ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ & ΚΟΛΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ & ΚΟΛΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ!


ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ

– Γέροντα, πως είναι η κόλαση;
– Θα σου πω μια ιστορία που έχω ακούσει: Κάποτε ένας απλός άνθρωπος παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει πως είναι ο Παράδεισος και η κόλαση.

Ένα βράδυ λοιπόν στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να του λέει: «Έλα, να σου δείξω την κόλαση».
Βρέθηκε τότε σε ένα δωμάτιο, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι και στην μέση ήταν μια κατσαρόλα γεμάτη φαγητό.
Όλοι όμως οι άνθρωποι ήταν πεινασμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να φάνε. Στα χέρια τους κρατούσαν από μία πολύ μακριά κουτάλα. Έπαιρναν από την κατσαρόλα το φαγητό, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν την κουτάλα στο στόμα τους. Γι’ αυτό άλλοι γκρίνιαζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν…

Μετά άκουσε την ίδια φωνή να τού λέει: «Έλα τώρα να σου δείξω και τον Παράδεισο».

Βρέθηκε τότε σε ένα άλλο δωμάτιο όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι ίδιο με το προηγούμενο και στην μέση ήταν πάλι μια κατσαρόλα με φαγητό και είχαν τις ίδιες μακριές κουτάλες. Όλοι όμως ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι, γιατί ο καθένας έπαιρνε με την κουτάλα του φαγητό από την κατσαρόλα και τάιζε τον άλλον.
Κατάλαβες τώρα κι εσύ πώς μπορείς να ζεις από αυτήν την ζωή τον Παράδεισο;
Όποιος κάνει το καλό, αγάλλεται, διότι αμοίβεται με θεϊκή παρηγοριά. Όποιος κάνει το κακό υποφέρει και κάνει τον επίγειο παράδεισο επίγεια κόλαση.
Έχεις αγάπη, καλωσύνη; Είσαι άγγελος και, όπου πας ή σταθείς μεταφέρεις τον Παράδεισο. Έχεις πάθη, κακία; Έχεις μέσα σου τον διάβολο και, όπου πας ή σταθείς, μεταφέρεις την κόλαση.
Από εδώ αρχίζουμε να ζούμε τον Παράδεισο ή την κόλαση.

Πηγή: (από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ τ. Ε’΄», ΣΕΛ. 48. © ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

ΓΕΡΩΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ: ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Το 1991 επισκέφθηκε ο Γέροντας το Άγιον Όρος μαζί με κάποια πνευματικά του παιδιά. Όταν επέστρεψαν, τον ρώτησαν μερικοί για τις εμπειρίες του από εκεί.
Τους είπε, και τον ρώτησαν σε ποιο Μοναστήρι από αυτά που πήγε ευχαριστήθηκε. Εκείνος απάντησε ότι ευχαριστήθηκε σε δύο μέρη: στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας, όπου είδε τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη κατά την ημέρα της πανήγυρής του και του μίλησε, αλλά και κοντά στον πατέρα Αρτέμιο (κελί Αγίου Νικολάου της Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου).
– Ο παπά-Αρτέμιος έδειξε αγάπη. Ο Χριστός είναι αγάπη! Κανείς άλλος δεν με ξεκούρασε.
Εκεί, στον Πατέρα Αρτέμιο, φιλοξενηθήκαμε, μιλήσαμε, κάναμε χαρά.
Μία φορά, είχε πάει ο Γέροντας και δύο πνευματικά του παιδιά σε ένα Μοναστήρι, για να προσκυνήσουν, αφού διαπίστωσε ότι ο Ηγούμενος έλειπε – δεν ήθελε να γίνει γνωστός εκεί. Μετά από αρκετή ώρα, όταν ξεκίνησαν να φύγουν, είδε έναν Μοναχό, ο οποίος έκοβε άρτους.
– Πεινάμε, του είπε. Έχετε κάτι να μας δώσετε να φάμε;
– Δεν μπορώ να σας δώσω, Πάτερ μου, απάντησε εκείνος γιατί δεν είναι ο Γέροντάς μου εδώ και δεν έχω ευλογία. Ναι, αλλά εμείς πεινάμε, επέμενε ο Γέροντας με πόνο.
– Δεν μπορώ να σας δώσω, συνέχισε ο άλλος ανένδοτος.
Στην επιστροφή, είπε ο Γέροντας:
– είχε μέσα πολλά ψωμιά και άρτους και δεν έδωσε. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Αυτό δεν δείχνει φιλανθρωπία. Επίτηδες το έκανα εγώ, για να δω τη στάση του. (σελ. 32)

– Γέροντα, άμα γίνει πόλεμος με τους Τούρκους, τι θα κάνουμε;
– Ο πόλεμος σήμερα δεν γίνεται με όπλα. Εμάς πάντοτε ο Θεός μας βοηθάει και η Παναγία είναι με το μέρος μας.
– Ναι, Γέροντα, αλλά οι Τούρκοι είναι πιο πολλοί από εμάς.
– Ας είναι! Την ψυχή του Έλληνα, που έχει τον Χριστό και την Παναγία δίπλα οδηγό, τη φοβούνται όλοι. (σελ. 50)

– Για πες μου, παιδί μου, μπορεί ένας άνθρωπος να τα βάλει με τετρακόσιους;
– Αδύνατον, Γέροντα.
– Όταν έχει τη Χάρη του Θεού, μπορεί να τα βάλει και με τετρακόσιους και με όλο τον κόσμο.
Γι’ αυτό θα ζητάς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και ο πειρασμός θα φεύγει. Έτσι είναι ο «άλλος», έχει δύναμη ίση με τετρακόσιους. Αλλά ο Θεός τον κρατάει σαν ένα σκυλί με αλυσίδα.
Του αφήνει λίγο χαλαρή την αλυσίδα, για να μας δοκιμάζει μέχρι το όριο που αντέχουμε, και, όταν βλέπει ότι εμείς δεν μπορούμε άλλο, τη σφίγγει την αλυσίδα και το γυρνάει. (σελ. 54)

