ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ!

Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός
Επίσκεψη στον τόπο των κολασμένων!

Ο χρόνος που δόθηκε στον Ιωάννη (ένας κενόδοξος, αμαρτωλός νέος που γνωρίστηκε με τον Άγιο Επιφάνιο πνευματικοπαίδι του Αγίου Ανδρέα) για να μετανοήσει, συμπληρώθηκε.
Καί μια νύχτα ο Επιφάνιος είδε σε όραμα ότι τον πήρε ο μακάριος Ανδρέας και τον οδήγησε σε τόπους δύσβατους, απαίσιους και ζοφερούς.

Κρατούσε μια λαμπάδα, για να φωτίζει το πυκνό σκοτάδι. Ο Επιφάνιος είχε την αίσθηση πως όλα αυτά βρίσκονταν κάτω από τη γη. Έβλεπε φυλακές και αμπάρες, δεσμωτήρια αποτρόπαια και σκοτεινά. Σε άλλα απ’ αυτά ήταν κλεισμένα ποντίκια, αγριόγατες και αλεπούδες, σε άλλα φίδια, κουρούνες και κοράκια, κάθε λογής ακάθαρτα πουλιά και ζώα. Ήταν πολλά, αμέτρητα, σαν τ’ αστέρια του ουρανού.
Ήρθαν, τέλος, σ’ ένα βρωμερό καλύβι, όπου δεν υπήρχαν παρά μόνο περιττώματα ανθρώπων σκύλων.
-Πες μου, σε ικετεύω, γιατί ήρθαμε εδώ; ρώτησε ο Επιφάνιος τον όσιο. Γι’ αυτό αγνωνιστήκαμε; Γιά να βρεθούμε σε τέτοια βρωμιά;
-Όχι, παιδί μου, αλλά για να δείς τον τόπο που ετοίμασε για τον εαυτό του ο φίλος σου ο Ιωάννης.Οι ακαθαρσίες, που βλέπεις, είναι τα έργα του, ο κόπος του και ο ιδρώτας του. Κοίταξε τι γράφει εδώ!
Ο Επιφάνιος είδε στον αέρα μια σκοτεινή επιγραφή που έλεγε: “Αιώνια κατοικία και βαριά τιμωρία του Ιωάννη, του γιού του Κελεστίνου”- αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του.
-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό! αναφώνησε ο Επιφάνιος. Τέτοια συμφορά ούτε στους εχθρούς μου! Αλλά πως μαζεύτηκαν τόσες ακαθαρσίες;
-Όσοι άνδρες και όσες γυναίκες αμαρτάνουν, όπως ο Ιωάννης, στοιβάζουν εδώ τις ακαθαρσίες τους, ώστε, όταν πεθάνουν, να χορτάσουν οι ψυχές τους, καθώς θα είναι αλυσοδεμένες. Όταν, όμως, γίνει η ανάσταση των σωμάτων, θα παραδοθούν στη φωτιά.
-Καί όλα εκείνα τα ζώα που είδαμε φυλακισμένα, τα ποντίκια, τα θηρία, τα ερπετά, τι είναι;
-Είναι οι ψυχές των άσωτων και αμαρτωλών.
-Πω πω! Έτσι είναι οι ψυχές των ανθρώπων;
-Όχι παιδί μου.Ὁ Θεός οἰκονόμησε νά φανοῦν ἔτσι, γιά νά μᾶς δείξει ποιάν ἁμαρτία ἔκανε κάθε ψυχή. Ἄλλες ἀπ’ αὐτές ἀνήκουν σέ φονιάδες, ἄλλες σέ μοιχούς καί πόρνους, ἄλλες σέ σοδομίτες, ἄλλες σέ κλέφτες καί φιλάργυρους, ἄλλες σέ αἱρετικούς, ἄλλες σέ κενόδοξους καί ἄλλες σέ ἄλλους ἁμαρτωλούς. Εἶναι οἱ ψυχές πού “ταυτίστηκαν μέ τά ἄλογα κτήνη καί ἔγιναν ὅμοιες μ’ αὐτά”(Ψαλμ. 48:13). Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τίς ἔκανε νά φαίνονται μέ τέτοιες μορφές. 
Συγκεκριμένα,

οἱ φονιάδες φαίνονται σάν σκορπιοί,
οἱ εἰδωλολάτρες σάν ἀγριοκάτσικα,
οἱ μάγοι σάν φίδια,
οἱ κτηνοβάτες σάν ποντίκια,
οἱ ἀρσενοκοῖτες (ὁμοφυλόφιλοι) σάν βρωμόσκυλα,
οἱ πόρνοι σάν γουρούνια,
οἱ κλέφτες σάν λύκοι,
οἱ ἀπατεῶνες σάν ἀλεποῦδες,
οἱ φιλάργυροι σάν ἀγριόγατες,
οἱ ὀργίλοι σάν πάνθηρες,
οἱ μνησίκακοι σάν ὀχιές,
οἱ γαστρίμαργοι σάν ἄλογα,
οἱ προαγωγοί σάν γαϊδούρια,
οἱ βλάσφημοι σάν κουροῦνες,
οἱ συκοφάντες σάν κοράκια,
οἱ αἰσχροί τραγουδιστές σάν βατράχια,
οἱ χορεύτριες σάν ἐρωδιοί,
οἱ πόρνες σάν κατσίκες…
 

Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός (σελ. 173-175)
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΟΛΑΣΤΟΣ ΕΥΝΟΥΧΟΣ

 Ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός και ο ακόλαστος ευνούχος

Σε μια στιγμή τον πλησίασε (τον Άγιο Ανδρέα τον δια Χριστόν σαλό) κι ένας νεαρός ευνούχος, δούλος κάποιου πλούσιου άρχοντα. Το πρόσωπό του ήταν ροδαλό και το δέρμα του λευκό. Όμορφος, ξανθός και λεπτεπίλεπτος, φορούσε ρούχα πολυτελή και μύριζε από μακριά αρώματα. Ήταν συνομήλικος, γείτονας και φίλος του Επιφανίου (φίλου και μαθητή του Αγίου). Στο χέρι του κρατούσε μια αρμαθιά χουρμάδες. Βλέποντας τον όσιο γυμνό, απόρησε και ρώτησε ταραγμένος τον Επιφάνιο:

-Ποιός είναι αυτός φίλε μου; Γιατί γυρίζει γυμνός μέσα στο κρύο και κάθεται κάτω σαν θαλασσοδαρμένος;

-Τι να σου πω, δεν ξέρω. Φαίνεται πως τον νου του τον έχει αιχμαλωτίσει ο πονηρός, γι’ αυτό γυρίζει εδώ κι εκεί σαν τρελός (ο Επιφάνιος γνώριζε ότι ο όσιος παριστάνει τον σαλό, αλλά δεν είχε ευλογία από τον Άγιο να τον φανερώσει στον κόσμο). Όλοι οι δαιμονισμένοι έτσι κάνουν, ξεσκίζουν τα ρούχα τους και κυκλοφορούν γυμνοί, χωρίς να αισθάνονται το κρύο ή τη ζέστη.

Ο ευνούχος συμπόνεσε τον όσιο και του έδωσε τους χουρμάδες.

-Πάρε αυτά για την ώρα, του είπε, δεν έχω τίποτ’ άλλο μαζί μου.

Ο όσιος, όμως, που με τα νοερά μάτια έβλεπε την κατάσταση της ψυχής του, τον κοίταξε βλοσυρά και του είπε:

-Οι σαλοί δεν δέχονται δώρα από κωλοφονίους.

Εκείνος δεν κατάλαβε το υπονοούμενο και είπε:

-Είσαι πραγματικά τρελός. Χουρμάδες βλέπεις και για κολοφώνια τους περνάς;

-Πήγαινε, δόλιε, στο δωμάτιο του κυρίου σου, του αποκρίθηκε ο μακάριος, και κάνε μαζί του την βδελυρή αμαρτία των Σοδομιτών, για να σου δώσει κι άλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Ούτε το φως της Βασιλείας των Ουρανών βλέπεις, ούτε την αγριότητα της γέεννας γνωρίζεις, ούτε τον άγγελό σου, που σε ακολουθεί καταλυπημένος, ντρέπεσαι. Τι θα γίνει μ’ εσένα, βρωμερέ, που συχνάζεις στις γωνιές μαζί με άλλους και κάνεις πράξεις αφύσικες, πράξεις που ούτε τα σκυλιά τις ξέρουν, ούτε οι χοίροι, ούτε τα φίδια; Από που τα έμαθες αυτά, ακάθαρτε; Κρίμα στα νιάτα σου, που τα πλήγωσε ο σατανάς και τα γκρέμισε εύκολα στα τρίσβαθα του άδη. Πρόσεξε, μη συνεχίσεις έτσι, για να μη ρίξει φωτιά ο Θεός και σε κάψει, κι έτσι από τη μια φωτιά πέσεις πρόωρα στην άλλη, την αιώνια!

Η ταραχή του ευνούχου ήταν φανερή. Είχε κατακοκκινίσει από την ντροπή του.

-Αλίμονό μου! μπόρεσε μόνο να ψελλίσει.

-Τι έπαθες φίλε μου; τον ρώτησε ο Επιφάνιος. Γιατί κοκκίνισες έτσι; Ωστόσο μην περιφρονήσεις τα λόγια του. Αν η συνείδησή σου σε ελέγχει για κάτι απ’ αυτά που σου είπε, φρόντισε να διορθωθείς. Είσαι νέος κάι εύκολα ξεγελιέσαι από τον σατανά. αυτός είναι φοβερός, είναι πανούργος και μοχθηρός συνάμα. Μας σπρώχνει στην αμαρτία, για να έχει κι εμάς μαζί του στη φωτιά της γέεννας και να παρηγοριέται.

Ο ευνούχος έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, δίχως να πει τίποτα.

Ο Επιφάνιος σήκωσε τον όσιο και μπήκαν στο σπίτι του. Βρήκαν το τραπέζι στρωμένο. Κάθησαν κι έφαγαν. Όταν τελείωσαν, ο Επιφάνιος ρώτησε τον όσιο:

-Γιατί, κύριέ μου, μίλησες τόσο σκληρά στον φίλο μου;

-Επειδή ακριβώς είναι φίλος σου, γι’ αυτό του μίλησα έτσι. Αν δεν ήταν φίλος σου, δεν θα του έλεγα ούτε μια λέξη. Σκοπός μου δεν είναι να ελέγχω τους αμαρτωλούς, αλλά να βαδίζω στον ίσιο δρόμο, που οδηγεί στον ουρανό.

-Αφού, όμως, είναι δούλος και βιάζεται από τον αφέντη του, τι μπορεί να κάνει ο καημένος;

-Το ξέρω πως είναι δούλος, είπε ο όσιος, πρέπει να υπηρετεί τον αφέντη του μόνο στις υλικές του ανάγκες, όχι στα έργα του διαβόλου και στις άνομες πράξεις, και μάλιστα σ’ αυτό το σιχαμερό, σ’ αυτό το καταραμένο αμάρτημα, που ούτε στα άλογα ζώα το συναντάμε! Τι άνθρωπος είναι, αφού δεν αισθάνεται τη δυσοσμία της κοπριάς και δεν φεύγει μακριά της;

-Αν, όμως, ο αφέντης του, ξαναείπε ο Επιφάνιος, τον προστάξει να κάνει κάποια υπηρεσία, ακόμα και αμαρτωλή, και ως δούλος δεν υπακούσει, ξέρεις τι τον περιμένουν-και βρισιές και ξύλο και τόσα άλλα βάσανα.

-Αυτό, παιδί μου, είναι το μαρτύριο του Χριστού. Αυτό εννοούσε ο Κύριος, όταν έλεγε: «Μακάριοι είναι όσοι διώκονται για την αρετή, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία του Θεού” (Ματθ. 5, 10). Αν οι δούλοι δεν υποκύπτουν στη βδελυρή σοδομιτική επιθυμία των κυρίων τους, είναι μακάριοι και τρισμακάριοι, γιατί με τα βάσανα που θα υποφέρουν, θα στεφανωθούν από τον Κύριο σαν μάρτυρες.

Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο δια Χριστόν σαλός. Ιερά Μονή Παρακλήτου.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΛΟΓΙΑ!


Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός
Η αναχώρηση απ’ αυτή τη ζωή είναι μεγάλη ευλογία 

- Γιατί παιδί μου, σκοτείνιασε το πρόσωπο σου, μόλις άκουσες για τον θάνατό μου; Η αναχώρηση απ' αυτή τη ζωή είναι μεγάλη ευλογία. Τι σχέση έχουμε εμείς με τον μάταιο κόσμο; Δεν πλαστήκαμε για να ζούμε εδώ παντοτινά, αλλά μόνο για ν' αγωνιστούμε και να γυρίσουμε πάλι στην πατρίδα μας. Εδώ δεν έχουμε τίποτα δικό μας. Αυτός ο κόσμος είναι πικρός, γιατί είναι γεμάτος πονηρούς δαίμονες, που ανακατεύονται με τους ανθρώπους, παρασύρουν πολλούς και τους ρίχνουν στην κόλαση. Απεναντίας, ο άλλος κόσμος, όπου θέλω να πάω, έχει τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Εκεί είναι φως, ενώ εδώ σκοτάδι. Εκεί είναι η δόξα της Αγίας Τριάδος, που λάμπει ασύγκριτα και αιώνια, ενώ εδώ η ψεύτικη, η μάταιη και η απατηλή δόξα, που συνοδεύει την ανομία.

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός

Ο βίος του Οσίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 - 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου. Ο Όσιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.).
 
Ο Όσιος Ανδρέας από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.
Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.
Αλλά ο Όσιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου "ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε", και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.
Κάποια νύκτα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Ο φθονερός διάβολος δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει απείρακτο. Μόλις άρχισε την προσευχή του έρχεται με πολύ θόρυβο και του κτυπά την πόρτα. Ο μακάριος ως νέος και μη γνωρίζοντας από τις πονηρίες του διαβόλου, φοβήθηκε, σταμάτησε την προσευχή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε. Όταν είδε ο σατανάς ότι φοβήθηκε και άφησε την προσευχή χάρηκε και λέγει στον άλλο δαίμονα: "Να! ακόμα αυτός είναι βρέφος, τρέχουν τα σάλια του, και προετοιμάζεται για να κάνει πόλεμο εναντίον μας". Αφού τα είπε αυτά εξαφανίστηκε.
Ο μακάριος Ανδρέας αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στο θέατρο της πόλεως. Από το ένα μέρος υπήρχαν πολλοί άνδρες λευκοφόροι (ασπροντυμένοι) και φωτεινοί και από το άλλο ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήθος κατάμαυροι αράπηδες. Ζητούσαν και τα δύο μέρη να παλέψουν. Οι κατάμαυροι είχαν ανάμεσα τους ένα μεγαλύτερο, που ήταν χιλίαρχος, και έλεγαν προς τους λευκοφόρους: "Όποιος θέλει από σας, ας βγει να πολεμήσει με αυτόν".
Ενώ ο Άγιος έστεκε και άκουε τα λεγόμενα, βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό κάποιος νέος πάρα πολύ ωραίος, λαμπρότερος του ήλιου στη όψη, κρατώντας στα χέρια του τρία υπέροχα στεφάνια. Το ένα ήταν στολισμένο με μαργαριτάρια, το δεύτερο με πολύτιμες πέτρες και το τρίτο με κρίνα και άνθη του Παραδείσου. Ήταν δε αυτά και αμάραντα και είχαν τόση ευωδία ώστε θαύμαζε ο μακάριος Ανδρέας και επιθυμούσε, αν ήταν δυνατόν, να πάρει κάποιο από εκείνα τα στεφάνια.
Πλησιάζει λοιπόν τον νέο και του λέει: "Στον Χριστό που πιστεύεις, πόσο πουλάς αυτά τα στεφάνια; Θέλω να μάθω. Αν και εγώ δεν μπορώ να τα αγοράσω όμως θα τρέξω γρήγορα να το πω στο αφεντικό μου για να έλθει να πάρει αυτό κάποιο από αυτά και να σου δώσει όσα χρήματα θέλεις". Αυτά αφού τα άκουσε ο νέος, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο Χριστός, χαμογέλασε και λέει στον Ανδρέα: "Πίστεψε με στ’ αλήθεια, αγαπητέ, ότι αν μου φέρεις όλο το χρυσάφι του κόσμου, δεν δίνω ούτε ένα άνθος από αυτά τα στεφάνια ούτε σε σένα, αλλά ούτε και στο αφεντικό σου. Γιατί αυτά δεν ανήκουν στο μάταιο αυτό κόσμο, όπως νομίζεις, αλλά στους ουράνιους θησαυρούς, με τους οποίους στεφανώνονται όσοι νικήσουν εκείνους τους μαύρους. Εάν, λοιπόν, θέλεις και συ κανένα απ’ αυτά τα στεφάνια πάλεψε με εκείνον τον ακάθαρτο αράπη και αν τον νικήσεις όχι μόνο αυτά θα σου δώσω αλλά όσα θέλεις".
Όταν τα άκουσε αυτά ο μακάριος Ανδρέας πήρε θάρρος και λέει σ’ αυτόν: "Κύριε μου, δέχομαι να παλέψω, μόνο δίδαξε με με ποιόν τρόπο θα τον νικήσω". Είπε τότε ο Κύριος προς τον Ανδρέα: "Γνώριζε, αγαπητέ, ότι αυτοί οι αράπηδες είναι μόνο θρασείς, αλλά δεν έχουν καμιά δύναμη. Μη φοβηθείς λοιπόν που τον βλέπεις τόσον μεγάλο, διότι είναι σαν το χόρτο σάπιος και αδύνατος". Αφού τον ενθάρρυνε, τον έπιασε από τη μέση και του έδειξε πως να παλέψει με τον αράπη. Του παράγγειλε δε τα εξής: "Όταν σε πιάσει ο αράπης, μη φοβηθείς, αλλά αγκάλιασε τον σε σχήμα σταυρού και θα δεις τη δύναμη του Θεού".
Τότε μπήκε στη μέση του θεάτρου ο Ανδρέας και είπε με δυνατή φωνή: "Μαυρισμένε, έλα να παλέψουμε". Όταν είδε ο αράπης εκείνος, ο χιλίαρχος των δαιμόνων, ότι τον ζητούσε ο Ανδρέας σηκώθηκε και ερχόταν με μεγάλη υπερηφάνεια να τον αρπάξει και τον φοβέριζε με το βλέμμα του. Ο Ανδρέας τον έπιασε σταυροειδώς και τον έριξε κάτω στη γη ώστε για πολλή ώρα έμεινε άφωνος. Τότε χάρηκαν πάρα πολύ οι λευκοφόροι και αμέσως έτρεξαν, τον αγκάλιασαν και τον καταφιλούσαν και τον άλειφαν με θεϊκό μύρο. Οι δε κατάμαυροι αράπηδες έφυγαν καταντροπιασμένοι.
Αμέσως τότε ο γεμάτος δόξα εκείνος νέος έδωσε τα στεφάνια στον μακάριο Ανδρέα και καταφιλώντας τον του είπε: "Από σήμερα είσαι δικός μου φίλος. Να αγωνίζεσαι τον καλόν αγώνα γυμνός και περιφρονημένος. Γίνε σαλός για μένα, για να σε αξιώσω πολλών αγαθών στη Βασιλεία μου".
 
Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και να σκεπάζει το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (Εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου στις 1 και 28 Οκτωβρίου).
Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο, έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».
Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού. Βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων. Ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: "Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού".
Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάϊα και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία, σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».
Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;», και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.
 
Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Όσιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 66 ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία, την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου βρισκόταν ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό και ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτρεξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Οσίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Οσίου Ανδρέα, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου. Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 28 Μαΐου.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή I
βήρων.