Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε
δε θέλω
Ένας νέος παρασυρμένος από την τρομερή δύναμη της
κακής συνηθείας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα.
Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στον Θεό μ’
αυτά τα πονεμένα λόγια: «Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ σα
χωματένιος, που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από τη λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως
έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσεις τον
δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευτούν την
αγαθότητά σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία
Σου και σώσε με μέ θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σε
μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».
Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από
το πάθος και όταν ακόμα ήταν ήρεμος. Κάποια φορά που νικήθηκε ύστερα από
αγωνιώδη αντίσταση, γονάτισε αμέσως κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας
ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στη Θεία ευσπλαχνία ερέθισε το
διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:
– Άθλιε, δε νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια
τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου το όνομα του Θεού; Μάθε μια
για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του
έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.
– Μάθε κι εσύ του αποκρίθηκε θαρρετά, πως το δωμάτιο
αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μία παίρνεις. Δε θα πάψω να σε
πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθείς να με πολεμάς κι εσύ
με την αμαρτία.
– Έτσι λοιπόν; φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι
εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι
έγινε αμέσως άφαντος.
Από τη στιγμή εκείνη έπαψε ο πόλεμος του νέου. Εκείνος
όμως ούτε στιγμή δεν έπαυσε να προσέχει τον εαυτό του και έκλαιγε συχνά σαν
θυμόταν τα σφάλματά του.
– Εύγε σου! Έχεις κατάνυξη, του ψιθύριζε καμμιά φορά
στον λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξει τώρα στην υψηλοφροσύνη.
– Ανάθεμα σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνηση
ο νέος. Μήπως αρέσει στον Θεό να χάσει ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του
με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίει;
Μικρός Ευεργετινός, επιμέλεια: Καλλινίκου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Έκδοσις Γ΄, Άγιον Όρος, Αθήνα 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου