ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ

Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957 στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την περίοδο 1954-1961.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, δίπλα σ’ ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία. Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.
Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ αυτός και η μάνα μου. Όταν αυτή πέθανε, ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη, γιατί όπως μου έλεγε πάντα «ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της». Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.

Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου. Ο καιρός πέρασε και δεν ξαναγύρισα στην Άρτα, αλλά έμεινα στην Αθήνα που οι ευκαιρίες για τη δουλειά μου ήταν πιο πολλές. Έκανα περιουσία και παντρεύτηκα την Ευδοξία, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου. Όμως ο Θεός δεν την είχε ευλογήσει με όλα τα δώρα του και παρ’ όλες τις προσπάθειες και τις προσευχές μας, δε καταφέραμε ποτέ να κάνουμε ένα γιο, που ήταν και η ευχή του πατέρα μου.

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος με τον Μουσολίνι, με στρατολόγησαν για να προσφέρω τις γνώσεις μου στους πολεμιστές μας που αντιστεκόταν στον Ιταλό δικτάτορα και με έστειλαν για μια περίοδο σε μία μονάδα κοντά στο Δυρράχιο. Ένιωθα περήφανος στην αρχή, αλλά εκείνα τα πράγματα που αντίκρισαν τα μάτια μου με είχαν κάνει να χάσω τον ύπνο μου. Κάποιοι μου έλεγαν πως τα βράδια έκλαιγα αλλά δε θυμόμουν ποτέ τίποτα το πρωί.
Εκείνη την εποχή άρχισα να αμφιβάλλω για κείνες τις Κυριακές στην εκκλησία με τη μάνα και τον πατέρα μου. Όσο περνούσε ο καιρός, σταμάτησα να προσεύχομαι. Που ήταν ο Θεός να ακούσει τις κραυγές των ετοιμοθάνατων; Αν δεν άκουγε αυτούς, πως θα μπορούσε να ακούσει την προσευχή μου; Σταμάτησα να προσεύχομαι και για τη μάνα μου και τον πατέρα μου, παρ’ όλο που είχα ορκιστεί να μη το αμελήσω ποτέ. Άρχισα να ξεχνάω, και το μόνο που είχε μείνει από αυτούς ήταν το ρολόι που μου είχε δώσει ο πατέρας μου. Όταν κάποια στιγμή μου έσπασε κι αυτό, ήταν να σαν να είχα γίνει ένας άλλος άνθρωπος, γνωστικός και χωρίς τις πλάνες του Θεού.

Η γυναίκα μου πέθανε τον χειμώνα του 41 στην Αθήνα, μαζί με τόσους άλλους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, δεν υπήρχε τίποτα που να κρατάει στην Ελλάδα, και έφυγα μετανάστης στη Γερμανία. Έκλαιγα όταν έφευγα. Πολεμούσα τόσα χρόνια τον Γερμανό και τώρα πήγαινα να δουλέψω γι’ αυτούς. Σκληροί άνθρωποι οι Γερμανοί, αγέλαστοι. Δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν φίλους, ήθελαν μόνο τα χέρια μας. Όμως δούλεψα σκληρά και κέρδισα τον σεβασμό τους, και πρόκοψα. Έγινα γνωστός χειρούργος, και μετά διευθυντής σε μεγάλο νοσοκομείο στο Μόναχο. Δε ξαναπαντρεύτηκα ποτέ όμως. Μου έλειπε πάντα ο τόπος μου, οι άνθρωποι, πάντα πρόσχαροι και με φιλότιμο, έτοιμοι να σε βοηθήσουν. Ο Γερμανός δεν ήξερε από τέτοια.

Κάποια στιγμή επέστρεψα στον τόπο μου για λίγες μέρες. Ήταν καλοκαίρι και τα πανυγήρια έδιναν και έπαιρναν σε όλα τα χωριά. Ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Μόνο το πατρικό μου ήταν σε κακά χάλια, διαλυμένο και ερημωμένο. Είχα κάνει περιουσία στην Γερμανία, τα λεφτά δε μου έλειπαν και ξόδεψα αρκετά για να το φτιάξω όπως το θυμόμουνα.

Μια μέρα περπατούσα μέσα στην πόλη και βρέθηκα μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Σαν να θυμήθηκα τις δύσκολες εποχές της νιότης μου, θέλησα να μπω μέσα, παρ’ όλο που δεν είχα την ανάγκη να προσευχηθώ. Ήμουν άπιστος πια. Προχώρησα και είδα κάποιον παπά να κάθεται όρθιος μπροστά στην ΑγίαΤράπεζα. Μόλις με είδε μου χαμογέλασε και ήρθε προς το μέρος μου. Εγώ ένιωσα άβολα και θέλησα να φύγω αλλά ντράπηκα και δε το έκανα. Άρχισε να μου μιλάει.

– Ήρθες να προσευχηθείς; μου είπε.
Δεν ήξερα τι να του πω αλλά σαν να με ώθησε ο διάβολος, του απάντησα «Δε πιστεύω σ’ αυτά παπά».
Με κοίταξε και χαμογέλασε. «Όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού» μου είπε «και όλοι μας έχουμε τον Χριστό που μας καθοδηγεί».
– «Όχι εγώ», του απάντησα. «Εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει Θεός». Βλασφημούσα μέσα στον Ιερό Χώρο σαν να με καθοδηγούσε μια διαβολική φωνή. Νόμισα πως ο παπάς θα με έδιωχνε αλλά αντί γι αυτό συνέχισε να χαμογελάει και να μου μιλάει.
– «Όμως βαφτίστηκες Χριστιανός. Γιατί Τον ξέχασες; Γιατί Τον απέρριψες»;
– «Ήμουν στον πόλεμο παπά», του είπα. «Νέα παιδιά πέθαιναν από τις σφαίρες και το κρύο. Προσεύχονταν στο Θεό κάθε μέρα, και γω μαζί τους, και ο Θεός δεν βοήθησε ποτέ, δεν απάντησε καν. Είμαι άνθρωπος σπουδαγμένος, και ξέρω πως αν κάτι δε το βλέπεις, σίγουρα δεν υπάρχει».

Ο παπάς μου αποκρίθηκε. «Αυτή τη στιγμή πως ζεις; Ακούς την καρδιά σου να χτυπάει»;
Δεν ήξερα τι να του πω και συνέχισε. «Μερικές φορές τα πράγματα τα καθημερινά είναι τόσο σημαντικά, αλλά εμείς δε τους δίνουμε καμία σημασία. Η καρδιά σου χτυπάει, και αυτό είναι χάρη στον αέρα που αναπνέεις. Όπως είπες είσαι σπουδαγμένος άνθρωπος, και το ξέρεις».
Έμεινα άφωνος απ’ την απόκρισή του. Δε σταμάτησε εκεί: «Ο αέρας που αναπνέεις είναι η ζωή, όμως ποτέ δε τον βλέπεις, κι όμως ξέρεις πως είναι εκεί, για σένα και για όλους μας. Έτσι είναι κι ο Θεός μας, ζωοδόχος και άπειρος. Μας δίνει κουράγιο, μας περιτριγυρίζει σε κάθε μας στιγμή. Κι όπως τα βράδια, καθώς ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου μετά από μια κουραστική μέρα, μπορείς να ακούσεις τον χτύπο της καρδιάς σου πιο καθαρά, έτσι είναι κι η προσευχή. Μπορείς να δεις και να ακούσεις, αρκεί να ξέρεις πως να ζητήσεις».
Σάστισα. Ξαφνικά ένιωσα πως όλα αυτά τα χρόνια μου μακριά από το Θεό με είχαν οδηγήσει μακριά από το μονοπάτι της αλήθειας Του. Ήθελα να δακρύσω αλλά συγκρατήθηκα γιατί εκείνη η αόρατη δύναμη με παρακινούσε να αντισταθώ.

– «Παπά, δε ξέρω αν είναι αυτά τα πράγματα όπως τα λες. Πάντα προσευχόμουν στο Θεό μας, κι μόνο δυσκολίες και κακά γνώρισα σ’ αυτή τη ζωή. Έφυγα στα ξένα, έζησα ανάμεσα σε κακούς και μοχθηρούς ανθρώπους, και ποτέ δεν ένιωσα την αγάπη Του».
– «Έτσι και ο Γιός Του», μου είπε. «Ήρθε στον κόσμο μας, έζησε ανάμεσα σε αμαρτωλούς και εξιλέωσε τον άνθρωπο με το Πάθος Του». Ανατρίχιασα στο άκουσμα των λόγων του και δεν είχα λέξεις να του πω. Όμως αυτός είχε πολλές ακόμη. «Ο Ρωμιός είναι καταδικασμένος να υποφέρει, γιατί τον φθονούν εκείνοι που ξέρουν πως δε μπορούν ποτέ να τον φτάσουν. Μας ξενίτεψαν για να μας καταστρέψουν και δε τα κατάφεραν. Θα το ξανακάνουν πάλι σε πολλά χρόνια από τώρα. Θα προσπαθήσουν να μας διαβάλλουν, να μας μολύνουν. Θα προσπαθήσουν να μας χωρίσουν, να βάλουν τον αδερφό εναντίον αδερφού ξανά. Αυτό θα προσπαθούν να το κάνουν για πολλά χρόνια ακόμα, και κάποια στιγμή σχεδόν θα το καταφέρουν».

Ξαφνιάστηκα με τα λόγια του. Μιλούσε σαν τους τρελούς του χωριού που βλέπουν το τέλος του κόσμου και τα πράγματα του μέλλοντος. Τα λόγια του άρχισαν να χάνουν την αξία τους.
-«Παπά, και συ που τα ξέρεις αυτά; Μη μου πεις πως στα είπε ο Θεός, γιατί ξέρω κι άλλους τέτοιους».

Μου χαμογέλασε και δεν απάντησε. «Η έλλειψη πίστης, στο Έθνος και στο Θεό είναι αυτό που θα μας οδηγήσει εκεί. Η έλλειψη της δικής σου πίστης και όλων αυτών που θα ακολουθήσουν. Όμως είμαστε Έλληνες και αν και χάνουμε συχνά το δρόμο μας, πάντα επιστρέφουμε σ’ αυτόν. Εσύ θα επιστρέψεις σ’ αυτόν. Οι μελλοντικές γενεές θα επιστρέψουν σ’ αυτόν. Θα έρθει η παρακμή, η απαξίωση.
Όμως θα βρεθούν εκείνοι οι Έλληνες, που θα βάλουν τα πράγματα στη σειρά. Έλληνες που δεν ξέχασαν ποτέ την Πατρίδα τους, την Σημαία τους, τη Σημαία του Ιησού Χριστού, αυτή που κυματίζει περήφανα στα χώματα τα ματωμένα από το αίμα αυτών που την προστάτεψαν. Αυτοί οι άνθρωποι θα χλευαστούν, θα κυνηγηθούν, θα φυλακιστούν. Όμως στο τέλος θα θριαμβεύσουν, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι η Ελλάδα μας, και ότι είναι Ελληνικό είναι καταδικασμένο να είναι αιώνιο».

Είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ που δε μπόρεσα να κρατηθώ και βγήκα τρέχοντας από την εκκλησία. Ένιωσα τον καθαρό αέρα να χτυπάει στο πρόσωπό μου και άρχισα να ανακτώ τα λογικά μου. Έκανα να φύγω, αλλά τότε ένιωσα άσχημα για τον παπά. Τρελός ή όχι, ήταν ένας γέροντας και θα έπρεπε να τον χαιρετίσω τουλάχιστον πριν φύγω. Ξαναμπήκα στην εκκλησία, δεν ήταν κανένας εκεί, όμως ήμουν σίγουρος πως ο παπάς δεν είχε βγει.
Πλησίασα προς την Αγία Τράπεζα και είδα πάνω της κάτι να γυαλίζει. Πλησίασα και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Ήταν το ρολόι του πατέρα μου, μόνο που δεν ήταν σπασμένο αλλά δούλευε όπως τότε που μου το είχε πρωτοδώσει. Κάθισα στο σκαλοπάτι του Ιερού και έκλαιγα για ώρες, προσευχόμενος στον Θεό να με συγχωρήσει για τις αμαρτίες μου.

Έφυγα ξανά για τη Γερμανία, αλλά πάντα με έτρωγε μέσα μου το σαράκι να πω την ιστορία. Λίγοι θα με πιστέψουν, και κινδυνεύω να γίνω το θέμα χλεύης όλων εκείνων που σαν εμένα κάποτε, απομακρύνθηκαν από το δρόμο Του. Όμως πιστεύω τα λόγια του παπά, όποιος κι αν ήταν αυτός. Πως θα έρθει η ώρα και η στιγμή που ο δρόμος του Θεού θα είναι πια φανερός σε όλους, όπως φανερώθηκε σε μένα εκείνη τη μέρα, τη σπουδαιότερη μέρα της ζωής μου.

ΝΑ ΠΩΣ ΑΠΟ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΕΓΙΝΑ ΜΟΝΑΧΟΣ!

Δι’ ευχών των Αγίων πατέρων ημών… ελέησον ημάς», είπε ό ιερεύς και τελείωσε ή Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες, πήραμε αντίδωρο και βγήκαμε στην αυλή της Μονής, περιμένοντας να κτυπήσει ή καμπάνα για την Τράπεζα. Ήμασταν αρκετοί επισκέπτες στη Μονή παρ’ όλο που ήταν αρχή ανοίξεως. Ό καιρός είχε μία ελαφριά ψύχρα και έναν πλούσιο ήλιο. Μου άρεσε να βλέπω μέσα στην πρωινή δροσιά τη θάλασσα στα πόδια μου και πάνω από το κεφάλι μου, τον γηραιό Άθωνα, που με τις βαθιές και απάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι το μοναστήρι, για να λειτουργηθεί κι αυτός.

Κοίταξα γύρω μου και προτίμησα μία θέση δίπλα σ’ ένα γηραιό μοναχό, που καθόταν κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο περιμένοντας την ώρα της Τραπέζης. Όλα εδώ έχουν τον δικό τους χρόνο. Κάθισα σιωπηλός, προσεκτικά, για να μην ταράξω την ησυχία του παππού, που με κλειστά τα μάτια κάτι σιγομουρμούριζε. Βυθίστηκα και εγώ στις σκέψεις μου, για τα ωραία που μας χαρίζει η κυρία Θεοτόκος μέσα στο Περιβόλι της. Μου ήταν όμως πρόκληση το παρατεινό­μενο ψαλμομουρμουρητό του παππού. Έστησα αυτί λοιπόν και σιγά-σιγά μπήκα και εγώ στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Αγίω Πνεύματι, πάσα ή κτίσις καινουργείται, παλινδρομούσα εις το πρώτον…». Ήταν ό πρώτος ήχος και ή «βελόνα» είχε «κολλήσει» στους Αναβαθμούς. Ωραίο «κόλλημα», σκέφθηκα.

Το σιγόψαλλα και εγώ μερικές φορές. Γύρισε τότε ο παππούς και με κοίταξε. Χαμογέλασε και με ρώτησε: …
– Από πού’ είσαι εσύ;
- Από τις Καρυές, Γέροντα.
- Πάτερ μου, είναι τιμή για μας που μας έφερε ή Κυρά ή Παναγιά στο Περιβόλι της, και μας τα χαρίζει όλα απλόχερα. Να προσέχουμε να μη την στενοχωρούμε, και εσείς οι μικρότεροι με τις αταξίες σας, και εμείς οι γεροντότεροι με την ξεροκεφαλιά μας. Έχεις χρόνια μοναχός;
Τι να σας πω Γέροντα, δεν τα μετράω, άκουσα, καλή ώρα, έναν άλλον παλαιό μοναχό, ότι ό Θεός δεν τα μετράει τα χρόνια του μονά­χου, παρά μόνον τα ζυγίζει, και έτσι έκοψα το μέτρημα και φροντίζω να παίρνω βάρος.
Χαμογέλασε ό Γέροντας. Σοφός ό λόγος που άκουσες. Θέλεις ν’ ακούσεις και από έμενα κάτι για την σοφία της Παναγίας μας; Πώς με έφερε εδώ στο Περιβό­λι της;


- Αν θέλω λέει. Διψάω για ν’ ακούσω, απάντησα, αυξάνοντας την προσοχή μου.
- Ή καταγωγή μου είναι από το Άργος Ορεστικό -άρχισε ό παππούς- και έγινα μοναχός στα 22 μου χρόνια. Υπηρετούσα τότε, παιδί μου, στην Μ.Ο.Μ.Α., αν την ξέρεις; Ήταν μία τεχνική υπηρεσία του στρατού, στην οποία δούλευαν και πολίτες. Εγώ ήμουν οδηγός.  Βέβαια, ή ζωή μου δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία. Καταλα­βαίνεις, μία ζωή κοσμική, καφενεία, σφαιριστήρια, γλέντια και όλα τα συνακόλουθα.
Μία μέρα, λοιπόν, οδηγώντας το φορτηγό με γεμάτο φορτίο, κατέβαινα από το Άργος Ορεστικό και είχα στο δεξί μου χέρι τον γκρεμό. Ήμουν μόνος, χωρίς συνοδηγό. Καθώς ήταν κατηφόρα με στροφές, θέλησα να μειώσω την ταχύτητα για να ελέγχω το όχημα. Πατώντας τα φρένα, βλέπω ότι δεν λειτουργούσαν. Με έπιασε πανι­κός. Προσπαθούσα, αλλά τίποτε. Προχώρησα μερικές στροφές του βουνού, προσπαθώντας να μειώσω την ταχύτητα, αλλά εις μάτην. Ή ταχύτητα αυξανόταν. Ό δρόμος ήταν χωματένιος, είχε λακκούβες, πέτρες απ’ το βουνό. Σε μία μεγάλη λακκούβα, που δεν μπόρεσα να αποφύγω, έγινε αυτό που φοβόμουν. Χάνω τον έλεγχο του τιμονιού και στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό. Με το που βλέπω τις μπροστινές ρόδες στον αέρα, κλείνω με τα χέρια τα μάτια μου, για να μη δω τον θάνατο μου και με κραυγή απελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Εκεί που είχα τα μάτια μου σφαλισμένα με τα χέρια, πάτερ μου, πώς συνέβη δεν ξέρω, αισθάνομαι ένα τράνταγμα. Κατεβάζω τα χέρια μου και τι λες ότι βλέπω; Βλέπω το φορτηγό σταματημένο στην άλλη πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση προς τα πάνω. Έτρεμα ολό­κληρος. Δεν μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω. Έκατσα λίγη ώρα να συνέλθω. Με τα πολλά, έλεγξα το φορτηγό και όλα λειτουργούσαν μία χαρά. Είπα το γεγονός σε μερικούς συναδέλφους, άλλοι μου είπαν «φοβερό πράγμα», άλλοι μισοκορόϊδευαν. Δεν το καλλιέργησα όμως μέσα μου περισσότερο, το προσπέρασα.
Το απόγευμα συνάντησα έναν φίλο μου, που ήταν πολύ της Εκκλησίας, αλλά δεν τον έκανα συχνά παρέα, γιατί τον περνούσα για ψιλοχαζό. Δεν πήγαινε σε καφενεία, ούτε σε άλλα μέρη, όπως όλοι οι φίλοι μας. Του είπα το γεγονός. Μεγάλη και συγκινητική, μου λέει, ή ιστορία σου. Ν’ ανάψεις ένα κερί, να προσευχηθείς και να ευχαριστήσεις τον Θεό. Μου πρότεινε, πριν πάμε μαζί στην εκκλησία να επισκεφθούμε μία οικογένεια που είχε ένα αυτιστικό, ένα καθυστερημένο παιδάκι, για να δώσουμε μία παρηγοριά. Δέχθηκα και πήγαμε. Φθάσαμε και κτυπήσαμε την πόρτα. Την είχα ακουστά αυτή την φουκαριάρα τη μάνα με το παιδί. Έλα, όμως, που το παιδάκι δεν ήταν καθυστερημένο. Με το που μπήκαμε στο σπίτι, πρώτος ο φίλος και εγώ πίσω του, μόλις με βλέπει το παιδί, σηκώνεται και άρχισε να φωνάζει με μία φωνή καθόλου παιδική, αλλά άγρια, βραχνή, με βρυχηθμό.

-Φύγε εσύ. Εσύ εκεί, φύγε από εδώ. Εξαφανίσου. Φύγε εσύ πού κάνεις παρέα με την μαυροφόρα.
Εγώ τα ‘χασα. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Δεν μπορούσα να κατα­λάβω, για ποιο λόγο ξαφνικά οι φωνές, και για ποια μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν με απορία. Γιατί φωνάζει αυτό το μικρό έξαλλο; Άρχισε τότε ό μικρός να μου πετά αντικείμενα. Ό,τι έβρισκε μπρο­στά του. Μπήκε στη μέση ο φίλος μου και φύγαμε βιαστικά. Εγώ ήμουν αμήχανος.
– Τι ήρθαμε εδώ, του λέω, και με βρίζει αυτό το μικρό; Πού με ξέρει και για ποια μαυροφόρα λέει;

Φύγαμε, λοιπόν, και πήγαμε στην εκκλησία. Άναψα το κερί μου, είπα ότι θυμόμουν από προσευχή, χαιρέτησα τον παπά και κίνησα για το σπίτι μου, γιατί είχε βραδιάσει. Μέσα μου, όμως αναλογιζό­μουν: – Τι είναι όλα αυτά; Για ποια μαυροφόρα λέει; Έτσι προβλη­ματισμένος καθώς πλησίαζα σπίτι μου, από την πλάγια μεριά πού ήταν όλο τοίχος, ενώ ήταν νύχτα προχωρημένη -υπόψη ότι αυτά έγιναν πριν την κατοχή, πού δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε στα χωριά κινηματογράφοι- πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο, λοιπόν ανοίγει ένα φως δυνατό και βλέπω. Τι λες να βλέπω; Βλέπω σαν σε κινηματογρά­φο ένα φορτηγό να κατεβαίνει από το βουνό, τον εαυτό μου να οδηγεί, να προσπαθεί να ελέγξει το όχημα, αυτό να τρέχει, να πέφτει στη λακκούβα, να χάνω τον έλεγχο, να στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό, να κλείνω τα μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»… και ξαφνικά, στον ουρανό ψηλά, πάνω από τον γκρεμό, βλέπω μία πανύψηλη γυναίκα, με μαύρα ρούχα, να πιάνει το φορτηγό στον αέρα, όπως πιάνουμε εμείς ένα σπιρτόκουτο, να το γυρνά και να το βάζει στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Ήταν, αδελφέ μου, ή Κυρά μας ή Παναγία. Τότε αναγνώρισα το περιστατικό που μου συνέβη με το φορτηγό. Έπεσα κάτω αμέσως, συγκλονισμένος και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Τότε κατάλαβα το φοβερό που μου συνέβη. Σηκώνομαι μετά από ώρα, με δάκρυα και τρέχω και το λέω του παπά. Του είπα τα πάντα, και ειδικά το τελευταίο, που τα είδα όλα σε ταινία, και ειδικά για την ψηλή και όμορφη μαυροφόρα, που σταμάτησε το φορτηγό στον αέρα και ήμουν εγώ μέσα. Συγκλονίσθηκε ό παπάς όταν τ’ άκουσε όλα. Μεγάλο θαύμα, παιδί μου, να ευχαριστήσουμε και να δοξάσουμε τον Θεό και την Παναγία μας.
Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μου ήρθε κάτι σαν φωτισμός, ότι δεν είμαι για τον κόσμον αυτόν. Τέτοιο θαύμα μου έκανε η Παναγία μας και εγώ κάθομαι στον κόσμο; Που να πάω, όμως; Μου λέει, καλή ώρα ό παπάς, αν θες να ευχαριστήσεις τον Θεό και να σώσεις την ψυχή σου, να πας στο Περιβόλι της Παναγίας, σ’ αυτή που σε έσωσε. Έτσι, αδελφέ μου, ήρθα στο Άγιο Όρος και δοξάζω τον Θεό για την πανάγαθη Πρόνοια Του. Θα μπορούσα να πω κι εγώ, μαζί με τον Απόστολο Παύλο, «ουκ εγγυώμην απειθής τη ουρανίω οπτασία» (Πραξ. 26, 19).

Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία του παππού και τα θαυμάσια της Κυράς μας της Παναγίας. Θέλησα να τον ρωτήσω για κάποιες απορίες μου, αλλά ακούσθηκε ή καμπάνα της Τραπέζης. Σηκωθήκαμε και μαζί με όλους τους πατέρες μπήκαμε στην Τράπεζα. Τον αναγνώ­στη δεν τον πολυπρόσεχα, γιατί έφερνα στο νου μου όλο το γεγονός που άκουσα και με είχε συγκλονίσει. Κρυφά λοξοκοίταζα την γαλή­νια μορφή του παππού. Περίμενα να γίνει προσευχή, να βγούμε και να ξανασυναντήσω τον Γέροντα. Τουλάχιστον να μάθω το Όνομα του. Μιλάγαμε τόση ώρα και δεν ήξερα πώς τον λένε. Κτύπησε το κουδούνι ο ηγούμενος, κάναμε προσευχή και αρχίσαμε να βγαίνουμε. Ό παππούς βγήκε από τους πρώτους. Μέχρι να βγω είχε εξαφανισθεί. Χρόνο δεν είχα να τον ψάξω, γιατί το καραβάκι έφευγε. Έτσι, πήρα τον ντορβά μου και κίνησα για την παραλία, ευχαριστώντας μέσα μου τον κτήτορα, το Βασιλόπουλο εκείνο που αγίασε, για την παρη­γοριά που μου έδωσε.
Αυτό, ήταν αγίου κέρασμα.

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008
1. Μοναχός Παίσιος Καρεώτης
2. Πρωτάτον αριθ. 112

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ;

Κατά την θρησκευτική παράδοση, η Παναγία πέθανε δέκα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Ιησού και τάφηκε στην Ιερουσαλήμ. Πού βρίσκεται, όμως, ο τάφος της Παναγίας;

Ο τάφος της Παναγίας, γνωστός και ως Πάνσεπτο Θεομητορικό Μνήμα της Γεθσημανής,  αποτελεί για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς το τρίτο κατά σειρά σπουδαιότητας προσκύνημα. Εντός του Ναού Δεσπόζουν το Πανάγιο Θεομητορικό μνήμα και η Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας. Ο σημερινός Ναός και είναι από τα παλαιότερα χτίσματα της Ιερουσαλήμ, το οποίο χτίστηκε από την Αγία Ελένη το 326μ.Χ. προς τιμή της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και πρέπει ο επισκέπτης να κατέβει 49 σκαλιά.
Τα 49 σκαλιά που κατεβαίνει ο προσκυνητής για τον Τάφο της Παναγίας.
Αν και είναι μια ταπεινή κρύπτη, ωστόσο στο εσωτερικό της ανακαλύπτει κανείς μια ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. Καταπληκτικός παραλληλισμός με το Υπερευλογημένο πρόσωπο της Θεοτόκου. Το κυρίως προσκύνημα βρίσκεται μέσα σε ένα λιθόκτιστο κουβούκλιο, ύψους 2 m, μήκος 3 m και πλάτος 4 m και είχε λαξευτεί σε λίθινο βράχο. Η είσοδος στο κουβούκλιο γίνεται από τα μια μικρή είσοδο η οποία βρίσκεται δυτικά, ενώ η έξοδος από τα βόρεια.

Βγαίνοντας από το Κουβούκλιο, στα δεξιά υπάρχει το Καθολικό του Ιερού Ναού των Ορθοδόξων στο οποίο βρίσκεται η θαυματουργός Εικόνα της Θεοτόκου της Ιεροσολυμίτισσας. Στο 24ο σκαλοπάτι υπάρχουν  από δεξιά οι Τάφοι των αγίων και δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης. Από αριστερά ο Τάφος του αγίου μνήστορος Ιωσήφ. Και οι δύο αυτοί τάφοι αυτοί είναι άγια θυσιαστήρια.

Το μνημείο αυτό είναι υψίστης σημασίας για τους ορθοδόξους χριστιανούς καθώς σε αυτό ο Κύριος μας προσευχήθηκε θερμά και με πολύ αγωνία,
δέχτηκε το φιλί της προδοσίας, συνελήφθη από τους στρατιώτες του Πιλάτου, τον όχλο και τους υπηρέτες των Φαρισαίων, κηδεύθηκε και ενταφιάστηκε το πανσεβάσμιο Σώμα της Παναγίας μας από τους αγίους Αποστόλους. Σύμφωνα με την ιερά παράδοση από το σημείο αυτό το Πάνσεπτο Σώμα της Παναγίας μετέστει την τρίτη ημέρα προς την Ουράνιο Βασιλεία και κοντά στον αγαπημένο Υιό της. Τέλος, η Ιερά Παράδοση αναφέρει ότι στην περιοχή της Γεθσημανής θα γίνει η θεϊκή κρίση της Β’ Παρουσίας του Κυρίου.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΑΝΟΙΓΜΑ!


Εκεί που είσαι εγκλωβισμένος, πάντα υπάρχει ένα άνοιγμα... εκεί να βλέπεις!

ΒΑΛΤΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΟΔΗΓΟ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΑΣ!


Βάλτε την Παναγία οδηγό στο δρόμο της ζωής σας!

ΧΑΙΡΕ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ, ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΗ ΚΥΡΙΑ!


Χαίρε του κόσμου Δέσποινα! Υπέρλαμπρη Κυρία!

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ Η ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ, ΤΩΝ ΘΛΙΒΟΜΕΝΩΝ Η ΧΑΡΑ...

Τις μέρες τούτες τις ευλογημένες τις δεκαπενταυγουστιάτικες, πού η Εκκλησία μας σταθερά επανέρχεται στην λαμπρή πανήγυρη του θερινού πάσχα και όλα αστράφτουν και λάμπουν στην Χάρη της Παναγιάς μας, μια αδιόρατη θλίψη ευγενικιά, μας συγκλονίζει και συντονίζει τα κρύφια αισθήματα της χαρμολύπης μας.

Είναι νηστήσιμες αυτές οι μέρες, γιατί είναι μέρες περισυλλογής, αφιερωμένες στην αγνότητα, γιατί κατ εξοχήν αγνή είναι και η Παναγία η Παρθένα. Και φιλτράρονται εξαίσια μέσα στην αποκάρωση της καρδιάς της καλοκαιρινής κάψας, όπου πάσα σαρξ βροτεία σιγεί και παραμένει ανενεργή στην αμαρτία και τα πάθη και αυτή την δραστηριότητα της πολυπραγμωσύνης μας.Είναι αυτός ο καιρός πού από την μια λάμπει και γεμίζει ευφροσύνη τις ψυχές, ευφροσύνη τέτοια πού την πλαισιώνουν θυμιάματα και τροπάρια παρακλητικά της αρχαίας ευγένειας της πονεμένης μας φυλής και από την άλλη αίθει, θυμίζοντας καρδιές φλεγόμενες από τον θείο έρωτα, αλλά και κατατρυχόμενες από τον καύσωνα των παθών, πού ζητούν τον δροσισμό τους.

Και τότε η παραμυθία, η παράκλησις των πενθούντων, η γλυκασμός των αγγέλων, των χριστιανών η προστάτις, των θλιβομένων η χαρά, έρχεται ως αύρα λεπτή και αναψυχή των καμνόντων, να παρηγορήσει, να ενισχύσει, να δώσει την απόκρυφη ελπίδα την μένουσα χαρά, γι αυτούς πού απόκαμαν από τον καύσωνα της κακίας και γονάτισαν παραδομένοι μέσα στον κλύδωνα και τον παθών τον τάραχο.Έρχεται η δεσπόζουσα, η γαληνή, η μειλίχια, η θεϊκή της μορφή για να ελκύσει τον πόνο των ψυχών, των σωμάτων τον κάματο, να ακούσει θρήνους ανθρώπων αποκαμωμένων από την Κακία του κόσμου, των ασθενών τις ικεσίες, αυτών πού αγαπήσαν το παράπονο και αυτών πού θέλουν να πιστέψουν τα ρωτήματα.

Άνθρωποι σφάζονται εκατέρωθεν στο όνομα του θεού τους, οι πτωχοί παραγκωνίζονται και συνθλίβονται, ασθένειες με νέα εντυπωσιακά ονόματα της ψυχής και του σώματος και πάθη αρχαία ταλανίζουν τον άνθρωπο, η θλίψη πλεονάζει, η απελπισία θρονιάζεται δέσποινα του κόσμου και η απιστία αναίσχυντα κομπάζει για την κυριαρχία της πάνω στους ανθρώπους. Ει δυνατόν πλανώνται και οι εκλεκτοί και ο άνθρωπος κουφάρι άψυχο και πτώμα στολισμένο τις μεγάλες βλασφημίες σήπεται μέσα στην χαρά του κόσμου τους. 

Αλλά η Παναγιά στέκει ως είναι και ως ήταν, στο εικόνισμα το ορθόδοξο της, στις καρδιές αυτών πού πονάνε και ακόμα ελπίζουνε. Είναι η Μάνα του Θεού και είναι η Μάνα του Πόνου.Αγάπη,αγάπη παντού. Μια αγάπη φτιαχτή , ένα σύνθημα να ντυθεί η αμαρτία, η απιστία, η κυνική απεμπόληση κάθε ιερού για την αγάπη του Κόσμου, για την συναίνεση των πορνών , για την ταύτιση με την αρρώστια και την λέπρα πού κατατρώει τους εμπόρους συναισθημάτων. Αλλά η Εικόνα της παραμένει αγνή!Παραμένει ατόφια μητρική, ατόφια ορθόδοξη, χαρά ατόφια πνευματική και παράκληση μοναδική! Δεν έχουμε εδώ επιπεδο συναισθηματισμό και συναίνεση στην ανομία. Έχουμε την τελευταία και μόνη αυθεντικότητα της θεοφανείας. Είναι το έσχατο της αλήθειας καταφύγιο. Πού δεν ξεγελά. Δεν εκβιάζει. Δεν απαιτεί. Αλλά την άχραντη μαντήλα της απλώνει για να σκουπίσει τον ιδρώ του καμάτου, τα δάκρυα του πόνου, της αμφιβολίας να σκεδάσει τα νέφη και των λυπηρών τις επαγωγές. Η ατόφια αγάπη στην Παναγία επιβιώνει, γιατί είναι η μήτρα της αγάπης και του Χριστού η μητέρα.Είναι η Εικόνα η Εσχάτη της Αγάπης. Αυτό πού αναζητά ο τυφλός επαίτης ο άνθρωπος, μέσα στο φως το τεχνητό των διαβόλων του κόσμου.Είναι το Άγιο Φως το τελευταίο, το αυτομάτως απτομενος , ο φάρος πού λάμπει από μακρυά, στις απόκρημνες του κόσμου ακτές, η τελευταία γνήσια φλόγα, στο περίλαμπρο αυτό και φτιαχτό πανηγύρι των ψεύτικων φωτοχυσίων , πού εντυπωσιάζουν τόσο τους υπερήφανους.Είναι ο έλεγχος και η κρίση του σκοταδιού και η δραχμή η απολομένη , πού η παρθένα ψυχή αναζήτησε και βρήκε και εισήλθε φωτοφόρα και χαρούμενη στο Γάμο του Κυρίου της, συγκαλώντας τα αδέρφια της τους ανθρώπους σε χαρά μεγάλη για το εύρημα.

Κάτω από τον σταυρό σταυρώνεται η ίδια. Μπρος το κενό μνήμα ανασταίνεται. Είναι η μάνα η αρχέγονη του ανθρώπου πού βίωσε όλο τον πόνο και την δυστυχία του και άκουσε τα παράπονα και τις θλίψεις χριστιανών και αλλοφύλων, ιερέων και λαϊκών, βασιλέων και πενήτων,αγίων και αμαρτωλών. Είναι η ανακούφιση, η πάντων χαρά, η μεγάλη επιστροφή στην αρχαία αυτή ευγένεια του ανθρώπου, όταν βγήκε από την πνοή του Θεού, άγιος και ζωντανός.Πονεμένα είναι τα τροπάρια πού της ψάλλουμε γιατί νιώθει από πόνο και πονεμένη, σταυρωμένη είναι και η δική μας πίστη. Χαρούμενοι οι ύμνοι στην κοίμηση της, γιατί είναι κοίμηση της ζωής, επιστροφή στον Υιό και Θεό της, πασχαλινό εικόνισμα της δικής μας ανάστασης.

Η Παναγιά ξεπερνά τα όρια της δικής μας πίστης και της δικιάς μας θρησκείας. Αγκαλιάζει το σύμπαν σαν μάνα οικουμενική, σαν αρχετυπη Μάνα και Καταφυγή. Στην χάρη της προσπίπτουν αλλόφυλοι. Την βοήθεια της επικαλούνται αλλόθρησκοι. Το Πρόσωπο της προσκυνούν και οι εθνικοί. Είναι οικειοτέρα του Υιού της για την πλειονότητα δικών και ξένων. Δεν είναι μόνο αυτή η Μητρική Φιγούρα πού συγκινεί και ελκύει. Βαθιά μέσα του και ο μυημένος και ο αμύητος γνωρίζει, γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν τον σπόρο να τα γνωρίζουν μυστικά όλα αυτά, πώς η Παναγία είναι ο Τελειοποιημένος Άνθρωπος. Το Παιδί του Θεού. Ο Θεωμένος. Η νίκη του ανθρώπου πάνω στην αμαρτία. Ο άνθρωπος στον οποίο απόλυτα ευδόκησε ο Θεός και συμφιλιώθηκε μια για πάντα μαζί του.Αυτά η ταπεινή και δεκτική καρδιά τα ψυχανεμίζεται ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, παιδεία ή γένος. Και αυτή η μυστική η δύναμη και η έλξη πού τρέφουν τέτοια αγάπη και οικειότητα. Μόνο ένας δαιμονισμένος, καθ όλα αμαυρωμένος άνθρωπος, καν ονόματι Χριστιανός, μπορεί να απορρίψει το θεομητορικό πρόσωπο. Η απόλυτη υπερηφάνεια πού είναι η απόλυτη μωρία. Πού είναι η απόλυτη θλίψη, θλίψη τόσο διεστραμμένη πού δεν δέχεται πιά την Χαρά και επειδή μυστικά τον βασανίζει, αγαπά το σκότος μάλλον , ει την Ζωή των ανθρώπων.

