ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

"ΤΡΙΛΟΓΙΑ" ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἙλλάδοςἸ. Γενναδίου 14115 21 ἈθήναΚοινοποίηση:
Πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες    
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Ἅ­γι­ε Πρό­ε­δρε,
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, θά ἤθελα νά θέσω ὑπόψη Σας μία μικρή «Τριλογία» μου, ἐπειδή πιστεύω, ὅτι θά μποροῦσε νά συμβάλει κάπως στή στήριξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ «Τριλογία» αὐτή ἀναφέρεται στήν «Ὑπεραξία τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας», στήν «βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας» καί στήν «ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Διοίκησή της».

Α΄. «Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Ἡ λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης συγκλήθηκε, κατά τούς ἐμπνευστές καί διοργανωτές της, γιά νά ἐκφράσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ λόγος τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, γιά ἀνάδειξη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄγνωστος καί ξένος πρός τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, πού προέκυψαν ἀπό αὐτήν τήν σύγκληση, ὄχι μόνον δέν δικαίωσαν τήν φιλόδοξη στοχοθεσία, ἀλλά ἀνέδειξαν καί τήν κεκαλυμμένη πονηρία τῶν διοργανωτῶν της. Ἄς δοῦμε, ὅμως, ποιά εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, καί μέ ποιόν τρόπο τήν «διακήρυξε» ἡ συγκεκριμένη αὐτή «Σύνοδος».
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, εἶναι δεδομένη ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικά στόν Ὅρο - Ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἄν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας- τότε, δέν μποροῦν, κατά κυριολεξία, νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες-αἱρετικές Ἐκκλησίες.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἰδιότητα τοῦ ἑνός σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένη ἀπό τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτήν ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Κατ’ ἀρχήν, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους –πού συνιστᾶ καί τόν ὑπέρτατο βαθμό ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων- εἶναι ὁ κύριος καί οὐσιαστικός σκοπός τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα διά τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καί φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπεια, οἱ θεολογικές καί ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναφορά τῶν πιστῶν στήν Τριαδική ἑνότητα βρίσκονται στήν ἵδρυση καί σύσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί, ὡς ὀργανικά μέλη Του. Τήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς θεανθρώπινη Κεφαλή της.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, εἶναι ἀδιάσπαστη ὀντολογικῶς καί φανερώνεται θεσμικῶς στήν πίστη, τήν λατρεία καί τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τριπλῆ αὐτή ἑνότητα θεμελιώνεται στό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀντλεῖται ἀπό αὐτό: δηλαδή, τό προφητικό, τό ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Κατά συνέπεια, οἱ τρεῖς αὐτές φανερώσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ὀργανικά ἀλληλοεξαρτώμενες, ἀλληλοπεριχωρούμενες καί ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μιᾶς καί πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως καί καλλιεργεῖται μέ τήν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν καί φανερώνεται, κατεξοχήν, εὐχαριστιακῶς. Ἑπομένως, ἡ ἑνότητα αὐτή δέν ὀφείλεται σέ προσόν τῆς φύσεώς μας, οὔτε πολύ περισσότερο εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς αὐτονομημένης δραστηριότητας τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καρπό καί δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προκύπτει ἀπό τήν ἐκ μέρους τους οἰκείωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο μέσα στό πλαίσιο τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς μίας καί μόνης Ἐκκλησίας Του. Καί τοῦτο, γιατί ἡ ἑνότητα αὐτή προϋποθέτει τήν ἄνωθεν, ἄκτιστη καί χαρισματική γέννηση καί θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τίς ὑπαρξιακές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλά καί τήν δωρεά τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσματος.
Ἔτσι, ἐγκαθίσταται ἀμετακλήτως ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὅμως παραμένει ἐνεργός μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ἀγαπητικῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά καί τῆς ἀκατακρίτου μετοχῆς στά θεουργά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἀκριβῶς, ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἐνεργός Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ καί τήν κατεξοχήν ὀντολογική ἑνότητα τῶν πιστῶν κατ’ ἀρχήν μέ τόν Τριαδικό Θεό καί στή συνέχεια μεταξύ τους, ἐπειδή τότε φανερώνεται ἡ χαρισματική –μυστηριακή οἰκείωση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- καί τότε γίνονται πρακτικῶς ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους. Τότε, τό ἑνοῦν αὐτούς -ἡ ἑνοποιός, δηλαδή, δύναμη-  εἶναι ἡ δωρηθεῖσα καί ἐνεργοῦσα χαρισματικῶς σ’ αὐτούς ἄκτιστη θεία ἀγάπη, ἡ θεία Δόξα καί Βασιλεία, ὅπως τήν  ἔζησαν ἱστορικά οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν θεία Μεταμόρφωσή Του, καί ὅλοι μαζί μετά καί μόνιμα, κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ὁ τρόπος, λοιπόν, πραγματώσεως αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δέν εἶναι κτιστός, ἀλλά ἄκτιστος. Καί αὐτό μᾶς τό διαβεβαιώνει ἡ σαρκωμένη Ὑποστατική Ἀλήθεια, στήν Ἀρχιερατική Προσευχή. Ὁ πυρήνας τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ τήν ἑνότητα, τόσο ὡς πρός τόν ὀντολογικό χαρακτῆρα της, ὅσο καί ὡς πρός τόν τρόπο οἰκειώσεώς της: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς», λέγει ὁ Χριστός στόν Θεό Πατέρα, «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας» (Ἰω. 17,22-23).
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἄκτιστη Δόξα καί Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον ὁ τρόπος πραγματώσεως αὐτῆς τῆς Θεανθρώπινης ἑνότητας, ἀλλά καί τό μοναδικό πνευματικό «κλειδί» τῆς «ἄρρητης» βιώσεως καί τῆς «ἀπερινόητης» κατανοήσεώς της, ὡς φανερώσεως τῆς ἀκτίστου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού παρέχεται διά τοῦ Χριστοῦ καί οἰκειώνεται βιωματικῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ βαθμός τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, ὡς κτιστῶν ὄντων, παραλληλίζεται -πάντοτε τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν- μέ τόν βαθμό τῆς κατά φύση ἀκτίστου ἑνότητας πού ἔχει ὁ Θεός Πατέρας μέ τόν Υἱό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἀπό τό παραπάνω Βιβλικό χωρίο προκύπτει, ὅτι ὁ σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τούς πιστούς –κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἀγάμους καί ἐγγάμους- εἶναι ὁ ἴδιος  ἀκριβῶς γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως καί στόν ἴδιο βαθμό. Εἶναι νά γίνουν ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους, προκειμένου νά φθάσουν «ἀφθάστως» τήν ἄκτιστη τελειότητα καί νά τήν γεύονται καί στήν παροῦσα ζωή, γιατί μόνον ἔτσι μποροῦν νά δίνουν ἐμπειρικά-βιωματικά τήν μαρτυρία τους γιά τήν τέλεια καί ἄκτιστη ἀγάπη Του καί νά παρέχουν θεοπειθῶς τήν ἱεραποστολή τους πρός τόν ἀλλοτριωμένο ἀπό τόν Θεό κόσμο.
Κατά συνέπεια, μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή μόνον ἀκτίστως, μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα στήν Ἐκκλησία, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού παίρνουμε χαρισματικῶς δι’ αὐτῆς, εἶναι ἄκτιστη πραγματικότητα. Διά τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ἑνότητας καταξιώνεται στόν ὑπέρτατο βαθμό τόσο ἡ παροῦσα ὅσο καί ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωή τῶν πιστῶν, ὡς σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στήν μία καί μόνη Ἐκκλησία Του. Στό πλαίσιο αὐτό τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν καμμία ὑπαρξιακή θέση οἱ ραφιναρισμένες εἰδωλοποιήσεις οὔτε τῶν ἐγγάμων (συζύγων καί παιδιῶν) οὔτε τῶν ἀγάμων –κληρικῶν ἤ μοναχῶν- σέ ὁποιαδήποτε πρόσωπα ἤ θεσμούς. Γι’ αὐτό, ἄν κάποια μορφή ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας συμβαίνει νά εἰδωλοποιεῖται καί νά ἐμφανίζονται ὡς λάτρεις της κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκοί, τοῦτο σημαίνει, ὅτι αὐτή ἡ μορφή ἑνότητας εἶναι κτιστή καί αὐτονομημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, γι’ αὐτό καί εἶναι, σαφῶς, ἀπόβλητη, ὡς ξένη πρός τόν χαρακτῆρα της.
Ἡ τέλεια καί χαρισματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται καί φανερώνεται στήν πράξη, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὡς συμφωνία στό φρόνημα –τήν πίστη-, ἀλλά καί ὡς συμφωνία στήν ἐσωτερική διάθεση – τήν ἀγάπη. Πρωτίστως, ὅμως, ἡ ἑνότητα προϋποθέτει τό ἴδιο -ἑνιαῖο φρόνημα. Μάλιστα, ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι αὐτή πού, πρακτικῶς, ἐγγυᾶται τήν ἑνότητα, ἐνῶ ἡ ἀγάπη –κατά τόν ἴδιο Πατέρα –προκύπτει ἀπό τήν ὀρθή πίστη (PG 62, 509). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἡ «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στή θεία Λατρεία προϋποθέτει ὄχι μόνο τήν πίστη, ἀλλά ἀπαραιτήτως καί μία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἡ ὁποία εἶναι, κατεξοχήν, ζωή γνήσιας καί ἄκτιστης ἀγάπης. Μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν καί τήν ὁρατή φανέρωσή τους στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, στό πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας.
Ἀπ’ ὅσα λέχθηκαν παραπάνω, φρονοῦμε, ὅτι γίνεται σαφές καί ἀπόλυτα κατανοητό, ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη -ὀντολογικῶς καί πρακτικῶς- ἡ ἑνότητα μέ τούς καταδικασθέντες, ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, αἱρετικούς, χωρίς τήν ἐν μετανοίᾳ καί τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ἔνταξή τους στήν Μία καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἀπροϋπόθετη καί αὐθαίρετη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν αἱρετικῶν, ἀπό τή λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτη, ἄκυρη καί ἀνίσχυρη, καί συνιστᾶ πνευματική μοιχεία, τήν ὁποία, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, βδελύσσεται ὁ Θεός, ὡς Θεός «ζηλωτής». Ἡ ἐν λόγῳ ἀντι-Κανονική «ἐκκλησιαστικοποίηση» δέν δεσμεύει ἐπ’ οὐδενί, ἐκκλησιαστικῶς, κανέναν Ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος θέλει νά παραμένει -ὡς κυριολεκτικά πιστός- στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «ἑπόμενος» –μέ τό συγκεκριμένο αὐτό τρόπο – «τοῖς ἁγίοις Πατράσι».

Β΄. «Η ΒΑΝΑΥΣΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές –Πατριάρχες, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς καί λαϊκοί θεολόγοι- ἀναφερόμενοι κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὅλως παραπλανητικῶς στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κάνουν –κατά κόρον- παράχρηση τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα τοῦ ἐπίκεντρου αὐτῆς: «ἵνα ὦσιν ἕν».
Ἡ συστηματική προσπάθεια, ὅμως, γιά μιά βάναυση κακοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε ἤδη ἀπό τό 1961, πρίν πενήντα πέντε χρόνια, μέ τίς Προσυνοδικές Διασκέψεις.
Ἔτσι, ἡ δογματικοῦ χαρακτῆρα ἀπόφαση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ξαφνικό καί βαρύτατο θεολογικό ἀτόπημα, ἀλλά προσχεδιασμένο καί συστηματικά προωθούμενο πολυχρόνιο σκοπό, ἀπό τούς ἐκφραστές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐντός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἐπέλεξε ὅ,τι ἀνώτερο καί ἁγιώτερο στήν Ἐκκλησία -τήν ἀρραγῆ καί ἁγιοπνευματική ἑνότητά της- καί τήν βεβήλωσε ἐν ὀνόματι τῆς ὑπερασπίσεως καί τῆς διακηρύξεώς της. Παράλληλα, μέ τίς Προσυνοδικές, τίς Συνοδικές διαδικασίες –μέ βάση τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης- ἀλλά καί ὅλες τίς συμπαρομαρτοῦσες ἐνέργειες, κακοσυστήθηκε ἀνεπίτρεπτα τό ἁγιοπνευματικό, Συνοδικό, πολίτευμα τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας.
Συγκεκριμένα, στή Σύναξη τῶν Προκαθημένων καί τῶν ἐκπροσώπων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στό Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας, ἀλλά καί στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, κυριάρχησε, μέ παραπλανητικό τρόπο, ὡς προμετωπίδα, ἡ ἀπατηλή προβολή τῆς ὑπέρτατης ἀξίας τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς προηγουμένως νά προσδιοριστεῖ -μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια- ἡ ὀρθή νοηματοδότηση τοῦ ὅρου «ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ἀντίστοιχα ἔγινε ἀπό τούς Ὀρθόδοξους Οἰκουμενιστές καί μέ τόν ὅρο «ἀγάπη».
Προβλήθηκε συστηματικά ἡ ἀπροσδιόριστη θεολογικά ἑνότητα, καί παράλληλα, ἀφοῦ ἀπολυτοποιήθηκε, αὐτονομήθηκε καί εἰδωλοποιήθηκε, καλλιεργήθηκε ψυχολογικά τό φόβητρο τῆς διαιρέσεως, μέ τό σλόγκαν: «Νά μή διασπαστοῦμε», μέ ἀποτέλεσμα νά κυριαρχήσει ἡ παπική ἀντίληψη περί τοῦ «Πρώτου» καί νά προωθηθοῦν οἱ προσχεδιασμένες ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις καί οἱ δογματικές ἐκπτώσεις, γιά νά υἱοθετηθεῖ ἄκριτα, ἀπό τούς «λάτρεις» της, ὡς πανάκεια, ἡ «φιλάδελφη», ὄχι ὅμως καί φιλόθεη, Οἰκουμενιστική θεώρηση τῆς ἑνότητας. Προέβαλαν τήν ἀνώτατη ὑπεραξία τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς, ἑστιάζοντας αὐτονομημένα καί ἀπροϋπόθετα στήν συμπύκνωση τοῦ περιεχομένου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, τήν ὁποία ἐκφράζει ἡ Βιβλική ρήση: «ἵνα ὦσιν ἕν», καί τήν κακοποίησαν, ὅπως καί οἱ ἑτερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες. Προέβαλαν δηλαδή μιά ἑνότητα, οὐσιαστικά γενικόλογη, ἀθεολόγητη καί κυρίως χωρίς προϋποθέσεις. Ἔτσι, οἱ συνελθόντες στήν Κρήτη Ἀρχιερεῖς, ὡς μή «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ» κινούμενοι, δέν ὀρθοτόμησαν τόν «λόγο τῆς Ἀληθείας», γιατί, ἐν ὀνόματι τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, ἔκαναν ἐκπτώσεις στό δόγμα.
Ἀκόμη εἰδικότερα, στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἐπιχειρήθηκε νά καθιερωθεῖ θεσμικά μία νέα, παράδοξη, διπλῆ Ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ οὐσιαστικά  παραμερίστηκε ἡ θεωρητικά πάντοτε ἀποδεκτή ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἑνότητα τοῦ πληρώματός της ἐν Χριστῷ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τόν Θεό Πατέρα.
Στήν πραγματικότητα, δηλαδή, μέ τήν ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου προέκυψε ἀπό τούς ἑτεροζυγοῦντες δέκα Προκαθημένους, ἕνα ἑτερογενές «ἀποκύημα», ἕνας «τραγέλαφος», ἕνα «τέρας». Τοῦτο ἔγινε μέ τήν ἄμικτη μίξη τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς ἑτερόδοξης Ἐκκλησιολογίας, ἀφοῦ θεωρήθηκαν ὡς Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξοι, δηλαδή οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοί ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἀποδέχθηκαν ἀβασάνιστα –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– τούς αἱρετικούς, ὡς Ἐκκλησίες. Ἐμφανίστηκαν νά ἀποδέχονται –θεωρητικά– τήν ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί παράλληλα ἀναγνώρισαν «ἐκκλησιαστικότητα» καί στούς αἱρετικούς. Ἔτσι, εἰσηγήθηκαν μιά ἑτεροδιδασκαλία –μιά κακόδοξη Ἐκκλησιολογία. Υἱοθέτησαν στήν πράξη τήν μετα-πατερική θεολογία καί τήν θεολογική διγλωσσία. Ἀντί τοῦ Βιβλικοῦ, τό «ναί, ναί» καί τό «οὔ, οὔ» (Μθ. 5,37), δέχθηκαν τό «ναί» καί «ὄχι» τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν θεολογικά καί πνευματικά ἀπαράδεκτη καί βέβηλη κοινωνία τοῦ «φωτός» μέ τό «σκότος» (Βλ. Β΄ Κορ. 6,14).
Ἀλλά, μέ τήν ἀνεπίτρεπτη –θεολογικά καί πνευματικά– διγλωσσία καί τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, πού εἰσηγοῦνται οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς στό Στ΄ Κείμενο, ὑπονομεύεται καί νοθεύεται ὁ χαρακτήρας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνοίγεται διάπλατα ἡ «πόρτα» σέ κάθε Χριστιανική αἵρεση, νομιμοποιεῖται θεσμικά ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀλλοιώνεται στήν πράξη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, πού ὁριοθετήθηκε –μέ κάθε θεολογική ἀκρίβεια– στόν Ὅρο καί Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ συνελθόντες Ἀρχιερεῖς στήν Κρήτη -ἀβασάνιστα καί ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, κινούμενοι μέ ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐλαυνόμενο «φιλάδελφο» κίνητρο- ψήφισαν μιά νόθη ἐκκλησιαστική ἑνότητα, πού νοεῖται ὡς σύνθεση τῆς διαχρονικῆς ἁγιοπνευματικῆς, χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν αἱρετικοῦ χαρακτῆρα ἑνότητα, πού εἰσηγοῦνται τά πονηρά πνεύματα τῆς πλάνης.
Ἔτσι, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀποκαλύφθηκε τό ὑπᾶρχον ἤδη σοβαρό ἔλλειμμα τῶν κριτηρίων γιά τό Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν. Ἀποδείχθηκε, ἐμπειρικῶς, ὅτι οἱ ψηφίσαντες δέν ἔχουν τό θεμελιῶδες –γιά τόν πνευματικό ἡγέτη– ἁγιοπνευματικό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Καί τοῦτο, γιατί ἔκαναν σύγχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ἀφοῦ δέν διέκριναν –πρακτικῶς– τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού διέπει τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα, πού κυριαρχοῦν στίς αἱρέσεις.
Λαμβάνοντας, σοβαρά, ὑπόψη τήν «συνοδική» διαδικασία, ἀλλά καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας, κατανοοῦμε σαφῶς, –μέ πόνο ψυχῆς– ὅτι οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς δέν ἔβλεπαν πρός τόν Χριστό, ἀλλά πρός τόν «Πρῶτο». Ἔτσι, δέν μπόρεσαν νά ἐνεργήσουν ὡς Συν-Οδικοί, κατά κυριολεξία, ἀφοῦ δέν ἦσαν –πρακτικά– «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», τόσο στή διαδικασία τῆς Ὁδοῦ, ὅσο καί στό περιεχόμενο τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Αὐτό τεκμαίρεται, ἀδιαμφισβήτητα καί κατεξοχήν, ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς ψηφοφορίας.
Τεράστια εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική εὐθύνη, ὄχι μόνον ἐκείνων τῶν Ἀρχιερέων, πού ὡς «Συνοδικοί» Ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Κρήτη, δέχτηκαν -ἀδιαμαρτύρητα καί ἐνυπογράφως- τήν εἰσήγηση τοῦ Προκαθημένου τους, ἀλλά καί τῶν μή συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχτηκαν παθητικά καί δέν ἀντέδρασαν, ἕως σήμερα, στίς ἐσφαλμένες ἀποφάσεις καί εἰδικότερα στήν παραβίαση τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Πρακτικῶς, οἱ ψηφίσαντες Ἀρχιερεῖς ἐμφανίστηκαν νά ἐπιδιώκουν νά ἀρέσουν στούς νομιζόμενους προϊσταμένους (Προκαθημένους) τους, καί ὄχι σέ Ἐκεῖνον (στόν Παράκλητο), πού τούς χειροτόνησε, ὡς ἰσοτίμους Ἀρχιερεῖς. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκαλύφθηκε ὁ ὑφέρπων Παπισμός τῶν ψηφισάντων Ἀρχιερέων. Κατά ἐπιστημονική ἀκρίβεια, θά λέγαμε, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε «μετάλλαξη» τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου, μέ τήν ἐπίφαση τῆς Συνοδικότητας, ἀφοῦ αὐτή ἡ Συνοδικότητα δέν λειτούργησε μέ βάση τίς Ὀρθόδοξες προδιαγραφές της. Στή «Σύνοδο» ἐμφανίστηκε ἕνα συλλογικό Πρωτεῖο τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἐπιμέρους εἰκοσιτέσσερεις Ἀρχιερεῖς τῆς κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀκινητοποιήθηκαν –πρακτικῶς– μή ἔχοντας δικαίωμα ψήφου. Βέβαια, ἡ παπικοῦ τύπου μετάλλαξη τῆς λειτουργίας τοῦ Πρώτου ἐμφανίστηκε ἤδη –πρακτικῶς– στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις, γιά χάρη τῆς ἐσφαλμένης θεωρήσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅλως -σκανδαλωδῶς- προκλητικό καί ταυτόχρονα τραγικό εἶναι, ὅτι καί σήμερα ὁρισμένοι ἀπό τούς μή μετασχόντες Ἀρχιερεῖς στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης -ἔχοντας ἐσφαλμένη θεώρηση γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνδιάφερονται διακαῶς νά μή διασπαστοῦν μεταξύ τους καί μέ τόν Προκαθήμενό τους, ὡς «φιλάδελφοι», ἀλλά δέν ἀνησυχοῦν καθόλου -φιλοθέως- γιά τό σοβαρότατο πλῆγμα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῆς υἱοθετήσεως τῆς διπλῆς Ἐκκλησιολογίας τους, μέ τήν ἀπαράδεκτη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν καταδικασμένων καί ἀμετανοήτων αἱρετικῶν. 
Στήν πραγματικότητα, ἡ «Σύνοδος»  τῆς Κρήτης ὄχι μόνο δέν λειτούργησε στήν κατεύθυνση τῆς ἐκφράσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑποτίθεται ὅτι στόχευε, ἀλλά ἀποδόμησε καί τήν ὑπάρχουσα ἕως τότε ἑνότητα μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων, πού τίς ἀντιπροσώπευσαν. Αὐτό ἔγινε σαφές ἀπό τήν μή συμμετοχή στή «Σύνοδο» αὐτή τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καί Γεωργίας), τά ὁποῖα ἀριθμοῦν συντριπτικά περισσότερους πιστούς ἀπ’ ὅσους ἀριθμοῦν οἱ δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν σ’ αὐτήν. Ἡ ἀποδόμηση ὅμως τῆς ἐπιδιωκόμενης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἔγινε καί ἐκφράστηκε, πρακτικῶς, καί ἀπό τούς μή ὑπογράψαντες Ἀρχιερεῖς τό Στ΄ Κείμενο.
Στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἔγιναν ἀποδεκτά «δύο μέτρα καί δύο σταθμά», ὡς μέσο ἐξυπηρετήσεως τῆς κακῶς νοουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ὅπως αὐτά λειτούργησαν στίς περιπτώσεις τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα, ὁ Προκαθήμενος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἐψήφισε τό Στ΄ Κείμενο, ἐκφράζοντας τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας του, ἐρχόμενος ὅμως σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειοψηφία (17 ἀπό τούς 24) τῶν Συνοδικῶν του, ἐνῶ ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀδιαφόρησε γιά τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του καί ψήφισε ἀντίθετα πρός αὐτήν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας. Ψήφισε, δηλαδή, γιά μιά ἑνότητα, αὐτονομημένη ἀπό τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας του. Στήν ἐνέργειά του αὐτή ἐνισχύθηκε ἀπό τήν ἀσυνεπῆ, πρός τήν ὁμόφωνη συνοδική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, ὑπογραφή τοῦ Κειμένου ἀπό τούς 23 συνοδικούς Ἀρχιερεῖς, μέ λαμπρή ἐξαίρεση τοῦ 24ου Ἐπισκόπου τῆς ἀντιπροσωπείας του.
Ἀλλά καί ἡ περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου δέν ἦταν καλύτερη, ἀφοῦ ὁ Προκαθήμενός της –μετά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης– κάκισε τήν στάση τῶν διαφωνησάντων τεσσάρων Ἀρχιερέων, πού δέν ὑπέγραψαν τό Στ΄ Κείμενο, καί ὅλως αὐθαιρέτως –παρά πᾶσαν διοικητικήν καί πνευματικήν δεοντολογίαν– ὑπέγραψε ἀντ’ αὐτῶν, γιά χάρη τῆς κακῶς νοουμένης ἑνότητας, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ὄχι μόνον παπική νοοτροπία καί ἀνεντιμότητα ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα, ἀλλά καί πράξη ποινικῶς διώξιμη.
Ἔτσι, ἡ πανηγυρική διάψευση τοῦ στόχου γιά τήν ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, πού τέθηκε καί ὡς σκοπός συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» στήν Κρήτη, ἔγινε –στήν πράξη– μέ τή μή συμμετοχή τεσσάρων Πατριαρχείων, τήν κραυγαλαία διαμυστηριακή ἀκοινωνησία δύο Πατριαρχείων (Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας), τήν θεσμικά ἀσυνεπῆ ψήφιση τοῦ Στ΄ Κειμένου ἀπό τόν Προκαθήμενο μιᾶς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας (Ἑλλάδος), τήν μή ὑπογραφή τοῦ ἐπίμαχου δογματικοῦ περιεχομένου Κειμένου ἀπό σημαντικό ἀριθμό συμμετασχόντων Ἀρχιερέων, καί τέλος, μέ τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά τούς παραπάνω θεολογικούς λόγους, ἡ ἐκκλησιολογική εὐθύνη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, συνολικῶς, εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρή καί μεγάλη. Εὐτυχῶς, τό εὐλαβές ἐκκλησιαστικό πλήρωμα παραμένει πιστό στήν Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου –«ἑπόμενο τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– καί ἀπορρίπτει κατηγορηματικά τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία, τήν ὁποία εἰσηγήθηκε καί ψήφισε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, νομιμοποιώντας ἔτσι «θεσμικά» τό καρκίνωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στό «ἄσπιλο» σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀφείλουν νά πάρουν ὑπεύθυνα θέση, καταρχήν προσωπικά, ἀλλά καί κατόπιν συλλογικά, στήν ἑπόμενη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἔναντι κυρίως τοῦ Στ΄ Κειμένου, μέ τήν ψήφιση τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίστηκαν οἱ αἱρετικοί ὡς Ἐκκλησίες, στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἀλλά καί τό εὐλαβές πλήρωμα, ὡς φύλακας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας (Σύνοδος τοῦ 1848), ἀναμένει τίς δέουσες ἐξηγήσεις, γιά ποιό λόγο δηλαδή, δέν ἐκπροσωπήθηκε ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν Προκαθήμενό της. Πολύ περισσότερο ἀναμένει ἀπό τήν Ἱεραρχία νά καταδικάσει τήν διπλῆ, αἱρετική, συγκρητιστική καί Οἰκουμενιστική Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ὡς πιστοί, ἀναμένουμε –στή συνέχεια– νά ἀναληφθοῦν πρωτοβουλίες καί σέ συνεργασία μέ τά τέσσερα Πατριαρχεῖα, πού δέν ἔλαβαν μέρος στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, νά συγκληθεῖ -μελλοντικῶς- μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος, γιά νά ἀποκαταστήσει, μέ τό μεῖζον κῦρος της –ἐπίσημα καί θεσμικά– τήν διασαλευθεῖσα ἐκκλησιαστική ἑνότητα, νά καταδικάσει τήν διπλῆ Ἐκκλησιολογία τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, καί νά δημοσιοποιήσει τά Πρακτικά τῆς ἀμφισβητούμενης «Συνόδου».
Τέλος, ἐπιθυμοῦμε νά κλείσουμε μέ μία ρεαλιστική αἰσιοδοξία. Φρονοῦμε, ὅτι μέ ὅσα γράφουμε, παραμένουμε –«ὡς ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»– μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, καί κατά συνέπεια παραμένουμε μέ τόν παρόντα και τόν ἐσχατολογικό Νικητή. Βέβαια, μέ δεδομένη τήν ἀδιαμφισβήτητη Βιβλική καί Πατερική Ἀλήθεια, ὅτι ὁ εἰσηγητής ὅλων τῶν αἱρέσεων εἶναι ὁ διάβολος, εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ πονηρός νόμισε πρός τό παρόν πώς πέτυχε ἐξαιρετικά μεγάλη νίκη κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς –μέ τό Στ΄ Κείμενό της– «ἀναγνωρίστηκαν» ὅλες οἱ Χριστιανικές αἱρέσεις, ὡς Ἐκκλησίες. Καί, προφανῶς, ἔχει κάθε λόγο νά πανηγυρίζει σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δέν ὑπῆρξε ποτέ μιά τέτοια «Σύνοδος» στήν Ἱστορία της, πού νά νομιμοποιήσει θεσμικά ὅλες μαζί τίς αἱρέσεις διά μιᾶς, πρᾶγμα πού προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη καί ὀδύνη στούς πιστούς ἐκείνους, πού συμβαίνει νά πληροφοροῦνται καί νά κατανοοῦν καλῶς τά συμβαίνοντα στήν Ἐκκλησία τους.
Παρά ταῦτα, ὅμως, εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ὅτι ἡ χαρά του ἤδη μεταβάλλεται σέ βαρειά θλίψη. Καί τοῦτο, γιατί τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, κινούμενο ἀπό ἔλλογη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, διαχρονικά, καί ὄχι ἄκριτα στήν Διοίκησή της, ἐξαιτίας τῆς ὑπαρξιακά βιούμενης μετάνοιας, τῆς ἀσκητικῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς, δέν πρόκειται νά ἀποδεχτεῖ ποτέ αὐτήν τήν «Σύνοδο». Ἔτσι, ἀκυρώνει –στήν πράξη– τήν ἐπαίσχυντη –θεολογικῶς καί πνευματικῶς– ἀπόφαση τῆς «ἐκκλησιαστικοποίησης» τῶν αἱρέσεων.
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης γιά τήν συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡς μή γενομένη.

Γ΄. «ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ»

Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ὡς γνωστόν, δέν ἀναφέρθηκε –διαχρονικά- στίς προηγούμενές της Οἰκουμενικές ἤ Πανορθόδοξες Συνόδους, οὔτε καί καταδίκασε καμία ἀπό τίς προγενέστερα καταδικασμένες αἱρέσεις, οὔτε βέβαια καί κάποια ἀπό τίς σύγχρονες, πρᾶγμα πού συνιστᾶ «πρωτότυπη» παραφωνία στήν Ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ὅλως παραδόξως, ὅμως, ἡ «Σύνοδος» αὐτή ἀπειλεῖ ὅσους ἀπό τούς Ὀρθοδόξους θά ἀντιδράσουν στίς ἀποφάσεις της.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ παραπάνω «Σύνοδος» κάνει ἀνεπίγνωστη σύγχυση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκησή της.
Γιά τό σοβαρότατο αὐτό θέμα θά σημειώσουμε –μέ κάθε δυνατή συντομία- τά ἑξῆς σημαντικά, ἀπό Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογική ἄποψη.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα ἀ­πό μό­νο του δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νο, ὅ­ταν οἱ Συ­νο­δι­κοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, τό Χρι­στό δη­λα­δή, ὁ­πό­τε ὡς Συν-Ο­δι­κοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶ­ναι στήν πρά­ξη καί «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται κατά κόρον τόσο ἀπό πιστούς ὅσο καί ἀπό Ἱερεῖς καί Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας συνήθως καί ἄκριτα τήν ὁποιαδήποτε ἀπόφαση τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγνοώντας, ὅτι ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ»: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν». Τό «ἡ­μῖν» δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇἘκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία (συνείδηση) στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶ­ναι ἡ συμ­πυ­κνω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό λει­τουρ­γοῦν δηλαδή μέ­σα μας Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με. Καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅ­ταν, λοι­πόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια, κα­θε­αυ­τήν, εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ, ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, κα­τά πε­ρί­πτω­ση.
Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι τό ἴ­διο τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο λει­τουρ­γεῖ καί ἐκ­φρά­ζε­ται καί μέ με­μο­νω­μέ­να πρό­σω­πα. Αὐ­τό τό ἔδειξε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ ἱ­στο­ρί­α στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καθώς καί τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἤ­τα­νε μο­νά­δες, ἔ­ναν­τι τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας.
Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐδῶ, πώς ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α καί ἁ­γί­α­σε σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους πού συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐ­ξέ­θε­σαν τήν ἀλήθεια. Ἄ­ρα, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί εἶ­ναι ἡ ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας, στήν πρά­ξη. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ Πά­πας ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως ἐ­κεῖ, οὔ­τε φυ­σι­κά ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους Πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο, πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα στήν Ἐκκλησία. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου». Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες αὐτές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου» μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).

Μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Α.Π.Θ. 

«ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»: Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

«Οι Βίοι των Αγίων»: Η μοναδική Παιδαγωγική της Ορθοδοξίας
Σάββας Ηλιάδης, δάσκαλος
    
«Είμαστε για κλάματα»! Έτσι απλά εκφράζεται ο λαός, όταν βλέπει γύρω του να γκρεμίζονται άρδην «πνευματικά κατασκευάσματα», τα οποία χρειάστηκαν κόπο και χρόνο αιώνων, για να ορθωθούν και να αποτελέσουν «τις σταθερές» για την πορεία του ανθρώπου στο δύσκολο δρόμο του βίου του. Να παραμερίζονται με θράσος, με αδιαντροπιά, με εωσφορική μανία και μάλιστα από το ίδιο το κράτος. Λίγοι στρατευμένοι, που έχουν απωθημένα και προβάλλοντας ως επιχείρημα - προκάλυμμα την ευθυγράμμιση με το σήμερα, προχωρούν ανεμπόδιστοι στο «έργο» που τους ανατέθηκε.


     Γι` αυτό είμαστε για κλάματα. Διότι, ανεμπόδιστοι, οι λίγοι γκρεμίζουν και οι πολλοί στεκόμαστε θεατές του δράματος. Και όχι μόνο γι` αυτό, αλλά κυρίως και επειδή το γκρέμισμα στρέφεται στον ευαίσθητο χώρο της Παιδείας.

     Καταθέτουμε αρχικά την εμπιστοσύνη και το σεβασμό στην επιστήμη της παιδαγωγικής και των συναφών σπουδών αλλά και στους σοβαρούς επιστήμονες και ερευνητές, που πολλοί απ` αυτούς κατανάλωσαν όλη τους τη ζωή για την προσφορά στο νέο άνθρωπο και τους έγραψε αξίως η ιστορία. Να τον βοηθήσουν να περπατήσει το δρόμο της μόρφωσης και γενικότερα της ζωής, ευκολότερα και αποδοτικότερα. Αλλά να βοηθήσουν και τους διδασκάλους, ώστε να φέρουν ελαφρώς το βαρύ φορτίο της διαπαιδαγώγησης των νέων και να μη «δέρουν εις αέρα», κοπιάζοντες αυτοσχεδίως και ματαίως και αποδίδοντες ολίγον και κακώς. Είναι άξιοι ευγνωμοσύνης.
      Ας ακούσουμε όμως, τι μας λέει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, στο βιβλίο του «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ», σχετικά με την διαμόρφωση και την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και φυσικά του νέου, από τα χρόνια της μαθητείας του.
     Στο κεφάλαιο: «ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ», μας λέει πως ο Χριστός με την ενανθρώπισή του μας έσωσε από το θάνατο, με τον οποίο όλοι οι άνθρωποι ήμασταν δεμένοι. Η αληθινή πλέον ζωή είναι η ζωή εν Χριστώ και αυτήν τη ζωή την πραγματώνουν κυρίως οι άγιοι και ακολουθούν οι λοιποί αναλόγως του αγιασμού που λαμβάνουν, συμμετέχοντες στην άσκηση και στα μυστήρια της Εκκλησίας. Η ζωή είναι όντως ζωή, όταν είναι εν Χριστώ και μακριά από το Χριστό είναι θάνατος.
     Αφού οι άγιοι γίνονται ένα με το Χριστό και κατά χάρη χριστοί, οι βίοι τους είναι για μας το μεγάλο διδασκαλείο. Να πώς συνεχίζει ο άγιος Ιουστίνος:
     «Οι «Βίοι των Αγίων» δεν είναι άλλο, παρά η ζωή του Χριστού, η επαναλαμβανόμενη σε κάθε άγιο, λίγο ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον. Ή ακριβέστερα, είναι η ζωή του Χριστού παρατεινόμενη  διά των αγίων… Η ζωή των αγίων είναι στην πραγματικότητα αυτή η ζωή του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία διοχετεύεται εις τους ακολουθούντας Αυτόν και βιούται από αυτούς εν τη Εκκλησία Του…».
     Στη συνέχεια, ξεκινάει από τις «Πράξεις των αγίων Αποστόλων». Αυτές περιέχουν ό,τι δίδαξε ο Χριστός και η βίωση της ζωής Του από τους Αποστόλους, η οποία μεταδόθηκε μέσα στην Εκκλησία. Οι δε «Βίοι των Αγίων» είναι συνεπώς συνέχιση των «Πράξεων των Αποστόλων»… «Μέσα στ` αυτούς συναντά κανείς το ίδιο το Ευαγγέλιο, την ίδια τη ζωή, την ίδια αλήθεια, την ίδια δικαιοσύνη, την ίδια αγάπη, την ίδια πίστη, την ίδια αιωνιότητα, την ίδια «δύναμιν εξ ύψους», τον ίδιον Θεόν και Κύριον». Αυτή είναι και η Παράδοση της Εκκλησίας.
     «Οι «Βίοι των Αγίων» δεν είναι άλλο, παρά οι ευαγγελικές θείες αλήθειες, που μεταφέρθηκαν στην ανθρώπινη ζωή μας διά της χάριτος και των ασκήσεων. Δεν υπάρχει ευαγγελική αλήθεια, η οποία να μην μπορεί να μεταβληθεί σε ζωή. Όλες οι αλήθειες αυτές δόθηκαν από το Χριστό για ένα σκοπό: για να γίνουν ζωή μας, πραγματικότητά μας, κτήμα δικό μας, χαρά μας. Και οι άγιοι, όλοι τους μέχρις ενός, ζουν αυτές τις θείες αλήθειες ως κέντρο της ζωής τους και ως την ουσία του είναι τους. Ακριβώς γι` αυτό «Οι Βίοι των Αγίων»αποτελούν απόδειξη και μαρτυρία ότι η καταγωγή μας είναι από τον ουρανό. Ότι εμείς δεν είμαστε απ` αυτόν τον κόσμο, αλλά από τον άλλο. Ότι ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνο «εν τω Θεώ». Ότι ζούμε επάνω στη γη διά του ουρανού. Ότι «ἡμῶν  τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20) και ότι ο σκοπός μας είναι να ουρανώσουμε τον εαυτό μας, τρεφόμενοι με τον «ουράνιον άρτον» τον καταβάντα εκ του ουρανού εις την γην…».
     Συνεχίζει: «Εις τους «Βίους των Αγίων» όλα είναι συνηθισμένα, όπως και στο Ευαγγέλιο, αλλά και όλα είναι παράδοξα, όπως στο Ευαγγέλιο. Εντούτοις και στις δυο περιπτώσεις είναι όλα πραγματικά και αληθινά, κατά ένα μοναδικό τρόπο …
     Λοιπόν, «Οι Βίοι των Αγίων»! Ιδού βρισκόμαστε σε χώρο ουράνιο, διότι η γη γίνεται ουρανός διά των αγίων του Θεού…
     «Οι Βίοι των Αγίων»! Ιδού βρισκόμαστε στον Παράδεισο, όπου φυτρώνει και αυξάνει ό,τι το θείο, το άγιο, το αθάνατο, το αιώνιο, το δίκαιο, το αληθινό, το ευαγγελικό…
     «Οι Βίοι των Αγίων»! Ιδού βρισκόμαστε στην αιωνιότητα. Χρόνος δεν υπάρχει πλέον: «χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Απ. 10,6), διότι στους αγίους του Θεού βασιλεύει η αιώνια Θεία Αλήθεια, η αιώνια Θεία Δικαιοσύνη, η αιώνια Θεία Αγάπη, η αιώνια Θεία Ζωή…
     «Οι Βίοι των Αγίων»! Αποτελούν στην πραγματικότητα την εφαρμοσμένη Δογματική, επειδή έχουν βιωθεί από τους Αγίους όλες οι άγιες και αιώνιες δογματικές αλήθειες, σ` ολόκληρη τη ζωογόνα και δημιουργική δύναμή τους…
     «Οι Βίοι των Αγίων» εκτός αυτών, περιέχουν και όλη την ορθόδοξη Ηθική, το ορθόδοξο ήθος, σ` ολόκληρη τη λάμψη του θεανθρώπινου μεγαλείου του και της ακατάβλητης δύναμής του…
     «Οι Βίοι των Αγίων» αποτελούν τη βιωματική Ηθική, την εφαρμοσμένη Ηθική.
     «Οι Βίοι των Αγίων» βεβαιώνουν αναμφισβήτητα ότι η Ηθική δεν είναι άλλο, παρά μια εφαρμοσμένη Δογματική».
     Παρακάτω, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Άγιος φτάνει στην κορύφωση των σκέψεών και της βιωματικής του κατάθεσης:
     «Αλλά τι είναι ακόμα «Οι Βίοι των Αγίων»; Η μοναδική Παιδαγωγική της Ορθοδοξίας. Διότι μέσα σ` αυτούς, κατά αναρίθμητους ευαγγελικούς τρόπους, τελείως δοκιμασμένους διά της μακραίωνης εμπειρίας έχει καταδειχθεί πώς διαπλάθεται και οικοδομείται  το τέλειο ανθρώπινο πρόσωπο, ο τέλειος άνθρωπος, και πώς  αυξάνει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4,13), διά των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών εν τη Εκκλησία του Χριστού. Τούτο δε ακριβώς αποτελεί και το παιδαγωγικό ιδεώδες του Ευαγγελίου, το μόνο παιδαγωγικό ιδεώδες, το άξιο ενός θεοειδούς όντος, όπως είναι ο άνθρωπος. Το ιδανικό αυτό το έθεσε, αλλά και το πραγματοποίησε πρώτος ο Θεάνθρωπος Χριστός, κατόπιν δε Αυτού το πραγματοποίησαν  και οι άγιο Απόστολοι και οι λοιποί άγιοι του Θεού. Εν τούτοις όμως, χωρίς το Θεάνθρωπο Χριστό και έξω απ` Αυτόν, οποιοδήποτε κι αν είναι το παιδαγωγικό ιδανικό του ανθρώπου, αυτός θα παραμένει διά παντός ένα ον ατελές, ένα ον θνητό, ένα ον άθλιο και τραγικό, άξιο των δακρύων όλων των οφθαλμών, όσοι υπάρχουν στους κόσμους του Θεού».
     Τέλος, για να μην κουράζουμε τους αναγνώστες, κλείνει μερικώς το κεφάλαιο ο άγιος με έναν ακόμη χαρακτηρισμό που αποδίδει στους «Βίους των Αγίων»:
     «Εάν θέλετε, λέει, «Οι Βίοι των Αγίων» είναι μία ιδιόμορφος ορθόδοξος εγκυκλοπαίδεια. Εις αυτούς δύναται να εύρει κανείς όλα όσα χρειάζονται εις μίαν ψυχήν πεινασμένην και διψασμένην διά την αιώνιαν Δικαιοσύνην και αιώνιαν Αλήθειαν μέσα σ` αυτόν τον κόσμο. Πεινασμένη και διψασμένη για τη θεία αθανασία και την αιώνια ζωή. Αν διψάς την πίστη, θα τη βρεις πλούσια στους «Βίους των Αγίων» και θα χορτάσεις την ψυχή σου με τροφή που ποτέ δε θα ξαναπεινάσεις. Εάν ποθείς την αγάπη, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την ελπίδα, την πραότητα, την ταπείνωση, τη μετάνοια, την προσευχή ή οποιαδήποτε αρετή και άσκηση, στους«Βίους των Αγίων» θα βρεις ένα  πλήθος αγίων διδασκάλων για κάθε άσκηση και θα λάβεις τη βοήθεια της χάριτος για κάθε αρετή». 
     Τι περισσότερο θα τολμούσαμε να συμπληρώσουμε σ` όσα μας λέει ο άγιος Ιουστίνος; Κάνοντας μια σύγκριση με αυτά των ασχημονούντων εις βάρος  της νεότητας και το γένους, άδουμε θρηνητικώς:
«Κλάψετε μάτια, κλάψετε, κλάψετε και δακρύστε,
  τους γέλωτας αφήσατε, την  προσευχήν αρχίστε».

Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 9-9-2016 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ


Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, Ο ΦΥΛΑΞ ΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ!


«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.

«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»

ΣΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΣΟΥ!


Απολυτίκιο Ύψωσης του Τιμίου Σταύρου

Το απολυτίκιο της ημέρας είναι από τα πλέον το γνωστά στην Εκκλησία μας και ψάλλεται όχι μόνο την ημέρα της εορτής αλλά και σε άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις όπως τον Αγιασμό.

"Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Σταυρού Σου, πολίτευμα".

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ!


Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Προβληματισμοί για τα νέα Θρησκευτικά
Κωνσταντίνος Ι. Αντωνόπουλος, θεολόγος M.Th.

Πρόσφατα και κατά τη συζήτηση στη Βουλή νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας με άλλο θέμα, ο Υπουργός Παιδείας εξήγγειλε ξαφνικά την γενικευμένη εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Από όλα αυτά, φαίνεται αφενός ότι έχει ήδη πάρει τις αποφάσεις του και αφετέρου ότι όσα είχε υποσχεθεί για διάλογο με την Εκκλησία και τους Θεολόγους για μη μονομερείς ενέργειες για το μάθημα των  Θρησκευτικών ήταν προσχηματικά.

Ο Υπουργός Παιδείας δήλωνε :
Στις 29/09/2015  μετά από τη συνάντησή του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο : «Δεν πρόκειται να υπάρξουν μονομερείς ενέργειες στο θέμα των Θρησκευτικών» (Εφημ. “Πρώτο Θέμα” 29/09/2015 ).
Στις 12/03/2016: « Το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να αναμορφωθεί… Τα Θρησκευτικά πρέπει να πάψουν να είναι ομολογιακό μάθημα και να γίνουν μάθημα γνώσης των θρησκειών... Είμαστε σε διάλογο με εκπροσώπους της Εκκλησίας. Είναι προφανές ότι η αναμόρφωση των Θρησκευτικών είναι προϋπόθεση, για να παραμείνουν υποχρεωτικό μάθημα»(Εφημ “Καθημερινή” 12.3.2016). Mε το «ομολογιακό μάθημα» ο Υπουργός εννοεί τον ορθόδοξο χαρακτήρα του μαθήματος.
Σύμφωνα με τα νέα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών θα διδάσκεται το μάθημα ως μείγμα στοιχείων από τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, τον Ινδουισμό, τον Βουδισμό, τον Ταοϊσμό και τον Κομφουκιανισμό. Γίνεται  δηλαδή μεγάλη προσπάθεια να αντικατασταθεί το μάθημα των Θρησκευτικών με  ένα μάθημα θρησκειολογικού συγκρητισμού. 
Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους με επιστολή  που έστειλε στις 4/4/16 προς τον Υπουργό Παιδείας κ. Φίλη εξέφρασε την αντίθεσή της για την επιχειρούμενη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογικό. Όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι Αγιορείτες Πατέρες: «Η μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών εις θρησκειολογικόν,…. θα αποτελέση σοβαρόν πλήγμα εις τον ευαίσθητον χώρον της Παιδείας και μας ευρίσκει απολύτως αντιθέτους».
Η Εκκλησία της Ελλάδος σε δύο πρόσφατες συνοδικές αποφάσεις έδωσε μία ευκαιρία για γόνιμη διαλογική σύνθεση και έδειξε ότι δεν θα είχε αντίρρηση να διδάσκονται οι θρησκείες σε χωριστές όμως ενότητες από τον Χριστιανισμό.  Έτσι με αποφάσεις α) της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας, που συνήλθε τον Ιανουάριο του 2016 και β) της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνήλθε τον Μάρτιο του 2016, πρότεινε στο Υπουργείο «να γίνουν μερικές βελτιώσεις στο τρέχον Πρόγραμμα, εντάσσοντάς το στα σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα. Να εισαχθούν σε κάθε βιβλίο μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, αφού δοθεί προτεραιότητα στην ορθόδοξη παράδοση, την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών». Με την πρόταση αυτή μάλιστα συμφώνησε και η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων.
Με την ξαφνική απόφασή του ο κ. Υπουργός δείχνει  περιφρόνηση προς το Σύνταγμα, τους Νόμους και τις αποφάσεις των δικαστηρίων που αφορούν στην ορθόδοξη αγωγή των ορθοδόξων μαθητών και ταυτόχρονα, αποκαλύπτει ότι εκείνο το οποίο σχεδιάζει είναι ένας «πολυθρησκειακός Ακταρμάς».
            Το πρόβλημα των νέων Προγραμμάτων Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), «δεν αφορά στην ποσότητα, αλλά στη δομή και στην ποιότητα, αφού με τη συστηματική μείξη ετερόκλητων θρησκειακών πληροφοριών, η περίτεχνη αλλοίωσή τους και εν συνεχεία η διδασκαλία τους σε μικρά παιδιά, τα οποία δεν είναι ακόμη σε θέση να διακρίνουν τις διαφορές του Χριστιανισμού από τις θρησκειακές δοξασίες, αποτελεί προσπάθεια σύγχυσης και αλλοίωσης ή αλλαγής της πίστεώς τους.  Τα νέα Προγραμμάτα Σπουδών, δέσμια της πολυθρησκειακής τους ιδεολογίας, «θολώνουν τα νερά» - αποκρύπτουν, σκόπιμα, τη θεμελιώδη αλήθεια της χριστιανικής πίστης, πως ο Χριστός είναι ο μόνος Θεάνθρωπος και Σωτήρας του κόσμου. Εξετάζουν τον Ιησού Χριστό ως δάσκαλο, παράλληλα με τον Βούδα, τον Λάο Τσε και τον Μωάμεθ, και, αντίστοιχα, παραθέτουν δίπλα –δίπλα ισότιμα και ισόκυρα με τις διδασκαλίες του Χριστού, κάποια  αποφθέγματα των θρησκευτικών αρχηγών».
Η αντιχριστιανική και αντιπαιδαγωγική επίδραση που ασκείται, μέσω της πολτοποίησης του Χριστιανισμού είναι μία διά της πλαγίας οδού επίθεση στην ορθόδοξη παράδοση.  Αν θα πετύχει τελικά το εγχείρημά  εξαρτάται κυρίως από τη στάση που θα τηρήσουν οι διδάσκοντες –θεολόγοι και δάσκαλοι – απέναντι στις επιχειρούμενες αλλαγές.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΙΑ

Σπάτα, 12 Σεπτεμβρίου 2016
Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 119Η
Πρὸς τοὺς μαθητὲς τῶν Γυμνασίων καὶ Λυκείων τῶν Μεσογείων & τῆς Λαυρεωτικῆς μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ σχολικοῦ ἔτους 2016-2017

Ἀγαπητοὶ μαθητὲς καὶ μαθήτριες, γονεῖς καὶ καθηγητές,
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔναρξη τοῦ νέου σχολικοῦ ἔτους
καὶ τὸν καθιερωμένο ἁγιασμό, θὰ ἤθελα κι ἐγὼ μαζὶ μὲ ὅσους σᾶς σκέπτονται καὶ σᾶς ἀγαποῦν νὰ δώσω τὶς εὐχές μου γιὰ καλὴ καὶ καρποφόρα χρονιά. Ἂν θέλουμε βέβαια νὰ εἴμαστε ρεαλιστές, θὰ ὁμολογούσαμε ὅτι οἱ εὐχές μας γιὰ μία καλὴ χρονιὰ ξεπερνοῦν δυστυχῶς τὶς ἐλπίδες μας γιὰ κάτι τέτοιο. Ἐπειδὴ ὅμως θὰ θέλαμε ὅλοι μας νὰ συμβεῖ τὸ ἀντίθετο, ἐπιτρέψτε μου μαζὶ μὲ τὶς εὐχὲς νὰ καταθέσω καὶ λίγες σκέψεις.

Ὁ εὐλογημένος τόπος στὸν ὁποῖο ζοῦμε κουβαλάει μία παράδοση ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ ζωή. Ὁ τόπος μας, ἡ πατρίδα μας, ὁ λαός μας γέννησε μοναδικὸ πνεῦμα, τέχνη καὶ πολιτισμὸ ποὺ ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλους καὶ πάντοτε. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα γέννησε σοφούς, ἥρωες καὶ ἁγίους, ποὺ αὐτοὶ ἔβαλαν τὴ σφραγῖδα τους στὴν παγκόσμια ἱστορία.

Ὅλο αὐτὸ ἔγινε γιατί ὑπῆρχε μία σπάνια παιδεία. Μία παιδεία ποὺ μόρφωσε καὶ καταξίωσε τὸν ἄνθρωπο ὅσο τίποτε ἄλλο. Μία παιδεία ποὺ στηρίχθηκε σὲ τρεῖς βάσεις: στὴν ἀρετή, στὴν ἀριστεία καὶ στὴν πίστη. Δηλαδὴ στὴν ἠθική, στὴν τελειότητα καὶ στὴν ὑπέρβαση. Σήμερα αὐτὰ τὰ τρία ὄχι μόνον δὲν καλλιεργοῦνται, ἀλλὰ συστηματικὰ περιφρονοῦνται καὶ πολεμοῦνται. Ἡ ἀρετὴ θεωρεῖται ἀνοησία, ἡ ἀριστεία ρατσισμὸς καὶ ἡ πίστη σκοταδισμός. Ἀποτέλεσμα, τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα καὶ οἱ σύγχρονες κοινωνίες νὰ γεννοῦν ἕναν ἀνθρωπισμό, ὁ ὁποῖος παράγει μὲν ἐπιστήμονες ποὺ ὅμως δὲν εἶναι σοφοί, δυνατοὺς ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἥρωες καὶ ἱκανοὺς ποὺ δυστυχῶς ἀγνοοῦν τὴν ἁγιότητα.

Εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσουμε στὴν παραδοσιακή μας παιδεία, ποὺ καλλιεργῶντας τὴν ἀρετὴ ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ προωθῶντας τὴν ἀριστεία τὸν ὁδηγεῖ στὸ μέγιστο τῆς ἀξίας του, ποὺ ἐμπνέοντας τὴν πίστη τὸν βοηθάει νὰ καταλάβει ὅτι ὑπάρχει ζωὴ πέραν ἀπὸ τὰ ὅριά του καὶ Θεὸς μέσα στὴν καρδιά του. Εἶναι καιρὸς αὐτὰ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ σημερινὸ σχολεῖο, αὐτὰ νὰ ἀπαιτήσουμε ἀπὸ τοὺς σχεδιαστὲς τῆς παιδείας μας, αὐτὰ νὰ διεκδικήσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὅλοι μαζί. Ἡ ἀρετὴ εἶναι τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ἡ ἀριστεία τὸ λίπασμα καὶ ἡ πίστη ὁ σπόρος. Τὸ σχολεῖο πρέπει νὰ φυτέψει τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ Τὸν φέρει στὴ ζωή μας. Ἂν σᾶς λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, αὐτὸ εἶναι τεράστιο ψέμα καὶ ἀσυγχώρητο λάθος. Αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ πηγὴ τῆς κρίσης.

Καιρὸς νὰ βγοῦμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀσφυκτικὸ γιὰ τὴν ὕπαρξή μας μνημόνιο καὶ νὰ ἐπανεκκινήσουμε τὴν παιδεία μας στὶς παλιές της βάσεις, μὲ νέο ὅμως ἐνθουσιασμό. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε. Μάλιστα τὰ νέα παιδιά. Εἶναι ὁ μονόδρομος τῆς σωτηρίας μας. Εἴδατε πὼς νέα παιδιά, μὲ ἡλικίες κοντὰ στὶς δικές σας, μάλιστα κάτω ἀπὸ ἐντελῶς ἀντίξοες προϋποθέσεις, κατάφεραν νὰ πρωτεύσουν στοὺς πρόσφατους Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες καὶ νὰ κάνουν ὑπερήφανο ἕναν ὁλόκληρο λαό, τὸν τσακισμένο λαό μας. Ἂς πάρουμε ἀπὸ αὐτοὺς μάθημα γιὰ τὸ τί σημαίνει ἀρετὴ καὶ ἀριστεία καὶ ἂς ἀντλήσουμε ἐλπίδα. Τὰ νέα παιδιὰ τελικὰ ἀποδεικνύονται οἱ καλύτεροι δάσκαλοί μας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶστε ἡ ἐλπίδα μας. Ναί, ἐσεῖς εἶστε ἡ ἐλπίδα μας. Ἀρκεῖ νὰ μιμηθεῖτε αὐτὰ τὰ ἐξαιρετικὰ πρότυπα ποὺ βρίσκονται ἀνάμεσά σας.

Τὸ καλύτερο σχολεῖο εἶναι αὐτὸ ποὺ διδάσκει τὴν ἀρετή, τὴν ἀριστεία καὶ τὴν πίστη. Καὶ οἱ καλύτεροι δάσκαλοι αὐτοὶ ποὺ τὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους.

Νὰ ἔχετε ὅλοι σας, καθηγητές, γονεῖς καὶ μαθητὲς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ῾Ο Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ

Η κεφαλή του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου αποτυπώθηκε στον τοίχο μιας οικίας και θρησκευτικό δέος κατέχει τους κατοίκους, οι οποίοι αδυνατούν να ερμηνεύσουν το παράδοξο αυτό φαινόμενο.
Η αγία μορφή ενεφανίσθη για πρώτη φορά πριν πέντε περίπου ημέρες στην οικία του Αναστασίου Παπαφράγκα ετών 54, γεωργού, και η πρώτη που την αντελήφθη ήταν η θυγατέρα του Στέλλα, η οποία ασχολείτο με το άσπρισμα του δωματίου. «Είδα ένα κεφάλι στον τοίχο, είπε έντρομη καθώς εξήλθε από την οικία της, είχε όμως λεπτά χαρακτηριστικά κι ένα χαμόγελο στοργικό».
Έτρεξαν αμέσως ο πατέρας της κι ο αδελφός της, έσπευσαν και οι γείτονες, οι οποίοι ανεγνώρισαν την κεφαλήν του Άγιου Ιωάννου του Ρώσσου. Σταυροκοπήθηκαν οι χωρικοί, συνεταράχθη η κωμόπολη και ειδοποιήθηκαν αμέσως και ο εφημέριος Παπα-Δημήτρης και ο Αστυνομικός Σταθμάρχης, οι οποίοι ανέφεραν τούτο, ο μεν ιερεύς στον Μητροπολίτην Χαλκίδος Γρηγόριο, ο δε Σταθμάρχης στον Διοικητή Χωροφυλακής Αντισυνταγματάρχη Παναγιωτόπουλο.
Μετέβησαν αμέσως στην κωμόπολη ο πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως και ο Διοικητής της Χωροφυλακής, οι οποίοι, όπως δήλωσαν, είδαν την κεφαλήν του Αγίου Ιωάννου στον τοίχο, χωρίς όμως να εκφέρουν καμμία γνώμη.
Έν τω μεταξύ το δωμάτιον αυτό του χωρικού έχει μεταβληθεί εις τόπον προσκυνήματος, όπου συρρέουν οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά. Πολλοί δε αφήνουν και χρήματα τα οποία μερίμνη επιτροπής που εσχηματίσθη υπό την προεδρίαν του ιερέως, κατατίθενται εις την εκκλησίαν του χωρίου.
Εγνώσθη ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ.κ. Γρηγόριος θα επισκεφθεί την οικία, για να διαπιστώσει και ο ίδιος το φαινόμενο, δήλωσε δε σχετικώς ότι:
«Τέτοια φαινόμενα υπάρχουν. Τίποτε δεν μπορούμε να διαψεύσουμε. Όλα είναι δυνατά και ο κόσμος πιστεύει. Από δικής μου πλευράς φρόντισα να αποφευχθεί η εκμετάλλευση. Το μόνο που θα επιτρέψω είναι να κτισθή εκεί ένα μικρό εκκλησάκι».
Σε ανάμνηση του θαύματος, στις 4 Σεπτεμβρίου 1966 θεμελιώθηκε, σε οικόπεδο το οποίο ευρίσκεται παραπλεύρως της οικίας, Ιερός Ναός προς τιμήν του Οσίου Ιωάννου, ο οποίος εγκαινιάσθηκε από τον Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο Α’, την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 1978, και στη συνέχεια έγινε ο ενοριακός Ιερός Ναός της δεύτερης ομώνυμης ενορίας του Βασιλικού Χαλκίδος.
Ο Ιερός Ναός πανηγυρίζει στις 27 Μαΐου, αλλά και την πρώτη Κυριακή εκάστου Σεπτεμβρίου, επέτειο της αγιοφανείας, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Πηγή: Επισκόπου Χρυσοστόμου (Τριανταφύλλου) Μητροπολίτου Χαλκίδος, «Ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος, πολύαθλος και πρωταθλητής της υπομονής», Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. 

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ: ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ AUGUSTE COMTE (Β' ΜΕΡΟΣ)

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
Φοιτητής  διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.com)

Το κείμενο αυτό είναι το δεύτερο μίας σειράς άρθρων που στόχο έχουν να αναλύσουν την παρακμή του θρησκευτικού φαινομένου στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και να εξετάσουν τυχόν συμβολή της υποχώρησης της παραδοσιακής θρησκευτικότητας με την πολύπλευρη κρίση που διέρχεται ο δυτικός πολιτισμός.
Προτού αναλυθεί το εάν η αποχριστιανοποίηση αποτελεί παράγοντα της κρίσης του δυτικού πολιτισμού, είναι σημαντικό να ερευνηθεί αν έχουν υπάρξει προειδοποιήσεις περί αυτού από διανοητές που έζησαν και στοχάστηκαν την περίοδο του εκείνη ξεκινούσε.  Η αξία των προειδοποιήσεων αυτών είναι ακόμη μεγαλύτερη, όταν εκφέρονται από ανθρώπους όχι οπαδούς της παλαιάς χριστιανικής τάξης πραγμάτων.
Ο Κοντ και ο θετικισμός
Ο Αύγουστος Κοντ (Auguste Comte, Γαλλία 1798-1857) υπήρξε από τους πρώτους σύγχρονους κοινωνιολόγους, ήταν δε αυτός που έδωσε στην επιστήμη της κοινωνιολογίας το όνομα της (sociologie). Ο Κοντ υπήρξε θεμελιωτής του θετικισμού, της επιστημολογικής αντίληψης πως οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο γνώσης και έρευνας μαζί με τις θετικές και πως η μέθοδος των τελευταίων, η βασιζόμενη δηλαδή στον ορθό λόγο, την παρατήρηση και τα αντικειμενικά στοιχεία, είναι η δέουσα για τη διερεύνηση και των πρώτων.  Πίστευε πως «…η υπέρβαση των κοινωνικών αντιθέσεων, της κοινωνικής αταξίας, τα κρίσης και της κατάπτωσης που εμφάνιζε η εποχή του προϋπέθετε τη θεμελίωση και την επικράτηση του θετικού πνεύματος» (Αντωνοπούλου 1991).
Παρ’ ότι γεννήθηκε σε μία (αυστηρή και προβληματική οικογένεια παραδοσιακών, μοναρχικών και ρωμαιοκαθολικών πεποιθήσεων, από την εφηβική του ηλικία ο Κοντ απέρριψε τη θρησκεία και ύστερα και τη μοναρχία, ταυτιζόμενος με το ρεύμα της δημοκρατίας και της φιλοσοφικής προόδου κατά το διαφωτιστικό πρότυπο.  Δέχθηκε σημαντικές επιρροές από πρωτο-σοσιαλιστή φιλόσοφο Ανρί ντε Σαν Σιμόν, του οποίου υπήρξε γραμματέας.  Ο Κοντ ήταν οραματιστής και ακόλουθος της ιδέας της διαρκούς ανθρώπινης προόδου και εξέλιξης.  Κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι κοινωνίες, στην πορεία τους από κατώτερα σε ανώτερα στάδια, περνούν από μία διαδικασία την οποία ονόμασε Νόμο των Τριών Σταδίων.  Το πρώτο στάδιο κοινωνικής εξέλιξης είναι το Θεολογικό, απλοϊκό και κατώτερο μεν αλλά κατά τον Κοντ «αναγκαίο σημείο έναρξης της ανθρώπινης ευφυίας».  Εδώ οι άνθρωποι, έχοντας πολύ λίγες θετικές γνώσεις για το περιβάλλον τους και τις λειτουργίες της κοινωνίας και του πολιτισμού, τα ανάγουν σε υπερφυσικά φαινόμενα και στη δράση και επέμβαση του θείου.  Κατακλυσμοί και επιδημίες, επαναστάσεις και κατακτήσεις, ακμή και παρακμή, όλα συνδέονται με τη το Θεό, ο οποίος κινεί όλες αυτές τις διαδικασίες ένεκα οργής ή ελέους, για να τιμωρήσει, συνετίσει ή επιβραβεύσει τα άτομα και την ανθρωπότητα συλλογικά για τη στάση της προς αυτόν και τις εντολές του.  Στο στάδιο αυτό οι άνθρωποι, αφού τείνουν στη θρησκεία, έχουν ως επίκεντρο της ανάλυσης τους το θείο και διανοητικό στόχο την απόλυτη αλήθεια.  Ο Κοντ εξηγεί πως η εξέλιξη της θρησκείας ξεκίνησε από τον φετιχισμό (ιερά αντικείμενα ή τόποι), προχώρησε στον πολυθεϊσμό και κατέληξε στο ανώτατο επίπεδο του μονοθεϊσμού.
Το δεύτερο στάδιο θεωρείται μεταβατικό και λιγότερο σημαντικό από το προηγούμενο ή το διάδοχο του, αλλά εισέρχεται ως η αναγκαία γεφύρωση ώστε η ανθρώπινη διανόηση να περάσει από το ανορθολογικό στο ορθολογικό, από θεολογία στη φυσική.  Ονομάζεται Μεταφυσικό ή Θεωρητικό και πρόκειται για μία διαφοροποιημένη εκδοχή του Θεολογικού.  Εδώ ο άνθρωπος δεν αποδίδει τα φαινόμενα στο θείο, παρατηρεί όμως τον κόσμο υπό το πρίσμα ασαφών και θεωρητικών δυνάμεων τα οποία ορίζουν τις κοινωνίες.  Η θέαση αυτή είναι ανεπαρκής, όμως κατά αυτήν ο άνθρωπος γίνεται παρατηρητικός και εξοικειώνεται με τη σύλληψη και διατύπωση εννοιών και θεωριών, προετοιμαζόμενος για το τρίτο και ύψιστο στάδιο.  Στο στάδιο αυτό ανήκει ο Διαφωτισμός και το τέκνο του, η Γαλλική Επανάσταση.
Το στάδιο αυτό είναι το Θετικό, το τελευταίο και τελειότερο της ανθρώπινης και κοινωνικής εξέλιξης.  Εδώ γίνεται αντιληπτό πως η ανθρώπινη συμπεριφορά και η λειτουργία της κοινωνίας εξηγείται λογικά, και αντί της πίστης ή αφηρημένων εννοιών επικρατεί η επιστήμη, ο ορθολογισμός και η λογική.  Η αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας παύει χάριν της έρευνας των φυσικών νόμων.  Στο στάδιο αυτό η κοινωνιολογία, η τελευταία και συμπυκνωτική όλων των επιστημών, έρχεται να ερμηνεύσει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας και να οδηγήσει στη λύση των κοινωνικών προβλημάτων.
Η αφέλεια αλλά και χρησιμότητα της θρησκείας
Ο Κοντ πίστευε πως ο 19ος αιώνας ήταν η αυγή του Θετικού σταδίου για το δυτικό πολιτισμό.  Συνεπώς θεωρούσε τη θρησκεία ως κάτι απαρχαιωμένο και αταίριαστο με μια ορθολογική και πεφωτισμένη εποχή όπως η δική του.  Αφού ο σύγχρονος, θετικός άνθρωπος είναι αδύνατον να πιστεύει σε όντα ή καταστάσεις έξω από τη λογική, προέβλεψε πως η θρησκεία σύντομα θα παρήκμαζε και θα περιοριζόταν στα κατώτερα διανοητικά στρώματα (όπως οι απαίδευτοι, οι φανατικοί, οι γυναίκες και τα παιδιά) ή στους ετοιμοθανάτους.  Πολλοί διανοητές του 19ου αιώνος συμμερίζονταν αυτήν την άποψη, βλέποντας τη θρησκεία ως μία πεπαλαιωμένη, ανόητη κοινωνική συμπεριφορά που έμελε και έπρεπε να σβήσει χάριν της ανθρώπινης προόδου.  Ο Κοντ όμως είχε μία διαφορετική και απρόσμενη αντίληψη.  Για αυτόν η παρακμή της θρησκείας είχε κάποιες πολύ ανησυχητικές πτυχές.
Η θρησκεία, παρατήρησε ο Κοντ, προσδίδει στην κοινωνία μία σειρά από εργαλεία και κανονιστικά πλαίσια που εξασφαλίζουν την συνοχή και ομαλή λειτουργία εκείνης και των ανθρώπων εντός της.  Δίνει οδηγίες για την διαγωγή στα πλαίσια της οικογένειας και της κοινότητας, προσφέρει παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές και το δέος και η πίστη που εμπνέει ωφελούν την ανθρώπινη ψυχολογία.  Οι σύγχρονες κοινωνίες, παρ’ ότι εξαιρετικά προοδευμένες και απελευθερωμένες σε πολλούς τομείς σε σχέση με τις παραδοσιακές, πάσχουν εξαιρετικά σε αυτά τα σημεία.  Οι κυβερνήσεις ή οι κοσμικές ιδεολογίες (όπως ο σοσιαλισμός, ο εθνικισμός κ.α.) δεν μοιάζουν ικανές να καλύψουν το κενό.  Για τον Κοντ η Γαλλική επανάσταση ναι μεν προσέφερε υπηρεσίες στην ανθρωπότητα καταλύοντας την αρχαϊκή ρωμαιοκαθολική μοναρχία και τερματίζοντας το θεολογικό στάδιο του γαλλικού πολιτισμού, όμως ήταν δύναμη «αρνητική» (αποδόμησης) και όχι θετική (προόδου), δεν είχε δηλαδή ολοκληρωμένη πρόταση για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας.  Ακόμη και ο Προτεσταντισμός, σαφέστερα ανθρωποκεντρικότερος του επικρατούντος στη χώρα ρωμαιοκαθολικισμού, ήταν ανεπαρκής, όντας άλλη μία «αρνητική» δύναμη που για τον Κοντ οδηγούσε στη διανοητική αναρχία.
Μία κοινωνία χωρίς πνευματικότητα και προσανατολισμένη αποκλειστικά στις μέριμνες της βιωτής, τα υλικά αγαθά και τις διαπροσωπικές σχέσεις αφήνει σημαντικά κενά στην ατομική και συλλογική ψυχή, και ο Κοντ το προέβλεψε.
Η θετική θρησκεία
Ως αντικαταστάτη των ξεπερασμένων αρχαίων δοξασιών και αντίδοτο στην πνευματική ξηρότητα της νεωτερικότητας, ο Κοντ συνέθεσε ένα νέο θρησκευτικό σύστημα, μία θρησκεία της λογικής και του ανθρωπισμού, τη Θρησκεία της Ανθρωπότητας.  Η πρόταση του Κοντ αναπτύσσεται στα έργα του «Συνοπτική Έκθεση της Οικουμενικής Θρησκείας» και «Θεωρία του Μέλλοντος του Ανθρώπου», όπου φαίνεται πως η Θρησκεία της Ανθρωπότητας αντιγράφει σε πολλά σημεία τις υπάρχουσες.  Προβλέπει την ύπαρξη ναών όπου οι ακόλουθοι της θα συνέρχονται ανά τακτά διαστήματα, δίνει έμφαση στη διδασκαλία κοινωνικών αξιών και έχει πλούσιο συμβολισμό (με αποκορύφωμα ίσως την παρουσία πινάκων της αγαπημένης του Κοντ, Clautilde de Vaux, ως συμβόλου παρηγοριάς αντί της Παναγίας).  Ακόμη, διαθέτει ένα κοσμικό ημερολόγιο-εορτολόγιο, με μήνες και ημέρες αφιερωμένες σε τομείς ανθρώπινης δημιουργίας ή σημαντικές προσωπικότητες της επιστήμης και της διανόησης, από τον πεφωτισμένο δεσπότη Μέγα Φρειδερίκο της Πρωσίας και το θεατρικό συγγραφέα Ουίλιαμ Σαίξπηρ μέχρι τον Σκώτο οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ και τον αντιδραστικό (ρωμαιοκαθολικό-μοναρχικό) φιλόσοφο de Maistre.
Το σχέδιο του Κοντ, προς μεγάλη απογοήτευση του ιδίου, δεν έγινε ποτέ δημοφιλές.  Η ιδέα της κοσμικής θρησκείας απορρίφθηκε τόσο από θρησκευομένους όσο και από αθέους.  Δημιουργήθηκαν βέβαια «ναοί της ανθρωπότητας» από θετικιστές στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Βραζιλία, στη δε τελευταία το θετικιστικό κίνημα και η Θρησκεία της Ανθρωπότητας είχαν πολύ σημαντική επιρροή στην πολιτική σκέψη (το εθνικό σύνθημα «Τάξη και Πρόοδος» – Ordem e Progresso – προέρχεται από διασκευή ρητού του Κοντ), παρ’ ότι δεν εξαπλώθηκαν ποτέ στις ευρείες λαϊκές μάζες.  Η προσπάθεια όμως το Κοντ επιτείνει την προσοχή στα κενά της εκκοσμίκευσης και του ορθολογισμού ως προς τις ανάγκες της κοινωνίας και του ατόμου.  Ένα πνευματικό κενό, για τον Κοντ, θα φέρει φθορά και σοβαρή κρίση, ακόμη και σε μία πεφωτισμένη κοινωνία όπως η Θετική.

Πηγές και Βιβλιογραφία
(1989) Beckford, James, Religion and Advanced Industrial Society, Λονδίνο: Unwin Hyman, σελ. 4-5, 45 [Religion and Progress].
(2001) Hamilton, Malcolm, The Sociology of Religion-Theoretical and Comparative Perspectives, Νέα Υόρκη: Routledge-Taylor and Francis Group, σελ. 25-27 [Auguste Comte, Law of Three Stages, Church of Positivism].
(1975) Encyclopaedia Britannica, University of Chicago Publishing, τόμος 4, σελ. 1058-1062 [Comte Auguste, Law of Three Stages, Clautilde de Vaux].
(1972) International Encyclopedia of the Social Sciences, Νέα Υόρκη: The Macmillan Company and the Free Press, τόμος 3 και 4, σελ. 201-206 [Comte Auguste, Family Relations, Law of Three Stages, Positive Religion].
(2004) The Blackwell Dictionary of Modern Social Sciences, Μάλντεν: Blackwell Publishing, σελ. 507-510 [Positivism].
(1972) The Encyclopedia of Philosophy, Νέα Υόρκη: The Macmillan Publishing, τόμος 2, σελ. 173-177 [Comte Auguste, Family Relations, Saint-Simon, Law of Three Stages, French Revolution, Protestantism, Calendar of the Positive Religion].
(1966) The World Book Encyclopedia, Σαρρέυ: Field Enterprise Educational Corporation London, τόμος C, σελ. 476 [Comte Auguste).
(1991) Αντωνοπούλου Μαρία, Θεωρία και Ιδεολογία στη σκέψη των κλασσικών της Κοινωνιολογίας, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 35-64 [Κοντ, Αναγκαιότητα του Θετικού Πνεύματος, Θετικισμός, Ταξινόμηση των Επιστημών, Νόμος των Τριών Σταδίων].
Φεραρότι Φ., Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας, Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας, σελ. 3-9 [Αύγουστος Κοντ].
Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα: Εκδόσεις Πλούταρχος, τόμος 8, σελ. 3746-3749 [Κοντ Αύγουστος, Πολιτική Αναδιοργάνωση της Κοινωνίας, Νόμος των Τριών Σταδίων, Ταξινόμηση των Θετικών Επιστημών].
The School of Life, The Book of Life (thebookoflife.org) [Curriculum: Sociology, Auguste Comte].

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ - TΟΡΠΙΛΙΖΟΥΝ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Στο Σύνταγμα στην προμετωπίδα, μετά τη φράση Σύνταγμα της Ελλάδος, διαβάζομε την πανηγυρική πρόταση-διακήρυξη «Εις το Όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».

Εν συνεχεία δε μετά το 1ον τμήμα του πρώτου μέρους που αναφέρεται στη μορφή του πολιτεύματος, εις το 2ον τμήμα του 1ου μέρους του Συντάγματος και κάτω από τον πανηγυρικόν τίτλον «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», αναγράφεται το άρθρον 3 του Συντάγματος, εις την &1 του οποίου αναφέρεται ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό τηρεί απαρασάλευτα, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις.

Με την ανωτέρω διάταξιν θεσπίζεται το καθεστώς της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», το οποίον στηρίζεται επί βάσεως δημοσίου δικαίου και το οποίον καθιστά την Εκκλησίαν αυτοκέφαλον οργανισμόν, ο οποίος έλκει τα δικαιώματά του από το Σύνταγμα. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία της Ελλάδος καθιερώνεται ως προνομιούχον Ν.Π.Δ.Δ.

Είναι γεγονός ότι με την ανωτέρω Συνταγματικήν ρύθμισιν, η Ορθόδοξη Εκκλησία περιέρχεται σε προνομιακή θέσιν έναντι των άλλων θρησκειών.

Το καθεστώς αυτό στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις ιστορικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί.

Ο Ελληνικός Λαός, γαλουχήθηκε με την διδασκαλία και τα νάματα της Ορθοδόξου Πίστεως και συνεδέθη τόσο στενά με αυτήν, ιδίως κατά την περίοδο της μακράς δουλείας, αλλά και σε κάθε δύσκολη περίοδο για τον Ελληνισμό, όπου η Εκκλησία φάνηκε φιλόστοργος μητέρα, ώστε οι λέξεις Ελληνισμός και Ορθοδοξία να είναι ταυτόσημες.

Η Πολιτεία θρησκεύει και συνεπώς αντιμετωπίζει τα ζητήματα της Εκκλησίας με σεβασμό και ευλάβεια.

Το άρθρο 16&2 του Σ. αναφέρει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

Η περίφημος απόφασις υπ΄αριθμ. 3356/1995 του ΣΤ΄ Τμήματος του Σ.Τ.Ε. δέχεται ότι προκειμένου να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 16&2 του Συντάγματος, προκειμένου δηλαδή να αναπτυχθεί η θρησκευτική συνείδηση των μαθητών σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθοδόξου πίστεως, οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να μετέχουν στις σχολικές θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως είναι η καθημερινή προσευχή και ο εκκλησιασμός και να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών, το οποίον, όπως είναι αυτονόητον, πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία σύμφωνα με τις αρχές της Ορθοδόξου Χριστιανικής θρησκείας και επί ικανόν αριθμόν ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως.

Είναι όμως πρόδηλον ότι εάν ένας ή περισσότεροι μαθητές, άλλως οι γονείς τους, ασκώντας το κατοχυρωμένο με το άρθρο 13 του Συντάγματος και τις διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, δηλώσουν καθ΄οιονδήποτε τρόπον προς τον Διευθυντήν του Σχολείου ότι για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, δηλ. διότι είναι ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι ή άθεοι, δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών ή να μετάσχουν στις άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις που προβλέπονται από το σχολικό πρόγραμμα, ο Διευθυντής έχει υπηρεσιακό καθήκον να προβεί αμέσως σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, ούτως ώστε οι μαθητές αυτοί να μη μετέχουν στις ανωτέρω θρησκευτικές εκδηλώσεις και να μην παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς βεβαίως η αποχή τους αυτή να συνεπάγεται για τους ιδίους οποιασδήποτε μορφής σχολική κύρωση π.χ. καταλογισμό απουσιών, μείωση διαγωγής, πειθαρχικές κυρώσεις κ.λ..π.

Πολύς λόγος γίνεται στις ημέρες μας σχετικά με το εάν το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να είναι : α)καθαρά ομολογιακό μάθημα με Ορθόδοξο Χριστιανικό περιεχόμενο. β)το πολιτιστικό μάθημα των θρησκευτικών. γ)το πολυθρησκευτικό–γνωσιολογικό μάθημα των θρησκευτικών. δ)το αμιγώς θρησκειολογικό το οποίο αποτελεί πρόταση βουλευτών αριστερών κομμάτων και άλλων τινών φιλοσοφούντων επιστημόνων, οι οποίοι ζητούν την πλήρη εξίσωση της Ορθόδοξης πίστεως του λαού μας με όλα τα άλλα δόγματα και θρησκεύματα και την παροχή γνώσεων.

Συμφώνως προς την υπ΄αριθμ. 115/2012 αμετάκλητον αποφ. Διοικητικού Εφετείου Χανίων «Δεν νοείται απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών για μαθητή Ορθόδοξο Χριστιανό για λόγους Θρησκευτικής συνειδήσεως.Οι άθρησκοι ή οι αλλόθρησκοι (π.χ. Μουσουλμάνοι) και οι ετερόδοξοι (Προτεστάντες) μαθητές έχουν δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα όταν συντρέχουν στο πρόσωπό τους λόγοι θρησκευτικής συνείδησης τους οποίους οφείλουν να επικαλούνται οι ίδιοι ή οι γονείς τους.

Για το συγκεκριμένο μείζον θέμα της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα Σχολεία θα χρησιμοποιήσομε τα απλά αλλά σοφά και θεία λόγια του Μεγάλου Διδασκάλου του Γένους Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Τι δίδασκε ο Άγιος και τι διδάσκει διαχρονικά τον Ελληνικό Λαό: Ο Πατροκοσμάς έδινε στην Παιδεία Χριστοκεντρικό προσανατολισμό.Το παιδευτικό αίτημα ήταν σαφές. Παιδεία Χριστοκεντρική.

Ο Θεός έχει κεντρική θέση μέσα στο Σχολείο. «Από το σχολείο μανθάνομεν το κατά δύναμιν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι άγγελοι, τι είναι Παράδεισος, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι Αγία Κοινωνία, τι είναι το άγιον Ευχέλαιον, τα πάντα από το σχολείον τα μαθαίνομεν, διατί χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το Σκότος».

Κατακλείοντας την συνοπτική αναφορά μας στο φλέγον αυτό για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας ζήτημα της διδασκαλίας των θρησκευτικών συνάγωμε το ασφαλές συμπέρασμα ότι είναι καθαρά αντισυνταγματική η επιχειρούμενη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογία.

Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών θα πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνει στα Σχολεία μας με τη σημερινή μορφή, δια την σωστήν διαπαιδαγώγησιν των Ορθοδόξων Ελλήνων μαθητών.

Δυστυχώς η μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε Θρησκειολογία είναι μία από τις ποικίλες μορφές συνεπειών του επιχειρούμενου χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους.

Ας σταθούμε με υπευθυνότητα άπαντες ενώπιον του ελληνικού λαού και της ιστορίας του, διότι οι επιχειρούμενες αυθαίρετες μεταβολές θα τορπιλίσουν τα θεμέλια του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας που αποτελούν την πνοή του έθνους.

Άρθρον υπό του κ. Πέτρου Ρηγάτου,
Δικηγόρου παρ΄Αρείω Πάγω 
Μ.Δ.Ε., Νομικού Συμβούλου Ι.Μ.Π.
Πηγή: romfea.gr

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΔΩΣΕ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΠΑΡΕ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Δώσε ψωμί και πάρε Παράδεισο. Δώσε μικρά και πάρε μεγάλα. Δώσε θνητά και πάρε αθάνατα. Λύτρο της ψυχής είναι η ελεημοσύνη.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΑΝ ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΧΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ!


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Αν δεν μετανοήσουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στον Θεό, χάνουν την αιώνια ζωή!