ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΙ & ΟΣΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΟΙ & ΟΣΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΧΑΛΑΣΑΜΕ ΜΙΣΟ ΚΥΒΙΚΟ ΞΥΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΛΕΣ ΤΟ "ΝΑΝΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ"!

Όσιος Παΐσιος: «χαλάσαμε μισό κυβικό ξύλα
για να μάθεις να λές το νάναι ευλογημένο»

Να αναφέρουμε κι ένα παράδειγμα από τη ζωή του Αγίου Γέροντα Παϊσίου που το αναφέρει ο Ηγούμενος της Μονής Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος.

Όταν πήγε ο Γέροντας στο Μοναστήρι να κοινοβιάσει-να γίνει δόκιμος μοναχός, τον ρώτησε ο Ηγούμενος αν γνωρίζει κάποια τέχνη. Εκείνος του απάντησε ότι είναι ξυλουργός. 
Τον παρέπεμψε στον Γέροντα τον υπεύθυνο του ξυλουργείου. Εκείνος του είπε: «πάρε μέτρα από το τάδε παράθυρο να δούμε αν ξέρεις να δουλεύεις.» Ενώ τα μέτρα ήταν 120 Χ 80 ο Γέροντας του έλεγε ότι δεν μέτρησε καλά και τον ανάγκαζε να κόψει τα ξύλα μικρότερα. Αφού τελείωσε το παράθυρο δεν ταίριαζε στα μέτρα που πήρανε. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές. Ο π. Παϊσιος αντιδρούσε λέγοντας στον Γέροντα ότι ενώ έπαιρνε σωστά τα μέτρα εκείνος δεν τον άφησε να τα εφαρμόσει. Την επόμενη φορά που μετρούσαν σκέφθηκε ότι ο Γέροντας θα έχει κάποιο πρόβλημα και για να μην συνεχίζεται αυτή η δουλειά, του λέει: «νάναι ευλογημένο Γέροντα.»
 Και τότε ο γέρο-μαραγκός που έδινε σημασία περισσότερο στην πνευματική κατάρτιση του δοκίμου και λιγότερο στην τεχνική του ικανότητα, του λέει: «βρε παιδί μου χαλάσαμε μισό κυβικό ξύλα για να μάθεις να λές το νάναι ευλογημένο, εδώ ήρθες να γίνεις καλόγερος και όχι μαραγκός.»
 Σημασία έδιναν οι παππούδες στην πνευματική κατάρτιση κυρίως και λιγότερο στα πρακτικά-καθημερινά ζητήματα. Όταν πηγαίναμε να γίνουμε μοναχοί το πρώτο που μας μάθαιναν οι Γεροντάδες ήταν «το νάναι ευλογημένο» και το «ευλόγησον» αυτό που οδηγεί στην ταπείνωση, την κοπή του θελήματος και τελικά την μετάνοια.

Να πούμε και ένα λίγο ευτράπελο. Είχαμε ένα γεροντάκι μεγάλης ηλικίας, άρρωστο, δυσκολεμένο και που περίμενε το θάνατο για να λυτρωθεί. Έλεγε λοιπόν: «Τόσο δύσκολο ήταν να πει εκείνος ο κερατάς ο Αδάμ, εννοώντας τον προπάτορα, ένα ευλόγησον για να μην υποφέρουμε εμείς τώρα; Αλλά βρε παιδί μου και με όσα παθαίνουμε μήπως βάλαμε μυαλό να το λέμε κι εμείς; Μας τρώει ο εγωϊσμός μας.»
Παρ’ όλα τα χάλια μας, παρ’ όλους τους εγωϊσμούς μας, παρά την έλλειψη αγάπης, εκείνο που μας παρηγορεί είναι ότι η σωτηρία, το άνοιγμα των ουρανών δεν είναι επίτευγμα των πράξεών μας αλλά της αγάπης και του ελέους Του Θεού. Είπαν στον Κύριο: «καὶ τίς δύναται σωθῆναι; ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν»

Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ

 Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ
«Όταν μου τα είπε αυτά ο Γέροντας χωρίς να με ξέρει,
ταράχτηκα τόσο πολύ»

Όταν βρισκόμουν στο τελευταίο έτος των σπουδών μου, είχα ακούσει από φίλους μου πως είχε επισκεφτεί τον π. Παΐσιο [νυν όσιο Παΐσιο] κάποιος στρατιωτικός. Είχε πάει για πρώτη φορά. Όταν τον αντίκρισε ο Γέροντας, του είπε:

– Καλώς τον κύριο Σωτήρη. Πώς πάει ο στρατός; Να είστε δίκαιος με τους φαντάρους. Να διοικείτε σωστά. Να μη βλασφημείτε και να μην πίνετε τόσο πολύ!

Σημειωτέον ότι ο Γέροντας δε γνώριζε τον στρατιωτικό, καθώς τον έβλεπε για πρώτη φορά.

Όταν αργότερα, υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία, βρέθηκα στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων, εντελώς συμπτωματικά γνώρισα αυτόν τον στρατιωτικό, ο όποιος ήταν ο συνταγματάρχης και διοικητής του στρατοπέδου μου.

Σε μία κατ’ ιδίαν συζήτηση στο γραφείο του αναφέρθηκε στο πρόσωπο του π. Παϊσίου κι εγώ του ανέφερα το συγκεκριμένο περιστατικό.

Τότε αυτός, με περισσή συγκίνηση και σοβαρότητα, μού είπε:
– Αυτός ο στρατιωτικός ήμουν εγώ. Όταν μου τα είπε αυτά ο Γέροντας χωρίς να με ξέρει, ταράχτηκα τόσο πολύ, που για πολλές ώρες δεν μπορούσα να συνέλθω. Ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω.

Φυσικά, ο κ. Σωτήρης Σ. από τότε άλλαξε ριζικά τη ζωή του. Έκοψε τις κακές συνήθειες, μιλώντας πάντα με βαθύτατο σεβασμό για το πρόσωπο του Γέροντα.

Από το βιβλίο «Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, (1924-1994), Μαρτυρίες προσκυνητών», τόμος β’, των εκδόσεων Αγιοτόκος Καππαδοκία.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Ο Όσιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης και ο πλούσιος του χωριού

Ὅταν ὁ Ὅσιος κατὰ τὰ ἔτη 1833-36 ἔκτιζε τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας στὸν Σταυρό, εἶχε ἄμεση ἀνάγκη χρημάτων γιὰ νὰ πληρώσει τοὺς τεχνίτες ἀπὸ τὴν Ἀνωγή. Ἀποφάσισε τότε νὰ τὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Νικόλαο Πήλικα.

Ὁ Ὅσιος Παπουλάκης πῆγε ὁ ἴδιος στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα. Ὁ τελευταῖος ὑποδέχθηκε ψυχρὰ τὸν καλόγερο καὶ τὸν ρώτησε τὶ κάνει καὶ πῶς πηγαίνει ἡ οἰκοδομή. -Καλὰ, ἀπάντησε ὁ Παπουλάκης, ἀλλὰ μοῦ χρειάζονται χρήματα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μᾶς εὐκολύνετε νὰ πληρώσουμε τοὺς Ἀνωϊσάνους μαστόρους. -Καὶ πόσα θέλεις καλόγηρε; 

-Ἑξῆντα τάλληρα. -Πώ! Πώ! Ἑξήντα τάλληρα! Θέλω μιὰ μέρα νὰ τὰ μετρήσω! Δὲν ἔχω καλόγηρε, δὲν ἔχω! φώναξε ἀνάστατος ὁ φιλάργυρος Πήλικας. -Δὲν πείραζε κυρ-Νικολῆ, ἀποκρίθηκε ἥρεμα ὁ Ὅσιος, ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχετε, ἄν δὲν ἔχετε τί πειράζει; Ὁ Θεὸς θὰ τὰ οἰκονομήσει· καὶ ἔφυγε.

Ὅμως ἔφθασεἡ νύκτα γεμάτη τρομακτικὰ ὄνειρα γιὰ τὸν κὺρ-Νικολή. Ὅλη τὴν νύκτα τυραννιόταν ἀπὸ τύψεις συνειδήσεως γιὰ τὴν ἄρνησή του πρὸς τὸν Ὅσιο. Μόλις προσπαθοῦσε νὰ ἡρεμήσει καὶ νὰ κλείσει τὰ μάτια του, ἔβλεπε τὸν Παπουλάκη νὰ ἔρχεται ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος του. Πρὶν ἀκόμη ξημερώσει, φώναξε τὸν ὑπηρέτη του Στάθη Κοῦρο καὶ τὸν ἔστειλε νὰ ψάξει παντοῦ καὶ νὰ τοῦ φέρει γρήγορα τὸν καλόγερο Ἰωακείμ. Ὁ τελευταῖος, βλέποντας τὸν ὑπηρέτη νὰ ἔρχεται, εἶπε:

- Ἀλήθεια Στάθη, ὁ κὺρ-Νικολῆς μετενόησε; Μὲ θέλει;

- Μάλιστα Παπούλη μου, τὸν τρόμαξες ὅλη τὴν νύκτα καὶ ζητεῖ νὰ σᾶς δεῖ ἀμέσως.

Ὁ Παπουλάκης πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Πήλικα, ὁ ὁποῖος τὸν περίμενε ἀνυπόμονα ἔξω στὴν πόρτα. Φτάνοντας τοῦ φίλησε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε:

- Μὲ ἐλάμπαξες (τρόμαξες) ἀπόψε Ἅγιε Καλόγερε. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σου, πόσα χρήματα θέλεις;

- Ἑξῆντα τάλληρα καὶ ὅ,τι ἄλλο σὲ φωτίσει ὁ Θεός, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος.

Ἀμέσως ὁ φιλάργυρος Πήλικας μέτρησε ἑξῆντα τάλληρα καὶ τὰ ἔδωσε πρόθυμα στὸν Ὅσιο. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς τὸν εὐχαρίστησε καὶ χαιρόταν διότι ὁ Ὕψιστος ἔφερε τὸν Πήλικα σὲ μετάνοια, εὐεργετῶντας ἔτσι τὸ κτίσιμο τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Βαρβάρας.

Ἀπὸ τότε ὁ Νικόλαος Πήλικας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸν Ὅσιο ποὺ τὸν βοήθησε νὰ νικήσει τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς φιλαργυρίας.

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

ΑΓΙΕΣ ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΑΙ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΟΙ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ

 Αγίες Ολυμπία και Ευφροσύνη οι Οσιομάρτυρες
 
Η Οσία Ολυμπία και η οσία Ευφροσύνη έζησαν τον 13ο αιώνα μ.Χ. και παρέδωσαν την ψυχή τους με μαρτυρικό θάνατο στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ.

Η Οσία Ολυμπία γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς που καταγότανε από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν Ιερεύς και η μητέρα της κόρη Ιερέως. Από την Κωνσταντινούπολη, άγνωστο για ποιο λόγο, έφυγαν και κατοίκησαν στην Πελοπόννησο. Σε ηλικία δέκα ετών η Ολυμπία έχασε τους γονείς της και οι συγγενείς της την έστειλαν στο μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, τη σημερινή Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ, όπου η τότε ηγουμένη Δωροθέα ήταν θεία της Ολυμπίας.

Σε ηλικία 19 ετών έγινε η Ολυμπία μοναχή και σε ηλικία 25 ετών, όταν απέθανε η θεία της, έγινε ηγουμένη. Έπειτα από δέκα χρόνια, στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ., πειρατές ήλθαν στη Μυτιλήνη, πήγαν στο μοναστήρι, διασκόρπισαν τις τριάντα μοναχές και όσες δεν πρόλαβαν να φύγουν, τις κακοποίησαν. Την ηγουμένη και μια γερόντισσα Ευφροσύνη τις βασάνισαν φοβερά. Την Ευφροσύνη, αφού την κρέμασαν σε δένδρο, την έκαψαν. Την Ολυμπία την έκαυσαν σ' όλο το σώμα με λαμπάδες και έπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στα αυτιά της και τέλος κάρφωσαν το βασανισμένο σώμα της με είκοσι καρφιά σε μια σανίδα και έτσι με τη σανίδα το ενταφίασαν μετά την αναχώρηση των πειρατών.

Ο βίος και το μαρτύριο των δύο τούτων αγίων γυναικών έγιναν γνωστά κατά το έτος 1959 μ.Χ., όταν βρέθηκαν τα σεπτά λείψανα των αγίων της Θερμής και έγινε γνωστή με θείες αποκαλύψεις η ιστορία τους, όπως και οι τάφοι με τα σεπτά λείψανα τους. Στον τάφο της Αγίας Ολυμπίας βρέθηκαν και τα είκοσι καρφιά με τα όποια την είχαν καρφώσει.

Μέρος των Ιερών Λειψάνων της Αγίας Ολυμπίας βρίσκονται στην Μονή Αγίου Ραφαήλ στην Θέρμη Λέσβου. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας Ολυμπίας βρίσκεται στη Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη τους στις 11 Μαΐου.


https://www.saint.gr

Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΝΕΣΤΡΑΣ!


 Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης
Ο πολλαπλασιασμός του προσφόρου και της μανέστρας 

Τον Αύγουστο του 1963 ήρθανε στη Μονή 75 λιβαναταίοι. Εργαστήκανε για τη στέρνα της Μονής, το Αγιονέρι, εθελοντικά. Το έχουν τάμα πολλοί από τις Λιβανάτες, την πατρίδα του Οσίου Δαβίδ, να προσφέρουν κάτι στη Μονή του συμπατριώτη τους, χρήματα ή εργασία. Έτσι φτάσανε τότε 75 άντρες για να κάνουν το έργο της στέρνας. Και στη Μονή βρισκόσανε άλλοι 15, για να βοηθήσουν. Ο π. Ιάκωβος συντόνιζε γενικές εργασίες, μα ήταν και ο μόνος που έπρεπε να φροντίσει για το φαγητό και τη διαμονή των καλών αυτών ανθρώπων.

Χρησιμοποίησε ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στην αποθήκη. Μια μέρα τα τρόφιμα τελείωσαν. Χρήματα δεν είχε. Έψαξε όλα τα ράφια, όλες τις γωνίες. Κατόρθωσε να βρει δυόμισι οκάδες μανέστρα. Και από ψωμί μόνο μισό Πρόσφορο. Του έδωσε και ο γέρο-Ευθύμιος μισό καρβελάκι. Ποσότητες αστείες για σχεδόν εκατό πρόσωπα, που δουλεύανε όλη την ημέρα χειρονακτικά.
Στεναχωριόταν και δεν ήξερε τι να κάνει. Τον έπιασε απελπισία και σχεδόν έκλαιγε, που θ’ άφηνε τον κόσμο νηστικό. Ξαφνικά όμως του ήρθε μια ιδέα: κατεβάζει τη μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνει μέσα τη μανέστρα, βάζει και το ψωμί και όπως ήτανε πήγε στο ναό. Στάθηκε μπροστά στην εικόνα του οσίου Δαβίδ και του είπε:
–Άγιε μου, οι άνθρωποι αυτοί δουλεύουν για το Μοναστήρι σου. Γυρνάνε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Δεν έχω τίποτα άλλο να τους δώσω να φάνε, μόνο τις δυόμισι οκάδες μανέστρα με το λίγο λαδάκι, το μισό προσφοράκι και το μισό καρβελάκι (= και τα έδειχνε στον Άγιο). Σε παρακαλώ, εσύ να τα ευλογήσεις, να φάνε και να χορτάσουνε.
Μαγείρεψε στην κατσαρόλα τούτη, έβγαζε συνέχεια φαγητό και δεν τελείωνε. Χόρτασαν όλοι και περίσσεψε! Το είδαν πολλοί και ο νυν ηγούμενος π. Κύριλλος. Πολλά χρόνια μετά, τονίζοντας τα θαύματα του οσίου Δαβίδ, έλεγε ο π. Ιάκωβος:
–Αδελφέ μου, επανάληψη του θαύματος των πεντακισχιλίων!