Κάποια φορά, ο Γέροντας «είχε φύγει» από το σώμα του. Όταν επέστρεψε, μετά από ώρες, είπε τι είδε και που πήγε:
– Έλειπα από το πρωί, δεν ήμουνα εδώ. Είχα φύγει από τον κόσμο αυτό, είχα πάει στον άλλο κόσμο.
– Γέροντά μου, μέχρι που πήγες;
– Μέχρι την πόρτα (του Παραδείσου).
– Πώς ήταν αυτή η πόρτα, μεγάλη, μικρή;
– Ο μισός Ουρανός είναι η πόρτα. Αλλά είναι μικρή για τους κακούς, ενώ για τους καλούς είναι ανοιχτή παντοτινά. Εκεί μέσα είναι και ψάλλουν εκατομμύρια Άγγελοι. Να ακούσεις αυτή την ψαλμωδία … δεν λέγεται. Το μυαλό σου χάνεται. Άμα ακούσεις τους Αγγέλους να ψάλλουν, θα σε πάρει ένα νέφος και θα σε ανεβάζει επάνω και συ θα κοιτάζεις και μόνο θα ακούς θα αλλοιωθείς τελείως ψυχικά και δεν θα θυμάσαι κανένα πράγμα της γης.
– Τους είδες, Γέροντα;
– Εγώ δεν μπήκα ούτε στην πόρτα. Απ’ έξω τους έβλεπα και τους κοίταζα και άκουγα τις ωραίες φωνές. Λέω: «Θεέ μου, μη με στερήσεις από τη μεγάλη αυτή χαρά». Γιατί, άμα φτάσει το μυαλό σας στην πόρτα εκεί, θα ακούσετε μιά ψαλμωδία, που δεν έχει γίνει ποτέ εδώ στον κόσμο.
Οι Άγγελοι, βλέπεις, είναι ασώματοι, δεν έχουν την ίδια υφή που έχουμε εμείς. Είναι τόσο γλυκείς και δυνατοί που, άμα ακούσεις χίλιους Αγγέλους να ψάλλουν, χαλάει ο κόσμος από την ακοή που γίνεται με την ψαλμωδία. Λες: «Τι είναι αυτό»; Δεν λέγονται αυτά τα πράγματα, μ’ ακούς; Αλλά βλέπεις ότι είναι άλλα, αυτά είναι αγγελικά και οι Άγγελοι είναι αιώνιοι, δεν είναι προσωρινοί. Δεν είναι κράτος πού ζούνε πεντακόσια, χίλια χρόνια και μετά να πεθαίνουν. δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι αιώνιοι. Εκεί, λοιπόν, είναι κάποιοι που λάμπουν σαν τον ήλιο, όπως η Παρθενία (η πρώην ηγουμένη της Μονής Δαδίου). (σελ. 54-55)

– Γέροντα, λέγονται κάποιες φορές ιστορίες δυσάρεστες για μερικούς μοναχούς στο Άγιον Όρος. Τι γνώμη έχεις;
– Παιδί μου, οι μοναχοί είναι άνθρωποι. Υπάρχουν και καλοί και κακοί. Εμείς θα έχουμε πυξίδα στη ζωή μας τους καλούς, σαν τον Γέροντα Παΐσιο, τον Γέροντα Πορφύριο, τον Γέροντα Ιάκωβο. Δεν είμαστε άξιοι να κρίνουμε κανέναν, ούτε τους κακούς. Μπορεί ένας αμαρτωλός να πει αύριο ένα «ήμαρτον» και να τον συγχωρήσει ο Θεός και να πάει πιο γρήγορα στον Παράδεισο από σένα. Γι’ αυτό, μην κρίνεις. (σελ. 56)

– Γιώργο, να κάνεις προσευχή στον Κύριο να σου δείξει την Κόλαση, όχι τον Παράδεισο, μπας και σωθείς.
– Γέροντα, εσείς την έχετε δει;
– Ναι. Με πήρε Άγγελος Κυρίου και με πήγε, και είδα πως είναι η Κόλαση. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται εκεί κάτω. Νομίζουνε όλοι ότι αυτά είναι παραμύθια. (σελ. 64-65)

Την Ελλάδα ο Θεός την έχει σπίτι δικό Του. Η Ελλάδα είναι το καλύτερο μέρος του κόσμου. Είμαστε ευλογημένοι. Αλλά οι κυβερνήτες τα μπερδεύουν μερικές φορές. Οι κυβερνήτες πρέπει να είναι χριστιανοί εν επιγνώσει, γιατί αλλιώς μπερδεύουν το κράτος. (σελ. 79)

Κατάληψις της Ελλάδος από ξένο κράτος δεν θα γίνει ποτέ! Τόση δύναμη δίνει στην Ελλάδα ο Κύριος τον καιρό του πολέμου, που δεν λέγεται. Δεν θα έρθουν αυτοί μέσα. Το σώμα της Ελλάδος δεν μπορεί να το πάρει κανένα κράτος και να το πάει όπου θέλει. Είναι από πάνω γραμμένα αυτά, δεν είναι από ανθρώπους. (σελ. 79)
Μη φοβάσαι τίποτα! Ξέρεις τι δυνάμεις έρχονται από ψηλά; Δεν τις βλέπεις εσύ. Μη φοβάστε τίποτα!

Διδακτικά και προφητικά αποφθέγματα γέροντος Αμβροσίου Λάζαρη  

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

 Έως την Κόλαση
-Διήγημα-
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
[στους ασυρματιστές του Θεού!]

“Την πήρα την απόφαση, ό,τι κι αν γίνει, θα πάω στο Όρος!” , είπε ο Βασίλης. Δεν κατάλαβε πως, βυθισμένος στο συλλογισμό του, τα τελευταία λόγια τα είπε δυνατά. Μα εκείνη ούτε καν πρόσεχε! Συνέχισε την απασχόληση της στον καθρέφτη, γιατί και απόψε πάλι θα 'βγαινε.... 
Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ. Μόλις έπαιρνε να σουρωπώνει, η μάνα του έφευγε. Και οι παρέες, άφθονες και ... ποικίλλες. Την όμορφη νέα χήρα, βλέπεις, την προτιμούσαν για παρέα όλοι οι “ελέυθεροι” στην πόλη. Έφτανε μια φευγαλέα ματιά να της ρίξει κανείς και να μείνει μαγνητισμένος απ’ τα “φαινόμενα κάλλη” της. Κι εκείνη, άλλωστε, δεν άντεχε πια με τη σκέψη του εδώ και δυο χρόνια “φευγάτου” άντρα της. Εκεινού η καρδιά, ξαφνικά μια νύχτα, σταμάτησε και πήγε για το “απάνω ταξίδι”, όπως έλεγε κι ένας θείος του ορφανού πια δεκαεννιάχρονου Βασίλη. 
Το άλλο πρωί, ο ήρεμος, αποφασισμένος πια, έφηβος, άφησε ένα σημείωμα στη μητέρα του, που κοιμόταν, φορτώθηκε ένα σακίδιο και κατηφόρισε για το σταθμό λεωφορείων.
Ο μεσήλικας ξερακιανός μοναχός μπήκε τελευταίος στην τράπεζα της Μονής. Κάθισε στην άκρη του πάγκου, απέναντι από δυο-τρεις επισκέπτες, δίπλα στον αρχοντάρη, τον γέροντα Αντώνιο. Οι φιλοξενούμενοι τον κοίταξαν περίεργα. Ο λόγος ήταν ότι το δεξί του χέρι ήταν μπανταρισμένο με γάζες, ενώ από πάνω ήταν δεμένο με ένα κομμάτι τριμμένου, πολυκαιρισμένου ράσου. Ο μοναχός αυτός τελείωσε το λιτό του γεύμα ταυτόχρονα με το τέλος της ανάγνωσης του ιερού κειμένου από τον αναγνώστη. Έπειτα αποσύρθηκε αθόρυβα. Οι επισκέπτες, σαν απόφαγαν, όλο περιέργεια, πήραν να ρωτάν τον αρχοντάρη για τον μοναχό αυτό. Ο αρχοντάρης, αφού τους είπε ότι αυτός ο μοναχός ονομαζόταν Βησσαρίων, τους υποσχέθηκε ότι μετά τον εσπερινό θα τους έλυνε τις απορίες.
Καθισμένοι οι τρεις φίλοι σε ένα πεζούλι στο προαύλιο της Μονής, κοιτάζοντας στο πέλαγος κι ενώ συζητούσαν για θέματα που τους εντυπωσίασαν στο μοναστήρι, είδαν χαρούμενοι τον μοναχό Αντώνιο να έρχεται κοντά τους. Ακόμη τους “έτρωγε” η περιέργεια για το γέροντα Βησσαρίωνα. “Τον πατέρα Βησσαρίωνα, παιδιά μου τον γνώρισα πριν από τριάντα περίπου χρόνια”, άρχισε να διηγείται ο αρχοντάρης. “Ήλθαμε στη Μονή την ίδια χρονιά. Το κοσμικό όνομά του ήταν Βασίλης. Αφού περάσαμε κι οι δυο το δοκιμαστικό στάδιο και δεχθήκαμε την κουρά της αγγελικής ζωής, εκείνος πήρε ευχή και έζησε υποτακτικός σ’ εναν άγιο γέροντα στα τρομερά “Καραούλια”. Επέστρεψε έξι χρόνια αργότερα, μετά την κοίμηση του γέροντά του, αλλά με δεμένο το χέρι του! Κάποτε τον ρώτησα γι’ αυτό και εκείνος μου είπε την φοβερή του ιστορία. Όταν πήγε στην Έρημο του Όρους, πληροφορήθηκε πως η χήρα μητέρα του αποδήμησε εις Κύριον.
Εκείνος φοβόταν για την κατάληξή της, επειδή είχε ζωή άστατη. Άρχισε λοιπόν να έχει αγωνία κι ερωτήματα. Πάντως, συνεχώς τη μνημόνευε, της έκανε μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές και δεήσεις για την ανάπαυσή της, μα ακόμη βασανιστικά ερωτήματα τον απασχολούσαν: Σώθηκε η μητέρα του; Αν δεν σώθηκε, τι μπορούσε να κάνει; Με τέτοιους λογισμούς απευθύνθηκε στον γέροντά του για να τον ρωτήσει. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του και, με δάκρυα στα μάτια, τού μίλησε για τον επίγειο βίο της μητέρας του και ποιες ήταν μέχρι τότε οι ενέργειες του για τη σωτηρία της ψυχής της. Εκείνος του απάντησε πως αυτό που ζητούσε να μάθει, ήταν αδύνατο για τα ανθρώπινα μέτρα. Αλλά, του είπε εν τέλει, ότι θα παρακαλούσαν το Θεό, κι οι δύο μαζί, να τους πει πού βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας του. Έπειτα, ο γέροντας έβγαλε τον Βησαρίωνα έξω από την καλύβη τους και του είπε να μείνει εκεί όρθιος, επτά ολόκληρες ήμερες προσευχόμενος, χωρίς να φάει τίποτε και ούτε να κινηθεί ή να καθίσει. Κι ο Βησαρίων έμεινε εκεί επτά μέρες και νύχτες, όρθιος, ακίνητος, διαρκώς ένδακρυς, προσευχόμενος να ελεήσει ό Θεός φωτίζοντάς τον με την αποκάλυψη της κατάστασης της ψυχής εκείνης. Ο γέροντάς του, έκανε ακριβώς το ίδιο μέσα στην καλύβη. Όταν έφθασε η νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ο νους του Βησαρίωνα στον ουρανό και σε έκσταση είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Είδε ότι πραγματικά οι ψυχές στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν! Είδε στα αριστερά του, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο ακαθαρσίας, λάσπης, ανυπόφορης δυσωδίας, που έβραζε κοχλάζοντας. Μέσα σ’ αυτή τη λίμνη την “καιομένη του πυρός”, είδε να ξεχωρίζουν ανθρώπινες ψυχές. Πότε βυθίζονταν και πότε ανέβαιναν ψηλά, σαν να παίρνουν μια ανάσα και ξανά πάλι μέσα και ξανά έξω, αδιάκοπα. Κάποτε, μέσα στις τόσες δύστυχες ψυχές, αναγνώρισε και τη μάνα του. Ναι, την έβλεπε για λίγο από τους ώμους και πάνω κι αναρρίγησε. Κι εκείνη αναγνωρίζοντας το γιό της στην όχθη αυτής της “Γέεννας”, του φώναξε ξέπνοα: “Παιδί μου! Βοήθησέ με!”, και ξαναβυθίστηκε. Έπειτα ξαναφάνηκε για να φωνάξει ξανά: “έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”. Πριν βυθιστεί πάλι στο βόρβορο, φώναξε στο γιο της: “Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!”. Ήταν τόση η θλίψη του Βησσαριώνα, όταν έβλεπε κι άκουγε αυτά, βούτηξε το χέρι του μέσα, την άρπαξε από τα μαλλιά και με δυσκολία την τράβηξε έξω! Έξω από τη λίμνη ο Βησσαρίων είδε κάτι σαν χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, δίπλα σε βράχο, έτρεχε γάργαρο νερό μέσα στην κολυμβήθρα, χωρίς όμως ποτέ να γεμίζει. Πήρε τότε τη μάνα του αγκαλιά στα δυο του χέρια και την έβαλε σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, όπου πλύθηκε, καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν χιόνι. Έπειτα, κάποιοι λευκοντυμένοι νέοι, που δεν τους είχε προσέξει νωρίτερα, της έδωσαν λευκό φόρεμα. Εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και έφυγε μαζί τους. Καθώς απομακρυνόταν ανάμεσά τους, στην αντίθετη από τη λίμνη κατεύθυνση, είδε να του γνέφει χαιρετώντας χαρούμενη. Αμέσως, μετά ο Βησσαρίων επανήλθε στα γήινα. Το χάραμα, μετά το τέλος της έβδομης νύχτας, ήταν εκεί, ορθός, έξω από την καλύβη, παρακαλώντας ακόμη το Θεό για τη σωτηρία της μητέρας του, ευγνωμονώντας ταυτόχρονα Εκείνον για την οπτασία. Λίγο μετά, ο γέροντάς του βγήκε από την καλύβη και τον ρώτησε τι είχε δει. Εκείνος ξέσπασε με λυγμούς σε ευχαριστίες στο Θεό για την ευσπλαχνία Του που έβγαλε τη μάνα του από τον Άδη. Το χέρι του όμως που βούτηξε στη φοβερή λίμνη του πυρός, μέχρι τον αγκώνα, ήταν καμένο και βρωμούσε απαίσια. Ο Βησσαρίων μου είπε ότι παρακάλεσε το γέροντά του, μετά απ’ αυτά, να του θεραπεύσει το χέρι του, όμως εκείνος αρνήθηκε να σβήσει εκείνο το “σημείον μέγα”, που αποτελούσε σημάδι του θαύματος! Ο γέροντας τού τόνισε πως το “σημείον” εκείνο ήταν η απόδειξη για το πόση δύναμη έχουν Θεία Λειτουργία, μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές με κομποσκοίνι και ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Έπειτα, ο άγιος Γέρων ασκητής έσκισε ένα κομμάτι από το ράσο του και του είπε: “Τύλιξε το χέρι σου μ’ αυτό. Ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και σε όσους αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας”. Εγώ, όταν μου τα έλεγε αυτά ο αδελφός μου, είχα λογισμούς δυσπιστίας. Εκείνος με κατάλαβε και τράβηξε λίγο τη μια άκρη του ράσου. Παιδιά μου!”, έκανε κοιτώντας κατάματα τους ακροατές του ο αρχοντάρης, “δεν άντεξα την “βρώμα” εκείνη κι έφυγα μακριά. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντα ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό κι ευωδίαζε!”.

Σημ.: Στηρίζεται σε αληθινό γεγονός [Θεωδώρητος, 6ος αι. μ.Χ.]

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ

Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήτα προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.

Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο:

«Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα… Στο διάστημα των δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν.

Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα, Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί τη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.»

Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».

Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ. 

Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας».

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς. 

Άλλοι, ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Από την άλλη οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της. Όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν. 

Οι επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για την μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επομένων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος. Είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. 


Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντως η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φθάνει στο τέλος της.

ΤΑ ΤΕΛΩΝΙΑ

Την ώρα αυτή (την τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας.

Η ψυχή αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού έχει διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί αν συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέεννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνια τους φένεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους Ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους Ουρανούς.

Φοβερή είναι πράγματι, η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για την σωτηρία της.

Σύντομα, μετά τον θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μια κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αοράτου πολέμου» που έχει διεξαγάγει ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά τω πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας την επιστολή του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πως θα την βοηθήσεις.

Πιστεύω πως η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις την φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και, μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στον Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο. Όταν πέθανε η Οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές του πνευματικού της πατέρα. Έτσι θα γίνει και με τις δικές σου προσευχές. Μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη.»

Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της Οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας. Μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφυσική έννοια.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει. Στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια:

«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)

«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)

«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΕΡΕΣ

Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.

Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως.

Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.

Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.

Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος.

Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.

Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της.

Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»

Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.

Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.

Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.

Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.

Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»

Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:

«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»

Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.

Από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ 

- Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο. -

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΑΠ' ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που η ψυχή του ήταν γεμάτη καλοσύνη. Όταν πέθανε, όλοι υπέθεσαν ότι θα πήγαινε κατευθείαν στον Παράδεισο, αφού θεώρησαν ότι ήταν η μόνη επιλογή για έναν καλό άνθρωπο σαν κι αυτόν. Και πράγματι εκεί πήγε. Εκείνο τον καιρό όμως, ο Παράδεισος δεν ήταν καθόλου οργανωμένος και δεν λειτουργούσε στη εντέλεια. Η γραμματεία ήταν ανεπαρκής, και η κοπέλα που τον υποδέχτηκε έριξε μια βιαστική ματιά στην λίστα με τα ονόματα που είχε μπροστά της. Δεν βρήκε το όνομά του, οπότε τον έστειλε κατευθείαν στην Κόλαση.
Στην Κόλαση κανείς δεν ελέγχει ποιος μπαίνει. Ο άνδρας πήγε και παρέμεινε στην Κόλαση …
Μερικές μέρες αργότερα, ο Εωσφόρος όρμησε από τις πύλες του Παραδείσου, για να ζητήσει εξηγήσεις από τον Άγιο Πέτρο. «Αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο!» είπε.
Ο Άγιος Πέτρος ρώτησε τον Εωσφόρο γιατί ήταν τόσο θυμωμένος, και ο οργισμένος Εωσφόρος του απάντησε: «Στείλατε αυτόν τον άνθρωπο κάτω στην Κόλαση, και αυτός με υπονομεύει διαρκώς! Από την αρχή που ήρθε, ενδιαφερόταν για τους άλλους ανθρώπους, τους άκουγε και τους μιλούσε με αγάπη. Η κατάσταση άλλαξε στην Κόλαση. Τώρα όλοι μοιράζονται μεταξύ τους τα συναισθήματά τους, αγκαλιάζονται και ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλον. Όμως στην Κόλαση δεν πρέπει να είναι έτσι! Πάρτε τον πίσω στον Παράδεισο!».

Ζήσε τη ζωή σου με τόση αγάπη στην καρδιά σου, ώστε ακόμα και αν βρεθείς σε κάποια «κόλαση», να την μεταβάλεις σε κομμάτι του Παραδείσου!…

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

 Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Ο επίσκοπος Κύπρου Θεοδώρητος ο οποίος έζησε τον πέμπτον αιώνα μετά Χριστόν και ευρίσκετο εις την Κύπρο, διηγείται πως μια φορά τον επισκέφτηκε ένας μοναχός που ερχότανε από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουραστεί και να φάγει. Καθώς λοιπόν τον είδε όταν έτρωγε, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνον το αριστερό του χέρι, και με αυτό τον χαιρέτισε, διότι το δεξί του το χέρι ήτο τυλιγμένο με ένα παλιόρασο. Ο επίσκοπος τον ρώτησε βέβαια, όχι από περιέργεια, αλλά από ενδιαφέρον όμως, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του, και μάλιστα με ένα παλιόρασο, τριμμένο και εφαίνετο από όλη την ενδυμασία ότι δεν ήτο μοναχός από τους ρακενδύτους. Και θέλησε να το τραβήξει το κομμάτι εκείνο για να δει, όπως υποψιαζόταν ότι θα πρέπει να υπήρχε κάποια πληγή πίσω από το χέρι, αλλά το τράβηξε όμως ο μοναχός, και το σκέπασε γρήγορα διότι άρχισε να βγαίνει μία δυσοσμία.
 
Του λέει
- «Μα τόσο πολύ πύον και να βγάζει τόση πολύ βρώμα, η οποία να μην μπορεί να την σηκώσει άνθρωπος, τι σου συνέβη;»
Κι εκείνος άρχισε να διηγείται τα εξής:

-«Σεβασμιότατε εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πολύ ωραία, πάγκαλη στην ομορφιά, η οποία δυστυχώς από πολύ νωρίς, αφότου εχήρεψε, παρεσύρθη εις τον κακό τον δρόμο και έγινε πόρνη. Και λόγω της μεγάλης ωραιότητος που είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη πελατεία, και εξαιτίας της μεγάλης πελατείας έγινε και πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη. Βδελυσσόμενος όμως αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της, και πήγα σ’ ένα μοναστήρι. Επληροφορήθηκα λοιπόν εν συνεχεία ότι η μητέρα μου πέθανε. Και όλη η τεράστια εκείνη περιουσία την οποία είχε κάμει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περουσία αυτή, την εμοίρασα όλη μέχρι και της τελευταίας δραχμής στους φτωχούς και έφυγα για την έρημο ξανά, προσευχόμενος για την σωτηρία της μητέρας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου που όταν είχε κοιμηθεί, εγώ ήμουνα μωρό. Πάντα προσευχόμουνα όμως στο Θεό, σαν μοναχός που ήμουν, να με πληροφορήσει ο Θεός εάν η ελεημοσύνες αυτές που έκαμα μη κρατώντας ούτε μία δραχμή στα χέρια μου, αν αυτές οι ελεημοσύνες έπιασαν τόπο. Και μαζί μ’ αυτό βέβαια οι ελεημοσύνες αυτές στράφηκαν και προς όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να μπορέσουν όλα αυτά να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου, και να κάνουν πολλά πολλά σαρανταλείτουργα, ίσως περισσότερα από χίλια. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα μετά από ένα χρόνο, και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Εκείνος μου είπε ότι
-Πολύ καλά έκαμες βέβαια και μοίρασες όλην αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και μοίρασες επίσης έδωσες στα μοναστήρια και έδωσες πολύ περισσότερα πράγματα για να γίνονται λειτουργίες στο όνομά της. Αλλά για τις πληροφορίες όμως αυτές που μου ζητάς, για να μάθεις που βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σ’ απαντήσω. Αλλά ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός, που μπορεί να σε πληροφορήσει για ένα τόσο μεγάλο, για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου πήγα στις σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Εκεί», λέει, «πράγματι γνώρισα πατέρες και ασκητάς πολλούς, οι οποίοι όλοι μου υπέδειξαν έναν γέροντα ο οποίος ευρίσκετο πολύ βαθιά στην έρημο, πέρα από την Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά, πιο βαθιά ακόμα, και έτσι λοιπόν μ’ έναν τουρβά, με νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον γέροντα αυτόν. Είπαν ότι την πρώτη σπηλιά που θα συναντήσεις, εκεί θα τον βρεις. Και πράγματι ύστερα από μία οδοιπορία τριάντα ημερών, βρήκα τη σπηλιά και βρήκα τον Άγιο εκείνον άνθρωπο, ο οποίος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχτηκε. Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, του φίλησα τις άκρες των δακτύλων, και με δάκρυα στα μάτια ανέφερα όλο το γεγονός της ζωής της μητέρας μου, και κατόπιν βέβαια ποιες ήταν οι επόμενες ενέργειες με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα.

- Παιδί μου λέει αυτό που ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά όμως για να κάνεις τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ημερών, για να φτάσεις μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δυο μαζί, για να μας λύσει την απορία και να μας πει που περίπου βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια κεραμίδα, και έκανε έναν κύκλο. Και του είπε λοιπόν,
- Σ’ αυτόν τον κύκλον, έλα και στάσου εδώ όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος χωρίς να καθίσεις, επτά ημέρες. Ούτε θα φας, ούτε θα πιείς, ούτε θα κουνηθείς. Επτά μέρες και επτά νύκτες, όρθιος και ακίνητος. Και διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ο Θεός, να μας φωτίσει και να μας αποκαλύψει για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Και θα παρακαλείς τον Θεόν συνεχώς με δάκρυα, τα οποία κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάμω και γω ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.

Και πράγματι λοιπόν έγινε αυτό όπως ακριβώς που είπε ο άγιος εκείνος γέροντας και ασκητής, - ο φημισμένος για την εποχή του.
Όταν έφτασε λοιπόν η νύχτα της εβδόμης ημέρας, αρπάχτηκε ο νούς του εις τον ουρανό, και με έκσταση της ψυχής είδε λοιπόν τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Διότι ο Θεός είναι παρών και στην Κόλαση και τον Παράδεισο. Στον Παράδεισο χαίρονται και στην Κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν ας πούμε στην αριστερή του πλευρά μία φοβερή λίμνη έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό πράγμα που κόχλαζε όμως, και έβραζε έτσι, και τι έβλεπε λοιπόν; Μέσα σ’ αυτήν την φοβερά λίμνη την καιομένη του πυρός, όπως μας αναφέρει η Αγία και Ιερά Αποκάλυψις, -το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης-, να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές, πότε να βυθίζονται μέσα και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο, σαν να παίρνουν μιαν αναπνοή, κα ξανά πάλι μέσα, και ξανά πάλι… Είχε μια αίσθηση όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβύθια και με το βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιον τρόπον έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις. Σε μια απ’ αυτές λοιπόν είδε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε τον γιό της που ευρίσκετο στην άκρη αυτής της λίμνης και εφώναξε:
-Παιδί μου έλεος, βοήθεια…
Και ξαναβυθίστηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε μέχρι τη μέση τώρα, και ξαναφωνάζει πάλι
-Έλεος
Και
-Βοήθεια παιδί μου, βοήθησέ με, βοήθησέ με, καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω.
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά, και τόσος ήταν ο πόνος μου,» λέει, «τόση ήταν η οδύνη μου, και τόση ήταν η λαχτάρα μου, που την ώρα που ξαναβυθιζόταν μέσα, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα απ’ τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω. Και δίπλα μου λοιπόν βλέπω, μία ωραιοτάτη χρυσή κολυμβήθρα, η οποία από κάποιο σημείο εκεί, από έναν βράχο που δεν ήταν και βράχος, και δεν ξέρομε τι ήταν, έτρεχε γάργαρο νερό, και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ, και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν απ’ την κολυμβήθρα, και κει κάποιοι νέοι στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ’ αυτά, και εντάχτηκε και μπήκε μέσα σ’ αυτό τον χορόν των αγίων. Και κείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους νέους, τους ολόλαμπρους, που χαίρονταν μέσα στην χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι που ξανα-συνήλθα στον εαυτόν μου. Και βρέθηκα το πρωί που τελείωνε η εβδόμη ημέρα να είμαι έξω εκεί μέσ’ στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου, και βεβαίως ύστερα να Τον … να ευγνωμονώ τον Θεόν συνεχώς.

-Τι είδες» λέει, «πατέρα μου αυτό το βράδυ;
Και τότε διηγήθηκα όλα αυτά τα οποία αναφέραμε και προηγουμένως. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες, προς τον Θεό και Σωτήρα μας για την άπειρη ευσπλαχνία Του, που έβγαλε την ψυχή από τον Άδη. Το χέρι όμως που βούτηξε μέσα σ’ αυτήν την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη, και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήτανε όχι μόνον καμένο, διότι εκαίετο εκείνη η λίμνη, αλλά και βρωμούσε απαίσια.

-Πάτερ μου, του λέει, σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Και κείνος του είπε
-Όχι. Μέχρι που να πεθάνεις θα το δείχνεις, είναι η απόδειξις, το πόση δύναμη έχει η προσευχή της Θείας Λειτουργίας, τα μνημόσυνα και τα τρισάγια, οι προσευχές και το κομποσχοίνι, και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο.
Και σχίζει το ράσο του, ο μεγάλος εκείνος ασκητής και γέροντας, και του λέει τύλιξέ το, ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει, και για κείνους που θα αμφιβάλλουν θα το ξετυλίγεις, για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.

-Σεβασμιότατε, λέει, το τραβήξατε λίγο, για δείτε το τώρα ολόκληρο…
και το ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι. Και ο Δεσπότης δεν άντεξε τη μυρωδιά και έφυγε απ’ το δωμάτιο. Τόση φοβερή ήταν η δυσοσμία. Το ράσο εκείνο του αγιασμένου γέροντα, ήτανε ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό είχε και τόση ευωδία. Ξανατύλιξε λοιπόν το χέρι του.
 
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΠΑΤΗΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΤΗ ΘΛΙΨΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΔΗ!


Κάποιος Γέροντας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ μαθητής του ἄκουε, θρηνοῦσε πικρὰ μὲ ὀλολυγμούς.
Τὰ δόντια του ἔτριζαν κι ἔπεφταν ἄφθονα τὰ δάκρυά του.
Καὶ ὅταν τὸν παρακάλεσε ὁ μαθητής του νὰ τοῦ πεῖ τί τοῦ συμβαίνει, εἶπε:
«Ἦρθα σὲ κατάνυξη καὶ εἶδα τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν στὸν Ἅδη σὲ ποιὰ θλίψη εἶναι καὶ δὲν μπορῶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ παρηγορηθῶ».

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΞΟΔΕΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΕ ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΣΕ ΕΚΣΤΑΣΗ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ!

Διηγήθηκε ἕνας Γέροντας ὅτι κάποιος ἀδελφὸς ἤθελε νὰ φύγει γιὰ νὰ μονάσει, ἀλλὰ τὸν ἐμπόδιζε ἡ ἴδια ἡ μητέρα του.
Αὐτὸς ὅμως δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὸν σκοπό του καὶ ἔλεγε: «Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».
Ἡ μητέρα του ἂν καὶ προσπάθησε πολὺ νὰ τὸν ἐμποδίσει, δὲν τὰ κατάφερε καὶ τελικὰ ὑποχώρησε στὴν ἐπιθυμία του.
Ἔφυγε λοιπόν, ἔγινε καὶ μοναχός, ἀλλὰ ξόδεψε τὴ ζωή του μὲ ἀμέλεια.
Κάποτε πέθανε ἡ μητέρα του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα συνέβη νὰ ἀρρωστήσει κι αὐτὸς πολὺ βαριὰ καὶ κάποια στιγμὴ ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ ἁρπάχθηκε στὴν κρίση, ἐκεῖ βρῆκε τὴ μητέρα του ἀνάμεσα στοὺς κατάδικους.
Ἐκείνη λοιπόν, μόλις τὸν εἶδε, ἔκπληκτή του λέει: «Τί συμβαίνει, παιδί μου; Καὶ σὺ καταδικάσθηκες να᾿ ρθεῖς στὸν τόπο αὐτό; Καὶ ποῦ πῆγαν τὰ λόγια ποὺ ἔλεγες; Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου;»
Ντροπιάστηκε βέβαια μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ στεκόταν καταλυπημένος μὴ μπορώντας νὰ τῆς δώσει καμιὰ ἀπάντηση.
Οἰκονόμησε ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ μετὰ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του.
Καὶ ἐπειδὴ σκέφθηκε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ ἔγινε μία τέτοια ἐπίσκεψη, ἔγινε ἔγκλειστος καὶ φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία του, μετανοώντας καὶ κλαίοντας γιὰ ὅσα μὲς στὴν ἀμέλειά του ἔκανε πιὸ μπροστά.
Καὶ τόσο μεγάλη ἦταν ἡ κατάνυξή του, ὥστε πολλοὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ὑποχωρήσει λίγο, μήπως καὶ πάθει κάποια ζημιὰ ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ κλάμα.
Αὐτὸς ὅμως δὲν παρηγοριόταν μὲ τίποτε καὶ ἔλεγε:
«Ἐὰν δὲν μπόρεσα νὰ ἀντέξω τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὴ μητέρα μου, πῶς θὰ σηκώσω κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως τὴν αἰσχύνη μπροστὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους;»

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Ο ΑΒΒΑΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΣΕ!

Διηγήθηκαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι περπατώντας κάποια φορὰ στὴν ἔρημο, βρῆκε παραπεταμένο πάνω στὸ χῶμα ἕνα κρανίο νεκροῦ.
Τὸ κούνησε λίγο μὲ τὸ φοινικένιο ραβδὶ τοῦ λέγοντάς του: «Σύ, ποιὸς εἶσαι; Ἀποκρίσου με».

Τὸ κρανίο τοῦ μίλησε καὶ εἶπε:
«Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδωλολατρῶν ποῦ παρέμειναν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, κι ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ποὺ ἔχει μέσα σου τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποια ὥρα λοιπὸν σπλαχνίζεσαι αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν κόλαση, παρηγοροῦνται λίγο».

Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος: «Καὶ τί λογῆς παρηγοριὰ ἔχουν;»
Καὶ ἀπαντᾷ τὸ κρανίο: «Ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόση εἶναι ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ μᾶς. Καθὼς λοιπὸν στεκόμαστε μέσα στὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατὶ ἡ ράχη τοῦ ἑνὸς εἶναι κολλημένη στὴ ράχη τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπει ἐν μέρει ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου».

Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Ἀλίμονο στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῆς κόλασης».
Τὸν ξαναρωτάει ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο ἀπ᾿ αὐτό;»
Καὶ λέει τὸ κρανίο: «Τὸ μεγαλύτερο βάσανο εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς».

«Και ποιοὶ εἶναι σ᾿ αὐτό;» ρωτᾷ ὁ Γέροντας.
«Ἐμεῖς -ἀπαντᾶ τὸ κρανίο-ποὺ δὲν γνωρίσαμε τὸν Θεό, βρίσκουμε ἔστω λίγο ἔλεος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά του, αὐτοὶ εἶναι ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ μᾶς».

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ πῆρε ὁ Γέροντας τὸ κρανίο του, τὸ ἔθαψε στὴ γῆ καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΤΣΟΜΠΑΝΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ' τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης. 
Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθτικε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλτισιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρη δες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! "Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;

'Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:
- Καί µετά τί έγινε: Πως πήγε στόν Παράδεισον;
- 'Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. 'Ετσι κι έγινε.
Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.
 
'Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη. Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε. Τήν πέµπτη µέρα πεί νασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. 'Έσυρε λοιπόν καί πήγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του. Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:

- Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! 'Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!
 
- Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης.Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε, πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:
 
Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ' αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:
 
- 'Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβη; από κεί πάνω, νά 'ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά 'ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;
 
- 'Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. 'Ερχοµαι.
 
- Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. 'Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του, τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.
 
Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο. 'Εγώ γι' αυτό πάω στόν Θεό. 'Ερχεοαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε δµως ο Σταυρωµένος ν' άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.
 
Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:
- Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν. Σ' ακουσα µέ τά ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;
 
- Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο. Καί είπε στόν καλόγερο:
 
- Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηδα;
 
Κατάλαβες; Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί. Κακό εκανα;
 
- 'Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος. Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.
 
'Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο, πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι' αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.
 
- Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη, πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος. Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου. 

- Έκείνοι κοκκαλώσανε απ' τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν έκείνος απομακρύνθηκε, τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ' τά μάτια τους. 

Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο. Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός. Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα, αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη, πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ' αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα. 

Από το βιβλίο του Π.M.Σωτήρχου «Οι εραστές του παραδείσου» εκδ.Αστήρ

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ

Μια γυναίκα που είχε χάσει το παιδί της επισκέφτηκε τον π. Γαβριήλ:

— Γιατί κάποιοι φεύγουν νέοι απ’ αυτή τη ζωή; τον ρώτησε.
— Σ’ ένα χωριό, μια πιστή γυναίκα που έχασε τον μονάκριβο γιο της παραπονέθηκε στον Θεό: «Εγώ, για την αγάπη Σου, άντεξα πολλά: προσβολές, φτώχιες, δυσκολίες. Σ’ αυτό το μέρος κανείς δεν είναι πιστός εκτός από μένα. Όμως εσύ πήρες το παιδί μου. Γιατί;».

Εκείνη τη νύχτα λοιπόν είδε ένα όνειρο: Οι Άγγελοι την πήγαν στον Κύριο και Του μετέφεραν τα παράπονα της. Τότε ακούστηκε η φωνή του Κυρίου:

«Ρωτήστε τη γυναίκα τι θέλει».
«Φέρε το παιδί μου πίσω», απάντησε η γυναίκα.
«Θέλεις να δεις το παιδί σου;», ρώτησε ο Κύριος.
«Μητέρα είμαι, και βέβαια το θέλω», είπε κλαίγοντας εκείνη.
«Να της δείξετε το παιδί της», έδωσε εντολή ο Κύριος.

Έφεραν το παιδί και η μητέρα χάρηκε.

«Τώρα τι μου ζητάς;», ρώτησε ο Κύριος.
«Γιατί τον πήρες;», Του παραπονέθηκε η γυναίκα.

Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στους Αγγέλους: «Να της δείξετε τι θα έκανε ο γιος της αν δεν τον έπαιρνα Εγώ».

Και ξαφνικά, σαν σε ταινία, η γυναίκα είδε τις φοβερές αμαρτίες που θα διέπραττε ο γιος της και μετά τις φωτιές της Κόλασης!

«Να τον ξαναγυρίσετε στον Παράδεισο!», άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί τον Κύριο η μητέρα.

Ο Κύριος έδωσε εντολή και ξαναγύρισαν πάλι το παιδί στον Παράδεισο. Και της είπε τότε ο Κύριος: «Για την καλοσύνη σου και για την αγάπη σου πήρα τον γιο σου κοντά Μου. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω πότε και ποιον πρέπει να πάρω».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (1929-1995) Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΑΓΡΙΟΚΡΕΜΜΥΔΑ

Ήταν κάποτε μια γριά γυναίκα, η οποία στη ζωή της δεν είχε κάνει κανένα καλό. Όταν πέθανε, ο άγγελός της την πήγε στο θρόνο του Θεού, μα στο βιβλίο των πράξεών της δεν υπήρχε καμία καλοσύνη κι έτσι ο δρόμος της ήταν για την κόλαση. Ο άγγελός της στενοχωρήθηκε αφάνταστα. Αναζήτησε στις πιο κρυφές σημειώσεις του βιβλίου του καθενός, μήπως και βρει κάποια καλή πράξη και αναγκάσει το Θεό που είναι γεμάτος αγάπη να την πάρει στον Παράδεισο.
               
Ψάχνοντας, λοιπόν, βρήκε ότι κάποτε όταν η γρια σκάλιζε τον κήπο της, ήρθε ένας ζητιάνος που της ζήτησε ελεημοσύνη. Η γριά δεν ήθελε να δώσει τίποτα, αλλά ο ζητιάνος ήταν πολύ επίμονος. Τότε, αφού νευρίασε, η γριά τράβηξε μια αγριοκρεμμύδα και την πέταξε στο ζητιάνο, για να απαλλαγεί από την παρουσία του. Ο άγγελος χάρηκε και είπε στο Θεό το συμβάν. Τότε Αυτός του είπε: "Πάρε μια αγριοκρεμμύδα κι αν μπορέσει η γρια να κρατηθεί απ' αυτήν και βγει από την κόλαση, ας τη φέρεις στον Παράδεισο".

Ο άγγελος χάρηκε αφάνταστα, πήρε μια αγριοκρεμμύδα και κατηφόρισε στην κόλαση. Ρώτησε πού βρίσκεται η γρια και της είπε τα ευχάριστα. Η γρια καταχάρηκε και αρπάχτηκε από την αγριοκρεμμύδα που κρατούσε ο Άγγελος και άρχισε να βγαίνει από την κόλαση. Τότε συνέβη το εξής παράδοξο. Από τα πόδια της γριάς άρχισαν να κρεμιόνται κι άλλοι κολασμένοι για να ξεφύγουν από τον τόπο της βασάνου. Όμως η γριά άρχισε να τους σπρώχνει φωνάζοντας: "Δικιά μου είναι η αγριοκρεμμύδα, δεν έχετε θέση μαζί μου!". Ο άγγελος την παρακαλούσε να δείξει αγάπη, αλλά η γριά ήταν αμετάπειστη. Κλωτσούσε τις άλλες ψυχές και φώναζε! Τότε η αγριοκρεμμύδα έσπασε και η γρια και όλες οι άλλες ψυχές ξαναγύρισαν στην κόλαση.

Ο άγγελος δάκρυσε και έφυγε...