Ξέχωρα και πάνω απ όλα το επαναλαμβάνουμε είναι η Μάνα του Πόνου, είναι η Μάνα της Παράκλησης. Γι αυτό την αγαπάμε τόσο, διότι δεν παύουμε να θλιβόμαστε και να κατατρυχόμαστε σε αυτόν τον βίο τον πολυκύμαντο. Και αυτή είναι το καταφύγιο και ο γαληνότατος όρμος, πού οδηγεί στην Ειρήνη την μένουσα, τον Υιό και Θεό της. Γι αυτό και αν ψάλλουμε πασχαλινά τροπάρια και πανηγυρίσουμε την έξοδο της την λαμπρή, θα μας μείνει και μετά και για πάντα. αυτή η αδιόρατη μα έντονη του δεκαπενταύγουστου χαρμολύπη, αυτή η μυστική συγκίνηση , πού σάρκα έχει την ρωμαίικη ψυχή μας την θεομητοροστολισμένη και για ψυχή την νοσταλγία της χαράς των αγγέλων, της χαράς να ζούμε στον κόσμο του Υιού της. Και Αυτή παραμένει η θύρα η μυστική για αυτή την Ζωή.


Καλό δεκαπενταύγουστο!

ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΙΑΞΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ;

Ο ιατρός Λουκάς και η Παναγία συνομιλούν. Ο ιατρός της ζητάει την άδεια να την ζωγραφίσει και εκείνη του την δίνει… Κάπως έτσι ξεκίνησε η απεικόνιση των Αγίων μορφών της Ορθοδοξίας μας και η τιμητική τους προσκύνηση. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν ο πρώτος αγιογράφος της Παναγίας στην Ορθόδοξη ιστορία μας.
Οι πρώτες εικόνες του Ευαγγελιστή Λουκά ήταν της Παναγίας, καθώς κάποια μέρα ένιωσε την επιθυμία να ζωγραφίσει την Παναγία και γι’ αυτό και της το ζήτησε και «πήρε την ευλογία της».
Τότε άγγελος Κυρίου, του έδωσε τρία ξύλα και πάνω σε αυτά έφτιαξε τις τρεις πρώτες εικόνες. Όταν τελείωσε την πρώτη εικόνα την οποία έκανε με χρώματα επάνω στο ένα από τα τρία ξύλα που πήρε από τον άγγελο, πήγε να την δείξει στην Παναγία για να ακούσει την άποψή της.
Η Παναγία, είδε την εικόνα και του είπε ότι ήταν πολύ καλή, όμως είχε ένα έλλειμμα πολύ σημαντικό. Εικονιζόταν μόνη της, δεν είχε ζωγραφίσει ο Λουκάς τον Ιησού Χριστό, βρέφος.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε και δεύτερη εικόνα, την οποία έκανε με κερί και μαστίχα στο ένα από τα δύο ξύλα που έμειναν από αυτά που του έδωσε ο άγγελος, πήγε πάλι να την δείξει στην Παναγία.
Στο τελευταίο ξύλο που είχε μείνει, ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε με χρυσό και ασήμι, την τρίτη εικόνα, και την πήγε και αυτή στην Παναγία. Τότε η πανάμωμος Παρθένος ευλόγησε και τις τρεις εικόνες κι είπε:  «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι’ εμού μετ’ αυτών».
Δηλαδή, η χάρη του υιού μου να είναι πάντα και με τις τρεις εικόνες. Αυτές τις τρεις εικόνες της Παναγίας έφτιαξε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που έχουν Πατριαρχική αναγνώριση, παρ’ όλο που υπάρχουν πολλές που αποδίδονται σ’ αυτόν και φτάνουν σε διάφορους αριθμούς (70, 80, 150 …)
Η μία από τις τρεις εικόνες της Παναγίας που χάραξε πάνω σε ξύλο ο Ευαγγελιστής Λουκάς και διασώζονται, είναι η Παναγία Σουμελά. Από τις άλλες δύο, η μία βρίσκεται στη Μονή Κύκκου της Κύπρου και η άλλη στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου.

Πηγή: dogma.gr 

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ «ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ»;

Την επίκληση «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς» πολλοί την παρεξηγούν. Νομίζουν ότι δι’ αυτής η Θεοτόκος κηρύσσεται ως κύρια πηγή σωτηρίας, αξίωμα που ανήκει μόνο στον άχραντο τόκο της, τον Θεάνθρωπο Κύριο. Γι’ αυτό αντικαθιστούν την επίκληση, που θεωρούν δογματικά εσφαλμένη, με άλλη: «Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών».
Η αντικατάσταση αυτή, ορθή στο νόημα και τη διατύπωσή της, δεν έρχεται ωστόσο σε αντίθεση προς την πρώτη επίκληση. Και οι δύο εκφράζουν το ίδιο πράγμα. Κατά τη δογματική πίστη της Εκκλησίας μας, η Θεοτόκος ουδέποτε λαμβάνεται ως πρώτη και κύρια πηγή σωτηρίας, κάτι που θα ερχόταν σε αντίθεση με το λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού, «ως μόνου μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων και ως μόνης πηγής σωτηρίας».
Σε μια τέτοια περίπτωση η πρόταση θα ήταν δογματικώς επιλήψιμη, η δε Εκκλησία δεν θα τη χρησιμοποιούσε στη λατρεία της. Το ρήμα σώζω («σώσον») εδώ έχει άλλη σημασία, κυρίως σε ό,τι αφορά στο όργανο δια του οποίου τελείται η σωτηρία. Η Θεοτόκος σώζει τον άνθρωπο όχι ως πρώτη και κύρια πηγή σωτηρίας, αλλά κατά δεύτερο λόγο και έμμεσα, δια της προσευχής, των δεήσεων και της χάρης της, ως πάναγνης Μητέρας του σαρκωθέντα Λόγου του Θεού.
Αυτό ισχύει και για την προσευχή και το μεσιτικό αξίωμα όλων των Αγίων. …Σε τελική ανάλυση και εφόσον η σωτηρία παρέχεται από το Θεό δια της πρεσβείας της αγνής Θεομήτορος, οι δύο επικλήσεις εκφράζουν το ίδιο πράγμα και δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός προβληματισμός σ’ εκείνους που γνωρίζουν τα δογματικά ζητήματα της πίστεως μας. Στα αστήρικτα βέβαια πνεύματα μπορεί να υπάρξει κάποιος «σκανδαλισμός», σ` αυτά όμως πρέπει να φωτίζει και να καθοδηγεί στην αλήθεια η διδάσκουσα αρχή της Εκκλησίας.
Η ζωή του ανθρώπου στη γη αυτή είναι γεμάτη πειρασμούς, είτε από την εσωτερική φύση του ανθρώπου, η οποία, επιρρεπής στην αμαρτία αυτοπειράζεται, είτε από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ο άνθρωπος ζει, ο κόσμος που είναι γεμάτος από παγίδες, κακότητα και πορνική φιληδονία, είτε και από συμβάντα ζωής έκτακτα και αναπάντεχα, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την αντοχή και την ψυχική ευστάθεια του ανθρώπου. Οι πειρασμοί, οι τόσο συχνοί στη ζωή μας, έχουν διπλή όψη, θετική και αρνητική. Από τη μια δοκιμάζουν τον άνθρωπο, αυξάνοντας την αντοχή, την υπομονή και την πίστη του στην πρόνοια του Θεού, εκτρέφοντας την ελπίδα και τη γλυκιά αίσθηση του σωτηρίου στο οδοιπορικό του πιστού προς την ουράνια θεία βασιλεία· από την άλλη όμως, δεδομένης της αδυναμίας της φύσεως, είναι δυνατό να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε πτώση, με ο,τι αυτό συνεπάγεται στην ηθική και την πνευματική ζωή του. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κύριος, στην προσευχή που μας παρέδωσε, μας είπε να προσευχόμαστε: «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν».
Οι πιστοί, έχοντας παρρησία προς την αειπάρθενη Μητέρα του Χριστού, καταφεύγουν στη χάρη της, ζητώντας απ’ αυτή λύτρωση από τις δυσχέρειες και τα δεινά, που καθημερινά τους ταλαιπωρούν και τους συνθλίβουν.

Α. Θεοδώρου, «Χρυσοπλοκώτατε Πύργε» 

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ»!


Ἀπὸ τὴν 25η ἕως καὶ τὴν 28η Ἰουλίου 2016, ἐκκλησιαστικὴ ἀντιπροσωπεία ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφτηκε τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Μιτσχέτης καὶ Τιφλίδος καὶ Καθολικὸ Πατριάρχη πάσης Γεωργίας κ. Ἠλία Β΄.
Ἡ ἀντιπροσωπεία ἀποτελοῦνταν ἀπό τους: πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση ὁμότιμο καθηγὴ πατρολογίας Θεολογικικῆς ΑΠΘ, κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη καθηγητὴ δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς ΑΠΘ, πρωτοπρεσβύτερο π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο ἐφημέριο Ἱ.Ν. Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, πρωτοπρεσβύτερο π. Πέτρο Heers ἐφημέριο Προφήτου Ἡλιοῦ Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης, πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Vulcanescu τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς καὶ τὸν μοναχὸ π. Σεραφεὶμ Ζήση.
Συναντήθηκαν μὲ ἱεράρχες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, καθὼς καὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Γεωργίας Ἠλία Β΄, ὁ ὁποῖος εὐγενικὰ ὑποδέχτηκε τοὺς καλεσμένους του στὴν κατοικία του. Ἡ ἀντιπροσωπεία ἔτυχε θερμῆς ὑποδοχῆς, μέσα σὲ πνεῦμα ἀδελφικῆς ἀγάπης καὶ εἰλικρινοῦς συνεργασίας. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐπίσκεψης ἦταν διπλός: ἀφενὸς νὰ ἐκφράσει - ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στὴν Ἑλλάδα - εἰλικρινῆ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Πατριάρχη, τὴν Ἱεραρχία καὶ τοὺς Πιστοὺς στὴν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας γιὰ τὴν ὁμολογία τους στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη σχετικὰ μὲ τὴν συγκρητιστικὴ καὶ οἰκουμενιστικὴ Σύνοδο, καὶ ἀφετέρου, νὰ συμβουλευθοῦν καὶ νὰ συζητήσουν προσωπικὰ μὲ τὸν Μακαριώτατο καὶ τοὺς Ἱεράρχες, τὴ σωστὴ ἀπάντηση γιὰ τὴν ἀνορθόδοξη «Σύνοδο τῆς Κρήτης».

Εἰδικότερα, ἐγκωμιάστηκε ὡς πρότυπο ἡ πίστη τῆς Γεωργιανῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία της, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν 20ετή ἀπόφασή της νὰ ἀναχωρήσει καὶ νὰ παραμείνει ἔξω ἀπὸ τὸ συγκρητιστικὸ-οἰκουμενιστικό, προτεσταντικὸ ὄργανο, τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Αὐτὴ ἡ πίστη ἦταν ἄλλωστε, πιὸ ἐμφανὴς στὴν στάση ποὺ ἡ Γεωργιανὴ Ἐκκλησία ἔχει διατηρήσει μέσω τῆς ἀποχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν κειμένων της σχετικὰ μὲ τὴν «Μεγάλη καὶ Ἁγία Σύνοδο» ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸν περασμένο Ἰούνιο στὴν Κρήτη.

Οἱ συζητήσεις ἐπικεντρώθηκαν στὰ προβλήματα ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν καινοτόμο καὶ ἀνορθόδοξη «Σύνοδο τῆς Κρήτης» καὶ ἡ ἀναγκαία ἀπάντηση σὲ αὐτὴ μὲ βάση τὰ δόγματα καὶ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Τονίστηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀντιπροσωπεία, ἡ ἀπαίτηση γιὰ μία σαφῆ ἀπόρριψη τόσο τῆς μεθοδολογίας καὶ τῆς ὀργάνωσης τῆς Συνόδου, καθὼς καὶ τῶν καινοτόμων καὶ ἀνορθόδοξων κειμένων ποὺ ἐγκρίθηκαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιτακτική ἀνάγκη, νὰ συγκληθεῖ μία νέα Ὀρθόδοξη Σύνοδο ὡς ἀπάντηση.

Ὁ Πατριάρχης ὑποδέχτηκε τοὺς καλεσμένους του καὶ ἐξῆρε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πίστη, διαβεβαιώνοντάς τους ὅτι «δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, ἀλλὰ μόνο μία Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», καὶ ὅτι ὁ ἴδιος καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος θὰ «ἐργαστοῦν γιὰ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων», τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐξασφαλιστεῖ μόνο μὲ βάση τὴν πίστη ποὺ ἔχει παραδοθεῖ. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας στὰ Πανορθόδοξα συνέδρια, Μητροπολίτες Γεράσιμος Zugdidi καὶ Θεόδωρος Akhaltsikhe, ἀπὸ τὴν πλευρά τους, τόνισαν τὴ δέσμευση τῆς Ἐκκλησίας τους γιὰ προ-συνοδικὴ ἀπόρριψη τῶν ἀνορθόδοξων κειμένων: «Τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου καὶ τὰ κολλήματα» καὶ «Σχέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μὲ τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἐπιπλέον, ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ Μητροπολίτες δήλωσαν ὅτι τὰ ἔγγραφα τῆς Συνόδου θὰ μεταφραστοῦν στὰ γεωργιανά, θὰ ἐξεταστοῦν καὶ θὰ δοθεῖ ἀπάντηση μετὰ τὴ γενικὴ συνέλευση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου.

Σὲ γενικὲς γραμμές, τόσο οἱ ἐπισκέπτες ὅσο καὶ οἱ οἰκοδεσπότες βρῆκαν κοινὸ ἔδαφος καὶ ἑνότητα γιὰ ὅλα τὰ θέματα τῆς πίστης σὲ σχέση μὲ τὸ Δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ὅριά της, καθὼς καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ συνεχιστεῖ ἡ ἀκλόνητη στὴν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία Πίστεως στὸ πρόσωπο τῆς ἐξάπλωσης τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Δεσμεύθηκαν νὰ συνεχίσουν τὴ συνεργασία στὸν τομέα αὐτὸ στὸ ἄμεσο μέλλον.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προαναφερθεῖσες συναντήσεις καὶ συζητήσεις, τὴν εὐγενικὴ φιλοξενία γιὰ τὴν ὁποία ὁ γεωργιανὸς λαὸς εἶναι τόσο γνωστὸς, ἡ ἐπίσκεψή τους ἐπεκτάθηκε μὲ ἕνα πλῆρες πρόγραμμα σὲ ἱστορικὰ προσκυνήματα τῆς σεβασμίου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας.


ΠΑΝΑΓΙΑ: Η ΜΗΤΕΡΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΗΤΕΡΩΝ

Ιστορία και θρύλοι της θαυματουργής εικόνας της
Γράφει ο καθηγητής Χρήστος Γερ. Σιάσος

«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα, Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»

Ο Αύγουστος, από την αρχή μέχρι το τέλος του, είναι ο μήνας της Παναγιάς μας. Δυστυχώς βρίσκει ξανά την Πατρίδα μας, την υπερήφανη Ελλάδα μας, σε μια ιστορική καμπή, σε μια οικονομική εξαθλίωση των νοικοκυριών μας.

Κατά καιρούς, ο Αύγουστος, μας έδωσε πολλά ένδοξα αλλά και τραγικά γεγονότα. Πάντα όμως ήρεμος και χαμογελαστός. Ανάμεσα στην ελπίδα και την απόγνωση, όλοι μας θα αναζητήσουμε και φέτος διέξοδο και παρηγοριά μπροστά στο προσκυνητάρι της Παναγιάς μας, κάνοντας την προσευχή μας και ανάβοντας ένα κεράκι να την παρακαλέσουμε για ότι το καλύτερο, για την Πατρίδα μας, την όμορφη Ελλάδα μας, την οικογένειά μας, τα παιδιά μας, τον κόσμο όλον.

Ο Αύγουστος, είναι και ο ευλογημένος μήνας για τον Ελληνισμό, είναι το «Πάσχα του Καλοκαιριού». Ο ευλογημένος μήνας της Παναγιάς μας που μας δείχνει καθημερινά, αγάπη, στοργή, καλοσύνη, παρηγοριά, παντοδυναμία, σοφία, μας ανακουφίζει από κάθε πόνο και θλίψη. Κοντά της βρίσκουμε πάντα φως και ελπίδα. Παναγία, μια λέξη ευλογία, ηρεμία, χαρά, ειρήνη, όνειρο. Από τις αρχές του μήνα Αυγούστου και όλο το δεκαπενταύγουστο αρχίζει η προετοιμασία των πιστών για την μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Όλοι οι Χριστιανοί τις ημέρες αυτές κατακλύζουν τα αμέτρητα προσκυνήματά της, σε όλη την Ελλάδα και το Εξωτερικό, όπου λιτανεύονται οι θαυματουργές εικόνες Της. Στην Παναγία Σουμελά στη Βέροια, στην Παναγία της Τήνου, στην Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, στην Παναγία της Κεφαλονιάς, όπου στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής της, εμφανίζονται τα «φιδάκια της Παναγίας».

Η Παναγία μας, το ιερότερο από τα πρόσωπα της Ορθοδοξίας, δεν έχει μόνο θρησκευτική- λατρευτική σημασία για τους Έλληνες αλλά και Εθνική, αφού πολλές φορές το πρόσωπό Της έχει συνδεθεί με τους αγώνες του Ελληνικού Έθνους.

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, μας λέει ότι, Μαρία σημαίνει Κυρία, σημαίνει και Βασίλισσα. Είναι η κυρία Θεοτόκος. Κυρία, γιατί κυριάρχησε πάνω στο κακό. Κυρία, γιατί είναι η Μητέρα του Κυρίου. Κυρία, γιατί εμείς οι ταπεινοί δούλοι προσπίπτουμε με πόνο και ελπίδα και ζητάμε τη μεσιτεία Της. Οποιαδήποτε άλλη κυρία αυτού του κόσμου είναι μηδενικό μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο μας.
Είναι και Βασίλισσα η Παναγία μας, μας λέει ο Άγιος, γιατί, στο κεφάλι της έχει το στεφάνι της Αγιότητας. Στα χέρια Της κρατάει το σκήπτρο της αγάπης και οι θρόνοι Της είναι δύο. Ο ένας στα δεξιά του Θεού, «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου» και ο άλλος στ' αριστερά του ανθρώπου, δηλαδή, ο θρόνος της καρδιάς μας.

Ακόμα οι γραφές των Αγίων Πατέρων μας λένε, «Το πανσεβάσμιο και κεχαριτωμένο όνομα της Μαρίας προσφυέστατα και αρμοδιότατα εδόθη εις την αειπάρθενον Θεοτόκο κατά πρόγνωση και βουλή Θεού, παρά του οποίου ήταν ορισμένη να γίνει Μητέρα Αυτού. Το όνομα Μαρία σημαίνει: Παντοδυναμία, τουτέστιν εκείνη η οποία ένωσε τα δύο άκρα αντικείμενα Θεό και άνθρωπο. Ακόμη σημαίνει Σοφία, η οποία βρήκε τον τρόπο για να ενώσει δύο φύσεις σε μια υπόσταση, χωρίς να συγχύσει τα ιδιώματα των φύσεων. Και τρίτον σημαίνει Αγαθότητα, δηλαδή χάρις, η οποία θεοποίησε την ανθρώπινη φύση και ανεβίβασε αυτή υπεράνω των ουρανίων δυνάμεων.

Αυτά τα τρία επίθετα περιέχει το όνομα Μαρία. Δόθηκε διότι έμελλε να υπηρετήσει το μυστήριο της ενσάρκωσης του Κυρίου…». Επίσης, οι Πατέρες της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ονομάζουν την Παρθένο Μαρία και Θεοτόκο.

Την Παναγιά μας, πρόσφεραν στο Ναό οι γονείς της, Ιωακείμ και Άννα, όταν ήταν τριών χρόνων. Στο Ναό έμεινε δώδεκα χρόνια και σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων μνηστεύθηκε τον Ιωσήφ. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την αποκάλεσε Κεχαριτωμένη, φέρνοντάς Της το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Ιησού σε ηλικία δεκαέξι χρόνων. Μετά την ανάληψη του Κυρίου έζησε άλλα δέκα χρόνια και σε ηλικία πενήντα εννέα χρόνων, «μετέστη προς την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής».

Η λατρεία και η αγάπη των πιστών, ανώνυμων και επώνυμων, φαίνεται και από τα πολυάριθμα προσωνύμια που έχει δώσει στην Παναγιά μας, σε Ιερούς Ναούς και Ιερές Μονές, στις Άγιες Εικόνες Της, όπου και αν βρέθηκαν αυτές, όπως: Μεγαλόχαρη, Εκατονταπυλιανή, Φανερωμένη, Κοσμοσωτήρα, Χοζοβιώτισσα, Εικοσιφοίνισσα, Βρεφοκρατούσα, Ελεούσα, Θαλασσινή, Γιάτρισσα, Μυρτιδιώτισσα, Οφιούσα, Αγιασώτισσα, τριχερούσα, Κρημνιώτισσα, Καμαριώτισσα, Πορταΐτισσα, Γαλακτοτροφούσα, Ελευθερώτρια, Γλυκοφιλούσα, Μεγαλομάτα, Δεξιοκρατούσα, Αθηνιώτισσα, Μεγαλοσπηλαιώτισσα, Πουρσιώτισσα, Λιγοβιτσιάνα, Αμπελακιώτισσα, Καμινιώτισσα, Βλαχερνίτισσα, Ολυμπιώτισσα, Σουμελιώτισσα, Πλατανιώτισσα, Παμμακάριστος, Πελεκητή, Κρεμαστή, Μαρμαριώτισσα, Υγεία, Παραμυθία, Παρηγορήτρα, Μυροβλύτισσα, Αμόλυντος, Υψηλοτέρα, Κεχαριτωμένη, Ελεημονήτρια, Αγία Σκέπη, Αγιάσσου, Ελπιδοφόρα, Ευαγγελίστρα, Εύσπλαχνος, Μυροβλύτισσα, Ζωηφόρος, Ζωοδότρα, Νεροφορούσα, Ηγουμένη, Νυμφοτόκος, Αξιον Εστί, Ηλιοτόκος, Ξηροκαμπίτισσα, Αρβανίτισσα, Θεόκλητη, Ολυμπιώτισσα, Αρχαγγελιώτισσα, Ομονοούσα, Θεοσκέπαστη, Αυγουστιανή , Θρηνούσα, Παρηγορήτρα, Βλαχέρνα, Καλαμιώτισσα, Πρέσβειρα, Βρεφοκρατούσα, Καταφυγή, Γερόντισσα, Κλεισούρας, Σπηλιώτισσα, Γραφιώτισσα, Τρυφερούσα, Γρηγορούσα, Δακρυρροούσα, Δαμάστα, Φαρμακολύτρα, Διακονούσα, Χιλιονοματούσα, Χρυσοβαλάντη, Χρυσοκαστριώτισσα, Χρυσοπηγή, Εκκλησιάρχουσα, Ψυχοσώτρια, Υπερευλογημένη, Παναμώμητος, Άχραντος, Αμόλυντος, Λεσινιώτισσα, Νιαμονίτισσα, Υψενή, Τσαμπίκα, Αργοκοιλιώτισσα, Εικονίστρια, Ακαθή, Γαλατιανή, Αρεθιώτισσας, Βουλκανιώτισσα, Αρμενιώτισσα, Δομιανίτισσας και δεκάδες άλλα.

Ο Χριστός αποφάσισε να καλέσει κοντά Του τη Μητέρα Του. Τρεις ημέρες όμως νωρίτερα της γνωστοποίησε με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ την από τη γη μετάστασή Της. Η Παναγία μας με τον πόθο της μετάστασή Της προς τον γιό Της, πήγε στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί. Μετά από την προσευχή, επιστρέφει στο σπίτι Της και αμέσως συγκλονίζεται ολόκληρη.
Στο σπίτι έφθασαν οι μαθητές του Χριστού. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Ιεράρχες Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Ιερόθεος και ο Τιμόθεος. Η Παναγία τους χαιρέτισε όλους και προσεύχεται για την προστασία του κόσμου. Ο Πέτρος αρχίζει τους εξόδιους ύμνους. Οι άλλοι προπορεύονται με λαμπάδες και υμνωδίες, οδηγώντας το Θεοδόχο σώμα Της προς τον τάφο.
Η Εκκλησία μας, αυτές τις ημέρες, τιμά το τέλος της επίγειας ζωής της Θεοτόκου, την κοίμησή Της. Η Μητέρα όλων των Μητέρων βρίσκεται ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο. Οι Άγιοι Απόστολοι είναι όλοι εκεί, στο κέντρο βρίσκεται ο Χριστός μας ο οποίος κρατά στα χέρια Του τη Μητέρα Του, ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί Του.

«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα, Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα», ψάλλει η εκκλησία μας.
Από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους η Εκκλησία μας αποδέχθηκε το γεγονός ότι η Παναγία μας κοιμήθηκε στα Ιεροσόλυμα και τάφηκε στην πόλη Γεσθημανή. Ο Ναός της Κοιμήσεως είναι λαξεμένος σε βράχο και έχει τριάντα μέτρα μήκος και οκτώ μέτρα πλάτος, είναι γνωστός ως Πάνσεπτο – σπουδαιότατο προσκύνημα - Θεομητορικό μνήμα της Γεσθημανής.
Χτίστηκε από την Αγία Ελένη το 326 μ.Χ. προς τιμή της Θεοτόκου και βρίσκεται σαράντα οκτώ σκαλιά κάτω από την επιφάνεια της γης.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ

Γιατί το Άβατον δεν μπορεί να καταργηθεί

Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα η χερσόνησος του Άθω δεν είναι κοινόχρηστος τουριστικός τόπος αλλά ιδιοκτησία των Μονών
Αντίλογος στο πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Άγιον Όρος

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Άβατον του Αγίου Όρους προκαλεί πολλούς και διαφόρους, είτε για να προβληματισθούν πάνω στην έννοια και το περιεχόμενό του, είτε για να αναζητήσουν την ιστορική, κοινωνιολογική και θρησκευτική καταγωγή του. Υπάρχουν όμως και εκείνοι οι οποίοι επικαλούνται το Άβατον για να αποδείξουν ότι σε αυτό το ταλαίπωρο ελληνικό κράτος ουδείς σέβεται την αρχή της ισότητας των δύο φύλων και όλοι θεωρούν τη γυναίκα δεύτερης κατηγορίας πολίτη απαγορεύοντας την είσοδό της στο Άγιον Όρος. Αποδίδουν δηλαδή στην ελληνική έννομη τάξη, στον κρατικό οργανισμό αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό βαριά μομφή και συγχρόνως επιχειρούν (και ίσως αυτός να είναι ο πρωταρχικός σκοπός τους) έμμεση πλην σαφή επίθεση κατά της Ορθοδοξίας, η οποία όχι μόνον ανέχεται αλλά και ευλογεί τέτοιες αναχρονιστικές, κατά την άποψή τους, και άρα μη δημοκρατικές καταστάσεις. Με τον τρόπον αυτόν ένα καθαρά θρησκευτικής συνειδήσεως ζήτημα υποβιβάζεται στο επίπεδο των οπαδών του λαϊκισμού, οι οποίοι πιστεύουν (και είναι αρκετοί) ότι όσο περισσότερο και συχνότερα κτυπούν την Ορθοδοξία, άρα και την Εκκλησία, τόσο περισσότερο δημοκράτες αποδεικνύονται και έτσι κάτι μπορεί να ωφεληθούν και, πάντως, τίποτα δεν έχουν να χάσουν.

* Η λανθασμένη θέση
Όταν όμως αυτοί που ζητούν την κατάργηση του Αβάτου, διότι προσβάλλει, δήθεν, την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών, την ελευθερία κινήσεως των γυναικών και διάφορα άλλα - ων ουκ έστιν αριθμός - ατομικά δικαιώματα, είναι διεθνείς οργανισμοί οι οποίοι έχουν ή υποτίθεται τουλάχιστον ότι έχουν οργανωμένες νομικές υπηρεσίες και εγκρατείς νομικούς, τότε η κατάσταση αλλάζει. Στην περίπτωση αυτή δεν έχεις να κάνεις με τον καιροσκόπο του συρμού, τον οποίον απλώς περιφρονείς, διότι μόνον άξιος περιφρονήσεως και αδιαφορίας είναι. Έχεις να κάνεις με τη διατύπωση σε επίσημο επίπεδο μιας λανθασμένης - θέλω να πιστεύω - θέσεως της οποίας επιτακτική ανάγκη επιβάλλει την ανασκευή. Και γι' αυτήν την ανασκευή διατυπώνω σήμερα - για πολλοστή σημειωτέον φορά - ορισμένα επιχειρήματα, για να αντικρούσω το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί καταργήσεως του Αβάτου του Αγίου Όρους. Και νομιμοποιούμαι να το κάνω όχι μόνον ως χριστιανός ορθόδοξος, ο οποίος ασχολείται χρόνια τώρα με τα θέματα αυτά, αλλά και ως παλαιό μέλος του Πανελληνίου Συλλόγου «Οι φίλοι του Αγίου Όρους».

* Τα επιχειρήματα
Το Άβατον λοιπόν δεν επιτρέπεται και δεν είναι δυνατόν, κατά νόμον, να καταργηθεί για τους εξής λόγους:
α) Η είσοδος των γυναικών στο Άγιον Όρος προσβάλλει τη συνείδηση των μοναχών, οι οποίοι δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με τον όρκο τον οποίον έδωσαν, να συναναστρέφονται με γυναίκες. Ο μοναχισμός έλκει την καταγωγήν του από τους αναχωρητές της ερήμου, οι οποίοι ζούσαν μακριά από τα εγκόσμια και η προσχώρησή τους στον μοναχισμό - αποτέλεσμα της ελεύθερης εκλογής τους - απηγόρευε κάθε επαφή και επικοινωνία με γυναίκες. Δεσμεύονται με όρκον οι μοναχοί ως προς το θέμα αυτό. Εάν λοιπόν παραβιασθεί το Άβατον, θα προσβληθεί αυτομάτως το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης των μοναχών. Τι ζητούν λοιπόν οι κκ. ευρωβουλευτές; Θέλουν να προσβάλουν τη θρησκευτική συνείδηση των μοναχών για να μπορούν να εισέρχονται στο Άγιον Όρος οι γυναίκες;
β) Η χερσόνησος του Άθω δεν είναι ένας κοινόχρηστος τουριστικός τόπος στον οποίον κάθε Ευρωπαίος και κάθε άνθρωπος γενικά δικαιούται να εισέλθει, να διαμείνει και να κινηθεί. Είναι, σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, «ιδιοκτησία των Μονών», δηλαδή ανήκει στην κυριότητά τους και το έδαφός της είναι κατά το άρθρο 105 του Συντάγματός μας«αναπαλλοτρίωτον». Είναι τόπος ισοβίου κατοικίας των μοναχών και, ως γνωστόν, η κατοικία είναι κατά το άρθρον 9 του Συντάγματος «άσυλον», η παραβίαση του οποίου απαγορεύεται, αποτελεί δε και ποινικόν αδίκημα.
Θα υποχρεώσει το ελληνικό κράτος, είτε διά νόμου, είτε άλλως πώς, τους μοναχούς να δεχθούν στο «σπίτι τους» πρόσωπα τα οποία δεν θέλουν; Ακόμη και οι άνδρες δεν επιτρέπεται να εισέλθουν στο Άγιον Όρος χωρίς άδεια της Ιεράς Κοινότητος, δηλαδή χωρίς«διαμονητήριον». Οταν ο νόμος δεν μπορεί να με υποχρεώσει να δεχθώ στο σπίτι μου ένα πρόσωπο το οποίο δεν θέλω εγώ να το δεχθώ, κατά ποία λογική θα υποχρεώσει τους μοναχούς να δεχθούν στο σπίτι τους γυναίκες, τις οποίες αυτοί δεν θέλουν;
Επιδιώκουν λοιπόν οι κκ. ευρωβουλευτές να καταργήσουν το άσυλον της κατοικίας των μοναχών; Θέλουν δηλαδή να στερήσουν από τους μοναχούς ένα ατομικό δικαίωμα που απολαμβάνει κάθε άνθρωπος; Εάν πράγματι αυτό θέλουν, τότε παραβιάζουν και την ισότητα υπέρ της οποίας λένε ότι μάχονται.
γ) Ανεξάρτητα όμως από τους δύο προηγούμενους λόγους υπάρχει και ένας τρίτος λόγος για τον οποίον απαγορεύεται η κατάργηση του Αβάτου: Στην τελική πράξη προσχωρήσεως της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες έγινε κοινή δήλωση από όλα τα μέλη τής τότε Κοινότητας όσον αφορά το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους και η δήλωση αυτή επιβεβαιώθηκε με τη διακήρυξη υπ' αριθμ. 8 της τελικής πράξεως της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Με την κοινή αυτή δήλωση τα κράτη-μέλη «αναγνωρίζουν» το ειδικό καθεστώς που έχει παραχωρηθεί στο Άγιον Όρος «όπως τούτο είναι εγγυημένο από το άρθρο 105 του ελληνικού Συντάγματος» και «δικαιολογείται αποκλειστικά για λόγους πνευματικούς και θρησκευτικούς».
* Το ατομικό δικαίωμα
Αγνοούσαν το στοιχείο αυτό οι κκ. ευρωβουλευτές; Ασφαλώς όχι, διότι τους το είχε επισημάνει ο ευρωβουλευτής και γνωστός πνευματικός άνθρωπος κ. Γιάννης Μαρίνος. Άρα αδιαφόρησαν! Και ας μην τολμήσουν, είτε αυτοί, είτε οποιοσδήποτε άλλος, να ισχυρισθούν ότι η δήλωση αυτή δεν δεσμεύει τα κράτη-μέλη ή τα όργανα της Ενώσεως επειδή παραβιάζει, δήθεν, ανθρώπινα δικαιώματα, διότι το Άβατον, εν όψει των συνθηκών οι οποίες το επιβάλλουν και υπό τις οποίες τελεί, ουδέν ατομικό δικαίωμα προσβάλλει. Ας το καταλάβουν επιτέλους αυτό και οι ευρωβουλευτές και όλοι όσοι θέλουν να ασχολούνται με το Άγιον Όρος, αδιαφορώντας για την επί 1.000 και πλέον έτη παράδοσή του, την οποία θέλουν να καταστρέψουν. Και ας έχουν υπ' όψιν τους ότι το Άβατον του Αγίου Όρους δεν αποτελεί μοναδική πρωτοτυπία, αφού άβατο ισχύει και σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στην Ιαπωνία και την Ινδία, ίσχυε δε ως άβατο των ναών και στην Αρχαία Ελλάδα (βλ. για όλα αυτά τη μελέτη μου «Η απαγόρευση εισόδου των γυναικών εις το Άγιον Όρος», Αθήναι 1980).
Παρ' όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εψήφισε την κατάργηση του Αβάτου με ψήφους 274 έναντι 269 και 14 αποχές. Και τους μεν 274, εις τους οποίους περιλαμβάνονται α) η κυρία Καραμάνου ανήκουσα στο ΠαΣοΚ, β) ο κ. Μπακόπουλος που ανήκει στο ΔΗΚΚΙ και γ) ο κ. Αλαβάνος που ανήκει στον Συνασπισμό, τους καταλαβαίνω, όπως καταλαβαίνω και τους 269. Εκείνους όμως που δεν καταλαβαίνω είναι τους 14 που απείχαν. Τι έννοια είχε η αποχή τους; Απείχαν επειδή απαξίωσαν να λάβουν υπ' όψιν τους την ως άνω κοινή δήλωση παραβιάζοντας έτσι την κοινοτική νομοθεσία ή απείχαν διότι δεν ήθελαν να πάρουν θέση;
Και υπό τη μία και υπό την άλλη εκδοχή δεν άσκησαν σωστά τα καθήκοντά τους.
* Τι λένε οι ευρωβουλευτές
Ας δούμε λοιπόν τι εδέχθη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την απόφασή του:
«Ζητεί να αρθεί η απαγόρευση της εισόδου των γυναικών στο Όρος Άθως (Ελλάδα), μια περιοχή 400 τετρ. χιλιομέτρων, στην οποία απαγορεύεται η είσοδος στις γυναίκες, σύμφωνα με απόφαση που ελήφθη το 1045 από μοναχούς των είκοσι μοναστηρίων της περιοχής, απόφαση που σήμερα παραβιάζει την παγκοσμίως αναγνωριζόμενη αρχή της ισότητας των φύλων, την κοινοτική νομοθεσία για την απαγόρευση των διακρίσεων και την ισότητα καθώς και τις διατάξεις περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Οι κκ. ευρωβουλευτές ουδέ καν προβληματίστηκαν από τους λόγους που εξετέθησαν πιο πάνω. Πιθανόν βέβαια να μην είναι νομικοί και γι' αυτό εψήφισαν όπως εψήφισαν. Δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει επειδή δεν γνωρίζουν ενδεχομένως νομικά, πρέπει όμως να τους μεμφθεί διότι ψηφίζουν χωρίς να έχουν μελετήσει τα θέματα υπέρ των οποίων καλούνται να δώσουν την ψήφο τους. Η μελέτη όμως θέλει κόπο, προϋποθέτει ικανότητα κρίσεως του μελετητή και, επιπλέον, απαιτεί χρόνο τον οποίο φαίνεται ότι οι εν λόγω κκ. ευρωβουλευτές δεν διαθέτουν ή μάλλον δεν θέλουν να διαθέσουν.

Ο δρ Αναστάσιος Ν. Μαρίνος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.