Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ
ΣΤΗΝ «ΣΥΝΟΔΟ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ «ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ»
1. Καταγραφὴ ἀντιδράσεων πρὶν ἀπὸ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης
καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν
Ἔχουν περάσει ἤδη
τρία (3) χρόνια ἀπὸ τὴν σύγκληση καὶ διεξαγωγὴ τῶν ἐργασιῶν τῆς ψευδοσυνόδου
τῆς Κρήτης τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, ποὺ τὴν ὀνόμασαν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», ἡ
ὁποία «Οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη οὔτε Σύνοδος» ἦταν, ὅπως ἀπέδειξε ἡ ὀρθόδοξη
αὐτοσυνειδησία, μέρος τῆς ὁποίας καταγράψαμε στὸ διπλὸ τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας»
(Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016) ποὺ φέρει τὸν ἴδιο τίτλο, δηλαδή «Οὔτε Ἁγία οὔτε
Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος». Στὸ τεῦχος αὐτὸ ἐκτάσεως 320 σελίδων καταχωρίσαμε τὰ
ἀπορριπτικὰ τῆς «συνόδου» κείμενα τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν,
Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὴν
ψευδοσύνοδο, γιατὶ δὲν συμφωνοῦσαν οὔτε μὲ τὸν τρόπο συγκλήσεως καὶ
λειτουργίας, οὔτε μὲ κάποια αἱρετίζοντα προσυνοδικὰ κείμενα, τῶν ὁποίων
ζητοῦσαν διορθώσεις, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε.
Σημειωτέον ὅτι οἱ
Ὀρθόδοξοι πιστοὶ τῶν τεσσάρων αὐτῶν ἐκκλησιῶν ἀντιπροσωπεύουν τὸ 70% τοῦ
συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἑπομένως μόνο τὸ 30% ἐκπροσωπήθηκε στήν «σύνοδο»,
γεγονὸς ποὺ μόνο του δείχνει ὅτι δὲν ἦταν «Μεγάλη», πολὺ περισσότερο μάλιστα,
ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 800 Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, παρέστησαν μὲ ἐπιλογὴ μόνον
160, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν συνόδων ἐψήφισαν μόνον οἱ
δέκα (10) προκαθήμενοι, πατριάρχες καὶ ἀρχιεπίσκοποι, ἐξευτελίσαντες ἔτσι καὶ
μὲ αὐτὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ θεσμὸ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων. Στὸ ἴδιο διπλὸ
τεῦχος δημοσιεύονται ἀπορριπτικὰ καὶ κριτικὰ τῆς «συνόδου» κείμενα πολλῶν
ἀρχιερέων, λοιπῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν, ὡς καὶ λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀντίδραση τοῦ
Ὀρθοδόξου πληρώματος δὲν ἦταν βέβαια κατόπιν ἑορτῆς, ἀφοῦ δηλαδὴ ἔγινε τὸ κακό,
ἀλλὰ πολλὲς δεκαετίες ἐνωρίτερα. Ἐπειδὴ οἱ συγκαλοῦντες τήν «σύνοδο», ἀλλὰ καὶ
οἱ προετοιμάζοντες τὰ συνοδικὰ κείμενα, ἰδιαίτερα στὴν τελική τους μορφή, ἦσαν
οἱ περισσότεροι ἐκ πεποιθήσεως οἰκουμενιστές, βαμμένοι οἰκουμενιστές, δὲν
κατόρθωσαν νὰ ἑλκύσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, τὸ ὁποῖο
διέβλεπε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τὸ δένδρο, οἱ συντελεστὲς τῆς «συνόδου» ἦσαν
οἰκουμενιστές, καὶ οἱ καρποὶ τοῦ δένδρου θὰ ἦσαν ἀνάλογοι, δηλαδὴ οἰκουμενιστικοὶ
καὶ συγκρητιστικοί, ὅπως καὶ ἔγινε, ἀφοῦ «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται»[1].
Αὐτὲς τὶς πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου ἀντιδράσεις, μέχρι καὶ τὶς παραμονὲς τῆς
συγκλήσεως, τὶς συγκεντρώσαμε, μὲ ἐπιλογὴ βέβαια, γιατὶ θὰ χρειαζόμασταν τόμους
ὁλόκληρους, σὲ ἕνα διπλὸ ἐπίσης τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰανουάριος-Ἰούνιος
2016) ἐκτάσεως 350 σελίδων, τὸ ἐξώφυλλο τοῦ ὁποίου κοσμοῦν τρεῖς ὁσιακὲς μορφὲς
τῶν χρόνων μας ποὺ ἀγωνίσθηκαν ὥστε νὰ μὴ συγκληθεῖ αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικῶν
προδιαγραφῶν σύνοδος, διότι διέβλεπαν ὅτι οἱ καρποί της θὰ ἦσαν πικροὶ καὶ
δηλητηριώδεις· πρόκειται γιὰ τὸν ὅσιο Ἁγιορείτη Γέροντα Δανιὴλ Κατουνακιώτη,
τὸν ἀνακηρυχθέντα ἤδη Ἅγιο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας μεγάλο δογματικὸ
θεολόγο ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καὶ τὸν ὁσιακῆς ἐπίσης βιοτῆς καὶ ἀπὸ τὴ
συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ὡς Ἅγιο γνωριζόμενο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Ἐκτὸς ἀπὸ
τὰ κείμενα τῶν τριῶν Ὁσίων δημοσιεύονται ἐπίσης κείμενα ἀρχιερέων, Ἑλλήνων καὶ
ἀλλογενῶν, Ἱερῶν Μονῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν.
Τὰ ἰδικά μας κείμενα
τὰ πρὸ τῆς «συνόδου» καὶ τὰ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν δημοσιεύθηκαν ἐπίσης σὲ δυὸ
ξεχωριστὰ βιβλία μὲ τίτλους α) «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ
νὰ ἀνησυχοῦμε;[2]» καὶ β) «Μετὰ τὴν "σύνοδο" τῆς Κρήτης. Ἡ διακοπὴ
μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη»[3]. Ἄλλα δύο συναφῆ δικά μου βιβλία
ἐκυκλοφορήθησαν τὸ ἕνα μὲ τίτλο «Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου
Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης»[4] καὶ ἕνα μικρὸ
τευχίδιο στὴν σειρά «Καιρός» μὲ τίτλο «Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση.
Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις»[5].
2. Ἄλλαξε τὸ ἐκκλησιαστικὸ μοντέλο. Ὑψηλότερη μορφὴ
ἀντίστασης
Ἀπὸ τοὺς τίτλους τῶν
τελευταίων δημοσιευμάτων προκύπτει ὅτι, ἐπειδὴ ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης
νομιμοποίησε καὶ συνοδικὰ ἐπεκύρωσε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὁλοφάνερα,
«γυμνῇ τῇ κεφαλῆ», ὅπως ὁλοφάνερα φαίνεται ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ ἐνέκρινε, τὸ
ἐκκλησιολογικὸ κλῖμα, τὸ ἐκκλησιολογικὸ πλαίσιο, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀτμόσφαιρα
ἄλλαξε δραματικά, καὶ ἔπρεπε γι᾽ αὐτὸ νὰ ἀντιδράσουμε. Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας,
ὑπέστη βαρύτατα πλήγματα σὲ δύο βασικὲς πλευρὲς τοῦ περὶ Ἐκκλησίας δόγματος. Ἐν
πρώτοις στὸ ἂν ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικὰ ὅρια, ἐκκλησιαστικὰ σύνορα ποὺ ὁρίζουν τὰ
γνωρίσματα ποὺ πρέπει νὰ ἔχει κανείς, γιὰ νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ
περιλαμβάνεται μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ
τὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Μποροῦν ὅλοι, καὶ οἱ αἱρετικοί, νὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία;
Εἶναι ἔγκυρο τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν; Ὑπάρχει μία ἢ πολλὲς ἐκκλησίες διηρημένες,
ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν, γιὰ νὰ ἀποτελέσουν ὅλες μαζὶ τὴν Μία Ἐκκλησία; Εἶναι καὶ
οἱ αἱρέσεις ἐκκλησίες; Καὶ τὸ δεύτερο εἶναι ἡ προσβολὴ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος
τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ οἱ ἀποφάσεις νὰ λαμβάνονται συνοδικὰ ἀπὸ τοὺς
ἐπισκόπους, συμφωνούσης ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ
ὁποῖο τελικὰ εἶναι ὁ φύλακας τῆς Πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κατὰ
τὴν γνωστήν «Ἀπάντησιν τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν πάπαν
Πῖον Θ´ (1848)»[6]. Τώρα ὅμως τὸ πλήρωμα περιφρονεῖται· ἂν κάποιοι ἀντιδράσουν,
τιμωροῦνται, καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι πλέον ἴσοι μεταξύ των, δὲν ἀποφασίζουν
συνοδικὰ καὶ ἰσότιμα, ἀλλὰ ἀκολουθοῦν δουλικὰ κάποιους "πρώτους", ἢ
ἕναν "πρῶτον", κατὰ τὰ παπικὰ πρότυπα, τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη τῆς
Κωνσταντινούπολης ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ γίνει ὁ πάπας τῆς Ἀνατολῆς.
Πολλοὶ δὲν
ἀντιλαμβάνονται, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία, τὴν σοβαρότητα αὐτῶν τῶν
ἐκκλησιολογικῶν ἐκτροπῶν σὲ βασικὰ δόγματα καὶ θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ἢ
ἀντιλαμβάνονται ἀλλὰ φοβοῦνται νὰ ἀντιδράσουν. Δὲν κατακρίνουμε κανέναν. Τὰ
φροῦτα καὶ στὸ ἴδιο φυτό, στὸ ἴδιο δένδρο, δὲν ὡριμάζουν τὸν ἴδιο καιρό. Ὅσοι
ἀγωνιούσαμε καὶ ἀνησυχούσαμε γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων,
ποὺ διαρκῶς χειροτερεύει, ἀποφασίσαμε, μετὰ τὴν συνοδικὴ ἀναγνώριση στὴν Κρήτη
τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ὑποτίμηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος διοικήσεως
τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τούς "πρώτους" τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὸν
"πρῶτο" τῆς Κωνσταντινύπολης, νὰ περάσουμε σὲ ὑψηλότερη μορφὴ ἀγῶνος
καὶ ὁμολογίας. Καλὰ καὶ ἅγια εἶναι τὰ ἀντιοικουμενιστικὰ κηρύγματα καὶ κείμενα,
καλὲς καὶ ἅγιες οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἀγρυπνίες γιὰ νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς τοὺς
ἐσκοτισμένους. Τὰ κάναμε καὶ ἐμεῖς ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες, ἀλλὰ ἡ κατάσταση, ἀντὶ
νὰ καλυτερεύει, γινόταν χειρότερη· ὁ Θεὸς ἀκούει τὶς προσευχές, ἀλλὰ ὅταν
συνοδεύονται καὶ ἀπὸ ἔργα· θέλει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος «οὐ
πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ
ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»; Σὲ ὅσους περιορίζονται μόνον
στὰ λόγια καὶ στὰ τυπικὰ χριστιανικὰ καθήκοντα θὰ πεῖ· «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς·
ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν». Γνωρίζει μόνον ὅσους ἀκούουν
τοὺς λόγους Του καὶ ποιοῦν τὸ θέλημά Του;[7]
Δὲν ἦταν δύσκολο νὰ
καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἰσῆλθε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας
ἡ ἑτεροδιδασκαλία, ἡ αἵρεση, ὅταν διδάσκεται ἄλλο εὐαγγέλιο, ὅταν στὴν θέση τοῦ
Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μοναδικὸς Πρῶτος, μπαίνουν ἄλλοι "πρῶτοι"
καὶ ἄλλος «πρῶτος», ὅταν ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ ἔχομε Ἀντίχριστο καὶ Ἀντιχρίστους.
Ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι
διέκοπταν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, μέχρι τοῦ σημείου οὔτε νὰ τοὺς
χαιρετοῦν, οὔτε νὰ τοὺς καλημερίζουν. Αὐτὸ ἐπικαιροποίησε τὸν 9ο αἰώνα ὁ 15ος
Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), ποὺ μᾶς συνιστᾶ νὰ
διακόπτουμε τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν κηρύσσει «γυμνῇ τῇ
κεφαλῆ» αἵρεση, συμπληρώνοντας πὼς ὅσοι τὸ πράττουν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνων, γιατὶ
ὄχι μόνο δὲν διαπράττουν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα[8].
Αὐτὸ ἐπράξαμε καὶ ἐμεῖς, ὅσοι Πατέρες ἐδῶ στὴν Θεσσαλονίκη, στὸν Λαγκαδᾶ, στὴν
Φλώρινα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀλλοῦ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες
χῶρες, σταματήσαμε νὰ μνημονεύουμε στὶς ἀκολουθίες τὰ ὀνόματα τῶν οἰκείων
ἐπισκόπων.
3. Κακὴ ἡ ὑπακοὴ στοὺς κακοὺς ἐπισκόπους
Πέρασαν ἤδη δύο
χρόνια ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴν ἄνοιξη τοῦ 2017. Μᾶς ἔδιωξαν ἀπὸ τοὺς ναούς μας, μᾶς
ξεσπίτωσαν καὶ μᾶς ξεβόλεψαν, γιατὶ δὲν κάναμε ὑπακοὴ στοὺς ἐπισκόπους, στοὺς
αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Ἐμεῖς ἀπαντοῦμε ὅτι κάνουμε ὑπακοὴ στὸν Χριστό, στοὺς
Ἀποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες, στοὺς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους ποὺ δὲν προσβάλλουν
τὰ δόγματα καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, μνημονεύουμε «πάσης ἐπισκοπῆς
Ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας», γιατὶ γνωρίζουμε ἀπὸ
πάμπολλες γνῶμες Ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώσαμε σὲ βιβλίο ποὺ γράψαμε τὸ
2006, πρὶν ἀπὸ δεκετρία χρόνια, ὅτι ὑπάρχει «Κακὴ Ὑπακοὴ καὶ Ἁγία Ἀνυπακοή»[9].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος συνιστᾶ ἕνα πρᾶγμα: Νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς κακοὺς
ἐπισκόπους· «ἓν ἐκτρέπου μοι, τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους»[10]. Καυχᾶται, γιατὶ
ἀγωνιζόμενος καὶ αὐτὸς γιὰ θέματα πίστεως, γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως,
βρέθηκε νὰ εἶναι ἀνάμεσα στοὺς συκοφαντουμένους καὶ διωκομένους, στούς
«ἀπεχθανομένους». Δικαιολογεῖ τὴν καύχησή του λέγοντας ὅτι εἶναι καλύτερος ὁ
πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό· «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος
εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»[11]. Ὁ ὁμόψυχος, ὁμόφρων καὶ πρωτοστάτης στοὺς ἀγῶνες
γιὰ τὴν Πίστη, μεγάλος Καππαδόκης ἐπίσης Θεολόγος Μ. Βασίλειος στὴν γνωστὴ
ἀπάντησή του στὸν Ἀρειανὸ αἱρετικὸ ἔπαρχο Μόδεστο, ποὺ ἀπόρησε, γιατὶ δὲν
συνάντησε ἄλλο ἐπίσκοπο ποὺ νὰ τοῦ μίλησε μὲ τέτοια παρρησία, τοῦ ἀπάντησε ὅτι
ἴσως δὲν συνάντησε ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, διότι, ἂν συναντοῦσε, ἔπρεπε ἀγωνιζόμενος
γιὰ τόσο ὑψηλὰ θέματα νὰ τοῦ ἀπαντήσει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ συμπλήρωσε ὅτι
ὡς πρὸς ὅλα τὰ ἄλλα θέματα οἱ τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ἐπιεικεῖς, εἰρηνικοὶ καὶ
ταπεινοί· δὲν ὑψώνουμε φωνὴ ὄχι μόνο σὲ κρατικοὺς ἀξιωματούχους, ἀλλὰ καὶ στὸν
πιὸ ἁπλὸ ἄνθρωπο. Ὅπου ὅμως κινδυνεύει ὁ Θεός, κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία,
περιφρονοῦμε ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ πρὸς τὸν Θεὸ μόνον βλέπουμε· «Οὗ δὲ Θεὸς τὸ
κινδυνευόμενον καὶ προκείμενον τ᾽ ἄλλα περιφρονοῦντες πρὸς Αὐτὸν μόνον
βλέπομεν»[12]. Καὶ ὁ ἄλλος τῆς Τριάδος τῶν Ἱεραρχῶν, ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος
Ἰωάννης Χρυσόστομος, ποὺ κατασυκοφαντήθηκε, καταδικάσθηκε, ἐξορίσθηκε ἀπὸ
ἀναξίους συνεπισκόπους του καὶ πέθανε τελικῶς στὴν ἐξορία, γράφει πρὸς τὴν
διακόνισα Ὀλυμπιάδα ὅτι δὲν φοβᾶται κανένα, ὅπως φοβᾶται τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν
ὀλίγων· «Οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[13]. Ὁ
ἴδιος ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην
ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»[14], λέγει ὅτι δὲν εἶναι
πάντοτε καλὴ ἡ ὁμόνοια, γιατὶ καὶ οἱ ληστὲς ὁμονοοῦν. Ὁ Θεὸς θέλει τὴν εἰρήνη
καὶ τὴν ὁμόνοια νὰ συνυπάρχουν μὲ τὴν εὐσέβεια· ὅταν δὲν ὑπάρχει ἡ εὐσέβεια,
δικαιολογεῖται ὁ πόλεμος καὶ ἡ διάσταση· «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν, ἐπεὶ
καὶ λησταὶ συμφωνοῦσιν...Αὐτὸς μὲν γὰρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τὸν τῆς
εὐσεβείας λόγον· ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται»[15].
Καυχώμαστε λοιπὸν καὶ
ἐμεῖς γιατὶ περάσαμε ἀπὸ τὰ λόγια στὰ ἔργα, γιατὶ διαπιστώσαμε ὅτι κινδυνεύει ἡ
πίστη μας, ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία, «Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον», γιατὶ διαχωρίσαμε τὴν
θέση μας ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους καὶ δείξαμε μὲ τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσής
τους ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτούς, ὅτι ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρήνη δὲν
εἶναι πάντοτε καλό, ὅταν δὲν συνοδεύονται ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅτι
στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς αἱρέσεως εἶναι προτιμότερος ὁ
πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη, ἀπὸ τὸ βόλεμα καὶ τὴν καλοπέραση, γιατὶ αὐτὰ μᾶς
χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό· «Κρείττων γὰρ πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».
4. Παραμένουμε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ποιοὶ εἶναι ἐκτός. Τὸ
παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Εὐχαριστοῦμε τοὺς
ἀδελφοὺς κληρικοὺς ποὺ μνημονεύουν ἀκόμη τοὺς ἐπισκόπους τους, ἀλλὰ συμφωνοῦν
μαζί μας, εἴμαστε ὅλοι μαζί, μνημονεύοντες καὶ μὴ μνημονεύοντες, μέσα στὰ ὅρια
τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἐναντίον τῆς παναιρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ παίρνουμε ἀποστάσεις ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους.
Εὐχαριστοῦμε ὅλους ἐσᾶς, τὰ πνευματικά μας παιδιά, τοὺς μαθητάς μας καὶ ὅσους
ἄλλους μᾶς ἀκολουθοῦν, γιατὶ ξεπεράσατε τὶς ἐπιφυλάξεις, τὶς συκοφαντίες, τὶς
φοβίες πὼς δῆθεν, ἂν μᾶς ἀκολουθήσετε, θὰ βγῆτε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τὴν ἀπειλὴ πὼς
θὰ εἴσθε ἀποσυνάγωγοι. Αὐτὸν τὸν φόβο δὲν εἶχαν καὶ οἱ γονεῖς τοῦ ἐκ γενετῆς
τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νὰ συμπαρασταθοῦν στὸν υἱό τους,
ἀρνήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα, γιατὶ εἶχαν ἀποφασίσει οἱ τότε ἀρχιερεῖς καὶ
οἱ τότε νομικοὶ καὶ θεολόγοι, οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι «ἐὰν τις
αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστὸν ἀποσυνάγωγος γένηται»[16]; Διάδοχοι ἐκείνου τοῦ
παρανόμου συνεδρίου εἶναι οἱ σημερινοὶ ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι, ποὺ διέστρεψαν
μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἔχουν ἀποφασίσει νὰ
διώκουν, καὶ διώκουν, ὅσους ὁμολογοῦμε τὴν ἀληθινὴ Πίστη.
Δὲν φοβόμαστε ὅμως,
γιατὶ ξέρομε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐπήνεσε οὔτε πῆγε νὰ βρεῖ τοὺς ἀρχιερεῖς ποὺ
ἀπειλοῦσαν μὲ τὸ "ἀποσυνάγωγοι", μὲ τὸ σημερινὸ "ἐκτὸς
Ἐκκλησίας", οὔτε τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ποὺ φοβήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν, ἀλλὰ
πῆγε καὶ βρῆκε τὸν τυφλὸ ποὺ ἀνέβλεψε ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικὰ μὲ
τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του ὑπάρχουν
ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη· ὅσοι
εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅσοι εἶναι μὲ τὴν αἵρεση εἶναι
ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Τὸ ἐκφράζει αὐτὸ ἄριστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀκολουθώντας
τὴν προηγούμενη Πατερικὴ Παράδοση, ἰδιαίτερα τὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸν ἐπαξίως καὶ
ἁρμοζόντως ὀνομασθέντα Ὁμολογητή. Ἀμφότεροι εἶχαν ἀποτειχισθῆ, εἶχαν διακόψει
τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ
τοὺς Μονοθελῆτες καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ τοὺς Βαρλααμίτες. Ὁ Μονοθελήτης
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συμβουλεύει τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ ἀκολουθήσει τὴν
Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τότε συνολικὰ μὲ τὰ πέντε πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως,
Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, εἶχε ταχθῆ ὑπὲρ τῆς αἱρέσεως τοῦ
Μονοθελητισμοῦ. Τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ εἶναι ἐντὸς
τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικὰ ἀκολουθώντας τὸν δικό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας ξένο δρόμο
θὰ ὑποστεῖ τὶς συνέπειες. Χειρότερη ἡ κατάσταση ἀπὸ ὅτι στὸ Κολυμπάρι τῆς
Κρήτης. Ὅλες οἱ τότε αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες στὴν αἵρεση. Ὁλομόναχος ὁ Ἅγιος
Μάξιμος στὴν Ἀποτείχιση. Τὶ τοὺς ἀπάντησε δίνοντας καὶ σὲ μᾶς παράδειγμα καὶ
ἐπιχειρήματα; Ἡ Ἐκκλησία τοὺς εἶπε δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ αἵρεση, ἀλλὰ
ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ὀρθὴ καὶ σωτήριος ὁμολογία τῆς Πίστεως[17].
