"Ο Όσιος Παΐσιος για τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη"
Το σπίτι του ήταν ένα ετοιμόρροπο κτίσμα και δίπλα είχε ένα άλλο μικρό ατομικό κελί, χωρίς πάτωμα, αλλά με χώμα.
Το κελί του, μικρό, απέριττο, ευρισκόταν μέσα στον κόσμο, αλλά συγχρόνως κατόρθωνε να ζει και εκτός του κόσμου. Εκεί άπλωνε δύο σκεπάσματα και έκανε τις ολονύκτιες προσευχές του. Στο ανατολικό μέρος του κελιού είχε ένα ράφι και επάνω ένα εικονοστάσι με αρκετές εικόνες.
Σε αυτό, καθώς και για τα Θεία του κατορθώματα, πολύ τον βοηθούσαν οι δύο ημέρες (η Τετάρτη και η Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του, προσευχόμενος. Οι οποίες καρποφορούσαν περισσότερο πνευματικά τότε, διότι αγίαζαν και την εργασία των άλλων ημερών.
Ώρες έμενε γονατιστός προσευχόμενος στον Θεό για τον λαό Του, που τον είχε εμπιστευθεί στα ασκητικά χέρια του δούλου Του Αρσενίου.
«Όταν ύψωνε τα χέρια του για να παρακαλέσει για κάτι τον Θεό, άρχιζε να τον παρακαλεί προσευχόμενος και φωνάζοντας, ‘Θεέ μου!’ λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και θαρρείς πως έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν τον άφηνε, εάν δεν του έκανε το αίτημά του.
Στα παιδιά δίδασκε τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και όταν καμμιά φορά έσφαλαν τους μάθαινε να λένε το «ήμαρτον Θεέ μου».
Η συνηθισμένη τροφή του Πατρός ήταν τα κριθαρένια πέτουρα, τα οποία έψηνε μόνος του επάνω σε μια λαμαρίνα.
Όλες τις νηστείες αλλά ακόμη και κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και τη Δευτέρα που είναι αφιερωμένη στους αγγέλους, δεν έπινε ούτε νερό μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος.
Το τυπικό των ακολουθιών του ήταν ως εξής:
Όλες τις μεγάλες γιορτές έκανε ολονύκτιες αγρυπνίες, τις οποίες άρχιζε από τη δύση μέχρι την ανατολή του ηλίου. Το πως κοιμόταν και πόσο κοιμόταν για την αγάπη του Χριστού, ο Θεός το γνωρίζει. Τετάρτη και Παρασκευή έμενε έγκλειστος στο κελί του. Αυτές τις μέρες που έμενε έγκλειστος, δεν τραβούσε μόνον αυτός Θείες ουράνιες δυνάμεις όταν προσευχόταν, αλλά τον τραβούσαν και αυτόν στους ουρανούς Αγγελικές δυνάμεις.
Πολλοί που έτυχαν να δούν τον Χατζεφεντή (έτσι τον αποκαλούσαν) να υψώνει τα χέρια του και να παρακαλεί το Θεό και να φωνάζει προσευχόμενος «Θεέ μου, Θεέ μου!» έλεγαν! «λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και θαρρείς έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν τον άφηνε, εάν δεν τον έκανε το αίτημά του».
Η διακριτική του άσκηση πάντοτε συνοδευόταν με την αγάπη προς τους άλλους και με την ταπείνωση στον εαυτό του. Όσο όμως κι αν προσπαθούσε ο πατήρ να κρυφθεί, δεν ήταν εύκολο. Η χάρις του Θεού που κατοικούσε μέσα του τον πρόδιδε.
Η αγία του μορφή συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτασμένου κυδωνιού.
Είχε πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιό του, που το ποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας.»
Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης για τόν Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου