Ἦρθε ἕνας τελοιόφοιτος φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς στὸ χωριό μου, ἄθεος καὶ ὀπαδὸς τοῦ Δαρβίνου. Ὁ φοιτητὴς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν πολὺ σπάνιο πρᾶγμα, κομήτης ἦτο.
Ἄ α α! κάνανε καὶ τὸν κοιτάζανε, λέει σπουδαῖα πράγματα! Καὶ αὐτὸς ἔλεγε• Δὲν ὑπάρχει Θεός καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Νά λοιπὸν καὶ ἔρχεται ὁ παπᾶς καὶ τοὺς ρωτᾷ•
―Τί συζητᾶτε αὐτοῦ.
―Μᾶς λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, ἀπήντησαν.
―Κ᾿ ἐσεῖς δὲν τὸν βάζετε στὴ θέσι του;
―Μὰ αὐτὸς ἔχει ἐπιχειρήματα, τοῦ εἶπαν.
―Ποιό ἐπιχείρημα ἔχεις, τοῦ λέει ὁ παπᾶς.
―Νά, λέει, ποιός εἶδε τὸ Θεό;
―Πῶς σὲ λένε; τὸν ρωτάει ὁ παπᾶς.
―Γιῶργο, ἀπήντησε.
―Ἔλα δῶ, βρὲ Γιῶργο, ἀνέβα πάνω στὸ πεζούλι (ἦταν καλοκαίρι κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε). Σήκωσε τὸ κεφάλι σου καὶ κοίταξε κατάματα τὸν ἥλιο.
―Ἄ, ἀστειεύεσαι ρὲ παππούλη; νὰ τυφλωθῶ; ἀπαντᾷ ὁ ἄθεος φοιτητής. Δὲ μπορῶ νὰ κοιτάξω τὸν ἥλιο.
—Βρὲ, τοῦ λέει τότε ὁ παπᾶς, τὸν ἥλιο δὲ μπορεῖς νὰ κοιτάξῃς, καὶ τὸ Θεὸ θέλεις νὰ δῇς;
Ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος ἦταν ὁ παπᾶς, καὶ ἔβαλε στὴ θέσι του τὸν ἄθεο φοιτητή. Τί θεολογία, τί φιλολογία κ.λπ.; Καὶ μόνο αὐτός; Τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι εἶνε, ποὺ τοὺς φωτίζει ὁ Θεός. Φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς πιστούς. «…Γέγραπται γάρ• Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» (Α΄ Κορ. 1,19-20).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου