ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΠΩΣ ΞΕΡΟΥΜΕ ΣΙΓΟΥΡΑ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ;

 Πρωτ. Ιωάννης Ρωμανίδης
Πώς ξέρουμε σίγουρα ότι υπάρχει Θεός;

Αφετηρία της γνώσης είναι η εμπειρία. Αφετηρία της γνώσης του Θεού είναι επίσης η εμπειρία. Στον αρχαίο και τον ορθόδοξο χριστιανισμό δεν υπάρχουν δόγματα, με την έννοια των άνωθεν επιβαλλόμενων αρχών πίστης, αλλά αποτίμηση και ερμηνεία πραγματικών εμπειριών, από τις οποίες προκύπτουν αυτά που διατυπώνονται σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο ως «δόγματα». 

Η εμπειρία των επισκέψεων του Θεού υπάρχει από την αρχαιότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ιακώβ, ο Μωυσής, οι διάφοροι προφήτες. Στην Καινή Διαθήκη επίσης καταγράφονται αρκετά τέτοια παραδείγματα, όπως του εκατόνταρχου Κορνήλιου, του αποστόλου Παύλου προ της Δαμασκού κ.ά. Κατ’ εξοχήν τέτοιο βίωμα ήταν αυτό που συνέβη στους αποστόλους την πεντηκοστή (η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, 50 μέρες μετά την ανάσταση του Χριστού), ενώ στη συνέχεια καταγράφονται στις Πράξεις των αποστόλων πολλές επισκέψεις του Θεού σ' αυτούς. 

Είχαν αποκτήσει και θαυματουργικά χαρίσματα, ενώ ανάλογα χαρίσματα διέθεταν και άλλα πολλά μέλη της πρώτης Εκκλησίας (χαρακτηριστική η μαρτυρία του Παύλου στο Α΄ Κορινθίους, κεφ. 12-14· σημ. ότι στο κεφ. 12, στ. 11, φαίνεται και η προσωπική υπόσταση του Αγ. Πνεύματος κατά τους πρώτους χριστιανούς). Και στη συνέχεια, ανά τους αιώνες, υπάρχουν αναρίθμητοι χαρισματούχοι χριστιανοί άγιοι, κάθε ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξης, μέχρι και σήμερα. 

Καταγράφονται επίσης ψευδοβιώματα, δήθεν θεία, αλλά στην πραγματικότητα δαιμονικά. Τέτοιο βίωμα θεωρούμε οι χριστιανοί τη δήθεν εμφάνιση του νεκρού Σαμουήλ στο βασιλιά Σαούλ, μέσω μάγισσας πνευματίστριας, στην Παλαιά Διαθήκη (Α΄ Βασιλειών, κεφ. 28). Στην Καινή Διαθήκη γίνονται σχετικές αναφορές από Παύλο (Β΄ Κορινθίους, 11, 14) και Ιωάννη (Α΄ επιστολή Ιωάννου, 4, 1), αλλά και από τον Ιησού, όταν μιλάει για τους ψευδοπροφήτες (π.χ. Ματθ. 24, 24-25, αλλά βλ. και Αποκάλυψις, 13, 13-15). 

Απόπειρα παγίδας «του εχθρού» (διαβόλου) κατά των αγίων με δήθεν θετικό βίωμα δες και Πράξεις αποστόλων, 16, 16-18.

Ήδη στην Κ.Δ. γίνεται λόγος για τα βιώματα, γνήσια και ψευδή. Αυτό σημαίνει ότι οι απόστολοι είχαν τον τρόπο να τα ξεχωρίζουν, πράγμα που άφησαν κληρονομιά στους πρώτους χριστιανούς και αυτό συνεχίστηκε από γενιά σε γενιά. 

Καθώς αυξάνονται οι «χαρισματικές» αιρετικές κινήσεις (π.χ. μοντανισμός, μεσσαλιανοί, διάφοροι γνωστικοί), αυξάνονται και οι διδασκαλίες των χριστιανών αγίων γι’ αυτό το θέμα, ώστε να προλαμβάνονται οι δύο βασικές παρανοήσεις, που οδηγούν σε σφάλματα: από τη μια, ότι αρκεί να κατανοήσουμε διανοητικά κάποιες «θεολογικές ιδέες» με τη βοήθεια της φιλοσοφίας και, από την άλλη, ότι μπορούμε να προκαλέσουμε κατά βούλησιν την ένωσή μας με το Θεό, χρησιμοποιώντας με ακρίβεια κάποια μυστικιστική «μέθοδο» (ιδέα που έχει σήμερα κατακλύσει το δυτικό κόσμο, προκαλώντας έξαρση του διαλογισμού ινδουιστικού και βουδιστικού τύπου). 

Και οι δύο αυτές ιδέες παραβλέπουν ή παρερμηνεύουν το αίτημα για αγώνα κατά των παθών (όχι κατά της ύλης ή του σώματος ή «των απίστων» κ.τ.λ.), χωρίς τον οποίο δε μπορεί να υπάρξει προσέγγιση Θεού και ανθρώπου. 

Στους επόμενους αιώνες το ζήτημα των επισκέψεων του Θεού στον άνθρωπο και της πορείας του ανθρώπου προς το Θεό αναπτύσσεται όλο και πιο διεξοδικά από τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού και σήμερα διαθέτουμε, μπορώ να πω, ολόκληρη επιστήμη γι’ αυτό το θέμα. Δυστυχώς με την κατάρρευση του Βυζαντίου και τη συνακόλουθη αποδυνάμωση της θεολογικής σκέψης στον πρώην βυζαντινό χώρο, άνοιξε ο δρόμος για μύριες όσες δυτικές ορθολογιστικές επιρροές, με συνέπεια ο μέσος ορθόδοξος χριστιανός σήμερα να τα αγνοεί εντελώς όλα αυτά. Στη Ρωσία συνεχίστηκε περισσότερους αιώνες η θεολογική αυτή παράδοση, αλλά κι εκεί οι ιστορικές περιπέτειες την κατέστησαν σχεδόν άγνωστη στην εποχή μας. 

Πάντα όμως, σε όλες τις χώρες που έμειναν ορθόδοξες (π.χ. Ελλάδα και σλαβικές χώρες ώς και τη Ρωσία), απέμειναν «εργάτες» αυτής της θεολογικής επιστήμης, κυρίως στα μοναστήρια. 

Έτσι έχουμε και σήμερα –και είχαμε όλους τους αιώνες– αγίους χριστιανούς διδασκάλους, για να επαληθεύουμε μέσω αυτών όσα γράφουν οι αρχαιότεροι διδάσκαλοί μας και όσα καταγράφουν γι’ αυτούς οι βιογράφοι τους. 

Χαρακτηριστικός ο διάλογος του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη (1866-1938) με το βιβλιοθηκάριο της μονής Αγίου Παντελεήμονος στο Άγ. Όρος το 1932, ο οποίος του ανακοίνωσε το θαυμασμό ενός ρωμαιοκαθολικού διδάκτορα για τη μελέτη πατερικών κειμένων από τους μοναχούς (Ιωάννη της Κλίμακος, αββά Δωρόθεο, Μάξιμο Ομολογητή, Θεόδωρο Στουδίτη, Γρηγόριο Παλαμά κ.π.ά.). 

«Σε μας μόνο οι καθηγητές πανεπιστημίου τα διαβάζουν» είχε πει ο επισκέπτης. Ο άγιος απάντησε στο βιβλιοθηκάριο, όταν του μετέφερε το γεγονός: 

«Μπορείτε να πείτε στο διδάκτορα Μπ. πως οι μοναχοί μας όχι μόνο διαβάζουν αυτά τα βιβλία, αλλά θα μπορούσαν να γράψουν και οι ίδιοι παρόμοια… 

Οι μοναχοί δεν γράφουν, γιατί υπάρχουν ήδη πολλά ωραία βιβλία και ικανοποιούνται με αυτά. Αν όμως τα βιβλία αυτά για οποιονδήποτε λόγο εξαφανίζονταν, τότε οι μοναχοί θα έγραφαν καινούργια». Βλ. αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003, σελ. 86-87

Ο π. Σωφρόνιος σχολιάζει στη συνέχεια: «Σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του στον Άθωνα ο Γέροντας συναντήθηκε με πολλούς μεγάλους ασκητές. Μερικοί από αυτούς ήξεραν από την πείρα τους τις καταστάσεις που περιγράφουν οι μεγάλοι ασκητές, όπως ο Ισαάκ ο Σύρος, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος και άλλοι, γι’ αυτό τα λόγια του Γέροντα μας φαίνονται απόλυτα δικαιολογημένα» (ό.π., σελ. 87). 

Τα τρία στάδια, το Φως και η Χάρη 

Η εμπειρία της χάριτος του Θεού είναι άρρητη και εισάγει τον άνθρωπο σε έναν κόσμο μη περιγραπτό με ανθρώπινους όρους: τα «άρρητα ρήματα» του Παύλου (Β΄ Κορινθ. 12, 4), ο «θείος γνόφος» των Πατέρων. 

Χάριν των πολλών όμως, ακόμη και χάριν ανθρώπων που έχουν αυτά τα βιώματα, αλλά δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει (βλ. π. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας, 31996, σελ. 269-270), όσοι άγιοι μπορούν (διότι έχουν παιδεία, ευφράδεια ή και επειδή αυτό είναι το δικό τους ειδικό χάρισμα από το Θεό) γράφουν και διδάσκουν. 

Είναι για το χριστιανισμό ό,τι οι ερευνητές σε κάθε επιστήμη, καταγράφουν και επεξεργάζονται αυτά που ζουν [υπενθυμίζω την αναλογία ιδιαίτερα με τις ανθρωπιστικές επιστήμες (κοινωνιολογία, κοινωνική ανθρωπολογία, ψυχολογία κ.λ.π.), στις οποίες ο ερευνητής έρχεται σε προσωπική επαφή με το αντικείμενο της έρευνάς του και αυτή την επαφή παρουσιάζει στις δημοσιεύσεις του, αλλά ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι και ο πυρηνικός φυσικός, που ανακαλύπτει διά του πειράματος, βιώματά του καταγράφει]. 

Βάσει των εμπειριών και των παρατηρήσεών τους καταλαβαίνουν τα εξής: 

 Η πορεία του ανθρώπου προς το Θεό μπορεί χοντρικά να διακριθεί σε τρία στάδια: κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, φωτισμός του νου από το Άγιο Πνεύμα, θέωση. 

Επισκέψεις της θείας χάριτος μπορεί να δεχτεί ακόμη και άνθρωπος που δε βρίσκεται ούτε στο στάδιο της κάθαρσης, ακόμη κι ένας εγκληματίας. 

Πρόκειται κατ’ ουσίαν για προσκλήσεις από το Θεό (όλοι οι άνθρωποι έχουν, όπως φαίνεται και στο Αποκάλυψις, 3, 20, «να, στέκομαι στην πόρτα και χτυπάω…» [«ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω…»] κ.λ.π.). 

Αν ο άνθρωπος ανταποκριθεί, τότε βιώνει τη συγκλονιστική κατάσταση της μετάνοιας, που «ξεμπαζώνει» την καρδιά του (συνήθως οδυνηρά, ανάλογα με τα συσσωρευμένα μπάζα – αντιλαμβάνεστε τι εννοώ, ασφαλώς) και αρχίζει στη συνέχεια η ανοδική πορεία του. Αν ο άνθρωπος δεν ανταποκριθεί, ο Θεός συνήθως φεύγει. Ίσως να ξανάρθει κ.τ.λ., μέχρι το θάνατο του ανθρώπου. 

Η πορεία δεν είναι μοναχική, γι’ αυτό οι χριστιανοί συγκροτούμε «Εκκλησία», δηλ. κοινότητα. Κάθε ένας οφείλει να στηρίζει τον άλλο στις στιγμές αδυναμίας του, έμπρακτα και με την προσευχή. Υπάρχει και ένας θεσμός γι’ αυτό το στήριγμα: ο πνευματικός πατέρας («γέροντας»). Ο θεσμός αυτός είναι άτυπος, δηλ. δεν είναι ένα «αξίωμα» που παίρνει κάποιος επίσημα στην Εκκλησία. Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε και τον επιλέγουμε ελεύθερα – αλλά χρειάζεται σύνεση για να επιλέξουμε σωστά. 

Μπορεί να ταυτίζεται με τον εξομολόγο μας (ο εξομολόγος είναι ένας «επίσημος θεσμός» πνευματικού διδασκάλου, αλλά και αφέσεως των αμαρτιών, με προϋπόθεση τη μετάνοια φυσικά, βάσει της εξουσίας που δόθηκε από το Χριστό και καταγράφεται στο Ματθ. 18, 18, και αλλού), μπορεί όμως ο γέροντάς μας να μην είναι ο εξομολόγος μας. Μπορεί να μην είναι καν ιερέας, οπωσδήποτε πάντως θα πρέπει να είναι πιο προοδευμένος από μας στη σχέση με το Θεό. 

Στο επίπεδο της κάθαρσης της καρδιάς (αγάπη προς τους εχθρούς και όλο τον κόσμο) οι επισκέψεις της θείας χάριτος γίνονται εντονότερες, κατά το θέλημα του Θεού. 

Καθώς ο άνθρωπος ανεβαίνει, γίνεται πιο δεκτικός στη θετική επίδραση της θείας χάριτος κι έτσι «μεταμορφώνεται» σε θείο ον, εκπληρώνεται δηλ. το «καθ’ ομοίωσιν» προς το Θεό και ο άνθρωπος σταδιακά καθαγιάζεται. Στα ανώτερα στάδια αυτής της πορείας αξιώνεται θείων αποκαλύψεων και θαυματουργικών χαρισμάτων. 

Η θεία χάρη δεν παραμένει σ’ αυτόν μόνιμα ενώ ζει εδώ. Αυτό θα ενείχε πολλούς κινδύνους εγωιστικών πτώσεων. Μια σχετική ολοκλήρωση θα ζήσει μετά θάνατον (αν έχει πεθάνει κοντά στο Θεό και δεν έχει παρασυρθεί και απομακρυνθεί απ’ Αυτόν) και η πληρότητα θα έρθει μετά την ανάσταση των νεκρών και τη συμπλήρωση της κοινωνίας όλων των όντων, στη δευτέρα παρουσία. Όλα αυτά συνιστούν την κατάσταση που ονομάζουμε «παράδεισο», ενώ το αντίθετό τους συνιστά την οδυνηρή αυτοαπομόνωση που ονομάζουμε «κόλαση».

Η πρόγευση του παραδείσου δε μοιάζει ούτε συγκρίνεται με καμιά γήινη εμπειρία, η δε ηδονή που προκαλεί, κατ’ αυτούς που την έχουν ζήσει, είναι απερίγραπτη, ωστόσο συνδέεται άμεσα με την οδύνη της αλλαγής μας, κατά παρόμοιο τρόπο θα λέγαμε, με τον τρόπο που συνδέεται η σταύρωση με την ανάσταση.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος: περνώντας από την αθεΐα και το μυστικισμό της Άπω Ανατολής, και μετά από μη χριστιανικές πνευματικές εμπειρίες, κατέληξε στην Ορθοδοξία και σύγκρινε τις εμπειρίες των διαφορετικών παραδόσεων. 

Έτσι περιγράφει την κατάσταση αυτή, από τη μακροχρόνια δική του εμπειρία, ο άγιος γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ:

«Στην αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψη, σύντομα όμως διαπιστώνουμε ότι διεισδύει μέσα μας ενέργεια νέας ζωής, η οποία επιφέρει θαυμαστή αλλοίωση του νου. Αυτή καθ’ εαυτή η κίνηση προς μετάνοια εμφανίζεται ως ανεύρεση του Θεού της αγάπης.[…]

Η χάρη της μετανοίας αποκαλύπτει μέσα μας την εικόνα του Υιού του Πατρός. Ω, πόσο οδυνηρή είναι αυτή η πορεία! Πυρωμένη ρομφαία διέρχεται την καρδιά μας. και πώς να μιλήσουμε για τη φρίκη η οποία μας διακατέχει τότε; […] Η εικόνα του Μονογενούς και ομοουσίου με τον Πατέρα Υιού και Λόγου ανάβει μέσα μας σφοδρό πόθο να ομοιωθούμε προς Αυτόν σε όλα. και εκ νέου βρισκόμαστε στην παράδοξη θέση: Πάσχουμε, αλλά από άλλη οδύνη, άγνωστη προηγουμένως σε μας. Η οδύνη αυτή μας εμπνέει, δεν σκοτώνει. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει άκτιστη δύναμη. Ριχνόμαστε στην θεία απειρότητα. 

Μένουμε εκστατικοί μπροστά στο γεγονός που διενεργείται μέσα μας. το μεγαλείο του μας υπερβαίνει. Συστελλόμαστε και σμικρυνόμαστε στο έπακρο μέσα στη συνείδηση του εαυτού μας, και ταυτόχρονα έρχεται ο Θεός να μας αγκαλιάσει, όπως ο Πατέρας της ευαγγελικής περικοπής. (βλ. Λουκ. ιε΄ 20). Ο φόβος και ο τρόμος αποχωρούν από μας δίνοντας τη θέση τους στο ‘θάμβος’ μπροστά στον Θεό. Ο Πατέρας μας ενδύει με πολύτιμα ιμάτια, μας στολίζει με ουράνιες δωρεές, η καλλίτερη των οποίων είναι η αγάπη πού περιβάλλει τα πάντα. Η πρώτη μας οδύνη της μετανοίας μεταβάλλεται σε χαρά και γλυκύτητα αγάπης. Τώρα η αγάπη παίρνει νέα μορφή: την ευσπλαγχνία για κάθε κτίσμα που στερείται το Θείο Φως» (βλ. Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ό.π., σελ. 71-72). 

Το παραπάνω απόσπασμα το παραθέτει ο π. Δαμασκηνός Κρίστενσεν στη μελέτη του Christ the Eternal Tao, Μέρος ΙΙΙ, κεφ. 9. Εκεί πραγματεύεται διεξοδικά όλα τα συναφή ζητήματα. Παραθέτουμε από εκεί και το ακόλουθο απόσπασμα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, περίπου 1000 χρόνια πριν το Σωφρόνιο:

«Είμαι κορεσμένος από ηδονή και θεϊκή τρυφερότητα. Μοιράζομαι το Φως. Μετέχω κι εγώ στη δόξα. το πρόσωπό μου λάμπει σαν το πρόσωπο του αγαπημένου μου και όλα μου τα μέλη γίνονται φορείς του Φωτός» (από τους Ύμνους των θείων ερώτων). 

Καθώς ο άνθρωπος προοδεύει στη σχέση του με το Θεό αυξάνονται και εντείνονται και οι επιθέσεις του εχθρού (διαβόλου). Οι παγίδες με ψευδοβιώματα είναι μια μορφή αυτών των επιθέσεων. Οι άγιοι μπορούν να διακρίνουν τα αληθινά από τα ψεύτικα βιώματα, ακριβώς διότι έχουν γνωρίσει και τα δύο είδη. Αρκετοί άγιοι έχουν γράψει γι’ αυτό. 

Η πρόοδος αυτή συνίσταται στην εγκατάσταση της ταπεινής και ανιδιοτελούς αγάπης προς όλους εντός της νοεράς καρδίας του ανθρώπου, αγάπης που «δεν κοιτάζει τον εαυτό της» («ου ζητεί τα εαυτής», απόστολος Παύλος Α΄ προς Κορινθίους, 13, 5) και που συνιστά εκπλήρωση της εντολής του Χριστού «αγαπάτε αλλήλους» (κατά Ιωάννην 13, 34-35, κ.α.) και της διπλής εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου· αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτή· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. εν ταύταις ταίς δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22, 35-40). 

Αν κάποιος δεν πιστεύει στο Χριστό, αλλά μέσα του αυξάνεται αυτή η ταπεινή αγάπη προς όλους –χαρακτηριστικό της η συγχώρηση των εχθρών, η αγάπη προς τους εχθρούς– τότε αυτός ο άνθρωπος, λογικά, κάποια στιγμή θα ανοίξει την πόρτα στο Χριστό, που διαρκώς στέκεται «επι την θύραν και κρούει». Έτσι εξηγούνται περιπτώσεις όπως του Κορνήλιου, του Αιθίοπα ευνούχου (Πράξεις των αποστόλων, 8, 26-40), αλλά και νεώτερες περιπτώσεις όπως του μουσουλμάνου Γιουσούφ Αμπντούλ Ογκλί (1820-1893), μετέπειτα αγίου γέροντα Νικολάου της Όπτινα, του Αμερικανού βουδιστή ιερέα Νilus Stryker και πολλών άλλων.

Πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό είναι εφικτή λόγω της σάρκωσης του Θεού σε άνθρωπο. Αλλιώς, από οντολογική άποψη, δεν θα υπήρχε κανένα κοινό σημείο ανάμεσα στα δύο όντα. Συνεπώς, έτσι ο Χριστός γίνεται Σωτήρας του ανθρώπου: παρέχοντάς του τη δυνατότητα ένωσης με το Θεό. 

Και οι άλλες θρησκείες; 

Η θέα του ακτίστου Φωτός διδάσκει στον άνθρωπο την τριαδικότητα του Θεού και τη θεότητα του Χριστού. Ακριβώς όπως τα διδάχτηκαν οι απόστολοι κατά την πεντηκοστή, έτσι τα διδάσκεται κάθε πνευματικά προοδευμένος (δηλ. καθαγιασμένος) χριστιανός. Το βίωμα αυτό δεν είναι ψέμα, καθώς καταγράφεται αναρίθμητες φορές μέσα στους αιώνες. Μήπως είναι απάτη του εχθρού; Μελετώντας το θέμα θεωρητικά, χωρίς ανάλογα δικά μας βιώματα (αν και νομίζω ότι όλοι, τουλάχιστον οι χριστιανοί, έχουμε ζήσει κάποια μικρά ή μεγάλα θαύματα ή και επισκέψεις της θείας χάριτος, αλλά όχι τόσα ώστε να αξιολογούμε με ασφάλεια τα αντίστοιχα των αγίων), μπορούμε να υποθέσουμε ό,τι θέλουμε. 

Αληθινή μελέτη είναι η έμπρακτη μελέτη: με τη βοήθεια ενός έμπειρου πνευματικού (γέροντα) να επιδιώξουμε την πρόοδό μας στην πίστη, να αντιμετωπίσουμε τους πειρασμούς, να ζήσουμε οι ίδιοι τα ίδια πράγματα (είναι δώρα που προορίζονται για όλους τους ανθρώπους όλων των λαών και των πολιτισμών) και τότε θα ξέρουμε. Ένα δείγμα τέτοιας προσπάθειας καταγράφεται στο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού (ελλ. έκδ. «Αστήρ»). 

Ωστόσο, έστω και από «το γραφείο μας» μπορούμε να μελετήσουμε τη διδασκαλία των αγίων και να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα, συγκρίνοντάς την βεβαίως με τα βιώματα που καταγράφουν οι σοφοί και διδάσκαλοι των άλλων θρησκειών. Τέτοιες συγκρίσεις έχουν γίνει και προσωπικά δεν έχω αμφιβολία για την αλήθεια του (ορθόδοξου, ήτοι του αρχαιότερου και αυθεντικότερου) χριστιανικού βιώματος έναντι των άλλων. Αναφέρω από μνήμης το Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος του π. Σεραφείμ Ρόουζ (ελλ. έκδ. Μορφή Εκδοθήτω), όπου δημοσιεύονται και μελέτες τρίτων, μεταξύ των οποίων και πρώην ινδουιστών, το Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς, του Κλάους Κένεθ, εκδ. Εν πλω, και το Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος του Διονυσίου Φαρασιώτη, εκδ. Παναγόπουλος· 

Στα δύο τελευταία δημοσιεύονται οι μακροχρόνιες έρευνες των συγγραφέων, οι οποίοι μυήθηκαν σε διάφορα θρησκεύματα και ταξίδεψαν στις πηγές τους. Στην Ασκητική της αγάπης εξάλλου καταγράφονται ανάλογες εμπειρίες της γερόντισσας Γαβριηλίας κατά την παραμονή της στα ινδικά άσραμ [βλ. Γαβριηλίας μοναχής (μαθήτριας της γερόντισσας), Η ασκητική της Αγάπης, Τάλαντον 1998]. 

Αν δεχτούμε ότι όλα τα βιώματα είναι αληθινά, μια σύγκρισή τους φανερώνει ότι τα βιώματα των διαφόρων θρησκειών (πλην ορθοδόξων χριστιανών) διαθέτουν στοιχεία όπως: 

προκαλούνται με τεχνητές μεθόδους, όπως ο διαλογισμός, η μουσική ή ο χορός, σχετίζονται με μαγικές πρακτικές και πολύ συχνά με λατρεία (ενίοτε αιματηρή) ύποπτων έως ξεκάθαρα σκοτεινών πνευμάτων, περιέχουν το στοιχείο της έκστασης, δηλ. της απώλειας της προσωπικότητας του ανθρώπου κατά τη διάρκεια του βιώματος (κατάληψη από πνεύμα),θεωρούνται «ανάδειξη φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου» και όχι επαφή με το Θεό (οπότε δεν μας ενδιαφέρουν, γιατί εμείς αυτό που επιθυμούμε δεν είναι η ανάδειξη δυνάμεων, αλλά η επαφή και ένωση με το Θεό, που συνιστά τον παράδεισο),κ.τ.λ. 

Παρότι πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι θα σωθούν άνθρωποι απ' όλες τις θρησκείες, όμως όλα αυτά τα στοιχεία (εμπόδια στην αυθεντική γνώση του Θεού και σχέση μ' Αυτόν) έρχονται σε αντίθεση με το γνήσιο βίωμα της χάριτος του Θεού, όπως μαρτυρείται στις περιπτώσεις των αγίων. Το χριστιανικό λοιπόν βίωμα διαφέρει από τα πνευματικά, υπερβατικά κ.λ.π. βιώματα που καταγράφονται στις άλλες πνευματικές παραδόσεις, επομένως είναι κάτι «άλλο». Αυτό το «άλλο» είναι που μας ενδιαφέρει εμάς, διότι α) βεβαιώνει την αλήθεια του χριστιανισμού, και β) είναι το κατώφλι της αιώνιας σωτηρίας μας (επίσκεψη της θείας χάριτος => προσέγγιση προς το Θεό με τάση για ένωση με Αυτόν => πρόγευση του παραδείσου). Τα υπόλοιπα βιώματα δεν μας αφορούν. 

Μάλιστα, αν δώσουμε βάση σ’ αυτά τα βιώματα («αφύπνιση» δυνάμεων με τεχνικές τύπου γιόγκα π.χ.) κινδυνεύουμε έντονα να ξεχάσουμε το Θεό και τη σωτηρία και να νιώσουμε απατηλή «αυτάρκεια», πλάνη που έχει λάβει μορφή μόδας στο μετανεωτερικό δυτικό κόσμο, μέρος της μυστικιστικής δεισιδαιμονίας που ανέτειλε μετά την ορθολογιστική εξορία του Θεού. Οι χριστιανοί λοιπόν δεν επιδιώκουμε τέτοιες «δυνάμεις», τις αποφεύγουμε. 

Τι είναι τα δόγματα; Πίστη που επιβάλλεται με τη βία; Ή κάτι άλλο; 

Για έναν άγιο, δηλ. άνθρωπο που βρίσκεται στη θέωση, δεν υπάρχει αμφιβολία για τη γνησιότητα των επισκέψεων της θείας χάριτος. Άλλωστε και ο ίδιος είναι μεταμορφωμένος εν Χριστώ και, στην πορεία αυτής της μεταμόρφωσης, πέρασε από όλες τις φάσεις, απόχτησε εμπειρία ασύλληπτη για μας και έμαθε να ξεχωρίζει τα αληθινά θεία βιώματα «διά της γεύσεως του νου» (άγ. Γρηγόριος ο Σιναΐτης, άγ. Σιλουανός). 

Εμείς, οι μικροί μαθητές των αγίων, που ζούμε μια μέτρια ζωή και δεν προσπαθούμε τόσο, ώστε να τους μοιάσουμε, μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε. Όμως οι σύγχρονες περιπτώσεις θαυματουργών αγίων, σε κάποιες από τις οποίες θα αναφερθούμε αργότερα, είναι η απόδειξη ότι και οι παλαιότερες περιπτώσεις αγίων είναι αληθείς. 

Επίσης, μπορούμε να πούμε, ότι μετά από τόσες γενιές αγίων, υπάρχει πλέον ένα ασφαλές υπόβαθρο αξιολόγησης των βιωμάτων: το δόγμα.
  
Το δόγμα είναι η γραπτή διατύπωση της «θεοπτικής εμπειρίας» των αγίων (θεοπτία = όραση του Θεού). Ευρισκόμενος ο άγιος εντός του θείου γνόφου, γνωρίζει «άρρητα ρήματα», για τα οποία, κατά κανόνα, σιωπά (άλλωστε διστάζει να αποκαλύψει ότι έχει εμπειρίες, για να μην τον τιμήσουν οι άνθρωποι ως άγιο). Όταν όμως άνθρωποι ή ομάδες επιχειρούν να πλησιάσουν το Θεό με λάθος τρόπο και όχι με την πορεία κάθαρση-φωτισμός-θέωση, οι άγιοι μιλούν, για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Οι ομάδες αυτές είναι οι αιρέσεις (φιλοσοφικές-ορθολογιστικές, όπως ο αρειανισμός, ο παπισμός, ο προτεσταντισμός κ.λ.π., ή μυστικιστικές, όπως οι μεσσαλιανοί, οι πεντηκοστιανοί κ.λ.π.). 

Τότε, με πλήρη συναίσθηση της αποφατικότητας της ορθόδοξης θεολογίας (ότι δηλαδή η αλήθεια για το Θεό, τα «άρρητα ρήματα», δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη λεκτική έκφρασή της), οι εκάστοτε άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν, διατυπώνοντας τη δική τους γνώση με τους προσφορότερους όρους της εκάστοτε κατάλληλης γλώσσας (π.χ. φιλοσοφικά, ποιητικά, καλλιτεχνικά κ.λ.π.). Μερικές από αυτές τις απόπειρες μπορεί να είναι κάπως ατυχείς, γιατί ένας άγιος δεν μεταμορφώνεται αυτόματα σε τέλειο χειριστή της γλώσσας. Σιγά σιγά η προσπάθεια αυτή φτάνει στο αποκορύφωμά της. Όταν η διατύπωση της χριστιανικής αλήθειας για ένα θέμα φτάσει στη μέγιστη δυνατή ακρίβεια (ποτέ στην τελειότητα), επικυρώνεται από μια οικουμενική σύνοδο. 

Το δόγμα, όπως είπα, είναι μια δικλείδα ασφαλείας για την αξιολόγηση των πνευματικών εμπειριών, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Όταν δηλαδή ένα βίωμα μού διδάσκει πράγματα αντίθετα από τη διδασκαλία των αγίων χριστιανών διδασκάλων, τότε δε μιλάει ο Θεός, αλλά ο εχθρός (π.χ. περίπτωση Μωάμεθ). Όταν όμως ένα βίωμα μού διδάσκει πράγματα σύμφωνα ή συμβατά με τη διδασκαλία των αγίων χριστιανών διδασκάλων, τότε ίσως μιλάει ο Θεός, αλλά και πάλι μπορεί να μιλάει ο εχθρός. Γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίσω μια τέτοια «αποκάλυψη» με σύνεση και ταπείνωση, να την εμπιστευτώ στο γέροντά μου, ακόμη και να προσευχηθώ να την άρει ο Θεός από μένα, γιατί δεν είμαι άξιος. Σκοπός του χριστιανού δεν είναι να απολαύσει τέτοια βιώματα, αλλά να αγωνιστεί να πλησιάσει το Θεό, με σκοπό τη σωτηρία του (όπως ο άσωτος υιός δε ζήτησε από τον Πατέρα τιμές και πολυτελή ενδύματα, αλλά θέση δούλου, άσχετα αν ο Πατέρας τον τίμησε λόγω της μεγάλης Του αγάπης). 

Συνεπώς, δε μπορώ να ξέρω πόσο αυθεντικά είναι τα βιώματα του ενός ή του άλλου (άσχετα αν εμένα «μου φαίνονται» ή όχι αυθεντικά), ούτε και η αξιολόγησή τους είναι δική μου δουλειά. Είναι δουλειά του γέροντά τους, όπως το αν είναι ασθενείς είναι δουλειά του γιατρού τους. Και, αν δεν έχουν γέροντα, καλά θα κάνουν να βρουν, και μάλιστα έμπειρο, γιατί εκτίθενται σε επικίνδυνα μονοπάτια. Εγώ, ως χριστιανός, εύχομαι το καλύτερο γι’ αυτούς. 

Η θέση της Βίβλου στην πίστη 

Όπως βλέπετε, μέχρι τώρα δεν έχω αναφερθεί σχεδόν καθόλου στην Αγία Γραφή. Η άμεση εμπειρία των αγίων είναι αυτό που καθορίζει την πίστη. Η Αγία Γραφή είναι κι αυτή μια καταγραφή των άμεσων εμπειριών αγίων ανθρώπων που ενώθηκαν με το Θεό. Οπωσδήποτε είναι για μας κάτι το ιδιαίτερο. Περιέχει την ιστορία των προ Χριστού αγίων, καθώς και τα λόγια του Θεού μέσω των προφητών. Περιέχει επίσης τη διήγηση μέρους της ζωής του Χριστού, από αυτόπτες μάρτυρες, καθώς και της σταυρικής θυσίας και κάποιων μετά την ανάστασή Του εμφανίσεων. Περιέχει επίσης όλα τα διασωθέντα κείμενα των μαθητών του Χριστού. Γι’ αυτό, είναι για μας «Αγία» Γραφή και δεν υπάρχουν άλλα κείμενα σαν αυτήν. 

Όμως, το πρώτο χριστιανικό κήρυγμα έγινε χωρίς να υπάρχει η Καινή Διαθήκη, ενώ μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα, που ζούσαν οι άμεσοι μαθητές των αποστόλων, φαίνεται ότι δεν είχαν όλες οι κατά τόπους Εκκλησίες όλο το σώμα των ιερών κειμένων της Κ.Δ. (βλ. Θ. Ρηγινιώτη Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Καινής Διαθήκης, Πύρρα, Αθήνα 2006, σελ. 23-30).

Επίσης, σε όλες τις γενιές υπάρχουν αγράμματοι άνθρωποι, ακόμη και άνθρωποι που δεν ξέρουν καλά καλά τι είναι το ευαγγέλιο, οι οποίοι φτάνουν στο φωτισμό και τη θέωση. 

Τέτοιος ήταν ο γέρο Παχώμιος, ένας αγράμματος αγιορείτης ασκητής, που γέμιζε τη χούφτα του σκορπιούς και έπιανε τα δηλητηριώδη φίδια και τα έβγαζε έξω από τα κελιά και, όχι μόνο δεν τον δάγκωναν, αλλά και απορούσε γιατί… τα φοβούνταν οι άλλοι μοναχοί! 

Την περίπτωσή του καταγράφει ο άγιος γέροντας Παΐσιος στο βιβλίο του Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, έκδ. Ι. Ησυχαστήριον Σουρωτής Θεσσαλονίκης 1993 (πρόσφατη ανατύπωση 2007 – στη μελέτη αυτή ο π. Παΐσιος καταγράφει απλά και φυσικά διάφορες περιπτώσεις χαρισματούχων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, τους περισσότερους από τους οποίους γνώρισε προσωπικά). Όταν ο π. Παΐσιος τον ρώτησε πώς δεν τον δαγκώνουν, του είπε: «Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σ’ ένα χαρτί πως, άμα έχεις πίστη, μπορείς να πατάς πάνω σε φίδια και σε σκορπιούς». 

«Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σ’ ένα χαρτί»!... Δηλ. ο ορθόδοξος άγιος εκείνος (που είχε γίνει ένα με τα πλάσματα) δεν ήξερε καν τι είναι το ευαγγέλιο! 
 
Θα μπορούσε να μην υπάρχει καν η Αγία Γραφή, και ο λόγος του Θεού, αλλά και η γνώση του Θεού, να φτάνει σε μας μόνο μέσω άμεσων αποκαλύψεων στους εκάστοτε αγίους. Βέβαια η Αγία Γραφή είναι καλή κυρίως για μας τους «αρχάριους» (μη αγίους) και για τους μη χριστιανούς, ώστε να πάρουν την «πρώτη γεύση». 

Για του λόγου το αληθές, να τι γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γύρω στο 400 μ.Χ.:«Έπρεπε να μη χρειαζόμαστε βοήθεια από τα γράμματα, αλλά να προσφέρουμε τόσο καθαρό βίο, ώστε η χάρη του (αγίου) Πνεύματος να παίρνει την θέση των βιβλίων στις δικές μας ψυχές και όπως ακριβώς αυτά με το μελάνι, έτσι οι καρδιές οι δικές μας με το Πνεύμα να έχουν γραφτεί εσωτερικά. […]

Και για να μάθεις ότι τούτο πολύ καλύτερο ήταν, άκουσε και δια του προφήτη τι λέει: “Θα συνάψω με σας καινούρια διαθήκη και θα δώσω τους νόμους μου στην διάνοιά τους και πάνω στις καρδιές τους θα γράψω και όλοι θα γίνουν θεοδίδακτοι” [Ιερεμίας, 38, 31-33]. Και ο Παύλος, δείχνοντας αυτή την υπεροχή, έλεγε ότι λάβαμε νόμο “όχι σε λίθινες πλάκες, αλλά σε σάρκινες πλάκες της καρδιάς” [Β΄ Κορινθ. 3, 3]. Επειδή όμως με το πέρασμα του χρόνου παραστράτησαν, άλλοι μεν λόγω γνώμης, άλλοι δε λόγω βίου και τρόπων, χρειάστηκε πάλι η υπενθύμιση από τα γράμματα» (άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αρχή της Ομιλίας Α΄ εις το κατά Ματθαίον). 

Οι άγιοι, γνωστοί και αφανείς, διαθέτουν ακριβώς αυτόν τον καθαρό βίο, που είναι το αίτημα και η πρόσκληση για κάθε χριστιανό. Ας σημειωθεί ότι στην ψυχή του Χρυσοστόμου όντως «η χάρη έπαιρνε τη θέση των βιβλίων», γι’ αυτό και ο μαθητής του άγιος Πρόκλος είχε δει τον απόστολο Παύλο να του ψιθυρίζειτην ερμηνεία των επιστολών του. Αυτά φυσικά οι νεώτεροι ακαδημαϊκοί μελετητές τα απορρίπτουν συλλήβδην ως μύθους, παρότι οι πιο συνετοί από αυτούς δεν αρνούνται τις εμφανίσεις αρχαιότερων αγίων σε σύγχρονους αγίους και γέροντες, όπως ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο γέροντας Παΐσιος κ.ά. 

Σε καμία περίπτωση η Αγ. Γραφή δεν είναι για μας ό,τι φαντάζονται οι μουσουλμάνοι ότι είναι το Κοράνι, δηλ. ένα «αντίτυπο του αιώνιου και αναλλοίωτου θείου λόγου». 

Γι’ αυτό, αν τα ευαγγέλια περιέχουν «αντιφάσεις» ή και λαθάκια σε λεπτομέρειες (π.χ. τι μέρα έγινε ένα γεγονός ή πόσοι παρευρέθηκαν;) ή αν οι σύγχρονοι φιλόλογοι, αντίθετα με τους αγίους Πατέρες, νομίζουν ότι ένα κομμάτι λείπει από εδώ ή προστέθηκε εκεί κ.τ.λ., ειλικρινά δεν παίζει κανένα ρόλο για την πίστη μας.

Είναι μάλιστα μια εξαιρετική, από πλευράς του Θεού, δοκιμασία της εγωιστικής ορθολογιστικής «σοφίας» των κατά κόσμον πεπαιδευμένων. 

Κι αν δεν αναπτύσσεται στη Βίβλο τριαδολογία ή χριστολογία, αυτό οφείλεται στο ότι δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη οι αιρέσεις που τα αμφισβήτησαν. Οι χριστιανοί τα βίωναν αυτά, ήξεραν από άμεση εμπειρία τη σημασία των τριαδολογικών εκφράσεων όπως στα Ματθ. 28, 19, Β΄ Κορινθ. 13, Α΄ Πέτρου 1, 2, κ.λ.π. και δεν υπήρχε λόγος να τα αναπτύξουν θεωρητικά.

 π.Σωφρόνιος: «Και τολμώ να πω ότι η θέαση του άκτιστου Φωτός συνδέεται αρρήκτως με την πίστη στην Θεότητα του Χριστού. Και όχι μόνο συνδέεται, αλλά και κατά παράδοξο τρόπο το ένα εξαρτάται από το άλλο. Σε ένα Φως εμφανίζονται και ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα. το Φως αυτό μαρτυρεί για την Θεότητα του Χριστού, διότι είναι αδύνατο να μην αναγνωρίσουμε τον Θεό σε εκείνο το Φως για το οποίο γίνεται λόγος» (Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ό.π., σελ. 247-248). 

Πρβ. Παύλος, Β΄ Κορινθίους, 12, 4-7. Το όραμα του Ιωάννη στην Αποκάλυψη παρέχει πολλές οράσεις που φανερώνουν την τριαδικότητα του Θεού (π.χ. κεφ. 11, στ. 15. κεφ. 20, στ. 6. κεφ. 22, στ. 3-4, κ.λ.π.). 

Γι’ αυτό εξάλλου, όταν εμφανίζονταν οι αιρέσεις, προκαλούνταν τόσος σάλος: επειδή αυτό που δίδασκαν (επινοημένο με φιλοσοφικούς στοχασμούς ή βιωμένο με τεχνητές μεθόδους) ερχόταν σε αντίθεση με αυτό που βίωνε η Εκκλησία από την αρχή της ύπαρξής της. Γι’ αυτό και ποτέ δεν υπήρξαν «πολλές εκδοχές» του χριστιανισμού, ούτε και με τη σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. συνέβη κάποια ρήξη με το παρελθόν, που μάλιστα να «επιβλήθηκε βίαια», όπως διατείνονται προσφιλείς αθεϊστικοί μύθοι. Μία ήταν και είναι η Εκκλησία. Η αίρεση έχει τόση σχέση με την Εκκλησία, όση ο κομπογιαννίτης με το γιατρό. 

Ας σημειώσουμε ότι από την εγκαθίδρυση της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα και την ίδρυση του πανεπιστημίου Αθηνών, άνοιξαν οι πόρτες για την εκβολή ολόκληρου χειμάρρου δυτικών επιρροών στην ελληνική θεολογική σκέψη.

Γι’ αυτό είναι πολύ πιθανόν να συναντήσουμε βιβλία Νεοελλήνων καθηγητών θεολογικών σχολών, που αντιμετωπίζουν την πατερική θεολογία όπως οι προτεστάντες...

δηλαδή ως μια απλή (αν και υψηλή) φιλοσοφία για θεολογικά ζητήματα και όχι ως καρπό της θεοπτικής εμπειρίας των αγίων.

Το ζήτημα της θεολογίας ως θεοπτίας (που είναι η πραγματική έννοια του όρου θεωρία, δηλ. θέαση, στους Πατέρες) επανήλθε με την προσπάθεια ολίγων εργατών του πνεύματος, όπως ο καθηγητής π. Ι. Ρωμανίδης, με την καθοριστική συμβολή των οποίων συντελέστηκε στη χώρα μας, εδώ και μια δυο θεολογικές γενιές, η εκ νέου ανακάλυψη των πατερικών καταβολών μας 

(βλ. ενδεικτικά πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννου Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004). 

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΜΙΑ ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ Π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ!

 «Μια βασική διαφορά της Ορθοδοξίας από τις Θρησκείες,
που αφορά στη σωτηρία μας, κατά τον Καθηγητή π. Ι. Ρωμανίδη»
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων
 
Πολλές φορές, παρακολουθώντας τις θέσεις και τις απόψεις, που εκφράζονται από  κάποιους παράγοντες του Τύπου ή εκπροσώπους διαφόρων φορέων, για εκκλησιαστικά θέματα, διαπιστώνουμε ότι οι πλείστοι από αυτούς δεν γνωρίζουν τον πραγματικό ρόλο της Εκκλησίας και δεν κατανοούν ότι, σύμφωνα με τη φύση της αλλά και με τον σκοπό της υπάρξεώς της, η Εκκλησία είναι διαφορετική από  αυτό που ονομάζουμε «Θρησκεία» ή «Θρησκείες».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία,  καλεί τους πιστούς της στη μόνη Οδό, στην μόνη Ζωή και στη μόνη Αλήθεια, που είναι το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και που αποτελεί τον μοναδικό τρόπο ζωής για τη σωτηρία όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων. Όντως η εν Χριστώ σωτηρία των ανθρώπων δεν έρχεται διά Μαγείας στον άνθρωπο, αλλά μέσω της Ασκήσεως και της Καθάρσεως, δηλαδή, μέσω της θεραπείας του ανθρώπου, από τα πάθη, έργο, που έχει αναλάβει και διακονεί η Εκκλησία.
Η  θρησκεία, από την άλλη πλευρά, είναι  πανανθρώπινο φαινόμενο, καθώς δεν υπάρχει λαός ή έθνος, που να μην πιστεύει σε κάποιον Θεό, δεν υπάρχει άνθρωπος, που να μην πιστεύει κάπου, ακόμα και αν αυτό δεν είναι κάτι πνευματικό, αλλά κάτι υλικό, φθαρτό και γήινο.
Από τις πρώτες αναζητήσεις των ανθρώπων ήταν ο Θεός ή οι Θεοί, άλλοτε, για να αντιμετωπίσουν προσωπικές καταστάσεις της ζωής τους και, άλλοτε, για να ερμηνεύσουν, γενικότερα, κοσμοθεωρητικά θέματα.
Η ορθοδοξία, όμως, όπως διδάσκει ο Καθηγητής μας, Μακαριστός π. Ιω. Ρωμανίδης, «ξεχωρίζει από τις Θρησκείες, από ένα μοναδικό φαινόμενο, που δεν υπάρχει σ’ αυτές, το ανθρωπολογικό και θεραπευτικό», διότι η Ορθοδοξία, προσφέρει μια αγωγή, που θεραπεύει την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Η Ορθοδοξία είναι Αποκάλυψη του Θεού, που στοχεύει στην διά του Ιησού Χριστού λύτρωση των ανθρώπων. Προς τούτο, δεν έχει, σαν κύρια μέριμνά της, την προετοιμασία των μελών της για την μετά θάνατον ζωή, για να τους εξασφαλίσει, δηλαδή, μια θέση στον Παράδεισο.
 Υπάρχει, βέβαια, μια μερίδα πιστών, που «έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία, αποκλειστικά, με την αιώνια ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο».
Μια άλλη μερίδα πιστών, επίσης, ενδιαφέρονται, όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως, γι’ αυτήν εδώ τη ζωή. Δηλαδή, για το πώς θα τους βοηθήσει η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν τη ζωή…, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να πηγαίνουν καλά οι δουλειές τους, οπότε, αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν, κατά πολύ, από τους πιστούς των Θρησκειών».
Και αυτό, καθώς, κατά παρόμοιο τρόπο, κάποιες Θρησκείες ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους, που ζουν σε αυτήν τη ζωή, «ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις ασθένειες, τις θλίψεις, τις στεναχώριες, τις καταστροφές, τους πολέμους, δηλαδή, να καλούν τους Θεούς τους να τα τακτοποιούν όλα, κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Παράλληλα, επίσης, θέλουν τους Θεούς βοηθούς, για να φροντίζουν και για τη μέλλουσα ζωή, ώστε να επικρατήσει η δικαιοσύνη και να επανέλθει η ψυχή τους στην ευδαιμονία.
Θρησκεία, για τον Καθηγητή π. Ιω. Ρωμανίδη, σημαίνει δεισιδαιμονία. Ο Θρησκευόμενος, δηλαδή, «καταφεύγει στη θρησκεία  είτε για βοήθεια, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες του, στον κόσμο αυτόν, είτε από τον φόβο του θανάτου, είτε από φτώχεια, είτε από ψυχολογική ανασφάλεια».
Στο πλαίσιο αυτό κάποιες Θρησκείες συνδέονται στενά με τη Μαγεία, ως εξευμένιση του Θεού, με τη Δεισιδαιμονία, ως ταύτιση του Θεού με την κτίση και με τον Μυστικισμό, ως επαναφορά της αθάνατης ψυχής στον κόσμο των ιδεών, από τον οποίο εξέπεσε. 
Και οι τρεις αυτές περιπτώσεις (Μαγεία, Δεισιδαιμονία, Μυστικισμός), κατά τον π. Ιω. Ρωμανίδη, «συνιστούν πνευματική ασθένεια, αφού είναι πίστη σε έναν ανύπαρκτο Θεό. Η Ορθοδοξία γνωρίζει καλώς τη νόσο της θρησκείας και τον Ιατρό που τη θεραπεύει, δηλαδή, τον Κύριο της Δόξης, τον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων ημών».
Εκείνος, θεράπευσε τη νόσο αυτή στους φίλους και πιστούς Του, προ της Ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει, ως Θεάνθρωπος, να την θεραπεύει και να αγιάζει τα μέλη της, με το Σώμα και το Αίμα του στην Εκκλησία Του.
Μάλιστα, ο π. Ιω. Ρωμανίδης τονίζει, από θεολογικής πλευράς, ότι οι οπαδοί των Θρησκειών χαρακτηρίζονται από τους Πατέρες, ως άθεοι, γιατί πιστεύουν και λατρεύουν έναν Θεό, προϊόν της διάνοιας ή της φαντασίας τους, που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.
Οι Χριστιανοί  διδάσκονται και βοηθούνται από τον Χριστό, να αποβάλουν τη Μαγεία, τη Δεισιδαιμονία, τον Μυστικισμό, να αρνηθούν, συνεπώς, τα είδωλα και τη λατρεία τους και να μετέχουν στην Άκτιστη ενέργεια του Θεού.
Όντως, οι πιστοί των Θρησκειών φαίνεται ότι δεν διαφέρουν από τους άθεους, διότι και οι μεν και οι δε, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, πιστεύουν σ’ έναν ανύπαρκτο Θεό.
Επομένως, όταν μιλάμε για πίστη του ανθρώπου στον Θεό, εννοούμε την πίστη στον αληθινό και πραγματικό και όχι στον φανταστικό Θεό.
Στην Ορθοδοξία, ωστόσο, ο Ενανθρωπήσας Θεός και Θεάνθρωπος είναι Εκείνος, που, συνέδεσε, στο ίδιο το Σώμα του, τον αληθινό Θεό και τον αληθινό Άνθρωπο και προσδιόρισε, με τη διδασκαλία Του, το περιεχόμενο της αληθινής και συγκεκριμένης αποκαλυπτικής πίστεως των πιστών.
Το Άγιο Πνεύμα, επίσης, είναι Εκείνο, που τη χορηγεί, χαρισματικά, ως προσωπική Πεντηκοστή, ανάλογα με την πνευματική καθαρότητα και δεκτικότητα εκάστου και η οποία   επικεντρώνεται σε τρία στάδια θεραπευτικής αγωγής: Στην κάθαρση, στον Φωτισμό και στη Θέωση.
Κατά τον Καθηγητή π. Ιω. Ρωμανίδη, μάλιστα, «οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβεί στον άνθρωπο μετά θάνατον, αλλά για το τι θα γίνει ο άνθρωπος σ’ αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον, δεν υπάρχει θεραπεία του νου, οπότε πρέπει, σ’ αυτήν τη ζωή, ν’ αρχίσει η θεραπεία, διότι “εν τω Άδη, ουκ έστι μετάνοια”».
Κάθε άνθρωπος, από θεολογικής πλευράς, «είτε είναι Ορθόδοξος, είτε Βουδιστής, είτε Ινδουϊστής, είτε άθεος, είτε αγνωστικιστής, θα δει τη δόξα του Θεού, κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητας, στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά, με μια διαφορά: Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν τη δόξα του Θεού, ως Φως γλυκύτατο και ανέσπερο, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού, αλλά, ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίει. Το γεγονός ότι όλοι θα δούμε  την ίδια δόξα του Θεού είναι αληθινό και αναμενόμενο, που θα γίνει, είτε το θέλομε, είτε όχι».
Οπότε, στην Εκκλησία, δεν προετοιμαζόμαστε, για να δούμε τον Δοξασμένο Θεό, διότι αυτό θα γίνει οπωσδήποτε, αλλά, για να μπορέσουμε να τον δούμε, ως Ευλογημένο Φώς, που αναπαύει και όχι ως φωτιά, που κατακαίει.
Αυτή η προετοιμασία  των μελών της Εκκλησίας αλλά και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεό, ως Φως ευφρόσυνο, είναι, στην ουσία της, μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίσει και να τελειώσει σ’ αυτήν τη ζωή.
Όλοι οι άνθρωποι, επομένως, ως έχοντες την εικόνα του Θεού και τον προορισμό να φτάσουμε στην ομοίωσή μας με τον Θεό, μέσω της Χάριτός Του, χρειαζόμαστε θεραπεία, διότι όλοι έχουμε ευθύνη, ενώπιον του Θεού, να αρχίσουμε και να τελειώσουμε αυτό το έργο, σήμερα, σ’ αυτήν τη ζωή, διότι μόνον σ αυτήν τη ζωή μπορούμε να το κάνουμε και, μόνον εμείς οι ίδιοι, ευθυνόμαστε γι’ αυτό, στο πλαίσιο της συμμετοχής μας  στην εκκλησιαστική και μυστηριακή ζωή.
Ο Χριστός μας υπέδειξε τον Εαυτό Του, ως τον δρόμο, λέγοντας: «Εγώ ειμι η Οδός» (Ιω. 14, 6). Ποια Οδός, όμως; Η Οδός, όχι μόνον προς την άλλη ζωή, αλλά, πρωτίστως, η Οδός της μετανοίας, της θεραπείας και της επιστροφής στον Θεό σ’ αυτήν εδώ τη ζωή. Η Οδός προς τον Πατέρα Του και Πατέρα μας.
Ο Χριστός, ήλθε και έρχεται, «ο αυτός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8), διά της διαρκούς Θείας Του Αποκαλύψεώς, εν Πνεύματι Αγίω, και καλεί όλους τους ανθρώπους στην Εκκλησία Του, δείχνοντάς τους τον δρόμο προς τον Πατέρα.
 Στον κάθε άνθρωπο υπάρχουν δύο επιλογές ή να ακούσει και να πιστέψει τον Χριστό ή να ακούσει και να πιστέψει τον διάβολο. Το λέει ο ίδιος ο Ιησούς, δείχνοντας τον θεραπευτικό ρόλο της πίστεως, εν τη Εκκλησία: «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. 16, 16).
Εκείνοι, που θα ακούσουν και θα υπακούσουν στην Κλήση Του για συμπόρευση, στην Οδό Του, είναι, όπως λέει σε άλλη διδασκαλία Του ο  Χριστός, «οι υιοί της Βασιλείας, οι δίκαιοι», οι οποίοι, στην Τελική Κρίση, «εκλάμψουσιν, ως ο ήλιος εν τη Βασιλεία του Πατρός αυτών». Θα μπορούν, συνεπώς, να βλέπουν Τον Θεό και εδώ και στην άλλη ζωή, ως λυτρωτικό και σωτήριο Φως, που θα ευφραίνει.
Εκείνοι, που δε θα ανταποκριθούν και δεν θα συμπορευτούν με τον Χριστό, σε αυτήν τη ζωή, στο πλαίσιο της προληπτικής θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας, είναι «τα ζιζάνια, οι υιοί του πονηρού», οι ποιούντες «τα σκάνδαλα και τις ανομίες», τους οποίους οι Άγγελοι του Θεού, «συλλέξουσιν και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός». Δεν θα μπορούν, συνεπώς, να βλέπουν το Φως της Δόξας του Θεού, όπως θα το βλέπουν οι δίκαιοι, αλλά ως Φως κολάσεως, που θα κατακαίει.
Και επειδή ο δίκαιος Κριτής «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. 2, 6),  η θέα του Θείου Φωτός, είτε ως (θέωση) είτε ως (κόλαση), είναι θέμα ελεύθερης επιλογής του τρόπου ζωής κάθε ανθρώπου, ο Ιησούς κλείνει την περιγραφή της Κρίσεως λέγοντας: «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» (Αυτός που έχει αυτιά, για να ακούει και να ρυθμίζει τη ζωή του, ας ακούει) (Ματθ. 13, 36-43).
 
thriskeftika.blogspot.com

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΠΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΙΑΤΡΟΣ!


 
Ο Χριστός μόνο στην Ορθόδοξη παράδοση αποκαλείται ιατρός 

"Αν ψάξετε στην Παπική ή στην Προτεσταντική παράδοσι, αυτή η επωνυμία για τον Χριστό, ως ιατρό, δεν υπάρχει πουθενά! Ο Χριστός μόνο στην Ορθόδοξη παράδοση αποκαλείται ιατρός.  

Γιατί όμως αυτή η παράδοση έσβησε από τους Παπικούς και τους Προτεστάντες και, όταν τους μιλάμε για θεραπευτική αγωγή, ξαφνιάζονται;  

 Διότι η ανάγκη της καθάρσεως και του φωτισμού, η ανάγκη της εσωτερικής αλλαγής έφυγε από τους ανθρώπους αυτούς στην δική τους Θεολογία. Γι αυτούς εκείνος που αλλάζει δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά ο Θεός! Ο άνθρωπος γι’ αυτούς δεν αλλάζει. 

Το μόνο πράγμα που κάνει ο άνθρωπος γι αυτούς είναι ότι γίνεται καλό παιδί. Και όταν ο άνθρωπος από κακό παιδί που ήταν γίνη καλό παιδί, τότε ο Θεός τον αγαπά. Διαφορετικά, τον αποστρέφεται! Αν παραμένη ή γίνεται κακό παιδί, τότε ο Θεός δεν τον αγαπά!

 Δηλαδή, αν ο άνθρωπος γίνη καλό παιδί, τότε αλλάζει και ο Θεός και γίνεται καλός. Και από εκεί που δεν τον αγαπούσε, τώρα τον αγαπά ! Όταν ο άνθρωπος γίνεται κακό παιδί, ο Θεός θυμώνει και, όταν ο άνθρωπος γίνεται καλό παιδί, ο Θεός χαίρεται! 

 Αυτό δυστυχώς γίνεται στην Ευρώπη. Αλλά το κακό είναι ότι αυτό δεν γίνεται μόνο στην Ευρώπη, αλλά γίνεται και στην Ελλάδα και σε πολλούς μέσα στην Εκκλησία αυτό το πνεύμα επικρατεί. Έχει καταντήσει να είναι η Ορθοδοξία μία θρησκεία, που ο Θεός αλλάζει διαθέσεις!" 

π. Ιωάννης Ρωμανίδης 

ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ, ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΧΟΥΝ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ!

Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, που έχουν προσωπική πείρα του Θεού, έχουν πάντοτε την ίδια θεολογία, δεν την αλλάζουν, όπως το κάνουν οι φιλόσοφοι...
Οι φιλοσοφούντες αλλάζουν την παράδοση, εξ αιτίας λογικών σχημάτων που κάνουν, έχουν πιο πολύ εμπιστοσύνη στην λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων, συλλαμβάνουν κάτι με την λογική τους, και ταυτίζουν αυτό με την πραγματικότητα περί Θεού. Όλες οι αιρέσεις προέρχονται από τέτοια εσφαλμένη βάση...
Οι θεούμενοι, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενέργειας του Θεού, έχουν κοινή εμπειρία για το ότι ο Θεός επικοινωνεί με τον κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του. Αυτό είναι θέμα εμπειρίας και όχι στοχαστική και φανταστική διδασκαλία...
 
π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ''Εμπειρική Δογματική'' 

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΝΤΕΣ


Oι Ορθόδοξοι θεολόγοι, που έχουν προσωπική πείρα του Θεού, έχουν πάντοτε την ίδια θεολογία, δεν την αλλάζουν, όπως το κάνουν οι φιλόσοφοι...
Οι φιλοσοφούντες αλλάζουν την παράδοση, εξ αιτίας λογικών σχημάτων που κάνουν, έχουν πιο πολύ εμπιστοσύνη στην λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων, συλλαμβάνουν κάτι με την λογική τους, και ταυτίζουν αυτό με την πραγματικότητα περί Θεού. Όλες οι αιρέσεις προέρχονται από τέτοια εσφαλμένη βάση...
Οι θεούμενοι, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενέργειας του Θεού, έχουν κοινή εμπειρία για το ότι ο Θεός επικοινωνεί με τον κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του. Αυτό είναι θέμα εμπειρίας και όχι στοχαστική και φανταστική διδασκαλία...

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ''Εμπειρική Δογματική''

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΣΗΜΕΡΑ ΣΠΑΝΙΖΕΙ Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ. ΔΕΝ ΕΝΕΡΓΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΓΙΑΤΙ ΣΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΗ ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΦΩΤΙΣΗ Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ.


Ἡ Ἐκκλησία εἶχε ὡς παράλληλο ἔργο της τὸ νὰ προστατεύη τὸ Κράτος ἀπὸ τοὺς κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδὴ ἀπὸ τούς αἱρετικούς. 

Οἱ Τοπικές καὶ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐφρόντιζαν ἀκριβώς γι’ αὐτό. Στὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων βρίσκομε τὴν φράσι: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν». Δηλαδή: Ἐφάνη καλὸν εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ εἰς ἡμᾶς… Αὐτὸ τὸ ἔλεγαν οἱ παρευρισκόμενοι στὶς Συνόδους αὐτές, διότι, εἶχαν στὴν κατοχὴ τους τὴν νοερὰ προσευχή, διὰ τῆς ὁποίας ἐπληροφοροῦντο περὶ τῆς ἀληθείας τῶν Ὅρων ποὺ διετύπωναν.

Σήμερα ὅμως, ποὺ σπανίζει ἡ νοερὰ προσευχὴ στοὺς ἐπισκόπους, ἂν συνέλθη μία Σύνοδος ἐξ ἐπισκόπων καὶ σηκωθοῦν κατὰ τὴν ἔναρξι καὶ ποῦν ὅλοι μαζὶ «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν…», θὰ ἔλθη...

ὁπωσδήποτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ τoύς φωτίση; Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι κανονικοὶ ἐπίσκοποι καὶ συνέρχονται σὲ Σύνοδο καὶ κάνουν προσευχή; Ὅμως δὲν ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔτσι. Μόνο δηλαδὴ κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Χρειάζονται καὶ ἄλλες. Χρειάζεται ὁ προσευχόμενος νὰ ἔχη ἤδη ἐνεργουμένη τὴν νοερὰ προσευχὴ μέσα του, ὅταν προσέρχεται στὴν Σύνοδο, γιὰ νὰ τὸν φωτίση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Στὶς ψευδο-συνόδους οἱ προσερχόμενοι δὲν εἶχαν αὐτὴν τὴν προσευχητικὴ κατάστασι.

Οἱ παλαιοὶ ἐπίσκοποι ὅμως εἶχαν τέτοια πνευματικὴ ἐμπειρία καί, ὅταν προσήρχοντο ὡς Σῶμα, ἤξεραν τί τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τούς πληροφοροῦσε μέσα στὴν καρδιὰ γιὰ ἕνα συγκεκριμένο θέμα. Καί, ὅταν ἔβγαζαν ἀποφάσεις, ἤξεραν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τους ἦταν σωστές. Διότι εὐρίσκοντο σὲ κατάστασι φωτισμοῦ, ἐνῶ ὠρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν φθάσει καὶ στὸν δοξασμό, δηλαδὴ στὴν θέωσι.

Ὁπότε βλέπομε ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία κυριαρχοῦσε τὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο (δηλαδὴ κυριαρχοῦσαν τὰ μέλη μὲ χαρίσματα Ἁγίου Πνεύματος), ἐνῶ τὰ καθιδρυματικᾶ στοιχεῖα, δηλαδὴ τὰ τυπικὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ διοικητικὰ προσόντα ἀκολουθοῦσαν. Αὐτὸ εἶναι σαφέστατο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ στοὺς μεγάλους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπὸ τὴν 1η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (4ος αἰὼν ) μέχρι τὴν 9η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔλαβε χώραν ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (14ος αἰὼν).

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ τὴν ξέρουν καλὰ μόνο ὅσοι ἔχουν τὴν νοερὰ προσευχὴ ἐνεργουμένη μέσα στήν καρδιά τους. Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἴναι μία ἐμπειρικὴ ἐξακρίβωσις καὶ ἐπιβεβαίωσις τῆς θεραπείας τοῦ νοὸς τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια θεραπεία εἶναι ἐφικτὴ σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐφ’ ὅσον πληροῦνται οἱ πνευματικὲς προϋποθέσεις τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου. Δὲν εἶναι δηλαδὴ προωρισμένη ἢ σχεδιασμένη μόνο γιὰ κάτι καλογήρους, μόνο δηλαδὴ γιὰ κάποιους ποὺ φορᾶνε ράσα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Διότι στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν φαίνεται πουθενὰ νὰ γίνεται διάκρισις μεταξὺ μοναστικῆς πνευματικότητος καὶ λαϊκῆς πνευματικότητος. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλάει μόνο γιὰ μία πνευματικότητα. Ἔχετε βρὴ ποτὲ στὴν Ἁγία Γραφὴ κάποιο χωρίο πού νὰ μιλάη ξεχωριστὰ γιὰ πνευματικότητα λαϊκῶν ἢ γιὰ πνευματικότητα κληρικῶν; Δὲν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα στὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικότης εἶναι μία γιὰ ὅλους τούς πιστούς.

Αὐτὴ ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικότης εἶναι στὴν οὐσία της μία θεραπευτικὴ ἀγωγή, ἡ ὁποία προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εἶναι σχεδιασμένη γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἢ τοὺς παπάδες ἢ τοὺς μορφωμένους ἢ διανοούμενους, διότι μέσα της δὲν ἔχει καθόλου διανόησι. Οὔτε ἔχει σχέσι μὲ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ φαινόμενα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὰ ἐσωτερικὰ καὶ κρυπτά.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Σε πολλούς επικρατεί η αντίληψις ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μέριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό.
Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον εξασφάλισι, επειδή είναι Ορθόδοξο, και ότι, αν κανείς δεν πιστεύη στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος για να πάη στην Κόλασι ο άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.

Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!

Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως θα τους βοηθήση η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στον Θεό, βάζουν τους παπάδες να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάη ο Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν την ζωή, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίσουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, να πηγαίνει καλά, ακόμη και το χρηματιστήριο ή η βιομηχανία τους, κλπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, που κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζη τους πιστούς για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο καθένας τον φαντάζεται, και δεύτερον, το να φροντίζη, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κλπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιή όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.

Κατά βάθος όμως απ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι’ αυτούς δεν τίθεται θέμα αν υπάρχη Θεός ή όχι, εφ’ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιή τις ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχωμε κάποια ευτυχία σ’ αυτή την ζωή.
Οπότε βλέπομε ότι ο άνθρωπος έχει μια ισχυρότατη τάσι να θέλη να υπάρχη Θεός, να πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχη Θεός, για να εξασφαλίζη τα όσα είπαμε. Ε, και εφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να υπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!

Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφαλίση αυτάρκεια των προς το ζην σ’ αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς στην Ελλάδα.

Έτσι βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήση κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι’ αυτούς τους λόγους η φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ο άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού η φύσις του ανθρώπου είναι η ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του – εσκοτισμένος όπως είναι κατά φύσιν – μάλλον, παρά φύσιν – ρέπει προς την δεισιδαιμονία.

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΕΙ ΜΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΗ ΚΑΙ ΕΜΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ;

Π. Ι. Ρωμανίδης: «Δὲν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις ὅτι μία Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Οὔτε ἡ Χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία "εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν"»
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)

Πῶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καθοδηγεῖ, ποιοὺς καθοδηγεῖ καὶ σὲ τί συνίσταται αὐτὴ ἡ καθοδήγησις; Ἐκεῖνο ποὺ λένε μερικοὶ ὅτι, ὅταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφασίση κάτι, αὐτὸ εἶναι ἀλάθητο, ἐπειδὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι θεόπνευστη κλπ., εἶναι σὰν νὰ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ δεχθοῦμε ὡς ἀλάθητη διδασκαλία ὅ,τι ἀποφασίζει καὶ διακηρύσσει μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πνεῦμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα.

Βέβαια εἶναι σωστὸ ὅτι μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι ἀλάθητη, ὅτι διδάσκει ἀλαθήτως, ὅτι εἶναι ὠφέλιμη γιὰ τὴν πίστι μας κλπ. Ναί, ἀλλὰ πῶς γίνεται καὶ εἶναι ἀλάθητη; Γιατί εἶναι ἀλάθητη; Γιατί οἱ ἀποφάσεις της εἶναι ἀλάθητες;
Ἡ μοντέρνα Ὀρθόδοξη θεολογία μιλάει πάρα πολὺ γιὰ θεοπνευστία. Ἀπὸ ὅσα ἔχω διαβάσει, βλέπω νὰ μιλᾶνε περὶ θεοπνευστίας, ἀλλὰ δὲν ἔχω βρῆ περιγραφὴ τῆς θεοπνευστίας...
ἐκείνης γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶνε. Εἴπαμε ὅτι καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες συμφωνοῦν στὸ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστος. Τί σημαίνει ὅμως θεοπνευστία; Καί, ἐὰν σώζεται κάπου, ποῦ σώζεται; Θὰ πῆ ὅμως κάποιος: Καλά, θεόπνευστοι ἦταν μόνο οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι; Μετά τούς Ἀποστόλους δὲν ἔχομε θεοπνεύστους ἀνθρώπους; Δὲν ἔχομε θεόπνευστα συγγράμματα ἐκτός τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Καί, ἐὰν ναί, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ θεόπνευστοι ἄνθρωποι; Καὶ ἂν ὑπάρχουν, πῶς ξέρομε ὅτι εἶναι θεόπνευστοι; Οἱ Προφῆτες ξέρομε ὅτι ἦσαν θεόπνευστοι. Ὁμοίως καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἤσαν θεόπνευστοι. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποιοὶ ἄλλοι ἦσαν ἢ εἶναι θεόπνευστοι; Ἐπίσης ποιὰ εἶναι τὰ διάφορα στάδια αὐτῆς τῆς θεοπνευστίας, καὶ πῶς διακρίνονται; Πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ πῶς ξέρομε ὅτι ἕνας εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Διάβολο ἢ ἀπὸ φαντασιοπληξίες;
Ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε ὅτι θὰ μᾶς δώση τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν, δὲν μίλησε γιὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Δὲν εἶπε δηλαδὴ ὅτι αὐτὸ θὰ γίνεται στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ καινὸν περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν περιλαμβάνεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὁ Χριστὸς εἶπε ἁπλὰ ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον θὰ εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν πλήρη ἀλήθεια. Προηγουμένως ὅμως, πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ αὐτό, εἶπε ὅτι ἐὰν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας, ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου θὰ ἔλθωμε καὶ θὰ κατοικήσωμε μέσα σας, καθὼς ἐπίσης εἶπε ὅτι τώρα, μὲ βλέπετε, ἀλλὰ ἀργότερα δὲν θὰ μὲ βλέπετε. Ἀλλά, ἐὰν ἔχετε ἀγάπη, πάλι θὰ μὲ βλέπετε. Καί, τὸ Πνεῦμα θὰ ἔλθη νὰ κατοικήση μέσα σας καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήση εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ἀναφέρονται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη καὶ ποὺ τὰ διαβάζουν οἱ παπάδες τὴν Μεγάλη Πέμπτη, εἶναι βασικὰ κεφάλαια. Ἀλλὰ γιατί εἶναι βασικὰ κεφάλαια; Αὐτὴ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ Ἀρχιερατική, γιατί ἔχει τόσο μεγάλη σημασία; Γιατί προσεύχεται ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων; Γιὰ ποιὰ ἕνωσι προσεύχεται; Μήπως, τῶν Ἐκκλησιῶν; Ποιὰ ἕνωσις εἶναι αὐτή; Αὐτό, τὸ «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν», ὅταν τὸ λέγη ὁ Χριστός, τὸ ἐννοεῖ ἀσφαλῶς μέσα σὲ ὠρισμένα πλαίσια. Ποιὰ εἶναι αὐτά;
Τὰ κεφάλαια αὐτά, 14 ἕως 17, τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου κάνουν ὁλόκληρη ἀνάπτυξη περὶ τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν Ἀποστόλων σὲ σχέσι μὲ τὴν ἀγάπη καὶ ἀναφέρουν ποιὰ θὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀγάπης. Ἡ πλήρης μορφὴ ὅμως τῆς ἀγάπης ἀποκαλύπτεται στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ θέωσις εἶναι ἡ πλήρης μορφὴ τῆς ἀγάπης. Δι’ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, πού πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται ἡ πλήρης θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀρχίζη νὰ ἐνεργῆται, ὅταν ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁπότε γίνεται ὁ ἄνθρωπος κατοικητήριο καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί, ὅταν ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ κατοικήση μέσα στὸν ἄνθρωπο, φέρνει μαζί Του καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν. Τότε στὸν ἄνθρωπο κατοικεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἀλλὰ πῶς γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔγινε ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς γίνεται αὐτὴ ἡ διαπίστωσις; Ὁ ἀληθινὸς πνευματικὸς πατέρας γνωρίζει πότε ἕνα πνευματικό του παιδὶ ἔχει λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔχει γίνει ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχομε συγκεκριμένα Πατερικὰ κριτήρια στὸ θέμα αὐτό. Ποιὰ εἶναι αὐτά;
Ὅταν ὁ Χριστὸς μιλάη γιὰ τὴν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία καὶ στοὺς πιστούς, δὲν μιλάη ἀφηρημένα, δὲν ἐννοεῖ ὅτι θὰ τὸ στείλη σὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησία γενικά. Οὔτε ὅτι, ἐπειδὴ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ παπάδες ἔχουν μία ἀλληλοδιαδοχὴ μὲ τὶς χειροτονίες, θὰ τὸ λάβη γενικὰ ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Οὔτε ἐννοεῖ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ ἐγγύησις ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ κατοικῆ μόνιμα μέσα στὴν Ἱεραρχία. Διότι, δὲν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις ὅτι μία Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπόδειξις εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν μέσα στὴν Ἐκκλησία πολλοὶ ἐπίσκοποι, ποὺ κατεδικάσθησαν ὡς αἱρετικοί. Ἂν εἶχαν ἐκεῖνοι οἱ ἐπίσκοποι Πνεῦμα Ἅγιο, δὲν θὰ ἔπεφταν σὲ αἵρεσι. Ἄρα, δὲν εἶναι ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία κάποιου ἀπόδειξις οὔτε ἐγγύησις ὅτι στὸν ἐπίσκοπο αὐτὸν κατοικεῖ ὁπωσδήποτε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄρα, δὲν εἶναι ἡ Χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν».
Ὁ Χριστὸς μιλάει ἐδῶ γιὰ κάτι ἄλλο. Οἱ Πατέρες λένε καθαρὰ ὅτι ἐδῶ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ δύο καταστάσεις. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος μιλάει γιὰ τὴν φώτισι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μιλάει γιὰ τὴν θέωσι. Ὅταν λέγη ὁ Χριστὸς ἴνα πάντες ἓν ὦσι, γιὰ ποιοὺς μιλάει; Γιὰ τοὺς Ἀποστόλους βέβαια. Δηλαδὴ παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νὰ γίνουν οἱ Ἀπόστολοι «ἓν, καθὼς ἠμεῖς ἓν ἐσμεν». Δὲν λέγει εἷς, ἀλλὰ ἓν. Πῶς ὅμως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἓν; Ἀπάντησις: Εἶναι ἑνωμένοι εἰς ἓν, κατὰ τὴν δόξαν (ἐνέργειαν) καὶ κατὰ τὴν οὐσίαν. Κατὰ τὰ Πρόσωπα, τὶς ὑποστάσεις, δὲν εἶναι ἑνωμένοι. Διότι τὰ Πρόσωπα στὴν Ἁγία Τριάδα, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ τους. Τὰ κοινὰ στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ φυσικὴ ἐνέργεια τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ἡ δόξα. Καὶ κατὰ τί εἶναι ἓν ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἓν καὶ ἐμεῖς θὰ γίνωμε ἓν, δηλαδὴ καὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα; Ποιὸ θὰ εἶναι αὐτὸ τὸ κοινὸ γνώρισμα; Ἀπάντησις: Εἶναι τὸ ἓν κατὰ τὴν δόξαν.
Δηλαδή, ὅπως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα κατὰ τὴν δόξαν, διότι ἔχουν κοινὴν τὴν δόξαν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ γίνωμε ἕνα, ὅταν ὅλοι μας μετάσχωμε στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ ὅλοι μας ἢ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς γίνουν ἄξιοι, γίνουν μέτοχοι τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Διότι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνὸς τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε ἑνώνεται καὶ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους συνανθρώπους του εἶναι ἐκείνην τὴν στιγμὴ ἑνωμένοι καὶ ἐκεῖνοι μὲ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ὁπότε ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο προσεύχεται ὁ Χριστὸς στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶναι, πρῶτα-πρῶτα γιὰ τὴν κάθαρσί τους, μετὰ γιὰ τὴν φώτισί τους καὶ τέλος γιὰ τὴν θέωσί τους. Ἑπομένως τὸ «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» ἀναφέρεται ὄχι γενικὰ σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰδικὰ σὲ ὅσους θὰ λάβουν μέρος στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στὴν θέωσι, τότε μόνον ὁδηγεῖται εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἑπομένως ἡ πάσαν ἀλήθειαν (ὄχι περὶ τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀλλὰ περὶ τοῦ Θεοῦ) γίνεται γνωστὴ μόνο στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ Πατέρες εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία ἢ παρόμοια, διότι εἴτε ἤσαν σὲ κατάστασι φωτισμοῦ εἴτε ἤσαν σὲ κατάστασι θεώσεως, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τους ἔχουν τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀντίληψι γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κάνουν ὅλοι τους τὴν ἴδια ἑρμηνεία στὴν Ἁγία Γραφὴ στὰ βασικά της σημεῖα καὶ τὴν ἴδια ἑρμηνεία στὰ κείμενα τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω τί συνάγεται; Ὅσοι βρίσκονται σὲ κατάστασι φωτισμοῦ ἢ θεώσεως, αὐτοὶ εἶναι θεόπνευστοι ἢ δὲν εἶναι θεόπνευστοι; Ἀπάντησις: Αὐτοὶ φυσικὰ εἶναι θεόπνευστοι. Διότι θεοπνευστία σημαίνει τί; Σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐν ἀντιδιαστολὴ πρὸς τί; Πρὸς τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες. Ἐκεῖνος θὰ εἶναι διαβολόπνευστος καὶ δαιμονόπνευστος.

Ἡ ὑψηλοτέρα μορφὴ τῆς Ἀποκαλύψεως ὅσον ἀφορᾶ στὴν θεοπνευστία, ἦταν ἐκείνη ποὺ συνέβη στοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ κλειδὶ λοιπὸν τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας σχετικὰ μὲ τὴν θεοπνευστία εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Ἐὰν κανεὶς μπορέση νὰ κατανοήση τὴν σημασία τῆς Πεντηκοστῆς γιὰ τὴν Πατερικὴ παράδοσι, τότε καὶ θεολόγος νὰ μὴν εἶναι, τουλάχιστον θὰ ξέρη τί εἶναι Θεολογία καὶ τί θεολόγος. Ὅπως δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς γιατρὸς γιὰ νὰ ξέρη τί εἶναι ἡ Ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ τί εἶναι γιατρός, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο κάποιος μπορεῖ νὰ ξέρη τί εἶναι Θεολογία, ποιὸς εἶναι ὁ θεολόγος καὶ ποιὸς εἶναι ὁ θεολογῶν, χωρὶς νὰ εἶναι ὁ ἴδιος θεολόγος ἢ θεολογῶν.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΘΕΪΚΟΥ ΦΩΤΟΣ (ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ)


π. Ιωάννη Ρωμανίδη

Στην πολύμορφη αυτή πολεμική του διαβόλου πρέπει να μάθει ο άνθρωπος να διακρίνει τους απλούς λογισμούς από τους σύνθετους λογισμούς, την ενέργεια του Θεού από τις δαιμονικές ενέργειες, την εμφάνιση του Φωτός του Θεού από το φως του διαβόλου.

«Ένα πράγμα, το οποίο μπορεί κανείς από Ορθοδόξου απόψεως να το θεωρεί δαιμονικό, από μιας άλλης απόψεως μπορεί να θεωρείται ότι είναι υγιεινό. Αυτό το οποίο, για την Ορθόδοξη θεολογία, μπορεί να θεωρείται ότι είναι από τον διάβολο, για την «Απογευματινή», «Ελευθεροτυπία» μπορεί να θεωρείται ότι είναι για το καλό του ανθρώπου.

Το πρόβλημα για τον Ορθόδοξο είναι το κριτήριο, τι θα είναι;».

«Και κυρίως, πρέπει να μάθει κανείς να διακρίνει από τις ενέργειες του διαβόλου, για να μπορεί να διακρίνει ποια ενέργεια που τον επηρεάζει είναι από τον Θεό και ποια ενέργεια είναι από τα λοιπά κτίσματα και, κυρίως, από τον διάβολο.

Και αυτή η ικανότητα της διακρίσεως μεταξύ κτιστών και άκτιστων ενεργειών είναι το θεμέλιο του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων. Να διακρίνει κανείς μεταξύ των ενεργειών του πονηρού πνεύματος και του Αγίου Πνεύματος».

Μερικές φορές ο διάβολος «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» (Β΄ Κορινθίους ια’, 14). Το δαιμονικό φως είναι διαφορετικό από το Φως του Θεού.

«Το άκτιστο Φως ποτέ δεν είναι έξωθεν. Είναι πάντοτε έσωθεν. Το δαιμόνιο είναι έξωθεν, το φως του διαβόλου είναι έξωθεν. Όταν ο διάβολος αποκαλύπτει φως στον άνθρωπο, είναι έξωθεν».

«Όταν εμφανίζεται ο διάβολος στον άνθρωπο, εμφανίζεται δια της συζυγίας, ποτέ δια της κράσεως. Δεν μπορεί να υπάρξει κράση μεταξύ του κτιστού φωτός του διαβόλου και του ανθρώπου.

Γι’ αυτό και ο διάβολος όταν εμφανίζεται, εμφανίζεται πάντοτε και με σχήμα και με χρώμα και πάντοτε είναι έξω από τον άνθρωπο. Είναι φως παρυφιστάμενο, λένε οι Πατέρες. Παρυφίσταται, δηλαδή, το φως του διαβόλου. Ενώ όταν είναι το άκτιστο Φως, είναι ασχημάτιστο, ανείδεο, χωρίς χρώμα, χωρίς μορφή κλπ. Και θεάται δια της κράσεως.

Οπότε, ο θεούμενος βρίσκεται μέσα στο Φως και όλο το περιβάλλον του είναι μέσα στο Φως. Και το Φως φέγγει από παντού και είναι διαβρωτικό το Φως. Ενώ το φως του διαβόλου είναι περιορισμένο σε τόπο και έχει και χρώμα».

Όποιος έχει το χάρισμα της διακρίσεως, μπορεί αμέσως να αντιληφθεί την πλάνη και να μη πλανηθεί. Γι’ αυτό στην πατερική γλώσσα οι Θεούμενοι χαρακτηρίζονται απλανείς, που σημαίνει δεν παραπλανώνται.

Στην πνευματική αυτή πορεία σημαντικό ρόλο παίζει ο διακριτικός Πνευματικός Πατέρας. Άλλωστε, ο Πνευματικός Πατέρας πρέπει να είναι θεολόγος, με την χαρισματική έννοια του όρου, αφού θεολογία είναι η γνώση του Θεού και, οποίος αποκτά αυτήν την γνώση, μπορεί να διακρίνει «τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α’ Ιω. δ’, 1).

«Ο Πνευματικός Πατέρας, για να έχει νοερά προσευχή σημαίνει ότι έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων και ξέρει ακριβώς τις μεθοδείες του διαβόλου χωρίς καμία αμφιβολία, τις ενέργειες του διαβόλου με καταπληκτική ακρίβεια. Αυτός είναι ο Πνευματικός Πατέρας. Άλλα αυτή είναι η Ορθόδοξη θεολογία. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι ο Πνευματικός Πατέρας αναποφεύκτως είναι Ορθόδοξος, δεν μπορεί παρά να είναι Ορθόδοξος.

Βέβαια, πρέπει να είναι ο Πνευματικός οδηγός, όχι στοχαστής γύρω από αυτά τα θέματα, αλλά να ξέρει με ακρίβεια τα θέματα αυτά, με ακρίβεια να οδηγεί τα πνευματικά τέκνα. Εάν στοχάζεται, τότε και ο ίδιος είναι χαμένος, θα χαθούν και οι οπαδοί του. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Εξ επόψεως πατερικής αυτή είναι η αρετή, γι’ αυτό και η αίρεση οδηγεί τον άνθρωπο στην Κόλαση».

Από: «Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη» Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου».