ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΩ ΣΤΟΝ ΘΕΟ. ΕΙΜΑΙ ΑΘΕΟΣ!

 
«Δέν πιστεύω στόν Θεό. Εἶμαι ἄθεος!»
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου 
Προηγουμένου Ἱ.Μ. Μεγάλου Μετεώρου
 
Καθημερινά, ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι, ἀκόμη καί στήν πατρίδα μας μέ τήν μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση, γίνονται ἀρνητές τῆς πίστεως καί τοῦ Θεοῦ καί δέν μετέχουν στήν ζωή καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Πολλοί νέοι μας, δυστυχῶς καί παιδιά (μαθητές Γυμνασίου καί Λυκείου), δηλώνουν ἄθεοι καί ἄπιστοι καί ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, παρασυρμένοι ἀπό τόν συρμό τῆς ἐποχῆς καί τήν διαρκῆ προβολή τῆς ἀθεΐας ἀπό καθηγητές, δασκάλους, τόν κοινωνικό περίγυρο, τά ΜΜΕ κ.λπ.
Ἡ ἀθεΐα εἶναι ἡ τάση πού τείνει νά ἐπικρατήσει στήν ἐποχή μας. Προβάλλεται κατά κόρον ὡς δικαίωμα, ὡς διεκδίκηση, ὡς χειραφέτηση, ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό προκαταλήψεις, ὡς ἀποδέσμευση ἀπό στεγανά. Προβάλλεται καί ἐπιβάλλεται, μέ ποικίλα ἐπικοινωνιακά τεχνάσματα, ὡς κατάκτηση, ὡς πρόοδος, ὡς ἐκσυγχρονισμός καί καθίσταται τελικά κυρίαρχη ἄποψη καί ἰδεολογία.
Ὁ μακαριστός Γέροντας Μωυσῆς ὁ Ἁγιορείτης σημείωνε ὅτι: «Ἀπό καιρό ὁ προοδευτισμός ἔχει ταυτιστεῖ μέ ἕνα σφοδρό ἀντιθεϊσμό, ἀντιεκκλησιασμό, ἀντιμοναχισμό καί ἀντιχριστιανισμό. Ἐπικρατοῦν ἔτσι οἱ ψυχίατροι, οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχαναλυτές, ἀκόμη καί οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ πνευματιστές, οἱ ὡροσκόποι καί μελλοντολόγοι»[1].
Ἔχει φτάσει μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο ἡ διαστροφή, ἡ ἀνισορροπία καί ἡ ἀποστασία τῶν ἡμερῶν μας, ὥστε ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀντιθεΐα νά ἐπαινοῦνται καί νά προβάλλονται ἀπροκάλυπτα ὡς πρότυπο γιά ὅλους. Ἔχει φτάσει μία μικρή μειοψηφία νά ζητᾶ νά ἐπιβάλει τίς δικές της ἀπόψεις καί ἐπιλογές στήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν πολιτῶν.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ δημόσιες ἀναφορές καί ἡ ὅλη δραστηριότητα τῶν ἀθεϊστῶν καί τῶν συλλόγων τους ἐπικεντρώνεται πρωτίστως στόν πόλεμο συγκεκριμένα κατά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τῆς ὀρθοδόξου διαπαιδαγωγήσεως καί ἰδιαιτέρως τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα καί ὄχι ἐναντίον ἄλλων θρησκευμάτων. Στόχος τους εἶναι ἡ ἀπορθοδοξοποίηση τῆς Πατρίδος μας καί τοῦ λαοῦ μας. Δέν ἐνδιαφέρονται νά προασπίσουν τά δικαιώματατῶν ἀθέων καί τῶν ἀπίστων, ἀλλά ἐπιθυμοῦν καί ἐπιδιώκουν μέ ἰδιαίτερο μένος καί λυσσαλέο μίσος, νά ἐξαλείψουν τήν ὀρθόδοξη πίστη, τήν πίστη καί τήν παράδοση τῶν πατέρων μας, τήν ρωμιοσύνη μας καί νά τήν ἐξοβελίσουν ἀπό τήν ζωή τῶν πιστῶν.Ἔχουμε, ἔτσι, τήν θεσμοθέτηση καί τήν ἐπιλογή ἀντιχριστιανικῶν καί ἀντιεκκλησιαστικῶν πρακτικῶν, ὅπως εἶναι ὁ πολιτικός γάμος, ἡ πολιτική κηδεία, ὁ πολιτικός ὅρκος, ἡ καύση τῶν νεκρῶν καί ὁ θρυμματισμός τῶν ἀνθρωπίνων ὀστῶν σέ ἠλεκτρικό σπαστήρα καί τόσα ἄλλα.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Νικόλαος σκιαγραφεῖ μέ ἐνάργεια τήν ὅλη αὐτή κατάσταση. Γράφει σχετικά σέ μία ἐγκύκλιό του:
«Ἐναντίον τῆς πίστεως ἔχει ἐπιστρατευθεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογικὴ παντοδυναμία, τὰ μέσα πληροφόρησης, οἱ μηχανισμοὶ ψηφιακοῦ ἐλέγχου τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ἡ πολιτική, ἡ κατευθυνόμενη παιδεία, ὁ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς κ.λπ. Ὁ φιλοσοφικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἐπιστῆμες ἐπιστρατεύονται στὸ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ κατασυκοφαντήσουν τὴν πορεία καὶ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα τοῦ χριστιανισμοῦ στὸ παρελθὸν καὶ σήμερα.
Ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἑλκυστικὸς καὶ θεμελιωτικὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖ τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν χάρι Του. Ὁ ἀντιρατσισμὸς καὶ ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ πολυπολιτισμικότητα καὶ ἡ πολυθρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία τους περιέχουν κάτι τὸ βαθὺ χριστιανικό, ὅπως παρουσιάζονται καὶ ὅπως ὑποστηρίζονται, καίρια προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐσιαστικὰ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πολυθρησκευτικότητα μεταμορφώνει τὴν πίστη στὸν Θεὸ σὲ κοινωνικὸ φαινόμενο. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρωτοφανῆ σύγχυση, σὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσεις, παγκόσμια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση, ἀνατροπὴ διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ἐπὶ πλέον, ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη, ὑποβαθμίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀποχριστιανοποιοῦν τὸν κόσμο, ἐξαφανίζουν τὸν Θεό καὶ κάνουν τὸν λόγο καὶ τὸ ὄνομά Του ἀρχικὰ μὲν μὴ ἀναγκαῖα, στὴ συνέχεια περιφρονητέα, ὕστερα μὴ ἐπιθυμητὰ καὶ τέλος μισητὰ καὶ ἀποδιοπομπαῖα. Ἔτσι θεμελιώνεται ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός καὶ ὀργανώνεται ὁ σύγχρονος διωγμὸς τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ»[2].
Ἕνας ἀπό τούς νεώτερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, συνοψίζοντας πολύ εὔστοχα καί ἀποκαλυπτικά τά κύρια γνωρίσματα τῆς ἐποχῆς του (1829-1908) -συνέχεια τῆς ὁποίας εἶναι ἡ δική μας-, ἔλεγε ὅτι «τά χαρακτηριστικά τοῦ αἰῶνα πού διανύουμε εἶναι αὐτολατρεία, αὐτονομία, ὑλισμός καί πνευματικός σκεπτικισμός, δηλαδή στήν οὐσία ἀθεΐα»[3]. Μέ αὐτή τήν τόσο οὐσιαστική παρατήρησή του, ὁ ἅγιος μᾶς παραθέτει ταυτόχρονα μέ σαφῆ καί περιεκτικό τρόπο τά κύρια γνωρίσματα, καθώς καί τά βαθύτερα αἴτια τῆς ἀθεΐας, ἡ ὁποία οὔτε μοντέρνα καί σύγχρονη εἶναι ὡς ἰδέα οὔτε τεκμηριώνεται ἐπιστημονικά, ὅπως παραπλανητικά ἰσχυρίζονται οἱ ὀπαδοί της.
Ἡ ἀθεΐα εἰσῆλθε στήν σκέψη καί τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν στιγμή ἀκόμη τῆς πρώτης παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ αὐτονομημένη ἰσοθεΐα πού ἐπεδίωξαν οἱ πρωτόπλαστοι, παρακινημένοι ἀπό τόν διάβολο, ἦταν ἡ πρώτη ἄρνηση, ἡ πρώτη ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. «Καί ἔσεσθε ὡς θεοί»[4], τούς ψιθύρισε ὁ διάβολος καί τούς ἔβαλε τόν λογισμό τῆς αὐτοθεοποίησης, τῆς ἀνορθώσεως τοῦ ἑαυτοῦ τους στήν θέση τοῦ Θεοῦ, ἀντί γιά τόν Θεό καί χωρίς τόν Θεό. «Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔκαναν τόν ἑαυτότους θεό, γι’ αὐτό καί κατέληξαν νά εἶναι ἄθεοι»[5], ἔλεγε πολύ εὔστοχα καί χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Παΐσιος.

Φιλοσοφικός ἀθεϊσμός

Στόν χῶρο τῆς ἀθεϊστικῆς φιλοσοφίας, στό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα, πρωτοπόρος εἶναι ὁ Γερμανός Φιλόσοφος Φρειδερίκος (Nietzsche) Νίτσε (1844-1900), ὁ ὁποῖος διακήρυξε τόν «θάνατου τοῦ θεοῦ». Γιά τόν Νίτσε ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν ἀνατροπή καί τήν κατάργηση ὅλων τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία γιά τό Nietzsche καθίσταται ὁ γνωστός «ὑπεράνθρωπος». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός εἶναι νεκρός… ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;»[6].
Μισό αἰῶνα ἀργότερα ὁ Ζάν Πόλ Σάρτρ (1905-1980) θά διακηρύξει μέ ἀπόλυτο καί δογματικό τρόπο ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό ἔργο του μέ τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεός», ὁ κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει. Ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει. Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός.Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ Θεός. Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός»[7]. Τά συμπεράσματα δικά σας!

Ἐπιστημονικός ἀθεϊσμός

Ἡ τεράστια ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, πού κορυφώνεται μετά τόν 20ό αἰῶνα, προκάλεσε τόν λεγόμενο «ἐπιστημονικό ἀθεϊσμό». Μία σειρά ἀπό ἐπιστημονικές θεωρίες ἀναπτύχθηκαν καί μέ ἀπόλυτο τρόπο ἀποφάνθηκαν ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός καί ὅτι τά πάντα δημιουργήθηκαν τυχαῖα.
«Οἱ θεωρίες περὶ τυχαιότητος στὴ γένεση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου», σημειώνει καί πάλι ὁ Ἅγιος Μεσογαίας, «ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε ἰδέα δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως στὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, ἄρα νὰ μηδενίσουν τὴν θεϊκὴ παρουσία καὶ ἀνάγκη. Τύχη εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ διάλεκτο τῆς ἀθεΐας! Οἱ βιαστικὲς ἐξαγγελίες περὶ κατασκευῆς συνθετικοῦ γονιδιώματος καὶ τεχνητῆς ζωῆς ἢ κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἢ βιοτεχνολογικῶν θαυμάτων (DNA editing) ἢ στὴν Φυσικὴ περὶ τῆς δῆθεν ‘‘θεωρίας τῶν πάντων’’ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι νὰ κλείσουν τὸν δρόμο καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Ἡ τύχη ὡς ἑρμηνευτικὸ ἐπινόημα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ κεντρικὴ παρουσία στὸν κόσμο ἐξαφανίζουν τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἔννοια»[8].
Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, συνιστοῦν στήν οὐσία ἀν­τι­στρο­φή τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς καί γνω­στι­κῆς ἱ­κα­νό­τη­τος, πού χά­ρι­σε στόν ἄν­θρω­πο ὁ Θε­ός, ὁ Ὁ­ποῖ­ος «ἔ­δω­κεν ἐ­πι­στή­μη τοῖς ἀν­θρώ­ποις ἐν­δο­ξά­ζε­σθαι ἐν τοῖς θαυ­μα­σί­οις αὐ­τοῦ»[9]. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δηλαδή, ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν ἐπιστήμη, ὥστε νά δοξάζεται μέ τά θαυμαστά αὐτοῦ ἔργα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀντιστρέφοντας καί διαστρέφοντας τήν ἱκανότητα αὐτή στρέφει τήν ἐπιστήμη ἐνάντια στόν Θεό.
Σχολιάζει σχετικά ὁ Ἱερός Χρυσόστομος:
«Δέν ὑπάρχει τό θεμέλιο καί πῶς στέκεται ἡ οἰκοδομή; Δέν ὑπάρχει ὁ ναυπηγός καί πῶς συναρμολογήθηκε τό πλοῖο; Δέν ὑπάρχει ὁ οἰκοδόμος καί πῶς ἔγινε τό σπίτι; Δέν ὑπάρχει ὁ Δημιουργός καί πῶς ἡ καλλονή τῶν κτισμάτων μαρτυρεῖ Τόν κτίστη; Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, τί δουλειά ἔχεις μέσα στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ; Στό σπίτι τοῦ Θεοῦ μένεις καί ἀρνεῖσαι τόν Νοικοκύρη τοῦ σπιτιοῦ; Ἤ δῶσε τό ἐνοίκιο, δηλαδή τήν εὐχαριστία σου ἤ ἔβγα ἀπό τό σπίτι, γιατί καπνίζεις τό σπίτι μέ τό χνῶτο τῆς βλασφημίας σου… Δέν ὑπάρχει πιό ἀνότητος ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖνον, πού ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλη ἡ δημιουργία ἔγινε χωρίς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ»[10].
Ὁ γνωστός Σοβιετικός ἀστροναύτης Γκαγκάριν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού πάτησε στή σελήνη, ὅταν γύρισε ἀπό τό διάστημα, δέν ἔπαυε νά δηλώνει περιφρονητικά ὅτι «Θεός δέν υπάρχει. Πουθενά δέν τόν συνάντησα…». Σέ μία δεξίωση πού εἶχε γίνει πρός τιμήν του, συνάντησε τόν Ρῶσο Πατριάρχη Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τόν ρώτησε:
«– Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δέν εἶδες τόν Θεό στόν οὐρανό;
— Ναί, εἶναι ἀλήθεια, τοῦ εἶπε ὁ Γκαγκάριν. Τόσες μέρες στό διάστημα πουθενά δέν τόν συνάντησα…
— Τόν γνωρίζεις; ρώτησε μέ χιοῦμορ ὁ Πατριάρχης.
— Τί θέλετε νά πεῖτε; ἀπάντησε ξαφνιασμένος ὁ κοσμοναύτης.
— Θέλω νά εἰπῶ, συνέχισε ὁ Πατριάρχης, πῶς εἶναι δυνατόν νά λές γιά κάποιον ὅτι δέν τόν συνάντησες ἐάν ποτέ σου δέν τόν ἔχεις γνωρίσει. Πῶς φαντάσθηκες ὅτι θά ἔβλεπες ἔτσι τόν Θεό;
— Δέν ξέρω, εἶπε μέ ἀμηχανία ὁ Γκαγκάριν. Πραγματικά δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο θά ἔπρεπε νά τόν γνωρίσω.
— Ἔλα τότε νά σέ μάθω, καί ὅταν ξαναπᾶς θά τόν δεῖς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι θά τόν δεῖς, τοῦ εἶπε μέ νόημα ὁ Ρῶσος Πατριάρχης. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι ὁρατός οὔτε μέ τηλεσκόπια, οὔτε μέ διαστημόπλοια…»[11].
Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἀναζητᾶ τόν Θεό καί προσπαθεῖ νά Τόν ἀνακαλύψει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Καταλήγει, ἔτσι, σέ ἀδιέξοδα καί ὁδηγεῖται στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, στήν ἀθεΐα καί τήν ἀντιθεΐα. Oἱ Πα­τέ­ρες, ὅμως, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, κυρίως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662), μᾶς δι­δά­σκουν ὅ­τι στόν ἄν­θρω­πο ὑ­πάρ­χουν δύ­ο γνω­στι­κά κέν­τρα, δύ­ο τρό­ποι, δη­λα­δή, γιά νά κα­τα­λα­βαί­νει ὁ ἄνθρωπος τά πράγ­μα­τα, τήν κτι­στή φυ­σι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, δηλαδή, ἀλλά καί τόν ἴ­διο τόν Θε­ό. Τό ἕ­να κέν­τρο εἶ­ναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔχει, δηλαδή, τήν ἕ­δρα του στήν καρ­διά, στήν πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἄλλο κέντρο εἶ­ναι ὁ λό­γος, ἡ λο­γι­κή, πού δρᾶ καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγ­κε­φά­λου. Αὐ­τά τά δύ­ο γνω­στι­κά κέν­τρα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται, ἐπί­σης, ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση (ὁ νοῦς) καί φυσική γνώ­ση (ὁ λό­γος, ἡ λο­γι­κή).
Ὁ νοῦς καί ἡ λογική εἶναι οἱ δύο γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶ­ναι τό κέν­τρο τῆς ψυ­χῆς καί γι’ αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες τόν ἀπο­κα­λοῦν «τό ἡ­γε­μο­νι­κόν τῆς ψυ­χῆς» ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρη­τι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς ψυ­χῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τόν Θε­ό, ἀ­πο­κτᾶ τήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Θεοῦ, ἀ­πο­κτᾶ, δηλαδή, τήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση.Ὁ λό­γος (ἡ λο­γική) εἶ­ναι ἡ πρα­κτι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς ψυ­χῆς. Μέ τόν λό­γο (τήν λο­γι­κή) ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τήν φύ­ση καί τήν κτι­στή δημιουργί­α. Μέ τήν λο­γι­κή, δη­λα­δή, δέν μπο­ροῦ­με νά γνωρίσου­με τόν Θε­ό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λο­γι­κή μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­νάγ­κη τῆς πί­στε­ως στόν Θε­ό. Ἡ ἀ­λη­θι­νή, ὅ­μως, γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρ­διά καί ὄχι μέ τήν λογική.
Ἔ­λε­γε ὁ Κα­θη­γη­τής Γε­ώρ­γιος Γα­λί­της, ὅ­τι «οὐ­δείς ἄνθρωπος ἐ­πεί­σθη πο­τέ νά πι­στέ­ψη στό Θε­ό ἀ­πό λο­γι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα. Οὐ­δείς. Ὁ Θε­ός καί τά τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἄ­κτι­στα καί ὄ­χι κτι­στά, ὑ­πέρ­λο­γα καί ὑ­περ­νο­η­τά ὑ­πό­κειν­ται σέ ἕ­να ἄλ­λο γνω­στι­κό κέν­τρο, τόν νοῦ δη­λα­δή και τήν καρ­διά, ὅ­που μέ τή Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος λαμ­βά­νουν τήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση καί ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ».
Ἡ λογική, βεβαίως, εἶναι μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦκαί κορυφαῖο ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, πού οὐδόλως τό ἀπαξιώνει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τό ἐμπλουτίζει μέ τήν ἄκτιστη χάρη Του καί τό θέτει στήν διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Πα­ραι­τοῦ­μαι ἀ­πό τήν λο­γι­κή μου δέν ση­μαί­νει ὅ­τι γί­νο­μαι πα­ρά­λο­γος. Ἡ πί­στη δέν εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη, ἀλ­λά ὑ­πέρ­λο­γη. Δέν κα­τα­νο­εῖ­ται, ἀλ­λά βι­ώ­νε­ται. Πί­στη δέν ση­μαί­νει κα­τα­νό­η­ση, ἀλ­λά ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Δέν ἀν­τι­βαί­νει στόν ὀρ­θό λό­γο, ἀλ­λά τόν ὑ­περ­βαί­νει, τόν ξε­περ­νᾶ. Τό ὑ­πέρ­λο­γο μέ­σα στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν εἶ­ναι ἡ κα­τάρ­γη­ση τῆς λο­γι­κῆς, ἀλ­λά ἡ με­τα­κέ­νω­σή της καί ἡ ἀ­νύ­ψω­σή της στήν ἀ­πο­δο­χή τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν τῆς θεί­ας Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως. Τό ὑ­πέρ­λο­γο εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη δι­ά­θε­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, ἡ αὐ­το­εγ­κα­τά­λει­ψή μας στό θέ­λη­μα καί στό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Τό λο­γι­κό εἶ­ναι τό «στέ­νε­μα» τοῦ Θε­οῦ καί ἡ σμί­κρυν­σή Του στίς προ­σω­πι­κές μας ἀ­νάγ­κες καί ἀ­παι­τή­σεις, στό ἐ­γω­ϊ­στι­κό θέ­λη­μά μας. Τό ὑ­πέρ­λο­γο εἶ­ναι νά ἀ­φή­νω στόν Θε­ό ἀ­νοι­χτό τόν δρό­μο τῆς καρ­διᾶς μου γι­ά νά ’ρ­θει καί νά ἀποκαλυφθεῖ καί νά ἐ­νερ­γή­σει μέ­σα μου μέ τόν δι­κό Του τρό­πο, πού δέν εἶ­ναι οὔ­τε λο­γι­κός, οὔ­τε ἄ­λο­γος, οὔ­τε πα­ρά­λο­γος, ἀλ­λά εἶ­ναι ὑ­πέρ­λο­γος, εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια Ἀ­λή­θεια τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἡ πη­γή καί ἡ ὁ­δός τῆς σω­τη­ρί­ας μας.
Ἔλεγε εὐφυέστατα καί παραστατικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅτι ἡ λογική εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής, ὁ ἐκτυπωτής, τό διαβιβαστικό ὄργανο τοῦ νοῦ. Κατά ἀναλογία, ὁ σκληρός δίσκος ἀντιστοιχεῖ, κατά κάποιο τρόπο, πρός τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἀποτυπώνεται τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐμπλουτιστεῖ ὁ νοῦς μέ τήν ἄκτιστη θεία χάρη, ἔχει τήν δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως, ὅμως, ἐμπλουτίζεται (λαμπικάρεται) ὡς πρός τίς δυνατότητές της καί ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς νά ὑπερβαίνει σέ καμμία περίπτωση τόν νοῦ του. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βλέπει τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνεῖ ἄμεσα καί προσωπικά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτό, βεβαίως, γίνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ καθαρό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Ὅταν, ὅμως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτισμένος καί ἀκάθαρτος ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, τότε ταυτίζεται μέ τήν λογική καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Μόνο ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τήν ἁμαρτία νοῦς, ἡ καθαρή ἀπό τά πάθηκαρδιά, μπορεῖ νά γνωρίσει καί νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Θά θέλαμε στό σημεῖο αὐτό νά τονίσουμε ἰδιαιτέρως τήν ἀξία καί τήν σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, πού φθονεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο ὁ διάβολος καί μέ τόση πολλή λύσσα τό πολεμᾶ, καί στό ὁποῖο πολλοί χριστιανοί μας δυσκολεύονται νά προσέλθουν. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό delete (ντιλίτ=διαγραφή) ἤ μᾶλλον καλύτερα τό format (φορμάτ=ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει πάλι ὁ ὑπολογιστής. Κατά ἀνάλογο τρόπο, ἡ ἐξομολόγηση διαγράφει καί ἐξαφανίζει παντελῶς, ἀπαλείφει, δηλαδή, ὀντολογικά, κάθε ἁμαρτία ἀπό τόν νοῦ, ἀπό τήν μνήμη καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιες κι ἄν εἶναι αὐτές οἱ ἁμαρτίες και ὅσο μεγάλες καί πολλές καί ἄν εἶναι, μετά τήν ἐξομολόγηση, δέν θά μᾶς ξαναενοχλήσουν ποτέ σέ ὅλη μας τήν ζωή καί δέν θά τίς ξαναβροῦμε μπροστά μας οὔτε στήν ἄλλη ζωή, στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Σᾶς διαβεβαιώνω μέ ἀπόλυτη σιγουριά -καί ὡς πνευματικός καί ὡς ἐξομολογούμενος- ὅτι εἶναι πράγματι σωτήριο τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Συγχωρεῖ, ἀναπαύει, γαληνεύει καί ἀναπτερώνει τήν ψυχήτοῦ πιστοῦ, θεραπεύει τόν νοῦ καί τήν καρδιά. [Καρδιακή καί ἀδελφική παράκληση: μήν ἀμελοῦμε τήν συμμετοχή μας στό σωστικό αὐτό μυστήριο].
Τό κύριο μέλημά μας, λοιπόν, θά πρέπει νά εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς,πού γίνεται μέ τήν ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἡ θεραπευτική αὐτή ἀγωγή, πού συστήνει ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, τρία στάδια: τό πρῶτο εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τό δεύτερο ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό τρίτο ἡ θέωση, ὁ δοξασμός, νά δοῦμε, δηλαδή, τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Ἄκτιστο Φῶς.
Γι’ αὐτό καί ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ μακαριστός παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός -ὁ μεγάλος αὐτός δάσκαλος- ὅτι ὁ χριστιανισμόςδέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας», καί πώς «ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶναι ἕ­να ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἱ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση), γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου»[12].
Ὁ χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα· δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ζωή τῶν πιστῶν. Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται -καί ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά καί τώρα, σέ αὐτή τή ζωή- στούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν καθαρή, ἁπλῆκαί ταπεινή καρδιά.
Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή τοῦ Θεοῦ στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πνευματική γνώση, πού δέν κα­τέ­χε­ται μό­νον ἀ­πό τούς εὐ­φυ­εῖς, ἀ­πό τούς μορ­φω­μέ­νους, ἀ­πό τούς ἐ­πι­στή­μο­νες. Δέν ἀ­παι­τεῖ σύν­θε­τη σκέ­ψη, πο­λύ­πλο­κες ἀ­να­λύ­σεις καί συλ­λο­γι­σμούς. Ἡ πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, πού προ­σφέ­ρε­ται σέ ὅ­λους, μορ­φω­μέ­νους καί ἀ­γραμ­μά­τους, γνω­στι­κούς καί ἀ­δα­εῖς, ἔ­ξυ­πνους καί ἁ­πλο­ϊ­κούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἄλλωστε, λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Τά χαρίσματα αὐτά στίς καθαρές, ταπεινές καί ἁπλές ψυχές εἶναι ἐνεργά καί ἑλκύουν πλουσιότερη τήν χάρη τοῦ Θεοῦ και ὁδηγοῦν σέ μεγαλύτερο βαθμό ἐμπειρίας καί γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀκτίστου δόξης Του.

Χριστιανικός ἀθεϊσμός

Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ λογικοκρατία, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ αὐτάρκεια, ἡ αὐτοπεποίθηση, ἡ φιλαυτία, ἡ ὑπερηφανεία καί ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀτομική μας λογική ἔχει ἐπηρεάσει ὄχι μόνο τούς ἀθέους, ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς χριστιανούς. Διαπιστώνουμε, ἔτσι, ὅτι ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι χρι­στια­νοί πούδέχονται ὡς Θεό μία ἀπρόσωπη ἀνώτερη δύναμη καί μόνο, καί δέν ἀναγνωρίζουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος). Ἀποδέχονται τόν Χριστό μόνο ὡς στοχαστή ἤ κοινωνικό μεταρρυθμιστή ἤ φιλόσοφο καί δέν ἐφαρμόζουν τό Εὐαγγέλιο, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Δέν ἀποδέχονται τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀμ­φι­βάλ­λουν ἤ καί δέν πι­στεύ­ουν στήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς, στήν ὕ­παρ­ξη τῆς ἄλ­λης ζω­ῆς, στήν ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, στήν ὕπαρξη πα­ρα­δεί­σου καί κο­λά­σεως. Ἀρ­νοῦν­ται τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ δι­α­βό­λου, τοῦ προ­αι­ώ­νιου αὐ­τοῦ ἐ­χθροῦ μας. Ἀ­γνο­οῦν ὅ­τι ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­ναι πρό­σω­πο, μέ νοῦ καί μέ θέ­λη­ση, καί ὅ­τι αὐ­τός ἀ­πο­τε­λεῖ τήν αἰ­τί­α καί τήν πη­γή τοῦ κα­κοῦ, δε­χό­με­νοι γε­νι­κά καί ἀ­ό­ρι­στα τήν ὕ­παρ­ξη μό­νον «δυ­νά­με­ων τοῦ κα­κοῦ». Ἀμ­φι­σβη­τοῦν τά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀρ­νοῦν­ται τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, τό Θαῦμα τῶν θαυμάτων, για­τί δέν μπο­ροῦν νά τά συλ­λά­βουν μέ τήν λο­γι­κή καί τό μυα­λό τους κ.λπ. Μέ­νουν στίς ἀ­τε­λεῖς καί ἁ­πλο­ϊ­κές θρη­σκευ­τι­κές γνώ­σεις τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, τοῦ δη­μο­τι­κοῦ Σχο­λεί­ου ἤ τοῦ Γυ­μνα­σί­ου καί με­τά αὐ­το­σχε­διά­ζουν, κα­τά τό δο­κοῦν, σκο­τί­ζον­τας ἔ­τσι καί τό μυα­λό τους, τό νοῦ καί τήν καρ­διά τους, δημιουργώντας μία δική τους ἀτομική πίστη καί ἀτομική θρησκευτικότητα. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὄχι μόνον δέν ἑλκύουν τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐπιτρέπουν νά ἐνεργήσουν μέσα τους καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβαν δωρεάν μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί κατά συνέπεια δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.

Συνέπειες τῆς ἀθεΐας

Αὐτή ἡ ἐπιλεκτική πίστη δέν εἶναι παρά μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας· δέν εἶναι παρά ἡ ἀπόρριψη καί ὁ ἐξοβελισμός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή μας, ἀπό τήν κοινωνία μας, ἀπό τόν κόσμο μας. Αὐτή ἡ ἰδιότυπη ἀθεΐα ὁδηγεῖ στήν ἠθική κατάπτωση καί παρακμή.«Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται»[13], ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Καί ὁ Πασκάλ ὁμολογοῦσε μέ ἀπόλυτη σαφήνεια καί εἰλικρίνεια: «Μᾶς λείπει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Τά πάθη μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἀθεΐα μας»[14].
Ὁ μεγάλος ἅγιος καί θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, τόνιζε ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Οἱ ἁμαρτίες μᾶς ἔκαναν ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ και ἐξοργισθήκαμε ἐνάντια στον Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐχθρότητα πρός τόν Θεό. Καί ἀκόμα: ἡ ἁμαρτία εἶναι μῖσος πρός τόν Θεό.Συρόμενοι ἀπό τή φιλαμαρτία, οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τίς ἡδονές τῶν ἁμαρτιῶν τους καί μισοῦν τόν Θεό καί τίς ἱερότητές του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ ταυτόχρονα νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ὡς πρός τήν φύση της εἶναι ἀντιθεϊκή δύναμη, θεοαντίπαλη καί θεομαχόμενη. Ὑποδουλώνοντας τόν ἑαυτό τους ἑκούσια στίς ἁμαρτίες, οἱ ἄνθρωποι ἐνστερνίζονται τή δύναμη πού διαρκῶς πολεμᾶ τόν Θεό, Τόν ἐχθρεύεται καί μισεῖ τόν Θεό. Μέ τόν χρόνο, αὐτή ἡ δύναμη παραλύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τόσο, ὥστε ἐκείνη δέν αἰσθάνεται τόν Θεό, οὔτε κἄν ἀποδέχεται τόν Θεό καί ἀρχίζει νά ἰσχυρίζεται πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Ἡ φιλαμαρτία πάντα, σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁδηγεί στήν ἀθεΐα, στήν θεομαχία: ἀρνεῖται τόν Θεό καί πολεμᾶ ὅλα τά τοῦ Θεοῦ»[15].
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ κύρια αἰτία τῆς ἀθεΐας: ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ζεῖ ἱκανοποιώντας τά πάθη του, χωρίς ἔλεγχο ἀπό κανέναν, οὔτε ἀπό τήν συνείδησή του οὔτε ἀπό τόν Θεό, χωρίς νά ὑπόκειται σέ κρίση καί χωρίς τήν ὑποχρέωση νά λογοδοτεῖ καί νά δίνει ἀναφορά οὔτε σέ αὐτή τήν ζωή οὔτε στήν ἄλλη ζωή. Γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐπιλέγουν ἤ τήν ἀπόλυτη ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἤ τήν πίστη σέ μία «ἀνώτερη δύναμη», ἄγνωστη καί ἀπρόσωπη, χωρίς παρουσία καί ρόλο στήν ζωή τους.
Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος, ἄλλωστε,ἔχει ὀργανώσει μέ τέτοιο τρόπο τήν ζω­ή καί τήν καθημερινότητά του, ὥστε αὐτή νά εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη μέριμνες, δραστηριότητες, ποικίλες ἐνασχολήσεις καί περισπασμούς, πού ἀπορροφοῦν τό σύνολο τοῦ χρόνου του, χωρίς νά ἀπομένει ἡ παραμικρή δυνατότητα ἐνασχολήσεως μέ τήν πνευματική του κατάσταση καί τήν πορεία τῆς σωτηρίας του.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Μὲ τὴν πολλή δουλειά καὶ μέριμνα ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ὁ Πάπα-Τύχων ἔλεγε ὅτι“ Ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καὶ πολύ φαγητό στούς Ἰσραηλίτες, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό”. Στὴν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἀπορρόφησε τούς ἀνθρώπους στὴν ὕλη, στὸν περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, γιὰ νὰ ξεχνοῦν τὸν Θεό, καὶ ἔτσι νὰ μήν μποροῦν –ἤ μᾶλλον νὰ μή θέλουν– νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία ποὺ τούς δίνεται γιὰ τὸν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς»[16].
Ἄς πάψουμε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά δίνουμε προτεραιότητα στά βιοτικά εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν καίνά προκρίνουμε τά ἐπίγεια καί καθημερινά εἰς βάρος τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καί τῆς σωτηρίας μας. Ἄς δώσουμε στόν Χριστό περισσότερο χῶρο στήν καρδιά καί στήν ζωή μας. Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀντιθεΐα, ὁ ἀντιχριστιανισμός καί ἡ ἀποστασία τῶν ἡμερῶν μας δέν εἶναι παρά ἡ συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τόν Θεό. Ἄς πάψουμε νά πασχίζουμε μόνο γιά τήν καλλιέργεια τοῦ μυαλοῦ καί τῆς λογικῆς μας καί ἄς χαρίσουμε στόν Χριστό τήν καρδιά μας καθαρή καί τόν νοῦ μας καθαρό ἀπό τά πάθη, ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ μέσα μας ὁ Χριστός, νά Τόν γνωρίσουμε πραγματικά, νά ἑνωθοῦμε μαζί Του καί νά γευθοῦμε καί σ’αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη ζωή τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
Σέ αὐτές τίς τόσο δύσκολες στιγμές γιά τήν Ἐκκλησία μας καί γιά τήν Πατρίδα μας, πού πορευόμαστε μόνοι, χωρίς φίλους καί χωρίς συμμάχους, ἐν μέσῳ ἐχθρῶν καί κινδύνων, ἐξωτερικῶν καί ἐσωτερικῶν, εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, ὅσοι παραμένουμε πιστοί σ’ αὐτόν τόν εὐλογημένο καί ἁγιασμένο τόπο, νά ἐπιδείξουμε μέ ζῆλο καί θέρμη καρδιᾶς τήν ἔμπονη καί ἔμπρακτη μετάνοιά μας καί τήν ἀφοσίωσή μας πρός τόν Κύριο μας καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Νά πάψουμε νά παροργίζουμε τήν ἀγάπη Του καί τό ἔλεός Του μέ τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες, ὥστε νά ἑλκύσουμε τήν χάρη Του, τό ἔλεός Του καί τήν ἰσχυρά συμμαχία Του. Ἡ ἰσχυρά αὐτή συμμαχία Του εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας καί αὐτή πού θά κρατήσει τίς ψυχές μας ὄρθιες, ἀλλά καί τήν πατρίδα μας ὄρθια καί ἐλεύθερη καί θά κατατροπώσει κάθε ἐχθρό καί πολέμιο. Ἀμήν. Γένοιτο!
……………………………………………………………………..
[1]http://synodoiporia.blogspot.com/2011/02/blog-post_9401.html
[2]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Μήνυμα ἐπί τῷ Νέῳ Ἐκκλησιαστικῷ Ἐτει (1 Σεπτ. 2016)
[3] Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου, τόμος Γ΄, σελ. 225
[4]Γέν. 3,5
[5]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πνευματικοί Λόγοι Β΄
[6]Παναγιώτη Νέλλα, Κοινωνία, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1974, σελ. 350-363
[7]Παναγιώτη Νέλλα, ὅ.π.
[8]Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, ὅ.π.
[9]Σοφία Σειράχ, 38, 6
[10]https://oikohouse.wordpress.com/2016/01/15/%E1%BC%A1%E1%BC%80%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%E1%BC%B6%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B1/
[11]https://agathan.wordpress.com/2013/02/19/
[12]Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Παράδεισος και Κόλαση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
[13]Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ἀδερφοί Καραμαζόφ, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα, 1991, τομ.4ος, σ.66
[14]http://intelhealthphysicslab.gr/el/apopseis-theseis/101-2013-07-12-21-14-29.html
[15] Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ.ἐν Πλῷ
[16]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, σελ. 195
Ὁμιλία στήν ἐκδήλωση γιά τήν εὐλογία τῆς βασιλόπιτας τοῦ Συλλόγου «Μετεώρων Λιθόπολις» Αἴθουσα «Νίτσα Λιάπη», Κυριακή 26 Ἰανουαρίου 2020

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ: ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ "ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

 ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ "ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Ο Ιησούς Χριστός δεν δίδαξε έναν ατομικό δρόμο σωτηρίας, ξεχωριστό για τον καθένα μας, αλλά ίδρυσε την Εκκλησία, μια κοινότητα ανθρώπων, ενωμένων σαν ένα σώμα, που έχει κεφαλή τον ίδιο το Χριστό.

Γι’ αυτό το λόγο, πάντοτε η Εκκλησία είναι «αγία και άμωμος» (προς Εφεσίους, 5, 27), όχι επειδή «όλοι οι χριστιανοί είμαστε άγιοι» (δεν πιστεύω να θεωρείς τον εαυτό σου άγιο), αλλά επειδή έχει κεφαλή το Χριστό, που είναι ο απολύτως άγιος. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι γύρω μας είναι άγιοι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσο νομίζουμε – ίσως όχι «μεγάλοι άγιοι», που να κάνουν θαύματα, αλλά «μικροί άγιοι», απλοί ευσεβείς και ταπεινοί χριστιανοί, γεμάτοι αγάπη και καλοσύνη, που σέβονται ακόμη κι εκείνους που εμείς νομίζουμε πως «δεν το αξίζουν».

Επειδή λοιπόν ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, γι’ αυτό πηγαίνουμε στο ναό και λατρεύουμε το Θεό, και μάλιστα ονομάζουμε και το ναό «εκκλησία», δηλαδή συγκέντρωση, συνάντηση. Εκεί βρισκόμαστε όλοι μαζί, ώστε οι πιο ενάρετοι και δυνατοί στην πίστη να «σπρώχνουν» προς το Θεό με την προσευχή τους και τους πιο αδύναμους και αμαρτωλούς.

Δυστυχώς, πολλοί από εμάς νομίζουμε πως είμαστε ενάρετοι και πιστοί, αλλά πηγαίνουμε στο ναό γεμάτη κατάκριση, βλέπουμε τους πιο αδύναμους (ή φαινομενικά πιο αδύναμους) και τους δικάζουμε μέσα μας, επειδή κρίνουμε – με το δήθεν αλάνθαστο και δίκαιο κριτήριό μας – ότι δεν συμπεριφέρονται σωστά μέσα στην εκκλησία ή ότι δεν είναι σωστοί γενικά στη ζωή τους. Αν ήμασταν αληθινοί χριστιανοί (καλύτεροι από εκείνους που καταδικάζουμε), πρώτον, θα λυπόμασταν για τις αδυναμίες και τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας, αντί να νιώθουμε αντιπάθεια και περιφρόνηση ή μίσος γι’ αυτούς, και, δεύτερον, θα προσευχόμασταν στο Θεό να μην τους λογαριάσει τις αμαρτίες και τις αδυναμίες τους, αλλά να τους βάλει στον παράδεισο μαζί μ’ εμάς και με όλο τον κόσμο, δίπλα μας, ως αδελφούς μας.

Και στο τέλος, αφού δεν έχουμε αγάπη και συγχώρηση για τον πλησίον μας, αλλά μίσος και περιφρόνηση, ο Θεός μπορεί να επιτρέψει να γίνουμε τόσο σκληροί, που να μη θέλουμε καν να πηγαίνουμε στην εκκλησία – τι να πάμε να κάνουμε σ’ έναν τόπο που δέχεται και τους αμαρτωλούς, τους σέβεται και θέλει τη σωτηρία τους; Εμείς θέλουμε τη σωτηρία μόνο του εαυτού μας ή, άντε, και των παιδιών μας ή εκείνων, τους οποίους «εγκρίνουμε» εμείς… Κάνουμε λοιπόν, ουσιαστικά, μια δική μας θρησκεία, στην οποία τη θέση του Ιησού Χριστού (του κριτή ζώντων και νεκρών, που κρίνει για να σώσει, όχι για να καταδικάσει) την παίρνουμε εμείς οι ίδιοι!

Οι «καλοί» και οι «κακοί» ιερείς

Εκπρόσωπος όλου του λαού μπροστά στο Θεό, μέσα στη θεία λειτουργία και τις άλλες τελετές που κάνουμε όλοι μαζί στην εκκλησία, είναι ο ιερέας.

Η θεία λειτουργία δεν τελείται μόνο από τον ιερέα, αλλά από όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς που βρίσκονται σ’ αυτήν. Ο ιερέας είναι ο εκπρόσωπος του λαού, που δανείζει τα χέρια του για να αγγίξουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου και να πραγματοποιήσουν τα ιερά μυστήρια. Όμως δεν τα τελεί μόνος του. Χωρίς το «αμήν» του ψάλτη (που σημαίνει «μακάρι», δηλ. «να γίνει» αυτό που λέει ο ιερέας) και τις άλλες απαντήσεις που δίνει ο ψάλτης στα λόγια του ιερέα, δεν μπορεί να τελεστεί η θεία λειτουργία. Ο ψάλτης μιλάει εξ ονόματος όλων των λαϊκών, δηλαδή εκείνων που δεν είναι κληρικοί (ιερείς), και αυτά που λέει (το «αμήν», το «Κύριε ελέησον», το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» κ.τ.λ.) κάποτε τα έλεγε όλος ο λαός. Γι’ αυτό, τα παλιά βιβλία της Εκκλησίας, όταν ανέφεραν τα λόγια του ψάλτη στη θεία λειτουργία, έγραφαν ότι τα λέει «ο λαός».

Αν λοιπόν σε κάποιο χωριό ή σε κάποια ενορία ο ιερέας (ή ο ψάλτης) δεν είναι «καλός» και έντιμος, αυτό οφείλεται στο ότι εμείς οι χριστιανοί δεν προσφέραμε στην Εκκλησία το καλύτερο παιδί του τόπου, το πιο ενάρετο, ηθικό, πιστό, έντιμο και άγιο, να γίνει ιερέας. Δεν κατευθύναμε π.χ. τα παιδιά μας προς αυτή την κατεύθυνση – όλοι περνάμε το μήνυμα στα παιδιά μας ότι είναι σπουδαίο επάγγελμα να γίνουν γιατροί π.χ., επειδή οι γιατροί «βγάζουν λεφτά» βέβαια κι όχι επειδή προσφέρουν στην κοινωνία, αλλά κανείς δεν λέει στο παιδί του πως είναι σπουδαίο επάγγελμα (λειτούργημα) το να γίνει ιερέας και ότι θα άξιζε να το επιλέξει, αν βέβαια το ίδιο θέλει να κάνει τον αγώνα που χρειάζεται γι’ αυτό.

[Γράφω πως και το να είσαι ιερέας είναι «επάγγελμα», επειδή η λέξη «επάγγελμα» στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει «υπόσχεση» (επαγγέλλομαι = υπόσχομαι) και εννοεί την υπόσχεση που δίνει ο άνθρωπος στην κοινωνία ότι θα προσφέρει σε όλους μέσω του επαγγέλματός του].

Πώς λοιπόν θέλεις, αδελφέ μου, να έχεις καλό ιερέα, όταν ούτε εσύ ο ίδιος γίνεσαι αυτός ο καλός ιερέας, ούτε το παιδί σου προτρέπεις να γίνει; Και μάλιστα, αν το θελήσει, ίσως να το υποβάλεις σε τρομακτικό ψυχολογικό πόλεμο και συναισθηματικό εκβιασμό για να μη γίνει! Αναγκαστικά λοιπόν θα έχεις τον ιερέα που σου προέκυψε, αυτόν που επέτρεψε ο Θεός να έχεις.

Πρέπει όμως να ξέρω, κατ’ αρχάς, πως ο ιερέας που έχω στην ενορία μου και πιθανόν να μην τον θεωρώ «καλό», ίσως είναι πολύ καλύτερος απ’ όσο νομίζω. Ίσως απλώς έχει κάποια ανθρώπινη αδυναμία (π.χ. κάνει κήρυγμα με απότομο ύφος, λόγω χαρακτήρα ή επειδή έχει αγωνία για τη σωτηρία των ανθρώπων) ή ίσως απλώς εγώ είμαι προκατειλημμένος εναντίον του χωρίς λόγο. Ίσως δεν μου αρέσουν αυτά που λέει, επειδή με «ξεβολεύουν» και μου ζητούν να γίνω ειλικρινά υπεύθυνος και αληθινός χριστιανός, πράγμα που δεν μου αρέσει και δε με αφήνει κι ο διάβολος να μου αρέσει…

Είναι πάρα πολύ εύκολο να πιστέψουμε συκοφαντίες εναντίον των ιερέων και να πείσουμε τον εαυτό μας ότι ο παπάς που έχουμε μπροστά μας π.χ. είναι φιλοχρήματος ή κλέφτης ή ότι δήθεν αποκαλύπτει τα μυστικά της εξομολόγησης ή ακόμη και ότι είναι γυναικάς ή ομοφυλόφιλος ή παιδεραστής κ.τ.λ., χωρίς να έχουμε δει πραγματικά καμιά απόδειξη. Κι όμως αυτές οι κατηγορίες μπορεί να είναι κοινές συκοφαντίες ή αποτέλεσμα προκατάληψης και ρατσισμού εναντίον των ιερέων. Αυτή η προκατάληψη και ο ρατσισμός στην εποχή μας έχει φτάσει με μεγάλα ύψη και φυσικά τον προωθεί κι ο διάβολος, ακριβώς για να μας βγάλει έξω από την εκκλησία.

Πήγαινε, αδελφέ μου, αδελφή μου, να γνωρίσεις καλύτερα τον παπά της ενορίας σου, συζήτησε μαζί του αυτά που πιστεύεις ως ελαττώματά του και είμαι βέβαιος ότι θ’ αλλάξεις εντελώς την άποψή σου γι’ αυτόν. Όχι ότι δεν υπάρχουν και ιερείς με μεγάλα ελαττώματα (ίσως όχι πάντως μεγαλύτερα από τα δικά μου ή τα δικά σου), όμως οι περισσότεροι ιερείς δεν είναι έτσι που νομίζει ο κόσμος. Ούτε πάμπλουτοι είναι, ούτε διεφθαρμένοι, ούτε υποκριτές – πολύ πιθανότερο να είναι αγωνιστές, που βοηθούν όσο μπορούν και όσους μπορούν, και βιοπαλαιστές, που επιβιώνουν έντιμα με την οικογένειά τους μέσα σ’ αυτή τη χαοτική και βρόμικη κοινωνία (που τους μισεί), όπως μπορούν.

«Σε ποιον παπά να πάω;»

Όμως το πρόβλημα έχει άλλη μια πολύ σοβαρή πλευρά. Πολλές φορές αρνούμαστε να πάμε στην εκκλησία ή να κοινωνήσουμε ή να παντρευτούμε ή ακόμη και να βαφτίσουμε τα παιδιά μας, επειδή δεν εγκρίνουμε τον ιερέα που έχουμε μπροστά μας, αλλά θέλουμε να βρούμε έναν «άγιο ιερέα» και να πλησιάσουμε το Θεό μέσω αυτού.

Ας είμαστε ειλικρινείς: η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, αλλά και επιζήμια για μας τους ίδιους. Κατ’ αρχάς, είναι εγωιστικό να απαιτούμε έναν άγιο ιερέα για να λειτουργηθούμε, να κοινωνήσουμε, να παντρευτούμε ή να βαφτίσουμε τα παιδιά μας – ακόμη και για να εξομολογηθούμε, εκτός πια κι αν έχουμε κάνει (ή συνεχίζουμε να κάνουμε ή σκοπεύουμε να κάνουμε) εγκλήματα ή τόσο φοβερά αμαρτήματα που χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση… Οι άνθρωποι που ζούμε μια συνηθισμένη ζωή, μπορούμε μια χαρά να εξομολογηθούμε σε οποιονδήποτε «πνευματικό» (εξομολόγο ιερέα) και να ωφεληθούμε, να προσεγγίσουμε το Θεό, να πάρουμε καθοδήγηση για τη ζωή μας και να σωθούμε, και εμείς και η οικογένειά μας.

Καλό είναι λοιπόν να πλησιάσουμε τον ιερέα της ενορίας μας, ως απλοί άνθρωποι και απλοί χριστιανοί, και να μη νομίζουμε πως εμείς ειδικά είμαστε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, που πρέπει να «διαλέγουμε» τους ιερείς, να απορρίπτουμε τους περισσότερους και να πηγαίνουμε μόνο σ’ αυτούς που… εγκρίνουμε.

Άσε που το κριτήριό μας δεν είναι αλάνθαστο. Ο ιερέας που απορρίπτω, ίσως είναι ένας κρυφός άγιος, ενώ εκείνος που θεωρώ σωστό και «σπουδαίο» ίσως έχει κι αυτός τις αδυναμίες του, όπως κι εγώ. Και αν ωστόσο κάποια μέρα μάθω ότι έχει κι εκείνος αδυναμίες, θα πέσει από την υπόληψή μου και ούτε σ’ εκείνον θα πηγαίνω; Δηλαδή θα αποκόψω εντελώς τον εαυτό μου από την Εκκλησία και συνεπώς κι από το Χριστό, γιατί ο Χριστός, όπως είπαμε, ίδρυσε την Εκκλησία (ώστε να είμαστε όλοι μαζί) και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, που ο καθένας να μπορεί να τους διαμορφώνει «κατά τη γνώμη μου» και να τους ακολουθεί «με τον τρόπο του».

Εξάλλου, ακριβώς επειδή οι μεγάλοι και θαυματουργοί άγιοι στον κόσμο είναι σχετικά λίγοι, ο Θεός δέχεται τη θεία λειτουργία και από τα αδύναμα, αμαρτωλά και «χωματένια» χέρια όλων των ιερέων Του. Όπως εμείς ελπίζουμε ότι ο Θεός ακούει τις προσευχές μας, παρόλο που είμαστε αδύναμοι και αμαρτωλοί (και όχι άγιοι), έτσι πρέπει να ξέρουμε πως ο Θεός δέχεται τα ιερά μυστήρια και τις ιερές τελετές που κάνουν όλοι οι κανονικά χειροτονημένοι ιερείς, ακριβώς επειδή αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν έχει την απαίτηση (που έχουμε εμείς, μέσα στον υπερβολικό εγωισμό μας) να είναι αναμάρτητος ο άνθρωπος για να δεχτεί ο Θεός τη λειτουργία και την προσευχή του. Συνεπώς, και ο πιο αμαρτωλός – ας πούμε – ιερέας, όταν λειτουργεί, εξομολογεί, παντρεύει, βαπτίζει, κηδεύει, τελεί ευχέλαιο ή αγιασμό κ.λ.π., οι πράξεις του είναι έγκυρες και δεκτές από το Θεό ακριβώς όπως και ενός αγίου ιερέα, για χάρη των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’ αυτές και που ο Θεός θέλει τη σωτηρία τους.

Και λάθος ακόμη αν κάνει ο ιερέας κατά τη διάρκεια μιας τελετής, αν π.χ. δεν είναι μορφωμένος και δεν διαβάζει σωστά τα λόγια της Εκκλησίας ή αν για κάποιο λόγο μπερδευτεί ή ξεχάσει ή παραλείψει κάτι, ο Θεός δέχεται τις ιερές τελετές ως σωστές, για χάρη των ανθρώπων. Ας έχουμε εδώ και το παράδειγμα του αγίου Νικολάου Πλανά, ενός ιερέα σχεδόν αγράμματου, που όντως έκανε λάθη στην ανάγνωση των λειτουργικών κειμένων, όμως η καρδιά του ήταν τόσο ενάρετη, πιστή και ταπεινή, που ήταν θαυματουργός άγιος ενώ ακόμη ζούσε (έζησε στην Αθήνα τις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι το 1930 περίπου). Γύρω μας υπάρχουν κι άλλοι «Πλανάδες», που όμως το μάτι μας, το γεμάτο εγωισμό, καχυποψία και κατάκριση, αρνείται να τους δει.

Όμως, ξαναλέω, δε χρειάζεται να είναι άγιος ο ιερέας για να γίνει δεκτή από το Θεό η τελετή που τελεί. Εκτός των άλλων, όπως είπαμε, τις τελετές δεν τις τελεί μόνο ο ιερέας, αλλά όλος ο λαός – και μέσα σε αυτόν το λαό υπάρχουν και πολλοί άξιοι χριστιανοί. Και τέλος, εκείνος που πραγματικά κάνει έγκυρες τις τελετές της Εκκλησίας μας είναι ο ίδιος ο Θεός. Ο Θεός («ο Πατήρ, δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι») μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί (που εμείς προσφέρουμε – και μήπως είμαστε άξιοι εμείς;) σε σώμα και αίμα Χριστού, Εκείνος παντρεύει, Εκείνος βαφτίζει, Εκείνος δίνει άφεση αμαρτιών κατά την εξομολόγηση κ.τ.λ. Και το κάνει για χάρη μας, αλλά θέλει κι εμείς να είμαστε ταπεινοί, όχι εγωιστές, και να καταδεχόμαστε τον ιερέα Του που έχουμε μπροστά μας (στο χωριό μας, στην ενορία μας), όχι να τον απορρίπτουμε και να ψάχνουμε για «πιο κατάλληλους», που μπορεί μάλιστα – παραπλανημένοι εύκολα από το διάβολο – να μην τους βρούμε ποτέ. 

Δυο παραδείγματα: απόστολος Παύλος
και άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός

Πώς να κλείσουμε τώρα; Ας κλείσουμε με δυο γνωστά παραδείγματα, από δυο αγίους που πρόσφεραν τα πάντα για το Χριστό και τελικά έδωσαν και τη ζωή τους γι’ Αυτόν και για τους συνανθρώπους τους: τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (έναν άγιο ιερομόναχο, που γύρισε τη μισή Ελλάδα κηρύττοντας και βοηθώντας τους υπόδουλους χριστιανούς, μέχρι που τον κρέμασαν οι Τούρκοι λίγο πριν το 1800).

Όταν τον απόστολο Παύλο τον είχαν συλλάβει οι Ρωμαίοι, τον παρουσίασαν μπροστά στο Μεγάλο Συνέδριο των Ιουδαίων και, όταν εκείνος άρχισε να απολογείται, ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα. Ο Παύλος τότε του μίλησε απότομα και, όταν οι άλλοι του είπαν «τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;», ο Παύλος ζήτησε συγγνώμη και απάντησε ότι δεν ήξερε πως ήταν ο αρχιερέας – παρόλο που αυτός ο αρχιερέας (που ήταν αρχιερέας της εβραϊκής θρησκείας, όχι χριστιανός) αποσκοπούσε στο θάνατό του! Κι όμως ο απόστολος Παύλος τον σεβάστηκε, επικαλούμενος λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, που διδάσκουν το σεβασμό προς τους άρχοντες του λαού. Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, στο βιβλίο Πράξεις τον αποστόλων, κεφάλαιο 23 (κγ΄).

Το δεύτερο παράδειγμα είναι τα λόγια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού προς τους χριστιανούς της εποχής του, που ήταν αμόρφωτοι και αγνοούσαν το περιεχόμενο και το νόημα της Ορθοδοξίας, ακριβώς όπως κι εμείς σήμερα (και επιπλέον ζούσαν κάτω από το ανελέητο γιαταγάνι του Τούρκου). Έλεγε: «Αν συναντήσω στο δρόμο έναν ιερέα και έναν άγγελο, θα χαιρετήσω πρώτα τον ιερέα και μετά τον άγγελο». Και τούτο, επειδή ο ιερέας (ακόμη κι αν είναι ή φαίνεται «ανάξιος») κάνει κάτι, που ο άγγελος δεν μπορεί να κάνει: κρατάει στα χέρια του το σώμα και το αίμα του Χριστού (τη θεία μετάληψη) και εξομολογεί τους χριστιανούς, ζητώντας γι’ αυτούς άφεση αμαρτιών από το Θεό.

Τελειώνοντας, θα επισημάνουμε ότι, κατά τη θεία λειτουργία, ο ιερέας δεν εμφανίζεται μπροστά στο Θεό ως άγιος, αλλά ως πολύ αμαρτωλός, που παραδέχεται την ανθρώπινη αναξιότητά του και ζητάει έλεος και συγχώρηση, όχι μόνο από το Θεό, αλλά κι από τους ανθρώπους. Στις προσευχές που διαβάζει κατά τη θεία λειτουργία (γραμμένες από δύο μεγάλους αγίους, το Μέγα Βασίλειο και τον ιερό Χρυσόστομο) ο ιερέας ζητάει συγχώρηση από το Θεό και Τον παρακαλεί να δεχτεί από τα ταπεινά χέρια του την αναίμακτη θυσία του ψωμιού και του κρασιού και να τα μεταβάλει σε σώμα και αίμα Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και δύο φορές – πριν σηκώσει τα Άγια και πριν κοινωνήσει ο ίδιος – ο ιερέας εμφανίζεται στην ωραία πύλη και υποκλίνεται μπροστά στο λαό, ζητώντας απ’ όλους («τους μισούντας και αγαπώντας» αυτόν, δηλ. κι αυτούς που τον αγαπούν και εκείνους που τον μισούν) να τον συγχωρήσουν.

Αν λοιπόν είμαστε χριστιανοί, ας τον συγχωρήσουμε – κι ας συγχωρήσουμε επίσης όλους τους ανθρώπους, και τους πιο «κακούς» (κατά τη γνώμη μας) κι εκείνους που θεωρούμε ότι «δεν το αξίζουν», ώστε να συγχωρεθούμε κι εμείς από το Θεό για τα λάθη και τις αμαρτίες που σίγουρα έχουμε κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε κάθε μέρα. Αυτό είπε άλλωστε ο Χριστός: συγχωρείτε, για να συγχωρεθείτε, γιατί με το μέτρο που κρίνετε τους άλλους, μ’ αυτό θα κριθείτε (βλ. κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 6, στίχοι 27-49).

Αμήν.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΡΑΠΩΝ

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΚΡΥΒΕΤΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ!

 Πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών
κρύβεται η αλήθεια της ζωής μας.
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Το ποιοι πραγματικά είμαστε φαίνεται πίσω από την πόρτα του σπιτιού μας. Πολλές φορές η ευλάβεια, η ταπείνωση, η απλότητα, η σιωπή, η ευγένεια είναι σχήματα επίπλαστα. Μοιάζει η αρετή μας σαν ένα ένδυμα που φοράμε αφού βγούμε έξω από το σπίτι μας. 
Ντυνόμαστε το χαμόγελο, κάνουμε τα μαλλιά μας κότσο, χαμηλώνουμε τον τόνο της φωνής μας, ηρεμούμε τα χαρακτηριστικά του προσώπου μας. Και αρχίζει το θέατρο της ευσέβειας, αρχίζει η κωμωδία της χριστιανικής ζωής μας, η τραγωδία των επίπλαστων σχέσεών μας. 

Εάν με τους ανθρώπους μας –μέσα στο σπίτι μας- δεν ζούμε τον παράδεισο, τότε τίποτα δεν έχουμε καταφέρει. Η συμπεριφορά μας μέσα στο σπίτι, με τους οικείους μας, δείχνει την πνευματική μας κατάσταση.

Ξέρετε, με τους ανθρώπους έξω από το σπίτι μας μπορεί να είμαστε οι πιο γλυκείς άνθρωποι ενώ μέσα στο σπίτι να είμαστε δικτάτορες, κατηφείς. Έξω από το σπίτι απλοί και καταδεχτικοί, μέσα στο σπίτι ιδιότροποι. Όλα για τους “έξω”; Ποιο το νόημα; Και γίνεται η ζωή μας τόσο μπερδεμένη που δεν ξέρουμε πλέον ποιοι είμαστε. Είμαστε οι θεατρίνοι του έξω ή οι μίζεροι του σπιτιού μας; Έχουμε χάσει κάθε αίσθηση πραγματικού και πλαστού.

Εάν δεν κάνουμε το σπίτι μας χώρο συγχώρεσης, κατανόησης, αποδοχής, συγκατάβασης τότε το “έξω” θα παραμένει πάντα ένας χώρος θεάτρου. Όλοι μας έχουμε πέσει σ’ αυτήν την παγίδα, να απαξιώνουμε τους ανθρώπους μας (του σπιτιού μας) και να δίνουμε υπεραξία σε ανθρώπους έξω από το σπίτι μας. Και όλα αυτά για λίγο χειροκρότημα. Συνθηκολογήσαμε με την αποτυχία μας και αντί να την αντιμετωπίσουμε νομίζουμε ότι η λύση είναι εμπαίζουμε τους συνανθρώπους μας, λες και είναι θεατές σε κάποιο θεατρικό έργο. Άλλες φορές πασχίζουμε να φαίνεται το σπίτι μας εξωτερικά περιποιημένο, όμορφο, φρεσκοβαμμένο αλλά μέσα το αφήνουμε στο έλεος του εγώ μας.

Πίσω από την κλειστή πόρτα του σπιτιού μας φαίνεται ποιοι είμαστε τελικά. Τότε που τα φώτα του κόσμου σβήσουν και θα μείνουμε με τους ανθρώπους μας, αυτούς που λέμε ότι αγαπούμε. Δεν θέλει πολλά για να γίνει ξανά παράδεισος το σπιτικό μας. Ένα χάδι που μέχρι τώρα δεν είχε δοθεί, ένας καλός λόγος που μέχρι τώρα τσιγκουνεύτηκε, ένα χαμόγελο που μέχρι τώρα περίμενε, ένα φιλί που μέχρι τώρα ήταν ένα ξερό “τα λέμε”.

Η ευτυχία έρχεται με το πώς θα τοποθετηθούμε στις καθημερινές καταστάσεις κυρίως μέσα στο σπιτικό μας κι έπειτα και έξω από αυτό. Πνευματική ζωή δεν είναι να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στο Ναό ντυμένοι τα καλά μας. Πνευματική ζωή είναι να βιώνεται το σπιτικό μας ως η κατ’ οίκον Εκκλησία, όπου κυριαρχεί η αλληλοπεριχώρηση και η ελευθερία ως απόρροια της εμπιστοσύνης.
 
Ας κάνουμε το σπιτικό μας μια γεύση παραδείσου και όχι μια αίσθηση φυλακής. Όλοι φέρουμε ευθύνη γι’ αυτό. Τουλάχιστον, όσο πασχίζουμε να φαινόμαστε στους “έξω” καλοί, να προσπαθούμε να είμαστε με τους ανθρώπους μας. Ο παράδεισος φαίνεται κάπου εκεί…μέσα από την κλειδαρότρυπα ενός σπιτιού που παρά τα προβλήματα που έχει, υπάρχει μέσα του ομόνοια, μετάνοια, ειρήνη και αγάπη εν Χριστώ. Εκεί όπου υπάρχει ο έρωτας για ζωή…
 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

ΓΕΡΩΝ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΓΚΟΛΟΒΑΝΣΚΙ: ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΠΟΝΗΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ;

 ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΠΟΝΗΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ;
 
Με ποιους τρόπους μας πολεμούν τα πονηρά πνεύματα; – Συνεργάζονται μεταξύ τους, για να μας βυθίσουν σε όσο το δυνατό περισσότερα πάθη; – Ευθύνονται για θλίψεις, βάσανα και αρρώστιες;
Πώς μας πολεμούν τα δαιμόνια – πονηρά πνεύματα; 
ΑΠ.: Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρετε ότι, στον δαιμονικό πόλεμο εναντίον των ανθρώπων, κάθε πονηρό πνεύμα έχει τον δικό του ρόλο.
Κάθε αμαρτία γίνεται με την παρακίνηση ή και τη συνεργεία ορισμένου δαιμονίου και κάθε πάθος υποστηρίζεται από ορισμένο δαιμόνιο. Έτσι, τα ηγετικά δαιμόνια είναι οχτώ, όσα και τα θανάσιμα πάθη: της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της λύπης, της οργής, της ακηδίας, της κενοδοξίας, της υπερηφάνειας.
Κάθε πονηρό πνεύμα, πολεμώντας μας, ενεργεί με τους δικούς του τρόπους, ανάλογα με το πάθος που υποστηρίζει.
Όλα, πάντως, τα δαιμόνια συνεργάζονται μεταξύ τους, για να μας βυθίσουν σε όσο το δυνατό περισσότερα πάθη και να μας κάνουν δούλους της αμαρτίας, ώστε να μας χωρίσουν από το Θεό και να μας οδηγήσουν στον αιώνιο θάνατο.
Βέβαια, η δύναμη των δαιμόνων δεν είναι ανεξέλεγκτη και ή δραστηριότητα τους δεν είναι απεριόριστη.
Μας πολεμούν μόνο αν τους το επιτρέψει ο Θεός -και όσο τους το επιτρέψει, ποτέ πάντως πέρα από τα όρια της αντοχής μας (Α’ Κορ. 10:13)- , για να δοκιμαστούν η προαίρεσή μας, η πίστη μας και η αγάπη μας σ’ Εκείνον, ή αν τους δώσουμε εμείς οι ίδιοι το δικαίωμα με την αμέλειά μας, τη ραθυμία μας, την απροσεξία μας και, προπάντων, την υπερηφάνειά μας.
 
Τα πονηρά πνεύματα μας πολεμούν με πολλούς τρόπους. Με ποιούς;
Πρώτον, με τους εμπαθείς λογισμούς, με τους οποίους αιχμαλωτίζουν το νου, τον σκοτίζουν και τον πειθαναγκάζουν να συναινέσει στην αμαρτία.
Δεύτερον, με τα πάθη, που υπάρχουν μέσα μας, από τα οποία παίρνουν τις αφορμές για να υποκινήσουν τους εμπαθείς λογισμούς.
Τρίτον, με τις σωματικές αισθήσεις -την ακοή, την αφή, τη γεύση, την όσφρηση και, προπάντων, την όραση- μέσ’ από τις οποίες, σαν από πόρτες, περνούν στη ψυχή ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα, που ξεσηκώνουν τα πάθη μας και μας σπρώχνουν στην αμαρτία.
Τέταρτον, με άλλους ανθρώπους, τους οποίους βάζουν είτε να μας κατατρέχουν και να μας αδικούν είτε να μας παρασύρουν στην αμαρτία.
Πέμπτον, με θλίψεις, βάσανα και αρρώστιες.
Μας πολεμούν και με άλλους τρόπους τα πονηρά πνεύματα, αλλά οι κυριότεροι είναι αυτοί οι πέντε.
 
Όπως κι αν μας πολεμούν, πάντως, καθόλου δεν μπορούν να μας βλάψουν, εφόσον με τα θεία Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος έχουμε λάβει τη χάρη και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, εφόσον έχουμε βαθιά πίστη στο Θεό και εφόσον αγωνιζόμαστε για την τήρηση των εντολών Του με σταθερότητα και ανδρεία, με ταπεινοφροσύνη και υπομονή, με προσευχή και νηστεία, με τακτική Εξομολόγηση και συχνή θεία Κοινωνία.
 
Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι, «Απαντήσεις σε ερωτήματα Χριστιανών», Ι. Μ. Παρακλήτου, 2008

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

Π. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΤΣΗΣ: ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ, Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ!

 Ἐνάρετος συμπεριφορά: Ὁ καλύτερος ἔλεγχος τῶν ἁμαρτωλῶν 
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. ∆ιονυσίου Τάτση
 
Στην εποχή μας ὁ διάβολος κάνει θραύση. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εὔκολα τὸν ἀκολουθοῦν καὶ κατρακυλοῦν στὴν ἄβυσσο. Γέµισε ὁ τόπος, ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ ἁµαρτωλούς, ἀφοῦ ὅλοι εἴµαστε λίγο πολὺ ἁµαρτωλοί, ἀλλὰ ἀπὸ ἀκόλαστους, δηλαδὴ ἀνθρώπους διεστραµµένους, µὲ πετρωµένη συνείδηση, µὲ µῖσος πρὸς τὴν Ἐκκλησία, µὲ διακηρυγµένη τὴν ἀθεΐα τους, µὲ προκλητικὴ περιφρόνηση τῶν ἠθικῶν κανόνων καὶ κάθε παράδοσης καὶ µὲ παν- τελῆ ἔλλειψη ὁραµάτων καὶ ἰδανικῶν. Τοὺς ἐνδιαφέρουν οἱ σαρκικὲς ἡδονές, εἶναι αἰχµάλωτοι τῆς φιλαργυρίας καὶ τοῦ ὑπερβολικοῦ ἐγωισµοῦ. Θέλουν νὰ διεισδύουν παντοῦ, νὰ ἐπηρεάζουν ἀρνητικὰ καὶ νὰ µιλοῦν γιὰ ἐλευθερία χωρὶς νόηµα καὶ σκοπό.
Γι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει Θεός. Ὑπάρχει µόνο ζωή ἐπὶ τῆς γῆς, χωρὶς κανόνες. Πιστεύουν ὅτι µὲ ὁδηγὸ τὸν πολιτισµὸ -ὅπως τὸν ἐννοοῦν καὶ τὸν θέλουν οἱ ἴδιοι- µποροῦν νὰ κάνουν τὸν κόσµο παράδεισο, δηλαδὴ µιὰ ἀπέραντη κόλαση.
Οἱ συνειδητοὶ χριστιανοὶ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴ θορυβώδη παρουσία τῶν συγκεκριµένων αὐτῶν ἀνθρώπων καὶ προβληµατίζονται ἂν πρέπει νὰ τοὺς ἐλέγχουν δηµοσίως. Τὸ θέµα εἶναι λεπτὸ καὶ δύσκολο. ∆ὲν ὑπάρχει µιὰ τακτικὴ γιὰ ὅλους καὶ πρὸς ὅλους. Βέβαια, ἰσχύει ὅτι ἡ στάση τους πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὴ καὶ ἐπιβάλλεται νὰ διατηροῦν τὶς ἀποστάσεις ἄµυνας. Παράλληλα πρέπει νὰ ἀρνοῦνται τὴ συµµετοχή τους στὶς ὅποιες δραστηριότητές τους, ἀλλὰ καὶ νὰ διαφωτίζουν µὲ τρόπο σταθερὸ καὶ θαρραλέο τοὺς ἀνυποψίαστους ποὺ τοὺς πλησιάζουν καὶ ἐπηρεάζονται.
Ἡ µετωπικὴ σύγκρουση µαζί τους πρέπει νὰ ἀποφεύγεται. ∆ὲν εἶναι ὡραῖο νὰ κατεβαίνει κανεὶς στὸ ἐπίπεδό τους καὶ νὰ ἀντιπαρατίθεται, γιατί οἱ ἀντιδράσεις τους συνήθως εἶναι ἀγενεῖς καὶ προκλητικές. Πάντως ἡ καλύτερη ἀντιµετώπισή τους εἶναι ἡ δική µας συνέπεια στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ φωτεινό µας παράδειγµα, ἡ ἔµπρακτη ἀγάπη µας καὶ ἡ σταθερότητα στὴν κατὰ Θεὸν πορεία µας, ἀποστοµώνουν καὶ ἀφοπλίζουν τοὺς ἀκόλαστους ποὺ βρίσκονται ἀνάµεσά µας. Ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἔδινε, γιὰ τὸ θέµα ποὺ µᾶς ἀπασχολεῖ, τὴν ἀκόλουθη συµβουλή: «Ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀκόλαστοι, νὰ τοὺς ἐλέγχεις µὲ τὴν ἐνάρετη συµπεριφορά σου· κι ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀναίσχυντοι στὶς αἰσθήσεις τους, µὲ τὴ συστολὴ τῶν µατιῶν σου».
Ἡ ἐνάρετη συµπεριφορὰ δὲν ἔχει καµιὰ σχέση µὲ τὴν ὑποκρισία. Εἶναι εἰλικρινής, εὐθεῖα καὶ ἀνεπιτήδευτη. Εἶναι πάντα ἡ ἴδια καὶ ὅταν ἔχει µπροστά της ἐµπόδια, χλευασµούς, ποικίλους διωγµοὺς καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ ἐµπνέει ὁ διάβολος στὰ ὄργανά του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ ἐµµέσως βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἴσως κάποια στιγµὴ µπορεῖ νὰ συναισθανθοῦν ὅτι µακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἡ ζωή τους εἶναι προβληµατικὴ καὶ δυσάρεστη.
 
Ορθόδοξος Τύπος,03/06/2016

Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ: ΑΠΛΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΟΧΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ!

Ἁπλές συμβουλές γιά τήν μετοχή μας στήν Θεία Λειτουργία
 
1. Τόν Θεό, ἀδελφοί μου, πού λαχταράει ἡ ψυχή μας, τόν βρίσκουμε καί τόν ἀπολαμβάνουμε στήν θεία Λειτουργία, πού τελοῦμε στούς ἱερούς μας Ναούς. Στήν θεία Λειτουργία ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί νοιώθουμε τό Μυστήριο πού λέγεται «Έκκλησία», γι᾿ αὐτό καί τόν Ναό, ὅπου τελοῦμε τήν Λειτουργία, τόν λέμε καί αὐτόν «Ἐκκλησία». Μήν παραλείπετε, χριστιανοί μου, νά πηγαίνετε κάθε Κυριακή στήν Ἐκκλησία. Καί ἄν τό χωριό σας δέν ἔχει τήν Κυριακή θεία Λειτουργία, γιατί πολλά ἀπό τά χωριά μας δέν ἔχουν ἱερέα, νά πηγαίνετε γιά νά λειτουργηθεῖτε στό διπλανό χωριό. Μήν μένετε ἀλειτούργητοι.
 
 2. Ὅταν μπαίνετε στήν Ἐκκλησία νά κάνετε τόν Σταυρό σας κανονικά. Δυστυχῶς, ἔχουμε τόση ἄγνοια στά θεῖα πράγματα, ὥστε οὔτε τό Σταυρό μας δέν ξέρουμε νά κάνουμε. 
Παλαιότερα, στήν Α΄ Δημοτικοῦ τά παιδάκια μάθαιναν ἕνα ποίημα γιά νά κάνουν κανονικά τόν Σταυρό τους: «Στό κεφάλι, στήν κοιλιά, δεξιά κι ἀριστερά»! Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε τόν Σταυρό μας. Ἑνωμένα τά τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ μας (γιά νά ἐκφράσουμε τήν πίστη μας στήν Ἁγία Τριάδα) τά βάζουμε στό κεφάλι μας καί δηλώνουμε μ᾿ αὐτό ὅτι ἐκεῖ ψηλά στόν οὐρανό εἶναι ὁ Χριστός μας· καί ἀπό ἐκεῖ ψηλά κατέβηκε καί σαρκώθηκε στήν Κοιλιά τῆς Παναγίας μας· καί γιά νά τό δηλώσουμε αὐτό κατεβάζουμε τό χέρι μας ἀπό τό κεφάλι καί τό βάζουμε στήν κοιλιά. Καί θά ξανάρθει πάλι ὁ Χριστός μέ τήν Δεύτερη Παρουσία Του! Θά ἔρθει καί θά βρεῖ μιά μπερδεμένη ἀνθρωπότητα. Καί θά κάνει αὐτό πού κάνει ὁ βοσκός: Ξεχωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια. Στήν μιά μεριά, δεξιά, βάζει τά πρόβατα· καί στήν ἄλλη μεριά τά ἐρίφια. Βάζοντας κι ἐμεῖς ἔπειτα, ὅταν κάνουμε τόν Σταυρό μας, τό χέρι μας δεξιά καί ἀριστερά δηλώνουμε αὐτή τήν Δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τόν πόθο μας νά μᾶς πάρει μαζί Του, στά δεξιά Του, στήν Βασιλεία Του τήν ἐπουράνιο!
 
 3. Ἀφοῦ, μπαίνοντας στήν Ἐκκλησία κάνουμε τόν Σταυρό μας, ὅπως εἴπαμε, ἀνάβουμε κερί καί ἀσπαζόμαστε μέ εὐλάβεια τά ἱερά εἰκονίσματα. Καί ἄς 
σκεπτόμαστε ὅτι πρίν ἀπό ἐμᾶς πέρασαν τόσοι ἄλλοι χριστιανοί καί ἀσπάστηκαν καί αὐτοί τά ἴδια αὐτά εἰκονίσματα· ὁ ἀσπασμός δέ στό ἴδιο εἰκόνισμα θεωρεῖται καί σάν μεταξύ μας ἀσπασμός. 
 Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀσπαστοῦμε τά ἅγια εἰκονίσματα στεκόμαστε κάπου σέ μιά θέση, στήν θέση τῶν ἀνδρῶν οἱ ἄνδρες καί στήν θέση τῶν γυναικῶν οἱ γυναῖκες, καί προσέχουμε ἀπό ἐκεῖ τήν θεία Λειτουργία. Προσέχουμε αὐτά πού βλέπουμε καί ἀκοῦμε σ᾿ αὐτήν. Καί εἶναι τόσο ὡραῖα καί τόσο γλυκά ὅλα ὅσα λέγονται καί ὅσα γίνονται στήν θεία Λειτουργία! Βέβαια στήν θεία Λειτουργία προσευχόμαστε ὅ,τι θέλουμε, λέμε στόν Θεό ὅ,τι ἔχει ἡ καρδιά μας. Ἀλλά κυρίως στήν θεία Λατρεία πρέπει νά προσέχουμε αὐτά πού λέγονται καί ψάλλονται καί ἄς φαίνεται ὅτι δέν τά καταλαβαίνουμε. Σιγά-σιγά θά τά καταλάβουμε. Τά λόγια τοῦ παππᾶ καί τοῦ ψάλτη ἔχουν ὅλη τήν πίστη μας. Ἡ πίστη μας, ἀδελφοί μου, ἔγινε ψαλμωδία καί τραγούδι, ἔγινε εἰκόνες καί ἱερά σύμβολα.
 
 4. Τό πιό οὐσιαστικό στήν θεία Λειτουργία, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Ὅλα στήν θεία Λειτουργία γίνονται γιά νά ἀκούσουμε στό τέλος «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Καί προσέρχονται οἱ χριστιανοί γιά νά κοινωνήσουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλά πρέπει νά κοινωνοῦμε ὅπως μᾶς τό λέει ὁ Ἱερέας: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης». Μέ φόβο Θεοῦ, πού τόν γεννάει ἡ πίστη ὅτι αὐτό πού θά κοινωνήσουμε εἶναι πραγματικά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτό τό Σῶμα καί τό Αἷμα πού πῆρε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παναγία Θεοτόκο Μαρία, ὅταν σαρκώθηκε στήν ἁγιασμένη Κοιλία Της. Γι᾽ αὐτό ἡ Παναγία μας λέγεται «ἑστιάτωρ τῆς Θείας Σαρκός»! 
Ναί, στήν πραγματικότητα μᾶς κοινωνάει ἡ Παναγία! Πρέπει λοιπόν νά κοινωνᾶμε μέ φόβο Θεοῦ. Ἀλλά καί μέ ἀγάπη. Ἀγάπη σέ ὅλους καί στόν ἐχθρό μας ἀκόμη πού μᾶς ἔκανε κακό. Δέν τό ἤθελε. Καί νά τό ἤθελε ὁ παλιο-πειρασμός τόν ἔβαλε, αὐτός πού βάζει καί μᾶς καί κάνουμε τόσα καί τόσα. Καί ὅπως ἐμεῖς ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς συγχωρέσει αὐτά τά τόσα πολλά πού πράττουμε ἐνάντια στό ἅγιο θέλημά Του, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά συγχωροῦμε τά ὅσα μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι ἐναντίον μας. Αὐτό σημαίνει τό «καί ἀγάπης», πού λέγει ὁ ἱερέας σ᾽ αὐτούς πού ἔρχονται νά κοινωνήσουν. Πρέπει, χριστιανοί μου, νά ζητᾶμε συγγνώμη καί νά δίνουμε συγγνώμη σέ ὅλους προτοῦ νά κοινωνήσουμε.
 
 5. Ὅταν πλησιάζετε γιά τήν θεία Κοινωνία νά κάνετε τόν σταυρό σας καί ἔπειτα νά παίρνετε τό ἅγιο μανδήλιο καί νά τό βάζετε κάτω ἀπό τό σαγόνι σας ἀνοίγοντας καλά τό στόμα σας. Ὅταν δέ κοινωνήσετε καί βγάλει ὁ ἱερεύς τήν ἁγία λαβίδα ἀπό τό στόμα σας, τότε νά σπουγγίζετε μέ τό ἅγιο μανδήλιο τό στόμα σας καί ὄχι ἐνωρίτερα, ὅταν δέν βγῆκε ἀκόμη ἀπό τό στόμα ἡ ἁγία λαβίδα. Μετά τήν θεία Κοινωνία κάνετε πάλι τόν σταυρό σας καί παραδίδετε τήν σειρά στούς ἄλλους ἀδελφούς σας γιά νά κοινωνήσουν καί αὐτοί.
 
Μέ τέτοια καλή προετοιμασία γιά τήν θεία Κοινωνία, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἔρχεται πραγματικά ὁ Χριστός στήν καρδιά μας καί γινόμαστε «χριστοφόροι», ὅπως μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Μέ τήν Χάρη δέ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας θά εἶναι ὄμορφη ἡ ζωή μας, γιατί δέν θά ζοῦμε μέ τίς κακίες, πού ἀσχημίζουν τήν ζωή μας καί μᾶς τήν κάνουν κόλαση. Ἡ θεία Λειτουργία ὅμως εἶναι παράδεισος. Γιατί σέ κάθε θεία Λειτουργία λέγουμε: « Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον»!
Μέ πολλές εὐχές,
 
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΒΑΔΙΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ!

Στον δρόμο που βάδισε ο Χριστός
π. Συμεών Κραγιόπουλος 

Ο Κύριος μας αγόρασε με το αίμα του και δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, ανήκουμε σ’ Εκείνον (Α’ Κορ. 6:20). Και να ζήσουμε όπως Εκείνος θέλει. Η ζωή μας να είναι όπως θέλει ο Χριστός.

Δεν κάνουμε καθόλου καλά που εμείς βολεύουμε τη ζωή μας, την όποια ζωή μας και απλώς έχουμε μια αναφορά στον Χριστό· κάθε χριστιανός· δεν εξαιρείται κανείς. Δεν είναι αυτό μόνο για ιερείς, μόνο για μοναχούς. Είναι για κάθε χριστιανό. Ο κάθε χριστιανός, όποιος κι αν είναι, ανήκει στον Χριστό με το βάπτισμα. Και αν ποτέ θα μπει στον δρόμο αυτόν και θα θελήσει κανείς να ζήσει όπως τρόπον τινά ομολόγησε ότι θα ζήσει, ομολόγησε δια του αναδόχου του, την ώρα που βαπτιζόταν, θα μπει κανείς σ’ αυτόν τον δρόμο και θα ανήκει στον Χριστό, θα τον οδηγήσει ο Χριστός. Και θα σε οδηγήσει ο Χριστός μέσα από τέτοιους δρόμους. Έγινε βέβαια εν μυστηρίω το όλο θαύμα και συνετελέσθη το όλο μυστήριο, όταν βαπτιστήκαμε και γενικά ενσωματωθήκαμε στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά όμως στην πράξη τελικά θα γίνει, αν βαδίσουμε αυτόν τον δρόμο.

Και μην φανεί παράδοξο αν πω ότι με όση καλή διάθεση κι αν ξεκινήσει, και με όση καλή πρόθεση και όσα μέτρα κι αν λάβει, όσο κι αν είναι μελετημένος και όσο κι αν προσέξει κλπ., η όλη πορεία είναι περίπου αυτή η πορεία του Κυρίου. Ο οποίος Κύριος είναι αναμάρτητος, και όμως μπήκε σ’ αυτή την πορεία. Εμείς είμαστε βέβαια βαπτισμένοι, αλλά δεν είμαστε αναμάρτητοι. Και πολύ περισσότερο λοιπόν εμείς θα μπούμε σ’ αυτή την πορεία, σ’ αυτόν τον δρόμο. 

Και θέλω να τονίσω ιδιαίτερα το ένα αυτό, ότι λίγο-πολύ στην πλειονότητα των χριστιανών, αλλά θα έλεγα ίσως λίγο-πολύ σ’ όλους υποβόσκει μέσα στην ψυχή, όπως ακριβώς συνέβαινε με τους μαθητάς και όλους τους άλλους στους οποίους μιλούσε ο Κύριος, ότι θα ‘ρθει η ώρα που θα πάθει και θα αναστηθεί. Και βέβαια δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το θέμα, αλλά σαν να τους φαίνεται απίστευτο, σαν να τους φαίνεται μακρινή η ανάσταση· τόσο, που την ξεχνούν εντελώς· τόσο, που δεν θυμούνται καθόλου ότι τους μίλησε και ότι τους είπε επανειλημμένως ότι θα αναστηθεί. Υποβόσκει μέσα και στον πιστό ακόμη αυτό: “Ναι μεν λέγονται αυτά, μας τα λένε και οι άγιοι, αλλά θα γίνει αυτό; Θα έρθει η ανάσταση; Θα συντελεσθεί η ανάσταση; Θα αναστηθούμε;”

Και μάλιστα θα ήθελα να τονίσω ότι όσο κι αν κανείς παρακινούμενος από τις όποιες αμφιβολίες που μπαίνουν μέσα του – βιωματικά μιλούμε εδώ τώρα, θεωρητικά τα πιστεύει κανείς όλα, αλλά βιωματικά – μπαίνουν οι αμφιβολίες και επομένως προσπαθεί κανείς έτσι να πιστεύει, προσπαθεί να πείθει τον εαυτό του ότι θα ‘ρθει η ανάσταση· επειδή όμως αυτό το θέμα της σωτηρίας, το θέμα της αναστάσεως, το θέμα ο αμαρτωλός να γίνει Χριστός, Χριστός που περνάει από τον θάνατο και Χριστός που αναστήθηκε και ζει αναστημένη ζωή – γιατί ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε πιστός πρέπει να γίνει Χριστός – αυτά δεν γίνονται έτσι, ούτε θεωρητικά ούτε απλώς με λόγια.

Πρέπει να βαδίσει κανείς τον ίδιο δρόμο. Που σημαίνει στην πράξη ότι συνέχεια χρειάζεται κανείς να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι υπάρχει το τέλος, ότι θα φτάσει κανείς στο τέλος, ότι θα φτάσει εκεί στον τελικό σκοπό, ότι όπως κι αν έχει το πράγμα θα αναστηθεί η ψυχή του. Και ας ληφθεί υπόψιν ότι όσο περισσότερο κανείς στηρίζει τον εαυτό του, ενθαρρύνει τον εαυτό του και προχωρεί με ενθουσιασμό, τόσο πιο πολύ έρχονται δύσκολα τα πράγματα, γιατί πρέπει να γίνει δουλειά μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. 

Δεν πεθαίνει εύκολα η αμαρτία. Δεν πεθαίνει εύκολα το θέλημα του ανθρώπου. Δεν πεθαίνει εύκολα ο παλαιός άνθρωπος, όλο αυτό το κακό που έχει γίνει. Και περνάει κανείς από λαχτάρες, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι. Εκεί που προχωρεί αισιόδοξα και νομίζει ότι κάπου φτάνει, μπορεί να βουλιάξει ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι ήταν βουλιαγμένος πιο μπροστά. Κι άντε πάλι. Και μπορεί να περάσει κανείς, όντως, δεν ξέρω αριθμητικώς πόσες φορές και από απόψεως χρονικής διαρκείας πόσο, αλλά μπορεί να περάσει ο καθένας την μεγάλη του εβδομάδα.

Όπως εκεί ο Κύριος προχωρεί, είναι ο Κύριος που προχωρεί, είναι ο Θεός μας, που δεν κάμπτεται από τίποτε και δεν επηρεάζεται από τίποτε, όλα τα υφίσταται και φτάνει στην Ανάσταση. Αλλά οι μαθηταί και από το ένα μέρος νομίζουν ότι απέτυχε το έργο του Κυρίου και από το άλλο μέρος είναι εντελώς απαρηγόρητοι, απογοητευμένοι και απελπισμένοι.

Πόσες φορές κανείς θα περάσει από τέτοιες καταστάσεις, πόσες φορές κανείς θα βρεθεί μέσα σε τέτοιες καταστάσεις· πόσες φορές την ώρα ακριβώς που νομίζει ότι έρχεται η ώρα της αναστάσεως – όπως οι δύο μαθηταί, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, που μόλις άκουσαν ότι ο Κύριος πάει να βασιλεύσει, λένε «θέλουμε ο ένας να καθίσει από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά» (Μαρκ. 10:35-45)· δεν ξέρουν δηλαδή τι λένε, δεν ξέρουν τι ζητούν.

Αυτά όμως δεν θα συνέβαιναν μετά την Ανάσταση του Χριστού και μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Ήταν αδιανόητο να συμβεί τέτοιο πράγμα στους δύο μαθητάς και σ’ όλους τους άλλους και να ζητούν πρωτοκαθεδρίες και τέτοια πράγματα. Το έμαθαν πια το μάθημα, σταυρώθηκαν πια όντως με τον Χριστό και όντως αναστήθηκαν με τον Χριστό. Και τα έκανε όλα αυτά το Άγιο Πνεύμα. Διότι έγιναν μεν αντικειμενικά από τον Χριστό, αλλά για να γίνουν έτσι προσωπικά στον καθένα, είναι το Άγιο Πνεύμα που έρχεται και τα κάνει. Και το έκανε αυτό στους μαθητάς. Πιο μπροστά είναι απλώς άνθρωποι με καλή διάθεση. Με καλή πρόθεση ακολουθούν τον Κύριο, αλλά συγχρόνως όμως ζουν ακριβώς έτσι όπως κάθε άνθρωπος, που είναι απλώς σκέτος άνθρωπος όσο καλός κι αν είναι, που απογοητεύεται, που θα απελπισθεί, που θα νομίζει ότι δεν θα φτάσει ποτέ στην ανάσταση, δεν θα φτάσει ποτέ στη σωτηρία, δεν θα φτάσει ποτέ σ’ αυτή την καινούρια ζωή, που γίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο ακόμη. Όμως θα γίνει. Θα γίνει. 

Να παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει αυτή τη βεβαιότητα έτσι ή έτσι. Και την πιο δύσκολη ώρα και την ώρα που θα δείχνουν τα πράγματα σαν να χάνουμε το παν, ο Κύριος που τα ξέρει όλα αυτά και έτσι τα οικονομεί ο Κύριος, όπως τα οικονόμησε και στους μαθητάς του, να μας βοηθήσει να στηριχθούμε και μια φορά και δυο φορές και πολλές φορές. Και τότε που είναι λιγότερο δύσκολα τα πράγματα και τότε που είναι περισσότερο δύσκολα, να μας στηρίξει ο Κύριος με τη βεβαιότητα αυτή, ότι όντως καθώς Εκείνος επάτησε με τον θάνατό του τον θάνατο, μαζί του κι εμείς, που ζούμε τον θάνατό μας, θα πατήσουμε με τον θάνατό του τον θάνατό μας και θα αναστηθούμε. 

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Σταυροαναστάσιμα”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1998, σελ. 267.