Γέροντας
Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα: Όση ώρα είναι αναμμένα τα καντήλια, αυτά φωνάζουν
«ελέησον, ελέησον, ελέησον…», για τον άνθρωπο που άναψε το καντήλι, προς τον
Θεό.
Αυτό
το ξέρει ο διάβολος γι’ αυτό και βάζει λογισμούς, λέγοντας, ότι υπάρχει
κίνδυνος πυρκαγιάς από το καντήλι.
Στο
καντήλι βάζουμε πάντοτε το καλύτερο λάδι. Εγώ, όμως, ταπεινά θα έλεγα· ας βάζει
κάποιος ό,τι μπορεί, αρκεί να βάζει το καλύτερο λάδι της καρδιάς του, μαζί με
το όποιο λάδι δύναται τον κάθε καιρό, προκειμένου να έχει έστω ένα καντήλι
αναμμένο, πρέσβη ελέους για τον Ουρανό.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024
ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ: ΟΣΗ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΜΕΝΑ ΤΑ ΚΑΝΤΗΛΙΑ, ΑΥΤΑ ΦΩΝΑΖΟΥΝ "ΕΛΕΗΣΟΝ, ΕΛΕΗΣΟΝ, ΕΛΕΗΣΟΝ"!
Τετάρτη 17 Απριλίου 2024
Π. ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ: ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΝΗΠΙΟΒΑΠΤΙΣΜΟΣ- ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ!
Κατά την ορθόδοξη πίστη η αναγέννηση του ανθρώπου πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα. Δεν πρόκειται εδώ για το βάπτισμα του Ιωάννη, γιατί αυτό διακρίνεται από το Χριστιανικό βάπτισμα (Πράξ. ιθ' 3-5). Το Χριστιανικό βάπτισμα γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη' 19)
Με το Χριστιανικό βάπτισμα ενδύεται κανείς τον Χριστό, λαμβάνει το Πνεύμα της υιοθεσίας και γίνεται κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Ιησού Χριστού (Γαλ γ' 26-29. Ρωμ. η' 17). Η αγία Γραφή βεβαιώνει πώς δεν υπάρχουν δύο βαπτίσματα για τούς πιστούς το βάπτισμα με νερό, πού ακολουθείται από το άγιο Χρίσμα, είναι ή «άνωθεν αναγέννηση» του Ιω. γ' 3-5.
Το Χριστιανικό Λοιπόν βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία (Μάρκ. ιστ' 16. Α' Πέτρ. γ' 20-21). Μ' αυτό αποθνήσκουμε ως προς την αμαρτία και αναγεννώμεθα πνευματικά (Πράξ. β' 38. Ρωμ. στ' 1-11. Τίτ. Υ' 5).
Με το άγιο βάπτισμα λαμβάνουμε το Πνεύμα της υιοθεσίας και γινόμαστε «τέκνα Θεού» (Ρωμ. η' 5-11. Γαλ δ' 5-6), γιατί με το βάπτισμα εvτασσόμαστε στο σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία (Πράξ. β' 41.47. Α' Κορ. lβ' 13. Γαλ Υ' 26-28) «εν σώμα και εν Πνεύμα... μία πίστις, ένα βάπτισμα» (Εφεσ. δ' 4-5). Ή Εκκλησία, πού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. Υ' 15), ερμήνευσε το Ιω. γ' 3-5 σε αναφορά με το άγιο βάπτισμα.
Ο άγιος Ιουστίνος (†165) συνδέει το βάπτισμα με την αναγέννηση του Ιω. γ' 3-5' μάλιστα το χαρακτηρίζει «τρόπον αναγεννήσεως» (Άπολ Α' 61). Ο Ωριγένης (185-254) Λέγει πώς το Άγιο Πνεύμα υπάρχει «εις μόνους τούς μεταλαβόvτας αυτού εν τη του βαπτίσματος δόσει» (παρά Άθαν., Πρός Σεραπ. επ. Δ', 10). Ο Τερτυλλιανός (†220) αναφέρει πώς «χωρίς το βάπτισμα δεν ανήκει σε κανένα η σωτηρία, όλως ιδιαιτέρως εξ αιτίας του Λόγου του Κυρίου, 'εάν τις δεν αναγεννηθεί εξ ύδατος', δεν έχει την Ζωήν» (Περί βαπτ. 12). Ο Μ. Άθανάσιος αναφέρει πώς ο βαπτιζόμενος «τον μεν παλαιόν απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Πρός Θεραπ., επιστ. Δ',13). (295-373)
Αλλά και στην εποχή των μεγάλων πατέρων, η Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο ερμήνευσε τούς Λόγους της Γραφής, ταυτίζοντας τη σωτηρία και την αναγέννηση με το βάπτισμα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται στο διάλογο με τον Νικόδημο (Ίω. γ' 1-21) και ονομάζει το βάπτισμα «λοχείαν», δηλαδή τοκετόν και «νέον δημιουργίας τρόπον... εξ ύδατος και Πνεύματος», «και αν ερωτήση κανείς ‘πως από ύδωρ;', τότε πρέπει να δοθεί η απάvτηση: Όπως ακριβώς εις την αρχήν το πρώτον υποκείμενον στοιχείον ήτό το χώμα και το παν ήτο έργο του Δημιουργού, έτσι και τώρα το μεν ύδωρ είναι το υποκείμενον στοιχείον, το παν δε είναι έργον της χάριτος του Πνεύματος'» (Χρυσ., Εις τό Ιω., ομιλ ΚΕ' 2).
«Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωσεν ο Χριστός αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά. Έτσι και το βάπτισμα, η μεν δωρεά του ύδατος γίνεται με αισθητόν πράγμα, αλλά το συντελούμενον, δηλαδή η αναγέννησις και ανακαίνισις είναι νοητά. Διότι, εάν μεν ήσουν ασώματος, γυμνά θα σου παρέδιδε τα ασώματα αυτά δώρα. Επειδή όμως η ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα, με αισθητά πράγματα σου παραδίδει τα νοητά» (Χρυσ., Εις το Ματθ., όμιλ. ΠΒ' 4)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (381) αναφέρει τρεις γεννήσεις: «την σωματική, την δια του βαπτίσματος και την δια της αναστάσεως» (Λόγος Μ' 2, Εις το άγιον βάπτισμα).
Αλλά και οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, όπως ο Αυγουστίνος, ονομάζουν το βάπτισμα «μυστήριον αναγεννήσεως». Γι' αυτό και όποιος αρνείται τον νηπιοβαπτισμό, βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγία Γραφή, αλλά και με το «τυπικό της Εκκλησίας, πού παραδόθηκε από παλαιά και τηρείται πάντοτε» (Αύγουστ., Έπιστ. πρός Σίξτο VII 32. Χ 43).
Το γεγονός της ταύτισης του βαπτίσματος με την αναγέννηση δεν σημαίνει βέβαια πώς το βάπτισμα μας απαλλάσσει από τον προσωπικό αγώνα για την διατήρηση και την καρποφορία του πνευματικού δώρου. Αντίθετα η Εκκλησία εύχεται στον Κύριο να αναδείξει τον νεοφώτιστο «αήττητον αγωνιστήν κατά των μάτην έχθραν φερομένων κατ' αυτού» και να δώσει σ' αυτόν «πάντα μελετάν εν τω νόμω σου και τα ευάρεστά σοι πράττειν».
Όπως αναφέρθηκε, το βάπτισμα μας «ενδύει» τον Χριστό και μας εισάγει στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή στη «βασιλεία του Θεού» (Ίω. γ' 3-5), όμως αυτός είναι ο «αρραβών» (Β' Κορ. ε' 5. Έφεσ. α' 14), τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί και να χάσει. Άλλωστε η περίοδος του αρραβώνα, ακόμη και στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι περίοδος δοκιμασίας. Γι' αυτό και απαιτείται άσκηση και αγώνας (Α' Θεσ. ε' 6-11. Α' Πέτρ. ε' 8-9).
Όπως αναφέραμε, στην ορθόδοξη Εκκλησία η αναγέννηση ταυτίζεται με το άγιο βάπτισμα, δεν προηγείται του βαπτίσματος. Το βάπτισμα είναι σωτηρία, γι' αυτό και δεν το στερούμε από τα μικρά παιδιά. Ο Κύριος παρήγγειλε πώς δεν πρέπει κανείς να εμποδίζει τα παιδιά να λάβουν τη χάρη (Ματθ. ιθ' 14).
Ο άγιος Ειρηναίος († 202), αναφέρει πώς ο Χριστός «ήλθε να σώσει δια του εαυτού τού όλους λέγω, όσοι δι' αυτού αναγεννώνται εις Θεόν, βρέφη και παιδιά και νέους και γέρους. Γι' αυτό ήλθε χάριν όλων των ηλικιών και έγινε βρέφος για τα βρέφη, αγιάζων τα βρέφη νήπιος μεταξύ των νηπίων, αγιάζων τούς έχοντας την ηλικίαν αυτήν...» (Ειρ.,MPL 7,784).
Ο Ωριγένης μας πληρoφoρεί για την πράξη της Εκκλησίας της εποχής του: «Τα παιδιά βαπτίζονται εις άφεσιν αμαρτημάτων... μήποτε επεί ουδείς καθαρός από ρύπου, τον ρύπον δε αποτίθεταί τις δια του μυστηρίου του βαπτίσματος, δια τούτο και τα παιδιά βαπτίζονται» (Ύπόμν. εις Ρωμ. ε' 9, βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος 3, σ. 114).
Ο Τερτυλλιανός, κάτω από αιρετικές επιδράσεις αντιτίθεται στην τότε πράξη της Εκκλησίας και αναφέρει: «Γιατί η αθώα ηλικία σπεύδει εις την άφεσιν των αμαρτιών; Επιθυμεί ίσως να συμπεριφερθεί σε πρόσκαιρα πράγματα με μεγαλύτερα προσοχή, και τα θεϊκά αγαθά να εμπιστευθεί σε κάποιον, στον όποιον δεν εμπιστεύεται ακόμη τα γήινα;» (Τερτυλ, Περί βαπτ. 18).
Ο άγιος Κυπριανός († 258), μας πληροφορεί οτι «δεν επιτρέπεται να αρνηθούμε σε κανένα άνθρωπο, πού γεννήθηκε, το έλεος και τη χάρη του Θεού. Διότι, αφού ο Κύριος λέγει στο ευαγγέλιό του πώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να Καταστρέψει τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά να τις σώσει (Λουκ. θ' 56), δεν επιτρέπεται, καθόσον εξαρτάται από μας, να απολεσθεί καμία ψυχή. Διότι τι λείπει ακόμη σε αυτόν πού σχηματίσθηκε στην κοιλία της μητέρας του με το χέρι του Θεού;». «Εάν κάτι θα μπορούσε να εμποδίσει τούς ανθρώπους να λάβουν τη χάρη, τότε θα ήταν πιο πολύ για τούς ενήλικες και ηλικιωμένους και γέρoντες εμπόδιο οι βαρύτερες αμαρτίες. Εάν όμως παρέχεται άφεση αμαρτιών ακόμη και σε πιο βαριά αμαρτωλούς και σε εκείνους πού προηγουμένως πολλαπλά αμάρτησαν εναντίον του Θεού και δεν αποκλείεται κανείς από το βάπτισμα και τη χάρη, εάν αργότερα επιστρέψει, πόσο λιγότερο επιτρέπεται το να εμποδίζει κανείς ένα παιδί, πού είναι νεογέννητο και δεν διέπραξε καμία αμαρτία, ,αλλά έχει υποστεί μόνο με την πρώτη γέννηση τη δραστικότητα του παλαιού θανάτου, επειδή κι αυτό, όπως και ο Αδάμ εγεννήθη κατά σάρκα! Έτσι μπορεί να φθάσει στην άφεση αμαρτιών γι' αυτό το λόγο πιο εύκολα, επειδή δεν υπάρχουν για συγχώρηση προσωπικές αμαρτίες, αλλά μόνο ξένες αμαρτίες »(Κυπρ., Επιστ. πρός Φίντους (BKV 2,273. 275).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να κατοχυρώσει τον νηπιοβαπτισμό αναφέρει την περιτομή, πού γινόταν την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού (Γεν. ιζ' 12) και την επάλειψη των θυρών με αίμα του αμνού (Έξοδ. ιβ' 7) και υπογραμμίζει:
«Έχομεν αιτιολογίαν, την οκταήμερον περιτομήν, πού ήτο μιά τυπική σφραγίς και εδίδετο εις αυτούς, στους οποίους δεν είχεν αναπτυχθεί ακόμη το λογικόν. Ομοίως και η επάλειψις των φλιών των θυρών, η οποία εφύλαττε με τα αναίσθητα, τα πρωτότοκα» (Γρηγ. Θεολογ., Λόγος μ' 28, ΕΠΕ 4,339).
«Έχεις νήπιον; μη δίδεις καιρόν εις την κακίαν, βάπτισέ το από την βρεφικήν ηλικίαν, αφιέρωσέ το εις το Πνεύμα από την ήλικίαν των μαλακών ονύχων» (Γρηγ. Θεολ. Λόγος , 17, ΕΠΕ 4,311).
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ.Φιλοσοφίας
Σάββατο 9 Μαρτίου 2024
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΤΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ
Για την ιστορία και μόνο ας γνωρίζουμε ότι η καθιέρωση του Σαββάτου προ των Απόκρεω ως Ψυχοσαββάτου, έγινε μαλλον και αυτό κατ᾿ απομίμησιν του Σαββάτου προ της Πεντηκοστής, που ήταν και το μόνο που υπήρχε αρχικά.
Βέβαια η αγάπη των ανθρώπων για τους δικούς τους, που δεν ζούν πια μαζί τους, δημιούργησε την εκκλησιαστική παράδοση άλλων τεσσάρων ψυχοσάββατων, που δεν συμπεριλαμβάνονται όμως στο Τυπικό της Εκκλησίας μας. Αυτά είναι, το ψυχοσάββατο της Τυρινής, το Σάββατο της α΄ εβδομάδος των νηστειών, όπου και εορτάζουμε το «δια κολλύβων» θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, το Σάββατο του Λαζάρου και το Σάββατο πρίν την εορτή του Αγίου Δημητρίου. Ένα ακόμα ψυχοσάββατο θα βρούμε στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας, το Σάββατο προ της Συνάξεως των Αρχαγγέλων.
■ Τα «τριήμερα» συμβολίζουν την Ανάσταση του Κυρίου μετὰ την τριήμερη παραμονή Του στον τάφο και τελούνται με την ευχή ν᾿ αναστηθεί και ο νεκρός στην ουράνια βασιλεία.
■ Τα «εννιάμερα» τελούνται για τα εννέα τάγματα των αΰλων αγγέλων, με την ευχή να βρεθεί κοντά τους η άϋλη ψυχή του νεκρού.
■ Τα «τεσσαρακονθήμερα» τελούνται για την Ανάληψη του Κυρίου, που έγινε σαράντα μέρες μετά την Ανάστασή Του, με την ευχή να «αναληφθεί» και ο νεκρός, να συναντήσει το Χριστὸ στους ουρανούς και να ζήσει για πάντα μαζί Του.
■ Τα «ετήσια», τέλος, τελούνται την επέτειο ημέρα του θανάτου, σε ανάμνηση των γενεθλίων του νεκρού, καθώς, για τους πιστοὺς χριστιανούς, ημέρα της αληθινής γεννήσεως είναι η ημέρα του σωματικού θανάτου και της μεταστάσεως στην αιώνια ζωή.
Την μεγαλύτερη βέβαια ωφέλεια στους νεκροὺς την προξενεί η τέλεση της Θείας Λειτουργίας στη μνήμη τους, γιατὶ τότε, με τις μερίδες τους στο άγιο δισκάριο, «ενώνονται αόρατα με το Θεό και επικοινωνούν μαζί Του και παρηγορούνται και σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ» (άγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).
Εκτός από τα ειδικά για κάθε νεκρό μνημόσυνα, η Εκκλησία έχει στις καθημερινές ακολουθίες της, γενικές δεήσεις για τους κεκοιμημένους, όπως είναι λ.χ. το νεκρώσιμο μέρος της Ακολουθίας του Μεσονυκτικού και οι σχετικές αναφορές στις «εκτενείς δεήσεις» του Εσπερινού, του Ορθρου και της Θείας Λειτουργίας.
Πρέπει να σημειωθεί, αν και αυτονόητο, ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο για τους ορθοδόξους χριστιανούς που κοιμήθηκαν μέσα στους κόλπους της.
■ Τα μνημόσυνα θα πρέπει να γίνονται την ημέρα που πρέπει, αν αυτό είναι εφικτό, αλλιώς κατ’ οικονομία και μόνο ο ιερέας θα επιτρέψει την τέλεση του νωρίτερα ή αργότερα.
■ Το σπάσιμο γυάλινων αντικειμένων ή άλλων τοιούτων,το σκέπασμα των καθρεφτών και των τηλεοράσεων για άγνωστο λόγο και η απαίτηση των συγγενών από τον ιερέα να κάνει αγιασμό στο σπίτι του αποθανόντος για να φύγει το κακό, είναι άκρως ειδωλολατρικές συνήθειες και είναι καιρός με την καθοδήγηση των ιερέων μας, να εξαληφθούν από την παράδοση της Εκκλησίας μας.
■ Στα μνημόσυνα παραθέτουμε και ευλογούνται μόνο καλώς βρασμένα κόλλυβα (σιτάρι) ως ενδεικτικά της Αναστάσεως καὶ ὄχι ἀλλα ὑποκατάστατα (κουλουράκια – ψωμάκια – γλυκά κ.τ.λ.). Τα κόλλυβα συμβολίζουν τις αμαρτίες του αποθανόντος κι εμείς όταν τα τρώμε λέμε “ο Θεός να τον συγχωρέσει”.
■ Τὸ πρῶτο Σάββατο τῆς Τεσσαρακοστῆς δὲν εἶναι «Ψυχοσάββατο», ἀλλὰ ἑορτάζουμε τὸ «διὰ κολλύβων» θαῦμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.
■ Στὰ Ψυχοσάββατα μποροῦμε νὰ παραθέτουμε κόλλυβα εἴτε στην Εκκλησία, στον Ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς και στὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου, εἴτε στα κοιμητήρια, κατόπιν συννενοήσεως με τους ιερείς, το Σαββάτο μετά την Θεία Λειτουργία, είτε καὶ στὰ δύο. Πρόκειται περὶ τῆς ἰδίας ἀξίας, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἀκολουθία διαβάζεται.
■ Τὰ εὐλογηθέντα κόλλυβα δεν τὰ πετάμε ποτέ στὰ σκουπίδια, παρά μόνο τα μοιράζουμε σε γνωστούς και φίλους εις μνημόσυνο και συγχώρεση του αποθανόντα.
Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023
ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ: ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ!
Μετά τη Θεία Κοινωνία!
«Ενώ έχουμε φάει «αμνό», να γινόμαστε «λύκοι»! Ενώ έχουμε φάει «πρόβατο», να αρπάζουμε σαν τα λιοντάρια! Πώς θα απολογηθούμε, όταν κάνουμε τέτοιες αμαρτίες , έχοντας προηγουμένως κοινωνήσει;» ( Άγιος Ι. P.G. 58: 508 ).
Μια τέτοια αμαρτία (μετά τη Θ. Κοινωνία ) ζυγίζει πολύ βαριά! Ο Άγιος Ι. καυτηριάζει ακόμα και όσους μετά τη Θ. Κοινωνία το ρίχνουν στο κρασί και στο φαγοπότι, διώχνοντας έτσι από πάνω τους τα χαρίσματα της Θ. Κοινωνίας! «Μη ρίψης χαράν τοσαύτην, μη εκχέης, τον θησαυρόν, μη επεισαγάγης μέθην την της αθυμίας μητέρα, την του διαβόλου χαράν, την μυρία τίκτουσαν κακά. Τον δε Χριστόν ένδον έχων τολμάς ,ειπέ μοι, τοσαύτην επεμβαλείν μέθην;» ( P.G. 61: 232 ) .
Και αν από μόνη της η τρυφή προκαλεί τον πνευματικό θάνατο ( Α΄ Τιμ. 5:6 ) πόσο μάλλον μετά τη Θ. Κοινωνία! «Και ει εν άλλω καιρώ τούτο γινόμενον απόλλυσι, πολλώ μάλλον μετά την των μυστηρίων κοινωνίαν». ( P.G. 61: 231 ). Έλαβες «άρτον ζωής», και κάνεις πράγματα που επιφέρουν τον θάνατο; Δεν φρίττεις, «Συ δε άρτον ζωής λαβών, πράγμα θανάτου ποιείς, και ου φρίττεις;». ( P.G. 61:231 ) . Γι’ αυτό και ο Άγιος Ι. συνιστά ακόμα και νηστεία και μετά την Θ. Κοινωνία! Γράφει: «Πριν κοινωνήσεις , νηστεύεις για να κοινωνήσεις άξια. Αφότου όμως μεταλάβεις, θα πρέπει να αυξήσεις την εγκράτεια, για να μην φανείς ανάξιος γι’ αυτό που έλαβες. Τί λοιπόν; Πρέπει να νηστεύουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία; Καλό είναι αυτό, αλλά δεν θα σας υποχρεώνω να το κάνετε. Απλά σας συμβουλεύω να μην το ρίχνετε στο φαγοπότι και στην απληστία» ( PG 61:231) .
Ο Άγιος Ι. έφθασε μάλιστα στο σημείο να ειπεί, πως όποιος έχει κοινωνήσει και δεν βοηθά τον πλησίον του, κάνει μεγαλύτερο έγκλημα από τον άσπλαχνο δούλο της παραβολής! ( Μτ. 18: 23-43 ). Ενώ δηλαδή ο κύριός του του χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα, αυτός ( ο δούλος ) δεν ήθελε να χαρίσει στον σύνδουλό του ούτε εκατό δηνάρια! «Και ο Κύριος οργίσθηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές» ( Μτ. 18:34 ) . Και ο Άγιος Ι. σχολιάζει: «Γεύθηκες το Αίμα Δεσποτικόν, και δεν δίδεις σημασία στον αδερφό σου; ! Δεν άκουσες τι έπαθε αυτός που απαιτούσε τα εκατό δηνάρια; ! Ακύρωσε τη «δωρεά» που του έκανε ο κύριός του! Δεν καταλαβαίνεις πως τέτοιος είσαι και συ ακόμα και χειρότερος! Ήσουν πάμφτωχος (από αρετές) «μυρίων γέμων αμαρτημάτων», και όμως ο Θεός σου συγχώρησε τις αμαρτίες σου, και σε δέχθηκε στην «Τράπεζά» Του. Και συ ούτε καν συγκινήθηκες , ώστε να γίνεις πιο φιλάνθρωπος προς τον πλησίον! Λοιπόν τίποτε άλλο δεν απομένει και για σένα, παρά να σε παραδώσουν στους βασανιστές!» ( P.G.61, 230 , ελεύθερη απόδοση ) .
ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΙΛΑΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ!
Ο Ιερέας σας μπορεί να
είναι μόλις 25 χρονών. Μα η Ιερωσύνη του είναι από καταβολής κόσμου. Όταν
λοιπόν, του ασπάζεστε το χέρι, προσκυνάτε την Ιερωσύνη του, που φθάνει
διαδοχικά από τον Χριστό και τους Αποστόλους μέχρι τον Ιερέα σας. Όταν φιλάτε
το χέρι του παπά σας, φιλάτε ολόκληρη την αλυσίδα των Οσίων και Αγίων Ιερέων
και Ιεραρχών, από τους Αποστόλους μέχρι σήμερα. Ασπάζεστε και προσκυνάτε τον
Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Βασίλειο, τον Άγιο Σάββα
και όλους τους ”επίγειους αγγέλους και Ουρανίους ανθρώπους”, που όταν ήταν στη
γη, κοσμούσαν την Εκκλησία και τώρα στολίζουν τον Ουρανό! Είναι φίλημα Άγιον,
όπως γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος. Να ασπάζεστε λοιπόν το χέρι
του Ιερέα που σας ευλογεί. Είναι ευλογημένο από τον Θεό. Με την Χάρη της
Ιερωσύνης. Με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Να το φιλάτε το χέρι του Ιερέα σας.
Όσο νέος και αν είναι. Και να τον ακούτε.
Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ: ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ "ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ
"ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Ο Ιησούς Χριστός δεν δίδαξε έναν ατομικό δρόμο
σωτηρίας, ξεχωριστό για τον καθένα μας, αλλά ίδρυσε την Εκκλησία, μια κοινότητα ανθρώπων,
ενωμένων σαν ένα σώμα, που έχει κεφαλή τον ίδιο το Χριστό.
Γι’ αυτό το λόγο, πάντοτε η Εκκλησία είναι «αγία και άμωμος» (προς Εφεσίους, 5,
27), όχι επειδή «όλοι οι χριστιανοί είμαστε άγιοι» (δεν πιστεύω να θεωρείς τον
εαυτό σου άγιο), αλλά επειδή έχει κεφαλή το Χριστό, που είναι ο απολύτως άγιος.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι γύρω μας είναι άγιοι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι
απ’ όσο νομίζουμε – ίσως όχι «μεγάλοι άγιοι», που να κάνουν θαύματα, αλλά
«μικροί άγιοι», απλοί ευσεβείς και ταπεινοί χριστιανοί, γεμάτοι αγάπη και
καλοσύνη, που σέβονται ακόμη κι εκείνους που εμείς νομίζουμε πως «δεν το
αξίζουν».
Επειδή λοιπόν ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας,
γι’ αυτό πηγαίνουμε στο ναό και λατρεύουμε το Θεό, και μάλιστα ονομάζουμε και
το ναό «εκκλησία», δηλαδή συγκέντρωση, συνάντηση. Εκεί βρισκόμαστε όλοι μαζί,
ώστε οι πιο ενάρετοι και δυνατοί στην πίστη να «σπρώχνουν» προς το Θεό με την
προσευχή τους και τους πιο αδύναμους και αμαρτωλούς.
Δυστυχώς, πολλοί από εμάς νομίζουμε πως είμαστε ενάρετοι και πιστοί, αλλά
πηγαίνουμε στο ναό γεμάτη κατάκριση, βλέπουμε τους πιο αδύναμους (ή φαινομενικά
πιο αδύναμους) και τους δικάζουμε μέσα μας, επειδή κρίνουμε – με το δήθεν
αλάνθαστο και δίκαιο κριτήριό μας – ότι δεν συμπεριφέρονται σωστά μέσα στην
εκκλησία ή ότι δεν είναι σωστοί γενικά στη ζωή τους. Αν ήμασταν αληθινοί
χριστιανοί (καλύτεροι από εκείνους που καταδικάζουμε), πρώτον, θα λυπόμασταν
για τις αδυναμίες και τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας, αντί να νιώθουμε
αντιπάθεια και περιφρόνηση ή μίσος γι’ αυτούς, και, δεύτερον, θα προσευχόμασταν
στο Θεό να μην τους λογαριάσει τις αμαρτίες και τις αδυναμίες τους, αλλά να
τους βάλει στον παράδεισο μαζί μ’ εμάς και με όλο τον κόσμο, δίπλα μας, ως
αδελφούς μας.
Και στο τέλος, αφού δεν έχουμε αγάπη και συγχώρηση για τον πλησίον μας, αλλά
μίσος και περιφρόνηση, ο Θεός μπορεί να επιτρέψει να γίνουμε τόσο σκληροί, που
να μη θέλουμε καν να πηγαίνουμε στην εκκλησία – τι να πάμε να κάνουμε σ’ έναν
τόπο που δέχεται και τους αμαρτωλούς, τους σέβεται και θέλει τη σωτηρία τους;
Εμείς θέλουμε τη σωτηρία μόνο του εαυτού μας ή, άντε, και των παιδιών μας ή
εκείνων, τους οποίους «εγκρίνουμε» εμείς… Κάνουμε λοιπόν, ουσιαστικά, μια δική
μας θρησκεία, στην οποία τη θέση του Ιησού Χριστού (του κριτή ζώντων και νεκρών,
που κρίνει για να σώσει, όχι για να καταδικάσει) την παίρνουμε εμείς οι ίδιοι!
Οι «καλοί» και οι «κακοί» ιερείς
Εκπρόσωπος όλου του λαού μπροστά στο Θεό, μέσα στη θεία λειτουργία και τις
άλλες τελετές που κάνουμε όλοι μαζί στην εκκλησία, είναι ο ιερέας.
Η θεία λειτουργία δεν τελείται μόνο από τον ιερέα, αλλά από όλους τους
ορθόδοξους χριστιανούς που βρίσκονται σ’ αυτήν. Ο ιερέας είναι ο εκπρόσωπος του
λαού, που δανείζει τα χέρια του για να αγγίξουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου
και να πραγματοποιήσουν τα ιερά μυστήρια. Όμως δεν τα τελεί μόνος του. Χωρίς το
«αμήν» του ψάλτη (που σημαίνει «μακάρι», δηλ. «να γίνει» αυτό που λέει ο
ιερέας) και τις άλλες απαντήσεις που δίνει ο ψάλτης στα λόγια του ιερέα, δεν
μπορεί να τελεστεί η θεία λειτουργία. Ο ψάλτης μιλάει εξ ονόματος όλων των
λαϊκών, δηλαδή εκείνων που δεν είναι κληρικοί (ιερείς), και αυτά που λέει (το
«αμήν», το «Κύριε ελέησον», το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» κ.τ.λ.) κάποτε τα
έλεγε όλος ο λαός. Γι’ αυτό, τα παλιά βιβλία της Εκκλησίας, όταν ανέφεραν τα
λόγια του ψάλτη στη θεία λειτουργία, έγραφαν ότι τα λέει «ο λαός».
Αν λοιπόν σε κάποιο χωριό ή σε κάποια ενορία ο ιερέας (ή ο ψάλτης) δεν είναι
«καλός» και έντιμος, αυτό οφείλεται στο ότι εμείς οι χριστιανοί δεν προσφέραμε
στην Εκκλησία το καλύτερο παιδί του τόπου, το πιο ενάρετο, ηθικό, πιστό, έντιμο
και άγιο, να γίνει ιερέας. Δεν κατευθύναμε π.χ. τα παιδιά μας προς αυτή την
κατεύθυνση – όλοι περνάμε το μήνυμα στα παιδιά μας ότι είναι σπουδαίο επάγγελμα
να γίνουν γιατροί π.χ., επειδή οι γιατροί «βγάζουν λεφτά» βέβαια κι όχι επειδή
προσφέρουν στην κοινωνία, αλλά κανείς δεν λέει στο παιδί του πως είναι σπουδαίο
επάγγελμα (λειτούργημα) το να γίνει ιερέας και ότι θα άξιζε να το επιλέξει, αν
βέβαια το ίδιο θέλει να κάνει τον αγώνα που χρειάζεται γι’ αυτό.
[Γράφω πως και το να είσαι ιερέας είναι «επάγγελμα», επειδή η λέξη «επάγγελμα»
στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει «υπόσχεση» (επαγγέλλομαι = υπόσχομαι) και εννοεί
την υπόσχεση που δίνει ο άνθρωπος στην κοινωνία ότι θα προσφέρει σε όλους μέσω
του επαγγέλματός του].
Πώς λοιπόν θέλεις, αδελφέ μου, να έχεις καλό ιερέα, όταν ούτε εσύ ο ίδιος
γίνεσαι αυτός ο καλός ιερέας, ούτε το παιδί σου προτρέπεις να γίνει; Και
μάλιστα, αν το θελήσει, ίσως να το υποβάλεις σε τρομακτικό ψυχολογικό πόλεμο
και συναισθηματικό εκβιασμό για να μη γίνει! Αναγκαστικά λοιπόν θα έχεις τον
ιερέα που σου προέκυψε, αυτόν που επέτρεψε ο Θεός να έχεις.
Πρέπει όμως να ξέρω, κατ’ αρχάς, πως ο ιερέας που έχω στην ενορία μου και
πιθανόν να μην τον θεωρώ «καλό», ίσως είναι πολύ καλύτερος απ’ όσο νομίζω. Ίσως
απλώς έχει κάποια ανθρώπινη αδυναμία (π.χ. κάνει κήρυγμα με απότομο ύφος, λόγω
χαρακτήρα ή επειδή έχει αγωνία για τη σωτηρία των ανθρώπων) ή ίσως απλώς εγώ
είμαι προκατειλημμένος εναντίον του χωρίς λόγο. Ίσως δεν μου αρέσουν αυτά που
λέει, επειδή με «ξεβολεύουν» και μου ζητούν να γίνω ειλικρινά υπεύθυνος και
αληθινός χριστιανός, πράγμα που δεν μου αρέσει και δε με αφήνει κι ο διάβολος
να μου αρέσει…
Είναι πάρα πολύ εύκολο να πιστέψουμε συκοφαντίες εναντίον των ιερέων και να
πείσουμε τον εαυτό μας ότι ο παπάς που έχουμε μπροστά μας π.χ. είναι
φιλοχρήματος ή κλέφτης ή ότι δήθεν αποκαλύπτει τα μυστικά της εξομολόγησης ή
ακόμη και ότι είναι γυναικάς ή ομοφυλόφιλος ή παιδεραστής κ.τ.λ., χωρίς να
έχουμε δει πραγματικά καμιά απόδειξη. Κι όμως αυτές οι κατηγορίες μπορεί να
είναι κοινές συκοφαντίες ή αποτέλεσμα προκατάληψης και ρατσισμού εναντίον των
ιερέων. Αυτή η προκατάληψη και ο ρατσισμός στην εποχή μας έχει φτάσει με μεγάλα
ύψη και φυσικά τον προωθεί κι ο διάβολος, ακριβώς για να μας βγάλει έξω από την
εκκλησία.
Πήγαινε, αδελφέ μου, αδελφή μου, να γνωρίσεις καλύτερα τον παπά της ενορίας
σου, συζήτησε μαζί του αυτά που πιστεύεις ως ελαττώματά του και είμαι βέβαιος
ότι θ’ αλλάξεις εντελώς την άποψή σου γι’ αυτόν. Όχι ότι δεν υπάρχουν και
ιερείς με μεγάλα ελαττώματα (ίσως όχι πάντως μεγαλύτερα από τα δικά μου ή τα
δικά σου), όμως οι περισσότεροι ιερείς δεν είναι έτσι που νομίζει ο κόσμος.
Ούτε πάμπλουτοι είναι, ούτε διεφθαρμένοι, ούτε υποκριτές – πολύ πιθανότερο να
είναι αγωνιστές, που βοηθούν όσο μπορούν και όσους μπορούν, και βιοπαλαιστές,
που επιβιώνουν έντιμα με την οικογένειά τους μέσα σ’ αυτή τη χαοτική και
βρόμικη κοινωνία (που τους μισεί), όπως μπορούν.
«Σε ποιον παπά να πάω;»
Όμως το πρόβλημα έχει άλλη μια πολύ σοβαρή πλευρά. Πολλές φορές αρνούμαστε να
πάμε στην εκκλησία ή να κοινωνήσουμε ή να παντρευτούμε ή ακόμη και να
βαφτίσουμε τα παιδιά μας, επειδή δεν εγκρίνουμε τον ιερέα που έχουμε μπροστά
μας, αλλά θέλουμε να βρούμε έναν «άγιο ιερέα» και να πλησιάσουμε το Θεό μέσω αυτού.
Ας είμαστε ειλικρινείς: η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, αλλά και επιζήμια για μας
τους ίδιους. Κατ’ αρχάς, είναι εγωιστικό να απαιτούμε έναν άγιο ιερέα για να
λειτουργηθούμε, να κοινωνήσουμε, να παντρευτούμε ή να βαφτίσουμε τα παιδιά μας
– ακόμη και για να εξομολογηθούμε, εκτός πια κι αν έχουμε κάνει (ή συνεχίζουμε
να κάνουμε ή σκοπεύουμε να κάνουμε) εγκλήματα ή τόσο φοβερά αμαρτήματα που
χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση… Οι άνθρωποι που ζούμε μια συνηθισμένη
ζωή, μπορούμε μια χαρά να εξομολογηθούμε σε οποιονδήποτε «πνευματικό»
(εξομολόγο ιερέα) και να ωφεληθούμε, να προσεγγίσουμε το Θεό, να πάρουμε
καθοδήγηση για τη ζωή μας και να σωθούμε, και εμείς και η οικογένειά μας.
Καλό είναι λοιπόν να πλησιάσουμε τον ιερέα της ενορίας μας, ως απλοί άνθρωποι
και απλοί χριστιανοί, και να μη νομίζουμε πως εμείς ειδικά είμαστε κάποιες
εξαιρετικές περιπτώσεις, που πρέπει να «διαλέγουμε» τους ιερείς, να
απορρίπτουμε τους περισσότερους και να πηγαίνουμε μόνο σ’ αυτούς που…
εγκρίνουμε.
Άσε που το κριτήριό μας δεν είναι αλάνθαστο. Ο ιερέας που απορρίπτω, ίσως είναι
ένας κρυφός άγιος, ενώ εκείνος που θεωρώ σωστό και «σπουδαίο» ίσως έχει κι
αυτός τις αδυναμίες του, όπως κι εγώ. Και αν ωστόσο κάποια μέρα μάθω ότι έχει
κι εκείνος αδυναμίες, θα πέσει από την υπόληψή μου και ούτε σ’ εκείνον θα
πηγαίνω; Δηλαδή θα αποκόψω εντελώς τον εαυτό μου από την Εκκλησία και συνεπώς
κι από το Χριστό, γιατί ο Χριστός, όπως είπαμε, ίδρυσε την Εκκλησία (ώστε να
είμαστε όλοι μαζί) και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, που ο καθένας να μπορεί να
τους διαμορφώνει «κατά τη γνώμη μου» και να τους ακολουθεί «με τον τρόπο του».
Εξάλλου, ακριβώς επειδή οι μεγάλοι και θαυματουργοί άγιοι στον κόσμο είναι
σχετικά λίγοι, ο Θεός δέχεται τη θεία λειτουργία και από τα αδύναμα, αμαρτωλά
και «χωματένια» χέρια όλων των ιερέων Του. Όπως εμείς ελπίζουμε ότι ο Θεός
ακούει τις προσευχές μας, παρόλο που είμαστε αδύναμοι και αμαρτωλοί (και όχι
άγιοι), έτσι πρέπει να ξέρουμε πως ο Θεός δέχεται τα ιερά μυστήρια και τις
ιερές τελετές που κάνουν όλοι οι κανονικά χειροτονημένοι ιερείς, ακριβώς επειδή
αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν έχει την απαίτηση (που έχουμε εμείς, μέσα
στον υπερβολικό εγωισμό μας) να είναι αναμάρτητος ο άνθρωπος για να δεχτεί ο
Θεός τη λειτουργία και την προσευχή του. Συνεπώς, και ο πιο αμαρτωλός – ας
πούμε – ιερέας, όταν λειτουργεί, εξομολογεί, παντρεύει, βαπτίζει, κηδεύει,
τελεί ευχέλαιο ή αγιασμό κ.λ.π., οι πράξεις του είναι έγκυρες και δεκτές από το
Θεό ακριβώς όπως και ενός αγίου ιερέα, για χάρη των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’
αυτές και που ο Θεός θέλει τη σωτηρία τους.
Και λάθος ακόμη αν κάνει ο ιερέας κατά τη διάρκεια μιας τελετής, αν π.χ. δεν
είναι μορφωμένος και δεν διαβάζει σωστά τα λόγια της Εκκλησίας ή αν για κάποιο
λόγο μπερδευτεί ή ξεχάσει ή παραλείψει κάτι, ο Θεός δέχεται τις ιερές τελετές
ως σωστές, για χάρη των ανθρώπων. Ας έχουμε εδώ και το παράδειγμα του αγίου
Νικολάου Πλανά, ενός ιερέα σχεδόν αγράμματου, που όντως έκανε λάθη στην
ανάγνωση των λειτουργικών κειμένων, όμως η καρδιά του ήταν τόσο ενάρετη, πιστή
και ταπεινή, που ήταν θαυματουργός άγιος ενώ ακόμη ζούσε (έζησε στην Αθήνα τις
αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι το 1930 περίπου). Γύρω μας υπάρχουν κι άλλοι
«Πλανάδες», που όμως το μάτι μας, το γεμάτο εγωισμό, καχυποψία και κατάκριση,
αρνείται να τους δει.
Όμως, ξαναλέω, δε χρειάζεται να είναι άγιος ο ιερέας για να γίνει δεκτή από το
Θεό η τελετή που τελεί. Εκτός των άλλων, όπως είπαμε, τις τελετές δεν τις τελεί
μόνο ο ιερέας, αλλά όλος ο λαός – και μέσα σε αυτόν το λαό υπάρχουν και πολλοί
άξιοι χριστιανοί. Και τέλος, εκείνος που πραγματικά κάνει έγκυρες τις τελετές
της Εκκλησίας μας είναι ο ίδιος ο Θεός. Ο Θεός («ο Πατήρ, δι’ Υιού εν Αγίω
Πνεύματι») μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί (που εμείς προσφέρουμε – και μήπως
είμαστε άξιοι εμείς;) σε σώμα και αίμα Χριστού, Εκείνος παντρεύει, Εκείνος
βαφτίζει, Εκείνος δίνει άφεση αμαρτιών κατά την εξομολόγηση κ.τ.λ. Και το κάνει
για χάρη μας, αλλά θέλει κι εμείς να είμαστε ταπεινοί, όχι εγωιστές, και να
καταδεχόμαστε τον ιερέα Του που έχουμε μπροστά μας (στο χωριό μας, στην ενορία
μας), όχι να τον απορρίπτουμε και να ψάχνουμε για «πιο κατάλληλους», που μπορεί
μάλιστα – παραπλανημένοι εύκολα από το διάβολο – να μην τους βρούμε ποτέ.
Δυο παραδείγματα: απόστολος
Παύλος
και άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Πώς να κλείσουμε τώρα; Ας κλείσουμε με δυο γνωστά παραδείγματα, από δυο αγίους
που πρόσφεραν τα πάντα για το Χριστό και τελικά έδωσαν και τη ζωή τους γι’
Αυτόν και για τους συνανθρώπους τους: τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Κοσμά τον
Αιτωλό (έναν άγιο ιερομόναχο, που γύρισε τη μισή Ελλάδα κηρύττοντας και
βοηθώντας τους υπόδουλους χριστιανούς, μέχρι που τον κρέμασαν οι Τούρκοι λίγο
πριν το 1800).
Όταν τον απόστολο Παύλο τον είχαν συλλάβει οι Ρωμαίοι, τον παρουσίασαν μπροστά
στο Μεγάλο Συνέδριο των Ιουδαίων και, όταν εκείνος άρχισε να απολογείται, ο
αρχιερέας Ανανίας διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα. Ο Παύλος τότε του μίλησε
απότομα και, όταν οι άλλοι του είπαν «τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;», ο Παύλος
ζήτησε συγγνώμη και απάντησε ότι δεν ήξερε πως ήταν ο αρχιερέας – παρόλο που
αυτός ο αρχιερέας (που ήταν αρχιερέας της εβραϊκής θρησκείας, όχι χριστιανός)
αποσκοπούσε στο θάνατό του! Κι όμως ο απόστολος Παύλος τον σεβάστηκε,
επικαλούμενος λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, που διδάσκουν το σεβασμό προς τους
άρχοντες του λαού. Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, στο βιβλίο
Πράξεις τον αποστόλων, κεφάλαιο 23 (κγ΄).
Το δεύτερο παράδειγμα είναι τα λόγια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού προς τους
χριστιανούς της εποχής του, που ήταν αμόρφωτοι και αγνοούσαν το περιεχόμενο και
το νόημα της Ορθοδοξίας, ακριβώς όπως κι εμείς σήμερα (και επιπλέον ζούσαν κάτω
από το ανελέητο γιαταγάνι του Τούρκου). Έλεγε: «Αν συναντήσω στο δρόμο έναν
ιερέα και έναν άγγελο, θα χαιρετήσω πρώτα τον ιερέα και μετά τον άγγελο». Και
τούτο, επειδή ο ιερέας (ακόμη κι αν είναι ή φαίνεται «ανάξιος») κάνει κάτι, που
ο άγγελος δεν μπορεί να κάνει: κρατάει στα χέρια του το σώμα και το αίμα του
Χριστού (τη θεία μετάληψη) και εξομολογεί τους χριστιανούς, ζητώντας γι’ αυτούς
άφεση αμαρτιών από το Θεό.
Τελειώνοντας, θα επισημάνουμε ότι, κατά τη θεία λειτουργία, ο ιερέας δεν
εμφανίζεται μπροστά στο Θεό ως άγιος, αλλά ως πολύ αμαρτωλός, που παραδέχεται
την ανθρώπινη αναξιότητά του και ζητάει έλεος και συγχώρηση, όχι μόνο από το
Θεό, αλλά κι από τους ανθρώπους. Στις προσευχές που διαβάζει κατά τη θεία
λειτουργία (γραμμένες από δύο μεγάλους αγίους, το Μέγα Βασίλειο και τον ιερό
Χρυσόστομο) ο ιερέας ζητάει συγχώρηση από το Θεό και Τον παρακαλεί να δεχτεί
από τα ταπεινά χέρια του την αναίμακτη θυσία του ψωμιού και του κρασιού και να
τα μεταβάλει σε σώμα και αίμα Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και δύο
φορές – πριν σηκώσει τα Άγια και πριν κοινωνήσει ο ίδιος – ο ιερέας εμφανίζεται
στην ωραία πύλη και υποκλίνεται μπροστά στο λαό, ζητώντας απ’ όλους («τους
μισούντας και αγαπώντας» αυτόν, δηλ. κι αυτούς που τον αγαπούν και εκείνους που
τον μισούν) να τον συγχωρήσουν.
Αν λοιπόν είμαστε χριστιανοί, ας τον συγχωρήσουμε – κι ας συγχωρήσουμε επίσης
όλους τους ανθρώπους, και τους πιο «κακούς» (κατά τη γνώμη μας) κι εκείνους που
θεωρούμε ότι «δεν το αξίζουν», ώστε να συγχωρεθούμε κι εμείς από το Θεό για τα
λάθη και τις αμαρτίες που σίγουρα έχουμε κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε κάθε
μέρα. Αυτό είπε άλλωστε ο Χριστός: συγχωρείτε, για να συγχωρεθείτε, γιατί με το
μέτρο που κρίνετε τους άλλους, μ’ αυτό θα κριθείτε (βλ. κατά Λουκάν ευαγγέλιο,
κεφ. 6, στίχοι 27-49).
Αμήν.
Κυριακή 2 Ιουλίου 2023
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;
Για τα τέσσερα Ευαγγέλια επελέγη η Ελληνική γλώσσα, η οποία μιλιόταν την Ελληνιστική Εποχή, γνωστή ως «Κοινή», και όχι η Αραμαϊκή, η οποία ήταν η μητρική γλώσσα των Ιουδαίων, και θα φάνταζε λογικότερη επιλογή μιας και τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από Ιουδαίους.
Ο λόγος ήταν φυσικά η δύναμη και η απήχηση που είχε η Ελληνική σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως παγκόσμια γλώσσα των γραμμάτων στο πλευρό της Λατινικής.
Τα Ελληνικά που χρησιμοποίησαν οι Ευαγγελιστές ήταν στην καθομιλουμένη-απλουστευμένη της εποχής γλώσσα, την «Κοινή», που αποτελούσε την ενδιάμεση γλώσσα μεταξύ της Αττικής των Κλασικών Χρόνων και της Νεοελληνικής.
Μόνη εξαίρεση αποτελεί το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο που γράφτηκε πρώτα στα Αραµαϊκά και αργότερα στα Ελληνικά.
Τα κείμενα αυτά αποτελούν, πέρα από την προσωπική κατάθεση της μαρτυρίας αυτοπτών μαρτύρων, των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Ιωάννη, των γεγονότων γύρω από τη ζωή του Χριστού, που περιγράφονται παράλληλα με τη μεταφορά των προφορικών παραδόσεων που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, αλλά και των μικρών γραπτών συλλογών που αναφέρονταν στη ζωή του Ιησού και κυκλοφορούσαν μεταξύ των πρώτων Χριστιανών.
Από αυτά τα κείμενα δεν έχει διασωθεί μέχρι στιγμής κανένα, ο απόηχός τους είναι όμως αναγνωρίσιμος από τους ειδικούς στα Ευαγγέλια, αλλά και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, από τον οποίο έχουμε και το πρώτο κείμενο το 51 μ.Χ. γύρω από τον Ιησού, την πρώτη επιστολή προς Θεσσαλονικείς.
Το πρώτο Ευαγγέλιο γράφτηκε από τον Μάρκο, μαθητή του Αποστόλου Παύλου και αργότερα του Πέτρου, στη Ρώμη, μετά το μαρτύριο των δύο αυτών Αποστόλων και πριν από το έτος 70 μ.Χ. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η πιθανότερη χρονολογία συγγραφής του Ευαγγελίου του Μάρκου είναι το 65 μ.Χ. Τα όσα περιγράφονται σε αυτό φαίνεται ότι αποτελούν τον απόηχο κυρίως των διηγήσεων του Αποστόλου Πέτρου. Ο Μάρκος ονομαζόταν αρχικά Ιωάννης και το ρωμαϊκό όνομα με το οποίο έγινε γνωστός τού δόθηκε αργότερα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μάρκος ίδρυσε την εκκλησία της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, ενώ είναι ο προστάτης της Βενετίας μετά την κλοπή του λειψάνου του από δύο εμπόρους της Γαληνότατης το 828, οι οποίοι το μετέφεραν στη Βενετία. Θεωρείται ότι πιθανότατα ο Μυστικός Δείπνος έλαβε χώρα στο σπίτι της θείας του, αδερφής του Αποστόλου Βαρνάβα, της Μαρίας, στην Ιερουσαλήμ.
Το δεύτερο, χρονικά, Ευαγγέλιο είναι εκείνο του μαθητή του Ιησού, του τελώνη, δηλαδή του φοροεισπράκτορα Ματθαίου από τη Γαλιλαία, το οποίο γράφτηκε μεταξύ του 70 και του 80 μ.Χ. και καταγράφει την προσωπική μαρτυρία του στο πλευρό του Χριστού. Για τη ζωή, τη δράση και τον θάνατό του είναι γνωστά ελάχιστα στοιχεία.
Υστερότερο είναι το Ευαγγέλιο του Λουκά, μεταξύ 80 και 90 μ.Χ. Ο Λουκάς ήταν γιατρός, καταγόταν από την Ελλάδα και υπήρξε στενός συνεργάτης του Παύλου, συνοδεύοντάς τον σε πολλές από τις περιοδείες του. Μάλιστα, όταν ο Παύλος ήταν φυλακισμένος στη Ρώμη, μόνο ο Λουκάς ήταν μαζί του. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, κήρυξε στη Νότια Ευρώπη και μαρτύρησε στην Ελλάδα. Ο Λουκάς είναι ο συγγραφέας και των Πράξεων των Αποστόλων, που περιλαμβάνονται επίσης στην Καινή Διαθήκη.
Το τελευταίο χρονικά Ευαγγέλιο έχει ως συγγραφέα τον μαθητή του Χριστού, τον Ιωάννη. Θεωρείται ότι γράφτηκε περί το 90-100 μ.Χ. και είναι από τα πλέον λεπτομερή, με ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος. Ακριβώς λόγω του ύφους του χαρακτηρίζεται ως «Θεολόγος».
Ο Ιωάννης δίδαξε στη Μικρά Ασία και στην Ελλάδα και πέθανε στην Πάτμο, όπου και εξορίστηκε μαζί με άλλους χριστιανούς επί αυτοκράτορα Δομητιανού. Στο νησί αυτό έγραψε και την περίφημη “Αποκάλυψη”, η οποία με έντονα συμβολικά στοιχεία, που έχουν προκαλέσει ανά τους αιώνες πολλές συζητήσεις, απευθύνεται στους χριστιανούς της Μικράς Ασίας, με στόχο να τους ενθαρρύνει ώστε να υποφέρουν τα δεινά που περνούσαν, με τη διαβεβαίωση ότι αυτά θα τελειώσουν σύντομα.
Τα Ευαγγέλια του Μάρκου, του Ματθαίου και του Λουκά χαρακτηρίζονται ως «συνοπτικά», καθώς έχουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους. Οι Ματθαίος και Λουκάς βασίστηκαν στο Ευαγγέλιο του Μάρκου για να συγγράψουν τα δικά τους, προσθέτοντας τις επιπλέον πληροφορίες που γνώριζαν.
Σε πάπυρους και περγαμηνές τα πρώτα Ευαγγέλια
Τα μεν πρώτα ακολουθούσαν τη μακραίωνη παράδοση της Αιγύπτου με την επεξεργασία των βλαστών του φυτού “πάπυρος”, που φύεται στις όχθες του ποταμού Νείλου, τα οποία κόβονταν σε λωρίδες και συγκολλούνταν με την κολλώδη ουσία του φυτού μεταξύ τους, δημιουργώντας αυτό που γνωρίζουμε ως πάπυρο.
Τα φύλλα αυτά, στα οποία γράφονταν κείμενα της εποχής, τυλίγονταν σε κυλινδρικούς ράβδους για την αποθήκευσή τους. Πρόκειται για τα γνώριμα από την αγιογραφία ειλητάρια που κρατούν οι Άγιοι σε πολλές παραστάσεις της ορθόδοξης εικονογραφίας. Αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης σε πάπυρο, τα οποία έχουν διασωθεί, χρονολογούνται από το 125 μ.Χ.
Όμως ο πάπυρος είχε ένα βασικό μειονέκτημα: δεν ήταν ανθεκτικός ειδικά σε περιβάλλοντα εκτός Αιγύπτου. Έτσι η διάδοχη κατάσταση ήταν η περγαμηνή, που αποτελούσε επεξεργασμένο δέρμα ζώων, κυρίως βοδιού και κατσίκας, πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα.
Στη συνέχεια διπλωνόταν στη μέση δημιουργώντας τα “τετράδια”, δηλαδή τετρασέλιδα που ενώνονταν σχηματίζοντας τα βιβλία της εποχής, γνωστά ως “κώδικες”. Για την ιστορία, το όνομα της περγαμηνής προέρχεται από το κυριότερο κέντρο παραγωγής και εμπορίας της περγαμηνής, την Πέργαμο στη Μικρά Ασία.
Πηγή του συμβολισμού είναι επίσης η “Αποκάλυψη” του Ιωάννη (Δ’ 4-7: «και το ζώον το πρώτον όμοιον λέοντι, και το δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω και το τρίτον ζώον έχον το πρόσωπον ως ανθρώπου, και το τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετομένω»).
Το μοτίβο της αντιστοίχισης των τεσσάρων ζώων με τους Ευαγγελιστές είναι κοινό σε Ανατολή και Δύση και προτάθηκε αντίστοιχα για τις δύο Εκκλησίες από τον Άγιο Ιερώνυμο και τον Επιφάνιο της Κύπρου. Σύμφωνα με αυτό, ο αετός συμβολίζει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο λέοντας τον Μάρκο, ο άνθρωπος (ή άγγελος) τον Ματθαίο και ο μόσχος τον Λουκά. Για τον Ιωάννη, ο αετός επελέγη καθώς ο λόγος που χρησιμοποιεί είναι τόσο συγκλονιστικός, με τέτοιο πνευματικό περιεχόμενο, που μοιάζει με το πέταγμα του βασιλιά των πτηνών, του αετού.
Ο λέοντας, ο βασιλιάς των ζώων, είναι το σύμβολο του Ευαγγελιστή Μάρκου είτε γιατί το Ευαγγέλιό του ξεκινάει με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο στην έρημο όπου ζουν λιοντάρια, είτε γιατί η βασιλεία του Χριστού συμβολίζεται με ένα βασιλικό ζώο, όπως το λιοντάρι. Για τον Ματθαίο η επιλογή του ανθρώπου σχετίζεται με το γεγονός ότι το Ευαγγέλιό του ξεκινάει με τη γενεαλογία του Ιησού Χριστού.
Τέλος, για τον Λουκά το μοσχάρι παραπέμπει στον βασιλιά των κατοικίδιων ζώων, καθώς ξεκινάει το Ευαγγέλιό του από τη λατρεία του παλαιού νόμου, κατά την όποια τα θυσιαζόμενα ζώα ήταν κατά κανόνα βόδια, όπως περιγράφεται και στη θυσία του μοσχαριού από τον πατέρα του Προδρόμου, τον Ζαχαρία.