Ἑπτακόσια χρόνια
ἀργότερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναιρεῖ γράμμα τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας
Ἰγνατίου πρὸς τὸν γνωστὸ Βαρλααμίτη καὶ λατινόφρονα πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα, μέσα στὸ ὁποῖο τοῦ ἔγραψε ὅτι, ἀφοῦ ἐστήριξε
τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν πατριάρχη καὶ κατέκρινε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ἐπιστρέφει τώρα
στὴν ἐκκλησία του, ποὺ τοῦ ἐχάρισε ὁ Χριστός· «ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς
τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Ὀργίζεται καὶ
ἀγανακτεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σχολιάζοντας καὶ λέγει: Ποιὸς κλῆρος, ποιὰ γνήσια
σχέση πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας συνήγορος τοῦ ψεύδους
τῆς αἱρέσεως, πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι «στύλος
καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[18] καὶ ἡ ὁποία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μένει
διαρκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη παγίως πάνω σ᾽ αὐτὰ ποὺ στηρίζεται ἡ
ἀλήθεια; Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτισμένα μὲ τὴν ἀλήθεια·
ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία· «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτοδιαψεύδονται, ὅταν ἀλληλοονομάζονται
ποιμένες καὶ ἀρχιεποιμένες. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα
ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως[19]. Ἕνας ἀποτειχισμένος,
διωκόμενος ἱερομόναχος, δὲν διστάζει νὰ θέσει ἐκτὸς ἐκκλησίας δύο πατριάρχες,
τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ποὺ ἐξετόξευαν
ἐναντίον του τοῦ κόσμου τὶς κατηγορίες, ὅπως καὶ τώρα ἐκτοξεύουν ἐναντίον μας,
καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι, ἐπειδὴ δὲν εἶστε μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν αἵρεση, εἶστε
ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐμεῖς, ποὺ διώκετε, εἴμαστε μὲ τὴν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτὸ καὶ
εἴμαστε ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.
5. Ἐκτὸς Ἐκκλησίας θὰ βρεθοῦν ὅσοι κοινωνήσουν μὲ τὸ
Οὐκρανικὸ σχίσμα, ἀκολουθώντας τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο
Λυπούμαστε εἰλικρινὰ
ὄχι γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ποὺ σκόπιμα μᾶς κατηγοροῦν καὶ μᾶς θεωροῦν ὡς
σχισματικοὺς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, φοβίζοντας τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ μὴ
μᾶς ἀκολουθήσουν. Αὐτοὶ καλὰ κάνουν τὴν δουλειά τους καὶ τὸ ἔργο ποὺ τοὺς
ἀνετέθη, ὥστε νὰ ἐξαπλωθεῖ ἡ ἀρρώστια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Λυπούμαστε γιὰ πολλοὺς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶ νὰ μᾶς ἐπαινοῦν καὶ
νὰ μᾶς ἐνθαρρύνουν, ὅπως συνιστᾶ ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ.
Φωτίου, ἀφήνουν στοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐμεῖς κάναμε λάθος ποὺ
προχωρήσαμε στὴν Ἀποτείχιση, ἐνῶ αὐτοὶ ἔπραξαν σωστά, γιατὶ ἔμειναν μέσα στὴν
Ἐκκλησία, ἑπομένως ἐμεῖς τῆς Ἀποτειχίσεως εἴμαστε ἐκτὸς ἐκκλησίας. Ἔγραψα σὲ
ἄλλο μου κείμενο ὅτι τέτοια θεολογικὴ ἀμάθεια καὶ ἀσχετοσύνη δὲν τὴν περίμενα,
ἐκτὸς ἂν καλύπτουν μὲ αὐτὰ τὴν δική τους ἀτολμία νὰ προχωρήσουν ἀπὸ τὰ λόγια
στὰ ἔργα, στὶς πράξεις. Δὲν θὰ ἀναιρέσω ἐδῶ ἀδελφικὰ αὐτὴν τὴν ἀδικαιολόγητη
θέση· ἀρκοῦν ὅσα εἶπα· περισσότερα θὰ βροῦν στὸ μικρὸ τευχίδιο ποὺ γι᾽ αὐτοὺς
ἔγραψα καὶ ποὺ ἐμνημόνευσα προηγουμένως μὲ τίτλο «Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ
Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις».
Ἐμεῖς διακηρύξαμε
πολλάκις ὅτι δὲν πρόκειται νὰ προχωρήσουμε σὲ σχίσμα μνημονεύοντες ἄλλους
σχισματικοὺς ἐπισκόπους. Καὶ ἐπειδὴ κακοήθεις καὶ ψευδολόγοι διέστρεψαν τὶς
θέσεις μας καὶ διαδίδουν τοῦ κόσμου τὰ ψεύδη εἰς βάρος μας, λειτούργησαν οἱ
πνευματικοὶ νόμοι καὶ φὲρουν τώρα πολλοὺς πρὸ τοῦ φοβεροῦ διλήμματος νὰ
κοινωνήσουν μὲ ἕνα ἀληθινὸ σχίσμα, μὲ ἀληθινοὺς σχισματικούς, καταδικασμένους
καὶ καθηρημένους συνοδικὰ ἢ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία καὶ τὴν μνημόνευση τῶν
ἐπισκόπων ποὺ θὰ ἀναγνωρίσουν τοὺς σχισματικούς. Ἐννοοῦμε βέβαια τοὺς
σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας, στοὺς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης
Βαρθολομαῖος παρεχώρησε αὐτοκεφαλία, ἀφοῦ δῆθεν τοὺς ἀποκατέστησε στὴν
κανονικότητα, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα σχετικὸ δικαίωμα καὶ σχετικὴ ἁρμοδιότητα,
ἐπεμβαίνοντας σὲ ξένη ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία καὶ καταπατώντας τὴν αὐτονομία
καὶ τὴν πλήρη ἀνεξαρτησία αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ἐπεβεβαιώνοντας ἔτσι τὴν νέα
ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου ποὺ τοῦ δίνει δῆθεν τὸ δικαιώμα ὡς «πρώτου» νὰ
ἐπεμβαίνει στὰ ἐσωτερικὰ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν. Τώρα πλέον δὲν εἶναι εὔκολο νὰ
βρεθοῦν δικαιολογίες, ὥστε νὰ συνεχισθεῖ ἡ μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων ποὺ θὰ
ἀναγνωρίσουν τοὺς σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας. Ἤδη δύο ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας καὶ
τῆς Σερβίας διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι τώρα δὲ καμμία
αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία δὲν ἀναγνώρισε τὴν αὐτοκεφαλία τῶν σχισματικῶν τῆς
Οὐκρανίας, ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ π. Φώτιος στὴν εἰσήγησή του. Ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος, μολονότι καὶ αὐτὴ δὲν ἀναγνώρισε τὴν νέα ψευδοαυτοκέφαλη ἐκκλησία,
ἀναβάλλει τὴν λήψη ἀποφάσεων καὶ δέχεται πιέσεις, πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές,
ὥστε νὰ ἀρχίσει ἀπὸ αὐτὴν τὸ ξήλωμα, καὶ νὰ παρασυρθοῦν στὴν συνέχεια καὶ ἄλλες
ἐκκλησίες, ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ π. Ἄγγελος.
Μᾶς ἐλύπησε ἡ
παρέμβαση τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱεροθέου, μὲ τὴν ὁποία ἐκτιμᾶ ὅτι πρέπει
ἀναγκαστικὰ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀναγνώριση τῆς αὐτοκεφαλίας, παραγνωρίζοντας
ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς καὶ ἱεροκανονικοὺς λόγους, ποὺ προβάλλουν ὅλες σχεδὸν οἱ
ἐκκλησίες, καὶ τοὺς ὁποίους ἀναδείξαμε καὶ ἐμεῖς μὲ εἰδικὲς μελέτες ποὺ ἔχουν
ἐκδοθῆ σὲ βιβλία· τὸ δικό μας βιβλίο μὲ τίτλο «Τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο.
Ἀντικανονικὴ καὶ διαιρετικὴ εἰσπήδηση τῆς Κωνσταντινούπολης»[20], καὶ πρόσφατα
ἐκυκλοφορήθη τὸ βιβλίο τοῦ π. ᾽Αναστασίου Γκοτσοπούλου μὲ τίτλο: «Τὸ Οὐκρανικὸ
Αὐτοκέφαλο. Συμβολὴ στὸν Διάλογο»[21]. Μικρὴ γεύση τῶν θέσεων τοῦ π. Ἀναστασίου
θὰ πάρουμε ἀπὸ τὴν εἰσήγησή του. Στὴν ἀπροσδόκητη παρέμβαση τοῦ μητροπολίτη
Ναυπάκτου ἀπαντήσαμε μὲ ἄρθρο μας στὸ Διαδίκτυο μὲ τίτλο: «Σὲ ἀδιέξοδο ὁ
ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γιὰ τὸ Οὐκρανικό. Σπεύδει σὲ βοήθεια ὁ μητροπολίτης
Ναυπάκτου», ἐνῶ μετὰ τὴν πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στὴν
Κωνσταντινούπολη γιὰ τὰ ὀνομαστήρια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου (11 Ἰουνίου),
ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν σχισματικὸ μητροπολίτη Κιέβου Ἐπιφάνιο, ἐξέφρασα τὶς
ἀνησυχίες μου μὲ ἄρθρο ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπειλεῖται.
Ἀδύναμος κρίκος ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος».
Στὴν Οὐκρανία
ἐνεργώντας ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀντισυνοδικὰ ὡς «πρῶτος ἄνευ ἴσων» κατὰ
τὴν καινοφανῆ ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου καὶ ἀγνοώντας τὴν κανονικὴ τοπικὴ
αὐτόνομη ἐκκλησία, τὴν ὑπὸ τὸν μητροπολίτη ᾽Ονούφριο, καὶ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία
τῆς Ρωσίας, στὴν δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ὑπάγεται, ὄχι μονο δὲν ἀποκατέστησε τὴν
ἑνότητα, ἀλλὰ διηύρυνε καὶ μεγάλωσε τὸ σχίσμα, μὲ διωγμοὺς καὶ μῖσος ἐναντίον
τῶν μὴ σχισματικῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν εἰδησεογραφία καὶ
ὅπως θὰ ἀκούσουμε καὶ ἀπὸ τὸν ἐξ Οὐκρανίας αὐτόπτη μάρτυρα ὁμιλητή μας. Τὸ
σχίσμα μάλιστα δὲν παραμένει στὴν Οὐκρανία, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλο τὸν
ἐκκλησιαστικὸ χῶρο τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐμεῖς προχωρήσαμε στὴν Ἀποτείχιση γιὰ θέματα
πίστεως, γιὰ τὴν ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, τὴν
συνοδικὴ ἔγκριση τῆς συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο
Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετιζόντων κειμένων τῶν
Θεολογικῶν Διαλόγων. Τώρα οἱ Ἀποτειχίσεις καὶ ἡ διακοπὴ κοινωνίας μεταξὺ
τοπικῶν ἐκκλησιῶν, γιὰ δικαιοδοσίες καὶ θρόνους, δικαιολογημένες ἀπὸ τὴν
ἱεροκανονικὴ εὐταξία, θὰ προκαλέσουν εὐρύτατο σχίσμα, δυσθεράπευτο. Αὐτὸ
δείχνει πὼς ἡ εὐαισθησία γιὰ θέματα πίστεως ἔχει ἐξασθενήσει στὸν ἐκκλησιαστικὸ
χῶρο, λόγῳ τῶν συγκρητιστικῶν ἐπιδράσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς δῆθεν Νέας
Ἐποχῆς.
6. Αἵρεση καὶ σχίσμα καρποὶ τῆς νέας αἱρετικῆς
ἐκκλησιολογίας τοῦ Φαναρίου. Οἱ δύο βασικὲς γραμμὲς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας .
Αἵρεση καὶ σχίσμα, τὰ
δύο χειρότερα δεινὰ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κυρίως τὰ δύο χειρότερα
ἐμπόδια γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἤδη παρόντα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας,
καρποὶ καὶ γεννήματα τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία ἀναπτύχθηκε
καὶ ἀναπτύσσεται συστηματικὰ ἀπὸ τὸν περασμένο αἰώνα, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ
πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἐντονώτερα ὅμως καὶ προκλητικὰ τώρα ἀπὸ τὸν πατριάρχη
Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς λοιποὺς κληρικοὺς καὶ θεολόγους τῆς πατριαρχικῆς αὐλῆς.
Ἔχουν γραφῆ πολλὰ καὶ ἀξιόλογα γιὰ τὴν νέα αὐτὴ ἐκκλησιολογία καὶ τὶς ἐπὶ
μέρους πτυχές της, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ παρουσιασθοῦν σὲ μία εἰκοσάλεπτη
εἰσήγηση. Θὰ ἐπιχειρήσουμε σὺν Θεῷ νὰ τὴν συνθέσουμε καὶ νὰ τὴν σχολιάσουμε στὸ
μέλλον. Δύο πάντως εἶναι οἱ κατευθυντήριες γραμμές της, ὅπως ὑπαινιχθήσαμε
ἐνωρίτερα. Ἡ πρώτη διαλύει τὴν Ἐκκλησία, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία, ποὺ δὲν ὑπάρχει πλέον πουθενά. Ὁ Ἀθηναγόρας ἔλεγε ὅτι θὰ ἐπαινιδρύσουμε
τὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν μόνο διηρημένα κομμάτια αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ποὺ πρέπει
νὰ ἑνωθοῦν, χωρὶς γιὰ τὴν ἕνωση αὐτὴ νὰ ἀπαιτεῖται ἑνότητα στὴν πίστη οὔτε
ἑνιαῖο βάπτισμα. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτὸ καὶ
ὀνομάσαμε στὸ Κολυμπάρι τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες· εἶναι ἡ περίφημη προτεσταντικὴ
θεωρία τῶν κλάδων. Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἰσάγει στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας,
χωρὶς νὰ ἔχει σημασία ἡ πίστη τοῦ βαπτίζοντος καὶ βαπτιζομένου, οὔτε ὁ τρόπος
τελέσεως τοῦ βαπτίσματος. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπαγορεύεται ὁ ἀναβαπτισμὸς τῶν
αἱρετικῶν. Εἶναι ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τοῦ μητροπολίτη Περγάμου καὶ ἄλλων.
Ἡ δεύτερη
καταστροφικὴ γραμμὴ τῆς νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας διαλύει τὸ συνοδικὸ
σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ θεσμοθετεῖ καὶ γιὰ τὴν Ἀνατολὴ τὴν
παγκόσμια δικαιοδοσία τοῦ «πρώτου», τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ἁπλά
«πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ πρώτου μετατρέπονται σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ
δικαιοδοσίας». Ὁ Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶναι ὁ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ ὁ πατριάρχης ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν εἶναι πλέον ὁ
«πρῶτος μεταξὺ ἴσων» (primus inter pares), ἀλλὰ «πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine
paribus), κατὰ τὴν γλοιώδη καὶ δουλοπρεπῆ ἐκκλησιολογία τοῦ μητροπολίτου
Προύσσης Ἐλπιδοφόρου, ποὺ τὸν ἔστειλε τώρα ὡς ἀρχιεπίσκοπο στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ
φωτίσει καὶ τοὺς ἐκεῖ. Καὶ τὸ χειρότερο ποὺ ἐξέπληξε ἀκόμη καὶ τοὺς παπικοὺς
στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι παπικοὶ στηρίζουν τὸ
πρωτεῖο τοῦ πάπα στὸν ἀπόστολο Πέτρο, διάδοχο τοῦ ὁποίου θεωροῦν τὸν πάπα: Ὁ δικός
μας «Ὀρθόδοξος» μητροπολίτης Περγάμου, ὁ μεγαλοφυὴς θεολόγος, ἀνέβασε τὸ
πρωτεῖο πολὺ πιὸ ψηλά, τοῦ ἔδωσε βλάσφημη τριαδολογικὴ θεμελίωση καὶ ἐδίδαξε
ὅτι, ὅπως στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει πρῶτος, ὁ Πατήρ, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία
πρέπει νὰ ὑπάρχει πρῶτος. Ἡ μοναρχία τοῦ Πατρὸς στὴν Ἁγία Τριάδα, δικαιολογεῖ
τὴν μοναρχία τοῦ πρώτου στὴν Ἐκκλησία, ὅπως θὰ μᾶς ἐξηγήσει ὁ π. Σεραφεὶμ στὴν
εἰσήγησή του. Γι᾽ αὐτὸ ὁ μονάρχης «πρῶτος» τοῦ Φαναρίου δὲν ὑπολόγισε τοὺς
ἀπόντες τέσσαρες πατριάρχες στήν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, δὲν ἐκάλεσε ὅλους τοὺς
ἴσους μὲ αὐτὸν ἐπισκόπους, ἀλλὰ ὅσους ἤθελε, δὲν ἔδωσε δικαίωμα ψήφου σὲ ὅσους
παρέστησαν, καὶ ἀπείλησε καὶ ἀπειλεῖ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἀντιδροῦμε, εἰσπηδώντας σὲ
κανονικὸ ἔδαφος αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν. Γι᾽ αὐτὸ κάνει ὅ,τι θέλει στὸ Οὐκρανικὸ
Αὐτοκέφαλο καὶ δὲν ὑπολογίζει κανέναν, ἔχοντας μάλιστα ἀντίθετες ὅλες τὶς
τοπικὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες. Θὰ ἀντιληφθοῦν, ἔστω καὶ τώρα οἱ προκαθήμενοι
ποὺ τοῦ ἐπέτρεψαν τό «πρωτεῖο» στὴν Κρήτη, ὅτι ὁ πρῶτος γίνεται ὁ πάπας τῆς
Ἀνατολῆς, ὅτι ὁ μόνος πρῶτος δὲν θεωρεῖ ἴσους οὔτε καὶ τοὺς πρώτους.
Ἐπίλογος
Πέρυσι ἤμασταν πάλι
ἐδῶ στὴν Θεσσαλονίκη σὲ παρόμοια ἐπιτυχημένη ἡμερίδα μὲ θέμα: «2 χρόνια μετὰ τὸ
Κολυμπάρι. Αἵρεση-Καθαίρεση-Ὀρθόδοξη Ἀντίσταση». Ἐφέτος καὶ πάλι ἐδῶ μὲ τὴν
ἴδια ἀποφασιστικότητα γιὰ Ὀρθόδοξη ἀντίσταση καὶ ὁμολογία, σὲ ἕνα κλῖμα
ἐκκλησιολογικὰ πιὸ βεβαρυμμένο ἀπὸ τὴν ψευδοαυτοκεφαλία τῶν Οὐκρανῶν. Ἐλπίζουμε
καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπιτρέψει στοὺς νέους ἐκκλησιολόγους τοῦ
Φαναρίου νὰ διαλύσουν τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς
βλάσφημες τριαδολογικὲς μοναρχίες καὶ θὰ μᾶς ἐνισχύσει νὰ κρατήσουμε τὶς
ἀποστάσεις ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους. Τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα θὰ δοκιμάσει τὶς
συνειδήσεις πολλῶν.
[1]. Ματθ. 12, 33: «Ἢ ποιήσατε τὸ
δένδρον καλόν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρόν, καὶ
τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρὸν· ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται».
[2]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον»,
Θεσσαλονίκη 2016.
[3]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον»,
Θεσσαλονίκη 2017.
[4]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη
2017.
[5]. Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον»,
Θεσσαλονίκη 2017.
[6]. Βλ. τὸ κείμενο εἰς Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ
Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Akademische
Druck-u. Verlagsanstalt, Graz-Austria 19682, σελ. 920: «Ἔπειτα παρ᾽
ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ
ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός,
ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων
αὐτοῦ».
[7]. Ματθ. 7, 21-24.
[8]. «Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν
ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας
ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ
γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ
ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν
καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς
τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ
ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον,
ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[9]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ Ὑπακοὴ καὶ Ἁγία
Ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006.
[10]. Ἔπη εἰς ἑαυτόν, Ποίημα
ιβ´, Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων, ΕΠΕ 10, 174.
[11]. Ἀπολογητικὸς τῆς
εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1, 176.
[12]. Γρηγοριου Θεολογου, Ἐπιτάφιος εἰς
Μ. Βασίλειον 48-50, ΕΠΕ 6, 208-210.
[13]. Ἐπιστολὴ 14, 4, PG
52, 617.
[14]. Ματθ. 10, 34.
[15]. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 35,
1, PG 57, 405.
[16]. Ἰω. 9, 22: «Ταῦτα
εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ
Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται».
[17]. Πρὸς Ἀναστάσιον
μονάζοντα, PG 90, 132 A: «Χθὲς ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ Ἁγία
Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων: Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου;
Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδοὺ πᾶσαι μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὰς
ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην
ὁδὸν τῷ βίῳ καινοτομῶν πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς. Πρὸς οὓς εἶπον: Καθολικὴν
Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον
μακαρίσας ἐφ᾽ οἷς αὐτὸν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεὸς ἀπεφήνατο. Πλὴν
μάθω τὴν ὁμολογίαν, ἐφ᾽ ἣν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις· καὶ τοῦ
γενομένου καλῶς οὐκ ἀλλοτριοῦμαι».
[18]. Α´ Τιμ. 3, 15.
[19]. Ἀναίρεσις γράμματος
Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς
ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύσοιντο, ποιμένας καὶ
Ἀρχιποίμενας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ
προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».
[20]. Ἐκδόσεις «Τὸ
Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2018.
[21]. Ἐκδόσεις «Τὸ
Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2019.