο Θεός δίνει, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, «υπερεκπερισού ων αιτούμεθα ή νοούμεν», δηλαδή πολύ πολύ περισσότερα από αυτά που ζητούμε ή βάζουμε με το νού μας, μας ανταποδίδει ο Θεός.
- Και τι μπορεί να γίνει το τυφλό κοριτσάκι μου;
- Δεν μπορώ να ξέρω από τώρα, γιατί, όπως άκουσες, δίδει περισσότερα από ότι μπορούμε να φανταστούμε. Ένα μονάχα ξέρω καλά. Εκείνο που είναι γραμμένο στην αγία μας Γραφή: «Κύριος σοφεί τυφλούς» δηλαδή ο Θεός σοφίζει τους τυφλούς.
- Ξέρεις κανέναν τυφλό σοφό; Τον ρώτησε η μητέρα.
- Τον Όμηρο, τον Δίδυμο το τυφλό και άλλους πατέρες της Εκκλησίας μας αλλά και ιστορικοί ακόμη και μουσικοί παράδειγμα ο Μπετόβεν, κυρά, απ’ τι λένε τυφλός ήταν.
- Λες να γίνει σοφό το κοριτσάκι μου;
- Δεν ξέρω τι ακριβώς θα γίνει. Ένα ξέρω θα γίνει ένα τέτοιο που δεν το βάζει καθόλου ο νους μας. Εσύ, κυρά μου,
 ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ, ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ. Το μόνο που θα κάνεις είναι να πας το παιδί, όταν είναι η ώρα του για σχολείο, στην Αθήνα, απ’ ότι ξέρω εκεί υπάρχει σχολείο για τυφλά παιδιά, και περίμενε με πίστη και με προσευχή την πρόνοια του ΘΕΟΥ και είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα τρίβεις τα μάτια σου σαν μεγαλώσει.
Ήρθε ο Ιερέας διάβασε τις ευχές και η μητέρα γύρισε με περισσότερη δύναμη και πίστη στο σπίτι της.
Πέρασε ο καιρός και το κοριτσάκι μεγάλωσε τελείωσε το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο με άριστα.
Πήγε στην Ακαδημία, έδωσε εξετάσεις και απ’ τους χίλιους που έδωσαν για σαράντα θέσεις, μπήκε δέκατη και πήρε το πτυχίο της με άριστα.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σπούδασε Αγγλική φιλολογία πήρε το πτυχίο με άριστα, πήρε και πτυχίο Γαλλικής φιλολογίας.
Πήρε επίσης πτυχίο μεταφράστριας Γαλλικών έργων τέχνης, μετά από ανώτερες σπουδές.
Διορίστηκε καθηγήτρια Αγγλικών στο σχολείο για τυφλούς που πήγαινε η ίδια.
Έλαβε μέρος σε διάφορα Συνέδρια στην Αμερική, στην Φινλανδία, τη Γαλλία, στην Ιταλία.
Έχει τυφλούς μαθητές και μαθήτριες κατ’ οίκον.
Αγόρασε διαμέρισμα μαζί με την αδελφή της, και ανακαίνισε το πατρικό της σπίτι.
Κάποια μέρα η μητέρα πήγε στην Εκκλησία του χωριού. Ο ψάλτης σαν την είδε την πλησίασε και της είπε κυρά Κούλα:
- Το θυμάσαι που σου είπα «μην απελπίζεσαι, έχει ο Θεός;
- Το θυμάμαι.
- Θυμάσαι κι εκείνο που είπε ο απόστολος Παύλος; Το θυμάσαι;
- Πώς να το ξεχάσω.
- Είδες και έτριψες τα μάτια σου;
- Πολλές φορές.
- Τα είδε και το κοριτσάκι σου με κλειστά τα μάτια;
- Τα είδε, τα βλέπει, τα ζεί.
- Ε, τι λές τώρα;
- Είπα, λέω και θα λέω στον εαυτό μου και στον καθένα:


ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ, ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ.