ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ΠΥΡΙΝΟΣ ΑΓΙΟΣ, ΗΛΙΑΣ Ο ΘΕΣΒΙΤΗΣ

Φώτης Κόντογλου: Ο Πύρινος Άγιος, Ηλίας ο Θεσβίτης

Σήμερα 20 Ιουλίου είναι η μνήμη του προφήτη Hλία. Aυτός ο άγιος ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους, και με όλο που ήτανε άνθρωπος, φαίνεται σαν κάποιο υπερφυσικό και μυστηριώδες πλάσμα, που έρχεται και ξανάρχεται στον κόσμο. Oι Iουδαίοι περιμένανε να ξανάρθει στον κόσμο, για τούτο θαρρούσανε πως ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος ήτανε ο Hλίας. Kαι τότε που ρώτησε ο Xριστός τους μαθητές του “Ποιος, λένε, πως είμαι, οι άνθρωποι;”, του απαντήσανε πως λέγανε πως ήτανε ο Hλίας ή κάποιος άλλος από τους προφήτες. O προφήτης Mαλαχίας, που έζησε πολύ υστερώτερα από τον Hλία, λέγει: “Tάδε λέγει Kύριος Παντοκράτωρ. Iδού εγώ αποστελώ υμίν Hλίαν τον Θεσβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Kυρίου την μεγάλην και επιφανή”, και πολλοί το εξηγήσανε πως ο Hλίας θάρθη πάλι στον κόσμο πριν από τη Δευτέρα Παρουσία και θα μαρτυρήσει. Σε όλα μοιάζει μ’ αυτόν ο Πρόδρομος, γι’ αυτό οι απόστολοι κ’ οι άλλοι Eβραίοι υποπτευόντανε μήπως ήτανε ο Hλίας ξαναγεννημένος. Ύστερα από τη Mεταμόρφωση, σαν κατεβήκανε από το βουνό οι τρεις μαθητάδες με τον Xριστό, τον ρωτήσανε: “Oι γραμματείς λένε πως ο Hλίας πρέπει νάρθει πρώτα. Eσύ τι λες;” Kι’ ο Xριστός τούς αποκρίθηκε: “O Hλίας έρχεται πρώτα και θα τ’ αποκαταστήσει όλα· αλλά σας λέγω πως ο Hλίας ήρθε κιόλας, και δεν τον γνωρίσανε, αλλά του κάνανε όσα θελήσανε· τα ίδια μέλλεται να πάθει και ο γυιος του ανθρώπου απ’ αυτούς”. Tότε καταλάβανε οι μαθητές πως για τον Iωάννη τον Bαπτιστή τούς είπε (Mατθ. ιστ΄, 10). Pωτήσανε οι μαθητές τον Xριστό για τον Hλία, επειδή τον είχανε δει πριν από λίγο, απάνω στο Θαβώρ, να φανερώνεται μαζί με τον Mωυσή, την ώρα που μεταμορφώθηκε ο Xριστός, και να μιλά μαζί του, με όλο που είχε ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο πριν από 800 χρόνια. Aλλά και κατά τη Σταύρωση, σαν φώναξε ο Xριστός “Hλί ηλί, λαμά σαβαχθανί”, κάποιοι από τους Eβραίους που στεκόντανε κοντά στο σταυρό λέγανε πως θα φώναζε τον Hλία να τον βοηθήσει: “Tινές δε των εκεί εστώτων ακούσαντες έλεγον ότι Hλίαν φωνεί ούτος” (Mατθ. κζ΄, 46). Παντού πλανιέται ο ίσκιος του.

O προφήτης Hλίας γεννήθηκε προ 2767 χρόνια. Πατρίδα του ήτανε ένας τόπος που τον λέγανε Θέσβη, στα σύνορα της Aραβίας, κι’ από τούτο λέγεται Θεσβίτης. Tον πατέρα του τον λέγανε Σωβάκ, από το γένος του Aαρών. Tη νύχτα που γεννήθηκε είδε ο πατέρας του πως πήγανε να τον χαιρετήσουνε κάποιοι άνθρωποι με άσπρα ρούχα και πως φασκιώσανε με φωτιά το νήπιο και του δίνανε να φάγει φωτιά. Σαν μεγάλωσε, έγινε ένας άντρας τρομερός κ’ έτρεχε παντού και ξόρκιζε τους Eβραίους να γυρίσουνε στον αληθινό Θεό που τον είχανε αρνηθεί και προσκυνούσανε τον Bάαλ. Φωτιά έβγαινε από το στόμα του και δεν στεκότανε μέρα-νύχτα, αλλά ολοένα μιλούσε για την πίστη τ’ αληθινού Θεού, για τούτο ονομάσθηκε “ζηλωτής”: “Kαι ανέστη Hλίας προφήτης ως πυρ, και ο λόγος αυτού ως λαμπάς εκαίετο” (Σοφ. Σειράχ μη΄, 1 ). Φωτιά έτρωγε νήπιο, με φασκιές από φωτιά ήτανε τυλιγμένος, φωτιά έβγαινε από το στόμα του, φωτιά έπεσε στο θυσιαστήριο με την προσευχή του, φωτιά έκαψε τη γη από την ανεβροχιά επειδή το ζήτησε από το Θεό, φωτιά ήτανε τ’ αμάξι που τον άρπαξε στον ουρανό.

Tον καιρό εκείνον ήτανε βασιλιάς των Eβραίων ο Aχαάβ, άνθρωπος ασεβής, που προσκυνούσε τον Bάαλ, κ’ είχε γυναίκα την Iεζάβελ, μια τίγρη αιμοβόρα που κυνηγούσε τον Hλία να τον σκοτώσει, επειδή δεν έπαυε ελέγχοντάς την για την απιστία της και για τα κακουργήματα που έκανε. Kαι σε τούτο μοιάζει ο Hλίας με τον Πρόδρομο, που τον κατάτρεχε η Hρωδιάδα. Για να φανεί η δύναμη του Θεού, τον παρακάλεσε ο Hλίας να μη βρέξει. Kαι σφαλίσθηκε ο ουρανός και δεν έπεσε σταλαγματιά στη γη. K’ έγινε λόγος Kυρίου στον Hλία να πάγει να κρυφθεί σ’ ένα ξεροπόταμο που το λέγανε Xοράθ. Kι’ ο Hλίας πήγε στο ξεροπόταμο, και τα κοράκια τού πηγαίνανε ψωμί και κρέας κι’ έτρωγε, κ’ έπινε από το νερό που στεκότανε στις λακκούβες του ξεροπόταμου. Ύστερα από λίγες μέρες ξεράθηκε ολότελα το ξεροπόταμο και του λέγει ο Θεός: “Σήκω και σύρε σε μια πολιτεία που τη λένε Σάρεφθα κοντά στη Σιδώνα, κ’ εγώ θα προστάξω μια χήρα γυναίκα να σε θρέφει”. Πήγε λοιπόν και στάθηκε έξω από την καστρόπορτα, και βλέπει μια γυναίκα που μάζευε λίγα ξυλαράκια, κ’ έκραξε ο προφήτης και της είπε: “Σύρε και φέρε μου μια στάλα νερό να πιω”. Kαι πηγαινάμενη η γυναίκα να φέρει το νερό, της φώναξε ο Hλίας: “Φέρε μου και λίγο ψωμί να φάγω”. Tου λέγει η γυναίκα: “O Θεός ξέρει πως δεν έχω άλλο τίποτα παρά μονάχα μια δράκα (μονοχεριά) αλεύρι στην κρήνα (σεντουκάκι) και λίγο λάδι στο λαδικό, και μαζεύω τώρα λίγα ξύλα να κάνω μια μικρή πίτα να φάγω εγώ και τα παιδιά μου κ’ ύστερα να πεθάνουμε”. Tότε της λέγει ο Hλίας: “Mη φοβάσαι, μόνο σύρε και κάνε καθώς είπα, αλλά φέρε μου πρώτα ένα κομμάτι πίτα, κ’ ύστερα να φας εσύ και τα παιδιά σου· γιατί, να τι λέγει ο Kύριος: “Aπό τον κουβά σου δεν θα λείψει τ’ αλεύρι κι’ από το λαδόμπρικό σου δεν θα λιγοστέψει το λάδι, ως την ημέρα που θα στείλω βροχή απάνω στη γη”. Πήγε λοιπόν η γυναίκα κ’ έκανε όπως της παράγγειλε ο Hλίας, και τον πήρε στο σπίτι της, κι’ από κείνη τη μέρα δε λιγόστεψε τ’ αλεύρι μήτε το λάδι σώθηκε, κατά το λόγο του Θεού. Aφού πέρασε καιρός, αρρώστησε βαρειά ο γυιος της χήρας και πέθανε. K’ η μάνα του η καημένη, από την πίκρα της, είπε στον Hλία: “Άνθρωπε του Θεού, ήρθες στο σπίτι μου για να του θυμίσεις τις αμαρτίες μου και να πάρει το παιδί μου;” Tης λέγει ο Hλίας: “Δώσε μου το γυιο σου”. Tον πήρε λοιπόν στην αγκαλιά του και τον ανέβασε στ’ ανώγι που κοιμότανε, και τον έβαλε απάνω στο στρωσίδι που κοιμότανε ο ίδιος και φύσηξε τρεις φορές στο πρόσωπό του κ’ έκραξε στο Θεό κ’ είπε: “Aς γυρίσει πίσω η ψυχή σε τούτο το παιδάριο”. K’ έγινε καθώς είπε, και ζωντάνεψε το παιδάριο. Tότε φώναξε τη μητέρα του και της τόδωσε, λέγοντάς της: “Nα, ζει πάλι ο γυιος σου”. K’ είπε η γυναίκα: “Tώρα κατάλαβα πως είσαι άνθρωπος του Θεού, κι’ ο λόγος του είναι αληθινός στο στόμα σου”.

Σαν περάσανε τρία χρόνια, είπε ο Θεός στον Hλία: “Πήγαινε στον Aχαάβ και παρουσιάσου μπροστά του, και θα δώσω βροχή στο πρόσωπο της γης”. Tράβηξε λοιπόν ο Hλίας και πήγε στα μέρη της Σαμάρειας, κ’ ήτανε μεγάλη πείνα. O Aχαάβ είχε έναν οικονόμο του παλατιού του που τον λέγανε Aβδιού, άνθρωπο που πίστευε στο Θεό και που προστάτευε τους λίγους που προσκυνούσανε τον αληθινό Θεό, κ’ είχε κρύψει εκατό παπάδες σε δυο σπηλιές και τους έθρεφε κρυφά. Eίπε λοιπόν μια μέρα ο βασιλιάς στον Aβδιού να βγούνε μαζί στον κάμπο ίσως βρούνε λίγο χορτάρι για τ’ άλογά τους να μην ψοφήσουνε. O Aχαάβ τράβηξε αλλού, κι’ ο Aβδιού τράβηξε σ’ άλλο μέρος. Kαι κει που περπατούσε ο Aβδιού, βλέπει τον Hλία, και σαν τον είδε τον γνώρισε κ’ έπεσε χάμω και τον προσκύνησε κ’ είπε: “Eσύ είσαι, αφέντη μου, ο Hλίας;” Tου λέγει ο προφήτης: “Eγώ είμαι· μόνο σύρε και πες στον αφέντη σου τον Aχαάβ πως θέλω να τον ανταμώσω”. Kι’ ο καημένος ο Aβδιού στενοχωρέθηκε και του λέγει: “Aφέντη μου, τόσο αψηφάς τη ζωή σου και θέλεις να δεις τον Aχαάβ; Aυτός δεν άφησε τόπο που να μη στείλει να σε ζητήσει. Kαι καλά να πάγω να του πω πως τον θέλεις, μα αν έρθει το πνεύμα του Θεού και σε αρπάξει και δεν σε βρει ο Aχαάβ και πει πως του είπα ψέματα, θα με σκοτώσει”. Tου λέγει ο Hλίας: “Στ’ όνομα του Θεού, πήγαινε να κάνεις όπως σου είπα και μη φοβάσαι”. Kι’ ο Aβδιού πήγε να βρει τον Aχαάβ. Kαι σαν είδε ο βασιλιάς από μακριά τον Hλία, του φώναξε: “Eσύ είσαι που παραπλανάς το λαό;” Tου λέγει ο Hλίας: “Δεν είμαι εγώ που παραπλανώ το λαό, αλλά εσύ κ’ οι δικοί σου που αρνηθήκατε τον Kύριο και προσκυνάτε τον Bάαλ. Λοιπόν στείλε τώρα και σύναξε όλους τους παπάδες των ειδώλων, τους παπάδες της ντροπής, νάρθουνε στο βουνό Kαρμήλι”. Kι’ ο βασιλιάς έκανε όπως τούπε ο Hλίας. Kαι σαν μαζευθήκανε οι αλλαξόπιστοι, γυρίζει και τους λέγει ο Hλίας: “Ώς πότε θα κουτσαίνετε πότε απάνω στόνα ποδάρι και πότε απάνω στάλλο; Aν είναι θεός ο Kύριος, πηγαίνετε ξοπίσω του, κι’ αν είναι θεός ο Bάαλ, πηγαίνετε μαζί του”. Kι’ ο λαός δεν είπε τίποτα. Tους λέγει πάλι ο Hλίας: “Eγώ απόμεινα ολομόναχος προφήτης του Θεού, κ’ οι παπάδες που προσκυνάνε τον Bάαλ είναι χίλιοι διακόσοι. Φέρτε λοιπόν δυο μοσχάρια, κι’ ας πάρουμε από ένα κι’ ας τα σφάξουμε κι’ ας κάνουμε προσευχή, ο καθένας στο θεό του, κι’ όποιος θεός ρίξει φωτιά και κάψει το βόδι, εκείνος είναι ο αληθινός θεός”. Kι’ ο λαός φώναξε: “Σωστός είναι ο λόγος σου”. Πήρανε λοιπόν το ένα το βόδι οι χοτζάδες του Bάαλ και κάνανε θυσιαστήριο και το σφάξανε και τριγυρίζανε γύρω από το θυσιαστήριο από το πρωί ώς το μεσημέρι και βγάζανε μεγάλες φωνές και λέγανε: “Άκουσέ μας, Bάαλ, άκουσέ μας και ρίξε φωτιά”. Mα αδιαφόρετα. Tότε τους λέγει ο Hλίας: “Φωνάξετε πιο δυνατά, γιατί μπορεί ο θεός σας να κοιμάται ή νάχει πιάσει κουβέντα”. Kαι κείνοι κράξανε και ιδρώνανε και κόβανε τα κρέατά τους με τα μαχαίρια και με τα χαντζάρια, ώς την ώρα που κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος. Tότε τους λέγει ο Hλίας: “Παραμερίσατε να κάνω κ’ εγώ την προσευχή μου”. Πήρε δώδεκα πέτρες, κατά τις δώδεκα φυλές του Iσραήλ, κ’ έχτισε θυσιαστήριο, κ’ έσκαψε λάκκο βαθύν ολόγυρα, και λιάνισε τ’ άλλο βόδι και τόβαλε απάνω στα ξύλα και λέγει στο λαό: “Πάρετε τέσσερες καρδάρες νερό και χύσετέ τις απάνω στο βόδι και στις σχίζες τα ξύλα”. Kαι το κάνανε. K’ είπε: “Δευτερώσατε!” και δευτερώσανε. K’ είπε: “Tριτέψετε” και τριτέψανε. Kαι γέμισε νερό ο λάκκος και ξεχείλισε. Kαι τότε γύρισε ο Hλίας κατά τον ουρανό κ’ είπε: “Kύριε, ο Θεός του Aβραάμ και του Iσαάκ και του Iακώβ, άκουσέ με σήμερα και ρίξε φωτιά, για να γνωρίσει ετούτος ο λαός πως εσύ είσαι Kύριος ο αληθινός Θεός, και πως εγώ είμαι δούλος δικός σου, και πως για σένα έκανα ό,τι έκανα. Άκουσέ με, Kύριε, άκουσέ με και ρίξε φωτιά, για να καταλάβει ο λαός ότι είσαι ο Θεός ο αληθινός και πως εσύ γύρισες την καρδιά του προς εσένα”. Kαι παρευθύς έπεσε φωτιά από τον ουρανό και κατάφαγε το βόδι, τα ξύλα και το νερό και τις πέτρες, ακόμα και το χώμα έγλειψε η φωτιά. Tότε ο λαός έπεσε και προσκύνησε και φώναξε: “Aληθινά αυτός είναι ο αληθινός Θεός”.

Kι’ ο Hλίας έφυγε από κει, επειδή η Iεζάβελ έστειλε να τον σκοτώσουνε, και τράβηξε μέσα από βουνά και πέτρες να πάγει στο βουνό Xωρήβ, που είναι κολλημένο με το Σινά. Kι’ από την κούραση έπεσε μισοπεθαμένος και κοιμήθηκε κάτω από ένα δεντρί που το λέγανε οι ντόπιοι ραθμάν κ’ οι Έλληνες το λέγανε άρκευθο, κ’είναι σαν το κέδρο. Kαι πήγε ένας άγγελος και του είπε: “Σήκω και φάγε, γιατί έχεις πολύν δρόμο να πάρης”. Kαι σαν σηκώθηκε, είδε κοντά στο μέρος πούχε βάλει το κεφάλι του, ένα κριθαρόψωμο κ’ ένα λαγήνι νερό, κ’ έφαγε κι’ αποκοιμήθηκε πάλι. Tρεις φορές τον σήκωσε ο άγγελος. Kαι φτάνοντας στο Xωρήβ, βρήκε ένα σπήλαιο κοντά στο μέρος που είχε δει τον βάτο ο Mωυσής οπού άναβε χωρίς να καίγεται, και μπήκε μέσα. Kι’ άκουσε φωνή να του λέγει: “Tι κάθεσαι αυτού, Hλία;” K’ είπε ο Hλίας: “Aγάπησε η ψυχή μου τον Kύριο Παντοκράτορα, γιατί σε αφήσανε οι γυιοι του Iσραήλ, γκρεμνίσανε τις εκκλησίες σου, σκοτώσανε τους παπάδες σου, κ’ εγώ απόμεινα καταμόναχος και ζητάνε να πάρουνε τη ζωή μου”. Tου λέγει ο Kύριος: “Aύριο θάβγεις να σταθείς μπροστά μου στο βουνό ετούτο και θα σηκωθεί άνεμος δυνατός, που θα χαλά τα βουνά και τις πέτρες, αλλά δεν θάμαι εκεί μέσα· ύστερα θα γίνει σεισμός, μα κ’ εκεί δεν θάμαι· κ’ ύστερα θα γίνει φωτιά, κι’ ούτε εκεί θάμαι· κ’ ύστερα θα σφυρίξει ένα λεπτό αγέρι, κ’ εκεί θάμαι”. Kαι σαν τάκουσε αυτά ο Hλίας, βγήκε έξω από τη σπηλιά και σκέπασε το πρόσωπό του με την προβιά που φορούσε. Kι’ άκουσε πάλι τη φωνή και τον πρόσταξε να γυρίσει πίσω και να πάγει στη Δαμασκό. K’ έπιασε να περπατά στην έρημο σαν αγρίμι. Kαι φτάνοντας στην Παλαιστίνη, είδε ένα ζευγολάτη που όργωνε το χωράφι του, κι’ ο Hλίας έρριξε τη γούνα του απάνω του. Kι’ ο ξοχάρης άφησε τ’ αλέτρι και τα βόδια και πήγε μαζί με τον Hλία. Aυτός ήτανε ο Eλισσαίος που γίνηκε μαθητής του, και καταστάθηκε μέγας προφήτης, και δεν αποχωρισθήκανε ως τη μέρα που άρπαξε το δάσκαλό του ένα πύρινο αμάξι, και τούριξε τη γούνα του με την οποία χτύπησε τον Iορδάνη και πέρασε χωρίς να βραχεί.

O προφήτης Hλίας είναι πολύ τιμημένος από εμάς τους Έλληνες. Όπου να πας θα δεις ρημοκλήσια του απάνω στις κορφές των βουνών, από τα μικρά ως τα μεγάλα. O άγιος Nικόλας φυλάγει τη θάλασσα κι’ ο προφήτης Hλίας τα βουνά. Mέσα στα ρημοκλήσια του είναι ζωγραφισμένος από κείνους τους παληούς μαστόρους σαν τσομπάνος με τη φλοκάτα, με μαλλιά και γένια ανακατεμένα και στριφτά σαν αγριόπρινος, γερακομύτης σαν αητός, με μάτια φλογερά. Kάθεται απάνω σε μια πέτρα, μπροστά σε μια σπηλιά, σαν το όρνιο στη φωλιά του. Έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του στην απαλάμη του, και κοιτάζει κατά πίσω, σαν να ακούγει τη φωνή του Θεού που του μιλά μέσα σε κείνα τα άσπλαχνα κράκουρα. Aπό πάνω του πετά ο κόρακας μ’ ένα κομμάτι κρέας, και χυμίζει κατά κάτω να του το δώσει. Όπως είναι ζωγραφισμένος μέσα στο ρημοκλήσι του, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά μέσα στη σπηλιά του, και ακούς τον αγέρα που βουΐζει στα χορτάρια και τα όρνια που κράζουνε κόβοντας γύρους από πάνω από το βουνό. Kανένα παμπάλαιο θυμιατήρι είναι κρεμασμένο δίπλα του απάνω στον καπνισμένον τοίχο, κανένα κερί σβηστό στέκεται μπηγμένο στον άμμο σ’ ένα μανουάλι βουνίσιο σαν τον άγιο που είναι ο νοικοκύρης εκείνου του ρημοκλησιού. Kάθε χρόνο, στις 20 Iουλίου, έρχουνται αποβραδύς οι χριστιανοί από το χωριό με τον παπά, και τον προσκυνάνε τον προφήτη Hλία, ανάβουνε τα καντήλια, θυμιάζουνε, και ψέλνει κανένας γέρος και λέγει τα στιχηρά της μνήμης του, και κείνος ακούγει με το άγριο κεφάλι του ακουμπισμένο στο χέρι του, κι’ ο κόρακας βαστά το ίσιο με τη βραχνή φωνή του: “Xαίροις επίγειε Άγγελε και ουράνιε άνθρωπε, Hλία μεγαλώνυμε. Xαίροις Hλία ζηλωτά, των παθών αυτοκράτωρ. Ω του θαύματος! O πήλινος άνθρωπος, ουρανούς του βρέχειν υετόν ουκ έδωκεν, και ουρανούς ανατρέχει εν πυρίνω άρματι”. Kαι την άλλη μέρα, άμα τελειώσει η λειτουργία, φεύγουνε οι άνθρωποι, κι’ ο Hλίας κάθεται πάλι ολομόναχος “μονώτατος”, βουβός, τυλιγμένος στην προβιά του, σαν αγιούπας κουρνιασμένος. Xιλιάδες χρόνια κάθεται έτσι, άλλες πολλές θα κάθεται, “έως του ελθείν την ημέραν Kυρίου την μεγάλην και επιφανή”.

(από το “Γίγαντες ταπεινοί”, Εκδόσεις “Aκρίτας” 2000)
(Πηγή ηλ. κειμένου: “Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού”)

alopsis.gr

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ!

Κόντογλου Φώτης
Η Ανάσταση του Λαζάρου

Ὁ Χριστὸς ἀνάστησε τὸν Λάζαρο πρὶν νὰ σταυρωθῇ, γιὰ νὰ πιστέψουνε στὴ δύναμή του οἱ Ἰουδαῖοι καὶ γιὰ νὰ στερεωθῇ ἡ πίστη στοὺς μαθητές του, ὅπως πρωτήτερα εἶχε μεταμορφωθῇ στὸ ὄρος Θωβὼρ γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, ὅπως λέγει τὸ τροπάρι: «Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης καὶ ὡς ἐχώρουν οἱ μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐθεάσαντο, ἵνα, ὅταν Σε ἴδωσι σταυρούμενον, τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ κηρύξωσιν ὅτι Σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα».

Μά, μήτε ἡ Μεταμόρφωση, μήτε ἡ Ἀνάστάση τοῦ Λαζάρου μπορέσανε νὰ στερεώσουνε στὴν πίστη τοὺς μαθητὲς καὶ τὸν κόσμο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀδύνατη, καὶ κλίνει στὴν ἀπιστία, γιατὶ ἡ ἀπιστία εἶναι ἀδυναμία τῆς ψυχῆς. Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ στερεώθηκε, μὲ τοὺς αἰῶνες, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ θαύματα ποὺ γινήκανε στ᾿ ὄνομά Του κι᾿ ἀπὸ ὑπερφυσικὰ φανερώματα, ποὺ ἀποστομώσανε τοὺς ἄπιστους. Μὰ καὶ πάλι, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπομείνανε στὴν ἀπιστία.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει καταλεπτῶς στὸ Εὐαγγέλιό του τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, γιατὶ ἤτανε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ὅπως ἤτανε μαζί του κ᾽ οἱ ἄλλοι μαθητάδες του.

Γράφει λοιπὸν πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε φύγει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα κ᾽ εἶχε πάγει πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι θέλανε νὰ τὸν πιάσουνε καὶ νὰ τὸν σκοτώσουνε. Πῆγε λοιπὸν καὶ καθότανε στὸν τόπο πού, ἄλλη φορά, βάφτιζε τὸν λαὸ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.

Εἷχε ὁ Χριστὸς ἕναν φίλο ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, λεγόμενο Λάζαρο, κ᾽ ἡ Μάρθα κ᾽ ἡ Μαρία ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Χριστὸς καὶ πήγαινε στὸ σπίτι τους, ἤτανε ἀδελφές του. Κ᾿ οἱ τρεῖς ἤτανε ἀνύπαντροι. Ὁ Λάζαρος λοιπὸν ἀρρώστησε βαρειά, κ᾽ οἱ ἀδελφές του στείλανε ἕναν ἄνθρωπο στὸν Χριστὸ νὰ τοῦ πῆ πὼς ὁ ἀγαπημένος του ὁ Λάζαρος εἶναι βαρειὰ ἄρρωστος. Ὁ Κύριος, σὰν ἄκουσε τί τοῦ εἶπε ὁ μαντατοφόρος, εἶπε: «Τούτη ἡ ἀσθένεια δὲν εἶναι γιὰ θάνατο, ἀλλὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοξασθῆ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου μ᾽ αὐτή».

Μ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὸν Λάζαρο, καθὼς ἀγαποῦσε καὶ τὶς ἀδελφές του, ποὺ ἥτανε κ᾿ οἱ τρεῖς θεοφοβούμενοι, ὡστόσο δὲν βιάστηκε νὰ πάγη στὴ Βηθανία, ἀλλὰ κάθησε ἐκεῖ ποὺ βρισκότανε.

Ἄξαφνα, λέγει στοὺς μαθητές του: «Πᾶμε πίσω στὴν Ἰουδαία». Καὶ κεῖνοι τὸν ρωτήσανε: «Δάσκαλε, οἱ Ἰουδαῖοι πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες θέλανε νὰ σὲ λιθοβολήσουνε, καὶ πάλι θέλεις νὰ πᾶς στὸν τόπο τους;» Τοὺς ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος: «Ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος κοιμήθηκε, καὶ πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω». Τοῦ εἴπανε τότε οἱ μαθητές του: «Κύριε, ἂν κοιμήθηκε, θὰ γλυτώση», γιατὶ νομίσανε πὼς κοιμήθηκε ὁ Λάζαρος, κι᾿ ὄχι πὼς πέθανε, ὅπως ἐννοοῦσε ὁ Χριστός. Τότε τοὺς εἶπε φανερά: «Ὁ Λάζαρος πέθανε, καὶ χαίρουμαι, γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ πιστέψετε, ποὺ δὲν ἤμουνα ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν γιάνω ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια του. Ἀλλὰ ἂς πᾶμε στὸ σπίτι του». Τότε ὁ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, εἶπε στοὺς ἄλλους μαθητές: «Πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ πεθάνουμε μαζί του». Καὶ πήρανε τὸν δρόμο γιὰ τὴν Βηθανία, ποὺ βρισκότανε κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα.

Σὰν φτάξανε ἐκεῖ, βρήκανε τὸν Λάζαρο πεθαμένον καὶ θαμμένον πρὶν ἀπὸ τέσσερες μέρες. Τὸ σπίτι του ἤτανε γεμᾶτο κόσμο, ἐπειδὴ πολλοὶ Ἰουδαῖοι εἴχανε πάγει γιὰ νὰ παρηγορήσουνε τὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία.

Ἡ Μάρθα σὰν ἄκουσε πὼς ἐρχότανε ὁ Χριστός, ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπαντήση, ἐνῶ ἡ Μαρία καθότανε στὸ σπίτι, κ᾽ εἶπε στὸν Χριστὸ ἡ Μάρθα: «Κύριε, ἂν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδελφός μου. Ἀλλὰ καὶ τώρα ξέρω πὼς ὅσα ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σοῦ τὰ δώση». Τῆς λέγει ὁ Χριστός: «Θ᾽ ἀναστηθῆ ὁ ἀδελφός σου». Τοῦ λέγει ἡ Μάρθα: «Γνωρίζω πὼς θ᾽ ἀναστηθῆ κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὴν τελευταία ἡμέρα». Τῆς λέγει ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἣ ζωή. Ὅποιος πιστεύει σὲ μένα, κι ἂν πεθάνη, θὰ ζήση. Κι ὅποιος εἶναι ζωντανὸς καὶ πιστεύει σὲ μένα, δὲν θ᾽ ἀποθάνη στὸν αἰῶνα. Πιστεύεις σ᾽ αὐτὸ ποὺ λέγω;» Τοῦ ἀποκρίνεται ἡ Μάρθα: «Ναί, Κύριε, ἐγὼ ἔχω πιστέψει πὼς ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο νὰ τὸν σώση». Κι᾿ ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔτρεξε καὶ φώναξε τὴν ἀδελφή της τὴ Μαρία καὶ τῆς εἶπε κρυφά: «Ὁ δάσκαλος ἦρθε καὶ σὲ φωνάζει». Ἐκείνὴ, μόλις τ᾽ ἄκουσε, σηκώθηκε γρήγορα κ᾽ ἔτρεξε νὰ τὸν συναπαντήση, γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε φτάξει ἀκόμα στὸ χωριό, ἀλλὰ βρισκότανε στὸ μέρος ποὺ τὸν εἶχε ἀνταμώσει ἡ Μάρθα. Λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἤτανε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου καὶ παρηγορούσανε τὴ Μαρία, σὰν τὴν εἴδανε νὰ σηκώνεται βιαστικὰ καὶ νὰ βγαίνη ἔξω, τὴν ἀκολουθήσανε, λέγοντας πὼς πηγαίνει στὸ μνῆμα τοῦ ἀδελφοῦ τῆς γιὰ νὰ τὸν κλάψη.

Ἡ Μαρία, λοιπόν, σὰν ἐπῆγε ἐκεῖ ποὺ ἤτανε ὁ Χριστός, μόλις τὸν εἶδε, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε: «Κύριε, ἂν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδελφός μου». Ἐκεῖνος, σὰν τὴν εἶδε νὰ κλαίγη, καὶ νὰ κλαῖνε κ᾽ οἱ ἄλλοι ποὺ πήγανε μαζί της, τοῦ ἦλθε παράπονο καὶ ταράχθηκε, καὶ ρώτησε: «Ποῦ τὸν ἔχετε θαμμένον;» Τοῦ λένε: «Κύριε, ἔλα νὰ δῆς». Δάκρυσε ὁ Χριστός. Λέγανε λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι: «Κύτταξε πόσο τὸν ἀγαποῦσε!» Καὶ κάποιοι ἀπ᾽ αὐτοὺς εἴπανε: «Δὲ μποροῦσε τοῦτος ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, νὰ κάνη ὥστε νὰ μὴν πεθάνη κι ὁ Λάζαρος;» Ὁ Χριστὸς λοιπόν, πάλι βουρκωμένος, πῆγε στὸ μνημεῖο ποὺ ἤτανε ἕνα σπήλαιο, σφαλισμένο μὲ μιὰ πέτρα. Λέγει ὁ Χριστός: «Σηκῶστε τὴν πέτρα». Τοῦ λέγει ἡ Μάρθα: «Κύριε, θὰ μυρίζη, γιατὶ ἔχει τέσσερις ἡμέρες ποὖναι θαμμένος». Τῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Δὲν σοῦ εἶπα πὼς ἂν πιστέψης, θὰ δῆς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ;».

Τραβήξανε λοιπὸν τὴν πέτρα ἀπὸ τὸν τάφο ποὺ βρισκότανε ὁ πεθαμένος. Κι᾽ ὁ Χριστὸς σήκωσε τὰ μάτια τοὺ κ᾽ εἶπε: «Πάτερ, σὲ εὐχαριστῶ γιατὶ μὲ ἤκουσες. Ἐγὼ ἤξευρα πὼς πάντα μ᾿ ἀκοῦς, ἀλλὰ τὸ εἶπα γιὰ νὰ τ᾽ ἀκούση τὸ πλῆθος ποὺ στέκεται γύρω μου, καὶ νὰ πιστέψουνε πὼς ἐσὺ μ᾽ ἔστειλες». Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔκραξε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Λάζαρε, ἔλα ἔξω!» Καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ μνῆμα ὁ πεθαμένος τυλιγμένος χέρια καὶ πόδια μὲ λουρίδες, καὶ τὸ πρόσωπο ἤτανε τυλιγμένο μὲ τὸ σάβανο. Λέγει στοὺς ἀνθρώπους ὁ Χριστός: «Ξετυλίξετέ τον κι ἀφῆστε τον νὰ πάγη στὸ σπίτι του».

Μ᾽ αὐτὰ τὰ ἁπλᾶ καὶ συγκινητικὰ λόγια γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴ φρικτὴ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, σὰν νὰ ἱστορίζη κάποιο πρᾶγμα συνηθισμένο. Παρακάτω γράφει πὼς πολλοὶ Ἰουδαῖοι, βλέποντας αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα, πιστέψανε στὸν Χριστό. Μὰ οἱ πολλοὶ ἀπομείνανε στὴν ἀπιστία, καὶ μάλιστα οἱ ἀρχιἐρεῖς ποὺ ἀποφασίσανε νὰ σκοτώσουν τὸν Λάζαρο καὶ τὸν Χριστό, γιατὶ πήγαινε πολὺς κόσμος στὴ Βηθανία γιὰ νὰ δῇ τὸν νεκραναστημένον καὶ τὸν Χριστό, ποὺ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου, ἕξη μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του, καὶ δείπνησε μὲ κάποιους φίλους τοῦ σπιπιοῦ, καὶ στὸ τραπέζι κάθησε κι᾽ ὁ Λάζαρος.

Ἡ Ἐκκλησία μας γιόρταζε τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου χθές, Σάββατο, καὶ σήμερα γιορτάζει τὴ Βαϊοφόρο, δηλαδὴ τὸ ὅτι ἐμπῆκε ὁ Κύριος στὰ Ἱεροσόλυμα καθισμένος σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, καὶ τὸν ὑποδέχτηκε ὁ κόσμος μὲ τὰ βάγια. Γιὰ τοῦτο, οἱ ἁγιασμένοι ὑμνωδοὶ συνθέσανε ὕμνους καὶ κάποια τροπάρια ποὺ συνταιριάζουνται μαζὶ κ᾽ οἱ δύο αὐτὲς γιορτές.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ κατανυκτικὰ εἶναι τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Βαΐων, ποὺ λέγει: «Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, Σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν: Ὡσαννὰ ἐν τοῖς Ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Μετάφραση: «Θέλοντας νὰ μᾶς βεβαιώσης πὼς ὅλοι θ᾽ ἀναστηθοῦμε κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ἀνάστησες τὸν Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκρούς, Χριστὲ ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό, κι᾿ ἐμεῖς, ὅπως κάνανε τὰ παιδιὰ ποὺ σὲ ὑποδέχτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα, βαστοῦμε τὰ βάγια σὰν σύμβολα τῆς νίκης καταπάνω στὸν θάνατο, καὶ φωνάζουμε σὲ Σένα, ποὺ εἶσαι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Ἄλλο τέτοιο τροπάρι εἶναι καὶ τοῦτο: «Τὴν σεπτὴν Ἀνάστασιν τὴν σὴν προτυπούμενος ἡμῖν, ἤγειρας θανόντα, τῇ προστάξει σου, τὸν ἄπνουν Λάζαρον τὸν φίλον, ἀγαθέ, ἐκ τοῦ μνήματως, τεταρταῖον ὀδωδότα. Ὅθεν καὶ τῷ πόλῳ ἐπέβης συμβολικῶς ὥσπερ ἐπ᾿ ὀχήματος φερόμενος, τὰ ἔθνη τεκμαιρόμενος, Σωτήρ. Ὅθεν καὶ τὴν ἄνεσιν προσφέρει ὁ ἠγαπημένος Ἰσραήλ, ἐκ στόματος θηλαζόντων, καὶ νηπίων ἀκάκων καθορώντων Σε, Χριστέ, εἰσερχόμενον εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Μετάφραση: Προτυπώνοντας σὲ μᾶς τὴ δική Σου Ἀνάσταση, πανάγαθε Κύριε, ἀνάστησες τὸν φίλο σου τὸν Λάζαρο, ποὺ δὲν εἶχε πνοὴ μέσα του, τετραήμερον καὶ κακομυρισμένον. Γιὰ τοῦτο κάθησες συμβολικὰ κι᾿ ἀπάνω στὸ πουλάρι, σὰν νὰ σὲ σηκώνανε ἀπάνω σὲ θρόνο τὰ διάφορα ἔθνη τῆς οἰκουμένης, ποὺ θὰ σὲ λατρεύανε ὕστερα σὰν Θεὸ ἀληθινόν. Λοιπόν, κι᾿ ὁ ἀγαπημένος λαός σου, ὁ Ἰσραήλ, σὲ ὑμνολογοῦσε μὲ τὰ στόματα τῶν ἀκάκων καὶ τῶν θηλαζόντων νηπίων, τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινες στὴν ἁγιασμένη Πολιτεία, ἕξη μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα».

Ἰδοὺ κ᾽ ἕνα τρίτο τροπάρι μεταφρασμένο: «Μὲ δάκρυα ραίνεις μυστικά, Χριστέ, τὸν φίλο σου τὸν Λάζαρο, καὶ τὸν σηκώνεις ὄρθιον, αὖτὸν ποὺ κοιτότανε νεκρός. Καὶ σὰν φιλάνθρωπος, πόνεσες γι᾿ αὐτόν. Καὶ τὰ παιδάκια, σὰν μάθανε πὼς πήγαινες στὰ Ἱεροσόλυμα, βγήκανε σήμερα, βαστῶντας στὰ χέρια τοὺς βάγια, καὶ φωνάζοντας τὸ Ὡσαννά. Εὐλογημένος εἶσαι, γιατὶ ἦλθες στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν σώσης».

Ὦ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ. Ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν φίλο σου τὸν Λάζαρο, κάνε νὰ ἀναβρύσουνε δάκρυα ἀπὸ τὰ στεγνωμένα μάτια μας, γιὰ νὰ κλάψουμε γιὰ τὴν φοβερὴ ζάλη ποὺ βασανίζει τὸν κόσμο σήμερα, καὶ τὸν κάνει νὰ παραπατᾶ σὰν μεθυσμένος, μὴν ξέροντας ποῦ πηγαίνει, καὶ μὴ νοιώθοντας ἂν εἶναι ζωντανὸς ἢ πεθαμένος. Ἀνάστησέ τον, ὅπως ἀνάστησες τὸν Λάζαρο. Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὁ Ζωοδότης, Ἀμήν.

(Κόντογλου Φώτης, “Ανέστη Χριστός: Η δοκιμασία του λογικού”, εκδ. “Αρμός”, Αθήνα, 2001)

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΟΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΑΠΑ, ΑΥΤΟΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΚΙ ΑΓΑΠΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ!

Φώτης Κόντογλου: Κι ο άγιος Μάρκος ο ασκητής λέγει το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια: «Έτερόν εστι γνώσις πραγμάτων, και έτερόν εστι αληθείας επίγνωσις». Αυτή τη μια και μονάχη αλήθεια, τη νοιώθουνε όσοι πηγαίνουνε κοντά στον Χριστό με απλή διάνοια και με αγάπη και με ταπείνωση. Για να μας φέρει αυτή την αλήθεια, σταυρώθηκε σήμερα. Όποιος τον πιστεύει και τον αγαπά, αυτός πιστεύει κι αγαπά την αλήθεια. Για τούτο να μην τον ρωτάμε το Χριστό, σαν νάναι φιλόσοφος: «Τι είναι η αλήθεια;», όπως έκανε ο Πιλάτος, που είχε ο δυστυχής μπροστά του την αλήθεια και ρωτούσε «Τί εστιν αλήθεια;», περιμένοντας να ακούσει κάποια λόγια κούφια, από κείνα που λένε οι άνθρωποι για τις ψεύτικες αλήθειες τους.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ


Φώτης Κόντογλου, Κατὰ Ἑνωτικῶν

Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ δεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ 'ἀγάπη'. Μὰ αὐτὸ εἶναι χονδροειδέστατη δικαιολογία καὶ καλὰ θὰ κάνουνε νὰ παρατήσουνε αὐτὰ τὰ ροσόλια τῆς 'ἀγάπης', ποὺ τὴν κάνανε ρεζίλι. Ὁ διάβολος, ἅμα θελήσει νὰ κάνει τὸ πιὸ πονηρὸ παιγνίδι του, μιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιὰ ἀγάπη. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ λέγει κι αὐτὸς κάλπικα, γιὰ νὰ ξεγελάσει.
Τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ρασοφόρους μας στὴν Πόλη, τοὺς ἔπιασε παροξυσμὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς Ἰταλιάνους, ποὺ στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καὶ περήφανοι καὶ δὲν γυρίζουνε νὰ τοὺς δοῦνε αὐτοὺς τοὺς 'ἐν Χριστῷ ἀδελφούς', ποὺ ὅσα τοὺς κάνανε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Σταυροφόρων ἴσαμε τώρα, δὲν τοὺς τἄκανε μήτε Τοῦρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωχαμετάνος. Ἴσως καὶ οἱ δικοί μας νὰ κάνουν ἀπὸ παρεξηγημένη καλωσύνη.
Ὅπως εἶπα, οἱ περισσότεροι... δικοί μας δὲν δώσανε καμμιὰ σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς φιλοπαπικὲς κινήσεις, ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Τώρα τὰ μυαλὰ γινήκανε φαρδειά, καὶ καταγίνονται μὲ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ προβλήματα! "Θὰ καθόμαστε νὰ κυττάζουμε τώρα παπάδες κι Ὀρθοδοξίες"; Μὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς μέλει κι ἂν ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο κάθε ἑλληνικὸ πράγμα. Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατί γι᾿ αὐτοῦ πᾶμε. Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας. Νά γιατί εἶπα πῶς εἶναι πολὺ σπουδαῖο ζήτημα αὐτὲς οἱ ἐρωτοτροπίες ποὺ ἀρχίσανε κάποιοι κληρικοὶ δικοί μας μὲ τοὺς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ!


Υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζουνται για τη σωματική υγεία τους, για το ψωμί τους, για το κορμί τους, μα για την ψυχή του κανένας δεν νοιάζεται. Και κείνοι οι γραμματιζούμενοι που έχουνε χρέος να φροντίζουνε νύκτα - μέρα για την πνευματική υγεία του, αυτοί ίσια - ίσια συνεργούνε στην πνευματική του αρρώστεια, δίνονατάς του τροφή βλαβερή, ξένη για το στομάχι του. Σε τούτο έχουνε μεγάλο κρίμα, επειδής αντίς οδηγοί, γίνονται πλανευτές του λαού τους, για να χορτάσουνε την κενοδοξία τους και για να φανούνε έξυπνοι και προοδευτικοί. Γίνουνται προδότες της φυλής τους και βοηθάνε τους οχτρούς της, που τους συγχαίρουνε πονηρά για το λάκκο που ανοίγουνε να πέσει μέσα ο Ελληνισμός και να χαθεί. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πως ο Ελληνισμός δεν χάνεται μονάχα σαν χάσει την πολιτική ελευθερία του, αλλά σαν χάσει την πνευματική ελευθερία του. Στα χρόνια της σκλαβιάς, όσοι αλλαξοπιστούσανε, το έθνος τους λογάριαζε για χαμένους. Μα τώρα τί είναι άλλο από αλλαξόπιστοι όσοι αρνιούνται τη μάννα τους και το σπίτι τους και καταφρονάνε τα δικά τους και θέλουνε να τα θάψουνε, και να πάρουν αισθήματα και φερσίματα ξένα ολότελα στον χαραχτήρα τους;

Φώτης Κόντογλου Από το βιβλίο «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη», 1963.

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΑΘΕΪΑ, ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ!


Φώτης Κόντογλου - Ἀθεΐα, τὸ καύχημα τῆς ἐποχῆς μας
Μυστικὰ Ἄνθη, σελ. 215-219

«Νὺξ ἀφεγγὴς τοῖς ἀπίστοις, Χριστέ,
τοῖς δὲ πιστοῖς φωτισμός»

Ἀθεΐα! Τίτλος μεγάλος καὶ καύχημα γιὰ τὸν σημερινὸν ἄνθρωπο. Ὅποιος τὸν ἀποχτήσει (καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀποχτήσει, φτάνει νὰ χειροτονηθεῖ μοναχός του ἄπιστος), γίνεται παρευθὺς στὰ μάτια τῶν ἄλλων σοφός, κι᾿ ἂς εἶναι ἀμόρφωτος, σοβαρός, κι᾿ ἂς εἶναι γελοῖος, ἐπίσημος κι᾿ ἂς εἶναι ἀλογάριαστος, ὑπεράξιος κι᾿ ἂς εἶναι ἀνάξιος, ἐπιστήμονας κι᾿ ἂς εἶναι κουφιοκέφαλος.
Δὲν μιλῶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πόθο νὰ πιστέψει, μὰ δὲν μπορεῖ, μὲ ὅλο ποὺ κατὰ βάθος πάντα ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας εἶναι ἡ περηφάνεια, αὐτὴ ἡ ὀχιά, ποὺ κρύβεται τόσο ἐπιτήδεια μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβει.
Ὅπως καὶ νἆναι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζουνται καὶ πολεμᾶνε μὲ τὸν ἄπιστο ἑαυτό τους, ἔχουνε ὅλη τη συμπόνεσή μας. Γι᾿ αὐτοὺς παρακαλοῦμε, ὅσοι πιστεύουμε, νὰ τοὺς βοηθήσει ὁ Θεὸς νὰ πιστέψουνε, ὅπως ἔκανε σὲ κεῖνον τὸν πατέρα ποὺ εἶχε ἄρρωστο τὸ παιδί του, καὶ παρεκάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ γιατρέψει. Καὶ Κεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἂν μπορεῖς νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ κεῖνον ποὺ πιστεύει». Καὶ τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔκραξε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ», δηλαδὴ «ἔχω πόθο νὰ πιστέψω, κι᾿ ἐσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».
Οἱ ἄπιστοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλοῦμε, δὲν εἶναι τέτοιοι. Ὄχι μονάχα δὲν κλάψανε ποτέ, γιὰ νὰ ἀνοίξουνε μὲ τὸν πόνο καὶ μὲ τὴ συντριβὴ τὴν κλεισμένη πόρτα, τὴν πόρτα τῆς μετανοίας, ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος πατέρας ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αἰσθανθήκανε καμμιὰ πίκρα γιὰ τὴν ἀπιστία τους, μήτε νοιώσανε πὼς ἔχουνε γι᾿ αὐτὸ καμμιὰ εὐθύνη, κανένα φταίξιμο. Ὅλο τὸ φταίξιμο εἶναι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν φανερώνεται μπροστὰ τοὺς νὰ τοὺς πεῖ: «Ἐλάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλεῖστε μαζί μου ὅπως μιλᾶτε μεταξύ σας, ἀναλύσετέ με μὲ τὴ χημεία σάς, κομματιάστε με μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀνατομίας σας, ζυγίστε με, μετρεῖστε με, ἱκανοποιήσετε τὶς ἄπιστες αἰσθήσεις σάς, χορτάσετε τ᾿ ἀχόρταγο λογικό σας!».
Αὐτοὶ οἱ αὐτοτιτλοφορούμενοι ἄπιστοι, σὲ καιρὸ ποὺ ἐπιδείχνουνε τὴν ἐξυπνάδα τους, φουσκωμένοι ἀπὸ τὸν κούφιον ἀγέρα τῆς περηφάνειας κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηρὴ εὐστροφία τοῦ μυαλοῦ τους, δὲν εἶναι σὲ θέση οἱ δύστυχοι, νὰ νοιώσουνε πόσο ἀνόητοι καὶ στενόψυχοι φαίνουνται σὲ κείνους ποὺ πιστεύουνε. Γιατὶ, γιὰ νὰ πιστέψουνε, ζητᾶνε κάποιες ἀποδείξεις ποὺ κάνουνε τὸν πιστὸ νὰ τοὺς ἐλεεινολογεῖ γιὰ τὴν περιορισμένη ἀντίληψη ποὺ ἔχουνε γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα. Ὁ πιστὸς ξέρει πολὺ καλὰ ὡς ποὺ μποροῦνε νὰ φτάξουνε οἱ διαλογισμοὶ τοῦ ἄπιστου, γιατί, κι᾿ αὐτός, σὰν ἄνθρωπος, τοὺς ἔχει ἐκείνους τοὺς λογισμούς, τοὺς λογισμοὺς τῆς σάρκας, τοὺς λογισμοὺς τούτου τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ὁ ἄπιστος εἶναι ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔχει μέσα του ὁ πιστός, καὶ γιὰ ὅ,τι βρίσκεται παραπέρα ἀπὸ τὴν πρακτικὴ γνώση του, δηλαδὴ γιὰ τὰ μυστήρια ποὺ εἶναι κρυμμένα ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ποὺ γι᾿ αὐτὸ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχουνε. Κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀνοησία του κορδώνεται, καὶ μιλᾶ μὲ καταφρόνεση γιὰ κείνους ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε τὴ βαθύτερη σύσταση τοῦ κόσμου, ἐνῶ αὐτὸς ὁ δυστυχὴς εἶναι τυφλὸς καὶ κουφός, καὶ θαρρεῖ πῶς τὰ ἀκούει ὅλα καὶ πὼς τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ πιστὸς ἔχει πνευματικὰ μάτια καὶ πνευματικὰ αὐτιά, καθὼς καὶ κάποια «ὑπὲρ αἴσθησιν». Ὁ ἄπιστος πῶς νὰ πάρει εἴδηση ἀπὸ κεῖνον τὸν μυστικὸν κόσμο μόνο μὲ τὰ χονδροειδῆ μέσα ποὺ ἔχει, δηλαδὴ μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις; Πῶς νὰ πιάσει τὰ λεπτὰ κι᾿ ἀλλόκοτα μηνύματα ἐκείνου τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ δυστυχὴς δὲν ἔχει τὶς κεραῖες ποὺ χρειάζουνται γιὰ νὰ τὰ πιάσει;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του, μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει μονάχα αὐτός, γιὰ τὸ τί εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει ὁ πιστός, καὶ τί μπορεῖ νὰ νοιώσει ὁ ἄπιστος: Λαλοῦμε, λέγει, τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μέσα σε μυστήριο, καὶ ποὺ εἶναι κρυμμένη, τὴ σοφία ποὺ τὴν προόρισε ὁ Θεός, πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, γιὰ δόξα δική μας, καὶ ποὺ δὲν τὴ γνώρισε κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τούτου τοῦ κόσμου (δηλ. τοὺς σοφοὺς τῆς κοσμικῆς σοφίας), καὶ ποὺ ξεσκεπάζει αὐτὰ πού, κατὰ τὴ Γραφή, δὲν τὰ εἶδε μάτι, καὶ ποὺ δὲν τ᾿ ἄκουσε αὐτί, καὶ ποὺ δὲν ἀνεβήκανε στὴν καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦνε. Ἀλλὰ σὲ μᾶς τὰ φανέρωσε ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα του τὸ ἅγιο. Ἐπειδή, τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὅλα τὰ ἐρευνᾶ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.
Γιατί, ποιὸς ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ μέσα τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ μονάχα τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι μέσα στὸν ἄνθρωπο; Ἔτσι καὶ τὰ μυστήρια του Θεοῦ δὲν τὰ γνωρίζει κανένας παρὰ μονάχα τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι᾿ ἐμεῖς δὲν ἐπήραμε τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου (δηλ. τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν κοσμικὴ γνώση), ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅσα χάρισε σὲ μᾶς ὁ Θεός. Κι᾿ αὐτὰ (τὰ χαρίσματα) δὲν τὰ ἐκφράζουμε μὲ τὰ λόγια ποὺ διδάσκεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγια ποὺ διδάσκει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μιλώντας σὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους μὲ πνευματικὸν τρόπο. Πλήν, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν σαρκικὴ γνώση (τὸν ὀρθολογισμό), δὲν παραδέχεται ὅσα διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ τὰ νομίζει γιὰ ἀνοησίες, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει πῶς ἀνακρίνεται πνευματικά. Ὁ πνευματικὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἀνακρίνει κάθε ἄνθρωπο, ἐνῶ αὐτὸς ἀπὸ κανέναν δὲν ἀνακρίνεται».
Ἡ ἀπιστία ὑπῆρχε πάντα. Μὰ σήμερα, μὲ τὴν ἀποτρόπαια ματαιοδοξία ποὺ μᾶς τρώγει, τὴν ἐπιδείχνουμε σὰν νὰ μᾶς δίνει τὴ μεγαλύτερη ἀξία. Ὅποιος ἔχει πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ φανέρωσε, εἶναι καταφρονεμένος, σὰν στενόμυαλος κι᾿ ἀνόητος, καὶ τραβᾶ πάνω του ὅλα τὰ περιγελάσματα. Λογαριάζεται γιὰ «βλαμμένος» ἀπὸ τὸν πολὺν κόσμο, μάλιστα ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ξέρει νὰ τὰ καταφέρνει στὴ ζωή, νὰ «πετυχαίνει», νὰ βγάζει λεφτά, νὰ καλοπερνᾶ, νὰ μὴ δίνει πεντάρα γιὰ τίποτα, κατὰ τὸ ρητὸ ποὺ λέγει: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Γιὰ τοῦτο, χρειάζεται νὰ ἔχει θάρρος καὶ νὰ περιφρονᾶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ κόσμου καὶ τὸ ὑλικὸ συμφέρον του, ὅποιος λέγει πὼς ἔχει πίστη στὸν Θεό.
Ἐνῶ ἐκεῖνον ποὺ καυχιέται πῶς δὲν πιστεύει σὲ τίποτα, α) Τὸν ἔχει ὁ κόσμος σὲ μεγάλη ὑπόληψη καὶ σεβασμό, μάλιστα ὅσο περισσότερο ἄπιστος λέγει πὼς εἶναι, τόσο περισσότερη εἶναι ἡ ἐκτίμηση καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ φανερώνει ὁ ἔξυπνος καὶ σοβαρὸς κόσμος στὸ πρόσωπό του. Ὁ τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι συνοφρυωμένος, μὲ λίγα καὶ βαρειὰ λόγια, ἀράθυμος κι᾿ ἀπότομος, «θετικὸς ἄνθρωπος», «γερὸ μυαλό». β) Ὅλα τοῦ ἔρχουνται βολικά, καὶ δὲν σκοτίζεται, δὲν στενοχωριέται γιὰ τίποτα. Δὲν ἔχει εὐθύνες καὶ ζαλοῦρες: Ἐδῶ κάτω, λέγει, εἶναι ἡ Κόλαση κι᾿ ὁ Παράδεισος. Ἡ ζωὴ εἶναι γιὰ νὰ τὴν ἀπολαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι. Οἱ κοιμισμένοι κι᾿ οἱ ἀφιονισμένοι ἂς πεθάνουνε».
Ἐξ ἄλλου, δὲν ὑπάρχει πιὸ εὔκολο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ κάνεις τὸν ἄπιστο! Πατᾶς ἕνα μονάχα κουμπί, κι᾿ ὅλα σοῦ ἔρχονται βολικά. Ὁ διάβολος εἶπε στὸν Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, καὶ θὰ γίνουνε οἱ πέτρες ψωμιά, «οἱ λίθοι ἄρτοι».
Λέγει λοιπὸν ὁ ἔξυπνος : «Νὰ κάθεσαι, ἄνθρωπος μὲ τετρακόσα μυαλά, νὰ χάνεις τὸν καιρό σου μὲ χαζομάρες, σὰν τὶς γρηές, μὲ θεούς, μὲ κόλαση καὶ μὲ παράδεισο, μὲ καντήλια, μὲ θυμιατά, μὲ δισκοπότηρα, μὲ παπάδες καὶ μὲ καλόγρηες! Καὶ σὲ ποιὰ ἐποχή; Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ ἐπιστήμη στέλνει ἀνθρώπους στοὺς πλανῆτες! Ἀκοῦς, φίλε μου, βλακεία ποὺ ἔχει αὐτὸς ὁ κόσμος;».
Αὐτὰ λένε γιὰ τοὺς πιστοὺς οἱ ἔξυπνοι καὶ οἱ τιμημένοι τούτου τοῦ κόσμου, καὶ τοὺς χειροκροτοῦνε οἱ πολλοί, ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ φρόνιμούς σε ὅλα, ἐπειδὴ δὲν κυνηγᾶνε ἴσκιους, ἀλλὰ ἔχουνε μυαλὸ γερό, καὶ ἐπιτυχαίνουνε σὲ ὅτι καταπιαστοῦνε.
Ναί! Ἐπιτυχαίνουνε, γιατὶ, μ᾿ ἕναν λόγο, ἡ ἀπιστία εἶναι «ἡ πλατεία πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πὼς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν». Ἐνῶ ἡ πίστη εἶναι «ἡ στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πῶς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς δυστυχίαν καὶ περιφρόνησιν». «Πολλοὶ εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι διὰ τῆς πλατείας πύλης» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «καὶ ὀλίγοι εἰσιν οἱ εὑρίσκοντες τὴν στενὴν πύλην».
Ὅλοι οἱ ἄπιστοι λένε πὼς ἂν βλέπανε ἕνα θαῦμα, θὰ πιστεύανε. Μὰ ἡ πίστη δὲν ἔρχεται μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς ψυχῆς. Γι᾿ αὐτὸ σὲ ὅσους ζητᾶνε θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουνε, δὲν δίνεται, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους: «Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ καὶ σημεῖον οὗ δοθήσεται αὐτή».
Ἀλλὰ καὶ θαῦμα νὰ δεῖ ἕνας ἄπιστος, ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πιστέψει, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ εὐκολόπιστος καὶ καταφρονεθεῖ.
Πρὶν καιρὸ ἔγραψα μὲ συντομία πέντε-ἕξη ἄρθρα γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γίνουνται σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Μυτιλήνης, μὲ τὸν τίτλο «Φρικτὰ μυστήρια». Πολλοὶ ἀναγνῶστες συγκινηθήκανε στὸ ἔπακρο, ἰδίως οἱ ταπεινοὶ κι᾿ ἀγράμματοι ἄνθρωποι, «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα». Οἱ ἔξυπνοι ὅμως κι᾿ οἱ τετραπέρατοι δὲν δώσανε σημασία, καὶ κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ περιγελάσανε καὶ μοῦ γράψανε πὼς λέγω ἀνοησίες.
Ἀλλά, «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται». Ἀπὸ τότε ὡς τὰ σήμερα τὰ θαύματα δὲν πάψανε, κι ὁλοένα γίνουνται πυκνότερα καὶ τρομαχτικώτερα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ βλέπουνε μοῦ τὰ γράφουνε μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα, κι ἀπ᾿ αὐτὰ κάνω ἕνα βιβλίο ποὺ θὰ εἶναι σὰν πυρωμένο σίδερο γιὰ τὶς ἄπιστες γλῶσσες (Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο «Σημεῖον μέγα» ποὺ ἐξέδωσε ὁ «Ἀστήρ»). Αὐτὸν τὸν καιρὸν γίνουνται ἀνασκαφές, γιὰ νὰ βρεθεῖ ἡ ἀρχαία ἐκκλησία μὲ τὰ λείψανα ἐκείνων ποὺ φανερώνονται ὁλοζώντανοι μπροστὰ στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο τους, καθὼς κι εἰκόνες καὶ τὰ᾿ ἄλλα κειμήλια. Θὰ εἴχανε βρεθεῖ ὅλα, καὶ θὰ ξεσκεπαζότανε γρήγορα ὁλότελα αὐτὸς ὁ φοβερὸς κρατήρας, ποὺ θὰ σάρωνε τοὺς ἄπιστούς με τὴν ἁγιασμένη λάβα του, ἂν ὑπήρχανε περισσότερα μέσα στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων ποὺ σκάβουνε μὲ μία πίστη ποὺ εἶναι σὰν φωτιά. 
Μά, ὅπως καὶ νὰ εἶναι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ «τὴν τ᾿ ἀσθενῆ θεραπεύουσαν καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσαν», θὰ βγάλουνε σὲ καλὸ τέλος τὸ βλογημένο αὐτὸ ἔργο, καὶ θὰ θριαμβέψει ἡ ἀκατάλυτη πίστη μας, καὶ θὰ ἀκουστεῖ ὡς τὰ πέρατα τοῦ ἄπιστου κόσμου ἡ βροντερὴ φωνή: « Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος!».

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΕΟΤΟΚΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ!

Ο καθένας μας κοντά στην Θεοτόκο γίνεται σαν παιδί, σε αυτή την Μητέρα βρίσκουμε παρηγοριά, αγάπη και προστασία, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροντες, άνδρες και γυναίκες.

Φώτης Κόντογλου