ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ: ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΟΔΟΠΑΤΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ!

Π. Σεραφείμ Ρόουζ: Τὴν Ὀρθοδοξία, 
τὴν ὁποία ποδοπατοὺν σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες. 

Ναί, ἡ ὑπόλοιπη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀποκόψει, καὶ θὰ διπλασιάσει τὶς προσπάθειές της… Ναί, εἴμαστε συνειδητοὶ ὅτι ὑπερασπιζόμαστε τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία ποδοπατοὺν σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες.

Ἀλλὰ πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν 4ο αἰώνα, ποὺ βρήκε κάθε ναὸ στὴν πόλη, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, στὰ χέρια τῶν Ἀριανῶν;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τρεῖς Πατριάρχες εἴχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς Μονοθελητές, δήλωσε: «Ἀκόμη καὶ ἄν ὄλος ὁ κόσμος κοινωνήσει μαζὶ τους, ἐγὼ μόνος δὲν θὰ τὸ κάνω!»;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάρκο τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀψήφισε μία «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» καὶ κάθε ἱεραρχία μὲ τὴν «καθαρὴ, σεκταριστική, παραληρηματικὴ» πεποίθηση ὅτι μόνος του ἤταν στὴν ἀλήθεια; 

π. Σεραφείμ Ρόουζ 
(ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ ἔτους 1970) 

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ: ΕΜΕΙΣ ΔΙ' ΟΥΔΕΝ ΑΠΕΣΧΙΣΘΗΜΕΝ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ, ΑΛΛΑ ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ!

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: Εμείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλά διότι είναι όχι μόνον Σχισματικοί, αλλά και Αιρετικοί. Δια τούτο σας παρακαλώ αποφεύγετε τους Παπικούς όπως φεύγει κάποιος από φιδιού και από προσώπου πυρός, αλλά και τους «Ορθοδόξους» που σχετίζονται με Παπικούς. Όσο πιο μακρυά φεύγει κανείς απ’ αυτούς τους «Ορθοδόξους», τόσο πιο κοντά έρχεται εις τους Αγίους Πατέρες. Ενώ όσο πιο κοντά τους έρχεται, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τους Αγίους μας. Δεν χωρεί καμμία συγκατάβασις σε ό,τι έχει σχέση με την Ορθόδοξη Πίστη μας.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗΣ "ΚΑΚΟΚΕΦΑΛΙΑΣ"

 Αναμενόμενες παρενέργειες
της αθεράπευτης Ουκρανικής “κακοκεφαλίας”
 
Η εκκλησιολογική παρωδία μιας αντικανονικής Συνόδου σχισματικών, που εμφανίζεται να καταδικάζει ως σχισματικό τον δικό της “επίτιμο” Φιλάρετο…
 
Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
“οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω·ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω”
Ψαλμός 25ος, 4-5
 
Η είδηση 
Στις 2 Φεβρουαρίου 2022, η Σύνοδος της “Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας” (σημ. σύνταξης: υποστηρίζεται από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως) κάλεσε σε Συνοδικό Δικαστήριο πρώην επισκόπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας (σημ. σύνταξης: δικούς της δηλαδή) για κατάφωρες παραβιάσεις της Κανονικής τάξης, οι οποίοι τώρα βρίσκονται στο περιβάλλον του επίτιμου πατριάρχη Φιλάρετου και συμμετείχαν σε παράνομες «χειροτονίες». Αυτό αναφέρεται σε απόφαση της Συνόδου, σύμφωνα με το Γραφείο Τύπου της Ουκρανικής Εκκλησίας.
 
Οι προεκτάσεις της απόφασης αυτής 
Γίνεται προφανές πως τα προβλήματα που δημιούργησε το Φανάρι – “έλυσε” στα λόγια το Ουκρανικό – πολλαπλασιάζονται. “Επίσκοποι”, που στήριξαν στην αρχή τον εκλεκτό του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, σύντομα άλλαξαν στάση και συντάχθηκαν με την “μη-Κανονική πρωτοβουλία του επίτιμου πατριάρχη Φιλάρετου για την ανασύσταση του καταργημένου «Πατριαρχείου Κιέβου»”.
 
Η καταλλαγή και η ενότητα που συνηθίζει να επικαλείται ο Οικουμενικός Πατριάρχης για να δικαιολογήσει τα καμώματά του, το μόνο που προκαλούν είναι ο λεγόμενος “αχταρμάς”, όπως μας έλεγε ο μακαριστός ομολογητής γέροντάς μας π. Νικόλαος Μανώλης.
Το συνέδριο της ματαιότητος και των παρανομούντων συνέχισε και ένα βήμα ακόμη:
“Επίσης ζητείται από την Εκκλησία της Ελλάδος να αναθεματίσει τον πρόσφατα διορισμένο Έξαρχο του Πατριαρχείου Κιέβου στην Ελλάδα”. 
 
Με κάθε επισημότητα αποκαλύπτεται το μέγεθος της εκκλησιολογικής αγραμματοσύνης του επικίνδυνου μορφώματος που μεταφυτεύφθηκε από το Φαναριώτικο θερμοκήπιο, με τη βοήθεια των νέων δυτικών σταυροφόρων, στην μαρτυρική Μικρά Ρωσία. Ζητάει από την Εκκλησία της Ελλάδος να αναθεματίσει άγνωστους γι΄αυτήν και ήδη αναθεματισμένους παλαιοημερολογίτες.
 
Η διάγνωση είναι εύκολη, μα όχι και η θεραπεία της 
Ο Βαρθολομαίος εφάρμοσε στην Ουκρανία το νέο εκκλησιολογικό αιρετικό του δόγμα, περί απόλυτου πρωτείου του Οικουμενικού Θρόνου, και ο Επιφάνιος υπήρξε ο πρώτος που κατά παράβαση όλων των ιερών κανόνων επωφελήθηκε από την εφαρμογή της αιρετικής εκκλησιολογίας. 
Στην 30κονταετή πορεία συνδιαλλαγής και αποδοχής της αίρεσης σε κάθε της μορφή, η εγκαθίδρυση και υποστήριξη της εκκοσμικευμένης μοντέρνας “Εκκλησίας”, αντί της παραδεδομένης Εκκλησίας των Πατέρων μας και η αλλοίωση της εκκλησιολογίας μας επέφερε και το ουκρανικό σχίσμα μέσα στην Ορθοδοξία. Σχίσμα βαθύ και δυσεπίλυτο, που μόνο ένας όντως άγιος διάδοχός του θα μπορέσει να διορθώσει.
Πρίν από την “Ιστορική επίσκεψη” φιάσκο του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην Ουκρανία, στην επέτειο ανεξαρτησίας της χώρας, ο υπεύθυνος του γραφείου τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου δήλωνε: “Ο αγώνας για ενότητα, λοιπόν, βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών, κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, τόσο του Ουκρανικού λαού, ο οποίος προσβλέπει σε μία καλύτερη ζωή, όσο και του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου, ο οποίος αγωνίζεται για μία ενωμένη και ισχυρή Ορθοδοξία, με σεβασμό στους ιερούς Κανόνες και στην ευλογημένη πράξη και παράδοση της Εκκλησίας μας”.
Γίνεται προφανές πως εκ του Φαναρίου δεν υπάρχει καμμία απολύτως διάθεση αναγνώρισης του λάθους και διόρθωσης της ανωμαλίας που προκλήθηκε. Όταν επικοινωνιακά επικαλούνται τους κανόνες, τους οποίους προηγουμένως έχουν ποδοπατήσει οι ίδιοι, θα πέφτουν διαρκώς σε μία επαναλαμβανόμενη δίνη εσωτερικών προβλημάτων, τα οποία επιλύονται μόνο με την εφαρμογή των κανόνων που καταδικάζουν πρωτίστως τους ίδιους.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ: ΠΟΤΕ ΟΙ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ Ή ΤΩΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;

Πότε οἱ Συνοδικές Ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν ἤ τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων εἶναι ἀποδεκτές καί ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας;
 
Εἰσήγηση τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
τ. Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς τοῦ ΑΠΘ
 
ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ:
«Ἡ πρόκληση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα»,
ἀφιερωμένη στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
(μέ τήν προσθήκη τῶν ἀπαντήσεων του
σέ ἐρωτήματα πού τοῦ τέθηκαν κατά τήν συζήτηση)
 
Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Πρίν περάσω στό θέμα τῆς Εἰσηγήσεώς μου, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά στό τιμώμενο πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ. Ὁ π. Γεώργιος πρωτοστάτησε -τά τελευταῖα κυρίως χρόνια- στούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ἀφοροῦσαν στήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί τήν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο ὁ κατ’ ἰδίαν, ὅσο καί ὁ δημόσιος λόγος του ἑστίαζε στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησιολογία ἦταν τό ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων του, τό ὁποῖο διαπερνοῦσε ἀξονικά ὅλες τίς ἐπιστημονικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές παρεμβάσεις του, ἀδιαφορώντας γιά τό ὁποιοδήποτε προσωπικό τίμημα καί μή κάνοντας ἐκπτώσεις στά δόγματα καί τό ὁμολογιακό φρόνημά του. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
Ὁ Συνοδικός θεσμός στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεσμικό ἐκεῖνο ὄργανο πού παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στή Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῶν δογμάτων της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετοῦνται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο διασφαλίζεται ἡ θεσμική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ οἰκουμενικότητά της. Ὁ Συνοδικός θεσμός, δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους, ἀλλά καί τήν ἔκφραση τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀνά την Οἰκουμένη.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι’ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’  ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν -ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις- νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου –τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος- κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας- στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ‘‘ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως’’ (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν -ὅπως καί οἱ φύσεις Του- «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους –δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ’ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στό Χριστό -ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του- θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς -ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη -ἡ δεύτερη- θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό, ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ’ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων-σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) - ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα -ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε-, φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ’ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα- γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους –Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες- οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ’ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι -«ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί –κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία -Ἐκκλησία- ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός  -κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός- δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός, μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικές γνώσεις τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό –κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!- ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει, γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς λεγόμενης «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα ἀ­πό μό­νο του δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νο, ὅ­ταν οἱ Συ­νο­δι­κοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, τό Χρι­στό, ὁ­πό­τε ὡς Συν-Ο­δι­κοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶ­ναι στήν πρά­ξη καί «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα, καί κατά κόρον τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο (49 μ.Χ.)- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ»: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν», σημειώνεται στήν Ἁγία Γραφή. Τό «ἡ­μῖν» δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν βιούμενη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶ­ναι ἡ συμ­πυ­κνω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό λει­τουρ­γοῦν δηλαδή μέ­σα μας Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με. Καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις –θεσμικές ἤ προσωπικές- ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅ­ταν, λοι­πόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια, κα­θε­αυ­τήν, εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ, ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, κα­τά πε­ρί­πτω­ση.
Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι τό Ἴ­διο τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο λει­τουρ­γεῖ καί ἐκ­φρά­ζε­ται καί μέ με­μο­νω­μέ­να ἅγια πρό­σω­πα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐ­τό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ Ἱστο­ρί­α καί στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος –σημειωτέον- εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ, στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. Οἱ ἅγιοι ἤ­τα­νε μο­νά­δες, ἔ­ναν­τι τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας.
Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐδῶ, πώς ἕ­νας ἅγιος ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους ὅσοι συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐ­ξέ­θε­σαν τήν ἀλήθεια. Ἄ­ρα, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί εἶ­ναι ἡ ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας, στήν πρά­ξη. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ «Πρῶτος» ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως στόν Παπισμό, οὔ­τε φυ­σι­κά ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους Προκαθήμενος ὡς πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά ἦταν δυνατόν νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο, πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα στήν Ἐκκλησία. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Τέλος, συμπερασματικά, θά λέγαμε, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐξαρτᾶται -σέ τελευταία ἀνάλυση- ἀπό τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων καθεμιᾶς Συνόδου ἀπό τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
 
1η Ἐρώτηση: Ἡ ἀποτείχιση πότε πρέπει νά γίνεται καί ἀπό ποιούς; Καί πιό συγκεκριμένα, στή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐκφράστηκαν καί σφραγίστηκαν κάποια ψευδῆ δόγματα, κάποιοι Ἱεράρχες ὑπέγραψαν. Μέ τήν ὑπογραφή τους συναινοῦν στά ψευδῆ δόγματα ἤ ὑπογράφουν ἁπλῶς τήν παρουσία τους στή Σύνοδο; Ὅσοι ὑπέγραψαν συναινετικά πρός τά ψευδῆ αὐτά δόγματα, θά πρέπει οἱ ἱερεῖς τῶν οἰκείων Μητροπόλεών τους νά ἀποτειχιστοῦν ἐξ αὐτῶν;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά πῶ στό πρῶτο ἐρώτημα εἶναι, ὅτι ἀποτειχίζεται κατ’ ἀρχήν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται δεδηλωμένη αἵρεση.
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι μιά πολύ σοβαρή ὑπόθεση καί σχετίζεται μέ τήν ἀκρίβεια πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅμως, δίνουν καί τή δυνατότητα στόν πιστό νά κάνει Οἰκονομία· δηλαδή αὐτός πού ἀποτειχίζεται δέν μνημονεύει τόν Ἐπίσκοπό του, ἐνῶ αὐτός ὁ ὁποῖος τηρεῖ τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας παραμένει στή μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά κακίζει μέ ἀκριβῆ καί σαφῆ τρόπο τή δογματική αὐτή ἐκτροπή.
Ὡς πρός τή λεγομένη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μέ δεδομένο πάλι ὅτι ἐκεῖ δόθηκε  ἐκκλησιαστικότητα, ἐκκλησιαστικοποιήθηκαν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο οἱ αἱρέσεις, ἀφοῦ ὀνομάσθηκαν «ἐκκλησίες», καί ὑπέγραψαν κάποιοι αὐτά τά κείμενα, ὅσοι τά ὑπέγραψαν, φυσικά δημιούργησαν, κατά τήν ἐπιεικέστερη ἔκφρασή μου, μία προβληματική κατάσταση καί γιά τούς ἴδιους καί γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τή στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, ὅπως λέγονται εὐρύτερα, ἔχουν σαφῶς δογματικές ἀποκλίσεις καί εἶναι καταδικασμένες στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Ἔγινε, δηλαδή, ἐκεῖ κάτι τό ὁποῖο ποτέ ὥς τώρα δέν ἀποδέχθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια, εἶπα στήν Εἰσήγησή μου ὅτι ἡ λεγομένη αὐτή «Σύνοδος» δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἔχει δηλαδή τά ἐχέγγυα τῆς Οἰκουμενικότητας αὐτῆς, ὡς Συνόδου.
 
2η Ἐρώτηση: Πῶς κρίνετε, ὅσον ἀφορᾶ στήν Συνοδικότητα, τίς Ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου σχετικά μέ τά ὑγειονομικά μέτρα καί τό ἐμβόλιο;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Κοιτάξτε, ἄν ἀναζητήσει κανείς τίς πνευματικές προϋποθέσεις καί τίς θελογικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται, πάντοτε πρέπει νά ὑπάρχουν δηλαδή, στή σύγκληση καί τήν Ἀπόφαση ἑνός Συνοδικοῦ σώματος, θά δεῖ ἐδῶ τό ἑξῆς παράδοξο, τό ὁποῖο θά ἔλεγα, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅτι εἶναι καί πρωτοφανές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ συμπεριφορά παραπέμπει στήν τακτική τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ψεχθεῖ καί ἱστορικά ὡς ἐσφαλμένη πράξη.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τί θέλω νά πῶ ἁπλᾶ. Ἡ ΔΙΣ συνῆλθε καί ἀποφάσισε, ὅπως μᾶς εἶπε, ἄν κατάλαβα καλά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι μετά ἀπό ἐπιστημονική Εἰσήγηση (τῶν εἰδικῶν) τάσσεται ὑπέρ αὐτοῦ πού θέλει ἡ Πολιτεία. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει προηγούμενο στήν Ὀρθόδοξη ὑποδομή τῶν Ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνας ξεχωριστός χῶρος, ὁ ὁποῖος εἶναι σεβαστός, βεβαίως, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς προϋπόθεση Ἀποφάσεως Συνοδικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται μέ βάση τήν κειμενική καί βιωματική Παράδοσή της. Τί κεῖται, δηλαδή, στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε μέ βάση τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Κατά συνέπεια, ὁ ἁπλός λαός περίμενε νά λεχθεῖ κάτι τεκμηριωμένο ἐπί θεολογικῆς καί ἁγιοπνευματικῆς βάσεως. Αὐτό δέν ἔγινε. Τό χειρότερο, ὅπως σημείωσα, εἶναι ὅτι ἔγινε κάτι πρωτοφανές. Καί γιατί τό χαρακτηρίζω αὐτό ὡς πρωτοφανές; Ἐπειδή εἶναι ὀδυνηρό. Ἄν αὔριο, παραδείγματος χάριν, ἡ Ἐπιστήμη στήν ἐξέλιξή της ἔρθει καί ἀμφισβητήσει κάθετα, καίρια δηλαδή, αὐτήν τήν ἐπιστημονική ἀποτίμηση τῆς ἐποχῆς μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει γίνει στό παρελθόν καί κατά κόρον, τότε τί θά ἔχει νά πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος στήν προκειμένη περίπτωση, γιά νά ἀκριβολογήσουμε; Ὅτι ἐμεῖς τήν δεχθήκαμε καί ἐξαπατηθήκαμε ἀπό τήν Ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀργότερα μᾶς εἶπε τά ἀντίθετα ἤ διαφορετικά; Αὐτό τό πρᾶγμα, ὡς μεθοδολογία, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀποτυχία. Δέν εἶναι ὅτι ἔγινε, ἁπλῶς, ἕνα λάθος. Ἔχω ὑποστηρίξει δημόσια ὅτι ἡ Ἱεραρχία, μιά τοπική Ἱεραρχία, εἴτε στό σύνολό της εἴτε σέ μιά διαρκῆ φανέρωσή της, ὡς Διαρκής δηλαδή Σύνοδος, μπορεῖ νά ἀποφασίσει ἐσφαλμένα πράγματα. Καί αὐτό εἶναι ἀποτυπωμένο ἱστορικά στά κείμενά της. Δηλαδή, γιά τό ἴδιο θέμα, καμιά φορά καί μέ τήν ἴδια σύνθεση, ἔχουμε ἀντίθετη ἀπόφανση. Καί πρόσφατα, αὐτά τά ὁποῖα ἀποφάσισε ἡ Ἱεραρχία μας, πρίν καί μετά τή λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι γνωστά καί ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἀπό τό ἴδιο Σῶμα (τῆς Ἱεραρχίας) -ρωτῶ ἔτσι ἀφελῶς, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε- ποιά ἦταν ἡ σωστή Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Αὐτή πού πάρθηκε στήν ἀρχή (πρίν τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης) ἤ μετά ἀπό αὐτήν; Καί μέ τί κριτήρια μπορεῖ κανείς νά ἀξιολογήσει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο; Συνεπῶς, λάθη, ὅπως εἴπαμε, γίνονται. Ἀλλά, ἄς μή στηρίζονται αὐτά τά λάθη σέ θεμέλια ξένα πρός τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἱστορία τῶν Συνόδων, στηρίχθηκε σέ θύραθεν ἐπιστημονικά δεδομένα. Τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος, εἶναι ἁγιοπνευματικά καί ἀποκαλυπτικά, δηλαδή, ἐξ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ἡ θέση αὐτή (τῆς Ἐγκυκλίου), κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἄν θέλετε, ἀποτελεῖ ἕνα ὀλίσθημα, ἀφετηριακά ἀπαράδεκτο, πού δέν ἔχει ἱστορικό προηγούμενο. Καί ἑπομένως, θά πρέπει νά προσέχουμε κι ἐμεῖς, ὡς πιστοί, ὅταν ἀκοῦμε τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅταν συντασσόμαστε ἤ ὄχι μέ αὐτές, μέ τί κριτήρια τό κάνουμε. Γιατί εἶναι τραγικό νά μήν ἀποδέχεται κανείς ὡς πιστός τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Εἶναι Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, μέ βάση τήν Ἐκκλησιολογία της; Μέ βάση αὐτά, δηλαδή, πού εἴπαμε προηγουμένως (στήν Εἰσήγησή μας), γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἄλλο εἶναι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ καί νά ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία καί ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί τά κριτήρια τῆς ἀληθείας πρέπει νά εἶναι, ἐκ τῶν προτέρων, γνωστά καί σαφῆ.
 
http://aktines.blogspot.com

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ο ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΖΗΤΑ "ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ"

    Ο Πάπας Φραγκίσκος ζητά «παγκόσμια διακυβέρνηση»
 
Ο Πάπας Φραγκίσκος απευθύνθηκε στην Παγκόσμια Τράπεζα και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατά την εαρινή τους συνάντηση ζητώντας «παγκόσμια διακυβέρνηση» υπό το πρίσμα του COVID-19, υποστηρίζοντας σθεναρά τον καθολικό εμβολιασμό και θρηνώντας για το «οικολογικό χρέος» που οφείλουμε «στην ίδια τη φύση αυτοπροσώπως».
 
Η επιστολή αναγνώστηκε από τον  Peter Cardinal Turkson  στην φετινή εαρινή συνάντηση  της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η οποία διεξάγεται διαδικτυακά από τις 5 έως τις 11 Απριλίου. 
 
Ο Φραγκίσκος μέσω της επιστολής του ζήτησε ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης που θα εφαρμόσει μια νέα κοινωνική τάξη στον κόσμο, η οποιά θα βασίζεται σε πολιτικές για την κλιματική αλλαγή και στον καθολικό εμβολιασμό.
 
Αναφερόμενος στην «πανδημία του Covid-19», ο Φραγκίσκος διακύρηξε ότι ο κόσμος αναγκάστηκε να «αντιμετωπίσει μια σειρά σοβαρών και αλληλένδετων κοινωνικοοικονομικών, οικολογικών και πολιτικών κρίσεων».
 
Έθεσε επί τάπητος αυτές τις αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις ενώπιον της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, ελπίζοντας ότι οι συναντήσεις τους θα παράσχουν τη βάση για μια αναδιάταξη των παγκόσμιων υποθέσεων: «Ελπίζω οι συζητήσεις σας να συμβάλουν σε ένα μοντέλο «ανάκαμψης» ικανό να δημιουργήσει νέες, πιο περιεκτικές και βιώσιμες λύσεις για την υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας, βοηθώντας τα άτομα και τις κοινότητες να επιτύχουν τις βαθύτερες φιλοδοξίες τους και το παγκόσμιο κοινό καλό».
 
Ο Φραγκίσκος επανέλαβε τον ισχυρισμό ότι ο COVID έχει δείξει πως «κανείς δεν σώζεται μόνος του» και ως εκ τούτου πρέπει να καταρτιστούν «νέες και δημιουργικές μορφές κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συμμετοχής».
 
Αναφερόμενος στην πρόσφατη εγκύκλιο του Fratelli Tutti, χαρακτήρισε την «εμπιστοσύνη» ως τον «ακρογωνιαίο λίθο όλων των σχέσεων», και πιστεύει ότι η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ το «γνωρίζουν καλά» λόγω του ότι είναι «ειδικοί στα οικονομικά και τα χρηματοοικονομικά.»
 
Προέτρεψε τους δύο οργανισμούς να προωθήσουν τέτοιες σχέσεις, και να συμμετέχουν στην «οικοδόμηση γεφυρών και να οραματιστούν μακροπρόθεσμα προγράμματα χωρίς αποκλεισμούς».
 
Ο Φραγκίσκος επανέλαβε επίσης τη συχνή έκκλησή του για την αλλαγή προτύπου στην παγκόσμια πολιτική, λέγοντας: «εξακολουθεί να υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ένα παγκόσμιο σχέδιο που να μπορεί να δημιουργήσει νέους ή να αναζωογονήσει τους υπάρχοντες θεσμούς, ιδίως εκείνους της παγκόσμιας διακυβέρνησης, και να βοηθήσει στη δημιουργία ενός νέου δικτύου διεθνών σχέσεων για την προώθηση της ολοκληρωμένης ανθρώπινης ανάπτυξης όλων των λαών. »
 
Ένα βασικό αποτέλεσμα της επιθυμητής παγκόσμιας διακυβέρνησης, θα ήταν η μείωση του χρέους προκειμένου να καταστεί δυνατή η εύκολη πρόσβαση κυρίως σε «εμβόλια», και ακολούθως «στην υγεία, στην εκπαίδευση και σε θέσεις εργασίας».
 
Ένα «οικολογικό χρέος» προς τη «φύση».
 
Ο Φραγκίσκος δεν έχασε την ευκαιρία να αναφέρει στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, μία άλλη βασική ανησυχία του, την «κλιματική αλλαγή». Προειδοποίησε ότι το «οικολογικό χρέος» παραβλέπεται, ένα φαινόμενο που όπως περιέγραψε επηρεάζει ολόκληρο τον κόσμο και θέτει τον «παγκόσμιο βορρά» ενάντια στον «νότο».
 
«Στην πραγματικότητα, έχουμε χρέος απέναντι στην ίδια την φύση, καθώς και στους ανθρώπους και τις χώρες που πλήττονται από την ανθρώπινη οικολογική υποβάθμιση και την απώλεια βιοποικιλότητας», έγραψε ο Φραγκίσκος.
 
«Από αυτή την άποψη, πιστεύω ότι ο χρηματοοικονομικός κλάδος, ο οποίος διακρίνεται για τη μεγάλη του δημιουργικότητα, θα αποδειχθεί ικανός να αναπτύξει ευέλικτους μηχανισμούς για τον υπολογισμό αυτού του οικολογικού χρέους, έτσι ώστε οι ανεπτυγμένες χώρες να μπορούν να το πληρώσουν, όχι μόνο περιορίζοντας σημαντικά την κατανάλωση μη ανανεώσιμης ενέργειας ή βοηθώντας τις φτωχότερες χώρες να εφαρμόσουν πολιτικές και προγράμματα βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και καλύπτοντας το κόστος της καινοτομίας που απαιτείται για το σκοπό αυτό.»
 
Αυτό το σημείο αντικατοπτρίζει όσα εξέφρασε ο παγκοσμιοποιητής και ιδρυτής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, Klaus Schwab, το προτεινόμενο «Great Reset» του οποίου, υποστηρίζει μια πράσινη οικονομική ατζέντα, καθώς αναφέρει την «παύση των χρηματοδοτήσεων για ορυκτά καύσιμα» και ένα νέο χρηματοοικονομικό σύστημα που θα βασίζεται σε «επενδύσεις» που προωθούν την «ισότητα και την βιωσιμότητα» και την οικοδόμηση μιας «πράσινης» αστικής υποδομής».
 
Ο Schwab, το ΔΝΤ, και πολλές από τις πιο σημαντικές τράπεζες στον κόσμο (συμπεριλαμβανομένης και της Παγκόσμιας Τράπεζας), έχουν ήδη δεσμευτεί να επιβάλουν την πράσινη ατζέντα της Μεγάλης Επαναφοράς και θέλουν να εφαρμόσουν αυτές τις πράσινες πολιτικές ως κριτήρια πρόσβασης σε μελλοντική χρηματοδότηση (δέσμευση για μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου).
 
Ο Φραγκίσκος έκανε επίσης αναφορά στο «κοινό καλό» πολλές φορές στην επιστολή του.
 
«Επομένως, το δημόσιο χρήμα δεν μπορεί ποτέ να αποσυνδεθεί από το δημόσιο καλό και οι χρηματοπιστωτικές αγορές πρέπει να υποστηρίζονται από νόμους και κανονισμούς ο οποίοι αποσκοπούν στη διασφάλιση ότι πραγματικά εργάζονται για το κοινό καλό. Η δέσμευση για οικονομική, χρηματοπιστωτική και κοινωνική αλληλεγγύη συνεπάγεται πολλά περισσότερα από σποραδικές πράξεις γενναιοδωρίας».
 
Τέτοιοι στόχοι σύμφωνα με τον Φραγκίσκο, περιλαμβάνουν «μια δικαίως χρηματοδοτούμενη αλληλοϋποστήριξη για τα εμβόλια», που όπως είπε ότι αποτελεί μέρος του «νόμου της αγάπης και της υγείας όλων».
 
«Εδώ, επαναλαμβάνω την έκκλησή μου προς τους κυβερνητικούς ηγέτες, τις επιχειρήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς να συνεργαστούν ώστε τα εμβόλια να δοθούν σε όλους, ειδικά στους πιο ευάλωτους και τους άπορους».
 
Κλείνοντας την επιστολή του, ο Φραγκίσκος επανέλαβε την επιθυμία του για έναν κόσμο επικεντρωμένο σε ένα νέο στυλ αδελφότητας, υποστηριζόμενο από την εστίαση στις πράσινες πολιτικές, προτρέποντας την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να αναπτύξουν λύσεις για «ένα πιο περιεκτικό και βιώσιμο μέλλον».
 
Ένα μέλλον «όπου η χρηματοδότηση εξυπηρετεί το κοινό καλό, όπου οι ευάλωτοι και οι περιθωριοποιημένοι τοποθετούνται στο κέντρο, και όπου η γη, το κοινό μας σπίτι, φροντίζεται καλά».
 
Πηγή 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ


Φώτης Κόντογλου, Κατὰ Ἑνωτικῶν

Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ δεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ 'ἀγάπη'. Μὰ αὐτὸ εἶναι χονδροειδέστατη δικαιολογία καὶ καλὰ θὰ κάνουνε νὰ παρατήσουνε αὐτὰ τὰ ροσόλια τῆς 'ἀγάπης', ποὺ τὴν κάνανε ρεζίλι. Ὁ διάβολος, ἅμα θελήσει νὰ κάνει τὸ πιὸ πονηρὸ παιγνίδι του, μιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιὰ ἀγάπη. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ λέγει κι αὐτὸς κάλπικα, γιὰ νὰ ξεγελάσει.
Τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ρασοφόρους μας στὴν Πόλη, τοὺς ἔπιασε παροξυσμὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς Ἰταλιάνους, ποὺ στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καὶ περήφανοι καὶ δὲν γυρίζουνε νὰ τοὺς δοῦνε αὐτοὺς τοὺς 'ἐν Χριστῷ ἀδελφούς', ποὺ ὅσα τοὺς κάνανε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Σταυροφόρων ἴσαμε τώρα, δὲν τοὺς τἄκανε μήτε Τοῦρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωχαμετάνος. Ἴσως καὶ οἱ δικοί μας νὰ κάνουν ἀπὸ παρεξηγημένη καλωσύνη.
Ὅπως εἶπα, οἱ περισσότεροι... δικοί μας δὲν δώσανε καμμιὰ σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς φιλοπαπικὲς κινήσεις, ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Τώρα τὰ μυαλὰ γινήκανε φαρδειά, καὶ καταγίνονται μὲ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ προβλήματα! "Θὰ καθόμαστε νὰ κυττάζουμε τώρα παπάδες κι Ὀρθοδοξίες"; Μὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς μέλει κι ἂν ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο κάθε ἑλληνικὸ πράγμα. Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατί γι᾿ αὐτοῦ πᾶμε. Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας. Νά γιατί εἶπα πῶς εἶναι πολὺ σπουδαῖο ζήτημα αὐτὲς οἱ ἐρωτοτροπίες ποὺ ἀρχίσανε κάποιοι κληρικοὶ δικοί μας μὲ τοὺς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες.

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ



Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου  Μεταλληνοῦ

Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι αποδεκτός και σεβαστός από τον επιστημονικό κόσμο παγκοσμίως για την σοφία, την κατάρτισή του και το περισπούδαστο έργο του. Αναμφίβολα και δικαίως κατέχει τον τίτλο ενός εκ των συγχρόνων σπουδαιοτέρων θεολόγων.

Οι λόγοι του πλήρεις εκ της υψηλής Θεολογίας των Αγίων Πατέρων και συγχρόνως ανεπιτήδευτοι ώστε να γίνονται αντιληπτοί από όλους. Είναι συγγραφέας πάνω από 40 θεολογικών βιβλίων. Το σημαντικότερο απ' όλα την αγάπη του πιστού λαού προς το πρόσωπό του εξαιτίας της πιστότητάς του προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας και την απλότητα του χαρακτήρος του... 

Η Νεα Εποχή, και ο διπλός Οικουμενισμός.
(πολιτικός και θρησκευτικός)

Ἡ Ἐποχή μας σφραγίζεται καθοριστικὰ ἀπὸ μιὰ νέα ἱστορικὴ συγκυρία, τὴ Νέα Παγκόσμια Τάξη πραγμάτων καὶ τὴν ἀνάδυση στὸ παγκόσμιο προσκήνιο μίας νέας παγκόσμιας Μονοκρατορίας τῆς Pax Americana, πού μεταφέρει τὸν κόσμο, ἀναδρομικά, στὴν ἑνότητα τῆς Pax Romana καὶ σ᾽ ὅ,τι αὐτὴ μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο.

Ἡ ἀνθρωπότητα ἐντάχθηκε σ’ ἕνα παγκόσμιο σύστημα πολιτικῆς καὶ ἀξιῶν, πού ἐλέγχει καὶ διαμορφώνει καθολικά, μέσῳ τῆς ἑνιαιοποιημένης παιδείας καὶ τῶν κατευθυνόμενων Μ.Μ.Ε., τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία, ὡς πλανητικὸ ἄνθρωπο καὶ πλανητικὴ-ὁλιστική κοινωνία. 

Τὸ Internet-Διαδίκτυο ἰδιαίτερα, ἑνοποιεῖ τὸν κόσμο μας, τεκμηριώνοντας αὐτό, πού ἐμπεριέχει ὁ ὅρος παγκοσμιοποίηση (Globalization).

Καὶ εἶναι θεμιτὸ νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν ἐλπιδοφόρο λόγο τοῦ Χριστοῦ μας «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν » (Ἰω. 10,18), τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: ὑπὸ ποῖον ποιμένα;

Ἡ Νέα Τάξη συνδέεται ἀποκρυφιστικά, μὲ τὴ Νέα Ἐποχὴ (New Age), τὴν ὑδροχοϊκὴ περίοδο τῆς ἱστορίας, πού διαδέχθηκε, ὅπως λέγουν, τὴν ἐποχὴ τοῦ «Ἰχθύος», δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἱστορικῆς περιόδου, πού σφραγίζεται ἀπὸ τὴν μορφή Του.

Καὶ ὀφείλω νὰ ζητήσω συγγνώμη, πού ἐπικαλοῦμαι καὶ τὴν ὀπτική τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, δικαιώνομαι πάντως, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι τῶν πολιτικῶν Ἡγετῶν καθοδηγοῦνται ἀπὸ ἀστρολόγους.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέπεται ἕνας ἱστορικὸς παραλληλισμός:

Στὶς 11.5.330 μ.Χ ἀναδύθηκε ἕνα νέο ἱστορικὸ μέγεθος, ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, πού ὑποστασιωνόταν μὲ τὸ τρίπτυχο: ἐκχριστιανισμένος ρωμαϊκὸς κρατικὸς φορέας - ἑλληνικὸς πολιτισμὸς/παιδεία καὶ χριστιανικὴ ὀρθοδοξία, ἡ ψυχὴ καὶ ζωοποιός δύναμη τοῦ νέου αὐτοῦ παγκόσμιου μορφώματος.
Ἡ σημερινὴ Νέα Ἐποχή, ὡς παγκόσμια αὐτοκρατορία, ἀνατρέπει καὶ ὑποκαθιστᾶ τὸ παλαιὸ μὲ τὸ δικό της τρίπτυχο: παγκόσμια πολιτικὴ ἐξουσία τῶν Η.Π.Α., παγκόσμιος πολιτισμός, μέ τήν ἐπιβολή καί ἐπικράτηση τοῦ δυτικοῦ-φράγκικου πολιτισμοῦ, καὶ παγκόσμια θρησκεία, ὡς Πανθρησκεία, γιὰ τὴν διαμόρφωση ὁλιστικῆς συνειδήσεως πάνω στὴν πανθεϊστικὴ βάση: Ὅλοι ἕνα-ὅλοι Θεός! Μέσα στὴν πολυωνυμία τοῦ (ἀναμενόμενου;) Ὑδροχοϊκοῦ Μεσσία ἀθετεῖται ἡ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου στὴ δυνατότητα σωτηρίας ὡς θεώσεως (πρβλ. Πράξ. 4,12: «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία»), διότι ὁ ΜΟΝΟΣ σωτήρας εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς συνιστᾶ ἔτσι, πρόκληση οὐσιαστικὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὄχι θεολόγος, ἄλλα διεθνολόγος, ὁ καθηγητὴς Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, περιέγραψε τὴ νέα αὐτὴ πραγματικότητα ὡς «κυριαρχία ἑνὸς ἀνάρχου διεθνοῦς συστήματος, μὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὴν ἀστάθεια, ρευστότητα, τὴν ἀνασφάλεια, τὸν πόλεμο ὅλων ἐναντίον ὅλων, ἀλλά καὶ τὴν ἀνικανότητα τοῦ διεθνοῦς Ὀργανισμοῦ νὰ ἀποτρέψει συγκρούσεις καὶ πολέμους, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ ἐπιβάλει τὴν τάξη» (στὸν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ. 248).

Κατὰ τὸν ἴδιο, «ἡ ἀνθρωπότητα ἤδη βιώνει τὴν τραγωδία τῆς μετάβασης σ’ ἕνα ἐξαιρετικὰ ἀβέβαιο μέλλον». Ἡ τραγωδία αὐτὴ ἀποκαλύφθηκε σήμερα μὲ τὴν ἐπιβαλλόμενη ἀπό τούς ἰσχυροὺς τῆς γῆς παγκόσμια οἰκονομική κατάρρευση....

Ἡ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη ἀπώλεσε πᾶσαν σχέσιν μέ τόν Χριστιανισμόν

2. Στὸ πλαίσιο διαμορφώσεως τῆς Νέας Ἐποχῆς ἐντάσσεται καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνοποίηση ἢ Ὁλοκλήρωση, ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση.

Οἱ ἐπιφανειακὲς -καὶ κυρίως φαινομενικὲς- συγκρούσεις (π.χ. Η.Π.Α. καὶ Ε.Ε) δὲν σημαίνουν καὶ οὐσιαστικὲς διαφοροποιήσεις, ἀλλά ἐκφράζουν ἀντιθέσεις συμφερόντων καὶ ἱστορικοῦ ρόλου.

Πρέπει δὲ νὰ δηλωθεῖ, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξος Ἕλληνας, ζυμωμένος μὲ τὴν οἰκουμενικὴ ὀρθόδοξη οἰκουμενικότητα, ἔβλεπα ὡς ὑπέροχο ἐπίτευγμα καὶ ἀδήριτη ἀνάγκη τὴν εὐρωπαϊκὴ ἑνότητα, ὡς Εὐρώπη ὅμως τῶν Λαῶν καὶ τῶν πολιτισμῶν τους. Κείμενα ὅμως καὶ πράξεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ἀπεκάλυψαν ὅτι ἀπώτερος στόχος εἶναι ἡ ἑνιαία πολιτισμική, ἱστορικὴ καὶ κρατικὴ συνείδηση γιὰ τὴ δημιουργία, τελικά, τοῦ ἑνιαίου εὐρωπαίου ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς παιδείας.

Εἶναι δὲ ἤδη ἐμφανής, καὶ λόγῳ τῆς ἀδρανοποίησης τῶν δικῶν μας ἐσωτερικῶν ἀντιστάσεων, ἡ μονοδρομικὴ «μετακένωση» ἀπὸ τὶς χῶρες, πού συνιστοῦν τὸ Εὐρωπαϊκὸ «Διευθυντήριο», μὲ ἐξ ἴσου ἐμφανῆ τὴν προϊοῦσα ἀπορρόφηση (=ὑποδούλωση) τῶν μικρότερων λαῶν ἀπὸ τὴ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη, πού ἔχασε τελικὰ κάθε σχέση ὄχι μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καὶ μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Ἡ πολιτικὴ δὲ σύγκλιση τῆς Γαλλίας μὲ τὴ Γερμανία καὶ οἱ ἐπιπτώσεις της στὶς πολιτιστικὲς καὶ οἰκονομικὲς σχέσεις τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνοτήτων, δείχνουν τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Καρλομάγνεια ἑνότητα τοῦ φραγκικοῦ μετώπου ἔναντι (καὶ ἐναντίον...) τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, πού, κατὰ τὴν ὁμολογία πολιτισμολόγων, ὅπως ὁ Τoynbee ἢ ὁ Huntington, ἐνσαρκώνει πολιτισμικὴ παράδοση ἐντελῶς ἀσύμπτωτη μὲ ἐκείνη τῆς μετακαρλομάγνειας Εὐρώπης.

Ὁ Huntington, ὡς γνωστόν, ὑποστήριξε στὸ πολύκροτο βιβλίο του «The clash of civilizations», ὡς ἀδήριτη τὴ σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν, ἀντιπαρατάσσοντας τὸν φραγκοτευτονικὸ πολιτισμὸ (Τεύτονες=Deutsche) στὸ Ἰσλὰμ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία! Ὁ δικός μας ὀρθόδοξος πολιτισμὸς βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμικῆς παράδοσης. Ἡ ἔνταξή μας στὴν Ε.Ε. εἶναι κυρίως πρόβλημα πολιτισμικὸ καὶ πνευματικὸ καὶ μετὰ πολιτικὸ-οἰκονομικό.

Στὴν εὐρωπαϊκὴ μετανεωτερικότητα κρίνεται ἡ ἐθνικὴ συνέχειά μας, μὲ τὴν ἀναφόρτιση τῆς συλλογικῆς μας συνειδήσεως καὶ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας, πού ἔχει διαμορφωθεῖ στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης Πίστεώς μας. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς παράγει, αἰῶνες τώρα, ἄλλο τύπο ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, ἐξορίζοντας τὸ ὑπερβατικὸ ἀπὸ τὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα καὶ δίνοντας προτεραιότητα στὸ ἄτομο-ἐξάρτημα τῆς πολιτειακῆς μηχανῆς.

Ὁ σέρβος ὅσιος π. Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) εἶπε χαρακτηριστικά ὅτι τὸ ἐπίτευγμα τῆς Εὐρώπης εἶναι ὁ ἄνθρωπος «ρομπότ», διότι ἡ Εὐρώπη, χάνοντας τὸν Θεό, ἔχασε καὶ τὸν ἄνθρωπο!

Ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμὸς συνεχίζει -ἀκόμη καὶ σήμερα- τὴν ἁγιοπατερική θεοκεντρικότητα, ἐπιμένοντας στὸ πρόσωποφορέα τῆς ἐλευθερίας καὶ αὐτοθυσίας.

Ἡ παγκόσμιος Μονοκρατία

3. Μὲ τὴν ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη καὶ συνακόλουθα μὲ τὴν συμπόρευσή μας μὲ τὴ Νέα Τάξη πραγμάτων -τὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς συλλογικῆς μας ὑπάρξεως, ζοῦμε τὸν μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἱστορικοὺς ἀναπροσανατολισμούς μας, ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ μία συμμαχία παλαιοῦ τύπου (ὁ Ὀρθόδοξος πάντα ἐπιλέγει αὐτὸς τὶς συμμαχίες του καὶ μένει πιστὸς σ’ αὐτές).Δὲν εἶναι, λοιπόν, κάτι ἐξωτερικὸ καὶ προσωρινό, ἀλλά κάτι ἐσωτερικὸ καὶ οὐσιαστικότατο, μετουσιώνεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας μεθιστάμεθα ζοῦμε μιὰν ἔκσταση, ἂν θέλετε-σὲ μιὰν ἄλλη ἱστορικὴ σάρκα-πραγματικότητα, μὲ προεκτάσεις τεράστιας σημασίας γιὰ τὴν ταυτότητά μας καὶ τὴν περαιτέρω θέση μας στὴν Ἱστορία.

Κατά τόν μακαρίτη Μάνο Χατζηδάκη «εἰσήλθαμε ἑκούσια σέ μία νέα τουρκοκρατία». Τὰ «ἔθνη» τῆς ἐποχῆς μας εἰσέρχονται σὲ μία παγκόσμια Μονοκρατορία, ἐντασσόμενα -ἀναγκαστικὰ- σ’ ἕνα κατασκευασμένο παγκόσμιο πολιτικὸ σχῆμα, μὲ τὴν ἐπιβολὴ σ᾽ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ ὅλους τοὺς χώρους τῆς Ὑπερδύναμης.

Ἡ κατασκευασμένη αὐτὴ «ἀλλαγὴ» ἐκφράζεται, πράγματι, ἀριστουργηματικά, καὶ προφητικὰ συγχρόνως, στὸ γνωστὸ βιβλίο τοῦ George Orwell, «1984» ἢ στὸ συγκλονιστικὸ ἄρθρο τοῦ Ben Gourion, στὸ περιοδικὸ «Look» τῶν Η.Π.Α. (16.1.1962), ὅπου ἀναπτύσσονται οἱ «προφητικὲς» προβλέψεις του γιὰ τὸν κόσμο τοῦ τέλους τοῦ 20οῦ αἰώνα:

«Ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου τὸ 1987, ὅπως τὴ φαντάζομαι. Ὁ ψυχρὸς πόλεμος θὰ ἀνήκει στὸ παρελθόν. Ἡ ἐσωτερικὴ πίεση (...) θὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ σταδιακὴ δημοκρατικοποίηση στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση (...). Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Εὐρώπη θὰ γίνουν Ὁμοσπονδία ἀπὸ αὐτόνομα κράτη μὲ σοσιαλιστικὸ σύστημα (...). Μὲ ἐξαίρεση τὴ Σ.Ε., μιὰ ὁμοσπονδιακὴ χώρα, ὅλες οἱ ἄλλες ἤπειροι θὰ ἑνωθοῦν σὲ μιὰ παγκόσμια συμμαχία, στὴ διάθεση τῆς ὁποίας θὰ βρίσκεται μιὰ διεθνὴς ἀστυνομικὴ δύναμη».

Ὅταν εἶδα τοὺς κυανόκρανους τοῦ Ο.Η.Ε., τότε κατάλαβα ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀστυνομία! Δὲν ὑπάρχει στρατὸς πιά. Ὑπάρχει μιὰ διεθνὴς ἀστυνομία, γιὰ νὰ ἐπιβάλλει τὴν τάξη, ἐκεῖ πού ἀπειλεῖται ἢ γίνεται προσπάθεια νὰ ἀπειληθεῖ ἡ ἐπιβαλλόμενη νέα παγκόσμια Τάξη.

Ἡ «προφητεία» ὅμως ἔχει καί συνέχεια: 

«Ὅλοι οἱ στρατοὶ θά καταργηθοῦν καὶ δὲν θὰ ξαναγίνουν πόλεμοι. Στὴν Ἱερουσαλὴμ τὰ ἑνωμένα Ἔθνη θὰ οἰκοδομήσουν τὸ βωμὸ τῶν Προφητῶν στὴν ὑπηρεσία ὅλων τῶν ὁμοσπονδοποιημένων ἑνωμένων ἠπείρων. Ἐκεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι ἡ ἕδρα τῆς ἀνώτατης ἀρχῆς τῆς ἀνθρωπότητας καὶ θὰ λύει ὅλες τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὶς ἑνωμένες ὁμοσπονδίες-ἠπείρους, ὅπως ἔχει προφητέψει ὁ Ἠσαΐας»...

Οἱ κινήσεις τῆς «Νέας Ἐποχῆς» εἰς τρία ἐπίπεδα

4. Ἡ Νέα Ἐποχὴ κινεῖται σὲ τρία ἐπίπεδα: Τὸ πολιτικό, πού σημαίνει κατίσχυση μιᾶς Ὑπερδύναμης μὲ μονοκρατορικὸ παγκόσμιο ρόλο· τὸ πολιτιστικό, μὲ τὴν ἐπικράτηση ἑνὸς ραφιναρισμένου καὶ ἀνανεωμένου δυτικοῦ (φραγκογερμανικοῦ) πολιτισμοῦ. Τὸ τρίτο ἐπίπεδο εἶναι τὸ θρησκευτικό. 

Οἱ διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, (δηλαδὴ ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πάπα - στὸν δυτικὸ Τύπο ἔχει χαρακτηρισθεῖ «πλανητάρχης Νο 2»- καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἡγετῶν)

δείχνουν, ὅτι τέθηκε ἤδη σὲ λειτουργία ὁ σχετικὸς μηχανισμὸς γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς παγκόσμιας θρησκείας μὲ νόημα σαφῶς πανθεϊστικό. Αὐτὸ δείχνει ἡ προβολὴ τῆς φύσεως ὡς «Οἰκολογία» στὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις. 

Αὐτὰ ἀπαιτοῦν, φυσικά, ἀναίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ μάλιστα στὴν πατερικὴ αὐθεντικότητά του (Ὀρθοδοξία)...

Στὸ πλαίσιο καὶ τὶς στοχοθεσίες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Παγκοσμιοποίησης ἔχουν ἐνταχθεῖ καὶ οἱ Διαχριστιανικοί καὶ Διαθρησκειακοί Διάλογοι. Διακονοῦν καὶ αὐτοὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες, κατὰ τὰ συμφέροντα τῆς Νέας Ἐποχῆς, καὶ ὄχι τὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια, τὴν «ἐν ἀληθείᾳ» ἑνότητα. Ἡ πολυπροβαλλόμενη ἕνωση γίνεται μέσο, δὲν εἶναι ὁ σκοπός. Διότι, ἂν ἦταν ἐν Χριστῷ αὐτὸς ὁ στόχος μας, θὰ ἔπρεπε νὰ κινεῖται στὸ πλαίσιο τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως.

Ὅμως μὲ τὴ λεγομένη «μεταπατερικὴ θεολογία», τὴ «βαπτισματικὴ θεολογία, τὴ θεωρία τῶν Κλάδων», ὅλα ἐφευρήματα τοῦ ἀποχριστιανοποιημένου Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ τὴν διευκόλυνση τῶν στόχων τῆς Παγκόσμιας Δύναμης, πού ἔχει αἰχμαλωτίσει τὰ πάντα, οἱ Διάλογοι σύρουν τὴν ἀποδυναμωμένη Ὀρθόδοξη Ἡγεσία σὲ μειοδοσίες ἔναντι τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς Ὀρθοδοξίας...

Στὴ θέση της ἔχει τεθεῖ ἡ δικὴ μας ἐλλειμματικὴ ψευδο-ὀρθοδοξία, πού θεραπεύει ἐφήμερες καὶ συμφεροντολογικὲς σκοπιμότητες, πού προδίδουν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὴν ἀφέλεια καὶ θεολογικὴ ἀνεπάρκειά μας. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ προσδοκία πολιτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ ὀφέλους ἀπὸ τὴν στήριξη τῶν ἐλπίδων μας στὸν Πάπα. 

Λησμονοῦμε ὅμως, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι βασιλεὺς καὶ ἀρχηγὸς κράτους, ταυτισμένος μὲ τὶς κρατικὲς ἐξουσίες τῆς Νέας Ἐποχῆς, σὲ μόνιμη συμμαχία καὶ συνεργασία μαζί τους, καὶ ὅτι πέρα ἀπὸ παραπλανητικὰ εὐχολόγια, γιὰ νὰ ρίγνει «στάχτη στὰ μάτια» καὶ νὰ μᾶς ἐξαπατᾶ, καὶ νὰ ἤθελε ἀκόμη, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει τίποτε ἀπὸ ὅσα ζητοῦμε.

Ἄρα ἡ ἐπιμονὴ νὰ προσφεύγουμε στὸ Βατικανὸ καὶ στὸν Πάπα, ζητώντας συμπαράσταση καὶ βοήθεια, εἶναι μάταιη καὶ προδίδει τουλάχιστον τὴν ἀφελότητά μας, ἂν ὄχι ἴσως καὶ τὴ συστράτευση στὴν ἐξυπηρέτηση ἀλλοτρίων καὶ ἀντορθοδόξων συμφερόντων.

Ἡ Πανθρησκεία ἄλλη μορφή Πανθεϊσμοῦ
 
Ἡ «Πανθρησκεία» μὲ ἐνδιαφέρει ἐδῶ περισσότερο, ὡς Θεολόγο. Διότι πρόκειται γιὰ μία ἄλλη μορφὴ πανθεϊσμοῦ, πού στοχεύει στὴν ἰσοπέδωση ὅλων τῶν θρησκευμάτων, μαζὶ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Αὐτὸ συντελεῖται, βέβαια, μὲ τὴν «τεκτονικὴ» μέθοδο τῆς σύγκρασης τῶν πάντων καὶ συγκρητιστικῆς ἀναχώνευσής τους καὶ οὐσιαστικὰ διάλυσης ὅλων. Ἡ ἔνταξη τῆς Χώρας μας στὴν Ε.Ε. συνδέθηκε ἀπ᾽ ἀρχῆς μὲ χιλιαστικά ὁράματα καθολικῆς εὐημερίας, πού ἀκόμη προπαγανδίζονται γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη διακίνηση τῶν συνθημάτων καὶ τὴ χειραγώγηση τῆς κοινῆς γνώμης κατὰ τὶς διαθέσεις τῆς (πραγματικῆς) Ἡγεσίας.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ δηλωθεῖ, ὅτι ἡ ἔνταξη τῶν Ὀρθοδόξων Κρατῶν στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση συνδυάζεται ἀπ᾽ ἀρχῆς μέ την ἀποδοχὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς νομοθεσίας, πού ἐπιβάλλει ἕνα νέο ἦθος, ἐπιφέροντας τὴν διάλυση τοῦ παραδοσιακοῦ ἱστοῦ τῆς κοινωνίας. Διότι ἡ ἀμοραλιστική παράλυση τῆς κοινωνίας δημιουργεῖ «ρομπότ», ὑπηκόους δουλοπρεπεῖς καὶ εὔχρηστους ἀπὸ τὴν παγκόσμια ἐξουσία.

Ἔτσι μᾶς ἐπέβαλαν τό αὐτόματο διαζύγιο, τήν ἐλευθερία καί νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων, τήν νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς «παιδοφιλίας» κ.λπ., γιά νά ἀνήκουμε στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη.
Γίναμε νομαρχία ἑνός ἐκτενοῦς κράτους

Ἐπιτρέψτε μου δὲ νὰ καταθέσω μιὰ ἐμπειρία μου στὴν Γερμανία, ὅπου σπούδαζα (1969-1975). Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή μου στὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφθηκα τὸν ἀείμνηστο καθηγητή μου Wilhelm Schneemelcher, διακεκριμένο ἐπιστήμονα, μὲ σημαντικὴ ἀνάμειξη καὶ στὸν πολιτικὸ βίο τῆς χώρας του, στὴν παράταξη τοῦ Σοσιαλιστικοῦ Κόμματος (SPD). Τότε μοῦ εἶπε: Γιὰ νὰ μπεῖτε στὴν Εὐρώπη, πρέπει νὰ μεταρρυθμίσετε τὸ Δίκαιό σας, προσαρμόζοντάς το πρὸς τὸ κοινοτικὸ (εὐρωπαϊκό). Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστεύσω, σήμερα ὅμως ἐκτιμῶ τὴν εἰλικρίνειά του, πού ἄφρονες και δουλοπρεπεῖς πολιτικοί μᾶς ἐπέβαλαν καί τήν οἰκονομική δουλεία. Ἡ ἑνοποίηση καὶ ἑνιαιοποίηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου εἶναι ὁ στόχος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὀνείρου, κάτι πού μένει σταθερὸ καὶ ἀμετάθετο ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1950 ὥς σήμερα.

Οἱ ὁραματισμοὶ τῶν πρωτοπόρων Εὐρωπαίων τῆς ἐποχῆς μας ἀπέβλεπαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν «Εὐρώπη χωρὶς σύνορα», ἀλλά καὶ στὴν Εὐρώπη «τῶν νέων ὁριζόντων», ὡς ἕνωση ὑπερεθνικὴ (ὑπερκράτος), πού ἀπαιτεῖ πολίτες μὲ κοινὴ συνείδηση καὶ ἑνιαῖο τύπο ἀνθρώπου, τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου....

 Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ δημιουργία τῶν ἀναγκαίων συνθηκῶν μέσῳ τῆς παιδείας, τῶν μέσων ἐνημέρωσης καὶ τῆς εἰδικῆς ὀργάνωσης τῆς κοινωνίας. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς τὴν ἰσοπέδωση τῶν ἰδιαιτεροτήτων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐθνῶν, ὅταν μάλιστα διαφοροποιοῦνται ριζικὰ ἀπὸ αὐτό, πού ἐκφράζει ἀπὸ αἰῶνες γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ ὅρος «Εὐρώπη» ἢ «Δύση».

Συνεχῶς διακηρύσσεται, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἕνωση καὶ ἑνιαιοποίηση τῆς Εὐρώπης πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἑνιαία νομοθεσία (Κοινοτικὸ Δίκαιο), πού ὑπέρκειται τῶν ἐθνικῶν νομοθεσιῶν. Ἡ ἰδιότητα τοῦ «Μέλους τῆς Ε.Ε.» σημαίνει αὐτόματα ἀπώλεια κάθε νοήματος γιὰ ἐθνικὴ κυριαρχία ἢ αὐτονομία. Στὸ Ὑπερκράτος Ε.Ε., ἤδη μὲ τὴ συνθήκη τῆς Ρώμης (1957), παραχωρεῖται κάθε ἐθνικὸ δικαίωμα. Ὁλόκληρος ὁ ἐθνικὸς μας βίος προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο λὴψεων ἀποφάσεων.

Γίναμε ἐπαρχία (σήμερα Νομαρχία) ἑνὸς ἐκτενοῦς Κράτους. 

Ἐπιτρέψτε μου δὲ νὰ καταθέσω μιὰ ἐμπειρία μου στὴν Γερμανία, ὅπου σπούδαζα (1969-1975). Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή μου στὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφθηκα τὸν ἀείμνηστο καθηγητή μου Wilhelm Schneemelcher, διακεκριμένο ἐπιστήμονα, μὲ σημαντικὴ ἀνάμειξη καὶ στὸν πολιτικὸ βίο τῆς χώρας του, στὴν παράταξη τοῦ Σοσιαλιστικοῦ Κόμματος (SPD). Τότε μοῦ εἶπε: Γιὰ νὰ μπεῖτε στὴν Εὐρώπη, πρέπει νὰ μεταρρυθμίσετε τὸ Δίκαιό σας, προσαρμόζοντάς το πρὸς τὸ κοινοτικὸ (εὐρωπαϊκό). Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστεύσω, σήμερα ὅμως ἐκτιμῶ τὴν εἰλικρίνειά του, πού ἄφρονες και δουλοπρεπεῖς πολιτικοί μᾶς ἐπέβαλαν καί τήν οἰκονομική δουλεία. Ἡ ἑνοποίηση καὶ ἑνιαιοποίηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου εἶναι ὁ στόχος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὀνείρου, κάτι πού μένει σταθερὸ καὶ ἀμετάθετο ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1950 ὥς σήμερα.

Οἱ ὁραματισμοὶ τῶν πρωτοπόρων Εὐρωπαίων τῆς ἐποχῆς μας ἀπέβλεπαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν «Εὐρώπη χωρὶς σύνορα», ἀλλά καὶ στὴν Εὐρώπη «τῶν νέων ὁριζόντων», ὡς ἕνωση ὑπερεθνικὴ (ὑπερκράτος), πού ἀπαιτεῖ πολίτες μὲ κοινὴ συνείδηση καὶ ἑνιαῖο τύπο ἀνθρώπου, τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου....

 Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ δημιουργία τῶν ἀναγκαίων συνθηκῶν μέσῳ τῆς παιδείας, τῶν μέσων ἐνημέρωσης καὶ τῆς εἰδικῆς ὀργάνωσης τῆς κοινωνίας. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς τὴν ἰσοπέδωση τῶν ἰδιαιτεροτήτων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐθνῶν, ὅταν μάλιστα διαφοροποιοῦνται ριζικὰ ἀπὸ αὐτό, πού ἐκφράζει ἀπὸ αἰῶνες γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ ὅρος «Εὐρώπη» ἢ «Δύση».

Συνεχῶς διακηρύσσεται, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἕνωση καὶ ἑνιαιοποίηση τῆς Εὐρώπης πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἑνιαία νομοθεσία (Κοινοτικὸ Δίκαιο), πού ὑπέρκειται τῶν ἐθνικῶν νομοθεσιῶν. Ἡ ἰδιότητα τοῦ «Μέλους τῆς Ε.Ε.» σημαίνει αὐτόματα ἀπώλεια κάθε νοήματος γιὰ ἐθνικὴ κυριαρχία ἢ αὐτονομία. Στὸ Ὑπερκράτος Ε.Ε., ἤδη μὲ τὴ συνθήκη τῆς Ρώμης (1957), παραχωρεῖται κάθε ἐθνικὸ δικαίωμα. Ὁλόκληρος ὁ ἐθνικὸς μας βίος προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο λὴψεων ἀποφάσεων.

Ἡ προσαρμογὴ συνόλης τῆς ζωῆς μας στὶς κεντρικές ἀποφάσεις εἶναι αὐτονόητη (πρβλ. παιδεία, ἐξωτερικὴ πολιτική, οἰκονομία, διεθνεῖς σχέσεις, κ.λπ.). 

Πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς στὸν ἐθνικό μας βίο πείθουν ἀναντίρρητα ὅτι ὡς (Κράτος) Μέλος τῆς Ε.Ε. εἴμεθα «ὑποχρεωμένοι» νὰ δεχθοῦμε τὶς ἀποφάσεις τοῦ, ὅπως εὔστοχα ἐλέχθη, «Διευθυντηρίου», πόσον δὲ μᾶλλον, ὅταν ἡ Ἡγεσία μας (Κυβέρνηση καὶ Ἀντιπολίτευση στὸ μεγαλύτερό τους μέρος) εἶναι ἀπόλυτα ταυτισμένη μὲ τὴ «Δύση» («φιλενωτικὴ» παράταξη).

Αὐτὸ ἀποδείχθηκε περίτρανα σήμερα μὲ τὴν οἰκονομικὴ κρίση, καρπὸ τῆς πλήρους ὑποδούλωσής μας στὴν παγκόσμια οἰκονομικὴ ὀλιγαρχία!

Πρόκλησις εἰς τήν ἀφυπνιζομένην Ὀρθόδοξον συνείδησιν 

5. Ποιά, λοιπόν, μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σχέση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὸν σύγχρονο κόσμο; Κατ᾽ ἀρχὰς εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει κατανοητό, ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ εὐρωπαϊκὴ ἑνοποίηση ἢ ἡ προσχώρηση στὴ Νέα Τάξη καὶ τὴ Νέα Ἐποχή, ἀλλά ἡ δική μας παρουσία σ᾽ αὐτὰ τὰ νέα μεγέθη, πού συνδέεται μὲ τὸ πῶς νοηματοδοτοῦμε τὴν παράδοσή μας καὶ τὴν σχέση μας μαζί της, ἀλλά καὶ μὲ τὴ θέση τῆς ἁγιοπατερικῆς πολιτισμικῆς παράδοσης στὶς προτεραιότητες τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.

Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, ἡ Εὐρώπη λειτουργεῖ ὡς πρόκληση στὴν ἀφυπνιζόμενη ὀρθόδοξη συνείδηση. Πρόκληση ὅμως ὄχι μόνο ἀρνητική, ἀλλά καὶ θετική, βοηθώντας δηλαδή, ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν τὴν ταυτότητά τους ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν ὑπόλοιπο κόσμο.

Ἐπαναπροσδιορισμὸς τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητάς μας, σημαίνει ἐπανεύρεση τῆς ταυτότητάς μας ὡς «καινῆς κτίσεως» μέσα στὴ συγκεκριμένη κοινωνία, στὴν ὁποία κινεῖται ἡ ὕπαρξή μας. Τὸ μέτρο στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ δίνει ἡ «Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴ» (β’ αἰ.), «ὁ ἀδάμας τῆς Ἀπολογητικῆς γραμματείας». Ὅπως λέγει τὸ κείμενο: «Οἱ Χριστιανοὶ παρουσιάζουν μιὰ παραδοξότητα στὸν τρόπο ζωῆς τους. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας (ὁ καθένας ζεῖ στὴν πατρίδα του), «ἀλλ’ ὡς πάροικοι» (σὰν νὰ ᾽ναι προσωρινοί, μετανάστες)! «Μετέχουσι πάντες ὡς πολῖται καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι» (εἶναι πολίτες μιᾶς χώρας, ἀλλ᾽ ἔχουν συνείδηση ὅτι εἶναι ξένοι, περαστικοί). «Πᾶσα ξένη πατρὶ ἐστιν αὐτῶν καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη (...). Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν».

Αὐτὴ εἶναι, λοιπόν, ἡ νέα πραγματικότητα, πού εἰσήγαγε ὁ Χριστιανισμός. Ἂν δὲν ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου καὶ τὶς μεθοδεύσεις τους. Ἀλλ’ αὐτὸ ἀπαιτεῖ τὴν ἀναβάπτισή μας στὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἀλλά καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ὄχι ὑπὸ τὴν μορφὴ ἑνὸς «διορθοδόξου τόξου», πού σημαίνει «συσχηματισμὸ μὲ τὸν κόσμο» (Ρωμ. 12,1), ἀλλά μὲ τὴν μετοχὴ στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.

6. Ὁ συνειδητὰ Ὀρθόδοξος ζεῖ καί κινεῖται στήν «Νέα Ἐποχή» και τήν Ε.Ε μέ συγκεκριμένες βεβαιότητες, ποὺ ἀποβαίνουν καθοριστικὲς γιὰ τὴν περαιτέρω παρουσία καὶ στάση του μέσα σ᾽ αὐτὴν καὶ γενικὰ στὴ νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Ἔχει σαφῆ συνείδηση τῆς διαμετρικῆς διαφορᾶς ὀρθοδόξου καὶ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ὅλες οἱ ἐκφάνσεις τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ ἀποτυπώνουν τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεὸ «κατὰ χάριν». Ἀνθρωπολογικὸ πρότυπο τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι ὁ «καλὸς κἀγαθός» ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὁ Θεάνθρωπος. Οἱ ὀρθόδοξοι Λαοὶ στὴν πλατιὰ διαστρωμάτωσή μας εἴμαστε ζυμωμένοι μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πολιτισμικὴ παράδοση, καὶ παρὰ τὶς ἀναμφισβήτητες ἀλλοιωτικὲς ἐπιρροές, πού ἔχουμε δεχθεῖ στὴν ἱστορική μας πορεία, διακρατοῦμε στὴν συνείδησή μας τὰ ζώπυρα αὐτῆς τῆς παραδόσεως.

Ἡ μετακαρλομάγνεια Δύση ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πατερικότητα, ἀνέπτυξε ἕνα πολιτισμό, πού ἔχασε κυριολεκτικὰ τὴν αὐθεντικὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας. Ἐνῶ δὲ παρήγαγε μιὰ ἐκθαμβωτικὴ ἐπιστημονικὴ πρόοδο, ἀποδεικνύεται ἐντελῶς ἀνίσχυρη νὰ διαπλάσει ἀνθρώπους, πού νὰ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τὴν καταστροφικὴ ἐκμετάλλευσή του. Καὶ μόνο οἱ δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ὡς δημιουργήματα τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ «πολιτισμοῦ» της, δείχνουν ποῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ὁ «χωρὶς Θεό», ρομποτοποιημένος, εὐρωπαῖος (δυτικὸς) ἄνθρωπος.

7. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη προοπτική. Ἡ Ε.Ε. καὶ ἡ δυτικὴ κοινωνία παρουσιάζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἀγρὸς ἱεραποστολικός, χῶρος μαρτυρίας τοῦ λόγου καὶ τοῦ τρόπου (στάσης ζωῆς), πού συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης.

Αὐτή μπορεῖ νά εἶναι ἡ δική μας προσφορά στόν παραπαίοντα σημερινό κόσμο, ἀλλά αὐτό προϋποθέτει Ὀρθοδόξους.

Ἡ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας στό σύγχρονο κόσμο ὀφείλει νὰ εἶναι πρωταρχικὰ πνευματικὴ καὶ λειτουργική. Ἡ Θεία Λειτουργία, μὲ ὅλη τὴ λατρεία μας, εἶναι ὁ σημαντικότερος θησαυρός μας, διότι περικλείει καὶ διασώζει δυναμικὰ τὸ φρόνημα καὶ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων μας, τὴν πίστη καὶ τὸν θεονόμο τρόπο ὕπαρξής μας. Μιλώντας, βέβαια, γιὰ λειτουργικὴ θεολογία, ἀγγίζουμε τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐνορίας, ὑπὸ τὴ διπλὴ μορφή της, τὴ μοναστικὴ καὶ τὴν κοσμική.

Ἡ διακράτηση τῆς ζωτικότητας τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος ἐξασφαλίζεται διαχρονικὰ στὸ Μοναστήρι καὶ τὴν τροφοδοτούμενη ἀπὸ αὐτὸ πνευματικὰ Ἐνορία.

Χωρὶς τὴν ὑπαρκτικὴ σχέση πιστοῦ καὶ Ἐνορίας δὲν μπορεῖ νὰ γίνει σοβαρὸς λόγος γιὰ ὀρθόδοξη μαρτυρία. 
 
Ἡ ζωὴ τῆς Ἐνορίας, ὡς ἐνεργοποίηση τῶν ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων τῶν μελῶν της, ἀσκεῖ τὴν ἰσχυρότερη δυναμικὴ καὶ ἐνεργεῖ τὴν ἀποτελεσματικότερη ἱεραποστολή. 


Μέσῳ τῆς ἐνοριακῆς-κοινοτικῆς ζωῆς παρουσιάζεται ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως εἶναι: ὡς ζωὴ καὶ πνευματικὴ ὁδός, πού δίνει θεοκεντρικὸ νόημα στὴ ζωὴ καὶ ἀποκαλύπτει τὸν ἀληθινὸ προορισμό της.

Ἡ ἀνασυσπείρωση τῶν Ὀρθοδόξων στὴ ζωὴ τῆς κοινότητας-ἐνορίας εἶναι ἡ μονὴ ἐλπίδα γιά τὴν συνεχῆ καί ἱστορικὴ ἐπιβίωσή μας.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ὀρθόδοξη (ἐκκλησιαστική) Ἡγεσία δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ λάβει πολιτικό χαρακτήρα, ὡς ἕνα Βατικανὸ τῆς Ἀνατολῆς. Κέντρο τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων μένει ἀμετακίνητα ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι κάποιος -ἐκκλησιαστικὸς ἔστω- ἀξιωματοῦχος. Ἡ προσφυγὴ στοὺς πολιτικοὺς μηχανισμοὺς τοῦ κόσμου τούτου, κάτι πού γίνεται μὲ τὸν ἐγκλωβισμὸ στὸν Οἰκουμενισμό, εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι ἐνδυνάμωση, ἀλλά ἀποδυνάμωση.
Ἡ Ὀρθοδοξία λειτουργεῖ ἑνωτικὰ καὶ καταλλακτικὰ ὡς πνευματικὴ δύναμη, προσευχομένη καὶ ἀγωνιζομένη «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». 
 Η Νεα Εποχή, και ο διπλός Οικουμενισμός, πολιτικός και θρησκευτικός.
                                                                              
π. Γεώργιος Μεταλληνός
Ομότ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 8/11/2013