ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΛΟΥΚΑ- Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ!

 
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας
Κυριακή Ι’ Λουκά: H θεραπεία της συγκύπτουσας 

(Λουκά ιγ΄,10-17)
Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, κεφ.ιγ΄
«καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ (:και να, εκεί υπήρχε μία γυναίκα που είχε πνεύμα ασθένειας επί δέκα οκτώ χρόνια)» [Λουκ. 13 ,11]. 

Υπήρχε στη Συναγωγή μία γυναίκα που εξαιτίας της ασθένειάς της επί δέκα οκτώ χρόνια ήταν διαρκώς σκυμμένη προς το έδαφος. Και αυτό ωφελεί όχι και λίγο εκείνους που σκέπτονται σωστά. Γιατί πρέπει εμείς να συλλέγουμε από παντού αυτό που είναι χρήσιμο. Μπορούμε λοιπόν και από αυτό να δούμε και ότι ο Σατανάς δέχεται πολλές φορές την εξουσία ενάντια σε κάποιους, οι οποίοι προφανώς αμαρτάνουν και αντί των αγώνων της ευσέβειας προτιμούν τη ραθυμία, τους οποίους όταν τους κυριεύσει, τους προκαλεί πολλές φορές τέτοιες σωματικές ασθένειες, επειδή είναι τιμωρός και πολύ σκληρός. Και του επιτρέπει αυτό κατά πολύ μεγάλη οικονομία ο παντεπόπτης Θεός, με σκοπό, καταπονημένοι από το βάρος της δυστυχίας τους, να προτιμήσουν να μεταπηδήσουν προς τα καλύτερα.  Και πράγματι ο σοφότατος Παύλος κάποιον στην Κόρινθο, που είχε κατηγορηθεί για πορνεία, τον παρέδωσε στον Σατανά προς καταστροφή της σάρκας του, ώστε να σωθεί το πνεύμα του. Και η συγκύπτουσα λοιπόν γυναίκα λέγεται ότι το έπαθε αυτό από διαβολική αγριότητα. Δηλαδή, όπως είπα, περιφρονημένη από τον Θεό εξαιτίας των αμαρτημάτων της, δηλαδή γενικά και αποκλειστικά για τον λόγο αυτό, γιατί αίτιος των ασθενειών στα ανθρώπινα σώματα έγινε ο πανούργος Σατανάς, αφού και μέσω αυτού λέμε ότι επιτελέστηκε η παράβαση του Αδάμ, με την οποία τα ανθρώπινα σώματα οδηγήθηκαν στην ασθένεια και στο θάνατο.

Ωστόσο, ενώ οι άνθρωποι βρίσκονταν σ’ αυτά, δεν μας περιφρόνησε ο Θεός, όντας από τη φύση Του αγαθός, και ενώ οι ασθενείς ήταν τιμωρημένοι με μακρά και ανυπόφορη ασθένεια, τους απάλλαξε από τα δεσμά, καθιστώντας κατά άριστο τρόπο απαλλακτική των ανθρωπίνων παθών την παρουσία και ανάδειξή Του σ’ αυτόν τον κόσμο· γιατί ήρθε για να αναμορφώσει τη ζωή μας όπως ήταν στην αρχή. Γιατί σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί: «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων. ἔκτισε γὰρ εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα, καὶ σωτήριοι αἱ γενέσεις τοῦ κόσμου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς φάρμακον ὀλέθρου οὔτε ᾅδου βασίλειον ἐπὶ γῆς (:ο Θεός δε δημιούργησε τον θάνατο, ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζωντανών. Γιατί δημιούργησε τα πάντα για να υπάρχουν, και τα δημιουργήματα του κόσμου έγιναν για να διατηρούνται σώα, και δεν υπάρχει σ’ αυτά φάρμακο καταστροφής)» [Σοφία Σολομώντος 1, 13-14] και «φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον (:αλλά από τον φθόνο του διαβόλου μπήκε στον κόσμο ο θάνατος)» [Σοφία Σολομώντος 2, 24].

Για την ανατροπή του θανάτου και της φθοράς και του φθόνου που εκδηλώθηκε εναντίον μας από τον πονηρό και αρχέκακο δράκοντα έγινε η ενσάρκωση του Λόγου, δηλαδή η ενανθρώπηση. Κι αυτό αποδεικνύεται ολοκάθαρα από τα ίδια τα πράγματα. Ελευθέρωνε λοιπόν τη θυγατέρα του Αβραάμ από την τόσο μακροχρόνια ασθένεια, προσφωνώντας και λέγοντας: «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου (: Γυναίκα, είσαι ελεύθερη από την ασθένειά σου)». Η φωνή ήταν πολύ θεοπρεπεστάτη, γεμάτη από την ανώτατη εξουσία! Γιατί με νεύμα βασιλικό διώχνει την ασθένεια. Έθεσε επίσης και τα χέρια Του επάνω σ’ αυτήν. «καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν (: «Και αμέσως», λέγει, «σηκώθηκε όρθια και δόξαζε τον Θεό»). Μπορούμε λοιπόν από αυτό να δούμε, ότι η αγία σάρκα φορούσε τη δύναμη και ενέργεια του Θεού· γιατί ήταν δική Του, και όχι κανενός άλλου, που υπήρχε χωριστά και ιδιαίτερα, όπως νομίζουν κάποιοι με τρόπο ανοσιότατο.

«ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου» (: Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτώντας, διότι ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία μέρα Σάββατο, έλαβε τον λόγο και είπε στον λαό· έξι ημέρες είναι εκείνες, κατά τις οποίες πρέπει να εργαζόμαστε· σε αυτές δε τις εργάσιμες ημέρες να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέρα του Σαββάτου)» [Λουκά 13, 14].

Κι όμως, πώς δεν έπρεπε ο αρχισυνάγωγος μάλλον να θαυμάσει τον Χριστό που ελευθέρωσε τη θυγατέρα του Αβραάμ από τα δεσμά; Την είδες να είναι απαλλαγμένη από την πάθησή της με τρόπο θαυματουργικό. Δεν είδες τον ιατρό να προσεύχεται, ο οποίος δεν έλαβε ως αίτημα από άλλον τη θεραπεία της ασθενούς, αλλά αυτό που έκανε ήταν έργο της δικής Του εξουσίας. Αφού είσαι αρχισυνάγωγος, γνωρίζεις οπωσδήποτε τα γραμμένα από τον Μωυσή. Τον είδες αυτόν να προσεύχεται σε πολλές περιπτώσεις και να μην έχει κάνει τίποτε απολύτως με τη δική του δύναμη. Και πράγματι όταν η Μαριάμ προσβλήθηκε από λέπρα απλώς και μόνο επειδή είπε κάτι εναντίον αυτού ως κατηγορία (και αυτό είναι αλήθεια· γιατί λέγει, είχε νυμφευτεί γυναίκα Αιθιόπισσα), δεν παρουσιάσθηκε ανώτερος από το κακό, αλλά ικετεύει γονατιστός τον Θεό, λέγοντας· «Θεέ μου, σε παρακαλώ, θεράπευσέ την».  Και όμως χωρίς να ικετεύει συγχωρήθηκε η ποινή της αμαρτίας της. Αλλά και καθένας από τους άγιους προφήτες, ενώ κάπου έκανε κάτι γενικά, εμφανίζεται να το έκανε αυτό με τη δύναμη του Θεού. Εδώ όμως σε παρακαλώ πρόσεχε, ότι ο Σωτήρας των όλων Χριστός δεν αναπέμπει προσευχή, αλλά αναθέτει στη δική του Δύναμη την επιτέλεση του θαύματος, θεραπεύοντας με τη φωνή Του και με το άγγιγμα του χεριού Του. Γιατί, όντας Κύριος και Θεός, παρουσίαζε την σάρκα Του ισοδύναμη προς τον εαυτό Του, στο να μπορεί, εννοώ, να απαλλάσσει από τα νοσήματα. Έπρεπε λοιπόν από αυτό να αντιληφθεί τη δύναμη του σχετικού με Αυτόν μυστηρίου.

Εάν λοιπόν ήταν κάποιος αρχισυνάγωγος εύστροφος, θα μπορούσε να καταλάβει ποιος και πόσο μεγάλος είναι ο Σωτήρας από την τόσο παράδοξη θεοσημία και να μη λέγει αυτά στα πλήθη, ούτε να κατηγορεί τους θεραπευμένους ότι καταλύουν τον νόμο, ως προς την παράδοση της αργίας του Σαββάτου. Εργασία δηλαδή γενικά αποτελεί η θεραπεία· και αδικείται ο νόμος επειδή ο Θεός δείχνει το έλεός Του κατά την ημέρα του Σαββάτου; Σε ποιον έχει προστάξει να είναι σε αργία το Σάββατο; Στον εαυτό του μάλλον ή σε εσένα; Εάν βέβαια στον εαυτό Του, τότε να μην πέφτουν βροχές , να σταματήσουν οι πηγές των υδάτων και οι διαρκείς ροές των ποταμών και οι ανάγκες των ανέμων. Εάν όμως εσένα έχει προστάξει να είσαι σε αργία, να μην κατηγορείς τον Θεό για το ότι και το Σάββατο παρέχει με εξουσία σε κάποιους το έλεός Του. Και γιατί γενικά διέταξε να αργείς το Σάββατο; Για να αναπαύεται, λέγει, ο υπηρέτης σου και το βόδι σου και το υποζύγιό σου και κάθε κτήνος σου. Όταν λοιπόν αναπαύσεις κάποιους, απαλλάσσοντάς τους από τις ασθένειες, και έπειτα το εμποδίζεις αυτό, κατήργησες ολοκάθαρα τον νόμο του Σαββάτου, μην αφήνοντας να αναπαυθούν αυτούς που βρίσκονται σε πόνους και αρρώστιες, αυτούς δηλαδή τους οποίους έδεσε ο Σατανάς.

Αλλά ο αρχισυνάγωγος της αχάριστης Συναγωγής, όταν είδε τη γυναίκα που είχε παράλυτα τα μέλη της και δεν μπορούσε να σταθεί όρθια, αλλά ήταν σκυμμένη προς τη γη και την κοιλιά της, να ελεείται από τον Χριστό και να ανορθώνεται τελείως μόνο με το άγγιγμα του χεριού Του και να βαδίζει όρθια όπως οι συνηθίζουν οι άνθρωποι, και να δοξάζει γι΄ αυτό τον Θεό, δυσανασχέτησε για τη θεραπεία της και καταφλεγόμενος για τη δόξα του Κυρίου, κυριεύεται από τον φθόνο και κατηγορεί το θαύμα και αφού άφησε τον Κύριο ο οποίος τον ήλεγξε για την υποκρισία του, επιπλήττει το πλήθος, ώστε να φανεί ότι αγανακτεί επειδή ήταν ημέρα Σαββάτου, για να πείσει εκείνους που είναι διασκορπισμένοι τις άλλες ημέρες και απέχουν από τις εργασίες, να μην βλέπουν και να μη θαυμάζουν ούτε το Σάββατο τα μεγαλειώδη θαύματα του Κυρίου, μήπως και  πιστέψουν κάποτε. Αλλά πες μας, δούλε του φθόνου, ποιο έργο σου απαγόρευσε ο νόμος, ο οποίος σου λέγει, «Να απέχεις από κάθε έργο χειρωνακτικό την ημέρα του Σαββάτου»; Άραγε από το έργο μέσω του στόματος και του λόγου; Πάψε λοιπόν να τρως και να πίνεις και να μιλάς και να ψάλλεις το Σάββατο. Και εάν δεν τα κάνεις αυτά, ούτε διαβάζεις τον νόμο, τότε σε τι σου χρειάζεται το Σάββατο;

Αλλά ο μωσαϊκός νόμος απαγορεύει την εργασία που γίνεται με τα χέρια. Και ποιο έργο χεριών είναι το να ανορθώσει θεραπεύοντας μια γυναίκα με τη φωνή Του και μόνο; Εάν όμως επειδή η γυναίκα θεραπεύθηκε πραγματικά, αυτό το ονομάζεις έργο, τότε έργο κάνεις και συ, κατηγορώντας τη θεραπεία. Αλλά της λέγει· «Απαλλάσσεσαι από την ασθένεια», και θεραπεύθηκε. Τι λοιπόν; Και συ δεν λύνεις το Σάββατο την ζώνη σου, δεν λύνεις το υπόδημα των ποδιών σου, δεν στρώνεις το στρώμα σου, δεν ξεπλένεις το χέρι σου που είναι λερωμένο από τα φαγητά; Πώς λοιπόν αγανακτείς για μία μόνο λέξη, το «Απολύεσαι»; Και ποια εργασία έκανε η γυναίκα μετά τον λόγο; Άραγε έκανε έργο χαλκευτικής ή ξυλουργικής ή οικοδομικής; Άραγε την ημέρα αυτή έκανε έργο υφαντικής ή υφαντουργίας; Αλλά όμως ανορθώθηκε, λέγει· γιατί γενικά η θεραπεία είναι έργο. Αλλ’ όμως δεν αγανακτείς πραγματικά για το Σάββατο, αλλά βλέποντας τον Χριστό να τιμάται και να προσκυνείται ως Θεός, οργίζεσαι και πνίγεσαι από τον θυμό και λιώνεις από τον φθόνο· και άλλα βέβαια έχεις μέσα στην καρδιά σου, σε άλλον όμως επιτίθεσαι και προβάλλεις προφάσεις. Γι’ αυτό και ελέγχεσαι από τον Κύριο, ο οποίος γνωρίζει τους άδικους διαλογισμούς σου, και δέχεσαι τον χαρακτηρισμό που σου ταιριάζει, ακούοντας να σου λέγει ότι είσαι υποκριτής και αλαζόνας και ύπουλος.

«ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;» (: Αποκρίθηκε τότε εις αυτούς ο Κύριος και είπε· υποκριτή, καθένας από σας κατά την ημέρα του Σαββάτου δεν λύει το βόδι του ή τον όνο από την φάτνη του και πηγαίνει να το ποτίσει; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβαση της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς. Αυτή δε, που είναι θυγατέρα και απόγονος του Αβραάμ, την οποία ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από τον βαρύ και καταθλιπτικό αυτόν δεσμό κατά την ημέρα του Σαββάτου;”)» [Λουκ. 13, 15].

Συ λοιπόν, λέγει, απορείς γι’ αυτόν που θεράπευσε τη θυγατέρα του Αβραάμ, αλλά ξεκουράζεις το βόδι και τον όνο, απαλλάσσοντάς τα από τον κόπο και οδηγώντας τα στο νερό, βλέποντας όμως να σώζεται με τρόπο θαυματουργικό ένας άνθρωπος άρρωστος και να τον ευσπλαγχνίζεται ο Θεός, κατηγορείς και τους δύο ότι παρανόμησαν, τον ένα επειδή θεράπευσε, και τον άλλο επειδή απαλλάχθηκε από την ασθένειά του; Πρόσεχε, σε παρακαλώ, τον αρχισυνάγωγο, πόσο πιο άτιμος από το κτήνος είναι ο άνθρωπος, τη στιγμή που φροντίζει βέβαια το βόδι και τον όνο το Σάββατο, ενώ για την συγκύπτουσα γυναίκα, φθονώντας τον Χριστό, δεν ήθελε να απαλλαγεί από την ασθένειά της, ούτε να λάβει την κανονική ίσια μορφή το σώμα της. Αλλά ο φθονερός άρχοντας της Συναγωγής ήθελε η γυναίκα που ανορθώθηκε να είναι σκυμμένη όπως τα τετράποδα, παρά να πάρει το γνωστό στους ανθρώπους σχήμα, αρκεί μόνο να μη δοξάζεται ο Χριστός, ούτε να κηρύσσεται από τα ίδια τα πράγματα ότι είναι Θεός. Επιτιμάται λοιπόν ο αρχισυνάγωγος επειδή είναι υποκριτής, εφόσον τα άλογα ζώα τα οδηγεί το Σάββατο στο νερό, ενώ τη γυναίκα, που είναι όχι μάλλον εξαιτίας του γένους της, όσο εξαιτίας της πίστεώς της, θυγατέρα του Αβραάμ, δεν την θεωρεί άξια να ελευθερωθεί από τα δεσμά της ασθένειάς της, αλλά χαρακτηρίζει την απαλλαγή της από την αρρώστια παράβαση της αργίας του Σαββάτου.

«καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ (:Και ενώ ο Κύριος έλεγε αυτά, καταντροπιάζονταν όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά έργα που γίνονταν απ’ Αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολη την καρδιά και ανεπηρέαστη  από τις συκοφαντίες των Φαρισαίων))» [Λουκ. 13, 17].

Καταντροπιάζονταν βέβαια εκείνοι που εκστόμιζαν διεστραμμένες κρίσεις, εκείνοι που σκόνταφταν στον ακρογωνιαίο λίθο, και συντρίβονταν γι’ αυτό, εκείνοι που ήταν αντίθετοι με τον ιατρό, εκείνοι που αντιδρούσαν στον σοφό κεραμοποιό που έκανε την επανόρθωση των παραμορφωμένων σκευών και δεν τους υπολειπόταν καμιά απάντηση, αλλά ήταν οι ίδιοι αναντίρρητος έλεγχος του εαυτού τους, γιατί αποστομώνονταν και απορούσαν τι άραγε να πουν. Έτσι έραψε το θρασύ στόμα τους ο Κύριος! Ενώ τα πλήθη, που ωφελούνταν από τα θαύματα, χαίρονταν. Γιατί τα γεμάτα δόξα και λαμπρότητα έργα σταματούσαν κάθε συζήτηση και αμφιβολία εκείνων που δεν τα επιζητούν με τρόπο κακοήθη.

ΠΗΓΕΣ:

Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF]. 

          (https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», τόμος 26, κεφάλαιο 13ο, σελ. 27-37.

Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

(Επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη) 

alopsis.gr

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ- ΘΑΥΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ!

 "Είμαι από πολύ μακριά"
Θαύμα Αγίου Νικολάου στη Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους 

Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής 1940-41 τελείωνε το σιτάρι από τις αποθήκες της Ι. Μονής Γρηγορίου. Εκεί που οι πατέρες καθάριζαν το τελευταίο σιτάρι, για να το στείλουν στον μύλο, πλησίασε ένα γεροντάκι, ως κοσμικός παπάς και χαιρέτισε: 

—Τί κάνετε εκεί αδελφοί; ρώτησε. Αυτό είναι το σιτάρι σας; Δεν έχετε άλλο από αυτό; 

 Οι πατέρες του απάντησαν ότι πράγματι αυτό ήτο το τελευταίο και δεν εύρισκαν πουθενά να αγοράσουν νέο σιτάρι, λόγω της Κατοχής. 

Ας σημειωθεί ότι το μοναστήρι αυτό χρειαζόταν κάθε χρόνο για τους μοναχούς και τους προσκυνητές έως 10.000 οκάδες και στην κατοχή δεν υπήρχε να αγοράσεις ούτε μία οκά. 

Ο άγνωστος εκείνος ιερέας πήρε στα χέρια του λίγους σπόρους από το σιτάρι, τους ευλόγησε και τους έρριψε πάνω στο άλλο σιτάρι. Κατόπιν ευλόγησε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, το μοναστήρι και την θάλασσα, και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει. 

—Από πού είσαι παππούλη; τον ρώτησαν οι πατέρες. Κάθισε να σου δώσουμε να φας λίγο ψωμί και λίγες ελιές.

 —Είμαι από πολύ μακριά, από τα Μύρα της Λυκίας, είπε και έφυγε. Ένας αδελφός είχε φέρει εν τω μεταξύ να τον φιλέψει  αλλά ο γέροντας εκείνος, που ήταν ο ίδιος ο προστάτης της Μονής, είχε γίνει άφαντος. 

Το ευλογημένο εκείνο σιτάρι των 150 οκάδων περίπου έφθασε έως ότου τελείωσε ο χρόνος, δηλαδή από τον Δεκέμβριο, που εμφανίσθηκε ο άγιος Νικόλαος, έως τον Ιούλιο, την εποχή της νέας σοδειάς. 

Πηγή: Αρχιμανδρίτου Ιωαννικίου Κοτσώνη, «Αθωνικόν Γεροντικόν», Έκδοσις Δ΄, Ι. Ησυχαστηρίου Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 2004. Μεταφορά Στη Δημοτική: Α.Χ., Θεολόγος 

ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗΣ

 ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΚΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗΣ (118 Ν-4) 

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος, Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 

Σεβαστέ μας Γέροντα Παρθένιε, Ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου Ἁγίου Ὄρους, σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, μέ ἀφορμή τήν σημερινή λαμπρή ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς καί τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἄς ἀναφέρωμε σήμερα στήν ἀγάπη σας κάποιες ἐγγυημένες νεώτερες, ζωντανές ὅμως, ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν Ρωσία καί ἰδιαίτερα στό Ἁγιώνυμον Ὄρος.

Αὐτό τό κάνομε γιά νά ἀποδειχθῆ περίτρανα ἡ διαχρονική σωστική δρᾶσις τοῦ τιμωμένου σήμερα Ἁγίου μας. Ἔτσι δέ καί ἐμεῖς νά ἀντλήσωμε ἀκόμη περισσότερο, δύναμι καί ἐνίσχυσι στόν διά βίου ἀγῶνα τῆς σωτηρίας μας. Διότι, ὅταν ἕνας Ἅγιος δρᾶ ἐμφανῶς, ἀκόμη καί στίς πονηρές ἡμέρες μας, ἄν καί ἔζησε «τῷ μακρυνῷ καιρῷ  ἐκείνῳ», στήν πρᾶξι τόν αἰσθανόμεθα σύγχρονό μας. Αὐτή δέ ἡ πρόσφατη καί σύγχρονη δρᾶσις του μᾶς συνδέει μέ τό ἅγιο, ἔνδοξο ἁγιοτόκο παρελθόν καί μᾶς ἀποδεικνύει ὅτι Ἰησοῦς Χριστός ''χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας'' (Ἑβρ. ιγ´, 8). 

Ἐπί πλέον δέ, σύμφωνα μέ τήν Γραφή καί μέ τούς ἱερούς Ἑρμηνευτάς, αὐτά τά σύγχρονα θαύματα εἶναι ἕνα θεόθεν σημάδι, ὅτι ὁ Θεός δέν ἀπέστρεψε τό ἅγιο καί δίκαιο Πρόσωπό Του ἀπό τόν ὑπόλοιπο ἁμαρτωλό λαό Του καί ὅτι, διά τοῦ Ἁγίου Του, ὁ Θεός τελικά ἐπεσκέψατο ὁλόκληρον τόν λαόν Αὐτοῦ.

Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης - ἦτο Ρῶσος, ἐκοιμήθη τό 1938 στήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους - πώς κάποιος γνωστός του, ὁ π. Ρωμανός στήν Ρωσία, ὅταν ἦταν παιδί, ἐσώθη θαυματουργικά ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο, ὅταν, προσπαθῶντας μέ ἕλκυθρο νά περάση ἕνα ποτάμι, ἔπαθε ἕνα ἀτύχημα. Ἐβυθίζετο τό ἕλκυθρο μέσα στούς πάγους καί τότε ἐνεφανίσθη ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί τόν ἔσωσε.

Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Σιλουανός μνημονεύει κάποιον γνωστό του στήν Ρωσία, πού, ὅταν ἦταν μικρό παιδί, ἐσώθη θαυματουργικά ἀπό ἐπίθεσι κοπαδιοῦ ἀγρίων λύκων. Ὅταν εἶπε '' Ἅγιε Νικόλαε, βοήθησέ με'', τότε, ξαφνικά, οἱ λύκοι, ραπιζόμενοι ἀπό τήν θερμή προσευχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ, ἐτράπησαν εἰς φυγήν μέ τήν ἐπέμβασι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἐνῷ δηλαδή οἱ λύκοι ἤρχοντο κατεπάνω του, αὐτομάτως ἔκαναν μεταβολή καί ἔφυγαν ὅλοι.

Στήν Ρωσία, ἐπί ἐποχῆς Κροῦτσεφ, διαδόχου τοῦ Στάλιν, μετά τήν δεκαετία τοῦ 1950, συνέβη τό ἑξῆς: Ὅταν μία κοπέλλα, ἐπειδή δέν εἶχε ἀγόρι γιά νά χορέψη σέ ἕνα ἁμαρτωλό πάρτυ, τότε εἰρωνικά ἔπιασε στά χέρια της μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου θέλοντας νά χορέψη βέβηλα μαζί μέ τήν εἰκόνα, δῆθεν ὅτι χορεύει μέ κάποιον, ἐκείνην τήν στιγμή ἔμεινε σάν στήλη ἅλατος. Ἔμεινε ''μάρμαρο'' ἐπάνω ἀπό ἑκατό ἡμέρες, ὥσπου ἐνεφανίσθη ὁ πάντα πολυεύσπλαγχνος Ἅγιος Νικόλαος καί τήν ἔλυσε θαυματουργικά ἀπό αὐτόν της τόν σωτήριο, παιδαγωγικό καί ὀδυνηρό κανόνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦτο γι᾽ αὐτήν πέρα γιά πέρα σωτήριος. Μάλιστα, αὐτό τό γεγονός, τόση ἐντύπωσι εἶχε κάνει τότε στήν Ρωσία, ὥστε ἔχει γυρισθῆ καί βίντεο ἀπό τούς ἰδίους τούς Ρώσους.

Ἐπίσης, συγκινητικό εἶναι ἕνα θαῦμα πού ἀναφέρει ὁ γνωστός μας Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τό ὁποῖο συνέβη στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, στόν γερο-Νικόλαο τῆς συνοδείας τῶν Μαρκιανῶν. Αὐτό ἔλαβε χώρα λίγο μετά τό 1940. Μέ ἐπέμβασι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τό πηγάδι τοῦ Κελλιοῦ τους, ἐνῷ εἶχε ἐντελῶς στερέψει ἀπό νερό, ὅταν ἔβαλαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου στόν ξερό βυθό τοῦ πηγαδιοῦ, σιγά-σιγά, θαυματουργικῶς, ἄρχισε νά ἀνεβαίνη ἡ στάθμη τοῦ νεροῦ μέ ἐπιπλέουσα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου μέχρι τό νερό νά ἔλθη ἐπάνω.

Στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἐπί ἡγουμενίας παπα-Συμεών, ἀναφέρονται δύο χαρακτηριστικά θαύματα τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατά τήν πανήγυρι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Δι᾽ αὐτῶν, φαίνεται καί ἡ ἀκράδαντη ἐμπιστοσύνη τοῦ τότε ἡγουμένου παπα-Συμεών στόν Προστάτη Ἅγιο τῆς Μονῆς.

Στό πρῶτο θαῦμα, ἐνῷ δέν εἶχαν καθόλου ψάρια γιά τήν πανήγυρι καί ὅλοι οἱ πατέρες εἶχαν ἀπογοητευθῆ, τήν τελευταία στιγμή ὁ ἅγιος ἡγούμενος τούς εἶπε: ''Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Ἅγιο'', λές καί εἶχαν συνεννοηθῆ. Καί ξαφνικά, στό παρά πέντε ἕνα ὁρμητικό τεράστιο κῦμα ἔφερε καί ἅπλωσε ἐκεῖ, στό μουράγιο τῆς Μονῆς, στόν ἀρσανᾶ, πολυαρίθμους φρεσκοτάτους ροφούς!

Στό δεύτερο τώρα θαῦμα, συνέβη τό ἑξῆς: Ἔπρεπε οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, κατά τήν συνήθεια, νά μοιράσουν εὐλογία στούς κελλιῶτες ἀσκητές πού εἶχαν παρευρεθῆ ἐκεῖ, στό πανηγύρι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου. Ὅμως, ἐκείνη τήν χρονιά δέν εἶχαν λάδι οἱ Γρηγοριᾶτες πατέρες. Παρά ταῦτα, ὁ παπα-Συμεών τούς εἶπε: ''Θά τηρήσετε τό τυπικό. Θά δίνετε λάδι, κι ἄς μήν ἔχωμε''. Καί ἐνῷ ἄρχισαν, μέ ἀπορία, οἱ πατέρες νά μοιράζουν εὐλογία λάδι στούς προσκυνητές καί στούς κελλιῶτες ἀσκητές, ἡ στάθμη τοῦ λαδιοῦ στό πιθάρι καθόλου δέν ἐλιγόστεψε, οὔτε κατά ἕνα χιλιοστό!

Σημειωτέον, ὅτι ὁ ἡγούμενος Συμεών, πού ἐκοιμήθη τό 1905, ἦτο ἐπί ἑπτά χρόνια, σεβαστέ μου Γέροντα Παρθένιε, Ἁγιοπαυλίτης μοναχός - ἀπό τό 1852 μέχρι τό 1859. Ἐκεῖ δηλαδή, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παύλου, στήν οὐσία ἀνδρώθηκε καί ὡρίμασε πνευματικά. Οἱ θερμές ὅμως παρακλήσεις τῶν Γρηγοριατῶν πατέρων τόν ἔφεραν ὡς ἡγούμενο στήν Ἱεράν Μονήν Γρηγορίου. Μάλιστα, πρός αὐτό τόν ὡδήγησε, εἶχε δηλαδή τήν εὐλογία τοῦ ἰδίου τοῦ Γέροντα του, Σωφρονίου Ἁγιοπαυλίτου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 1882. Ἀναφερτέον ὅτι ὁ παπα-Συμεών τυγχάνει πνευματικός ἀνακαινιστής καί νέος κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου.

Ἐπίσης, ἕνα ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου συνέβη πάλι στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου, ἐπί ἡγουμενίας τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἦτο ὑποτακτικός τοῦ προηγουμένου παπα-Συμεών. Ὁ ἡγούμενος Ἀθανάσιος ἐκοιμήθη τό 1953.

Ἐνεφανίσθη ζωντανός ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐμπρός στούς πατέρες Μιχαήλ καί Χρύσανθο, πού ἦσαν ὑπεύθυνοι στό ἀρτοποιεῖο τῆς Μονῆς καί ἦσαν περίλυποι διότι δέν εἶχαν σιτάρι γιά τό Μοναστήρι, καί εὐλόγησε τό λιγοστό σιτάρι πού εἶχε ἀπομείνει ἐκεῖ. Καί γιά ἕξι ὁλόκληρους μῆνες τό σιτάρι πού εὐλόγησε ὁ Ἅγιος Νικόλαος δέν ἐτελείωνε. Τόν Γέροντα Ἀθανάσιο τόν ἐπισκέφθηκε, σημειωτέον, καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἰς τόν ναό.

Τέλος, ἄς ἀναφέρωμε, ἀγαπητοί μου συμπατριῶτες ἀδελφοί, τήν ἐμφάνισι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στόν Κεφαλονίτη προηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου Ἀρχιμανδρίτην Ἀνδρέαν. Ἐγεννήθη ἐδῶ στήν Κεφαλονιά, στήν Ἀγκώνα, τό 1904 καί ἐκοιμήθη μόλις τό 1987. Μάλιστα, ἐκοιμήθη, ὄχι φυσικά τυχαίως, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς, πού ἑώρταζε τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου.

Μετά τήν ἀγρυπνία, ἔγινε ἡ κηδεία του, τήν ὁποία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι παρηκολούθησε, μέ τήν πνευματική του αἴσθησι, ὁ χαριτωμένος φίλος καί συνασκητής του Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ ἀπό τό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας. Μάλιστα, μέ πρότασι καί μεσολάβησι τοῦ φωτισμένου Γέροντα Ἀνδρέου, ὁ Γέρων Σωφρόνιος ὑπῆρξε πνευματικός τῆς γύρω περιοχῆς καί τῆς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, τότε.

Ὁ Γέρων Ἀνδρέας ἄφησε σέ ὅλο τό Ἁγιώνυμον Ὄρος, ἀλλά καί σέ ὅλο τό πανορθόδοξο πλήρωμα φήμη ἁγίου ἀνδρός. Ἡ ζωντανή ἐμφάνισις τῆς Παναγίας πού αὐτός εἶχε στό μετόχι τῆς Μονῆς, ἐκεῖ στόν Μονοξυλίτη - ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους -, εἶναι ἴσως ἡ πιό γνωστή, πρόσφατη, συγκινητική, διδακτική καί δημοφιλής ἐμφάνισις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἐκεῖ λοιπόν, στόν Μονοξυλίτη, ὅπου ὁ ναός τιμᾶται στόν Ἅγιο Νικόλαο, εἶδε μέ φυσική μορφή ἀνθρώπου τόν Ἅγιο Νικόλαο, τό 1975. Εἶδε δηλαδή ἕναν ἡλικιωμένο ἄγνωστο ἱερέα, πού τοῦ αὐτοσυστήθηκε καί τοῦ εἶπε ὅτι ἐλέγετο ''π. Νικόλαος''. Ἔτσι τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Καί ἐρώτησε τόν π. Ἀνδρέα νά τοῦ δείξη τόν δρόμο πρός τίς Καρυές. Ὅπερ καί ἐγένετο. Μετά, συνέχισε τό ἄγνωστο μέχρι τότε Γεροντάκι καί πῆρε σιγά-σιγά τόν δρόμο πρός τίς Καρυές, τήν πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὁ παπα-Ἀνδρέας, μόλις ἐπῆγε στό κελλί του, ἀναλογίσθηκε ἀμέσως ὅτι ὤφειλε νά εἶχε καλέσει τόν ''ξένο'' ὁδοιπόρο νά φάγη κάτι, γιά νά ἀποκτήση δυνάμεις γιά τήν μετέπειτα ὁδοιπορία του. Ὁπότε, σέ ''μηδέν'' χρόνο ἀπό τότε πού τόν ἐχαιρέτησε, ἐβγῆκε πάλιν ἀμέσως τροχάδην ἔξω γιά νά τόν καλέση γιά φαγητό. Ἀλλά ὁ αὐτοσυστηθείς ''π. Νικόλαος'' δέν ὑπῆρχε πουθενά. Εἶχε ἐξαφανισθῆ, ἐντελῶς ἀνεξήγητα!

Σημειωτέον δέ, ὅτι σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο ὁ δρόμος πρός τίς Καρυές ἦτο ἀκάλυπτος τοὐλάχιστον γιά πορεία δέκα λεπτῶν, ὁπότε σίγουρα ἔπρεπε, ἐπειδή εἶχε ὁρατότητα, νά τόν εἶχε δῆ. Ὅμως, ὁ ἄγνωστός ἱερέας ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾽ αὐτοῦ. Δέν τόν εἶδε πουθενά στόν ὁρίζοντα. Ὁπότε, ὁ ἀπερίεργος παπα-Ἀνδρέας, ἄν καί δέν ἠμπόρεσε νά δώση ἐξήγησι, εἶπε ἁπλᾶ στόν ἑαυτό του: ''Κρῖμα γιά μένα πού δέν ἐπρόλαβα νά φιλέψω τόν ἄγνωστο ὁδοιπόρο''.

Ἔφαγε, ἐκοιμήθη, ἀλλά ὅταν ἐξύπνησε ἦτο ὑπερβολικά καί ἀνεξηγήτως ἀλλαγμένος. Εἶχε μία θεϊκή χαρά καί εἰρήνη, τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν, καί ὁ λογισμός του, πού τόν πολεμοῦσε μέχρι τότε μέ λύσσα, ἐάν ἔπρεπε νά πάη νά βοηθήση ὡς ἡγούμενος κάποιο ἄλλο Μοναστήρι ἤ νά παραμείνη μέχρι τέλους στήν μετάνοιά του, ἄλλαξε ἀπρόσμενα μετά τήν συνάντησι μέ τόν ἄγνωστο π. Νικόλαο καί τοῦ ἔλεγε μέσα σέ βαθειά θεϊκή εἰρήνη: ''Δέν εἶσαι τώρα γιά νέες ἄλλες ἡγουμενίες''.

Εὐθύς μετά πῆγε στήν ἐκκλησία, συγκινημένος καί χαρούμενος, διότι εἶχε τελειώσει τό προσωπικό του δρᾶμα, καί, βλέποντας τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού πῆγε νά τήν προσκυνήση, διαπιστώνει ἔκπληκτος ὅτι ὁ εἰκονιζόμενος Ἅγιος ἦταν ἀκριβῶς ἴδιος μέ τόν ἄγνωστο παπᾶ πού εἶχε περάσει πρίν λίγο καί μυστηριωδῶς-θαυματουργικῶς εἶχε ἀμέσως ἐξαφανισθῆ. Μετά μάλιστα, ὁ ἴδιος ἀποροῦσε καί ἔλεγε: ''Μά, νά μήν ἀνοίξη τό μυαλό μου πιό μπροστά;''!

Βλέπετε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀκόμη καί σέ ἁγίους ἀνθρώπους, ὁ Θεός, ὅποτε θέλει, ''κλειδώνει'' τόν νοῦ τους καί ὅποτε κρίνει τόν ''διανοίγει''. Κατόπιν, ὁ πνευματικός τοῦ Γέροντος Ἀνδρέα, ὁ παπα-Διονύσης, τοῦ εἶπε: ''Προφανῶς, εὐλογημένε, ἦτο ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Ἦλθε καί σοῦ πῆρε τό μεγάλο βάρος πού εἶχες ἐπάνω σου''. Τήν ταλάντευσι δηλαδή καί τήν σύγχυσι τῶν λογισμῶν. Σημειωτέον ὅτι αὐτό τό μαρτύριο τῶν λογισμῶν τό καταλαβαίνουν μόνον ὅσοι τό ἔχουν περάσει καί στό ποσοστό πού τό ἔχουν βιώσει.

Ὅταν παρητήθη ὁ Γέρων Ἀνδρέας ἀπό ἡγούμενος, ἐξελέγη ὡς νέος ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ ἐδῶ παρευρισκόμενος πολυσέβαστος Γέρων Παρθένιος, πού ὅλοι μας ἔχομε τήν μεγάλη τιμή, χαρά καί εὐλογία νά τόν ἔχωμε ἀνάμεσά μας, προεξάρχοντα μάλιστα τῆς λειτουργικῆς μας συνάξεως.

Περί τοῦ Γέροντος Παρθενίου, ὁ μακαριστός ἅγιος προηγούμενος Ἀνδρέας, ἔλεγε τά ἑξῆς - καί νά μέ συγχωρήσετε Γέροντα πού θά τό ἀναφέρω: «''Μάτια μου'' - αὐτό τό ξέρετε, εἶναι κεφαλονίτικο, δέν χρειάζονται διευκρινήσεις σέ σᾶς -, ''μάτια μου'', ἔχομε νέο ἡγούμενο, κατάφορτο ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Γι᾽ αὐτό, πολυσέβαστε Γέροντά μου καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἐν κατακλεῖδι, νά μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀντί περαιτέρω σχολίων στόν ἀληθινό καί περιεκτικό λόγο τοῦ Γέροντος Ἀνδρέου, νά σᾶς διαβάσω ἕνα σύντομο, ἁπλό, ἀλλά καρδιακό ποιηματάκι, ἀφιερωμένο στήν ἐδῶ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Χαυδάτων, στόν Γέροντα Παρθένιο καί στήν Κεφαλονιά γενικῶς. 

  Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ

Τί λόγια νἄβρω γιά νά πῶ
συγκίνησι μοῦ βγαίνει
σάν λειτουργῶ μέ τόν γερο-Παρθένιο
σιωπηλά τό δάκρυ τρέχει 

Ἡ Παναγιά τόν φώτισε
ἀπό μικρό παιδάκι
καί στό Ἅγιον Ὄρος τόν ὡδήγησε
στό δικό Της ἅγιο λιμανάκι
 

Σήμερα λάμπει ἡ ἐκκλησιά,
χαίρουν καί τά καντήλια
μέ τόν γερο-Παρθένιο λειτουργό
πλημμύρισε Χάρι θεία
 

Ἐτούτη ᾽δῶ τήν ἐκκλησιά
τήν ἔχτισε μέ πόνο.
Στολίδι εἶναι καί παρηγοριά
γιά τό νησί μας ὅλο
 

Τοῦ Γέροντα οἱ προσευχές
κι ἡ Χάρι τοῦ Ἅη Νικόλα
φυλᾶνε τήν Κεφαλονιά|
καί τά Χαυδᾶτα ὅλα
 

Γέροντα, ὅλο τό νησί,
Ληξούρι κι Ἀργοστόλι,
σέ ἀγαπάει ἀληθινά
καί σέ καμαρώνει
 

Καί στό Ἅγιο Ὄρος ὁλόκληρο
σ᾽ Ἀνατολή καί Δύσι
τέτοιον ταπεινό ἡγούμενο
δέν ἔχουν συναντήσει
 

Καί ὁ γερο-Παΐσιος ἔλεγε
προσωπικά σέ μένα
''ἡγούμενοι ὑπάρχουν πολλοί,
Παρθένιος κανένας''
 

Ἁπλότητα, διάκρισι,
ταπείνωσι μεγάλη
ἕνας ἡγούμενος τρανός
σάν καλογέρι νά μιλάη
 

Ἐδῶ, ἐτοῦτο τό νησί
ἀνδριάντα θά σοῦ στήση
γιατί σέ σεισμούς, καταποντισμούς
μέ τό κομβοσχοίνι ἔδωσες λύσι
 

Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ
μέσα ἀπό τήν ψυχή μου
καί ἕνα μόνο σοῦ ζητῶ
νἆμαι στήν προσευχή σου
 

Χαυδῶτες καί Χαυδώτισσες
ἔχομε εὐλογία μεγάλη
τοῦ Γέροντα τίς προσευχές
καί τ᾽ Ἅη Νικόλα τήν Χάρι
 

Τήν εὐχή σας, εὐχαριστῶ πάρα πολύ.
Βοήθειά μας ὁ Ἅγιος Νικόλαος.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
 

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος

(Ὁμιλία κατά τήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Νικολάου Χαυδάτων Κεφαληνίας 24-5-2014)

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ' ΛΟΥΚΑ- ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΑΝ!

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Ζ΄ Λουκά: 
Λόγος εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν
 

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Η’ 41 – 56.

Τω καιρώ εκείνω, ήλθεν προς τον Ιησούν ανήρ ώ όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε, και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δέ τω υπάγειν Αυτόν, οι όχλοι συνέπνιγον Αυτόν. Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος απο ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο του κρασπέδου του ιματίου Αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Και είπεν ο Ιησούς: τίς ο αψάμενός μου; Αρνουμένων δέ πάντων, είπεν ο Πέτρος και οι σύν αυτώ: επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τίς ο αψάμενός μου; Ο δέ Ιησούς είπεν: ήψατό μου τις’ εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού. Ιδούσα δέ η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε, και προσπεσούσα αυτώ δι’ ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. Ο δέ είπεν αυτή: θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην. Έτι Αυτού λαλούντος, έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ, ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τον διδάσκαλον. Ο δέ Ιησούς ακούσας, απεκρίθη αυτώ λέγων: μή φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται. Ελθών δέ εις την οικίαν, ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα, ει μή Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα. Έκλαιον δέ πάντες και εκόπτοντο αυτήν. Ο δέ είπε: μή κλαίετε, ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων Αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δέ εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής, εφώνησε λέγων: η παίς, εγείρου. Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και εξέστησαν οι γονείς αυτοίς. Ο δέ παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός. 

Απόδοση:
Εκείνη την εποχή, ήρθε προς τον Ιησού κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού, και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρονών, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν, κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;» Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του είπε για ποια αιτία τον άγγιξε, κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε∙ πήγαινε στο καλό».

Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε∙ μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε∙ δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!» Το πνεύμα της επέστρεψε, κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.

(Επιμέλεια: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη) 

Λόγος του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν

Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα.

Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του.

Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν θα απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;

Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας.

Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες.

Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλιτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.

Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.

Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μείνε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τί θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τί περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις;

Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». 

(4ος – 5ος αιών, Migne, PG τομ. 57, στ. 369 – Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 353 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)