ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ἔγινε στίς 19-26 Ἰουνίου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἡ Πανορθόδοξη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὅπως ὀνομάστηκε. Γνωρίζω τό ἐνδιαφέρον Σας γιά νά μάθετε τά σχετικά μέ τήν Σύνοδο αὐτή, γιατί μέ ἐρωτούσατε σέ κατ᾽ ἰδίαν συναντήσεις, ἀλλά σᾶς ἔλεγα ὅτι θά ἀπαντήσω σέ ὅλους σας μέ μία γενική ἀπάντηση. Αὐτό πράττω τώρα κατά καθῆκον καί ὑποχρέωσή μου ὡς Ἐπίσκοπός σας.

1. Κατά πρῶτον ἔχω νά πῶ αὐτό πού ξέρετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζεται συνοδικά. Καί σεῖς οἱ Ἱερεῖς μέ τό ποίμνιό σας, τούς λαϊκούς χριστιανούς, κάνετε Σύνοδο καί τί... Σύνοδο!... «Θεία Λειτουργία» λέγεται ἡ Σύνοδος αὐτή καί λέγεται ἔτσι ἐπειδή εἶναι ἔργο τοῦ «λείτους», δηλαδή, τοῦ λαοῦ. Τό γνωρίζετε ὅτι χωρίς τό λαϊκό στοιχεῖο δέν μπορεῖτε νά τελέσετε θεία Λειτουργία. Αὐτή ἡ Σύνοδος, ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι πραγματικά «Ἁγία καί Μεγάλη». «Ἁγία», γιατί σ᾽ αὐτήν μέ τήν ἰδική σας δέηση, τοῦ Ἱερέα τήν δέηση, τήν ὁποία συνοδεύουν καί οἱ πιστοί χριστιανοί μέ τό «Σέ ὑμνοῦμεν...», ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μόνο στά Δῶρα, πού εἶναι πάνω στό ἅγιο Θυσιαστήριο, γιά νά τά μεταβάλει σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν Σύναξη (τήν Σύνοδο) τῶν πιστῶν. Ἔτσι λέγεται στήν εὐχή τοῦ Καθαγιασμοῦ: «Κατάπεμψον τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον ἐφ᾽ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα». Καί εἶναι «Μεγάλη» Σύνοδος ἡ θεία Λειτουργία, γιατί παρά τό ὅτι στά χωριά σας μπορεῖ νά ἔχετε ἐκκλησίασμα μέ πέντε γιαγιές, ὅμως στήν θεία Λειτουργία παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καί μυριάδες ἀγγέλων...», ὅπως τό λέγουμε στήν σχετική εὐχή.
Πάντοτε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία κάνει Συνόδους καί μάλιστα ἄργησε κατά πολύ στά τελευταῖα χρόνια νά συνέλθει σέ Σύνοδο. Γι᾽ αὐτό καί χαρήκαμε πολύ ὅταν ἀκούσαμε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μας κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ συγκροτεῖ Πανορθόδοξο Σύνοδο. Ἔγινε ἡ Σύνοδος, στήν Ὁποία τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία ἐξεπροσώπευσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας μέ εἴκοσι πέντε περίπου Ἀρχιερεῖς, ἱερά Ἀντιπροσωπία αὐτή ὅλης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν Ὁποία συνοδεύσαμε ὅλοι μας μέ τήν προσευχή μας καί τήν ἀγωνία μας.
Ἀκούστηκαν πολλά, θετικά καί ἀρνητικά, γιά τά λεχθέντα καί γραφέντα στήν Σύνοδο αὐτή καί καταθέτω καί ἐγώ τώρα, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἐλεύθερα καί ἐνσυνείδητα καί τήν ἰδική μου γνώμη.

2. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀδελφοί μου Ἱερεῖς, μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά καταδικάσει μία αἵρεση καί γιά νά διευθετήσει βεβαίως διάφορα θέματα τάξεως καί πορείας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά κυρίως ἡ Ἐκκλησία μας μεριμνᾶ ἰδιαίτερα γιά τήν πίστη τῶν τέκνων της, τήν ὁποία διατυπώνει σαφῶς στίς Συνόδους Της, διαχωρίζοντάς την ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση.
Ἀκούεται ἤδη ἀπό πολλά ἔτη γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἕνα θρησκευτικό κατασκεύασμα, πού θέλει τήν ἑνότητα ὅλων, παρά τήν διαφορετικότητα τῶν δογμάτων. Τό βάθος τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι στό συγκρητισμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν ὁποῖον ἐπολέμησαν μέ πάθος οἱ Προφῆτες της. Ναί! Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀγῶνες κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀπό τήν αἵρεση δέ αὐτή, τήν ὁποίαν οἱ γνῶστες της τήν λέγουν, ὀρθῶς, «παναίρεση», ἔχουν ἐπηρεαστεῖ καί πολλοί ἰδικοί μας ὀρθόδοξοι. Μάλιστα δέ λέγουν ὅτι ὑπάρχουν καί κληρικοί, ἀνωτέρας μάλιστα βαθμίδος, οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιάζονται ἀπό τά οἰκουμενιστικά κινήματα καί τά ὑποστηρίζουν στούς λόγους τους. Πάμπολλοι χριστιανοί μας εἶναι σκανδαλισμένοι ἀπό τά ἀκουόμενα οἰκουμενιστικά συνθήματα. Ὡς αἵρεση πάλι φέρεται καί ὁ Παπισμός. Ἐπειδή, λοιπόν, λόγω τῶν φιλοοικουμενιστῶν καί τῶν φιλοπαπικῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν χριστιανῶν μας, ὑπάρχει σύγχυση στόν ὀρθόδοξο χῶρο, θά ἔπρεπε – ἔτσι τό περιμέναμε – ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, μέ τό κῦρος της, νά ξεκαθαρίσει τά πράγματα καί νά ὁμιλήσει καθαρά περί τῶν δύο αὐτῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς μας καί νά ἀποτρέψει τόν πιστό ὀρθόδοξο λαό ἀπό αὐτές. Δέν τό ἔπραξε, παρά τό ὅτι τό ἐζήτησαν προσυνοδικά μετά πολλῆς ἐπιμονῆς καί παρακλήσεως πολλοί, κληρικοί καί λαϊκοί. Βέβαια οἱ πιστοί ὀρθόδοξοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, γιατί ἔχουμε περί αὐτοῦ τίς μαρτυρίες τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατρός, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ• καί γιά τόν Οἰκουμενισμό πάλι γνωρίζουν οἱ πιστοί ὅτι εἶναι παναίρεση, ἀλλά λόγῳ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου καί τῆς διαφυλάξεως λοιπόν τοῦ πιστοῦ λαοῦ, θά περιμέναμε τήν καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Δέν τό εἴδαμε.

3. Ἀλλά, παραδόξως, δέν φαίνεται ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης νά καταδικάζει αἵρεσίν τινα, οὔτε νά ὁμιλεῖ περί αἱρέσεων, ἀντίθετα μάλιστα τίς αἱρέσεις καλεῖ «Ἐκκλησίας». Ἐδῶ, εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς μου, θά σταθῶ, γιά νά κάνω μιά ξεκαθάριση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία». Εἶναι μιά λέξη πού σημαίνει γενικά τήν συγκέντρωση, τήν συνάθροιση, τήν σύναξη τῶν ἀνθρώπων. Ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπό παλαιά ἡ λέξη αὐτή• ἔτσι καί οἱ παλαιοί ἔλεγαν «ἐκκλησία τοῦ Δήμου». Ὁ χριστιανισμός ἀπό τήν ἀρχή, γιά νά δηλώσει τήν πίστη του καί νά ἐκφράσει αὐτό πού ἔκανε, ἔλαβε ἄφοβα καί ἐλεύθερα κοσμικές καί πολιτικές ἐκφράσεις, ὅπως τίς λέξεις «κράτος», βασιλεία», «δύναμις», πού τίς ἀκοῦμε καί στήν θεία λατρεία («Ὅτι Σόν τό κράτος καί Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα...»). Τήν σχέση μας ὅμως μέ τόν Θεό τήν ἐκφράζουμε μέ τήν λέξη «πίστη» ἤ ἀκόμη καλύτερα μέ τήν λέξη «ἐκκλησία». Ὄχι μέ τήν λέξη «θρησκεία». Ὅταν λέγουμε «πίστη» ἐννοοῦμε ὅλο τό βίωμά μας, ὅλη τήν σχέση μας μέ τόν Θεό. Ἐννοοῦμε ὅλη τήν ἱερή μας οἰκογένεια, πού τήν λέγουμε καί «Ἐκκλησία». Ὅταν λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος «ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα» (Ἰακ. 5,15), δέν ἐννοεῖ τήν προσευχή πού γίνεται μέ πίστη, ἀλλά τήν προσευχή πού κάνει ἡ Ἐκκλησία (αὐτή λέγεται «πίστη»), γι᾽ αὐτό καί ἔχει τήν δύναμη νά σώζει. Ὅταν προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία ἐν Μυστηρίῳ ὁπωσδήποτε ἀκούεται, ἔστω καί ἄν εἶναι ἁμαρτωλός ὁ τελῶν τό Μυστήριο Ἱερεύς. Τό ἴδιο σημαίνει καί ἡ ἔκφραση «πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» = τῆς Ἐκκλησίας τό συμπόσιο, πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἀλλά ἡ ἔκφραση «ἐκκλησία» εἶναι ἀκόμη πιό βαθειά καί πιό ἱερή γιά νά δηλώσει τήν Οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πατέρες καί ἀδελφοί μου, σαρκώθηκε καί ἦλθε στόν κόσμο γιά νά κάνει τήν Οἰκογένειά Του, ἥτις ἐστίν ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέ εἶναι Μυστήριο καί δέν μπορεῖ νά ὁρισθεῖ μέ ὁρισμούς. Νοοῦμε ὅμως καί γευόμεθα τό μυστήριο αὐτό τῆς Ἐκκλησίας (ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά του) στήν Θεία Λειτουργία• γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τό «Θυσιαστήριον», ἡ Ἁγία Τράπεζα δηλαδή, πάνω στήν Ὁποία τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Ἀφοῦ λοιπόν αὐτό, ἡ Θεία Λειτουργία, εἶναι Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά μετέχουν σ᾽ Αὐτήν ὅσοι δέν μετέχουν στήν Θεία Εὐχαριστία. Καί ἐπειδή μέ τούς Καθολικούς, τούς Προτεστάντες καί τούς ἄλλους ἑτεροδόξους χριστιανούς δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε μαζί, ἄρα αὐτοί δέν δικαιοῦνται νά ὀνομάζονται μέ τόν ἱερό ὅρο «Ἐκκλησία». Αὐτοί εἶναι ἁπλῶς θρησκευτικές κοινότητες. Καί ὅμως ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης τίς ἐκάλεσε «Ἐκκλησίας». Βέβαια, ὅπως μᾶς εἶπαν στήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου καί οἱ Πατέρες Ἀρχιερεῖς τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας, οἱ μετασχόντες στήν Σύνοδο, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία», πού ἐλέχθη γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν χρησιμοποιήθηκε μέ τήν κυρία του, τήν δογματική ἔννοια, ἀλλά χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικῶς, μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος. Ναί, ἀλλά ἡμεῖς στά θεολογικά κείμενά μας καί τίς θεολογικές ἐκφράσεις μας ἔχουμε ἄλλη ἔννοια περί «Ἐκκλησίας», αὐτήν πού παρουσιάσαμε παραπάνω. Καί ἐπειδή λοιπόν πρόκειται περί κειμένων Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πρέπει νά εἴμεθα πολύ ἀκριβεῖς στίς ἐκφράσεις μας. Μετά ἀπό μᾶς θά ἔλθουν ἄλλοι καί ἄλλοι καί θά βροῦν ἕτοιμη τήν χρήση τῆς ἔκφρασης «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς καί θά τήν χρησιμοποιήσουν λοιπόν αὐτοί περί τῶν αἱρετικῶν ἐλευθεριώτερον, μέ τήν σωστή μάλιστα δικαιολογία ὅτι ἡ ἔκφραση χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως ἀπό Σύνοδο. Διά τοῦτο καί πολύ δικαίως ἔγινε ἐξέγερση ἰσχυρῶν θεολόγων κατά τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς, τό νά ὀνομασθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι «Ἐκκλησίες», καί θεώρησαν αὐτήν λίαν ἡμαρτημένη διά συνοδικό μάλιστα κείμενο.

4. Ἀλλά ἡμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς κατά τήν Ἱεραρχίαν τοῦ Μαΐου ἐ.ἔ. δέν εἴχαμε διατυπώσει τοιαύτη λανθασμένη ἔκφραση. Γιατί λοιπόν παρηλλάγη τό κείμενό μας; Τό ἰδικό μας κείμενο τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου ἔλεγε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἡ πρόταση αὐτή εἶναι ὀρθοδοξοτάτη. Ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό ὅλη τήν Ἱεραρχία μας καί αὐτήν τήν πρόταση ὤφειλε ἡ Ἀντιπροσωπία μας νά ὑποστηρίξει καί νά μήν παραλλάξει στήν Σύνοδο. Ὅμως ἡ πρόταση παρηλλάγη στήν ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἡμαρτημένη διά τόν λόγον πού εἴπαμε, ὅτι δηλαδή σ᾽ αὐτήν ὀνομάζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς «Ἐκκλησίες». Ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει «αἱρετικές». Καί ἀφοῦ λοιπόν εἶναι αἱρετικές οἱ «ἐκκλησίες» αὐτές, πῶς τίς ἀποκαλοῦμε «ἀδελφές»; Ἀλλά ὁ ἰσχυρός θεολογικός νοῦς τοῦ καλοῦ Ποιμένος τῆς ἀγαπημένης μου πατρίδος, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ἀποκαλεῖ τήν ἔκφραση αὐτή σαφῶς «ἀντορθόδοξη»!

Θά προσπαθήσω, Πατέρες, νά σᾶς ἐξηγήσω μέ ἁπλότητα τό ἀντορθόδοξο πράγματι τῆς ἔκφρασης «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» μέ βάση τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου: Εἶναι μία ἔκφραση ἀντιφατική. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν πᾶσα ἀλήθεια καί δέν μπορεῖ νά πλανᾶται. Ἄν πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση εἶναι πλάνη. Τό νά λέγουμε λοιπόν «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», τό νά συνάπτουμε, δηλαδή, αὐτά τά δύο ἀντίθετα, σημαίνει ὅτι δεχόμεθα πλάνη στήν Ἐκκλησία καί ἀλήθεια στήν αἵρεση! Τραγέλαφος! Ναί, αὐτό σημαίνει ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας διατυπώνοντας τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» καί δεχομένη αὐτήν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, δέν ἤθελε νά ἐκφράσει τήν παραπάνω κακοδοξία, ἀλλά ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι σέ Συνοδικά κείμενα πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια καί ἡ σαφήνεια. Δέν ἐπιτρέπεται σέ Συνοδικά κείμενα τοιαῦτες κακόδοξες ἐκφράσεις. Τό πρᾶγμα, κατά τήν ἔρευνα τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἔχει μία προϊστορία. Στήν «Λουκάρειο Ὁμολογία», πού ἐγράφη ἤ υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη, λέγεται κάπου ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν πορεία της μπορεῖ νά πλανηθεῖ καί ἀντί γιά τήν ἀλήθεια νά πεῖ ψεῦδος. Λέγει ἐπί λέξει ἡ σχετική πρόταση: «Ἀληθές καί βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι». Τό νόημα τῆς πλάνης τῆς προτάσεως αὐτῆς τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως διατυπώνεται ἀκριβῶς μέ τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, κατά παραποίηση τῆς πρώτης ὀρθοδοξοτάτης ἐκφράσεως τῆς Ἱεραρχίας μας. Ἡ Σύνοδος ὅμως τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1638 ἀναθεμάτισε τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη γιά τήν παραπάνω ἀντορθόδοξη ἔκφρασή του, ὅτι δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἁμαρτήσει καί νά πλανηθεῖ. Πάντως ἡ λανθασμένη ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» θά παραμείνει τώρα, ἄν ἀναγνωρισθεῖ ἡ Σύν¬οδος τῆς Κρήτης, ὡς ἐπίσημα γραμμένη σέ κείμενό της καί θά χρησιμοποιεῖται εὖ καί καλῶς καί λίαν ἐλευθέρως ὡς ἐπιτρεπτή καί ἔγκυρη. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, ἡ λέξη Ἐκκλησία δόθηκε γιά πρώτη φορά σέ χριστιανούς πού βρίσκονται ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν τόν 20ο αἰ. μέ τό διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ ἔτους 1920. Ὁ Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου εἰς κείμενόν του πρός τήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου ἐ.ἔ. παραπονεῖται δικαίως διά τό ὅτι ἡ νέα πρόταση μέ τήν ἐσφαλμένη ἔκφραση δέν ἐμελετήθη ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας, ἀλλά ἔγινε «κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας τῆς Παρασκευῆς πρός Σάββατο», χαρακτηρίζει δέ τόν μέν συντάκτη τῆς πρότασης ὅτι «δέν γνωρίζει τήν δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», τήν δέ ἐπίμαχο φράση «διπλωματική καί ὄχι θεολογική». Εἶναι φράση πού διευκολύνει τήν αἵρεση καί παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, λέγουμε ἡμεῖς.

5. Στό τελικό κείμενο τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἱεραρχίας μας, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πάλι ἀπό τόν Σεβασμιώτατο ἅγιο Ναυπάκτου, ὑπάρχει καί ἄλλο σοβαρό δογματικό καί ἐκκλησιολογικό λάθος. Γράφει τό κείμενο: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Καί τήν πρώτη πρόταση τοῦ κειμένου αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ναυπάκτου πάλι τήν εὑρίσκει «κακόδοξον καί ἀντορθόδοξον». Ναί! Εἶναι τοιαύτη ἡ πρόταση αὐτή γιατί ἐκφράζει τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Λούθηρος καί οἱ μετ᾽ αὐτόν Καλβίνος καί Σβίγγλιος ἀποσπάστηκαν ἀπό τήν Ρώμη, γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀνέπτυξαν τήν θεωρία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνῆκαν πλέον αὐτοί, ἦταν κατ᾽ αὐτούς ἑνωμένη, ἐνῶ οἱ ἐπί γῆς ὁρατές Ἐκκλησίες (σέ μιά ἀπ᾽ αὐτές – τῆς Ρώμης – ἀνῆκαν πρῶτα αὐτοί) εἶναι διεσπασμένες καί προσπαθοῦν καί ἀγωνίζονται νά βροῦν τήν ἑνότητά τους. Καί ὁ ἰδικός μας ὀρθόδοξος θεολόγος Λόσσκυ ἐλέγχοντας τήν προτεσταντική αὐτή ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία χωρίζει τήν Ἐκκλησία σέ ὁρατή καί ἀόρατη, τήν παραλληλίζει μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἐχώρισε τήν θεία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν θεωρία αὐτή τῶν Προτεσταντῶν περί ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπόκειται στήν ἔκφραση τοῦ Συνοδικοῦ κειμένου πού κρίνουμε, «ξεκινοῦν – λέγει ὁ ἅγιος Ναυπάκτου – ἄλλες θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». Ἄρα, ... πρέπει πολύ νά προσέξουμε.
Ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου «κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας...», εἶναι περίεργη. Θά πάω τώρα λίγο ἀλλοῦ τό θέμα, πατέρες, γιά νά νοήσετε τήν πλάνη τῆς ἔκφρασης. Σᾶς ἐρωτῶ, συλλειτουργοί μου ἀδελφοί: Γιατί τό θαῦμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας τό καλοῦμε «μεταβολή» τῶν θείων Δώρων καί ὄχι «μετουσίωση»; Γιατί ἡ ἔκφραση «μετουσίωση» ὑπενθυμίζει τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη περί τῶν ἰδεῶν, περί τῶν ἀρχετύπων, πού εἶναι κατ᾽ αὐτούς ἡ οὐσία τῶν ἐπί γῆς πραγμάτων. Ἔτσι ὁ ὅρος «μετουσίωση» γιά τήν ἔκφραση τῆς θείας Εὐχαριστίας δηλώνει ὅτι μεταβάλλονται ὄχι αὐτά τά ἴδια τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, ἀλλά τά ἄνω ἀρχέτυπά τους, οἱ ἰδέες. Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς, ἐπαναλαμβάνω, τό θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας τό καλοῦμε «μεταβολή» καί «ὄχι μετουσίωση». Ὁμοίως τώρα καί ἡ ἔκφραση «ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» μᾶς παραπέμπει κάπως σ᾽ αὐτήν τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά τήν χρησιμοποιοῦμε περί τῆς Ἐκκλησίας, μήπως μᾶς κατηγορήσουν ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή προτεσταντίζουμε• ὅτι θέλουμε τάχα νά δηλώσουμε μέ τήν ἔκφραση αὐτή τήν πραγματική ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας, ἔναντι τῆς ἐπί γῆς ὁρατῆς. Σ᾽ αὐτό πιθανόν νά δώσει ἀφορμή καί τό ἀμέσως ἀκολουθοῦν «παρά ταῦτα» στήν συνέχεια τοῦ λόγου.

6. Δέν σᾶς εἶπα, πατέρες μου Ἱερεῖς, γιά ὅλα τά θέματα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἀλλά γιά ἕνα μόνο, τό πιό σοβαρό ἴσως, γιατί εἶναι ἐκκλησιολογικό. Γιά τό κείμενο τῆς Συνόδου, στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό θέμα αὐτό πού σᾶς ἔθιξα, τό ἐπιγραφόμενο «Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὁ λόγιος Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου λέγει ἐπί λέξει στήν κατάθεσή του στά Πρακτικά τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἐ.ἔ.: «Ἐκεῖνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι τό κείμενο αὐτό ὄχι μόνον δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά συγχρόνως δέν εἶναι καθαρό, δέν ἔχει καθαρές προοπτικές καί βάσεις, εἶναι διπλωματικό. Ὅπως ἔχει γραφῆ, διακρίνεται ἀπό μία διπλωματική δημιουργική ἀσάφεια. Καί ὡς διπλωματικό κείμενο δέν ἱκανοποιεῖ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους οὔτε τούς ἑτεροδόξους». «Τό κείμενο ἔχει πολλά προβλήματα, παρά τίς μερικές γενικές καλές διατυπώσεις. Μάλιστα, ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». «Πολλοί κατάλαβαν ὅτι τό κείμενο αὐτό γράφτηκε καί ἀποφασίσθηκε ἐν σπουδῇ καί δέν εἶναι ὁλοκληρωμένο, ἀφοῦ μάλιστα ὑπογραφόταν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τήν Κυριακή τό πρωΐ, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας»!...
Οἱ περικοπές αὐτές τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου εἶναι πολύ σημαντικές καί πρέπει νά ληφθοῦν σοβαρά ὑπ᾽ ὄψιν καί νά μήν παραθεωρηθοῦν.

7. Μᾶς ἐρωτοῦν πολλοί: Θά ἀναγνωρίσουμε τήν Σύνοδο αὐτή; Αὐτό θά ἀποφασισθεῖ ἀπό ὅλους τούς Ἱεράρχας τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας πάντως κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ παρέχει ἄνεση λόγου γιά κάθε ἐκφραζομένη ἄποψη καί εἶναι δεκτικός ὅλων τῶν θέσεων. Τόν εὐχαριστοῦμε γι᾽ αὐτό. Πάντως ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων γνωρίζουμε ὅτι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους γίνονταν πολλές Συνεδριάσεις γιά πολλά χρόνια. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀποφάσισε ὅτι τά κείμενα τῆς Συνόδου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης μπορεῖ νά διαφοροποιηθοῦν σέ μερικά σημεῖα καί νά ἀναπτυχθοῦν ἀπό μία μελλοντική Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά τελειοποιηθοῦν καί νά ἔχουν ἔτσι μία πανορθόδοξη συμφωνία. Γιατί τώρα στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν συμμετεῖχαν τέσσερα Πατριαρχεῖα, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας. Ἔτσι συνέβαινε στήν ἱστορία τῶν Συνόδων, ξαναλέμε. Γίνονταν πολλές συνεδριάσεις πού κρατοῦσαν πολλά χρόνια. Καί οἱ Συνεδριάσεις αὐτές θεωροῦνταν ἔπειτα ὡς μία Σύνοδος.

8. Ἴσως, πατέρες Ἱερεῖς, νά σᾶς φαίνονται λεπτομερῆ καί κάπως περίεργα αὐτά πού σᾶς εἶπα καί νά μέ κατηγορήσετε μάλιστα ὅτι ἡ μάχη δίνεται στίς λέξεις καί τίς ἐκφράσεις. Καί ὅμως, πατέρες μου, ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας ἐκφράζεται μέ τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων, πού εἶναι φορτισμένες μέ βαρύ θεολογικό νόημα. Καί ὅπως τό γνωρίζουμε, ἡ Ἐκκλησία μας ἔδωσε μεγάλες μάχες γιά τήν σωστή διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστης μας.
Ἔχουμε ἀνάγκη πολλῆς προσευχῆς καί συνέσεως. Ὄχι βεβιασμένες ἐνέργειες.

Θά περιμένω, ἀγαπητοί συλλειτουργοί μου ἀδελφοί, τίς ἐρωτήσεις, τίς ἀντιρρήσεις καί διαφωνίες Σας ἐπί τῶν λεχθέντων καί θά μιλήσουμε πάλι περί τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης. Εὔχεσθε καί ὑπέρ ἐμοῦ.

Μέ εὐχές καί ἀγάπη Χριστοῦ
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ;

ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ;
 Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
«Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση…»

«Oι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών».

Το μελέτημά μας αυτό δεν έχει την πρόθεση να είναι a priori καταδικαστικό και απορριπτικό, αλλά κυρίως ερμηνευτικό και αναθεωρητικό κάποιων παγιωμένων και αμετακίνητων θέσεων, που επιβλήθηκαν στο Έθνος, αναπαραγόμενες μέσω της σχολικής παιδείας. Επιδιώκει να διεισδύσει στο φαινόμενο του φιλελληνισμού-παράγοντα μεγάλης σημασίας στο αγωνιζόμενο για την παλιγγενεσία του Ελληνικό Έθνος κατά τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821). Στόχος της είναι να συμβάλει σε μια ρεαλιστικότερη αποτίμηση των όρων Φιλελληνισμός και Φιλέλληνες. Την ευστοχότερη σημασιοδότηση των όρων αυτών προσφέρει η κορυφαία σήμερα -κατά την δική μου εκτίμηση- έκφραση της ελληνικής λεξικογραφίας, το «Λεξικό» της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του καθηγητού Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Φιλελληνισμός: «Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αναπτύχθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, και αποσκοπούσε στην ηθική και υλική ενίσχυση των Ελλήνων πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821». Φιλέλληνας: «Κάθε ξένος, που υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ενδεχομένως αγωνίσθηκε ο ίδιος στο πλευρό των επαναστατών»1. Όταν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα πράγματα οδηγούνται στην άρνηση, που εξέφρασε στο θέμα αυτό ο μακαρίτης Κυριάκος Σιμόπουλος, που συνοψίζεται στον απόλυτο αφορισμό του: «Φιλελληνισμός του 1821: ένας ξενόφερτος μύθος»2. Πρόκειται για ατεκμηρίωτη υπερβολή η, ως κάποιο σημείο, ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια; Αυτό θα ανιχνευθεί στη συνέχεια.

Ποιά ήσαν τα αίτια του Φιλελληνισμού

Με το θέμα έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές, ευσύνοπτα όμως τα απαριθμεί ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Νικόλαος Τωμαδάκης3: Ο θαυμασμός προς τον αρχαίο κόσμο, το ομόθρησκο των Ελλήνων (η χριστιανικότητα), η διεθνής φιλανθρωπία, ο φιλελευθερισμός, ο ρομαντισμός, προσωπικές φιλοδοξίες και η ζωτικότητα του Νέου Ελληνισμού. Οι ερευνητές του θέματος συγκλίνουν στην προτεραιότητα του πνεύματος του ρομαντισμού4. Η συμπαράσταση στην Ελληνική Επανάσταση θα εκδηλωθεί όχι μόνο με λόγια, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες: εράνους η και με αποστολή εθελοντών.
Οι κινήσεις όμως αυτές του ευρωπαϊκού και αμερικανικού κόσμου χρειάζονται ως ένα βαθμό την απομύθευσή τους. Διότι γίνεται και εκ πρώτης όψεως φανερό, ότι ο ρομαντισμός των τρεφομένων από τα μέσα του 18ου αι. με αναφορές στην εύκλεια των κλασικών χρόνων και το κλασικό ιδεώδες, κυρίως στον γερμανικό χώρο, οδηγούσαν σε ένα φιλελληνισμό, παράγωγο του δικού τους οράματος για την ελευθερία, και στην ουσία, «άσχετο τόσο προς την αρχαιότητα, όσο και με την σύγχρονη Ελλάδα»5. «Με τη σημαία του φιλελληνισμού οι Γερμανοί μάχονταν για τη δική τους ελευθερία»6.
Η έξαρση του ρομαντικού συναισθηματισμού όμως είχε και την αρνητική πλευρά της. Οι κατερχόμενοι στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όχι σπάνια, απογοητεύονταν από την άμεση επαφή με τους επαναστατημένους Έλληνες, διότι δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν σ’ αυτούς την εικόνα των αρχαίων, που είχε κατασκευάσει η Δύση7. Άλλωστε την αναμφισβήτητη φιλική τους διάθεση περιόριζε σημαντικά η σχέση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία, που υποστασίωνε μια κοινωνία διαμετρικά διαφορετική προς τις δυτικές κοινωνίες, διαμορφωμένες στο πλαίσιο άλλων χριστιανικών -και στην ουσία αποχριστιανοποιημένων παραδόσεων. Η Ορθοδοξία, ως πίστη και ζωή δεν έπαυσε ποτέ να είναι το πρόβλημα των Δυτικοευρωπαίων8. Κατά τον Γ. Ιακωβάτο, (1813-1882), ρωμηό πολιτευτή της εποχής, «ο ξένος ποτέ δεν ωφέλησε  ἡ εναντία γνώμη δείχνει πως και Ρωμαίοι και ξένοι, και ταξειδιώταις και μη ταξειδιώταις, δεν καταλαβαίνανε τι πάει να πη έθνος ένα σώμα, και ξεχωριστά το Ρωμαίικο δια τη θρησκεία του, τον τόπο του, τα ήθη του και τη ζωή του»9. Ακόμη και για τον ιδρυτή της Ιονίου Ακαδημίας (1824) και βαπτισμένο Ορθόδοξο10, λόρδο Φρειδερίκο-Δημήτριο Γκίλφορδ11, θα δηλώσει απερίφραστα: «Ο μιλόρδος αγάπαε τους Έλληνες (=τους αρχαίους) περισσότερο από τους Ρωμαίους (=τους νέους)   μάλιστα εκεινών των παλαιών η αγάπη τον έκαμε ν’ αγαπήση εμάς τους νέους. Δια τούτο οι σκοποί του δεν επροερχόντανε από αρχή να δώση μέσα να ελευθερωθή το γένος, δια τούτο δεν του ήρεσε να το ιδή ελεύθερο  μόνε ήθελε να αισθάνεται τη λύπη να του χαϊδεύη το ζυγό, δια να παρηγοριέται μοναχός του με ταις ευεργεσίαις, που του έκανε. Ο Μιλόρδος, με όση καλή καρδιά και αν είχε, εγεννήθηκε Ιγγλέζος κ’ ετούτο φθάνει»12. Ο Ευρωπαίος δηλαδή είναι αδύνατο να δει τους Έλληνες διαφορετικά, έστω και αν γίνει Ορθόδοξος!
Η εντύπωση για τον Φιλελληνισμό και τους Φιλέλληνες, που διεμόρφωσε ο ελληνικός κόσμος ακριβώς στο σημείο αυτό χωλαίνει, όταν μάλιστα δεν διαθέτει τις ρωμαίικες, ορθόδοξες δηλαδή, προϋποθέσεις του Ιακωβάτου και των ομοφρόνων του Ορθοδόξων.
Οι κάθε είδους φιλελληνικές εκδηλώσεις εκλαμβάνονται ως κατάφαση και αποδοχή ολόκληρης της ελληνικότητας, συνεπώς όχι μόνο της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και της σύγχρονης ορθόδοξης Ελλάδας, με όλο τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό της13. Ας αφήσουμε δε, ότι «η φιλελληνική κίνηση, που συγκλόνιζε ακόμη και τις λαϊκές μάζες, δεν είχε καμμιά σχέση με την Ελλάδα, αλλ’ αποτελούσε διαμαρτυρία κατά του δικού τους απολυταρχισμού»14. Εξ άλλου, στην έκφραση φιλελληνικών διαθέσεων δεν έλειπαν και ιδιοτελείς στόχοι, που τις ενσάρκωναν άνεργοι στρατιωτικοί και κάθε είδους τυχοδιώκτες. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να απολυτοποιηθεί αυτή η θέση, αλλά δεν παύει να τεκμηριώνεται άπό πολλά παρόμοια περιστατικά15.
Είναι όμως πάλι γεγονός, ότι «είτε προφάσει είτε αληθεία» (Φιλιπ.1,18) η μεγάλη πλειοψηφία –και κατ’ αυτόν τον αποδομητή Σιμόπουλο- των ευρωπαϊκών λαϊκών μαζών «στάθηκε ομόφωνα στο πλευρό του μαχόμενου Ελληνισμού. Η Ελληνική Επανάσταση γι’ αυτές δεν ήταν μια πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος, που απασχολούσε τα ανακτοβούλια και τους διπλωμάτες. Άγγιξε συναισθηματικά ευρύτερα στρώματα, έγινε σύμβολο και οραματισμός»16. Ο Φιλελληνισμός των Ξένων, πάντως, ιδία των κρατικών παραγόντων η όσων τελούσαν σε άμεση εξάρτηση από τις δυτικές κυβερνήσεις, εξυπηρετούσε, κατά κύριο λόγο, τα ξένα κρατικά συμφέροντα. Ακόμη και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όχι σπάνια, το ίδιο ίσχυε, με την έννοια, ότι τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα ήταν μια ανυπέρβλητη πρόκληση ανθρωπιάς, αγνοώντας όμως την ελληνορθόδοξη πραγματικότητα, ενεργούσαν με βάση τα δικά τους διαφέροντα, μετακενώνοντας, μαζί με την οποιαδήποτε βοήθεια, τα δικά τους πολιτισμικά δεδομένα στην καθ’ ημάς Ανατολή. Διατυπώθηκε και η αξιοπρόσεκτη θέση, ότι «ο φιλελληνισμός ίσως ήταν παγίδα της αποκοπής των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, από τους νόμιμους δεσμούς τους με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»17.

Μια αδυναμία με συνέπειες

 Ότι ο Φιλελληνισμός των ξένων, εις την πραγματικότητα, εξυπηρετούσε , κατά κανόνα, τα δικά τους συμφέροντα, δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Ούτε όμως μπορεί και να χαρακτηρισθεί ως κάτι «μεμπτόν». Αυτό επισημαίνει ο Σπ. Μαρκεζίνης στην «Ιστορία» του18, αναφερόμενος σε μια εγγενή αδυναμία του Έθνους μας, που είναι το μόνιμο αδύνατο σημείο της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρόκειται για την ευπιστία μας και τη στήριξη των εθνικών μας στόχων και ελπίδων στους κατά φαντασίαν, συνήθως, «Φιλέλληνες», με επίκεντρο τις ξένες Κυβερνήσεις. Μειονέκτημα αυτό της πολιτικής μας ηγεσίας, που αναζητεί φιλέλληνες, διότι δεν μπορούμε να σταθούμε χωρίς αυτούς! Ας μη λησμονούμε την μακρά πίστη του Γένους μας στη μεγάλη Χριστιανική Δύναμη, το «ξανθόν γένος», ποικιλοτρόπως νοούμενο, που θα απελευθέρωνε τους «ραγιάδες»19. Αυτό όμως γέννησε τη νεώτερη ξενομανία μας20. Έτσι όμως, αφ’ ενός μεν ευνοούμε τις πολιτικές επιδιώξεις των ξένων, αφ’ ετέρου δε καθιστάμεθα άμεσα η έμμεσα όργανά τους.
Είναι γεγονός, ότι ο ακαταλληλότερος χώρος για την αντικειμενική εκτίμηση και αναγνώριση φιλελληνισμού και φιλελλήνων είναι η κρατική διπλωματία. Όταν λείπει ο ρεαλισμός, κραταιώνεται η ξενομανία και η επιδίωξη της ξένης «προστασίας». Εξ άλλου, η απόδοση του τίτλου «φιλέλλην» σε ισχυρές συμμαχικές πολιτικές προσωπικότητες, συνήθως εξυπηρετούσε, και όχι μόνο το ’21, σκοπιμότητες κάθε είδους χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα. Τον 19ο και κυρίως τον 20ον αι. θα γίνει καθαρά αντιληπτό πως από την ξενομανία φθάνουμε κατ’ ευθείαν στην μεταβολή μας σε «δορυφόρους» των Μεγάλων21. Αυτή την αναπόφευκτη εκτροπή στην κατανόηση του φιλελληνισμού επισημαίνει και ο δόκιμος και στην Ιστορία, μακαριστός π. Ιω. Ρωμανίδης: Κατά την προπαγάνδα των Νεογραικών, λέγει, «όλος ο κόσμος, και κυρίως η Ευρώπη και η Αμερική, είναι πλήρης από φιλέλληνες, οι οποίοι θαυμάζουν τόσον πολύ τους σημερινούς αρχαίους Έλληνας, ώστε να ζητούν οι ίδιοι την ευκαιρίαν να βοηθήσουν την μικράν, αλλ’ έντιμον και ένδοξον Ελλαδίτσαν να προοδεύση και να γίνη πάλιν ένδοξος». Κατά τον ίδιον όμως «δεν υπάρχουν οι φιλέλληνες της νεογραικικής μυθολογίας και ονειροπολήσεως»22. Και καταλήγει: «Δυστυχώς ο μύθος των ξένων φιλελλήνων είναι μία ψυχολογική ανάγκη του Γραικύλου, ο οποίος φοβείται να είναι κράτος χωρίς μανούλαν και πατερούλην. Ο Γραικύλος θέλει όχι συμμάχους, αλλά γονείς… δια την προστασίαν του νηπίου Έλληνος»23. Δεν είναι άλλωστε ούτε άγνωστη, αλλ’ ούτε και αδύνατη, η μετάπτωση από την συμμαχία στη δουλεία.
Σε κάθε εποχή η ανάθεση των προβλημάτων του Έθνους στους οιουσδήποτε Ξένους είναι δείγμα παρακμής. «Ξενοφοβία» και «ξενομανία» συνιστούν την ιδεολογική πόλωση του ελληνικού 19ου αιώνα. Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται στις ημέρες μας με την αποκάλυψη του αληθινού προσώπου της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία οι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών.

Η ανακήρυξη των φιλελλήνων

 Ο χαρακτηρισμός των Ξένων ως φιλελλήνων γίνεται σε δύο επίπεδα, το επίσημο πολιτικό-διπλωματικό και το ευρύτερο λαϊκό. Η κρατική ηγεσία χαρακτηρίζει ξένα ηγετικά πολιτικά πρόσωπα ως φιλέλληνες, ανώτερους υπαλλήλους ενός συμμάχου Κράτους η προσωπικότητες του επιστημονικού η του οικονομικού χώρου, που με τη στάση και τις ενέργειές τους ωφέλησαν με ιδιάζοντα τρόπο το Έθνος. Η πρόκριση αυτή διαχέεται στο ευρύ στρώμα του λαού με τα υπάρχοντα μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας. Το βασικό κριτήριο στις περιπτώσεις αυτές είναι η παροχή ωφελείας στους αγώνες και τις ανάγκες του Έθνους. Σπάνια όμως στις περιπτώσεις αυτές ελέγχονται, η μπορούν να ελεγχθούν, τα αληθινά κίνητρα των τιμωμένων προσώπων. Η κρατική εξουσία, συνήθως, στις αποφάσεις της κινείται διπλωματικά, υπεισέρχονται δε διάφοροι αθέατοι παράγοντες και σκοπιμότητες παντός είδους, που καλύπτονται με το γνωστό επιχείρημα: «δια το συμφέρον του Έθνους». Έτσι δεν είναι περίεργο να «κατασκευάζονται» συχνά φιλέλληνες, ως αποτέλεσμα αποφάσεων αυθαιρέτων και σκοπίμων. Οι οποιοιδήποτε όμως Ξένοι ποτέ δεν παύουν να επιδιώκουν ο,τι ευνοεί πρώτιστα αυτούς τους ιδίους και την πολιτική της Χώρας τους. Σπανιώτατα θυσιάζει κάποιος τα δικά του ατομικά η κρατικά συμφέροντα για τα συμφέροντα των άλλων, και μάλιστα των μικρών, που στηρίζονται στη βοήθειά του. Άρα από την συμμαχική συνεργασία ως τον κατ’ ουσίαν φιλελληνισμό υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και είναι γεγονός, ότι στα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα υπήρξε γνησιότερος φιλελληνισμός, ως ανθρωπισμός, που από το 1823 και ως το τέλος του Αγώνα δίνει τη θέση του σε πράκτορες, κατασκόπους και τυχοδιώκτες24.
Έτσι οδοί της ελληνικής πρωτεύουσας έχουν αφιερωθεί σε κατασκόπους η Μισέλληνες25. Από τις πιο αινιγματικές μορφές Φιλελλήνων είναι ο Λόρδος Βύρων (1788-1824). Οι γνώμες γι’ αυτόν διχάζονται. Στο λεξικό Μπαμπινιώτη καταξιώνεται: Ο λόρδος Μπάϋρον υπήρξε από τους γνωστότερους (φιλέλληνες), άλλοι, όπως ο Απ. Βακαλόπουλος, τον βλέπουν πολύ θετικά περιγράφοντας το τέλος του με έντονο συναισθηματισμό26. Ο Γ. Ιακωβάτος, αλλά και άλλοι, δεν διστάζουν να παρουσιάσουν τα σκοτεινά του σημεία, που γνώριζαν οι σύγχρονοί του. «Ο Μπάϋρον αγάπαε την Ελλάδα –γράφει ο επτανήσιος Ιακωβάτος- επειδή η σκλαβιά της τον έκαμε ποιητή/στιχουργό (sic). Μπορούμε να καταδεχθούμε υμνητή μας τον υμνητή της Βενετιάς;»27.
Ας μη λησμονούμε, ότι η ελληνική θέση για τον ρόλο του Μπάϋρον είναι εκείνη, που διετύπωσε ο Σπυρίδων Τρικούπης για εκείνον στον επικήδειό του (20.4.1824) και έψαλαν αργότερα ο Δ. Σολωμός και ο Α. Κάλβος29. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε, ότι την πληρέστερη αναφορά στον Μπάϋρον (σελίδες 35-199)30 έχει ο Σιμόπουλος, με αξιοποίηση όλων των γνωστών πηγών. Το συμπέρασμά του: «Τον έκλαψαν οι Έλληνες τον Bayron. Ήταν αρκετό που πέθανε στον τόπο τους. Δεν υποψιάζονταν, εκτός από ελαχίστους, μέσα στη φωτιά του πολέμου, το ρόλο του στις εσωτερικές πολιτικές και στρατιωτικές διεργασίες και τους ανταγωνισμούς των Δυνάμεων» (σ.192). Του επιρρίπτεται δε μεγάλο μέρος της ευθύνης του εμφυλίου, που έγινε «με τις ευλογίες και τη δραστήρια συμμετοχή του Byron» (σ.193). Οι γνώμες, συνεπώς, γι’ αυτόν ποικίλλουν. Και είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε, ότι όλοι οι ούτως η άλλως χαρακτηριζόμενοι Φιλέλληνες προκάλεσαν το διεθνές πολιτικό ενδιαφέρον για τον Αγώνα και έτσι στο σύνολό τους ωφέλησαν, στην αρχή τουλάχιστον, την ελληνική υπόθεση.

Η ισχυρότερη επιβεβαίωση του κανόνα

Οι Μισσιονάριοι του Προτεσταντισμού συνιστούν παράδειγμα σαφέστατο αμφιλεγομένου Φιλελληνισμού. Η κίνηση αυτή των Προτεσταντικών Ομολογιών εμφανίστηκε στον ιστορικό ελλαδικό χώρο παράλληλα με την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως31, αναπτύσσοντας εκπαιδευτική και ιατρική δραστηριότητα, που εξυπηρετούσε φυσικά τους στόχους τους32. Λόγω των ελλείψεων του Ελλαδικού πολιτειακού χώρου γίνονταν πανηγυρικά δεκτοί από την Πολιτεία και τα κρατικά όργανα. Αρκεί να λεχθεί ότι ο L. Kork33 και ο Isaak Lowndes34, αντίστοιχα, στην ελεύθερη Ελλάδα και την Κέρκυρα, ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις στην εκπαίδευση35. Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση απέναντί τους, που δεν παρέλειπαν να σχολιάζουν επικριτικά οι κορυφαίοι του Μισσιοναρισμού36. Τη στάση της Πολιτείας απέναντί τους συμμεριζόταν και μια όχι μικρή μερίδα του Λαού. Δεν ήταν λίγες δε οι φορές, που ονομάζονται ακόμη και σήμερα «φιλέλληνες»37 για την προσφορά τους στο ελληνικό Έθνος. Εν τούτοις οι Μισσιονάριοι, ως βρετανοί η αμερικανοί πολίτες, παρέμεναν πάντα «υπέρμαχοι του αγγλοσαξωνικού πολιτικού και πολιτιστικού μοντέλου της χώρας τους», παρουσίαζαν δε στην ελληνική κοινωνία την περισσότερο αρνητική όψη του ευρωπαϊκού Προτεσταντισμού»38.
Ο Λαός εν τούτοις και ο Κλήρος, που διαθέτουν αλάνθαστο συλλογικό κριτήριο, όσο περισσότερο ήσαν συνδεδεμένοι με την ελληνορθόδοξη παράδοση, δεν άργησαν να αντιληφθούν τα σχέδιά τους. Γι’ αυτό τους διέστελλε39 από τους αληθινούς φιλέλληνες, που ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες τους χωρίς στο ελάχιστο αντάλλαγμα κάθε είδους και χωρίς να θεωρούν αναγκαίο να τελούν σε συμφωνία με την πολιτική της χώρας τους για την μικρή και αδύναμη Ελλάδα.
Αγγλοαμερικανούς τους αποκαλούσε ο Λαός, επιβεβαιώνοντας με ρεαλισμό και αποτιμώντας τη δράση και τους στόχους τους. Και αυτό, διότι γρήγορα έγινε αντιληπτό, ότι δεν προσέφεραν κατ  οὐσίαν βοήθεια στους εμπερίστατους Έλληνες, αλλά επεδίωκαν τον εκπροτεσταντισμό και εκδυτικισμό της Ελλάδος40 με την επέκταση σ’ αυτήν της θρησκευτικής πίστης τους και του πνεύματος των κοινωνιών τους. Ο στόχος τους δηλώνεται απερίφραστα στην υπηρεσιακή αλληλογραφία τους. Ο αμερικανός μισσιονάριος E. Robertson σε μια σπουδαία Report του εκθέτει τους λόγους, δια τους οποίους οι μισσιονάριοι πρέπει να θέσουν υπό την καθοδήγησή τους όσο το δυνατόν περισσότερα σχολεία στην Ελλάδα για την αύξηση της επιρροής τους στη νέα γενεά. Στη συνείδηση των μαθητών τους θα μείνουν έτσι, πάντα ως φίλοι και ευεργέτες των Ελλήνων και θα μένουν πρόθυμοι (οι μαθηταί) να δέχονται την καθοδήγησή τους και στην υπόλοιπη ζωή τους! Αν αυτό δεν είναι «εσωτερική άλωση», τι άλλο μπορεί να είναι;41
Παραγνωρίζοντας τον ιστορικά επιβεβαιωμένο δυναμισμό της λαϊκής Ορθοδοξίας, έκαναν εκείνο που αυτοί θεωρούσαν ωφέλιμο για τον ελληνικό Λαό, σύμφωνα με το πρόγραμμά τους, επιδιώκοντας να τον προσαρμόσουν στα δικά τους μέτρα. Δεν προσέφεραν, συνεπώς, την ζητουμένη βοήθεια, αλλά τις δικές τους προκατασκευασμένες λύσεις. Γι’ αυτό και ο Λαός, με την πρακτική ψυχολογική του δύναμη, τους αντιμετώπιζε ως όλο, βλέποντάς τους ως κάτι παρέμβλητο και ξένο, χαράσσοντας μια στάση απέναντί τους, που ισχύει για τους Ορθοδόξους ως σήμερα. Γι’ αυτό στα χείλη του Λαού οι χαρακτηρισμοί «αμερικανοί» και «αγγλοαμερικανοί», πέρα του εθνογραφικού περιεχομένου τους προσέλαβαν και ομολογιακό χαρακτήρα. Ο Λαός και ο Κλήρος, ιδίως από το 1830 κ. ε., έβλεπαν τους μισσιοναρίους ως εκπροσώπους του ιδίου κόσμου και ως φορείς του ιδίου πνεύματος, απλώς ως ξένο σώμα42. Γι’ αυτό και οι Μισσιονάριοι, ως όλο, έμειναν στη συνείδηση του Λαού, ως σφήνα στον κορμό του43.
Είναι δε πλέον γνωστό στην έρευνα, ότι οι θρησκευτικές επιδιώξεις των μισσιοναρίων στην Ελλάδα έβαιναν παράλληλα με τις επιδιώξεις της δυτικής πολιτικής στον μεσογειακό χώρο44. Μέχρις ενός σημείου μπορούσαν να διακηρύσσουν, ότι δεν προπαγάνδιζαν μια συγκεκριμένη ομολογία. Άλλωστε στην καλβινίζουσα παράταξη του Προτεσταντισμού ανήκαν σχεδόν όλοι οι Μισσιονάριοι. Δεν θα μπορούσαν όμως να πείσουν, ότι δεν ενεργούσαν και ως εκπρόσωποι του έθνους τους, υποστηρίζοντας την πολιτική του, έστω και αν προφασίζονταν ότι αδιαφορούσαν για τα πολιτικά. Δεν έπαυαν να είναι οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι Άγγλοι η Αμερικανοί.
Είναι εκπληκτική η διαπίστωση του ειδικού στο χώρο της Ιεραποστολής P. Kawerau για τους αμερικανούς μισσιοναρίους: «Αληθινή θρησκεία της Βίβλου και αμερικανικός πολιτισμός ήταν κατά βάση το αυτό … Εξάπλωση της Βίβλου, λοιπόν, σήμαινε συγχρόνως εξάπλωση αμερικανικών τάσεων και τρόπου ζωής, των οποίων συνισταμένη ήταν η ελευθερία … Εκείνος, που δεχόταν την υπεροχή της Αμερικής, θάπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν το δημιουργημένο από τον Θεό όργανο, με το οποίο Εκείνος μπορούσε να επιτύχει τους σκοπούς Του. Φορέας δε αυτών των σκοπών ήταν η Ιεραποστολή»45. Ο δυτικός μεσσιανισμός σ’ όλη την μεγαλοπρέπειά του!
Είναι πολύ σωστή, λοιπόν, στο σημείο αυτό η γνώμη του καθηγητού Χρ. Γιανναρά: «Δεν φαίνεται να διερωτηθήκαμε ποτέ, γιατί οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις δεν αρκούνται στην οικονομική και πολεμική τους ισχύ, αλλά προσπαθούν και εξοδεύουν για τον χρησιμοθηρικό διεθνισμό της γλώσσας τους και τη διάδοση της παιδείας τους σε όλες τις χώρες και την ενίσχυση των ιεραποστολών τους»46. Προετοιμάζοντας την σημερινή πορεία προς την νεοεποχίτικη πανθρησκεία, οι κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις είχαν κατανοήσει, ότι ο «εκδυτικισμός» του κόσμου και εν προκειμένω της Ορθόδοξης Ανατολής, προσφέρει σταθερά την δυνατότητα για την πολιτική παγκοσμιοποίηση47. Μια ιδιαίτερη, αλλά σημαντική περίπτωση, ιδιοτελούς μισσιοναριστικού «φιλελληνισμού» υπήρξε τον 19ο αιώνα ο αμερικανός μισσιονάριος Jonas King48. Η σύγκρουσή του με την Ελληνική Δικαιοσύνη μετά την κατάδειξη της προσηλυτιστικής του δράσης, απέδειξε περίτρανα την συμπόρευση και συνεργασία μισσιοναρισμού και αμερικανικής δικαιοσύνης και πολιτικής49, με την επέμβαση της τελευταίας υπέρ του Μισσιοναρίου και την ήττα της Ελληνικής Πολιτείας.

Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας

Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας είναι ανάγκη το Έθνος μας να μην εθίζεται στην αποδοχή των οιωνδήποτε μύθων και στο χώρο του «Φιλελληνισμού». Πόσο μάλλον που, ως ελέχθη, εθιζόμεθα έτσι στην εναπόθεση των εθνικών μας ελπίδων στους οιουσδήποτε ξένους. Η συνειδητοποίηση του εγγενούς αυτού πάθους μας απαιτεί όμως ωριμότητα. Από ένα παρόμοιο, μάλιστα, μύθο για το «ξανθό γένος», που έτρεφε για μακρό χρόνο το Έθνος, μας αποσυνέδεσε από το 1774, μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός50. Βλέποντας την πορεία της διεθνούς πολιτικής, κατενόησε ότι το Έθνος για την ανεξαρτησία του έπρεπε να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις, ρίχνοντας το βάρος στην ελληνορθόδοξη παιδεία. Αυτό ακριβώς θα ενστερνισθεί αργότερα και ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης51. «Ας, μη φθάσουμε, λοιπόν, στην ακραία παραδοχή, ότι «οι φιλέλληνες εζημίωσαν την Ελλάδα»52, η ότι ούτε φίλους, ούτε αδελφούς είχε ποτέ η Ελλάδα. Μόνο εχθρούς και καταφρονητές»53. Εν τούτοις, απέναντι σε μια τέτοια γενίκευση κορυφώνεται ο σπαραγμός του Μακρυγιάννη: «Ότι μας έφαγαν οι ξένοι ως γλάροι»!54. Είναι όμως αναγκαία και μια άλλη εξ ίσου σημαντική υπέρβαση.
Πηγή της περί φιλελλήνων μυθολογίας είναι η ματαιοδοξία μας, ότι ο ελληνικός πολιτισμός και ο δυτικός πολιτισμός ταυτίζονται55, μια πεποίθηση που ριζώνει στον Αδαμάντιο Κοραή. Κατά την εύστοχη όμως παρατήρηση του π. Ιω. Ρωμανίδη56, αναζητώντας και «πλάθοντας» φιλέλληνες ο σύγχρονος «γραικύλος», αντί να αποκτήση όργανον, γίνεται «όργανον» αυτός. «Οι ξένοι, κατά τον ίδιο, καλό γνώστη της δυτικής κοινωνίας, εκλαμβάνουν (το ελληνικό φιλότιμο) ορθώς ως δουλοπρέπειαν αδυνάτου και ως μορφήν φαινομενικής μεγαλοψυχίας». Το αποτέλεσμα; «Το δουλοπρεπές φιλότιμον του Γραικύλου, εν συνδυασμώ με επίδειξιν συμμαχικής αφοσιώσεως, εμποιεί μάλλον ανησυχίαν παρά εμπιστοσύνην»57. Αυτού οδηγεί συνήθως η στερουμένη την ελληνορθόδοξη «λεβεντιά» ελληνική πολιτική και διπλωματία.
Ο Ρωμηός γνωρίζει, ότι «συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική, μέσω της οποίας κάθε κράτος προστατεύει τα ιδικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα των συμμάχων, εφ’ όσον τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται με τα ιδικά του συμφέροντα»58.
Ένα ακροτελεύτιο ερώτημα: Δεν υπάρχουν, λοιπόν, αληθινοί φιλέλληνες; Υπάρχουν οπωσδήποτε, αλλά είναι ανάγκη να αναγνωρίζονται με αντικειμενικότητα, κάτι που προϋποθέτει γνήσια και αυθεντικά κριτήρια. Ο όρος «φιλέλλην» στην τρέχουσα χρήση έχει σχετική σημασία. Φιλέλληνας η φιλοάγγλος η φιλοαμερικανός, είναι σε τελευταία ανάλυση εκείνος, που αποδέχεται ένα Λαό πολιτισμικά ολόκληρο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και στα αιτήματά του χωρίς να επιβάλει τις δικές του λύσεις. Φιλέλληνες είναι έτσι, οι Ξένοι, που αψηφώντας την πολιτική και τα συμφέροντα της Χώρας τους, αγκάλιασαν την Ελληνική Επανάσταση, προσφέροντας σ’ αυτήν τα πάντα, όσα διέθεταν, ακόμη και τη ζωή τους. Με τον τρόπο αυτό απέδειξαν, ότι ταυτίσθηκαν με την Ελλάδα και το Λαό της, υπερβαίνοντας την ιδιότητά τους ως ξένων. Είναι όλοι εκείνοι, που τελικά έγιναν τόσο φίλοι της Ελλάδος, σ’ όλους τους τομείς της δράσης τους, ώστε να προστρέξουν στην ελληνική περιπέτεια ως Φιλέλληνες, για να ανυψωθούν τελικά σε Έλληνες.

Σημειώσεις:

Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 1905. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην αρχαία χρήση του ο όρος «φιλέλλην» συσχετίζεται και με εκ γενετής Έλληνες, με την έννοια του φιλοπάτριδος. (Πλατ. Πολ. 470ε και Ξενοφ. Αγησ.7,4: «καλόν Έλληνα όντα φιλέλληνα είναι»), Henry Lidel- Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Έκδοση «Ι. Σιδέρης, τ. 4, σ. 539. 2. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξενοκρατία-Μισελληνισμός και ιδιοτέλεια…, Αθήνα 1990, σ. 462 επ. Θετική προσέγγιση στου: Αποστ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού…, τ. Ε , Θεσσαλονίκη 1980, σ. 568-578 («Ο φιλελληνισμός μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων»), και σ. 579-609. («Η φιλελληνική κίνηση κατά χώρες). 3. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί των αιτίων του Φιλελληνισμού, Αθηνά , τ. 59 (1955), σ. 4-13. 4. Το «φιλελληνικό κίνημα» ήταν ένα παρακλάδι του ριζοσπαστισμού, η ριζοσπαστική του πλευρά, που απέρριπτε την αστική εκβιομηχάνιση, τον ρασιοναλισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και περιλάμβανε στους κόλπους του φιλελεύθερους διανοουμένους, πολιτικούς και κοινωνικούς επαναστάτες, χριστιανούς ανθρωπιστές, σκεπτικιστές και άθεους» (Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 466). 5. Σημαντική για την προοδευτική ανάπτυξη του φιλελληνικού ρεύματος είναι η διδακτορική διατριβή του αειμνήσου π. Αντωνίου Γ. Αλεβιζοπούλου, Η φιλελληνική κίνησις και αι πρώται εν Γερμανία Ελληνικαί Κοινότητες, Αθήναι 1979, με πλούσια βιβλιογραφία (σ. 237-255). Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ. π., σ. 465. 6. Κυριάκου Σιμόπουλου, στο ίδιο. 7. Αυτό εδήλωσε λ.χ. ο άγγλος μισσιονάριος Isaac Lowndes το 1820 κατά την διέλευσή του από την Κόρινθο. 8. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη (Έλεγχος θέσεων της Δυτικής Ιστοριογραφίας) στο: Του ιδίου, Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σ. 74-86. 9. ΑΤΙ, Χ149α, φ. 30α. (Για το Αρχείο των Αδελφών Ιακωβάτων βλ. Κ.Γ. Μπόνη, Αρχείου Σύμμικτα. Τακτοποίησις και μελέτη του Αρχείου των Οίκων (sic) Τυπάλδων -Ιακωβάτων εν Ληξουρίω της Νήσου Κεφαλληνίας. Ανατ. από τον Β Τόμο της Επετηρίδος Επιστημονικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1970, σ. 553-626. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Αρχείο των Αδελφών Τυπάλδων-Ιακωβάτων και η σημασία του, στο: π. Γ.Δ. Μεταλληνού-Βαρβ. Καλογεροπούλου–Μεταλληνού, Αρχείον της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης …, τ. Α , Αθήνα 2003, σ. 21 επ. 10. Το 1792. Βλ. Kallistos Ware, The fifth Earl of Guilford (1766-1827) and his secret Convertion to the Orthodox Church, στον τόμο: D. Baker (ed.) The orthodox Churches and the West (=Studies in Church History, vol. 13) Oxford 1976, σ. 256 f. 11. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ο κόμης Φρειδερίκος-Δημήτριος Γκίλφορδ και η ιδεολογική θεμελίωση των θεολογικών σπουδών της Ιονίου Ακαδημίας, Επιστ. Επετ. Θεολ. Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, τ. 27 (1986), σ.25-54. 12. Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας (εκδ. Σπ.Ι. Ασδραχάς, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη ΣΠ. 37, Αθήνα 1982), σ. 9. Πρβλ. Πολιτική και Θεολογία, οπ. π., σ. 211. 13. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη2002, σ. 80/1. 14. Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 468. 15. Στο ίδιο, σ. 470. 16. Στο ίδιο, σ. 483. 17. Μαρία Μαντουβάλου, Ρωμαίος-Ρωμιός και Ρωμιοσύνη, στο περιοδ. Μαντατοφόρος, τευχ. 22(1983),σ. 53. 18. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος, τ. 1 (1920-1922), Πάπυρος, Σειρά Β , Αθήνα 1973, σ. 16. 19. Βλ. Αλεξ. Στ. Καριώτογλου, Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού ελληνική χρησμολογική γραμματεία…, Αθήναι 1982, σ.162 επ. Πρβλ, π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Χρησμολογικές απηχήσεις στα Οράματα και Θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στον τόμο του Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα, Αθήνα 1987, σ. 87-163.  20. Σπ. Μαρκεζίνη, οπ.π., σ. 15,17. 21. Στο ίδιο, σ.15. 22. Οπ. π., σ.216. 23. Στο ίδιο, σ.217. 24. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ.π., σ. 483. 25. Στο ίδιο, σ.485 επ., 501, 505 κ. 26. Για το τέλος του Μπάϋρον βλ. Απ, Βακαλοπούλου, Ιστορία …, τ. ΣΤ , Θεσσαλονίκη 1982, σ. 629 επ.  27. ΑΤΙ, Χφο 149α, σ. 30α. Αναφέρεται στο ποίημα του Byron, The Glaour, A fragment of a Turkish Tale, London 1813, σ.14. Τον κατηγορεί για φιλοτουρκισμό. (Πολιτική και Θεολογία, οπ.π., σ. .209/ 210.  28. Στον «Ύμνο» του. 29. Λυρικά, Ωδή 1η.  30. Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα το ’21, τομ. Γ , Αθήνα 1981: Ωφέλησε η έβλαψε την Επανάσταση ο Βύρων; 31. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν τον ιθ  αἰ., Αθήνα 2004. Αντώνιος Λ. Σμυρναίος, Στα ίχνη της ουτοπίας. Το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον» Σύρου και η Προτεσταντική Ομογενοποίηση της Οικουμένης κατά τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2006. Πόλλη Θανηλάκη, Αμερική και Προτεσταντισμός. Η «Ευαγγελική Αυτοκρατορία και οι οραματισμοί των Αμερικανών Μισσιοναρίων για την Ελλάδα τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2005. Κυρίως για την παρουσία των Προτεσταντών Μισσιοναρίων στα Ιόνια Νησιά, βλ. Δημ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία και Ορθόδοξη Εκκλησία στο Ιόνιο Κράτος, Κέρκυρα 2013, σ. 55 επ. Στα έργα αυτά βρίσκεται εκτενής βιβλιογραφία. 32. Βλ. στου π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 94 επ. 33. Στο ίδιο, σ. 76. 34. Στο ίδιο, σ. 78. 35. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …,σ. 400 επ. 36. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Η κατ’ Ανατολήν Δύσις». Ο «μετακενωτικός ρόλος των Δυτικών Μισσιοναρίων στο Ελληνικό Κράτος», στο: Του Ιδίου: «Παράδοση και Αλλοτρίωση», Αθήνα 1986 (με επανεκδόσεις), σ. 279 επ. 37. Βλ. π. Γεωργίου Δ. Δράγα, Ιωνάς Κιγκ (1792-1869), Αμερικανός Ιεραπόστολος, Φιλέλλην, εκπαιδευτικός, Θεολόγος, Αθήναι 1972, Πρβλ. άρθρο στην Θ.Η.Ε. τ. 7(1965) στ. 581 (Ν.Θ. Μπουγάτσος). 38. Δ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία…, οπ. π., σ. 56. 39. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ. 362 επ., 367 επ. 40. Την «εκφράγκευσή της βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ.104. 41. P. E. Shaw, American contacts with the Eastern Churches (1820-1870), Chicago 1937, σ. 171-178. 42. Αυτό ίσχυε, φυσικά, και για το ρωμαιοκαθολικό στοιχείο, που είχε όμως πολύ παλαιότερη παρουσία στην Ελλάδα. 43. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 106 επ.44. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 107 επ. «Η κατά Ανατολήν Δύσις», σ. 271 επ. 45. P. Kaverau, Amerika und die orientalischen Kirchen, Berlin 1958, σ. 203. 46. Χρ. Γιανναρά, Η Νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1978, σ.82. 47. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση, στο: Του Ιδίου, Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 407-418. 48. Βλ. παραπάνω, σημ. 37. 49. Βλ. εκτενή αναφορά στην περίπτωση αυτή στου π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ξένη παρέμβαση στην Ελληνική Δικαιοσύνη τον 19ον αιώνα, στο «Αντιχάρισμα» στον Καθηγητή Ιω. Κ. Παπαζαχαρίου, Αθήνα 1994, σ. 469-496. 50. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ , Θεσσαλονίκη 1973, σ. 431. 51. Πρόκειται για ουσιαστική καμπή στην πορεία προς την εξέγερση. Αλλά και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα «Οράματα και θάματα» «ξανθό γένος δέχεται ότι δεν είναι η Ρωσία, αλλά ο ίδιος ο Ελληνισμός. Βασ. Σφυρόερα, Σημειώσεις από την ανάγνωση των Οραμάτων του Μακρυγιάννη, στο περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 101/5.9.84, σ.77. 52. Κυριάκος Σιμόπουλος, σ. 480. 53. Στο ίδιο, σ.481. 54. Απομνημονεύματα, εκδ. Βαγιανάκη, τομ. Β , σ. 162. 55. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη, οπ. π., σ. 80. 56. Στο ίδιο, σ. 218. 57. Στο ίδιο, σ. 217. 58. Στο ίδιο, σ. 219.

ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΥΝ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ, ΟΠΟΙΟΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ;

Ἐπιτρέπεται νὰ θεολογοῦν καὶ νὰ ἐλέγχουν οἱ πιστοὶ τοὺς ποιμένες τους καὶ γενικά, ὅποιον φαίνεται νὰ καινοτομεῖ ὡς πρὸς τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου, Κλασσικός Φιλόλογος, Ἱστορικός

Σε αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιροὺς τῆς ἐπικράτησης τῆς αἵρεσης βλέπουμε τὸ λυπηρὸφαινόμενο νὰ πολεμοῦνται καὶ νὰ ὑβρίζονται συνήθως χωρὶς ἐπιχειρήματα, ὅσοι σχολιάζουνκαὶ ἐλέγχουν κείμενα, κυρίως Ἐπισκόπων, ποὺ ἀποκλίνουν ἀπὸ ἢ διαστρεβλώνουν τὴν πατερικὴδιδασκαλία. 

Οἱ ἐπιτιθέμενοι εἶναι συνήθως ἄνθρωποι τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ πανεπιστημιακοῦ χώρου, ποὺὑποστηρίζουν μὲ λίγα λόγια καὶ δυστυχῶς χωρὶς πατερικὰ χωρία, ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ κάθε ἕναςνὰ θεολογεῖ καὶ νὰ σχολιάζει κείμενα, πόσῳ μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ κείμενα τῶν λεγομένων"αὐθεντιῶν". Τὸ γεγονός, ὅτι κάποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πίστη του, δὲν τὸν βάζει αὐτόματα στὸ ἀπυρόβλητο καὶ δὲν τὸν προφυλάσει ἀπὸ ὀλισθήματα πνευματικά. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους, καὶ πρῶτα γιὰ μένα.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς δίδασκε, ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὑπεύθυνος μὲ τὰ λόγια του καὶ τὶς πράξεις του γιὰ ὅλην τὴν Ὀρθοδοξία συνολικά. Ἄρα εἶναι ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἱερὸ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, ποὺ μὲ τὸ βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει καὶ νὰ ἐλέγχει,ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγειἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες, κατ’ ἐξοχὴν δέ, ὅταν οἱ φύλακες τῆς Πίστεως (Ἐπίσκοποι καὶ λοιποὶ Ποιμένες -ὅπως συμβαίνει στὰ ἐσχατολογικὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε) ἐπὶ δεκαετίες συμβιώνουν καὶ συμπορεύονται μὲ τὴν αἵρεση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ καταφέρονται ἐναντίον τῶν Κληρικῶν γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς ἐπαινῶ, θὰεὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177). Ὄχι μόνο δὲν τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἅγιος φανατικούς, ἀκραίους, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, κλπ. ἀλλὰ τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας.
Βέβαια τὸ «ἀσφαλῶς θεολογεῖν» δὲν εἶναι γιὰ τὸ καθένα. Εἶναι ἀποτέλεσμα ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς μὲ ἄσκηση, θυσίες, ἁγιότητα καὶ ὀρθόδοξο βίωμα. Ἀλλὰ τὸ «θεολογεῖν» ὡς γνώση καὶ διαφύλαξη τῆς ἀσφαλοῦς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γνώρισμα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι ἅμιλλα διανόησης καὶφιλοσοφικὸ σύστημα, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πτυχίων, ὅπως λένε οἱ Δυτικοὶ καὶ δυστυχῶς ὑποστηρίζουνσήμερα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους.Εἶναι προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση του. Στὶς θεολογικὲς διαμάχες αὐτό, ποὺ ἦταν σημαντικὸ γιὰ τοὺς Πατέρες δὲν ἦταν ἡ ὑποβάθμιση τοῦ συνομιλητὴ ἢ τοῦ ἀντιπάλου, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χαθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του ἀλλὰ καὶτῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τυχὸν θὰ ἐπηρεάζονταν ἀρνητικὰ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ κακοδοξεῖ ἢ κάνει ἄθελα του λάθη σὲ θεολογικὰ θέματα.Κινούμενοι ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν διορθώσουν καὶ νὰ διορθώσουν καὶ νὰ προφυλάξουν τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ αὐτὸ ἀπευθύνονταιτὰ δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ μεγάλο βαθμό καὶσὲ λαϊκούς,στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰτοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. (π. Θεοδώρου Ζήση,Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχές καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας,1997, σελ. 44).Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέει: «Ἀλλ’ ὦ Θεὲ τοῦ παντός, ὁ μόνος δοτὴρ καὶ φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καὶ τῶν κατ’ αὐτὴν δογμάτων καὶ ρημάτων,.... δὸς καὶ ἡμῖν ἀρτίως εὐαρέστως σοι θεολογῆσαικαὶ τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἔργῳ σοι καὶ λόγῳ εὐαρεστήσασι συμφώνως, ὡς ἂν καὶ τοὺς μὴ θεαρέστως σε θεολογοῦντας ἀπελέγξωμεν, καὶ τοὺς ἐν ἀληθείᾳ σε ζητοῦντας πρὸς τὴν ἀληθείαν στηρίξωμεν, ἵνα σε γινώσκωμεν πάντες μίαν μόνη πηγαίαν θεότητα»(Γρηγορίου Παλαμᾶ, λόγοι δύο περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σελ. 74). Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁ ἔλεγχος ὡς πρὸς τὴν πίστη, ὅταν γίνεται μὲ βάση τοὺς Πατέρες καὶ ὄχι μὲ προσωπικὰ ἐπινοήματα, δὲν σημαίνει ἐμπάθεια ἢ μίσος, ἀλλὰ στήριξη καὶ προστασία, ὥστε νὰ ἀποτρέψουμε ἢ νὰ ἀνατρέψουμε κακοδοξίες. Ἐκτὸς φυσικὰ ἂν κάποιος πιστεύει, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ἄλλους νὰ τὸν ἐλέγχουν.
Ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων (11, 2f.) διαβάζουμε: «..καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες...». Ἔλεγξαν δηλ. οἱ πιστοὶ τὸν Πέτρο, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη τους ἔσφαλε ὁ Ἀπόστολος, ποὺ συνῆλθε και συνέφαγε μὲ ἐθνικούς. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ἐξήγησε – δὲν θύμωσε, δὲν παρεξηγήθηκε, δὲν εἶπε, ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς, ποὺ θὰ μὲ ἐλέγξετε – ἐκεῖνοι «ἀκούσαντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν». Ὁ Πέτρος δέχθηκε τὸν ἔλεγχο, χωρὶς διαμαρτυρία, καὶ ἐμεῖς τὸν ἀρνούμαστε; Εἴμαστε θεολογικότεροι καὶ σοφότεροιτοῦ Πέτρου;
Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (ταυτόχρονα μὲ τοὺς Ἐπισκόπους, πόσο μᾶλλον, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν)δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺμᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα. Στὴν ὑπεράσπιση καὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, δὲν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και ὑφισταμένων, πτυχιούχων καὶ μή, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν(συγχωρέστε μου τὴν ἐπανάληψη: κυρίως, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται, σιωποῦν ἢ ὁμιλοῦντες ἀστοχοῦν).
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Βράχος αὐτὸς τοῦ Μοναχισμοῦ διδάχθηκε ἀπὸ ἕναν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. 
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι κατηγορηματικός:«Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴ σιωπᾶ κάποιος σὲ περίσταση ποὺ κινδυνεύει ἡ Πίστη. Διότι λέγει "Λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς" [Πράξ. 18, 9]. Καὶ "Ἐὰν «ὑποχωρήσῃ δὲν εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου σ' αὐτόν" [Ἑβρ. 10,38].Kαί "Ἂν αὐτοὶ σιωπήσουν, οἱ λίθοι θὰ κράξουν" [Λουκ. 19, 40]. Ὥστε ὅταν πρόκειται περὶ πίστεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πῇ κανείς "Ἐγὼ ποιός εἶμαι;». (Επιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτη, PG 99, 1321ΑΒ).Καὶ ἀλλοῦ:«Kατὰ τὸν καιρὸ τοῦτο ποὺ διώκεται ὁ Χριστὸς μέσω τῆς Εἰκόνος του, ὀφείλει κάποιος νὰ ἀγωνίζεται, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ὑπέρτερος στὸ ἀξίωμα καὶ στὴ γνώση, ὁμιλώντας καὶ διδάσκοντας τὸν λόγον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη εὑρίσκεται σὲ θέση μαθητοῦ,ἔχει χρέος νὰ φανερώνει μὲ θάρρος τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ὁμιλῇ μὲ ἐλευθερία.Δὲν εἶναι λόγος ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ,ἀλλὰ τοῦ θείου Χρυσοστόμου μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρας» (Ἑπιστολὴ (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β).
Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ μεγάλος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– δὲν διδάσκει τὴν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ ποιμνίου του, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ λέει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι«μέσα στὴνἘκκλησία, ”προσωπικὲς γνῶμες” δὲν πρέπει οὔτε και μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν». «... ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– πρέπει ν΄ ἀγκαλιάσῃ μέσα του ὅλη του τὴν Ἐκκλησία· πρέπει νὰ ἐκδηλώσῃ, νὰ φανερώσῃ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστι της.Δὲν πρέπει νὰ ὁμιλῇ ἀφ' ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «exconsensuecclesiae»[...] Τὴν πλήρη ἱκανότητα νὰ διδάσκῃ δὲν τὴν ἔχει λάβει ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ' ἡ πλήρης αὐτὴ ἱκανότης, ποὺ ἔχει δοθῇ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νὰ φέρῃ τὴν μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας.Περιορίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ κρίν ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία του. Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύῃ, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ξεφεύγῃ ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσῃ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ»(π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 1973, σελ. 208).
Τὸ ποίμνιο λοιπὸν στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά κρίνει ἀνάλογα μὲ τὴν διδασκαλία κάθε διδασκάλου, ἐὰν δηλ. εἶναι σύμφωνη μὲ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνάλογα νὰ κρίνει. Τὸ «πρέπει»τοῦ π. Γεωργίου φανερώνει τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐλέγχου, ποὺ πολλοὶ δυστυχῶς ἀρνοῦνται. Ἂς μὴν εἴμαστε ἀρνητικοὶ λοιπὸν ἂν κάποιος γράφει κάτι, ἀλλὰ ἂς ἐλέγχουμε μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια, ἂν αὐτὸ ποὺ γράφει, εἶναι ἑπόμενο τοῖς Ἁγίοις Πατράσι. Καὶ ἂν δὲν εἶναι, τότε πρέπει δικαίως μὲ ἐπιχειρήματα νὰ ἀνατραπεῖ καὶ νὰ καταδικασθεῖ.

ΕΙΜΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΣΤΕ!

ΕΙΜΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΣΤΕ
π. Δημητρίου Μπόκου

Στὴν καρδιὰ τῆς Ἀφρικῆς ἕνας εὐρωπαῖος ἀνθρωπολόγος διεξάγει ἔρευνες καὶ ἐπισκέπτεται μία φυλή. Τὸ βιοτικό της ἐπίπεδο εἶναι χαμηλό. Οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται ἁπλῶς γιὰ ἐπιβίωση. Ὁ ἀνθρωπολόγος συγκεντρώνει μιὰ ὁμάδα παιδιῶν καὶ ὀργανώνει ἕνα πρόχειρο ἀγώνισμα. Ἕναν μικρὸ ἀγώνα δρόμου. Ἔχει βάλει στὴ ρίζα ἑνὸς δέντρου ἕνα μεγάλο πανέρι γεμάτο ὥριμα φροῦτα, ὁρίζει τὴν ἀπόσταση καὶ λέει στὰ παιδιὰ νὰ τρέξουν. Ὁ πρῶτος θὰ πάρει γιὰ βραβεῖο τὸ πανέρι μὲ τὰ φροῦτα.
Μὰ τότε ἔγινε κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενε. Μὲ τὸ σύνθημα ἐκκίνησης τὰ παιδιὰ ἕνωσαν τὰ χέρια τους καὶ ἔτρεξαν ὅλα μαζὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς διαδρομῆς. Ἔτσι, ἀφοῦ κέρδισαν ὅλα, κάθισαν καὶ ἀπόλαυσαν τὸ ἔπαθλο ὅλα μαζί. Ὁ ἀνθρωπολόγος τὰ ρώτησε γιατί ἐνήργησαν ἔτσι, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ κερδίσει ἕνας καὶ νὰ ἔχει ὅλο τὸ καλάθι δικό του. Καὶ τὰ παιδιὰ τότε ἀπάντησαν στὴ γλώσσα τους: “Ubuntu”, κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ κάπως ἔτσι: «Ἐγὼ εἶμαι, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμαστε».
Μὲ ἄλλα λόγια τοῦ εἶπαν: Πῶς γίνεται νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ μᾶς εὐτυχισμένος, ὅταν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἶναι στενοχωρημένοι; Μπορεῖ νὰ τρώει κάποιος μὲ ἀπόλαυση καὶ νὰ χορταίνει, ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν κοιτάζουν πεινασμένοι;
Ἡ κουλτούρα μιᾶς ὑποανάπτυκτης ἀφρικανικῆς φυλῆς μήπως θυμίζει μιὰ θαυμάσια φιλοσοφία ἀπὸ τὴ δική μας ελληνικὴ και χριστιανικὴ παράδοση;
Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, μὲ πρωταγωνιστὲς τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Σοφοκλῆ, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Θουκυδίδη κ. ἄ., εἶχαν δώσει ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν προκοπὴ καὶ εὐδαιμονία τοῦ συνόλου, τῆς κοινωνίας, τῆς πατρίδας. Μιὰ πόλη ὠφελεῖ τὰ ἄτομα περισσότερο, ὅταν ἀκμάζει στὸ σύνολό της, παρὰ ὅταν εὐτυχεῖ ὁ καθένας ἀτομικά, ἐνῶ ἡ πόλη δυστυχεῖ. Ἡ συλλογικὴ εὐδαιμονία διαχέεται καὶ στὰ ἐπιμέρους ἄτομα. Σὲ μιὰ πόλη ποὺ εὐημερεῖ, ἕνας φτωχὸς ἔχει πολὺ περισσότερες δυνατότητες νὰ ἀντιμετωπίσει ἱκανοποιητικὰ τὴ δυσπραγία του. Ἂν ὅμως εὐημεροῦν μερικοὶ μόνο πολίτες, ἐνῶ ἡ πόλη βυθίζεται σὲ παρακμὴ καὶ δυστυχία, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ συμπαρασυρθοῦν ὅλοι στὴν καταστροφή.
Καὶ ὅπως πολὺ ὄμορφα τὸ λέει ὁ Μακρυγιάννης, ἂν ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, δέχομαι νὰ μοῦ βγάλει κάποιος καὶ τὰ δυό μου μάτια, γιατὶ τότε ἡ πατρίδα μου μπορεῖ καὶ «μὲ θρέφει. Ἂν ἡ πατρίδα μου εἶναι ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ’χω, στραβὸς θὰ νὰ εἶμαι». Πῶς νὰ εὐτυχήσει ὁ ἕνας, ὅταν οἱ πολλοὶ δυστυχοῦν;
Σήμερα ὅμως ἔχουμε σταματήσει νὰ κατανοοῦμε τὸ αὐτονόητο. Ἀναπτύσσοντας ὅλο καὶ περισσότερο τὰ ἀτομιστικά μας ἔνστικτα, καταργοῦμε σιγὰ-σιγὰ κάθε εὐαισθησία γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Δὲν σκεπτόμαστε πῶς θὰ ἦταν, ἂν μᾶς ἔλειπε ἐντελῶς ὁ συνάνθρωπος. Ἂν βρισκόμασταν στὴν ἀπόλυτη μόνωση. Τότε θὰ βλέπαμε ὅτι ἡ ζωή μας, χωρὶς τὴ συντροφιὰ τοῦ συνανθρώπου, θὰ ἦταν μιὰ κόλαση. Ὁ ἀπόλυτος ἐγκλεισμὸς στὸν ἑαυτό μας θὰ ἐπιφέρει καὶ τὴ δική μας κατάργηση. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν βλέπει πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ἔχει χάσει ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο παραμένει ἄτομο, μόνος, ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ ἄλλου, εἶναι πάντα κάτι λιγότερο ἀπὸ ἄνθρωπος. Μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν συνάνθρωπο πραγματοποιεῖται ἡ πρόοδός του, ἡ ἀνέλιξή του στὴ βαθμίδα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπὸ ἄτομο γίνεται πρόσωπο, δηλαδὴ ὂν ποὺ σχετίζεται, κοινωνεῖ ἐν ἀγάπῃ μὲ τὸν ἀδελφό του.
Ἡ ἀγαπητικὴ αὐτὴ κοινωνία εἶναι τὸ ὅραμα ποὺ κατάφερε νὰ ἀγγίξει προσωρινὰ ἡ Ἐκκλησία στὰ πρῶτα της βήματα. Οἱ πρῶτοι πιστοὶ εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή. Δὲν ὑπῆρχε κανένας ποὺ νὰ λέει, ὅτι κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, γιατὶ ὅλα τὰ εἶχαν κοινά. Εἶχαν μεγάλη χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω τους καὶ συνδέονταν μὲ βαθειὰ ἀγάπη. Δὲν ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους κανένας φτωχός. Γιατὶ ὅσοι εἶχαν χωράφια ἢ σπίτια, τὰ πωλοῦσαν καὶ ἀκουμποῦσαν τὸ ἀντίτιμο στὰ πόδια τῶν ἀποστόλων. Τὰ χρήματα αὐτὰ ἐν συνεχείᾳ διαμοιράζονταν στὸν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη ποὺ εἶχε (Πράξ. 4, 32-35).
Μὰ γρήγορα ἐμφιλοχώρησε ἀνάμεσά τους ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ἤδη ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατηγορεῖ τοὺς Κορινθίους, ὅτι δὲν τρώγουν στὰ κοινὰ δεῖπνα τῆς ἀγάπης μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ συνέστησε ὁ Χριστός. Ὁ καθένας φέρνει καὶ τρώει τὸ δικό του φαγητό, χωρὶς νὰ περιμένει τοὺς ἄλλους, μὲ ἀποτέλεσμα ἄλλος νὰ πεινάει καὶ ἄλλος νὰ μεθύει. Ἔτσι ὅμως περιφρονεῖται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ καταντροπιάζονται ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν (Α΄ Κορ. 11, 20-22).
Ὁ ἄνθρωπος ἐν ἀγάπῃ ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς σαρκώνεται γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο. Γιὰ νὰ εἶναι πρότυπο, ὑπογραμμός, ὁ πρῶτος ἀληθινὸς ἄνθρωπος. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1, 14), κινούμενος ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι σὲ κοινωνία ἀγάπης, οἰκειοποιεῖται, μορφώνει μέσα του, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ φροντίδα τῶν ἄλλων καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ μας θὰ εἶναι πάντα τὸ μεγάλο ζητούμενο γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Ἐκεῖ δίνει ὁ καθένας τὶς ἐξετάσεις του. Καὶ ἡ ἀξία τοῦ καθενός μας στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται πάντα ἀπὸ τὴν ἀξία ποὺ δίνουμε ἐμεῖς στοὺς ἄλλους. Ἐγὼ θὰ εἶμαι κάτι γιὰ τὸν Θεό, ὅταν, στὸ μέτρο ποὺ μοῦ ἀναλογεῖ, φροντίζω νὰ εἴμαστε καλὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἂν οἱ πολλοί δὲν ἔχουν νὰ ζήσουν ἀνθρώπινα, δὲν θὰ μπορέσει νὰ ζήσει οὔτε ὁ ἕνας, ὅπως πολὺ σωστὰ μᾶς διδάσκουν οἱ σοφοὶ πρόγονοί μας καὶ μᾶς θυμίζουν τὰ ἀφρικανόπουλα. Ἕνας γιὰ ὅλους λοιπὸν καὶ ὅλοι γιὰ ἕναν.
Ἂς δείξουμε ὅτι μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτὸ καὶ νὰ τὸ πράξουμε.

Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820-25861/23075/6980 898 504

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΟΣΕΥΧΗΣΟΥ ΚΑΙ ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ!

Μη το βάζεις κάτω... Προσευχήσου και όλα θα πάνε καλά. Ο Θεός είναι δίπλα σου!

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ- Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΔΩΣΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΙΣΧΥΡΟ ΟΠΛΟ!


Ο Θεός μας έχει δώσει ένα πανίσχυρο όπλο για να προστατευτούμε απέναντι στον διάβολο, και αυτό το όπλο είναι η προσευχή!

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙΣ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΣΟΥ, ΕΚΕΙ ΘΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ!

Εκεί που χάνεις όλες τις ελπίδες σου...
Εκεί θα βρεις τον Ένα και Μοναδικό!

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΟΤΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ ΜΕ ΑΓΑΠΗ!


Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Όταν προσεύχεσαι με αγάπη αποκτάς την Χάρι του Θεού. Και όταν έχεις την Χάρι, όλα γίνονται με χαρά!