ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ!

Η ανεξικακία του Ερημίτη

Μία νύχτα πήγαν ληστές σε κάποιον Ερημίτη.
– Ήλθαμε να πάρωμε τα πράγματά σου, του είπαν άγρια.
– Κοπιάστε και πάρετε ό,τι σας αρέσει, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του.
Άδειασαν στη στιγμή τη φτωχική του καλύβη κι έφυγαν βιαστικοί. Λησμόνησαν όμως να πάρουν ένα μικρό φλασκί, που ήταν κρεμασμένο από το δοκάρι της στέγης. Ο Ερημίτης το ξεκρέμασε και, τρέχοντας πίσω από τους ληστές, φώναζε για να τον ακούσουν να σταματήσουν:
– Γυρίστε πίσω, αδελφοί, να πάρετε και τούτο αν διψάσετε
Και τους έδειχνε από μακριά το μικρό φλασκί.
Εθαύμασαν την ανεξικακία του κι εγύρισαν, όχι για να πάρουν το φλασκί, αλλά για να του βάλουν μετάνοια και να του δώσουν πίσω, όλα του τα πράγματα.
– Αυτός μάλιστα, είναι πραγματικά άνθρωπος του Θεού, έλεγαν μεταξύ τους.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ!


Σε κάποιο νέο μοναχό πού ξεκίνησε με πολύ ζήλο για πνευματικούς αγώνες, συνέβαινε αυτός ο πειρασμός: μόλις άρχισε να κάνει προσευχή τον έπιανε ρίγος, δυνατός πονοκέφαλος και πυρετός.
Είμαι άρρωστος έλεγε στον εαυτό του και δεν αποκλείεται να πεθάνω. Ας βάλω λοιπόν τα δυνατά μου να τελειώσω την προσευχή μου για να είμαι έτοιμος όταν με καλέσει ο Κύριος μου.
Με αυτές τις σκέψεις βίαζε τον εαυτό του και τελείωνε την καθημερινή ακολουθία του. Ύστερα όμως από την προσευχή του περνούσαν όλα. Αισθανότανε περίφημα. Αρρώσταινε πάλι σαν πλησίαζε η ώρα της προσευχής. Έφερνε και αυτός με μιας στην σκέψη του τον θάνατο, βίαζε τον εαυτό του και δεν παραμελούσε τα καθήκοντα του. Και ο Θεός βλέποντας την μεγάλη του υπομονή τον απάλλαξε γρήγορα από το βασανιστικό πειρασμό.

Από το Γεροντικό

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Ο ΑΚΑΚΟΣ ΒΟΣΚΟΣ

Ο άκακος βοσκός


Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαΐδας.
Συνέβηκε κάποτε και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ’ αυτόν, μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος βοσκός στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τί θα πει αμαρτία, μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει το παράδεισο.
Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο και θα φθάσει στο παράδεισο. Άκακος όπως ήταν ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ’ ένα μοναστήρι και εξομολογήθηκε στον ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι και αφού τον έκαμε μοναχό τον έβαλε να «φιλοκαλεί» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.
Μια μέρα όταν τον επισκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για τη σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε ποιός είναι αυτός που είναι κρεμασμένος πάνω από το εικονοστάσι και είναι συνέχεια νηστικός και διψασμένος, μη γνωρίζοντας ότι είναι ο Δεσπότης Χριστός. Αστειευόμενος τότε ο Ηγούμενος του είπε πως αυτός ήταν νεωκόρος πρωτύτερα και επειδή αμελούσε το «διακόνημα» του (υπηρεσία) τον τιμώρησε να κρέμεται πάνω στο σταυρό. Ο απλός τότε δεν είπε τίποτε, το βράδυ όμως σαν πήρε το φαγητό του, αφού έκλεισε της Εκκλησίας τις πόρτες άρχισε να παρακαλεί τον κρεμασμένο να κατέβει να φάνε μαζί. Έβαζε μάλιστα μάρτυρα το Θεό πως αν δεν κατέβει ούτε αυτός τρώει. Τότε ο πράος και ταπεινός Κύριος αυτός που κάθεται στις καρδιές των πράων του απάντησε πως φοβάται να κατέβει μήπως το μάθει ο Ηγούμενος και τον τιμωρήσει.

Ο απλός όμως και πάλι επέμενε και τότε του φάνηκε πως κατέβηκε και έτρωγαν και συνομιλούσαν μαζί. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ και ενώ οι άλλοι μοναχοί άκουγαν ομιλίες στο ναό, όταν έμπαιναν μέσα έβλεπαν μόνο τον απλό που τους βεβαίωνε πως ήταν μόνος. Τότε έβαλαν ένα μοναχό πολύ αγαπητό στο νεωκόρο ο οποίος κατόρθωσε και έμαθε από τον απλό πως κάθε βράδυ κατεβαίνει ο φαινόμενος κατάδικος και συντρώγουν και του υπόσχεται πως γι’ αυτό του το δείπνο, θα τον φιλέψει πλουσιοπάροχα στο σπίτι του πατέρα του. Όταν έμαθε ο ηγούμενός αυτά, κάλεσε τον απλό και αφού τον έπεισε να του πει αυτά που συμβαίνουν , τότε του είπε το επόμενο βράδυ να παρακαλέσει τον φαινόμενο και για τον ηγούμενο και να τον φιλέψει και αυτόν στο σπίτι του πατέρα του. Πράγματι ο απλός παρακάλεσε το επόμενο βράδυ για τον ηγούμενο αλλά πήρε απάντηση πως αυτό δεν γίνεται και έτσι να μην τον ενοχλεί γιατί ο ηγούμενος δεν είναι άξιος ούτε για τα ψίχουλα που πέφτουν απ’ εκείνο το τραπέζι. Σαν άκουσε το πρωί ο ηγούμενος την απόφαση λυπήθηκε πολύ, ελπίζοντας όμως στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού με κλάματα παρακαλούσε τον απλό να επιμένει και να βιάζει τον αβίαστο να τον δεχθεί και αυτόν στο ουράνιο τραπέζι.

Ο απλός συνέχισε να παρακαλεί το επόμενο βράδυ το Δεσπότη Χριστό αλλά ο Κύριος του είπε να μην επιμένει γιατί δεν γίνεται. Τότε η άπλαστη εκείνη ψυχή αποκρίνεται και του λέγει: «καλώς λέγεις ότι δεν είναι άξιος ο Ηγούμενος δια την άνωθεν τράπεζα, αλλά δια το ψωμί όπου μας έθρεφε τόσας ημέρας, όπου αν έλειπεν θα αποθάναμε από την πείναν, καν δια ταύτην την καλωσύνην του δεν τον δέχεσαι;» Και ο Δεσπότης Χριστός «ας είναι είπε δια την αγάπη σου, και μόνον δια να μη σε λυπήσω, επειδή και τόσην αγάπη και φροντίδα έχεις και μεριμνάς πολύ δια τον πλησίον σου, ειπέ του λοιπόν να διορθωθεί καλώς και μετά οκτώ ημέρας να έλθετε αμφότεροι εις την ητοιμασμένη χαράν.»
Αφού έμαθε αυτά ο Ηγούμενος χάρηκε, έκαμε την πρέπουσα μετάνοια και αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, αρρώστησε λίγο και παρέδωσε τη ψυχή του στο Θεό μετά από οκτώ μέρες. Ο δε απλός εκεί που συνομιλούσε κατά τη συνήθεια με τον αγαπημένο του Δεσπότη πέταξε η μακαρία του ψυχή και μετέβησαν και οι δύο σ’ εκείνη την ευτυχισμένη και ατελεύτητη ζωή, την οποία είθε και εμείς «χάριτι Θεού» να απολαύσουμε. Αμήν.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Ο ΜΕΓΑΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ


Κάποτε, στην ώρα της προσευχής στο κελί του, ο μέγας Μακάριος άκουσε μια φωνή άνωθεν, να του λέγει:
-Μακάριε, πρέπει να ξέρεις, πώς, παρά τις προσευχές και την άσκησή σου, δεν έφτασες ακόμη στα μέτρα της αρετής, πού έχουν ανέβει εκείνες οι δύο γυναίκες, στη τάδε πολιτεία.
Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, άρπαξε το ξύλινο ραβδί του και πήρε το δρόμο για την πολιτεία εκείνη. Όταν έφτασε, ρώτησε κι έμαθε, που μένουν εκείνες οι γυναίκες και χτύπησε την πόρτα τους. Βγήκε λοιπόν η μία γυναίκα και τον υποδέχτηκε στο σπίτι, με πολύ χαρούμενο πρόσωπο. Ώσπου να καθίσει ο Γέροντας να πάρει μια ανάσα, ήρθε και η άλλη. Τότε τις κάλεσε και τις δυο κοντά του και μόλις κάθισαν τους λέει:
-Έκαμα όλο το δρόμο και υπέμεινα τόση κούραση, ώσπου από την έρημο να φτάσω ίσαμε εδώ. Σάς παρακαλώ, λοιπόν, να μου πείτε ποια είναι η πνευματική σας εργασία και οι αρετές, πού αγωνίζεστε ν' ασκείτε.
Εκείνες απαντούν, με πολλή απλότητα:
-Πίστεψε μας, άγιε Γέροντα, πώς δεν μένουμε έξω από τα κρεβάτια των συζύγων μας. Ποια εργασία πνευματική λοιπόν, περιμένεις από μας;
Όμως, ο Γέροντας τους έβαλε μετάνοια και τις παρακάλεσε να του φανερώσουν την αρετή τους.
Βλέποντας τότε την πολλή υπομονή του, είπαν στον άγιο Γέροντα
-Εμείς είμαστε ξένες για τούτο τον κόσμο, κ' έτυχε να παντρευτούμε συζύγους, πού ήταν αδέλφια κατά σάρκα' Από τότε, πού ζούμε σε τούτο το σπίτι με τους άνδρες μας, δεν θυμούμαστε να ' χουμε μαλώσει ποτέ μεταξύ μας, ούτε να πούμε άσχημη κουβέντα η μια στην άλλη. Πάντα μας ζούμε, όλα τα χρόνια με ειρήνη και ομόνοια, αγαπημένες.
Κάποτε μας ήρθε ένας περίεργος λογισμός: Να εγκαταλείψουμε τους άνδρες μας και να πάμε σ' ένα γυναικείο μοναστήρι να ζήσουμε. Κάναμε αγώνα και παρακαλέσαμε πολύ τους άνδρες μας να αφήσουν να φύγουμε. Μα δεν τα καταφέραμε να τους πείσουμε. Έτσι, καθώς δεν πετύχαμε αυτό το σκοπό μας, κάναμε μια συμφωνία (οι δυο μας με το Θεό): να μη βγει ποτέ απ' το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος, αδιαφόρετος.
Ακούγοντας τούτα τα λόγια ο άγιος εκείνος Γέροντας, θαύμασε και είπε:
-Αληθινά δεν παίζει κανένα ρόλο το ν' ακολουθεί κανείς τον παρθενικό βίο ή τον έγγαμο, το νά' ναι μοναχός ή κοσμικός, για να του χαρίσει ο Θεός το πνεύμα του και το έλεός του. Εκείνο, πού μονάχα ζητάει από μας είναι η προαίρεση.
Ο Γέροντας οικοδομήθηκε πνευματικά πολύ από την αρετή τους κ' επέστρεψε στο κελί του, στην έρημο δοξάζοντας το Θεό»...

Η ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ


Ένας μοναχός έχασε τον δρόμο του καθώς περπατούσε στην έρημο και για πολλές ώρες περιπλανιόταν άσκοπα. Επιτέλους, συναντήθηκε με κάποιους ανθρώπους και τους παρακάλεσε να του δείξουν τον τόπο που ήθελε να πάει. Εκείνοι όμως ήταν κακοποιοί και βλέποντάς τον μόνο και ξένο τον παρέσυραν πολύ μακριά με σκοπό να τον ληστέψουν. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς τον πήρε από πίσω.
Ο μοναχός κατάλαβε τις κακές προθέσεις τους, αλλά δεν είπε τίποτε. Όταν έφτασαν κοντά στον ποταμό και επιχείρησαν να τον περάσουν, βγήκε ξαφνικά από τα νερά ένας μεγάλος κροκόδειλος και όρμησε εναντίον του ληστή. Τόσο αιφνίδια ήταν η επίθεση, που εκείνος τα έχασε και χωρίς άλλο θα κατασπαρασσόταν από τα δόντια του θηρίου, αν δεν προλάβαινε ο μοναχός να τον γλυτώσει, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή.
Συγκινημένος ο ληστής από το φέρσιμο του μοναχού, έπεσε στα πόδια του και του ζητούσε συγγνώμη για το κακό που θα του έκανε.
- Μόλις θα περνούσαμε το ποτάμι, του ομολόγησε, είχα σκοπό να σε σκοτώσω, αλλά η καλοσύνη σου με πρόλαβε.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 64-64)

Ο ΑΓΑΘΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ


Ένας αγαθότατος Ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό, που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα.
Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.
- Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο εστερείτο, γιατί ο κλέφτης, παίρνοντας για κουταμάρα την σιωπή του, είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάει.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης και οι αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του και, όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλά.
- Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.

Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί - λέει ένας από τους Πατέρες - μην του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσεως: -Άφες, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ άφησα τα οφειλήματα του πλησίον μου.


(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 64-64)

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΔΗΜ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ: ΟΙ ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ!


Ήταν ένας γέροντας και πήγαινε, μαζί με τον υποτακτικό του, από το ασκηταριό τους στην πόλη. Στον δρόμο πέρασαν από ένα χωριό που είχε μια Εκκλησία. Εκεί είδε ο υποτακτικός έναν διάβολο να κάθεται πάνω στο καμπαναριό.
Προχώρησαν πιο κάτω και συνάντησαν μια καλύβα. Εκεί ο υποτακτικός είδε 100 σατανάδες, γύρω από την καλύβα.
Προβληματίστηκε. «Τί γίνεται εδώ;», αναρωτήθηκε.
Δεν άντεξε και ρώτησε τον γέροντά του:
- Γέροντα, γιατί στο καμπαναριό υπήρχε ένας διάβολος και στην καλύβα υπάρχουν 100 σατανάδες;
Και ο γέροντας τού είπε:
- Γιατί όσοι μπήκαν στην Εκκλησία, μπήκαν απροετοίμαστοι και δεν προσευχόταν κανένας τους. Έτσι ένας διάβολος ήταν αρκετός να τους φέρνει όλους πέρα. Στην καλύβα όμως αυτή, είναι ένα αντρόγυνο που προσεύχεται, γι' αυτό και βλέπεις τόσους σατανάδες!

Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας

ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΔΗΜ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ: ΔΕΝ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΕΛΙΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ!


Κάποιος ερημίτης καθότανε έξω από το κελί του, που βρισκότανε ψηλά σε ένα βράχο και έβλεπε απέναντι στον κάμπο, το ποτάμι να έχει φουσκώσει. Εκείνη την ημέρα έβρεχε καταρρακτωδώς, είχε κατεβάσει πολύ νερό, με αποτέλεσμα να διακοπεί το πέρασμα από μία γέφυρα που υπήρχε εκεί.
Σε μια στιγμή βλέπει κάποιον, που είχε την ανάγκη να περάσει απέναντι. Τον βλέπει να γονατίζει και να προσεύχεται στο Θεό, για να τον βοηθήσει να περάσει απέναντι. Μπροστά σε αυτό το θέαμα, ο ερημίτης σήκωσε και αυτός τα χέρια του στον ουρανό και προσευχήθηκε γι' αυτόν.
Μετά από πολλή ώρα σηκώνεται ο άνθρωπος, κάνει το σταυρό του και μπαίνει μέσα στο ποτάμι, αλλά το ποτάμι τον παρέσυρε και τελικά πνίγηκε!
Ο ερημίτης σοκαρίστηκε! Για πολλή ώρα δεν μπορούσε να συνέλθει...
«Γιατί δεν εισακούστηκαν οι προσευχές μας;», αναρωτήθηκε.
Μετά από λίγο έρχεται κάποιος άλλος άνθρωπος στο ποτάμι, κάνει τον σταυρό του, μπαίνει στο ποτάμι και περνάει απέναντι!
Κόκκαλο ο ερημίτης!
«Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού;», αναρωτήθηκε.
Γονατίζει τότε και λέει:
- Δεν σηκώνομαι από εδώ, Κύριε, αν δεν μου πεις πώς σκέφτηκες και ενήργησες έτσι!
Ο Θεός είναι αγαθός και συγκαταβαίνει στην αδυναμία του ανθρώπου. Έτσι του στέλνει έναν άγγελο, για να τον διαφωτίσει.
- Τί κάνεις εδώ, γέροντα; Γιατί προσεύχεσαι;
- Να για κάτι που είδα και σκανδαλίστηκα, και του ανάφερε τα περιστατικά που είδε στο ποτάμι.
Ο άγγελος τότε του λέει:
- Αυτός που δεν πνίγηκε, προσευχότανε και άλλες φορές και θα συνέχιζε να προσεύχεται. Αυτός που πνίγηκε, προσευχήθηκε μόνο τώρα που είχε ανάγκη. Ούτε προσευχότανε, αλλά και ούτε θα προσευχότανε στο μέλλον.
Δεν κοροϊδεύεται και δεν γελιέται ο Θεός. Όποιος προσεύχεται και θυμάται τον Θεό μόνο στην ανάγκη του, ο Θεός δεν τον ακούει. Ακούει εκείνους που προσεύχονται καθημερινώς και βρίσκονται εν μετανοία.

Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ!


Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.
Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε. Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».
Έλεγαν οι Γέροντες τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κατάκριση.

Από το γεροντικό

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΣΚΕΠΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ!

Νά σκεπάζουμε τό σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ...
Από το Γεροντικό

Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην περιοχή τους, πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Κατέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς:
«Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ». Και με τον λόγο αυτόν έφυγε.

Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωϋσή αλλ’ αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου, απαντά ο Γέροντας, που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου».
Όταν τα’ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.

Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: «Εάν δω κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;» Κι ο Γέροντας απάντησε: «Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Κι όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας».

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

ΚΥΡΙΕ ΜΗ ΜΕ ΕΛΕΗΣΕΙΣ!

Kύριε μη με ελεήσεις…

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας ένας νέος, που από μικρός είχε τον πόθο να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.
Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει τη κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπο κατέληξε σε ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.
Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσευχόταν ο Γέροντάς του έλαμπε ολόκληρος, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησόν με».
Ο Γέρων-ασκητής ήταν και αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε, ελέησόν με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.
Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντος του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.
Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της Ευχής προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, για αυτό και δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα-νύχτα προσευχόταν με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν και ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα κα πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.
Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφτασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητού που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε ένα σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος’ να προσεύχεται και να κλαίει.
Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει οτι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Ταράχθηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στη ψυχή του και ξέσπασε σε κλάμματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή. Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» τη γλώσσα στο να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε, ελέησόν με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε, ελέησόν με».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε, ελέησόν με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
– Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σε αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα…! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητ
ή να του φωνάζει:
– Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνησι του απάντησε:
– Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου. Συγχώρεσέ με και κάνε και για μένα ένα σταυρό!

Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη,
διασκευή από “Το βιβλίο της ζωής”, τ. Α’ Πειραιάς 1987, σελ. 25
Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου “Η «Ευχή» μέσα στον κόσμο”
Πειραιάς 2007 σελίδες 20-22

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΗΝ ΑΝΤΑΠΟΔΙΔΕΤΕ ΤΟΥΣ ΟΝΕΙΔΙΣΜΟΥΣ Ή ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΠΟΥ ΤΥΧΟΝ ΣΑΣ ΠΡΟΞΕΝΟΥΝ!


Γεροντικό: Μην ανταποδίδετε τους ονειδισμούς ή τις θλίψεις που τυχόν σας προξενούν. Δείξτε υπομονή και μη θελήσετε ποτέ να πικράνετε κανένα. Να είστε τότε σίγουροι πως το δικό σας όνομα θα συγκαταριθμηθεί στα ονόματα των αγίων "των γεγραμμένων εν τω βιβλίω της ζωής".

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΑΩ ΠΙΤΑ!

Ο Θεός δεν θέλει να φάω πίτα!!

Κάποιος Γέροντας αρρώστησε βαριά και του κόπηκε η όρεξη. Ο υποτακτικός του, για να τον ευχαριστήσει, τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να του φτιάξει μια μικρή πίτα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από την βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους.
Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μην τον λυπήσει, δεν είπε τίποτε. Βίασε τον εαυτό του να φάει, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύση. Βλέποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον πίεζε να φάει. Για να τον πείσει, έβαλε κι αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:
- Είναι πολύ ωραίο. Να, τρώω κι εγώ.
Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει κι έβαλε τις φωνές:
- Αλίμονο, σε θανάτωσα, Αββά. Και δεν μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;
- Μην στενοχωριέσαι, παιδί μου, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος. Αν ήθελε ο Θεός να φάω πίτα, θα είχες βάλει μέσα μέλι.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΑΓΑΠΗ Η ΜΕΓΑΛΗ!

Ἡ αγάπη η μεγάλη...

Κάποτε δυὸ ἀδελφοὶ μιᾶς Σκήτης κατέβηκαν στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ διαθέσουν τὰ ἐργόχειρά τους.
Ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ὅμως παρασύρθηκε ἀπὸ μιὰ γυναῖκα καὶ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία τῆς πορνείας.
Ἀπελπισμένος λοιπὸν πῆγε στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ εἶπε:
– Κοίταξε νὰ δῆς, ἐγὼ δυστυχῶς ἔπεσα σὲ ἁμαρτία, δὲν γυρίζω πίσω. Πήγαινε μόνος σου.
Ὁ ἄλλος ἀδελφός, ποὺ ἦταν ἁγνὸς νέος, ταράχθηκε στὸ ἄκουσμα τῆς ἁμαρτίας, στὴν ὁποία εἶχε πέσει ὁ ἀδελφός του. Δὲν τὸ ἔδειξε ὅμως, καὶ μάλιστα ἔκανε κάτι πάρα πολὺ μεγάλο.
Γιὰ νὰ ἁρπάξη τὸν ἀδελφὸ ἀπὸ τὰ νύχια την απελπισία προσποιήθηκε ὅτι καὶ αὐτὸς ἔκανε τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ὅτι ἔπεσε δηλαδὴ στὴν ἁμαρτία.
– Ἂς πᾶμε τώρα, ἔτσι κι ἀλλιῶς κι ἐγὼ ἔπεσα, κι ἐσὺ ἔπεσες, ἂς πᾶμε πίσω, ἂς κοπιάσουμε καὶ οἱ δυὸ μαζὶ καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὅπως εἶναι καὶ ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, θὰ δῆ τὴ μετάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρήση.
Ἐσὺ θὰ βοηθῆς ἐμένα, ἐγὼ θὰ βοηθῶ ἐσένα καὶ ἔτσι θὰ κάνουμε τὸν ἀγῶνα μας, θὰ κάνουμε τὸν κανόνα μας καὶ θὰ σωθοῦμε. Ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε!
Πείσθηκε ὁ ἄλλος. Ἀφοῦ κι ὁ ἀδελφὸς ἔπεσε, ἔ, σκέφθηκε, θὰ εἴμαστε οἱ δυὸ μας.
Πῆγαν, ἔπεσαν καὶ οἱ δυὸ μαζὶ γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Πνευματικό καὶ ἐξομολογήθηκαν ὅτι ἔκαναν μαζὶ τὴν ἁμαρτία.
Καὶ τιμωρήθηκαν αὐστηρότατα ἀπὸ τοὺς πατέρες ἐκεῖ καὶ τοὺς Γεροντάδες τῆς ἐρήμου.
Μαζὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κανονίστηκε καὶ ὁ ἁγνὸς νέος.
Μιὰ νὐκτα, ὅπως προσευχόταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Γέροντες, ἔξω στὴν ἔρημο, ἄκουσε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ νὰ λέγη τὰ ἑξῆς:
– Γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴ θυσία τοῦ ἀθώου, συγχωρῶ καὶ τὸν ἔνοχο!
Ὕστερα ἀπὸ τὴν διαβεβαίωσι αὐτή, οἱ πατέρες ἔλυσαν καὶ τοὺς δύο ἀπὸ τὸ ἐπιτίμιο, χωρὶς νὰ μάθουν ποτὲ ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς ἔνοχος.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟ ΟΛΩΝ!


Ήταν ένας μέγας ασκητής, που όταν πήγε στην έρημο είπε στον Χριστό:
- Χριστέ μου, εγώ θέλω να αφιερωθώ σε σένα και να μην ασχολούμαι με κανένα υλικό πράγμα, ώστε να έχω ασταμάτητη καρδιακή προσευχή, ευχόμενος για την σωτηρία της ψυχής μου και όλου του κόσμου. Και Εσύ ως κυβερνήτης και τροφεύς παντός ανθρώπου, να θρέψεις και εμένα με τον τρόπο που γνωρίζεις..
Έτσι άρχισε τον αγώνα του και προς το δειλινό, έβρισκε έξω από το κελάκι του, ένα ολόλευκο ευωδιαστό και ζεστό άρτο!
Κάποιος Άγγελος Κυρίου του έφερνε αυτόν τον ουράνιο άρτο. Πέρασε ο καιρός και στον ασκητή του μπήκε ο πρώτος λογισμός:
''Βλέπεις, πως μετά από τόσα χρόνια ευαρέστησες τον Χριστό και σε φέρνει Άγγελος Κυρίου ουράνιο άρτο... Συμβαίνει άραγε αυτό το πράγμα, σε κάποιον άλλον ασκητή; Από ότι γνωρίζω, έλεγε μέσα του, δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλον ασκητή, άρα είμαι καλύτερος από τους άλλους!...
Την άλλη μέρα όμως, βρίσκει έξω από το κελάκι του, μισό άρτο. Το είδε ο ασκητής, δεν του άρεσε βέβαια, αλλά είπε, έστω και μισό άρτο, καλό είναι και αυτό! Ο λογισμός όμως, ότι είναι ανώτερος από τους άλλους ριζώθηκε μέσα του, καθότι τρώει άρτο εξ ουρανού.
Όμως μέρα με την ημέρα, ο άρτος που του έφερνε ο Άγγελος λιγόστευε, με αποτέλεσμα ο άρτος να περιοριστεί μέσα σε λίγο καιρό, σε μια μπουκιά!
Αλλά και πάλι ο ασκητής έλεγε μέσα του:
''Έστω και μια μπουκιά αγγελική να τρώω, σαν αντίδωρο, πάλι είμαι καλύτερος από τους άλλους, που δεν γεύτηκαν ποτέ ουράνιο άρτο!...''
Αποτέλεσμα ήταν, ένα δειλινό, ο Άγγελος δεν του έφερε τίποτα. Άνοιξε ο ασκητής την πόρτα του κελιού του και διαπιστώνει έκπληκτος, ότι δεν υπήρχε ούτε μία μπουκιά! Καταστενοχωρημένος πήγε να ξαπλώσει.
Και του λέει ο Άγγελος φύλακάς του, μέσα στην συνείδησή του:
- Αγαπητέ, από εδώ και στο εξής θα εργάζεσαι και με τα χρήματα που θα βγάζεις από το εργόχειρό σου, θα εξασφαλίζεις τον επιούσιον άρτον.
Ο ασκητής μετανόησε και έκλαψε χρόνους πολλούς και τελικά έφτασε σε υψηλά μέτρα αγιότητας και μετανοίας. Παρακάλεσε πολλές φορές τον Άγγελο:
'- Έστω ένα αντίδωρο να μου ξαναφέρεις, μια μόνο φορά! Μια φορά μόνο!!!''.
Και του είπε ο Άγγελος:
- Ούτε μία!!!. Σου αρκεί, που ο Χριστός σε συγχώρεσε από ένα τέτοιο θανάσιμο ψυχικό αμάρτημα, να νομίζεις δηλ. ότι είσαι ανώτερος όλων...

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΤΟ ΦΙΔΙ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ!


Έστειλε μια φορά τον υποτακτικό του ο Αββάς Δωρόθεος ο Θηβαίος, να φέρη νερό από το πηγάδι. Καθώς έσκυψε εκείνος να τραβήξη, είδε μέσα μια μεγάλη ασπίδα (σ.σ. εννοεί το φίδι). Άφησε συγχυσμένος τον κουβά κι’ έτρεξε στο Γέροντά του.
– Αββά, χαθήκαμε. Το νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρήκα ασπίδα στο πηγάδι.
– Κι αν ο διάβολος αποφασίση να ρίξη ασπίδες σ’ όλα τα πηγάδια, εσύ θα πεθάνης από τη δίψα; ρώτησε ο Γέροντας κουνώντας το κεφάλι του για τη δειλία του υποτακτικού του.
Ύστερα πήγε στο πηγάδι, πήρε τον κάδο κι’ έβγαλε μόνος του νερό. Έκανε το σημείο του σταυρού και ήπιε πρώτος, κατόπιν έδωσε στον υποτακτικό του.
– Όπου υπάρχει ο σταυρός, είπε, δε μπορεί να σταθή η κακία του εχθρού.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΣΤΕ!


Κάποιος αδελφός νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και έκανε την αμαρτία καθημερινά, αλλά και καθημερινά ζητούσε έλεος από τον Κύριό του με δάκρυα και προσευχές. Ενεργώντας λοιπόν έτσι, τον ξεγελούσε η κακή συνήθεια, και έκανε την αμαρτία· έπειτα πάλι, μετά την αμαρτία, πήγαινε στην εκκλησία, και βλέποντας την ιερή και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έπεφτε μπροστά της με πικρά δάκρυα και έλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, και πάρε από επάνω μου αυτόν τον ύπουλο πειρασμό, γιατί με ταλαιπωρεί φοβερά και με τραυματίζει με τις πικρές ηδονές. Δεν έχω πρόσωπο, Κύριε, να αντικρίσω και να δω την αγία εικόνα σου και την υπέρλαμπρη μορφή του προσώπου σου, ώστε να γλυκαθεί και να ευφρανθεί η καρδιά μου».

Τέτοια έλεγε, και όταν έβγαινε από την εκκλησία έπεφτε πάλι στον βούρκο. Όμως και πάλι δεν απελπιζόταν για τη σωτηρία του, αλλά από την αμαρτία ξαναγύριζε στην εκκλησία και έλεγε τα παρόμοια προς τον φιλάνθρωπο Κύριο και Θεό: «Εσένα, Κύριε, βάζω εγγυητή, ότι από εδώ και πέρα δεν θα ξανακάνω αυτή την αμαρτία· μόνο, αγαθέ, συγχώρησέ μου όσες αμαρτίες σου έκανα από την αρχή μέχρι τώρα». Και αφού έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι γύριζε στη βαριά αμαρτία του. Και έβλεπε κανείς τη γλυκύτατη φιλανθρωπία και την άπειρη αγαθότητα του Θεού να ανέχεται καθημερινά και να υπομένει την αδιόρθωτη και βαριά παράβαση και την αχαριστία του αδελφού και να θέλει από πολλή ευσπλαχνία τη μετάνοιά του και την οριστική επιστροφή του. Γιατί αυτό δεν γινόταν για ένα, δύο ή τρία χρόνια, αλλά για δέκα και περισσότερο.

Βλέπετε, αδελφοί, την άμετρη ανοχή και την άπειρη φιλανθρωπία του Κυρίου; Πώς κάθε φορά δείχνει μακροθυμία και καλοσύνη, υπομένοντας τις βαριές ανομίες και αμαρτίες μας; Γιατί αυτό που συγκλονίζει και προκαλεί θαυμασμό σχετικά με την πλούσια ευσπλαχνία του Θεού είναι ότι ο αδελφός, ενώ υποσχόταν και συμφωνούσε να μην ξανακάνει την αμαρτία, αποδεικνυόταν ψεύτης.

Μια μέρα λοιπόν, καθώς γίνονταν αυτά, ο αδελφός, αφού έκανε την αμαρτία, πήγε τρέχοντας στην εκκλησία, θρηνώντας και στενάζοντας και κλαίγοντας και βιάζοντας την ευσπλαχνία του αγαθού Θεού να τον λυπηθεί και να τον γλυτώσει από τον βούρκο της ασωτείας. Καθώς λοιπόν ο αδελφός παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο Θεό, ο αρχέκακος διάβολος, η καταστροφή των ψυχών μας, είδε ότι τίποτε δεν κάνει, αλλά όσα αυτός έραβε με την αμαρτία, ο αδελφός τα ξήλωνε με τη μετάνοια. Με θράσος λοιπόν του παρουσιάστηκε φανερά και, στρέφοντας το πρόσωπό του προς τη σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κραύγαζε και έλεγε:

«Τι θα γίνει μ’ εμάς τους δύο, Ιησού Χριστέ; Η άπειρη συμπάθειά σου με νικά και με ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αυτόν τον πόρνο, τον άσωτο, που κάθε μέρα σου λέει ψέματα και δεν λογαριάζει την εξουσία σου. Γιατί λοιπόν δεν τον καις, αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Εσύ πρόκειται να δικάσεις τους μοιχούς και τους πόρνους και να εξολοθρεύσεις όλους τους αμαρτωλούς. Πράγματι, δεν είσαι δίκαιος κριτής, αλλά όπου νομίσει η εξουσία σου, κρίνεις άδικα και παραβλέπεις. Εμένα, για τη μικρή παράβαση της υπερηφάνειας, με έριξες από τον ουρανό κάτω· και αυτός είναι ψεύτης και πόρνος και άσωτος, και επειδή πέφτει μπροστά σου, του χαρίζεις ατάραχος την ευμένειά σου. Γιατί λοιπόν σε λένε δίκαιο κριτή; Όπως βλέπω, και εσύ χαρίζεσαι σε πρόσωπα από την πολλή σου αγαθότητα και παραβλέπεις το δίκαιο».

Και αυτά ο διάβολος τα έλεγε πνιγμένος από την πολλή πίκρα του και βγάζοντας φλόγες και καπνό από τα ρουθούνια του.
Αφού τα είπε αυτά ο διάβολος, σώπασε· και αμέσως ακούστηκε μία φωνή σαν από το άγιο βήμα να λέει: «Παμπόνηρε και ολέθριε δράκοντα, δεν χόρτασε η κακία σου που κατάπιες όλο τον κόσμο, αλλά και αυτόν που κατέφυγε στο άπειρο έλεος της ευσπλαχνίας μου πασχίζεις να τον αρπάξεις και να τον καταπιείς; Έχεις να παρουσιάσεις αμαρτήματα τόσα που να ζυγίζουν βαρύτερα από το πολύτιμο αίμα που έχυσα γι’ αυτόν επάνω στον σταυρό; Μάθε ότι η σταύρωση και ο θάνατός μου συγχώρησαν τις αμαρτίες του. Και εσύ βέβαια, όταν αυτός πηγαίνει στην αμαρτία, δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι με χαρά και δεν τον αποστρέφεσαι, ούτε τον εμποδίζεις, γιατί ελπίζεις να τον κερδίσεις.
»Εγώ λοιπόν, που είμαι τέτοιος σπλαχνικός και φιλάνθρωπος, που έδωσα εντολή στον κορυφαίο μου απόστολο Πέτρο να συγχωρεί ως εβδομήντα φορές το επτά αυτόν που αμαρτάνει καθημερινά, άραγε δεν θα συγχωρήσω και δεν θα τον σπλαχνιστώ; Ναι, σου λέω· και επειδή καταφεύγει σ’ εμένα, δεν θα τον αποστραφώ, ώσπου να τον πάρω δικό μου· γιατί εγώ για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκα και γι’ αυτούς άπλωσα τα άχραντα χέρια μου, έτσι ώστε όποιος θέλει να σωθεί, να καταφεύγει σ’ εμένα και να σώζεται. Κανέναν δεν αποστρέφομαι ούτε διώχνω· ακόμη και μύριες φορές τη μέρα να αμαρτήσει κάποιος και μύριες φορές να έρθει σ’ εμένα, δεν θα φύγει λυπημένος. Γιατί δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους ενάρετους αλλά τους αμαρτωλούς».

Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια, ο διάβολος έμεινε στη θέση του τρέμοντας, χωρίς να μπορεί να φύγει. Και ακούστηκε πάλι η φωνή: «Άκουσε, απατεώνα, και σχετικά με αυτό που είπες, ότι δηλαδή είμαι άδικος. Γιατί εγώ είμαι δίκαιος σε όλους, και σε όποια κατάσταση βρω κάποιον, σύμφωνα με αυτήν τον κρίνω. Δες, λοιπόν· αυτόν τον βρήκα τώρα σε μετάνοια και επιστροφή, πεσμένο μπροστά στα πόδια μου και νικητή σου. Θα τον πάρω λοιπόν και θα σώσω την ψυχή του, επειδή δεν απελπίστηκε για τη σωτηρία του. Και εσύ, βλέποντας την τιμή που του κάνω, να σουβλιστείς από τον φθόνο σου και να καταντροπιαστείς».

Και όπως ήταν ο αδελφός πεσμένος μπρούμυτα και θρηνούσε, παρέδωσε την ψυχή του· και αμέσως ήρθε οργή μεγάλη σαν φωτιά και έπεσε επάνω στον σατανά και τον κατέκαιγε.
Από αυτό λοιπόν ας μάθουμε, αδελφοί, την άμετρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού και πόσο καλό Κύριο έχουμε, και ποτέ να μην απελπιστούμε ή να αμελήσουμε τη σωτηρία μας.

Πηγή: (Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Α’, σελ. 31. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001), Κοινωνία Ορθοδοξίας

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΣΙΣΩΗ!


Ἕνας ἀδελφὸς ἐξομολογήθηκε στὸν Ἀββᾶ Σισώη:
- Ἔπεσα, Πάτερ. Τί νὰ κάνω τώρα;
- Σήκω, τοῦ εἶπε μὲ τὴ χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ Ἅγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία, ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
- Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθεῖς;
- Ὡς πότε; ρώτησε ὁ ἀδελφός.
-Ἕως ὅτου σὲ βρεῖ ὁ θάνατος ἢ στὴν πτώση ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο «ὅπου εὑρῶ σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε»; ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Μόνο εὐχήσου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμὴ σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ


Ο μακαρίτης πνευματικός από τή σκήτη τών Καυσοκαλυβίων, παπα-Νικόδημος, μού διηγήθηκε τήν ακόλουθη ιστορία, παρμένη από πατερικά Αγιορείτικα χειρόγραφα.

Ένας πιστός χριστιανός, πήγαινε επί δεκαπέντε χρόνια στόν πνευματικό του καί εξομολογούνταν τίς ανθρώπινες αδυναμίες του. Μιά μέρα όμως, όπως συνήθιζε, πήγε στόν πνευματικό του νά εξομολογηθεί καί ανοίγοντας τήν πόρτα τού σπιτιού του βρήκε τόν πνευματικό νά πορνεύει μέ μία γυναίκα. Αμέσως βγήκε έξω καί φεύγοντας είπε στόν εαυτό του:
«άχ, τί έπαθα αλοίμονο σέ μένα, εγώ έχω τόσα χρόνια πού εξομολογούμαι σ’ αυτόν, καί τώρα τί θά κάνω; Θά κολασθώ; διότι όσα αμαρτήματα καί άν μού συγχώρησε, εφόσον είναι τόσον αμαρτωλός άνθρωπος, είναι, τί είναι; είναι όλα ασυγχώρητα», έλεγε καί χτυπιόταν ο άνθρωπος γιά τό κακό πού τόν βρήκε καί δέν ήξερε τί πρέπει νά κάνει. Στό δρόμο πού έφευγε, δίψασε. Προχώρησε λίγο καί μπροστά του βρέθηκε ένα μικρό ρεματάκι, στό οποίο έτρεχε γάργαρο καί πεντακάθαρο νερό.
Έσκυψε καί ήπιε. Ήπιε τόσο πού χόρτασε καί δέν τού κανε καρδιά νά φύγει, αλλά ήθελε νά πιεί καί άλλο από κείνο τό νεράκι. Σέ μία στιγμή σκέφτηκε μέ τό λογισμό του καί είπε: «άν εδώ χαμηλά στό ρέμα είναι τόσο καλό, τότε όσο πιό κοντά στήν πηγή του, από κεί πού βγαίνει, τόσο καλύτερο θά είναι» καί μέ τή σκέψη αυτή ξεκίνησε νά βρεί τή πηγή τού νερού. Όταν έφτασε όμως εκεί, τί νά δεί;! βλέπει, τί βλέπει;! βλέπει τό νερό νά βγαίνει από ένα ψόφιο καί βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα από τό στόμα τού σκυλιού νά βγαίνει τό νερό! Τότε βαθιά αναστέναξε καί είπε: «Αλλοίμονο σέ μένα τόν άθλιο, μαγαρίστηκα ο ταλαίπωρος καί ήπια από τό μολυσμένο αυτό νερό, φαίνεται ότι είμαι πολύ αμαρτωλός καί ακάθαρτος γιά νά μού συμβούν αυτά τά πράγματα».
Στήν μεγάλη αυτή στενοχώρια πού βρισκόταν, τού παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου καί τού είπε: «Γιατί άνθρωπέ μου στενοχωριέσαι καί λυπήσαι γιά τά πράγματα πού σού συμβαίνουν; Όταν ήπιες τό νερό από τό ρεματάκι δέν ευχαριστήθηκες πού βρήκες πολύ καθαρό καί δέν τό χόρταινες νά πίνεις καί τώρα, πού είδες τούτο ότι βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκυλιού, λές ότι μολύνθηκες; Άν αγαπητέ μου, ο σκύλος είναι ψόφιος καί ακάθαρτος, μή λυπήσαι γι’ αυτό εσύ, διότι τό νερό πού ήπιες εσύ κι ο κόσμος όλος πού πίνει, μπορεί νά βγαίνει από τό ακάθαρτο στόμα τού σκύλου, αλλά τό νερό πού βγαίνει δέν είναι δικό του, είναι δώρο τού Θεού, είναι τού Θεού τό νερό.
Έτσι καί ο πνευματικός σου πού σέ εξομολογούσε, η συγχώρηση πού σού έδινε δέν ήταν δική του, αλλά η συγχώρηση είναι δωρεά τού Θεού. Εκείνος τήν δίνει, τό Πανάγιο Πνεύμα τήν χορηγεί σ? αυτόν πού καθαρά καί ειλικρινά εξομολογείται τίς αμαρτίες του καί τίς αδυναμίες του. Μέ τή διαφορά ότι, οι δωρεές καί τά χαρίσματα τού Θεού στούς ανθρώπους δίδονται μέσω τής ιεροσύνης από τούς κανονικά χειροτονημένους καί έχοντας τήν άδεια τής εξομολογήσεως καί τής αφέσεως τών αμαρτιών, όπως είπε ο Ίδιος ο Δεσπότης Χριστός στούς αγίους Αποστόλους καί μαθητάς Του: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Άν τινων αφίεντε τάς αμαρτίας αυτών, αφίενται αυτοίς. Άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Έτσι λοιπόν οι Άγιοι Απόστολοι έδωκαν τήν εξουσίαν αυτήν στούς επισκόπους καί διαδόχους αυτών καί εκείνοι στούς κανονικά χειροτονηθέντας ιερείς καί πνευματικούς. Εκ τού λόγου τούτου καί διότι τελούν τά άγια Μυστήρια τού Θεού οι ιερείς είναι ανώτεροι κατά τό αξίωμα καί από αυτόν τόν βασιλέα καί ανώτατον άρχοντα τού λαού.
Ανώτεροι είναι οι ιερείς από όλους, διότι οτιδήποτε κι άν είναι οι άνθρωποι αυτοί στόν κόσμο, τά κοσμικά αξιώματα, από τόν ιερέα καί τόν πνευματικό θά λάβει τή συγχώρηση τών αμαρτιών του, διότι δέν υπάρχει άλλος δρόμος• αυτή είναι η Ιερά Παράδοσις τής Αγίας Εκκλησίας μας». Καί τώρα, λέγει ο άγγελος: «Πήγαινε νά βάλεις μετάνοια καί νά ζητήσεις συγχώρηση από τόν πνευματικό σου πού τόν είδες νά αμαρτάνει καί παρακάλεσέ τον νά σέ συγχωρήσει γιά τήν κατάκριση πού σέ βάρος του έκαμες. Όσο δέ γιά τήν αμαρτία πού εκείνος έκανε, ο Θεός θά τόν εξετάσει καί αυτός μόνο θά τόν κρίνει, διότι εσύ είδες αυτόν νά κάνει τήν αμαρτία, δέν μπορείς όμως νά γνωρίζεις άν αυτός μετανόησε, ή τόν τρόπο τής μετανοίας του. Έτσι εσύ δέν έχεις, εσύ μέν έχεις τήν αμαρτία τής κατακρίσεως, εκείνος δέ, άν μετανοήσει θά τρυγήσει τούς καρπούς τής μετανοίας καί τής διορθώσεώς του.
Δέν μπορούμε λοιπόν νά κρίνουμε κανέναν άνθρωπο». Όταν ο άγγελος λοιπόν τά είπε αυτά, στόν πιστό εκείνο χριστιανό, έγινε άφαντος. Ο δέ χριστιανός σύμφωνα μέ τήν εντολή τού αγγέλου, γύρισε πίσω• πήγε στόν πνευματικό του, στόν οποίο διηγήθηκε όλα όσα είδε καί άκουσε από τόν άγγελο Κυρίου καί έβαλε μετάνοια καί όταν είπε τά διατρέξαντα στόν πνευματικό, όπως τού είπε ο άγγελος, ο πνευματικός μέ δάκρυα στά ματιά μετανόησε, έκλαψε πικρά καί ζήτησε συγχώρηση από τόν Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο καί Πανάγαθο Θεό καί διόρθωσε τά κακώς διαπραττόμενα πρός δόξα Θεού καί ψυχής σωτηρία αυτού. Όταν μού διηγήθηκε αυτά ο πνευματικός μου, παπα-Νικόδημος, συνέχισε τόν λόγο του καί μέ αγάπη μου είπε: «γι? αυτό αδελφέ μου, Χαράλαμπε, (αυτό έλαβε χώρα τό 1934, πού δέν ήμουνα ακόμη μοναχός, καί μ? έλεγε μέ τό κατά κόσμον όνομά μου), δέν έχουμε δικαίωμα εμείς οι άνθρωποι νά εξετάζουμε τή ζωή τών άλλων ανθρώπων. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «Σύ τίς εί ο κρίνων, αλλότριον ικέτην;» (πρός Ρωμαίους αναφέρεται αυτό).
Πολύ δέ περισσότερο νά κρίνουμε τούς κληρικούς, τούς ιερωμένους, τούς πνευματικούς, καί γενικά τούς ρασοφόρους, τούς οποίους σκληρότατα δοκιμάζει ο Θεός καί μέ μεγάλη πονηρία καί μαεστρία πολεμεί ο διάβολος, όπως λέει ο ίδιος ο Θεός, μή κρίνετε ίνα μή κριθήτε, καί εν ώ κρίματι κρίνετε κριθήσετε, καί εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσετε υμίν! Εμείς οφείλομε νά συγχωρούμε τά σφάλματα τών άλλων καί νά μετανοούμε, νά κρίνουμε καί νά τιμωρούμε τόν εαυτό μας καί μόνον. Άν θέλουμε νά σωθούμε νά συγχωρούμε τούς άλλους καί σύμφωνα μέ τήν εντολή τού ιερού Ευαγγελίου, πού λέει: εάν αφήνετε τοίς ανθρώποις τά παραπτώματα αυτών, αφήσει καί υμίν ο Θεός τά παραπτώματα υμών, κατά τό άφετε καί αφεθήσεται υμίν. Ναί, αδελφοί μου, η κατάκρισις είναι μεγάλη αμαρτία καί δέν πρέπει ποτέ νά ασχολούμεθα μέ τά ελαττώματα καί μέ τίς παραβάσεις τών άλλων ανθρώπων! Δέν έχουμε καμιά δουλειά εμείς. Ο καθένας ό,τι κάνει τό κάνει γιά τόν εαυτό του. Εμείς οφείλομε μόνο ό,τι βλέπουμε, ό,τι ακούμε νά συγχωρούμε καί νά αγαπούμε καί νά προσπαθούμε νά τούς βοηθούμε όσο είναι δυνατόν, από τή δική μας τήν πλευρά.

Γέρων Πανάρετος Φιλοθεΐτης

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Ο ΓΕΡΩΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΗΛΟΣ (ΜΙΣΑ)


O γέρων Μελχισεδέκ ερημίτης στα βουνά τής Κεντρικής Ρωσίας τού 18ου αιώνος, νέος ακόμα έγινε δεκτός ώς δόκιμος στο μικρό και απομονωμένο μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία.

Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί. Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός του έπεσε σε παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς, εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.



Στο μοναστήρι τού Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον γέροντα να περιποιείται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του – όπως αναφέρει ο Ιλαρίων – όταν αυτός έφυγε από το Μοναστήρι, έπεσαν στη γούρνα και πνίγηκαν.

Ο γέρων Μελχισεδέκ ασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μία ημέρα, τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος τής πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο. Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα να βλέπης τον Μιχαήλο (ή Μίσα, όπως αποκαλούσε ο γέροντας την αρκούδα) ένα τεράστιο θηρίο, γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμα του κι ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό, να περιμένη στωικά, όρθιο στην πόρτα του κελλιού, τον Γέροντα να τού δώση φαγητό.

H αρκούδα αυτή είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα την ώρα τού γεύματος του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιο της, κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς μία ώρα που γευμάτιζε ο Γέροντας. Και περίμενε στην πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητής την πλησιάσει κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του. Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το δάσος.

Ζώντας σ΄εκείνη την έρημο ο Γέρο Μελχισεδέκ (τότε πατήρ Μάξιμος) υπέμενε για ένα μακρύ διάστημα τις διώξεις των αδελφών, που τού αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή.

Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Τού έστειλε για παρηγοριά μία αγριόχηνα. Κάθε άνοιξη, χωρίς καθυστέρηση, αυτή πήγαινε στο ερημητήριο του και γεννούσε εκεί τ΄αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσσούσε, μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της. Έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας για να πάει σε θερμότερα κλίματα.

Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επιθέσεις των αδελφών γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου τού ζήτησαν να φύγη από εκείνον τον τόπο. Την παραμονή αναχωρήσεως του συνέβη το εξής περιστατικό: η χήνα, σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρσμό της από τον προστάτη της, άρχισε να κράζη αλλόκοτα και να πετάη με αγωνία από την μιά μεριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, ώρμησε με τα χηνάκια της, προς τα πάνω, πάνω από τον πύργο τής Εκκλησίας.

Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή κάνοντας κύκλους. Και ύστερα, από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέση πάνω στον τρούλλο τής Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεσαν κι αυτοί πάνω στον τρούλλο και σκοτώθηκαν.

Ο π. Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς τού Γέροντα, είχε καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα. Μία ημέρα, ένας ευεργέτης του γέροντα Μελχισεδέκ θέλησε να τον επισκεφθή. Ο γέρων, που είχε το προορατικό χάρισμα, είπε στον Μητροφάνη:

– Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή. Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρόμο και πάθει κακό.

Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και, όντως, η αρκούδα είχε φθάσει στο δρόμο και ήταν έτοιμη να χυμήξη στον επισκέπτη. Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη, το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.

Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελλί τού Γέροντα, τού είπε:

– Τώρα, Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο καιρό, που κινδύνευσε η ζωή μου, άρχισα να φωνάζω συνεχώς «Κύριε με τις προσευχές τού Γέροντα Μελχσεδέκ, σώσε με !» και ο Θεός με έσωσε από το θηρίο.

Μετά τον θάνατο τού γέροντα Μελχισεδέκ, η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ΄εκείνα τα μέρη.